ΣΦΑΔΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΙΡΑΚΙΝΗ ΠΑΓΙΔΑ Η ΠΙΟ ΗΛΙΘΙΑ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗ

Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις μήνες από τις πρώτες μέρες της αμερικανικής στρατιωτικής νίκης στο Ιράκ και η πιο ηλίθια υπερδύναμη δοκιμάζει εκεί τη μια ήττα μετά την άλλη και τη μια δυσάρεστη έκπληξη μετά την άλλη. Αυτές οι ήττες που σε κάθε άλλο κράτος θα ασκούσαν μια ανασχετική-εκπαιδευτική λειτουργία, στην περίπτωση των ΗΠΑ λειτουργούν διεγερτικά και τη διδάσκουν να συνεχίσει απτόητη στον ίδιο δρόμο της καταστροφής. Βέβαια αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι κάτι το εξαιρετικό για την ανθρωπότητα αν δεν αποτελούσε ταυτόχρονα και στο ίδιο βαθμό νίκη της μοναδικής υπερδύναμης που κινεί τα πράγματα και δεν κινείται από αυτά, της νεοχιτλερικής Ρωσίας.
Οι σημερινές ΗΠΑ έχουν γίνει μια απέραντη δεξαμενή καταστροφικής ενέργειας την οποία διαχειρίζεται η ρώσικη διπλωματία για να κατακτήσει αναρίθμητες στρατιωτικές και πολιτικές θέσεις στον τρίτο και στον δεύτερο κόσμο. Αυτή η ενέργεια πρωτοξεδιπλώθηκε κάτω από την ηγεσία Κλίντον στην πρώην Γιουγκοσλαβία για να παγιώσει το διαμελισμό της Βοσνίας προς όφελος της Σερβίας και πάνω απ’ όλα για να παραδώσει τη Σερβία στη Ρωσία. Είναι γεγονός ότι στο σημείο αυτό η υπερδύναμη κοντοστάθηκε και σκέφτηκε μήπως έπρεπε να σταματήσει αυτές τις εξωτερικές επεμβάσεις. Ήταν η εποχή κατά την οποία η προεδρία Μπους αντικαθιστούσε τη στρατηγική της διεθνούς επέμβασης της προεδρίας Κλίντον με την στρατηγική της αμυντικής αναδίπλωσης στην αμερικανική ήπειρο, ή αλλιώς στρατηγική της πυρηνικής ομπρέλας. Τότε όμως η πιο πραγματική υπερδύναμη σταμάτησε αυτή την αναδίπλωση και επανέφερε τη στρατηγική Κλίντον και μάλιστα με δεκαπλάσια ορμή όταν έδωσε στις ΗΠΑ ένα γιγαντιαίο προβοκατόρικο χτύπημα: τη μεγάλη σφαγή των δίδυμων πύργων.
Από εκείνη τη στιγμή και πέρα η ρώσικη σοδειά ήταν καταρρακτώδης: Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Ρωσία του Φαχίμ και της Βόρειας συμμαχίας ηγεμονεύει χάρη στα βομβαρδιστικά των ΗΠΑ σε ένα Αφγανιστάν που η ίδια είχε αποτύχει να ελέγξει ματώνοντας και εκτεθειμένη πολιτικά για 10 ολόκληρα χρόνια. Τώρα, μέρα με τη μέρα και χάρη στην προέλαση αστραπή του στρατηγού Φρανκς συντρίβει το σανταμικό καθεστώς και κερδίζει το μόνιμα αυθάδες και ανυπότακτο σε αυτήν εθνικιστικό Ιράκ κυρίως μέσο αντιπροσώπου, δηλαδή μέσο του φιλικού της Ιράν, ενώ βάζει τις βάσεις για να το καταβροχθίσει και απ’ ευθείας, δηλαδή μέσο του ΟΗΕ. Στο μεταξύ πάλι χάρη στην όλο και πιο υστερική αμερικανική ενέργεια η ρώσικη διπλωματία έχει καταφέρει να επιβάλει στην παλαιστινιακή εξουσία, αυτή τη Μέκκα του παγκόσμιου πολιτικού Ισλάμ και Μέκκα των αραβικών εθνικισμών, ένα δικό της άνθρωπο, τον Αμπού Αμπάς.
Αλλά η σοδειά δεν περιορίζεται σε αυτά, ούτε είναι μάλιστα κυρίως αυτά. Η μεγάλη σοδειά είναι τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη που πιστεύουν πια ότι οι δύο μεγάλοι φασισμοί, η Ρωσία και η Κίνα είναι θετικές και φιλικές τους δυνάμεις, επειδή τάχα αντιρροπίζουν τον αμερικάνικο ηγεμονισμό. Χάρη σε αυτή τη μαζική πολιτική φαντασίωση η πιο κτηνώδης ΚαΓκεΜπε όλων των εποχών γίνεται σήμερα ο οικοδεσπότης και ο σύμμαχος κάθε παρακμής και σαπίλας στην Ευρώπη, γίνεται ο κοινός παρονομαστής όλων των αναβιωμένων ευρωπαϊκών αποικιοκρατισμών και προστάτης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων απέναντι στα αμερικάνικα. Έτσι για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα απόλυτης απομόνωσης, εκτός από τους μειοψηφικούς τροτσκιστές και τους ανυπόληπτους εθνικοκομμουνιστές κάθε χώρας, οι νεοχιτλερικοί του Κρεμλίνου έχουν τώρα δίπλα τους ολόκληρες τις άρχουσες τάξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, ακόμα και της Αγγλίας του Μπλερ. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος της ρώσικης διπλωματίας βρίσκεται στο ότι ακόμα και απέναντι σε αυτόν τον κοινό εχθρό, τις ΗΠΑ, η ίδια η Ρωσία μπορεί να εμφανίζεται σαν ο μοναδικός της φίλος. Αυτός είναι και ο θρίαμβος της αμερικάνικης ιμπεριαλιστικής αποβλάκωσης.

Δεν είναι της ώρας να εξηγήσουμε το πώς μπορεί μια υπερδύναμη να είναι ηλίθια, το μόνο που μπορούμε να πούμε περιληπτικά είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό είναι σύμφυτο με την κινητήρια εσωτερική αντίφαση της, που είναι η ανάγκη του μονοπωλιακού της κεφάλαιου να διατηρήσει την όλο και μικρότερη σχετικά οικονομική του ισχύ σε όλες τις άκρες του πλανήτη, την ώρα που στρατιωτικά και πιο πολύ πολιτικά και οικονομικά δεν είναι σε θέση να διαφυλάξει την ασφάλεια ούτε καν της στενής κρατικής του επικράτειας. Ανίκανο να πιστέψει στην παρακμή του , ιδιαίτερα την οικονομική απόσταση που διαρκώς μεγαλώνει ανάμεσα σε αυτό και το σύνολο των ανταγωνιστών του σε όλο τον κόσμο, το αμερικανικό μονοπώλιο νομίζει ότι μπορεί να απαντάει σε όλα τα χτυπήματα, κάνοντας βαθιές διεισδύσεις, εισβολές και επεμβάσεις στον τρίτο κόσμο για να τιμωρήσει όχι τους εχθρούς, αλλά τους μοναδικούς της φίλους. Έτσι χάνει κάθε σύμμαχο, απομονώνεται βαθύτερα και δέχεται νέα μεγαλύτερα χτυπήματα. Η ρώσικη υπερδύναμη δεν έχει παρά να κάνει δύο πράγματα: Από τη μια να οργανώσει αυτά τα χτυπήματα σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, να τα συντονίσει και να τα εντάξει σε μια καλά μελετημένη παγκόσμια στρατηγική και από την άλλη να εμφανιστεί σαν ο μοναδικός σύμμαχος του απομονωμένου θύματος, να του τονώσει την πλασματική αυτοπεποίθηση, να το σπρώξει σε νέες περιπέτειες και τελικά να γεμίσει τα πολιτικά του επιτελεία με δικούς του πράκτορες και κατασκόπους.

Στην περίπτωση του Ιράκ αυτή η νομοτέλεια της ήττας εκφράζεται με τον πιο συμπυκνωμένο και γλαφυρό τρόπο.
Αυτή τη στιγμή από πρακτική πολιτική άποψη η υπερδύναμη δέχεται δυο λογιών χτυπήματα στο ιρακινό μέτωπο. Το ένα είναι το πολιτικοστρατιωτικό χτύπημα μέσα στο Ιράκ επειδή της είναι αδύνατο να ελέγξει τη χώρα. Το δεύτερο είναι το πολιτικό χτύπημα που δέχεται παγκόσμια, αλλά και στο δικό της έδαφος, επειδή δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο Σαντάμ πράγματι διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, πράγμα που αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό την αξιοπιστία της αλλά αφαιρεί και την ηθική βάση αυτού του πολέμου.

Τα προβλήματα στο εσωτερικό του Ιράκ

Αυτή τη στιγμή η αμερικάνικη υπερδύναμη είναι απόλυτα παγιδευμένη στο Ιράκ. Είναι βυθισμένη μέσα σε μια θάλασσα ισλαμοφασισμού και παγιδευμένη σε ένα μέτωπο του τελευταίου με τις σχεδόν ακέφαλες και διψασμένες για εκδίκηση ένοπλες σανταμικές δυνάμεις. Αυτό το μέτωπο προκαλεί στον στρατό των ΗΠΑ μια διαρκή αιμορραγία και το κυριότερο μια καταβαράθρωση του ηθικού του, καθώς και του ηθικού του πολιτικού του επιτελείου. Αλλά τις τελευταίες 15-20 μέρες η πίεση στις ΗΠΑ έχει κλιμακωθεί με επιθέσεις στους λεγόμενους μαλακούς στόχους, δηλαδή με τις τυπικές ισλαμοφασιστικές επιθέσεις σε πολιτικούς οργανισμούς και αμάχους. Τέτοιες ήταν οι πολύνεκρες επιθέσεις στην ιορδανική πρεσβεία με 17 νεκρούς και στην έδρα του ΟΗΕ με 20 νεκρούς τελευταία, τέτοιο και το σαμποτάζ στους πετρελαιαγωγούς και τα υδραγωγεία. Όλες αυτές οι επιθέσεις έχουν έναν κοινό στόχο: να υποχρεώσουν τις ΗΠΑ να παραιτηθούν από κάθε προσπάθεια να σταθεροποιήσουν πολιτικά και οικονομικά τη χώρα, να αποτύχουν να ελέγξουν μόνες τους την μεταβατική εποχή και να υποχρεωθούν να παραδώσουν την εξουσία στον ΟΗΕ καθιστώντας τελικά το Ιράκ μόνιμο προτεκτοράτο του νεοχιτλερικού μετώπου.

