Επίσημη σελίδα ΟΑΚΚΕ

 Χαλκοκονδύλη 35, τηλ-φαξ: 2105232553 email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Τουρκία-δημοψήφισμα: Τα πραγματικά στοιχεία της σύγκρουσης του "ναι" και του "όχι" στην Τουρκία

 

Αν κανείς δεν γνώριζε πολλά για την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία και άφηνε την ενημέρωσή του στα βασικά δυτικά και ελληνικά μέσα, θα πίστευε ότι οι Τούρκοι ψηφοφόροι πήγαν στις 16 Απριλίου στις κάλπες και ψήφισαν με το εξής ερώτημα: «Πρέπει να δοθούν υπερεξουσίες στον πρόεδρο Ερντογάν;».

 

Φυσικά ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα ήταν πράγματι οπερέτα. Μόνο που δεν διεξήχθη ποτέ. Αντιθέτως, διεξήχθη ένα δημοψήφισμα για συνταγματική αναθεώρηση με βασικό αντικείμενο τη μετατροπή του πολιτεύματος της Τουρκίας από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική δημοκρατία. Δηλαδή για το πέρασμα από ένα πολίτευμα τύπου Γερμανίας σε ένα πολίτευμα τύπου ΗΠΑ, όπου όμως ο πρόεδρος έχει μεγαλύτερες εξουσίες από τον αμερικανό πρόεδρο κυρίως από μια άποψη: ότι στις ΗΠΑ ο πρόεδρος δεν ελέγχει σαν αρχηγός το κόμμα του όπως ο Ερντογάν το δικό του.

Εκείνο που δεν λένε τα παραπάνω ΜΜΕ είναι ότι για να αποκτήσει ο Ερντογάν τις μεγαλύτερες εξουσίες που του δίνει το νέο Σύνταγμα θα πρέπει να ξανακατεβεί υποψήφιος και να κερδίσει, γιατί τώρα είναι πρόεδρος εκλεγμένος με το παλιό σύνταγμα. Άρα η ψήφιση του «ναι» δεν αποτελεί ένα σφετερισμό της εξουσίας από έναν «σουλτάνο», αλλά μια νέα δύσκολη δοκιμασία γι αυτήν.

Η συγκεκριμένη αλλαγή είχε προπαγανδιστεί από το κυβερνητικό AKP στις δύο αλλεπάλληλες βουλευτικές εκλογές του 2015. Μάλιστα στις εκλογές του Νοεμβρίου, το AKP, με επικεφαλής τότε τον Νταβούτογλου, έλαβε σχεδόν 50% των ψήφων και κέρδισε αυτοδυναμία στην Εθνοσυνέλευση, με σημαία τη συνταγματική αλλαγή προς μια προεδρική δημοκρατία.

Τελικώς το AKP, μαζί με το εθνικιστικό MHP του Μπαχτσελί, κατέθεσε μέσα στο 2016 το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης στην Εθνοσυνέλευση. Αυτό εγκρίθηκε με πλειοψηφία άνω των τριών πέμπτων, αλλά όχι δύο τρίτων, ώστε να εφαρμοζόταν άμεσα. Έτσι, το σχέδιο παραπέμφθηκε σε δημοψήφισμα. Αυτό ήταν που τέθηκε σε ψηφοφορία στις 16 Απριλίου, δηλαδή οι 18 αλλαγές στο σύνταγμα της χώρας και όχι οι «υπερεξουσίες του Ερντογάν», όπως ούρλιαζαν τα διεθνή ΜΜΕ.

Όπως είπαμε λοιπόν ο πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας ο οποίος θα έχει τις ενισχυμένες εξουσίες, που θα είναι δηλαδή ταυτόχρονα αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης, θα είναι εκείνος που θα εκλεγεί στις επόμενες προεδρικές εκλογές, τον Νοέμβριο του 2019 και καθόλου δεν είναι σίγουρο ότι αυτός θα είναι ο Ερντογάν όπως υποδηλώνει και το πολύ οριακό αποτέλεσμα με το οποίο εκλέχτηκε πρόεδρος, αποτέλεσμα που απέχει πολύ από εκείνα που χαρακτηρίζουν τους τριτοκοσμικούς ή ανατολικούς δικτάτορες.