Βεβαίως για το επιτελείο Μπους αυτά τα χτυπήματα δεν είναι προϊόν του μετώπου σιιτών-σανταμικών, αλλά είναι μόνο χτυπήματα των σανταμικών, δηλαδή χτυπήματα μιας νικημένης και απομονωμένης από το λαό οπισθοφυλακής. Τα πρακτικά στοιχεία δεν συμφωνούν με αυτήν την εκτίμηση. Σύμφωνα με την Μοντ της 24 Ιούνη ανάμεσα στις οργανώσεις που έχουν ξεκινήσει αντάρτικο κατά των ΗΠΑ υπάρχουν ορισμένες που δεν θέλουν την επιστροφή του Σαντάμ και που μάλιστα πληρώνουν μεγάλα ποσά -έως 3000 δολάρια- για στρατολογίες μαχητών. Αλλά τα πολιτικά στοιχεία είναι ακόμα πιο αποτρεπτικά για μια τέτοια εκτίμηση. Σήμερα το πολιτικό υπόστρωμα του ένοπλου αντιαμερικανισμού στο Ιράκ βρίσκεται στο σιίτικο κίνημα. Δίχως τη διαρκή καταγγελία των αμερικανών από τα σιίτικα κόμματα σαν εισβολέων και φορέων της δυτικής διαφθοράς δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε λεπτό ένας αντιαμερικανικός ένοπλος από την ώρα που το σανταμικό καθεστώς αποδείχτηκε τόσο πολιτικά απομονωμένο και μισητό μέσα στον ιρακινό λαό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο ίδιος ο Σαντάμ καλεί σήμερα σε Τζιχάντ, ενώ το κάθε μαζικό αντιαμερικανικό κίνημα που γίνεται σε φιλοσανταμικές πόλεις σαν την Φαλούτζα και καταλήγει σε ένοπλη σύρραξη με τον στρατό των ΗΠΑ, ξεκινάει από τα τζαμιά. Είναι ακόμα χαρακτηριστικό ότι ο Μπιν Λάντεν έχει καλέσει σε Τζιχάντ στο Ιράκ ενάντια στους αμερικάνους, αλλά όχι για την επιστροφή του Σαντάμ.
Όμως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην καταγγελία που δέχονται οι αμερικάνοι από τους ισλαμοφασίστες. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σκέτο αμερικανικό πρόβλημα που όπως είπαμε παραπάνω δεν θα ενοχλούσε κανένα δημοκράτη, αφού όντως οι αμερικανοί επεμβασίες φυτεύτηκαν εκεί που δεν τους έσπειρε κανείς. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι οι ίδιοι οι αμερικανοί παραδίνουν συνειδητά την εξουσία στους ισλαμοφασίστες και την αφαιρούν από κάθε προοδευτική ή ενδιάμεση πλευρά του παλιού και του νέου ιρακινού πολιτικού κόσμου. Και την παραδίδουν στους ισλαμοφασίστες του ΑΣΙΕΙ, δηλαδή στους ανθρώπους του Ιράν, γιατί αυτοί οι τελευταίοι παριστάνουν την ενδιάμεση δύναμη που τάχα είναι ενάντια και στους σκληρούς αντιαμερικανούς σιίτες και ενάντια στους σανταμικούς.
Η τέχνη της Τεχεράνης είναι να παίζει το γνωστό ρόλο του “κέντρου”. Το πρώτο σύνθημα αυτού του κέντρου είναι: ούτε Αμερικάνοι, ούτε Σαντάμ. Το δεύτερο είναι: Ούτε συμμαχία με τους Αμερικάνους, ούτε ρήξη μαζί τους, που σημαίνει όχι συμμαχία με τους σιίτες αντιαμερικάνους “εξτρεμιστές” της τάσης Σαντρ που αποτελούν την σκληρή πλευρά της ιρανικής τακτικής. Πραγματικά, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πιο αχρεία, πιο καιροσκοπική και πιο δόλια πολιτική από εκείνη των φιλοϊρανών μουλάδων του Ιράκ. Με δυο λόγια κάνουν ό,τι έκανε ο Α. Παπανδρέου στα πρώτα χρόνια της πασοκικής εξουσίας στη Ελλάδα. Κατασκευάζουν μέσα στις μάζες έναν έντονο στρατηγικό αντιαμερικανισμό (την ώρα που αυτοί οι ίδιοι κάλεσαν το λαό να μην αντισταθεί στα στρατεύματα των ΗΠΑ όταν εισέβαλαν στο Ιράκ), ενώ από την πίσω πόρτα συνεργάζονται με την αμερικανική διοίκηση για να παίρνουν γοργά από τα χέρια της όλο και μεγαλύτερα κομμάτια πολιτικής εξουσίας. (Δες προηγούμενα φύλλα της Νέας Ανατολής).
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι είναι φυσικό να παρασύρεται η υπερδύναμη από μια τέτοια διπροσωπία. Αλλά εδώ δεν υπάρχει μια απόλυτη κάλυψη του πραγματικού πρόσωπου του διπρόσωπου. Το ΑΣΙΕΙ δεν κρύβει το φιλοϊρανικό χαρακτήρα του και η τάση Ράμσφελντ που κυριαρχεί στο στρατό των ΗΠΑ επίσης δεν κρύβει την έχθρα της απέναντι στο Ιράν. Κυρίως όμως το ΑΣΙΕΙ δεν κρύβει όπως είπαμε τον φανατικό αντιαμερικανισμό του, όσο και να μην τον μετατρέπει σε βία. Άρα η υπερδύναμη ξέρει, αλλά δέχεται να εξαπατηθεί επειδή βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να βρει ουσιαστικά στηρίγματα μέσα στη χώρα. Αυτή η αδυναμία είναι καταρχήν σύμφυτη με την εξωτερική επέμβαση και συνακόλουθα με το εσωτερικό πολιτικό κενό που την ακολούθησε, αλλά πιο πολύ είναι σύμφυτη με την διεθνή πολιτική απομόνωση των ΗΠΑ και την βαθιά εσωτερική κρίση και διάβρωση τους. Το κενό εξουσίας ήταν αναγκαίο να προκύψει από την ώρα που δεν υπήρχαν οι εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα παίρνανε την εξουσία μετά την κατάρρευση του σανταμικού καθεστώτος. Το χάος και οι λεηλασίες που ακολούθησαν αυτήν την κατάρρευση ήταν λοιπόν αναγκαίες συνέπειες της εξωτερικής επέμβασης και μοιραία χρεώθηκαν από το λαό στον επεμβασία.
Αντίθετα ωστόσο από την εικόνα που δίνουν οι επιθέσεις στο στρατό των ΗΠΑ η ιρακινή κοινή γνώμη δεν είναι ακόμα εχθρική στις ΗΠΑ. Σύμφωνα μάλιστα με όλες τις ενδείξεις το πιο μεγάλο κομμάτι του λαού, εκείνο που αρχικά είδε τους αμερικανούς σαν απελευθερωτές, ιδιαίτερα το πιο δημοκρατικό και η διανόηση δεν θέλει ούτε τώρα να φύγουν οι Αμερικάνοι πριν τουλάχιστον επιτευχθεί κάποια πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση. Αυτό ισχύει και για τη βάση των σιιτών. Όμως η γενική τάση είναι να μειώνονται οι συμπάθειες και να αυξάνεται η δυσαρέσκεια ακόμα και το μίσος απέναντι σε αυτούς με γρήγορους ρυθμούς.
Μόνο του το κενό και οι λεηλασίες δεν μπορούν να εξηγήσουν αυτή την μεταστροφή όπως πιστεύουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί.

Η εξήγηση που δίνουν οι ίδιοι οι αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους γι αυτό είναι ότι εξ αιτίας των λεηλασιών δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν τις βασικές υλικές συνθήκες ζωής των κατοίκων ακόμα και στο ύψος της προηγούμενης άθλιας κατάστασης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό ισχύει για την πετρελαιοπαραγωγή, την ηλεκτροπαραγωγή και την ύδρευση που χτυπήθηκαν πιο πολύ από τις λεηλασίες και το οικονομικό σαμποτάζ. Όμως η αληθινή αιτία της μεταστροφής βρίσκεται στην πολιτική ηγεμονία που έχει από την πρώτη στιγμή μέσα στο Ιράκ το ιδεολογικό μέτωπο που έχουν συμπήξει οι ισλαμοφασίστες με τους νικημένους σανταμικούς. Μόνο αυτοί μιλάνε στο λαό. Μόνο οι πρώτοι μάλιστα από αυτούς έχουν έμπειρα πολιτικά στελέχη για να μιλάνε στο τύπο και στα ραδιόφωνα και να ζυμώνουν καθημερινά παντού μέσα στις μάζες. Μόνο αυτοί έχουν συγκροτημένα κεντρικά πολιτικά επιτελεία ώστε να συντονίζουν σε εθνική κλίμακα την προπαγάνδα και τη βία τους απέναντι στους λίγους δημοκράτες που επέζησαν από μια τόσο πολύχρονη και σκληρή δικτατορία σαν την σανταμική.
Είναι λοιπόν αυτές οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που μετατρέπουν αυτόματα κάθε αδυναμία και καταστροφή σε οποιοδήποτε επίπεδο σε πολιτικό εργαλείο ενάντια στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα έχουν πείσει πολύ κόσμο με τη θέση ότι όλες τις καταστροφές και τις λεηλασίες τις πραγματοποίησαν οι ίδιοι οι αμερικάνοι επίτηδες για να εξαθλιώσουν τους ιρακινούς και ύστερα μέσα από αυτή την εξαθλίωση να τους γίνουν απαραίτητοι ώστε να κλέψουν τελικά τα πετρέλαιά τους.
Αυτά τα λέει και η διεθνής σοσιαλφασιστική προπαγάνδα που οι εμπνευστές της ξέρουν πολύ καλά ότι εκείνο που έφερε τις ΗΠΑ στο Ιράκ δεν είναι η οικονομία του πετρελαίου, αλλά η αντιτρομοκρατική ψύχωση και ο πανικός του συνόλου της αμερικάνικης αστικής τάξης ύστερα από το χτύπημα στους δίδυμους πύργους. Η κατοχή του Ιράκ θα κοστίσει στις ΗΠΑ με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια, την ώρα που το σύνολο των εισοδημάτων ενός χρόνου από την πώληση του πετρελαίου είναι 15 δισεκατομμύρια δολάρια. “Θα ήταν μια πολύ κακή καπιταλιστική επένδυση” σχολιάζει στο κύριο άρθρο της η Μοντ της 23 του Μάρτη η οποία, αν και καταδίκασε σθεναρά αυτό τον πόλεμο, παραθέτει τούς παραπάνω αριθμούς για να αποδείξει ότι ο πόλεμος δεν έγινε για το πετρέλαιο. Οι ΗΠΑ θέλουν στο Ιράκ, όπως και στο Αφγανιστάν την πιο σύντομη δυνατή απαγκίστρωση και τα πιο λίγα έξοδα αφού προηγούμενα εγκαταστήσουν μια φιλική τους κυβέρνηση. Όμως ελλείψει οποιασδήποτε άλλης προπαγάνδας η σοσιαλφασιστική είναι η μόνη που μπορεί να πιάσει σε μια χώρα που είχε ζήσει τη λεηλασία του εθνικού πλούτου από τη μικρή δράκα της σανταμικής ολιγαρχίας.

Απέναντι σε αυτούς τους πολιτικούς συσχετισμούς που λίγο μετά την είσοδό τους στη Βαγδάτη άρχισαν να διαπιστώνουν οι επεμβασίες θα μπορούσαν να αντιδράσουν με δύο τρόπους για να επιβάλουν τα σχέδιά τους. Είτε θα έπρεπε να ασκήσουν δικτατορία σε όλα τα αντιαμερικανικά πολιτικά κόμματα, όπως θα έκανε κάθε πραγματικά κατοχική ιμπεριαλιστική δύναμη με ρώσικα και χιτλερικά χαρακτηριστικά, είτε θα ευνοούσαν από την πρώτη στιγμή με όπλα και με πολιτική εξουσία τους δημοκράτες κάθε τάσης ενάντια στους φιλοϊρανούς ισλαμιστές και στους σανταμικούς, όπως θα έκανε μια ξένη κυβέρνηση που θα κέρδιζε έναν αντιφασιστικό πόλεμο. Και στις δυο περιπτώσεις η χώρα θα έμπαινε σε έναν εμφύλιο πόλεμο στον οποίο θα παιζόταν τελικά και η σχέση της με τις ΗΠΑ.
Όμως οι σημερινές ΗΠΑ είναι διπλωματικά ανίσχυρες και όχι φασιστικές για να μπορούν να κάνουν το πρώτο και πολύ ιμπεριαλιστικές για να μπορούν να κάνουν το δεύτερο, αφού αυτό θα σήμαινε τελικά την εγκατάσταση μιας δημοκρατικής αντιιμπεριαλιστικής, οπότε και αντιαμερικάνικης εξουσίας στο Ιράκ. Έτσι έκαναν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν σύμφωνα με τη φύση τους: Άρχισαν να παραδίδουν την εξουσία σε εκείνους που θεώρησαν τους μικρότερους εχθρούς τους, δηλαδή στους φιλοϊρανούς σιίτες και στον ΟΗΕ, δηλαδή στο μέτωπο Ρωσίας-Γαλλίας, Γερμανίας. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς ιδιαίτερα όσο δυναμώνουν τα στρατιωτικά και τα οικονομικά προβλήματα των επεμβασιών.