 

Τι προβλέπει το νέο σύνταγμα Ερντογάν

 

Στις περισσότερες προεδρικές δημοκρατίες στον πλανήτη, οι προεδρικές εκλογές είναι εντελώς αποσυνδεδεμένες από τις βουλευτικές και πολλές φορές είναι πιθανό ο πρόεδρος, αρχηγός κράτους και κυβέρνησης, να ανήκει σε άλλη πολιτική παράταξη από αυτήν που ελέγχει το κοινοβούλιο. Έτσι οι εκτελεστικές αρμοδιότητες του προέδρου αντιρροπίζονται από τον έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας από άλλη πολιτική παράταξη. Το μοντέλο αυτό περιορίζει την «ενός ανδρός αρχή», όπως συνέβη π.χ. τα δύο τελευταία χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, κατά τα οποία το Κογκρέσο (Γερουσία και Βουλή) ελεγχόταν από τους Ρεπουμπλικανούς.

Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει από τον Ιανουάριο του 2016 ο Μαδούρο στη Βενεζουέλα, με μια Εθνοσυνέλευση που ελέγχεται με πλειοψηφία άνω των 2/3 από τη δημοκρατική αντιπολίτευση, εκεί όμως ο φαιο-«κόκκινος» φασίστας έχει «ξεπεράσει», δηλαδή έχει ποδοπατήσει το γενικά δημοκρατικό σύνταγμα, καταργώντας τις εξουσίες του κοινοβουλίου και κυβερνώντας δικτατορικά, με τη βοήθεια του διορισμένου από τον ίδιο Ανώτατου Δικαστηρίου.

Προεδρικές και βουλευτικές εκλογές ταυτόχρονα είναι πράγματι πρωτοτυπία του συντάγματος Ερντογάν και δημιουργούν σε κάποιους ανησυχία ότι ο πρόεδρος θα διαθέτει σχεδόν πάντα και πλειοψηφία του κόμματός του στη Βουλή, άρα πρακτικά θα είναι ταυτόχρονα πρόεδρος τύπου ΗΠΑ, και πρωθυπουργός τύπου Ελλάδας σε συσκευασία του ενός.

Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι το κόμμα του προέδρου, ακόμη κι αν έχει έλθει πρώτο στις βουλευτικές εκλογές, θα έχει απόλυτη πλειοψηφία 50% + 1 βουλευτών στην Εθνοσυνέλευση. Ο πρόεδρος εκλέγεται με σύστημα δύο γύρων, ενώ το κοινοβούλιο με μία και μόνη ψηφοφορία. Αυτό σημαίνει ότι, όπως συνέβη στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, το AKP ή όποιο άλλο κόμμα θα μπορούσε να κερδίσει την πρώτη θέση, αλλά όχι και την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το κυρίαρχο κόμμα, ακόμη κι αν πρόκειται για το κόμμα του εκλεγμένου προέδρου της Τουρκίας, για να νομοθετεί θα πρέπει να έρχεται σε συμφωνία με κάποιο ή κάποια από τα υπόλοιπα κόμματα ή με μεμονωμένους βουλευτές τους, αλλιώς πρακτικά ο πρόεδρος και η κυβέρνησή του δεν θα μπορούν να νομοθετούν και θα έχουν δεμένα τα χέρια τους.

Πριν αποφανθούμε βέβαια για το τι θα συμβεί στην Τουρκία με μια νέου τύπου προεδρία, θα πρέπει να δούμε το νέο εκλογικό νόμο για την Εθνοσυνέλευση τον οποίο θα ετοιμάσουν από κοινού το AKP και το MHP, ωστόσο με τα σημερινά δεδομένα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια ανεξέλεγκτη, δικτατορικού τύπου πολιτική εξουσία του νέου, μετά το 2019 προέδρου.

Από την άλλη πλευρά, εκεί που σήμερα η πρωθυπουργοκεντρική κυβέρνηση της Τουρκίας πέφτει αν χάσει την υποστήριξη του 50% των βουλευτών συν ενός, με το νέο σύστημα ο πρόεδρος και η κυβέρνησή του πέφτουν εάν αποφασίσουν να τους ρίξουν τα 3/5 της Εθνοσυνέλευσης (δηλαδή το 60% των βουλευτών). Αυτό όμως δεν είναι τουρκική πρωτοτυπία. Σε χώρες με το αμερικάνικο προεδροκεντρικό σύστημα και στις ίδιες τις ΗΠΑ, για να πέσει ο πρόεδρος χρειάζεται συναίνεση των 2/3 της Βουλής, δηλαδή ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό των βουλευτών και γερουσιαστών σε σχέση με την Τουρκία. (Αυτό έγινε πρόσφατα με την Ρούσεφ στη Βραζιλία, η οποία καθαιρέθηκε από το Κογκρέσο, με πλειοψηφία άνω των 2/3 σε Βουλή και Γερουσία).

Ένα άλλο αρνητικό, αλλά όχι πολύ ισχυρό στοιχείο διαφοροποίησης στο τουρκικό νέο σύνταγμα σε σχέση με το αμερικάνικο είναι η εξουσία του τούρκου προέδρου να διορίζει και να διώχνει τον αντιπρόεδρό ή αντιπροέδρους του στη μέση της θητείας του. Στις ΗΠΑ ο αντιπρόεδρος ναι μεν ορίζεται από τον υποψήφιο πρόεδρο αλλά εκλέγεται «πακέτο» με τον πρόεδρο και δεν μπορεί να απολυθεί ή να αλλάξει στη μέση της θητείας του. Επίσης συνήθως στις προεδρικές δημοκρατίες ο διορισμός των υπουργών, σε ατομική βάση για τον καθένα, κυρώνεται από το κοινοβούλιο (π.χ. Γερουσία στις ΗΠΑ). Κι αυτές ωστόσο οι ιδιομορφίες δεν απαγορεύουν στην τουρκική Εθνοσυνέλευση να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις, απορρίπτοντας π.χ. συστηματικά τα νομοσχέδια ενός υπουργού αν τον θεωρεί ανάξιο να κατέχει το αξίωμά του και τελικά υποχρεώνοντας τον πρόεδρο της χώρας να τον αλλάξει. Μάλιστα αν η Βουλή το κάνει αυτό συστηματικά για περισσότερους υπουργούς μπορεί στην πράξη να ρίξει και τον ίδιο τον Πρόεδρο, ο οποίος δεν θα μπορεί να διαλύσει το κοινοβούλιο αν δεν καταργήσει και την δικιά του προεδρία.

 

Η επεμβατική στάση των Ευρωπαίων μονοπωλιστών κάτω από την καθοδήγηση των ρωσόφιλων ηγετών τους

 

Οι Ευρωπαίοι μονοπωλιστές, με τα μέσα τους και με γενικούς πολιτικούς ηγέτες τους αφοσιωμένους φίλους του Πούτιν, Μέρκελ, Ολάντ, Ρέντζι, Γκάμπριελ, Κουρτς κλπ έφτιαξαν βέβαια ένα ολόκληρο αφήγημα για επικείμενη δικτατορία ή καλύτερα «ενός ανδρός αρχή» στην Τουρκία, λόγω της ενισχυμένα προεδροκεντρικής μορφής του νέου πολιτεύματος. Έφτασαν μάλιστα να λένε ότι το χειρότερο στο νέο Σύνταγμα είναι ότι ο Πρόεδρος θα διορίζει τους περισσότερους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου οπότε θα χαθεί η διάκριση των εξουσιών την ώρα που και σήμερα ο εκλεγμένος πρόεδρος παρόλες τις λιγότερες εξουσίες του διορίζει ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό δικαστών. Επίσης όλοι τους αποσιώπησαν μια προοδευτική πλευρά του νέου Συντάγματος που είναι η κατάργηση των στρατοδικείων σε καιρό ειρήνης.

Το κακό δεν βρίσκεται στην όποια άποψή των ευρωπαϊκών ηγεσιών για την προεδρία Ερντογάν αλλά στο ότι σύμφωνα με την αντίληψη αυτών των μικρομεσαίων πια, αλλά τέως ηγεμονιστών ιμπεριαλιστών, το εάν η Τουρκία θα έχει προεδρικό ή πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, περισσότερο ή λιγότερο ενισχυμένο, είναι κάτι για το οποίο η Άγκυρα έπρεπε να τους ρωτήσει και να λάβει την έγκρισή τους. Κι αυτό γιατί πιθανόν ήθελαν να επαναλάβουν τις έμμεσες αλλά εμφατικότατες παρεμβάσεις τους στα εσωτερικά της, όπως όταν έστρωσαν κόκκινο χαλί στον τότε πρωθυπουργό Νταβούτογλου, την άνοιξη του 2016, στη συμφωνία για το προσφυγικό, προσπαθώντας να τον ενισχύσουν ως αντίπαλο πόλο εξουσίας στον πρόεδρο Ερντογάν.