Η πάλη των δύο γραμμών στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο Μπρέμερ

Είναι αλήθεια ότι αυτή η παράδοση εξουσίας δεν γίνεται εύκολα, δηλαδή δεν γίνεται δίχως μια ισχυρή διαμάχη των δύο βασικών διαμορφωμένων τάσεων και γραμμών στο εσωτερικό της αμερικανικής πολιτικοδιπλωματικής μηχανής και δίχως τη βαθιά διάβρωση αυτής της μηχανής από τους πράκτορες και τους πιστούς φίλους της Ρώσικης υπερδύναμης. Οι δύο τάσεις που συγκρούονται είναι γνωστές: Από τη μια η τάση Ράμσφελντ του Πενταγώνου, από την άλλη η τάση Πάουελ του Στέητ Ντηπάρτμεντ. Και οι δυο πέφτουν θύματα της ρώσικης προβοκάτσιας και θεωρούν σαν κύριο εχθρό τους αυτό που νομίζουν ότι τους επιτίθεται, δηλαδή τις δικτατορίες του τρίτου κόσμου. Η διαφορά τους βρίσκεται στο εξής. Η τάση Ράμσφελντ, η πιο “εθνικιστική” αμερικάνικη τάση, θεωρεί ότι σε αυτόν τον πόλεμο η αμερικάνικη υπερδύναμη μπορεί να βασίζεται μόνο στον εαυτό της και στους στενούς και ανεπιφύλακτους συμμάχους της όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί κυρίως στην εποχή του ψυχρού πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ. Η τάση Πάουελ, που εκφράζει πιο βαθιά τον αμερικανικό οικονομικό ιμπεριαλισμό και γι’ αυτό είναι η πιο επεμβατική, θεωρεί αντίθετα ότι η αμερικάνικη υπερδύναμη μπορεί να νικήσει μόνο σε συνεργασία με το ρωσοκινεζικό άξονα και κατά συνέπεια σε συνεργασία με κάθε ευρύτερο μέτωπο που διαμορφώνει αυτός ο άξονας με χώρες του δεύτερου και τρίτου κόσμου. Η πιο άμεση και πρακτική εκδήλωση της διαφοράς των δύο γραμμών γίνεται πάντα στο ζήτημα του ΟΗΕ, επειδή αυτός αποτελεί το πιο θεσμικά ισχυρό και πιο πλατύ μέτωπο της ρώσικης διπλωματίας. Η τάση Ράμσφελντ θέλει κατά κανόνα παράκαμψη του ΟΗΕ, η τάση Πάουελ θέλει να περνάει τα πάντα μέσο του ΟΗΕ. Είναι φυσικό λοιπόν που η ρώσικη διπλωματία και τα τσιράκια της παντού στον κόσμο εκθειάζουν την τάση Πάουελ και κατηγορούνε σαν υπεύθυνη για κάθε κακό την τάση Ράμσφελντ. Ακόμα πιο φυσικό είναι που ότι πιο πρακτόρικο υπάρχει μέσα στην αμερικανική διοίκηση κρύβεται και χτυπά κάτω από την ομπρέλα του Πάουελ και γενικά της υφεσιακής γραμμής της αμερικανικής αστικής τάξης. Γιατί η γραμμή Πάουελ, όπως και η αντίθετή της, υπάρχει ανεξάρτητα από τον κάθε φορά εκφραστή της και είναι αυτή που επέτρεψε σε έναν πιστό φίλο της ρώσικης διπλωματίας να καταλάβει ακόμα και την ίδια την προεδρία των ΗΠΑ (Κλίντον). Ο Τένετ λοιπόν, ο αρχηγός της ΣΙΑ άνθρωπος του Κλίντον, δεν θα μπορούσε να υπάρχει έξω από έναν Πάουελ με τον οποίο να αλληλοκαλύπτεται και συνεργάζεται σε κάθε βήμα. Ανάλογα ισχύουν και για τον Μπρέμερ τον νέο διοικητή του Ιράκ που αποδεικνύεται ότι είναι ταυτισμένος με την γραμμή Κλίντον-Τένετ. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ανέβηκε επί Κλίντον και Τένετ στην νευραλγική θέση του επικεφαλής της αμερικανικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και τώρα πήρε τη καίρια θέση του πολιτικού διοικητή του Ιράκ. Αυτόν τον βλέπουμε τώρα στο Ιράκ να κάνει τα πάντα για να δυναμώσει τη θέση των ισλαμοφασιστών και πιο πολύ του ΟΗΕ στην σημερινή μεταβατική πολιτική εξουσία του Ιράκ. Η τοποθέτηση του Μπρέμερ σε αυτή τη θέση και η καθαίρεση του στρατηγού Γκάρνερ που ήταν άνθρωπος του Ράμσφελντ ήταν προϊόν της πιο σκληρής ως τα τώρα διαμάχης ανάμεσα στις δυο γραμμές και στα δυο πολιτικά επιτελεία της προεδρίας Μπους. Την έκβαση της μάχης έκρινε η συμβιβαστική θέση που κράτησε ο Τσένυ απέναντι στους Πάουελ-Τένετ όταν αυτοί απαίτησαν αποφασιστικά την απομάκρυνση του Γκάρνερ. Το αντάλλαγμα που δόθηκε στους Ράμσφελντ και Τσένυ ήταν ότι ο Μπρέμερ θα δούλευε κάτω από την καθοδήγηση του Ράμσφελντ. Σε λίγο καιρό όμως αυτός είχε χαράξει τη δικιά του γραμμή και σύντομα έφερε τον πολιτικό του προϊστάμενο προ τετελεσμένων.
Αλλά οι εγκάθετοι, οι πράκτορες και οι συνωμοσίες δεν κρίνουν ποτέ την γενική κίνηση των πραγμάτων. Εκείνο που κάνουν είναι να επιταχύνουν αυτή την κίνηση και κυρίως να πετυχαίνουν τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου μέσα από μια καθολική και καλά προετοιμασμένη αστραπιαία επίθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκείνο που κάνουνε είναι να βοηθάνε τη σκούπα των ΗΠΑ ώστε το συντομότερο δυνατό και με τη μεγαλύτερη ασφάλεια αυτή να σύρει το κάποτε ανεξάρτητο και μάλιστα φιλοδυτικό Ιράκ στο ρώσικο φαράσι.
Σε πρώτη φάση πέτυχαν να δώσουν στον ΟΗΕ τη δυνατότητα να παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στο σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης. Σε δεύτερη επιδιώκουν να δώσουν στον ΟΗΕ την πολιτική ηγεμονία και στον τομέα της στρατιωτικής και αστυνομικής μηχανής.
Ο Μπρέμερ πέτυχε να βάλει τον ΟΗΕ στο παιχνίδι του σχηματισμού της μεταβατικής κυβέρνησης και να ανοίξει διάπλατα το δρόμο στους ρωσόφιλους μέσα σε αυτήν. Όμως αυτό θα ήταν αδύνατο να το πετύχει αν προηγούμενα η θέση των ΗΠΑ δεν είχε αρχίσει να γίνεται δύσκολη επί τόπου. Χρειάζονταν οι αλλεπάλληλοι σκοτωμοί αμερικανών στρατιωτών, η αδυναμία να στηθεί μια νέα στοιχειώδης κρατική διοίκηση και ο αυξανόμενος αντιαμερικανισμός για να περάσει η γραμμή Ράμσφελντ σε στρατηγική άμυνα. Αυτή η άμυνα σηματοδοτήθηκε από την απόφαση 1483 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο οποίο σύρθηκαν οι ΗΠΑ προκειμένου να τους δοθεί άδεια για τις εξαγωγές πετρελαίου από το Ιράκ. Δίχως να μπορούν να εξάγουν το ιρακινό πετρέλαιο οι ΗΠΑ θα έπρεπε να πληρώνουν οι ίδιες για την επιβίωση της χώρας, πράγμα που θα τις οδηγούσε σε χρεωκοπία εφόσον μάλιστα αυτά τα ποσά θα προστίθονταν στα 4 δις δολάρια που οι ΗΠΑ δίνουν κάθε μήνα για την παραμονή των δυνάμεών τους στο Ιράκ. Με την απόφαση 1483 το μέτωπο Ρωσίας, Γαλλίας, Κίνας υποχρέωσε τις ΗΠΑ να δεχτούν έναν “ειδικό αντιπρόσωπο του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ” ο οποίος “θα είναι ανεξάρτητος” και θα “ εργάζεται μαζί με την Αρχή, τον ιρακινό λαό και άλλες σχετικές οντότητες για την αποκατάσταση των πανεθνικών και τοπικών θεσμών ή για την δημιουργία τέτοιων θεσμών, που θα επιτρέψουν την εγκατάσταση μιας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης…και για την επιβολή μιας διαδικασίας που θα καταλήξει στην εγκατάσταση μιας αντιπροσωπευτικής ιρακινής κυβέρνησης, που θα αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα”.
Όταν πάρθηκε η απόφαση 1483 ο διεθνής τύπος είδε σε αυτήν μια πολιτική νίκη των αμερικανών επειδή με αυτήν ο ΟΗΕ αναγνώριζε τα τετελεσμένα της αμερικανικής εισβολής, δηλαδή την ίδια την εισβολή και την πολιτική Αρχή που αυτοί εγκατέστησαν στο Ιράκ. Αλλά αυτό δεν ήταν μια ήττα του ΟΗΕ, ήταν μια πολιτική ήττα και μια γελοιοποίηση για όλους όσους έκαναν σημαία τους την αντίθεση του ΟΗΕ με τις ΗΠΑ στην περίοδο του πολέμου και πριν από αυτόν, και που τώρα ακόμα συνεχίζουν να μιλάνε για “παράνομο” πόλεμο των ΗΠΑ, επειδή τάχα δεν έγινε με έγκριση του ΟΗΕ. Ιδού τώρα και η έγκριση του “παράνομου” πολέμου . Βεβαίως η δόλια ρώσικη διπλωματία και οι άθλιοι συνοδοιπόροι της, η γαλλική και η γερμανική αρνούνται ότι η απόφαση 1483 σημαίνει έγκριση της εισβολής. Μα αν δεν είναι έγκριση της εισβολής η έγκριση της πολιτικής εξουσίας που εγκατέστησαν οι εισβολείς, τότε τι άλλο σημαίνει η λέξη έγκριση; Η απόφαση 1483 είναι μια καθαρή νίκη της ρώσικης διπλωματίας, επειδή χάρη στην αμερικάνικη εισβολή και χωρίς να εκτίθεται η ίδια, εγκαθιστά στο Ιράκ μια νέα παράλληλη πηγή εξουσίας δίπλα στην αμερικανική.
Αλλά και η φράση “παράλληλη εξουσία” που χρησιμοποιήσαμε παραπάνω είναι κολακευτική για την αμερικάνικη εξουσία στο Ιράκ. Στην πράξη αποδείχτηκε και μάλιστα πολύ σύντομα μετά την απόφαση1483 ότι η εξουσία του ΟΗΕ είναι πολύ πιο ισχυρή από την αμερικάνικη στο επίπεδο του σχηματισμού της εσωτερικής μεταβατικής εξουσίας στο Ιράκ. Γιατί ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ Σέρτζιο Βιέρα Ντε Μέλο είχε τελικά μαζί του και τον ίδιο τον Μπρέμερ και από κοινού μαζί του κατάφερε να συγκροτήσει μια μεταβατική κυβέρνηση- που ακόμα δεν έχει ασκεί ολοκληρωμένη εξουσία- από ιρακινούς στην οποία τον πρώτο λόγο έχουν οι αντιαμερικανικές πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες. Αποδείχτηκε βέβαια στη συνέχεια με τη δολοφονία αυτού του απεσταλμένου ότι αυτός και η κυβέρνηση που εγκατέστησε αποτελούσαν μόνο ένα χρήσιμο ενδιάμεσο στάδιο στην κυριαρχία των σοσιαλιμπεριαλιστών μέσα στο Ιράκ. Πάντως η κυβέρνηση αυτή εγκρίθηκε αμέσως από τη Ρωσία και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Να γιατί χρειάστηκε πρώτα να πέσει ο Γκάρνερ και να τοποθετηθεί ο Μπρέμερ και ύστερα να βγει η απόφαση1483. Ο ρωσοκινεζικός άξονας ήθελε απτές εγγυήσεις πριν εγκρίνει την αμερικανική μισοκατοχή στο Ιράκ.