Όμως ο Νταβούτογλου είχε γίνει πρόεδρος του AKP και πρωθυπουργός ακριβώς με πρόταση του Ερντογάν, για να μπορέσει ο δεύτερος να μεταπηδήσει στην προεδρία της χώρας και είχε δεσμευθεί για την προώθηση της συνταγματικής αλλαγής του πολιτεύματος, στη συνέχεια όμως «τα γύρισε», γι’ αυτό και εξωθήθηκε από το κόμμα του σε παραίτηση. Κάτι τέτοια όμως δεν ενοχλούν τους «ευρωρώσους», ωμούς επεμβατιστές ηγέτες σήμερα στις καγκελαρίες του Παρισιού και του Βερολίνου, που θεωρούν ότι γνωρίζουν καλύτερα από τους λαούς ποιοι πρέπει να τους κυβερνούν.

 

Το πραξικόπημα Γκιουλέν «δεν υπήρξε ποτέ» γι αυτούς

 

Το πιο εξοργιστικό δε, με τη στάση των ενημερωτικών κέντρων του δυτικού ιμπεριαλισμού, είναι η σχεδόν ομόθυμη υιοθέτηση της θεωρίας ότι ο γκιουλενισμός και το πραξικόπημα που αυτός οργάνωσε τον Ιούλιο του 2016 είτε είναι δευτερεύουσας ή και ανύπαρκτης σημασίας ζήτημα, είτε ακόμη είναι μια προβοκάτσια του Ερντογάν.

Οι 270 έως 350 νεκροί (ο αριθμός δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει) των δυνάμεων που υπερασπίστηκαν τη δημοκρατική τάξη της Τουρκίας, εκ των οποίων οι 180 άμαχοι πολίτες που έβαλαν τα στήθη τους μπροστά στα τανκς, για τη Μέρκελ και τον Ολάντ μετράνε μάλλον για στραγάλια.

Γι’ αυτό έκαναν πέντε μέρες να τηλεφωνήσουν στον Ερντογάν, όχι για να τον συγχαρούν για την αποτροπή του πραξικοπήματος των γκιουλενοφασιστών, αλλά για να τον προειδοποιήσουν να μην είναι πολύ σκληρός με τους γκιουλενικούς σε στρατό, αστυνομία και δικαστήρια και να του εκφράσουν δυσαρέσκεια για τον όγκο των συλλήψεων, αποτάξεων και απολύσεων κρατικών λειτουργών!

Δεν είναι παράδοξο: όποιος άκουγε ή έβλεπε δυτικά μέσα το βράδυ του πραξικοπήματος, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει πόσο εύχονταν τη νίκη των πραξικοπηματιών και την ανατροπή του Ερντογάν.

Αυτό το αίσχος οι δυτικοί μονοπωλιστές το είχαν επαναλάβει στην Αίγυπτο το 2013, όταν ο φασίστας – πραξικοπηματίας Σίσι, που πόζαρε για «κοσμικός αντιισλαμιστής», κατέσφαξε τους δικαίως διαμαρτυρόμενους υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο Κάιρο, οι οποίοι ζητούσαν την επαναφορά του νόμιμα εκλεγμένου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι - συμμάχου του Ερντογάν - στον προεδρικό θώκο.

Τις Μέρκελ, τους Ολάντ και τις Μέι αυτού του κόσμου δεν τους ενοχλεί που ο ευρασιάτης Γκιουλέν ή ο φασίστας Σίσι είναι ανοικτά ρωσόφιλοι. Τους φτάνει που παίζουν, έστω υποκριτικά, το παιχνίδι του εταίρου της Δύσης, ο πρώτος υποδυόμενος το δυτικό, ειρηνικό, «σύγχρονο» Ισλάμ και ο δεύτερος τον «κοσμικό τιμωρό των ισλαμιστών εξτρεμιστών».

 

Η τυπική «δημοκρατία» και η τριτοκοσμική ανεξαρτησία

 

Το μίσος των δυτικών μονοπωλιστών στον Ερντογάν δεν έχει να κάνει στην πραγματικότητα με τα πολλά κακά του, δηλαδή με τη δεξιά ισλαμιστική ιδεολογική του καθυστέρηση, με το υπερσυγκεντρωτικό ηγετίστικο του στυλ, με το δημαγωγικό, τελευταία χυδαία αντιευρωπαϊκό εθνικιστικό και λαϊκίστικο του λόγο, και βέβαια δεν έχουν πει ούτε μια κουβέντα για να κριτικάρουν το μεγαλύτερο αρνητικό του, την πρόσφατη έντονη προσέγγιση του με τον αρχιφασίστα Πούτιν, που βέβαια οι ίδιοι κυρίως προκάλεσαν.

Το μίσος τους έχει να κάνει με εκείνη την πλευρά του Ερντογάν και του ΑΚΡ η οποία εκφράζει την τάση των κρατών του Τρίτου, δηλαδή του μη ιμπεριαλιστικού Κόσμου για ανεξαρτησία από τις υπερδυνάμεις και γενικά από κάθε ιμπεριαλιστή.

Είναι ακριβώς αυτή η πλευρά του Ερντογάν που ενοχλεί κυρίως τους Ρώσους, παρά την πρόσφατη, σχεδόν αναγκαστική, στροφή του Ερντογάν προς αυτούς, όταν καταπουλήθηκε από τους προβοκάτορες Ομπάμα, Μέρκελ και Σία. Αυτή η πλευρά του ήταν που τον είχε οδηγήσει να καταρρίψει – και δίκαια – το ρώσικο πολεμικό αεροσκάφος που παραβίαζε τον τουρκικό εναέριο χώρο από την πλευρά της Συρίας όταν βομβάρδιζε τους τουρκομάνους αντιστασισκούς. Σε εκείνη του την κίνηση όχι μόνο δεν έλαβε υποστήριξη, αλλά ουσιαστικά ραπίστηκε, γιατί τάχα «έμπλεξε τη Δύση σε μια αχρείαστη αντιπαράθεση με τον Πούτιν», όπως τόνιζαν οι «φιλελεύθεροι» μονοπωλιστές από την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες.

Γι’ αυτό τόσο οι σοσιαλφασίστες όσο και οι φιλελεύθεροι, σε Ελλάδα και Δύση, ήταν φανατικοί οπαδοί του Ερντογάν χοντρικά από το 2002 έως το 2013, όταν αυτός πολιτευόταν σε συμμαχία με το γκιουλενικό, στρατηγικά φιλορώσικο, αν και με κάπως δυτική μορφή ρεύμα και ξεδόντιαζε με τις πρωτοβουλίες του δικτύου Γκιουλέν και τις πελώριες φασιστικές προβοκατόρικες εκκαθαρίσεις τις οποίες αυτό οργάνωνε το παλιότερο βάθρο της τουρκικής τριτοκοσμικής ανεξαρτησίας, παρόλες τις κατά καιρούς αντιδημοκρατικές ακόμα και δικτατορικές παρεμβάσεις του στην πολιτική σκηνή, δηλαδή το κεμαλικό στρατό.

Κνίτες και φιλελεύθεροι ειρωνεύονταν τότε από κοινού όποιον τολμούσε να ψελλίσει ότι οι εκκαθαρίσεις των κεμαλικών από την πρωθυπουργία Ερντογάν γίνονταν από τα δεξιά, από το φασισμό κι όχι από τα αριστερά. Οι μεν κνίτες έσπαγαν τα χέρια τους στο χειροκρότημα για τα τότε φιλορώσικα, φιλοκινέζικα και αντιισραηλινά βήματα του Ερντογάν, οι δε φιλελεύθεροι έβλεπαν τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας ως δυτικό αναμορφωτή - αστοδημοκράτη, που επιτέλους θα χτίσει ευρωπαϊκού τύπου αστική δημοκρατία, απαλλαγμένη από στρατοκρατικά βαρίδια, στη χώρα – κόμβο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Δηλαδή χειροκροτούσαν ότι βάναυσο και αυταρχικό έκανε ο Ερντογάν κάτω από την συμμαχία του με τον Γκιουλέν, ενώ άρχισαν να τον καταγγέλουν μόνο όταν συγκρούστηκε με τον αυτόν.