Η κατάργηση της μεταβατικής κυβέρνησης Γκάρνερ

Ο σχηματισμός αυτής της μεταβατικής κυβέρνησης ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για τον Μπρέμερ. Η πρώτη του δουλειά μόλις τοποθετήθηκε ήταν να καταργήσει την μεταβατική κυβέρνηση που ετοίμαζε ο Γκάρνερ. Αυτή η επερχόμενη κυβέρνηση προκαλούσε αποστροφή στο ρώσικο μέτωπο και αυτό φάνηκε από την ταχτική της αποχής που τηρούσε απέναντί στις διαδικασίες σχηματισμού της το ιρανικό ΑΣΙΕΙ. Εκείνο που προκαλούσε κυρίως την αποστροφή ήταν ότι ο Γκάρνερ εφάρμοζε, όσο του ήταν δυνατό, την εξής γραμμή για κάθε πόστο μεταβατικής εξουσίας, είτε επρόκειτο για τη διοίκηση των πόλεων, είτε για τη διοίκηση της αστυνομίας και των δημόσιων οργανισμών, είτε ακόμα για την οικοδόμηση ενός νέου στρατού : Χρησιμοποιούσε εκείνα τα έμπειρα στελέχη του παλιού κρατικού μηχανισμού, βασικά μεσαία, που δεν είχαν εμπλακεί στον καταπιεστικό μηχανισμό του Σαντάμ και γι’ αυτό δεν είχαν αντιπάθειες στο λαό. Βεβαίως αυτά ήταν και τα μοναδικά στελέχη που ήταν διατεθειμένα να συγκρουστούν με τον σιιτισμό. Έτσι ο Μπρέμερ δεν αρκέστηκε να ακυρώσει την κυβέρνηση που ετοίμαζε ο Γκάρνερ, αλλά συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις των σιιτών και καθαίρεσε μερικούς από τους τοπικούς ηγέτες με κύρος που είχαν εγκατασταθεί επί Γκάρνερ. Αυτή την πλατφόρμα ο Μπρέμερ δεν την έκρυψε, αλλά την επισημοποίησε με ένα διάταγμα για την “εκκαθάριση των μπααθιστών”, που το εξέδωσε αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στη θέση του στις 16 του Μάη. Σύμφωνα με αυτό κανένα στέλεχος του προηγούμενου καθεστώτος δεν θα μπορεί να καταλαμβάνει “θέσεις με αποφασιστικές αρμοδιότητες ή θέσεις υπευθυνότητας”. Σύμφωνα με την Μοντ της 18 του Μάη αυτή η απόφαση απομάκρυνε από όλες τις σοβαρές διοικητικές θέσεις περίπου 15.000 έως 30.000 στελέχη που ήταν ταυτόχρονα και η σουνιτική ελίτ, δηλαδή τα μόνα μη σιίτικα στελέχη που είχαν τις γνώσεις και την ικανότητα να διοικήσουν ένα Ιράκ που όλο και περισσότερο βυθίζεται στο χάος. Δυο μέρες μετά ακολούθησε ένα νέο διάταγμα που καλούσε και τα χαμηλόβαθμα στελέχη του Μπάαθ περίπου 200.000 άτομα να παρουσιαστούν στις αμερικανικές αρχές και την επομένη άλλο ένα, το πιο σημαντικό, που διέλυε τον ιρακινό στρατό και αποστράτευε όλους τους αξιωματικούς του. Αυτό το τελευταίο έφερε μια μεγάλη όξυνση στις σχέσεις του στρατού με τους αμερικανούς γιατί η αποστράτευση σήμαινε ότι αυτοί παύανε να πληρώνονται και να έχουν οποιαδήποτε εισοδήματα. Σημειώθηκαν μάλιστα μερικές εξεγέρσεις. Αρχικά την γραμμή της “απομπααθοποίησης” την έριξε η τάση Σαλαμπί του Ιρακινού Δημοκρατικού Κογκρέσου, που είχε την αυταπάτη ότι τις θέσεις των μπααθικών θα τις έπαιρνε ή ίδια και το υπόλοιπο δυτικόφιλο ρεύμα της κοινωνίας. Αλλά όταν οι εκκαθαρίσεις πήραν μια τόσο τεράστια έκταση και το πολιτικό και διοικητικό κενό δεν το κατελάμβανε κανένα δημοκρατικό πολιτικό ρεύμα, αλλά όλο και περισσότερο κυριαρχούσε το χάος και οι σιίτες, τότε και ο Σαλαμπί στάθηκε απέναντι στη νέα αμερικανική εξουσία και το είδος της απομπααθοποίησης που αυτή εγκαινίασε. Ανάλογη ήταν και η αντίδραση των δυτικόφιλων Κούρδων που έχουν ηγέτη τους τον Μπαρζανί του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος.

Στην πραγματικότητα η εκκαθάριση όλης της υπάρχουσας διοικητικής ελίτ έγινε για να μην είναι δυνατή καμιά αληθινή αυτοκυβέρνηση των ιρακινών, για να μην είναι δυνατή οποιαδήποτε εθνική εξουσία ώστε μέσα στο χάος στο κενό και στη σύγχυση να δυναμώσει ο ρόλος του εξωτερικού παράγοντα κάθε είδους. Η μεταβατική κυβέρνηση που ετοίμαζε ο Γκάρνερ ήταν λοιπόν μια κυβέρνηση που θα μπορούσε να κυβερνήσει το Ιράκ σε συνεργασία με την παλιά ελίτ ώστε να μπορούν οι ΗΠΑ να αποδεσμευτούν και ταυτόχρονα ο ΟΗΕ να μην πατήσει το πόδι του στο Ιράκ. Επρόκειτο ακριβώς για την απαγκίστρωση που την θέλει διακαώς η τάση Ράμσφελντ και καθόλου η τάση Πάουελ, αντίθετα από εκείνο που πιστεύει ο πολύς κόσμος.

Ο σχηματισμός του Μεταβατικού Συμβουλίου

Μόλις ο Μπρέμερ κατάργησε την σχετικά ανεξάρτητη ιρακινή μεταβατική κυβέρνηση, έβαλε μπρος για να στήσει τη νέα εξαρτημένη από τον ΟΗΕ. Αρχικά για να δικαιολογήσει τη διάλυση της παλιάς κυβέρνησης και για να βάλει τέλος στην πολιτική της απαγκίστρωσης, δήλωσε πως δεν πρόκειται να υπάρξει νέα κυβέρνηση, αλλά θα είναι η ίδια η αμερικανική κατοχική αρχή που θα κυβερνήσει τη χώρα και δίπλα σε αυτή την αρχή θα υπάρχει ένα ιρακινό μεταβατικό σχήμα με περιορισμένες εξουσίες, βασικά συμβουλευτικές.
Όπως θα περίμενε κανείς η δήλωση αυτή εξήγειρε το σύνολο των ιρακινών πολιτικών δυνάμεων από τους σιίτες και τον Ταλαμπανί, ως τους Σαλαμπί και Μπαρζανί, που άρχισαν να μιλάνε για αμερικανική κατοχή και ζήτησαν περισσότερες και ουσιαστικότερες εξουσίες για το μεταβατικό σχήμα. Ο Μπρέμερ παρίστανε το δύσκολο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εμφανίστηκε σαν “σωτήρας” της ιρακινής αυτοδιοίκησης και μεσολαβητής ανάμεσα σε αυτήν και την αμερικανική αρχή ο Ντε Μέλο. Ο Ντε Μέλο με το δικαίωμα που του έδινε η 1483 συναντήθηκε με όλους τους ιρακινούς πολιτικούς σχηματισμούς. Ο ΟΗΕ έγινε ακόμα πιο δυνατός από την ώρα που οι σιίτες για να πιέσουν την αμερικανική διοίκηση έπαψαν να επικοινωνούν απ’ ευθείας με τον Μπρέμερ, και ανέθεσαν στον Μτε Μέλο να μεταφέρει σε αυτόν τα αιτήματα και τις απειλές τους. Στις 30 του Ιούνη ο Αλ Σιστανί, επίσημος θρησκευτικός ηγέτης των σιιτών του Ιράκ (και όχι υποτακτικός του Ιράν) ανέθεσε στον Ντε Μέλο να μεταφέρει μήνυμα του στον Μπρέμερ σύμφωνα με το οποίο η Χάβζα (θεολογική σχολή) της Νατζάφ είχε έτοιμο έναν Φετφά (θρησκευτικό διάταγμα) που θεωρεί παράνομο ένα Σύνταγμα που θα έχει γραφεί από τους Αμερικανούς ή οποιουσδήποτε εγκαθέτους τους. Ο Μοχαμέντ Μπακέρ αλ Χακίμ του ΑΣΙΕΙ τον οποίο ο Ντε Μέλο επίσης συνάντησε ήταν ακόμα πιο σαφής: “Αν ο ίδιος ο κ. Μπρέμερ διορίσει μια διοίκηση και υπαλλήλους, αυτή θα είναι παράνομη. Θα είναι αντίθετη με την απόφαση του ΟΗΕ” (Μοντ, 30 Ιούνη). Προηγούμενα στις 15 Ιούνη το ΑΣΙΕΙ κάνοντας επίδειξη δύναμης είχε σχηματίσει στη Νατζάφ ενάντια στους αμερικανούς μια “συντονιστική επιτροπή” που περιλάμβανε όλα τα σιίτικα κόμματα και πέντε κοσμικά κόμματα που επίσης αποτελούνταν από σιίτες (Μοντ, 18 Ιούνη).
Τα αποτελέσματα αυτής της πίεσης δεν άργησαν να έρθουν. Στις 12 του Ιούλη και ύστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις σχηματίστηκε ένα σχήμα με το όνομα “Μεταβατικό Συμβούλιο Διακυβέρνησης” που μπορεί επίσης να μεταφραστεί και σαν “Μεταβατικό Κυβερνητικό Συμβούλιο”. Αντίθετα από τις αρχικές δηλώσεις του Μπρέμερ ότι αυτό το όργανο θα ήταν συμβουλευτικό κατέληξε στο ακριβώς αντίθετο του, να έχει τις πιο πλατειές αποφασιστικές αρμοδιότητες.
Οι εξουσίες του οργάνου είναι οι εξής: Τα μέλη του θα μπορούν να υποδεικνύουν τους υπουργούς μιας μελλοντικής κυβέρνησης και να τους παύουν, να τοποθετούν τους ιρακινούς επιτετραμμένους (πρακτικά ισοδύναμους των πρεσβευτών) στο εξωτερικό, να συντάσσουν τον προϋπολογισμό, ενώ θα μπορούν να εγκαταστήσουν μια επιτροπή που θα είναι επιφορτισμένη να συντάξει ένα σχέδιο Συντάγματος. Αλλά οι άμεσες αρμοδιότητες αυτού του οργάνου είναι ακόμα πιο ζωτικές, αφού περιλαμβάνουν την ευθύνη της αστυνόμευσης, της διοίκησης των νευραλγικών δημόσιων οργανισμών και ακόμα το δικαίωμα να ετοιμάζουν “τις πολιτικές σε ζητήματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια του Ιράκ, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η επανοικοδόμηση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων και της δικαιοσύνης” (Μοντ, 15 Ιούλη).
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα της συμφωνίας η Αμερικανική Αρχή διατηρεί το δικαίωμα του βέτο πάνω στις αποφάσεις του Μεταβατικού Συμβουλίου, αλλά τα μέλη του Συμβουλίου με επικεφαλής τους τον Αντνάν Πατσατσί δήλωσαν στους δημοσιογράφους κιόλας τη μέρα της εναρκτήριας τελετής ότι πήραν διαβεβαιώσεις από την αμερικανική αρχή ότι όλες οι αποφάσεις τους θα γίνονταν δεκτές από αυτήν την αρχή και δεν θα αντιμετώπιζαν κανένα βέτο (Νιου Γιορκ Τάϊμς, 14 Ιούλη). Στην πραγματικότητα όλα θα κριθούν από τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης στο Ιράκ και μέσα στην αμερικανική διοίκηση. Όλη πάντως η σημερινή πολιτική σύγκρουση στο Ιράκ έχει να κάνει με την πραγματική πολιτική εξουσία που θα αποσπάσει στην πράξη το νέο σχήμα. Μέχρι στιγμής οι ουσιαστικές διοικητικές εξουσίες βρίσκονται στα χέρια των ΗΠΑ. Έτσι όλο το ζήτημα για τους σοσιαλιμπεριαλιστές είναι το πώς θα εξαναγκάσουν τις ΗΠΑ να παραδώσουν το ταχύτερο δυνατό την εξουσία στο Μεταβατικό Συμβούλιο. Αυτό το απαιτεί πιο καθαρά από όλους η Γαλλία με το στόμα του Βιλπέν σε συνέντευξη του στη Μοντ της 23 Αυγούστου.
Η πολιτική σύνθεσή αυτού του οργάνου είναι στο ύψος των εξουσιών του και η ρωσόφιλη φύση της διακρίνεται προς το παρόν κυρίως με έμμεσο, αλλά εντελώς ασφαλή τρόπο. Αποτελείται λοιπόν το Μεταβατικό Συμβούλιο από 25 μέλη εκ των οποίων τα 13 είναι σιίτες. Αυτό είναι ένα ισχυρό στοιχείο, αλλά από μόνο του δεν φτάνει αφού ο σιιτισμός έχει ακόμα μέσα του πολλές τάσεις. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το ΑΣΙΕΙ είχε τον τελικό λόγο πάνω στη σύνθεσή του Μεταβατικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με την Νιου Γιορκ Τάϊμς της 13 του Ιούλη το κυβερνητικό σχήμα έκλεισε μετά από μια δραματική νύχτα στη διάρκεια της οποίας το ΑΣΙΕΙ έθεσε τους όρους του στον Μπρέμερ για τη σύνθεση του οργάνου και αυτοί έγιναν τελικά δεκτοί. Οι όροι ήταν να διαγραφούν τρία ονόματα από το 25μελές Συμβούλιο. Ένα από αυτά ήταν εκείνο του σιίτη κληρικού Φαρκάντ Κασβίνι που το ΑΣΙΕΙ τον κατηγόρησε ότι ήταν καταδότης της μυστικής αστυνομίας του Σαντάμ. Επίσης στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων σβήστηκε από τη λίστα το όνομα της φυσικού Λένας Αμπούντ και στη θέση της τοποθετήθηκε ο ηγέτης του ρωσόδουλου Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ Μαγίντ Μούσα. Τα πιο χαρακτηριστικά ωστόσο σημάδια για το σε ποιον βρίσκεται πιο κοντά η νέα κυβέρνηση, στον ΟΗΕ ή στις ΗΠΑ είναι ότι, πρώτον στην ιδρυτική τελετή του νέου κυβερνητικού σχήματος που έγινε την άλλη μέρα μίλησε μόνο ένας μη ιρακινός, ο Ντε Μέλο και δεύτερο ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δέχτηκε μια βδομάδα μετά από αυτή την τελετή, στις 22 του Ιούλη, να παρευρεθεί σε ειδική Συνεδρίαση του για το Ιράκ μια τριμελής αντιπροσωπία του Μεταβατικού Συμβουλίου, κάτι που δεν γίνεται ποτέ για μια μη αναγνωρισμένη διεθνώς κυβέρνηση. Έχει ακόμα περισσότερο νόημα το γεγονός ότι από τα τρία μέλη της αντιπροσωπείας μόνο ο ένας, ο Σαλαμπί είναι φίλος των αμερικάνων και ανοιχτός αντίπαλος της ανάμειξης του ΟΗΕ, ενώ οι άλλοι δύο είναι, ο προαναφερμένος Αντνάν Πατσατσί που ζητούσε κιόλας από τις πρώτες μέρες του πολέμου την κυρίαρχη ανάμειξη του ΟΗΕ στο Ιράκ, και η Ακίλα Χασαμί που έγινε ουσιαστικά άτυπη υπουργός εξωτερικών της μεταβατικής κυβέρνησης, ενώ ως χθες ήταν το δεξί χέρι του υπουργού εξωτερικών του Σαντάμ Ταρέκ Αζίζ! Αυτό το τελευταίο μπορεί μα εξηγήσει εκ των υστέρων τις φήμες των προπολεμικών στιγμών ότι ο Ταρέκ Αζίζ είχε διαφωνήσει με την αδιάλλακτη στάση του Σαντάμ και είχε ζητήσει τη ρώσικη προστασία.
Για το ότι αυτή η κυβέρνηση αποτελεί μια πολιτική ήττα για τις ΗΠΑ και μια αντίστοιχη νίκη για τον ΟΗΕ μιλάει ανοιχτά ο βοηθός του Ντε Μέλο, ο λιβανέζος πρώην υπουργός πολιτισμού του Λιβάνου, Γκασσάν Σαλαμέ σε συνέντευξή του στη Μοντ στις 27 του Ιούλη. Λέει λοιπόν: “Σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του (του Μεταβατικού Συμβουλίου Διακυβέρνησης), ο Πολ Μπρέμερ ήθελε να ελέγχει τα πάντα, όμως ο ΟΗΕ βοηθούμενος από τους ίδιους τους ιρακινούς και από τις αντιαμερικανικές επιθέσεις, κατάφερε να τον πείσει για την αναγκαιότητα να δώσει εξουσίες στο Συμβούλιο. Χρειάστηκε να αποσπάσουμε μία-μία τις αρμοδιότητες του”! Πρόκειται για μια τρομακτική δήλωση. Ο Σαλαμέ δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι οι αντιαμερικανικές επιθέσεις βοήθησαν τον ΟΗΕ στο έργο του. Από το σημείο αυτό δεν χρειάζεται παρά ένα βήμα για να σκεφτεί κανείς ότι αυτοί που πραγματοποιούν τις επιθέσεις καθοδηγούνται από την ίδια μεγάλη δύναμη που καθοδηγεί και τον ΟΗΕ και πιθανότατα τον ίδιο τον εξαιρετικό κύριο Σαλαμέ, ο οποίος περιέργως βγήκε εντελώς άθικτος από την έκρηξη που σκότωσε τον προϊστάμενό του Ντε Μέλο. Παρακάτω ο Σαλαμέ καυχιέται που ο ΟΗΕ απέσπασε από τους αμερικανούς το δικαίωμα να γράψουν το Σύνταγμα οι ιρακινοί οι ίδιοι, αλλά την ίδια στιγμή αποκαλύπτει ταυτόχρονα ότι είναι ο ΟΗΕ που ήδη οργανώνει τις συζητήσεις του Μεταβατικού Συμβουλίου για το Σύνταγμα και στις οποίες καλεί και ειδικούς νομικούς και εμπειρογνώμονες. Τόση ανεξαρτησία για τους ίδιους τους ιρακινούς!
Όσο για το πώς ήταν δυνατό ο Μπρέμερ, ο υποτιθέμενος άνθρωπος του Πενταγώνου να αλλάζει άρδην τις αρχικές του θέσεις και να υποκύπτει τόσο εύκολα στις αξιώσεις του ΟΗΕ και του αντιαμερικανικού μετώπου δίνοντας στο τελευταίο όλο και πιο ισχυρές θέσεις, οι άνθρωποι του ΟΗΕ έχουν κιόλας την εξήγηση στο στόμα τους: “Ο κος Μπρέμερ εξελίχθηκε και άρχισε να καταλαβαίνει καλύτερα το Ιράκ, έστω και αν χρειάστηκε να πάρει τις αποστάσεις του από τους σκληρούς της διοίκησης του Τζωρτζ Μπους”. Όλοι αυτής της κατηγορίας την ξέρουν καλά την συνταγή: Πρώτα καταλαμβάνουμε την θέση κλειδί με την συμφωνία των αντιπάλων μας και μετά, όσο ισχυροποιούμαστε, παίρνουμε τις αποστάσεις μας και τελικά συγκρουόμαστε με αυτούς.

Το ασήκωτο βάρος της εμπλοκής για τις ΗΠΑ και ο ΟΗΕ

Η αλήθεια είναι ότι τώρα είναι όλο και πιο εύκολο στον Μπρέμερ να “εξελίσσεται” και να “παίρνει τις αποστάσεις του από τους σκληρούς”. Η βασική αιτία γι αυτό είναι ότι μπροστά στα αυξανόμενα προβλήματα που αντιμετωπίζουν έχουν αρχίσει να εξελίσσονται και οι ίδιοι οι σκληροί και να παίρνουν αποστάσεις από την προηγούμενη πολιτική τους.
Η ασταμάτητη στρατιωτική αιμορραγία μέσα στο Ιράκ, που όπως είπαμε σε αυτή τη φάση οφείλεται κυρίως στις επιθέσεις των πρακτόρων του ιρανορωσικού μετώπου, υποχρεώνει τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τη στρατηγική της απαγκίστρωσης και να κρατάνε στη χώρα σχεδόν όλο τον αρχικό τεράστιο στρατό που έστειλαν εκεί. Αυτή η παραμονή τους βάζει μπροστά σε τρία προβλήματα: Το ένα είναι η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των στρατιωτών που είχαν πάρει διαβεβαιώσεις ότι θα επέστρεφαν στα σπίτια τους μόλις ο πόλεμος σταματούσε. Αυτή η δυσαρέσκεια είναι τόσο έντονη που ένας στρατιώτης μιλώντας σε ένα τηλεοπτικό κανάλι ζήτησε από τον Ράσφελντ να παραιτηθεί, πράγμα που υποχρέωσε το Πεντάγωνο να βγάλει διαταγή να μην διαμαρτύρονται οι στρατιώτες στα ΜΜΕ. Το άλλο είναι ένα στρατηγικής φύσης στρατιωτικό πρόβλημα για τις ΗΠΑ καθώς μπλοκάρονται για πολύ καιρό σε ένα σημείο του πλανήτη τα δύο τρίτα των συνολικών δυνάμεων που αυτές διαθέτουν για το εξωτερικό, πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με το ισχύον στρατιωτικό τους δόγμα.
Το τρίτο πρόβλημα είναι οικονομικής φύσης και πιο χειροπιαστό. Η συντήρηση ενός στρατού περίπου 150.000 ανθρώπων συν το πολυάριθμο πολιτικό προσωπικό υποστήριξης κοστίζει στις ΗΠΑ περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα, πράγμα που δεν το αντέχει ο ολοένα και πιο παθητικός κρατικός προϋπολογισμός τους.
Εξαιτίας των παραπάνω προβλημάτων είναι ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ και για το επιτελείο Μπους να βρεθούν το συντομότερο δυνατό στρατιωτικές δυνάμεις άλλων χωρών για να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο μέρος από τα αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ. Αρχικά το επιτελείο Ράμσφελντ προσπάθησε να λύσει αυτό το πρόβλημα με τη βοήθεια των λίγων φίλων των ΗΠΑ σε αυτόν τον πόλεμο. Όμως εδώ αποδείχτηκε ο βαθμός της διεθνούς απομόνωσης της αδύνατης υπερδύναμης. Από όλους τους πολιτικούς της φίλους μέσα στην Ευρώπη μόνο η Ολλανδία, η Πολωνία και η Αλβανία δέχτηκαν να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις αν και η δεύτερη πολύ λιγότερες από όσες είχε υποσχεθεί, ενώ από τον υπόλοιπο κόσμο μόνο η Ιαπωνία έδειξε έμπρακτη προθυμία. Εδώ αποδείχτηκε και η πολιτική αδυναμία των κυβερνήσεων Αθνάρ και Μπερλουσκόνι που θα ήθελαν, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τις ΗΠΑ εξ αιτίας του αδύναμου εσωτερικού τους πολιτικού μετώπου στο συγκεκριμένο ζήτημα. Όμως η μεγάλη ελπίδα των ΗΠΑ ήταν η Ινδία και η Τουρκία. Όμως η ινδουιστική κυβέρνηση της πρώτης και η ισλαμική της δεύτερης είναι απόλυτα συντονισμένες με την ρώσικη στρατηγική και έτσι απάντησαν στις ΗΠΑ: Μπορούμε να σας προσφέρουμε δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, αρκεί να υπάρχει απόφαση του ΟΗΕ για κάτι τέτοιο. Αυτή ήταν η απάντηση όλων των φίλων της ρώσικης διπλωματίας και του πρόσφατου ενιαίου γαλλογερμανορωσικού μετώπου. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν ήταν αδιανόητο να δει κανείς και τον ίδιο τον Ράμσφελντ να “ρίχνει τα μούτρα του” και να εκλιπαρεί τη Γαλλία και τη Γερμανία, τις ίδιες που πριν λίγους μήνες κατήγγειλε για την πολιτική τους , να βοηθήσουν τις ΗΠΑ στέλνοντας στρατό στο Ιράκ. Έτσι έδωσε στον Βιλλεπέν την ικανοποίηση να του απαντήσει στις 21 του Ιούλη με τον παλιό γνωστό τρόπο θυμίζοντάς του ότι “Μόνο μια ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ θα επιτρέψει μια νόμιμη και αποτελεσματική διαδικασία” και ότι βέβαια γι αυτό χρειάζεται μια νέα απόφαση του Συμβούλιου Ασφαλείας “πιο φιλόδοξη από την 1483”.
Με πιο μεγάλη μετριοπάθεια ως συνήθως, αλλά με την ίδια σαφήνεια απάντησε και ο Ιγκόρ Ιβανόφ εκ μέρους όλης της ΟΗΕδικης συμμορίας λέγοντας ότι μια νέα απόφαση του Συμβούλιου Ασφαλείας (μετά τη 1483) “είναι ο καλύτερος τρόπος για τη συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού κρατών” στην ειρηνευτική δύναμη και μάλιστα δεν απέκλεισε ακόμα και την αποστολή ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων (Μοντ, 23 Ιούλη).
H αμερικανική ηγεσία και πιο ειδικά η τάση Ράμσφελντ-Τσένυ, που έχει ακόμα το πάνω χέρι, δεν υπέκυψε σε αυτόν τον εκβιασμό και προτίμησε να συνεχίσει να διαχειρίζεται την κατάσταση της αιμορραγίας παίρνοντας μόνο στρατιωτικά μέτρα για να την μειώσει. Ο στρατηγός Φρανκς έδωσε μάλιστα μια κρίσιμη στήριξη στον Ράμσφελντ λέγοντας ότι αυτής της κλίμακας οι αμερικανικές στρατιωτικές απώλειες είναι πολύ λιγότερες από τις χιλιάδες των νεκρών των δίδυμων πύργων. Αυτή βέβαια η παραδοχή των μόνιμων απωλειών προκάλεσε οξύνσεις μέσα στο στρατιωτικό επιτελείο των ΗΠΑ, καθώς άρχισαν να δυναμώνουν εκεί οι φωνές που επιμένουν εδώ και καιρό ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να αυξηθούν κατά δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες οι στρατιωτικές δυνάμεις στο Ιράκ. Αυτές οι φωνές με τη σειρά τους δυναμώνουν την ισχύ της γραμμής που ζητάει υποταγή στον ΟΗΕ.
Η επιμονή της τάσης Ράμσφελντ-Τσένυ υποχρέωσε τη ρώσικη εγκληματική μηχανή να κλιμακώσει τις επιθέσεις της. Γιατί υπάρχει και από την δικιά της πλευρά ένα όριο. Και το όριο αυτό είναι το ενδεχόμενο να πετύχουν οι ΗΠΑ μια σχετική οικονομική σταθεροποίηση που θα μεταφραστεί αυτόματα σε πολιτική και στρατιωτική. Αυτό το ενδεχόμενο είναι πάντα ανοιχτό όσο ο ιρακινός πληθυσμός διατηρεί ένα πνεύμα ανοχής απέναντι στους Αμερικανούς και όσο η βασική κριτική που τους κάνει είναι ότι δεν έχουν λύσει δύο άμεσα προβλήματα των μαζών, το πρόβλημα της ασφάλειας των προσώπων και της ιδιοκτησίας και το πρόβλημα των βασικών υποδομών.