Σε αντίθεση με όλους αυτούς, που εκτιμούν ότι ο Ερντογάν ήταν τότε καλός και χάλασε στην πορεία, εμείς εκτιμούμε ακριβώς αντίθετα ότι η πορεία του μετά τη σύγκρουση του με τους γκιουλενικούς ήταν στην κύρια πλευρά πορεία γενικά προς την πρόοδο. Αυτό φάνηκε από την ανοιχτή αυτοκριτική του στον τουρκικό λαό για την συμμαχία του με τον ισλαμοφασίστα Γκιουλέν και από το μέτωπο που πραγματοποίησε εναντίον του σκοτεινού δικτύου του με τους κεμαλικούς στρατιωτικούς, τους οποίους και αποφυλάκισε, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα.

Αυτό το μέτωπο ήταν που έσωσε τον Ερντογάν και τη δημοκρατία στην Τουρκία τον Ιούλη του ’16, καθώς οι σχετικά αδύναμοι στον στρατό γκιουλενικοί δεν βρήκαν ένα μαζικό κεμαλικό ρεύμα να τους στηρίξει, παρά το γεγονός ότι έφτιαξαν μια πραξικοπηματική πλατφόρμα - διακήρυξη που έμοιαζε «κοσμική κεμαλική» από πάνω ως κάτω.

 

Ερντογάν και «Αραβική Άνοιξη»

 

Ο Ερντογάν στήριξε την αντιδραστική «Αραβική Άνοιξη», με την οποία η Ρωσία «έφαγε» μια σειρά τριτοκοσμικούς, γενικά ειρηνόφιλους αστούς ηγέτες στον μουσουλμανικό κόσμο. Τη στήριξε, θεωρώντας ότι η «άνοιξη» θα είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο σε όλες τις σουνιτικές ισλαμικές χώρες του τόξου Μέσης Ανατολής – Βόρειας Αφρικής κυβερνήσεων του δικού του ιδεολογικού προσήμου, χοντρικά του ρεύματος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Πρόκειται για συντηρητικό, δεξιό στο επίπεδο της ιδεολογίας, αλλά αρκετά ανεξαρτησιακό έναντι Ανατολής και Δύσης ρεύμα, γι’ αυτό και ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, με τη βοήθεια των δυτικών φιλελεύθερων, το τσάκισε στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Τυνησία και στη Συρία, αφού πρώτα το χρησιμοποίησε για να φάει τους Μουμπάρακ, τους Μπεν Αλί και τους Καντάφι, αλλά και για να κάνει εντελώς «ρώσο» τον εθνικοφασίστα Άσαντ, που είχε αρχίσει, ακριβώς πριν την έναρξη του συριακού εμφυλίου, τα ανοίγματα στη δυτικόφιλη Σαουδική Αραβία.

Ο μόνος που επιβίωσε από αυτές τις «ανοίξεις» ήταν ο «γενάρχης» του ισλαμοανεξαρτησιακού πολιτικού ρεύματος, δηλαδή ο ίδιος ο Ερντογάν, ο οποίος επιμένει μόνος, όσο γίνεται ως εθνικός αστός, να στηρίζει τη συριακή κοσμική και ισλαμική αντιπολίτευση ενάντια στο ρωσόφιλο σφαγέα Άσαντ, δηλαδή να μην πουλιέται στη Ρωσία, αλλά και να μην αναγνωρίζει την «αυτονόητη» για Ρωσία και ΗΠΑ «θετική συνεισφορά» του κουρδικού σοσιαλφασιστικού PKK - PYD «στον αγώνα κατά του ISIS».