Η ανατίναξη του κτιρίου του ΟΗΕ κλιμακώνει τους εκβιασμούς

Έτσι από τις 7 του Αυγούστου η γνωστή τρομοκρατική μηχανή άρχισε την δράση κατά “μαλακών” στόχων ανατινάζοντας την ιορδανική πρεσβεία, συνέχισε με την ανατίναξη του βασικού αγωγού που συνδέει τις πετρελαιοπηγές του βόρειου Ιράκ με τη Μεσόγειο και τον έξω κόσμο, έκανε ακόμα πιο σαφή τη νέα τακτική ανατινάζοντας έναν βασικό αγωγό νερού που τροφοδοτούσε τη Βαγδάτη, ανατίναξε μια φυλακή στις 16 του Αυγούστου σκοτώνοντας έξη ανθρώπους και έστεψε αυτό το πρώτο μπαράζ με μια σφαγή τεράστιου πολιτικού βάρους όταν ανατίναξε το κτίριο του ΟΗΕ στη Βαγδάτη στις 19 του Αυγούστου θάβοντας κάτω από τα ερείπιά του τον Ντε Μέλο και άλλα δεκαεννέα άτομα..

Όλη αυτή η δραστηριότητα έχει έναν μείζονα πολιτικό στόχο, να αποδείξει στις ίδιες της ΗΠΑ, στον ιρακινό λαό και στη διεθνή κοινή γνώμη ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια και την οικονομική ζωή στη χώρα. Ειδικά στην περίπτωση της ανατίναξης του κτιρίου του ΟΗΕ είχε και έναν πιο συγκεκριμένο στόχο, να σκοτώσει τον Ντε Μέλο καθώς το φορτηγό με τον ένα τόνο εκρηκτικά έπεσε στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου ακριβώς κάτω από το γραφείο του. Ο θάνατός του αποδεικνύει ότι ο Ντε Μέλο παρά τις μεγάλες του υπηρεσίες στα αληθινά αφεντικά του ΟΗΕ δεν έκανε τη δουλειά του σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Άλλωστε η ιστορία είναι γεμάτη με δολοφονίες τέτοιων ενδιάμεσων τύπων, που πληρώνουν με τη ζωή τους την αδυναμία τους να καταλάβουν ότι με τη δράση τους υπηρέτησαν τους εχθρούς τους. Είναι χαρακτηριστική η εντύπωση που σφράγισε τη συνείδηση των αφοσιωμένων σωματοφυλάκων του που τον έβγαλαν βαριά τραυματισμένο: “ τον ένιωσα” είπε ένας από αυτούς “να φεύγει με αυτό το ερώτημα μέσα στα μάτια του: Γιατί;” (Μοντ 23 Αυγούστου).
Η ανατίναξη του ΟΗΕ προσφέρει πάντως και το πολιτικό κλειδί για να καταλάβει κανείς ποιοι είναι οι στόχοι εκείνων που τον ανατίναξαν. Αυτό φαίνεται αμέσως από το τι είχε προηγηθεί καθώς και από το πολιτικό αποτέλεσμα της πράξης τους. Εκείνο που είχε προηγηθεί σύμφωνα με την Μοντ της 21 του Αυγούστου ήταν ότι τις “τελευταίες μέρες τα Ηνωμένα Έθνη και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν “βγάλει μαχαίρια” για το ζήτημα της ασφάλειας στο Ιράκ και από γενικότερη άποψη για το ρόλο που πρέπει να παίξει σε αυτήν ο ΟΗΕ. Σύμφωνα με τον αμερικανικό τύπο η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να δώσει έναν μείζονα ρόλο στον ΟΗΕ στο ζήτημα της ασφάλειας, προσπαθώντας να πείσει απευθείας νέες χώρες να δώσουν στρατεύματα στο Συνασπισμό”. Αυτή η πολιτική σύρραξη γίνεται τώρα με την ευκαιρία των συζητήσεων που ξεκίνησαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας για μια νέα απόφαση που θα προσδιορίζει το ποιος θα έχει πολιτικά το πάνω χέρι στον έλεγχο των στρατιωτικών δυνάμεων που θα έρθουν από άλλες χώρες να βοηθήσουν τους Αμερικανούς.
Σε ότι αφορά τώρα το πολιτικό αποτέλεσμα, αυτό από όλες τις πλευρές επιβεβαιώνει το ποιος είχε το κίνητρο, δηλαδή ποιανού οι πολιτικές θέσεις ενισχύθηκαν με την ανατίναξη .
Αμέσως μετά την έκρηξη λοιπόν το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών αφού βεβαίως χαρακτήρισε την επίθεση “βάρβαρη πράξη” τόνισε ότι η επίθεση “επιβεβαιώνει την ανάγκη ευρύτερης και περισσότερο ενοποιημένης συμμετοχής της διεθνούς κοινότητας στην προώθηση μιας ρύθμισης στο Ιράκ σύμφωνα με τις υπάρχουσες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ” (Ελευθεροτυπία, 20 Αυγούστου). Ο Κόφυ Ανάν ήταν ακόμα πιο “κατατοπιστικός” αφού η πρώτη του δουλειά ήταν να τα βάλει με τις ΗΠΑ που δεν φύλαγαν καλά την πρεσβεία και πιο πολύ γιατί δεν είχαν εξασφαλίσει το “περιβάλλον”, δηλαδή τη γενική πολιτική και στρατιωτική κατάσταση που θα επέτρεπε στο Ιράκ να είναι ασφαλές. Σε συνέντευξή του στις 20 Αυγούστου είπε: “Η κατέχουσα δύναμη είναι υπεύθυνη για το σεβασμό του νόμου, της τάξης και της ασφάλειας στη χώρα” και συνέχισε, “Πιστεύαμε ότι οι δυνάμεις του συνασπισμού (του αμερικανοαγγλικού) θα είχαν καταφέρει πλέον να κάνουν σίγουρο το περιβάλλον πράγμα που θα μας επέτρεπε να διεκπεραιώσουμε το ουσιαστικό μας καθήκον, την πολιτική και οικονομική ανοικοδόμηση και την εγκατάσταση των θεσμών, και που θα επέτρεπε στους ιρακινούς να συνεχίσουν την εργασία τους. Αυτό δεν επετεύχθη” (Μοντ, 21 Αυγούστου). Οι αμερικανοί απάντησαν στον Ανάν ότι είναι οι υπεύθυνοι της πρεσβείας του ΟΗΕ που δεν ήθελαν να αναλάβουν οι στρατιώτες των ΗΠΑ την ασφάλεια του κτιρίου και ότι γι αυτό το λόγο προσέλαβαν ιδιωτική αστυνομία. Σε αυτό ο Ανάν ανταπάντησε λέγοντας ότι αν το έκαναν αυτό οι υπηρεσίες του ΟΗΕ στη Βαγδάτη κακώς το έκαναν, όμως δεν είναι έργο του καθενός να φυλάει το σπίτι του σε μια ευνομούμενη χώρα. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση με τη Μόσχα και τον Ανάν κινήθηκε και η γαλλική διπλωματία.
Το πιο σημαντικό ωστόσο από την άποψη των αποτελεσμάτων είναι ότι και από την πλευρά της διπλωματίας του αμερικανοαγγλικού συνασπισμού οι αντιδράσεις ήταν προς την πλευρά των δολοφόνων. Το χτύπημα στην πρεσβεία ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να πεταχτεί το τσιράκι του Μπλερ στο υπουργείο εξωτερικών, ο Τζακ Στρο και να δηλώσει δυο μέρες μετά το χτύπημα και προκειμένου να προκαταλάβει τις ΗΠΑ: “Είμαστε ανοιχτοί, βεβαίως, σε συζητήσεις με τους συνεργάτες μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας για τον τρόπο με τον οποίο ο ρόλος των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να ενισχυθεί στον τομέα της ασφάλειας” (Μοντ, 22 Αυγούστου). Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα που θα επέτρεπε και στον Πάουελ να είναι πιο διαχυτικός προς τον ΟΗΕ και να δηλώσει στη διάρκεια μιας κοινής συνέντευξης τύπου με τον Ανάν ότι “ο πρόεδρος πάντα ένοιωθε ότι ο ΟΗΕ πρέπει να παίζει έναν ζωτικό ρόλο” ενώ ο Ανάν δίπλα του ξεκαθάριζε ότι “υπάρχουν πολλοί που ήταν εναντίον του πολέμου, αλλά τώρα έρχονται να βοηθήσουν τη σταθεροποίηση του Ιράκ… αλλά κάποιος πρέπει να προσέξει να μην μπερδέψει τα Ηνωμένα Έθνη με τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ έχουν την πολιτική τους και τα Ηνωμένα Έθνη τη δική τους” (Τάιμς Νέας Υόρκης, 21 Αυγούστου )
Σε αυτήν την πρώτη συνάντηση ο Πάουελ δεν μπόρεσε να κάνει μεγαλύτερες παραχωρήσεις στον ΟΗΕ γιατί είχε δεσμευτεί απέναντι στο υπουργείο άμυνας που παρά την κλιμάκωση των επιθέσεων συνεχίζει να μην δέχεται καμιά υποχώρηση στο ζήτημα του στρατιωτικού ελέγχου.
Έτσι πρέπει να περιμένουμε νέες ακόμα πιο δραματικές επιθέσεις. Άλλωστε αυτό εκτίμησε και ο Ανάν λέγοντας: “Προφανώς αυτή η εξέγερση φαίνεται να είναι πολύ πιο οργανωμένη και πολύ πιο βαθιά από αυτό που σκεφτόμασταν στην αρχή…” (Μοντ, 20 Αυγούστου), αυτό εκτίμησε και ο Χακίμ του ΑΣΙΕΙ: “που φοβάται και άλλες τρομοκρατικές πράξεις για όσο θα υπερισχύει ο λαθεμένος και αναποτελεσματικός τρόπος των αμερικανών να εξασφαλίσουν την ασφάλεια” (Μοντ, 22 Αυγούστου).

Το θύμα παγιδευμένο από όλες τις πλευρές. Η πολιτική κρίση στις ΗΠΑ και την Αγγλία σχετικά με τα όπλα του Σαντάμ

Ξέρουν λοιπόν οι άνθρωποι του σοσιαλιμπεριαλισμού ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ τους. Γιατί το θύμα είναι δεμένο χειροπόδαρα από τους ίδιους και μάλιστα από πολλές πλευρές. Δεν είναι δηλαδή μόνο ότι είναι πιασμένο στην παγίδα του Ιράκ σαν τέτοιου, αλλά είναι δεμένο και με τους προβοκάτορες εισοδιστές.
Το μέτωπο Πάουελ-Τένετ που απαιτεί άμεσο συμβιβασμό και συνεργασία με τον ΟΗΕ δεν είναι μόνο του. Έχει στο πλευρό του έναν σύμμαχο μεγάλης κλάσης στο πρόσωπο του προβοκάτορα Μπλερ. Αυτός έχει αποκτήσει ένα τεράστιο κύρος μέσα στην αμερικανική αστική τάξη και την κοινωνία επειδή φαίνεται σαν ο μοναδικός δυτικός που δεν πρόδωσε την Αμερική και ο μόνος που νιώθει την αντιτρομοκρατική εκστρατεία της. Στην πραγματικότητα είναι αυτός που την πρόδωσε περισσότερο από κάθε άλλον, γιατί είναι αυτός που την ενθάρρυνε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον να κάνει αυτόν τον καταδικασμένο πόλεμο και ταυτόχρονα αυτός που από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή προσπαθεί να την σύρει σε αυτόν τον πόλεμο πίσω από τον ΟΗΕ. Πρόσφατα οργανώθηκε προς τιμή του μια θριαμβευτική τελετή στην οποία ο προβοκάτορας καταχειροκροτούμενος μίλησε μπροστά στα δύο σώματα του αμερικανικού Κογκρέσου για να υποστηρίξει εκτός από την αναγκαιότητα του πολέμου και την αναγκαιότητα της συμμαχίας του αμερικανο-βρετανικού συνασπισμού με τον ΟΗΕ.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη βραδυφλεγής βόμβα που δηλητηριάζει την πολιτική ισχύ της υπερδύναμης στο παγκόσμιο επίπεδο και που την κάνει ακόμα πιο ευάλωτη στους εκβιασμούς του ΟΗΕ: Αναφερόμαστε στο ότι δεν ανακαλύφθηκαν ακόμα όπλα μαζικής καταστροφής, δηλαδή δεν βρέθηκαν τεκμήρια που να δικαιολογούν την εισβολή στο Ιράκ ακόμα και με τη λογική του επιτιθέμενου.
Έτσι δίπλα στην στρατιωτική αδυναμία των ΗΠΑ στο Ιράκ φανερώνεται μέρα με τη μέρα και η ηθική τους αδυναμία σε διεθνές επίπεδο και μέσα στις ΗΠΑ. Στον ίδιο και αντίθετο βαθμό κερδίζει σε πολιτικό και ηθικό επίπεδο δύναμη ο ΟΗΕ που κραδαίνει τώρα σαν τεκμήριο αθωότητας τους διφορούμενους χρησμούς των Μπλιξ και Μπαραντέη που ανακοινώνανε μεν ότι δεν έβρισκαν όπλα, αλλά δε δήλωναν κιόλας ότι δεν υπήρχαν. Λίγοι θα έχουν προσέξει ότι στη βάση όλης της κακοδαιμονίας, του πολύχρονου εμπάργκο, των πελώριων καταστροφών και τελικά του πολέμου στο Ιράκ βρίσκεται σαν κύριος ηθικός αυτουργός ο ΟΗΕ και η λογική του αφοπλισμού που ιστορικός εμπνευστής της και πρακτικός χειριστής της είναι η Ρωσία.
Το γεγονός ότι ακόμα δεν βρέθηκαν όπλα σε ένα βαθμό το αντιμετωπίζει ακόμα η προεδρία Μπους λέγοντας ότι οι έρευνες των αμερικανών επιθεωρητών δεν έχουν τελειώσει και οι ιρακινοί ειδικοί του Σαντάμ ακόμα δεν έχουν μιλήσει. Όμως η προεδρία Μπους αντιμετωπίζει την κατηγορία ότι είπε ψέματα. Αυτό έγινε στις 28 του Γενάρη του 2003 όταν ο Μπους σε μια βαρυσήμαντη ομιλία του προς το έθνος για να δικαιολογήσει την απόφαση για πόλεμο ανέφερε, ανάμεσα σε μια σειρά άλλα επιχειρήματα, ότι το Ιράκ προσπάθησε να προμηθευτεί ουράνιο από το Νίγηρα. Σήμερα έχει αποδειχτεί ότι αυτό δεν έγινε ποτέ και ο Λευκός Οίκος αναγκάστηκε τελικά να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος στις 8 του Ιούλη ύστερα από έναν καταιγισμό επικρίσεων από τον τύπο και το Κογκρέσο. Αν ψάξει κανείς να βρει την πηγή αυτού του λάθους, που μελλοντικά θα κάνει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά στην προεδρία Μπους από όση έχει κάνει ως τώρα, θα βρεθεί μπροστά στους δυο προβοκάτορες εισοδιστές του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού Τένετ και Μπλερ. Την δουλειά την ξεκίνησε ο δεύτερος που έχωσε αυτήν την “πληροφορία” σε μια επίσημη αναφορά του στην Βουλή των Κοινοτήτων στις 24 Σεπτέμβρη του 2002. Από εκεί την πήρε ο Λευκός Οίκος και έτσι βρέθηκε στο κείμενο του Μπους. Αμέσως, όπως είναι φυσικό, όλοι κοιτάξανε προς τον Τένετ και αρχικά όλες οι κατηγορίες πέσανε πάνω του, γιατί η ΣΙΑ είναι υπεύθυνη αφού διαβάζει και εγκρίνει όλα τα κείμενα του προέδρου που έχουν σχέση με την ασφάλεια. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον Ποστ της 13 του Ιούλη ο Τένετ είχε στείλει στο Νίγηρα έναν άνθρωπό του και ήξερε ένα χρόνο πριν, από τον Φλεβάρη του 2001, ότι δεν έστεκε η ιστορία με το ουράνιο, αλλά δεν είχε ειδοποιήσει τον Λευκό οίκο. Μάλιστα ενώ άφησε τον Μπους να εκτεθεί στις 28 του Γενάρη, μετά από μια βδομάδα προστάτεψε τον Πάουελ όταν αυτός μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για τα στοιχεία κατά του Σαντάμ και δεν ανέφερε την περίπτωση του Νίγηρα (Μοντ, 13 Ιούλη).
Ο Τένετ ισχυρίστηκε ότι η ΣΙΑ είχε μεταφέρει τις υποψίες της στο Λευκό Οίκο, αλλά η Κοντολίζα Ράις, υπεύθυνη για θέματα ασφαλείας, τον διέψευσε. Τελικά στις 11 του Ιούλη και μετά από έναν μήνα συγκρούσεων ανάμεσα στην Ράϊς και τον Τένετ αυτός αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η ΣΙΑ ενέκρινε το κείμενο του Προέδρου. Παρόλα αυτά ο επιδέξιος αυτός πράκτορας έμεινε στην θέση του αφού για μια ακόμα φορά τον κάλυψε όχι μόνο ο Μπους, αλλά και η ίδια η Ράις. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον Ποστ ο Τένετ έχει μια πολύ στενή και τακτική επαφή με τον Μπους και έχει αποσπάσει την πολιτική του εμπιστοσύνη.

Η ιστορία με το ουράνιο και τον Νίγηρα δεν είναι η μοναδική όπου το δίδυμο των προβοκατόρων Τένετ-Μπλερ συνδυάστηκε περίφημα. Το ίδιο έγινε με ένα άλλο ισχυρισμό του Μπλερ που ο Μπους τον πήρε και τον χρησιμοποίησε ατόφιο και ο οποίος ήταν επίσης απάτη, δίχως ο Τένετ να διαφωνήσει. Η διαφορά με την προηγούμενη περίπτωση ήταν από τη μια ότι ο Μπους δεν χρησιμοποίησε αυτό το ψέμα σε έναν εξίσου σημαντικό λόγο, αλλά σε δυο ελάσσονες περιπτώσεις και ότι γι αυτό το λόγο ο Τένετ δεν ήταν υποχρεωμένος να την δει και δε του ζητούνται ευθύνες. Πρόκειται για τον ισχυρισμό της Ντάουνινγκ Στριτ ότι ο Σαντάμ ήταν σε θέση να εξαπολύσει μια χημική και βιολογική επίθεση εντός 45 λεπτών. Αυτός ο ισχυρισμός ιδιαίτερα τη στιγμή που έγινε το Σεπτέμβρη του 2002 ήταν πολιτικά καθοριστικός στο να δικαιολογήσει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, ιδιαίτερα στα μάτια των αμερικανών πολιτών που έχουν την τραυματική εμπειρία της 11 του Σεπτέμβρη. Ο Μπλερ αποδείχτηκε ότι ήταν ο εμπνευστής μιας γκεμπελίστικης εκστρατείας που είχε σαν στόχο να σύρει όχι απλά τη Βρετανία, αλλά κυρίως τις ΗΠΑ, λαό και κυβέρνηση, σε έναν πόλεμο που πολύ δύσκολα θα κηρυσσόταν με τα υπάρχοντα στοιχεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διοίκηση Μπους δεν ήθελε να κάνει τον πόλεμο και παρασύρθηκε από τον Μπλερ, αλλά ότι ο Μπλερ την ενεθάρρυνε σπάζοντας έστω και επιφανειακά την διεθνή απομόνωσή της, ενώ της έδινε με τις πολιτικές του τοποθετήσεις και τα ψέματά του πολύτιμα και καίρια επιχειρήματα για να τον εξαπολύσει.

Αυτά τα ψέματα συνεχίζουν και σήμερα να έχουν χρησιμότητα.. Πριν λίγους μήνες ήταν κατάλληλα για να εξαπολύουν τον πόλεμο. Τώρα που αποκαλύπτονται είναι κατάλληλα για να αποδυναμώνουν ηθικά και πολιτικά τους εισβολείς και να βολεύουν τον ΟΗΕ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που αποκαλύπτονται σήμερα και όχι πριν ένα χρόνο.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η αποκάλυψη έχει και τους κινδύνους της για τη συνολική επιχείρηση καθώς τραυματίζει πολύ τον Μπλερ. Ο Μπους θίγεται λιγότερο, όχι γιατί μπορεί να θεωρηθεί απλά θύμα παραπλάνησης, αλλά γιατί στις ΗΠΑ το ρεύμα υπέρ του πολέμου είναι ακόμα πολύ ισχυρό και οι αρνητικές πλευρές του δεν μπορούν ακόμα να βλάψουν τους επικεφαλής αυτού του πολέμου. Όμως στη Βρετανία το αντιπολεμικό ρεύμα, που τόσο το καπηλεύτηκαν οι σοσιαλφασίστες είναι πανίσχυρο. Από την άλλη το πρωθυπουργικό γραφείο αποκαλύφθηκε σαν κέντρο γκεμπελίστικης προπαγάνδας και ο επικεφαλής αυτής της προπαγάνδας, δεξί χέρι του Μπλερ, κάποιος σκοτεινός Άλισταιρ Κάμπελ, πρώην δημοσιογράφος των ταμπλόιντ, πρόκειται να απομακρυνθεί από τη θέση του συμβούλου του Μπλερ για θέματα επικοινωνίας. Χαρακτηριστικός είναι ένα ολόκληρος φάκελος που αναφερόταν στα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρο προπαγανδιστικά από τον Μπλερ, ακόμα και στην κρίσιμη συζήτηση στη Βουλή των κοινοτήτων στην στις 3 του περασμένου Μάρτη. Η βασική χρήση του φακέλου έγινε ωστόσο στις ΗΠΑ όταν ο Μπλερ ταξίδεψε εκεί για να κάνει την καμπάνια του υπέρ του πολέμου στις αρχές του χρόνου, οπότε μοίρασε το “ντοκουμέντο” στους δημοσιογράφους. Τα επιχειρήματα του τα χρησιμοποίησε αργότερα σε πολλές περιπτώσεις ο Πάουελ. Αποδείχτηκε λοιπόν ότι αυτό το ντοκουμέντο ήταν μια διδακτορική διατριβή ενός φοιτητή στην Καλιφόρνια που γράφτηκε πριν 12 χρόνια και που οι άνθρωποι του Κάμπελ το αντιγράψανε λέξη προς λέξη από το διαδίκτυο δίχως να έχουν την παραμικρή επαφή με τις μυστικές υπηρεσίες. Ο Κάμπελ, που βέβαια το παραδέχτηκε την απάτη στη διάρκεια της ανάκρισής του από την Βουλή των Κοινοτήτων δεν δίστασε να πει ότι δεν ήταν αυτό το κείμενο που είχε τα σοβαρά στοιχεία για τον πόλεμο, αλλά ένα άλλο, των μυστικών υπηρεσιών.
Αλλά και σε αυτό το κείμενο ο Κάμπελ -δηλαδή ο Μπλερ- έκανε λαθροχειρίες διαχειριζόμενος όπως τον βόλευε τα στοιχεία που υπήρχαν στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών. Έτσι αξιοποιήθηκε και μια μη διασταυρωμένη πληροφορία περί των 45 λεπτών στην διάρκεια των οποίων τάχα ο Σαντάμ θα εξαπέλυε το χημικό και βιολογικό πόλεμό του.
Λίγο αργότερα το θέμα του 45λεπτου έγινε το κέντρο του γνωστού πολιτικού σκανδάλου Κέλλυ. Το ΒΒC επιτέθηκε στον Μπλερ γι αυτή την παραμόρφωση των στοιχείων βασιζόμενο στον ειδικό στα θέματα εξοπλισμού του Ιράκ Κέλλυ που είχε μιλήσει στο ΒΒC κρατώντας την ανωνυμία του. Η κυβέρνηση Μπλερ κατηγόρησε το BBC για παραπληροφόρηση και έβγαλε το όνομα του Κέλλυ στον αέρα. Ο Κέλλυ καλέστηκε για ανάκριση από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής των κοινοτήτων και αρνήθηκε ότι υπήρξε πηγή του BBC για να μην παραβεί τις υπηρεσιακές δεσμεύσεις του. Λίγες μέρες μετά την ανάκριση βρέθηκε νεκρός. Αυτοκτονία του Κέλλυ ή δολοφονία αυτό δεν είναι ακόμα γνωστό, πάντως ο Μπλερ βρέθηκε μέσα σε μια θύελλα καταγγελιών που θα είχε οδηγήσει σε παραίτηση οποιονδήποτε δυτικόφιλο πρωθυπουργό. Όμως οι εισοδιστές του Κρεμλίνου δεν είναι φιλελεύθεροι που σκέφτονται το κύρος τους μέσα στην αστική τάξη και την υστεροφημία τους, ούτε πασχίζουν να φανούν ευαίσθητοι δημοκράτες. Είναι τύποι που πεθαίνουν για την εξουσία και αν χρειαστεί τελειώνουν μαζί με την εξουσία ακόμα και σαν πρόσωπα κάτω από τόνους κοπριάς. Όπως συμβαίνει με όλους τους αφοσιωμένους εκπροσώπους οποιασδήποτε τάξης, προοδευτικής ή αντιδραστικής, η αποστολή τους ξεπερνάει το πρόσωπό τους. Οι Παπανδρέου, Κλίντον, Σρέντερ κάτι έχουν να μας διδάξουν σχετικά με αυτήν την ιδιότητα.
Αυτή η ως το τέλος αποφασιστικότητα αυτών των τύπων να διατηρήσουν την εξουσία τους ως την τελευταία ρανίδα της αχρείας ύπαρξής τους ενισχύει όλον τον μηχανισμό εξουσίας και όλα τα τρωκτικά που τους περιβάλουν, ενώ αντίθετα αποθαρρύνει και κουράζει τους αντιπάλους τους. Από μια στιγμή και πέρα άλλωστε τα ψέματα δεν μετράνε ούτε για τις μάζες, ούτε για την άρχουσα τάξη, αφού το ξεδιάντροπο ψέμα είναι μορφή ύπαρξης όλης της αστικής τάξης. Οι σοσιαλφασίστες είναι πιο ψεύτες μόνο σε ποσότητα από τους αστοφιλελεύθερους, έτσι γλιτώνουν επικαλούμενοι την σχετικότητα της αρετής της εντιμότητας στον “σκληρό και μάταιο” τούτο κόσμο της πολιτικής. Από την άλλη μεριά οι εισοδιστές σοσιαλφασίστες έχουν το πελώριο πρακτικό πολιτικό πλεονέκτημα να έχουν την υποστήριξη και του σοσιαλιμπεριαλιστικού στρατοπέδου σε διεθνές και τοπικό επίπεδο και του στρατοπέδου στο οποίο κάνουν εισοδισμό. Έτσι τώρα για παράδειγμα πάνω στο ζενίθ της κρίσης του ο Μπλερ δέχεται όχι μόνο την ολόπλευρη υποστήριξη των αμερικανών και της ατλαντικής αστικής τάξης της Αγγλίας, οπότε έχει την φανατική υποστήριξη του 40% του αγγλικού τύπου, αλλά εξασφαλίζει και την υποστήριξη του ότι πιο εκλεκτού έχει να επιδείξει ο σοσιαλφασιστικός κόσμος σε παγκόσμια κλίμακα. Πραγματικά είναι ασύλληπτο να καταρρέει υποτίθεται ο άνθρωπος του Μπους μέσα στην Ευρώπη, ο τρισκατάρατος Μπλερ και την ίδια ώρα να σπεύδουν από όλον τον πλανήτη να συμμετέχουν σε μια συγκέντρωση των σοσιαλιστών στο Λονδίνο όλοι εκείνοι που κατήγγειλαν τον αμερικανοβρετανικό πόλεμο στο Ιράκ. Δηλαδή δίπλα στον Μπλερ στη δύσκολη στιγμή βρέθηκαν ο αντιπαγκοσμιοποίηση αστέρας Ιγνάτσιο Λούλα, ο ομόλογός του επίσης φιλοκαστρικός της Αργεντινής Λέο Κίρχερ, ο πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής Μπέκι και ο “ειρηνιστής” Σρέντερ, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα στήριζε τον φιλοπόλεμο Μπλερ στη δοσμένη δύσκολη στιγμή του.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της πολύπλευρης στήριξης είναι ότι ο Μπλερ έχει σώσει το κεφάλι του και ο μόνος που προσφέρεται σαν εξιλαστήριο θύμα είναι ο πιο ειλικρινής δυτικόφιλος από τα πρώτης γραμμής στελέχη της εργατικής κυβέρνησης, ο υπουργός άμυνας Τζέφρυ Χουν.