 

Για την προοδευτική μάζα του «όχι» εντός Τουρκίας και την εν δυνάμει αρνητικότητα του «ναι»

 

Πολλοί δημοκρατικοί άνθρωποι στην Ελλάδα θα μας αντιτείνουν ότι οι πιο δημοκρατικές στην κουλτούρα τους τουρκικές μάζες, που γενικά στηρίζουν το κεμαλικό CHP και τα μεγάλα αστικά κέντρα τάχθηκαν με το όχι στο δημοψήφισμα. Γι’ αυτές τις μάζες πράγματι είναι αποκρουστική η ισλαμιστική, νεοοθωμανικού τύπου ρητορεία τμήματος των στελεχών του AKP και οι αντιδραστικές θέσεις των ερντογανικών σε ζητήματα ατομικής σεξουαλικής ελευθερίας, ένδυσης, κατανάλωσης αλκοόλ κλπ. Επίσης δίκαια ανησυχούν ότι ένα πιο συγκεντρωτικό Σύνταγμα με Ερντογάν ή χωρίς αυτόν θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί από φασιστικές συγκυριακές πλειοψηφίες να κάτσουν πιο εύκολα στο σβέρκο του τουρκικού λαού.

Σαν μαρξιστές ωστόσο, είμαστε υποχρεωμένοι σε μια πολιτική σύγκρουση να βλέπουμε την κάθε φορά κυρίαρχη αντίθεση της πολιτικής φάσης, η οποία επηρεάζει τις παγκόσμιες εξελίξεις προς όφελος ή προς ζημιά της πάλης των λαών για κρατική ανεξαρτησία και εθνική λευτεριά, σε τελική ανάλυση για αντιιμπεριαλιστική επανάσταση.

Αν λοιπόν ρίξει κανείς μια ματιά στο μέτωπο των ηγετών – πολιτικών χειριστών του «όχι» στο τουρκικό δημοψήφισμα, θα βρει ανάμεσά τους πρώτο και κυρίαρχο τον αρχιρώσο πράκτορα Ντογκού Περιντσέκ, πλασιέ του Ντούγκιν στην Άγκυρα και ανοικτό υμνητή της πλήρους υποταγής της Τουρκίας στον Πούτιν. Θα βρει τον αρχηγό του CHP Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει άτυπο μέτωπο με τους γκιουλενικούς ήδη από το 2013 και είχε στηρίξει για πρόεδρο της Τουρκίας, το 2014, τον γκιουλενικό Ιχσάνογλου. Θα βρει τους Κούρδους σοσιαλφασίστες, αποσχιστές και εθνοεκκαθαριστές του PKK, με το «νόμιμο» κόμμα – βιτρίνα τους, το HDP. Θα βρει τέλος τις δυνάμεις εκείνες, μέσα στο ίδιο το AKP, που είχαν την πλέον συμφιλιωτική στάση έναντι του Γκιουλέν, όταν αυτός συγκρούστηκε με τον Ερντογάν (τον τέως πρόεδρο της Τουρκίας Γκιουλ, τον Μπουλέντ Αρίντς κλπ.).

Δεν υπήρξε δηλαδή ρεύμα που να υποστήριξε το «όχι» και να βγήκε από τα αριστερά του Ερντογάν, παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής συντήρησης βρέθηκε στο πλευρό του «ναι» και ένα ακόμα πιο μεγάλο τμήμα της αυθόρμητης προόδου στη βάση της κοινωνίας βρέθηκε στο πλευρό του «όχι». Με αυτή την έννοια και από τακτική άποψη δεν είναι να λυπάται κανείς για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Αλλά από την άλλη δεν μπορεί και να χαίρεται γιατί από στρατηγική άποψη η κίνηση του Ερντογάν για ένα πιο συγκεντρωτικό Σύνταγμα μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε εργαλείο γοργής φασιστικοποίησης και εθνικής υποτέλειας της Τουρκίας. Αυτό μπορεί να συμβεί αν το πλατύ φιλορωσικό μέτωπο στην Τουρκία, που περιλαμβάνει τους όλο και πιο αντιδυτικούς εθνικιστές που έχουν αποσχιστεί από το κόμμα του Μπαχτσελί, πάρει την προεδρία στις πολύ κρίσιμες εκλογές του 2019 και όχι ο όλο και πιο στριμωγμένος από τον ιμπεριαλισμό και τον σοσιαλιμπεριαλισμό Ερντογάν.

Από τέτοιες αντιφάσεις είναι γεμάτη η ιστορία, ειδικά σε περιόδους σαν τη σημερινή όπου το παγκόσμιο εργατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα βρίσκεται στα τάρταρα και οι ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις παίζουν κομβικό ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις.