Εδώ βρίσκεται η πελώρια πολιτική δύναμη του στρατοπέδου του φασισμού και του πολέμου. Είναι σε κάθε στιγμή να εξασφαλίζει χτυπήματα τύπου “παγκόσμιας ομοβροντίας” που παραλύουν τα θύματά του και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει “παγκόσμιες ομοβροντίες” στήριξης, όποτε και όπου οι άνθρωποί του κινδυνεύουν.
Το συμπέρασμα είναι ότι όσο απέναντι σε αυτό το πολυπρόσωπο φασιστικό στρατόπεδο δεν έχει ακόμα υψωθεί μια δημοκρατική δύναμη με διεθνή χαρακτηριστικά που να το ξέρει, να το αποκαλύπτει και να το πολεμάει ανοιχτά, η προέλασή του θα εμποδίζεται κατά τόπους μόνο από το αυθόρμητο των λαών και των κυβερνήσεων. Έτσι αυτό από γενική άποψη θα προχωράει. Η πλατειά συνείδηση της πορείας του τέρατος θα βγει λοιπόν υποχρεωτικά μέσα από την πλατιά καταστροφή που προκαλεί. Αυτό είναι φαίνεται νομοτελειακό για τις πολύ καλά δουλεμένες συνωμοσίες όπως το έδειξε και η πιο αιματηρή τέτοια, η χιτλερική. Βέβαια η διαδικασία της αποκάλυψης αυτής της συνομωσίας έχει ήδη αρχίσει από πολύ πιο νωρίς.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΧΑΚΙΜ

Το σημείωμα μας αυτό γράφεται λίγο πριν την εκτύπωση της εφημερίδας για να σχολιάσει τη δολοφονία Χακίμ στην πόλη Νατζάφ στις 29 Αυγούστου, και να συμπληρώσει έτσι το μεγάλο άρθρο μας για το Ιράκ που ολοκληρώθηκε στις 23 Αυγούστου.
Η δολοφονία του Μοχαμέντ Μπακίρ Αλ Χακίμ, του Αγιατολάχ που ήταν ηγέτης του φιλοϊρανικού ΑΣΙΕΙ αποτελεί μια εκκαθάριση στο εσωτερικό του σιίτικου ισλαμοφασισμού. Το είδος της δολοφονίας, δηλαδή η μαζική σφαγή αμάχων, η μη άμεση ανάληψη της ευθύνης της από κάποια οργάνωση, η άριστη οργάνωση και τεχνική, και το ασύλληπτο των ενόχων οδηγούν σε μια καγκεμπίτικη δουλειά. Από ευρύτερη πολιτική άποψη ο όγκος της σφαγής ευνοεί το γενικό σχέδιο του Κρεμλίνου για αποσταθεροποίηση και βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με τις προηγούμενες επιθέσεις σε “μαλακούς στόχους”: ιορδανική πρεσβεία, κτίριο γραφείων του ΟΗΕ, κλπ. Πιο ειδικά ευνοεί τον εντεινόμενο ρώσικο εκβιασμό να δεχτούν οι ΗΠΑ την πολιτική ηγεμονία του ΟΗΕ για τη μεταβατική περίοδο. Ήδη η πρώτη ρώσικη αντίδραση μετά τη σφαγή ήταν η επανάληψη της κατηγορίας ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνες τους την ασφάλεια του Ιράκ. Δυο μέρες μετά, στις 31 του Αυγούστου, ο ίδιος ο Πούτιν έκανε από την Ιταλία μια δήλωση ότι η Ρωσία δεν έχει αντίρρηση να έχουν οι ΗΠΑ τη στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων του ΟΗΕ στο Ιράκ. (Η Ρωσία έχει αποδείξει και στο Αφγανιστάν ότι αφήνει την στρατιωτική διοίκηση των στρατών κατοχής στις ΗΠΑ, αρκεί ο ΟΗΕ, δηλαδή η ίδια να έχει την πολιτική ηγεμονία). Επίσης η σφαγή επέδρασε στο να αποφασιστεί από την αμερικάνικη προσωρινή αρχή τρεις μέρες μετά τη σφαγή να ανατεθεί ευθύνη υπουργού εσωτερικών, οπότε και ευθύνη της αστυνομίας σε ένα μέλος του 25μελούς Προσωρινού Συμβουλίου, τον Νουρί Μπαντράν που ανήκει στο κόμμα Ιρακινή Εθνική Συμφωνία, γνωστό σαν ΙΝΑ. Το κόμμα αυτό καθοδηγείται, σύμφωνα με τον ίδιο τον αμερικανικό τύπο (Τάϊμς Νέας Υόρκης, 1 Σεπτέμβρη) απευθείας από τη ΣΙΑ, δηλαδή από τον Τένετ.
Αν είναι ωστόσο εύκολη η εξήγηση της σφαγής της Νατζάφ σε γενικό πολιτικό επίπεδο, δεν μας είναι εξ ίσου εύκολο να εξηγήσουμε γιατί οι ρώσοι χρειάστηκε να εξοντώσουν ειδικά τον Χακίμ αφού δεν έχουμε διαπιστώσει σημεία της πολιτικής του ΑΣΙΕΙ που να είναι σε σύγκρουση με τη γενική ρώσικη τακτική στο Ιράκ. Το μόνο που ήρθε σε γνώση μας μετά τη δολοφονία είναι ότι τελευταία ο Χακίμ κατηγορούσε έντονα εκείνους που θεωρούσαν σαν κύριο εχθρό της φάσης τους αμερικανούς και όχι τους μπααθικούς, δηλαδή ερχόταν σε σύγκρουση ουσίας με την επίσης φιλοϊρανική και μαχητικά αντιαμερικανική ομάδα του Σαντρ. Η ομάδα Σαντρ έχει ήδη χρησιμοποιήσει το όπλο της δολοφονικής βίας για να εξοντώσει τον φιλοδυτικό αγιατολάχ Αλ Κόι. Επίσης τώρα μάθαμε ότι ο Χακίμ είχε τους προνομιακούς του δεσμούς στο Ιράν, όχι με την τάση Χαταμί, όπως εκτιμούσαμε σύμφωνα με τη γραμμή του ΑΣΙΕΙ, αλλά με τον Καμενεί (BBC, 31 Aυγούστου). Τέλος πρέπει να συνεκτιμηθεί ανάμεσα στα νέα στοιχεία το άρθρο του Ριζοσπάστη της 31 Αυγούστου σύμφωνα με το οποίο η δολοφονία του Χακίμ έγινε από τους Αμερικανούς για να ενοχοποιηθεί η τάση Σαντρ. Που σημαίνει ότι ο Ριζοσπάστης, δηλαδή η “βαθιά” Ρωσία είναι με την τάση Σαντρ. Πάντως για να δούμε με ποιο τρόπο η δολοφονία του Χακίμ επέδρασε στο σιίτικο στρατόπεδο δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τις εξελίξεις μέσα σε αυτό. Δηλαδή ποια γραμμή θα ακολουθήσει το ΑΣΙΕΙ από δω και μπρος και, κυρίως, πως θα εξελιχθούν οι σχέσεις του ΑΣΙΕΙ με την τάση Σαντρ. Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Χακίμ έπαιξαν δραστήριο ρόλο οι οπαδοί του Σαντρ. Μάλιστα παρά τις σοβαρές υποψίες που έχουν οι σιίτικοι κύκλοι για τον Σαντρ στις διαδηλώσεις επικράτησε η καταγγελία των ΗΠΑ σαν υπεύθυνων για τη δολοφονία.
Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν δηλαδή ότι ο Χακίμ έπαθε ότι περίπου και ο Ντε Μέλο. Τιμωρήθηκε γιατί δίσταζε να ολοκληρώσει την αντιαμερικάνικη πολιτική του. Σε τέτοιες περιπτώσεις με τη δολοφονία δεν εμποδίζεται η αντιαμερικάνικη πολιτική, αλλά απελευθερώνεται, επειδή οι οπαδοί του θύματος όχι μόνο δεν υποπτεύονται ποιος είναι ο θύτης, αλλά συντάσσονται μαζί του. Στην περίπτωση του Ντε Μέλο συντάχθηκαν ακόμα περισσότερο με τον ΟΗΕ, στην περίπτωση του Χακίμ ακόμα περισσότερο με τον ισλαμοφασισμό. Δίδαγμα. Πεθαίνει χωρίς εκδίκηση όποιος από άγνοια ή συνειδητά εγκαταλείψει τη Ρωσία στα μισά του δρόμου.