Αξίζει να θυμηθεί κανείς πόσο ενάντιοι σε κινήματα των βαλκανικών εθνών κατά της Οθωμανικής Αυτόκρατορίας είχαν σταθεί οι Μαρξ και Ένγκελς, στο βαθμό και μόνο στο βαθμό που αυτά βρίσκονταν σε συμμαχία με την τσαρική Ρωσία, κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης εκείνη την εποχή. Ο μαύρος αντιδραστικός και οπισθοδρομικός χαρακτήρας του οθωμανικού καθεστώτος ήταν για τους κλασσικούς του μαρξισμού ένα σημαντικό ζήτημα από την άποψη της στρατηγικής της αντιφεουδαρχικής επανάστασης στον βαλκανικό χώρο αλλά δευτερεύον ζήτημα μπροστά στην ανάγκη για τη μη ενίσχυση του μεγαλύτερου εχθρού της ευρωπαϊκής δημοκρατικής και σοσιαλιστικής προόδου, δηλαδή του τσαρισμού.

Αντίθετα, οι ρηχοί δυτικοί αστοφιλελεύθεροι, βουτηγμένοι στη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό, έβλεπαν στους αφιονισμένους από τον τσάρο με χριστιανορθόδοξο γενοκτονικό αφιόνι οπλαρχηγούς του φιλορώσικου κολοκοτρωνέικου κόμματος τη νίκη της «αρχαίας Ελλάδας επί του βάρβαρου οθωμανισμού» και έριχναν δάνεια στο τρύπιο πιθάρι του μετέπειτα «ελληνικού κράτους – φάντασμα», για να πάρουν τελικά ως «τρόπαιο» τη ρώσικη Ελλάδα αρχικά εκείνη του πράκτορα Καποδίστρια και μετά εκείνη του Όθωνα, του πιστού γόνου της αυλής του Βαυαρού Βασιλιά Λουδοβίκο, της πιο φιλοτσαρικής σε όλη την Ευρώπη. Καθόλου τυχαίο ότι 200 χρόνια μετά μέσα από τις πιο απίθανες στροφές της πιο ξενόδουλης αστικής τάξης των Βαλκανίων, της ελληνικής, ήρθε ξανά η ώρα η τελευταία να γίνει ο σχεδόν ανοιχτός δούρειος ίππος της πιο αντιδραστικής Ρωσίας όλων των εποχών μέσα στην Ευρώπη. Τουλάχιστον ας μην μπορέσει αυτή τη φορά να πάρει στο λαιμό της και την πάντα πιο ανεξάρτητη απέναντι στους τσάρους Τουρκία.

Εμείς δεν υποστηρίζουμε ότι το μέλλον δεν μπορεί να φέρει έναν Ερντογάν με δικτατορικές εξουσίες, ούτε ότι αυτός αποκλείεται να απορροφηθεί από το πουτινικό αντιδυτικό μέτωπο, ειδικά λόγω της γενικά αντιδραστικής, αντιδιαφωτιστικής, ισλαμοσυντηρητικής ιδεολογίας του. Ήδη άλλωστε έχει κάνει τόσα βήματα προς την φασιστική Ρωσία.

Λέμε ωστόσο και θα φωνάζουμε ότι, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, τη βασική ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη θα την φέρει η βρώμικη, χωρίς δημοκρατικές αρχές στάση των δυτικών ιμπεριαλιστών και μονοπωλιστών, που για ακόμη μία φορά θα έχουν παίξει τον ρόλο της σκούπας, ρίχνοντας τον Ερντογάν μέσα στο ρώσικο νεοναζιστικό φαράσι.

Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση δώσανε στον Πούτιν την ευκαιρία να αποδοκιμάσει την ωμή επεμβατική στάση των δυτικών στο αποτέλεσμα, λέγοντας ότι πρέπει να γίνει σεβαστό το ναι, την ώρα που ήταν ακριβώς οι άνθρωποί του και στην Τουρκία και στην Ευρώπη που οργίασαν σε κινδυνολογία για το «ναι» στο «σουλτάνο».

 

-Δημοσιεύτηκε στο φ. 523 της Νέας Ανατολής, Μάρτης 2017-