Ο βασικός ύποπτος και οι στρατηγικές συνέπειες της μεγάλης σφαγής του Μανχάταν

Ποτέ μια τόσο μεγάλη σφαγή, όσο αυτή των χιλιάδων αθώων αμάχων του Μανχάταν δεν είχε τόσο κρυμμένο το δράστη της. Αυτό είναι που την κάνει ξεχωριστή από ιστορική άποψη και από αυτό το σημείο πρέπει να ξεκινήσει η πολιτική της ανάλυση.
Είναι γεγονός ότι αυτή η πελώρια ιδιομορφία συσκοτίζεται και αυτή με τη σειρά της από το γεγονός ότι το θύμα δείχνει με το δάχτυλο, και από την πρώτη στιγμή έναν θύτη. Αλλά δεν τον δείχνει με σιγουριά, ούτε με ψυχραιμία. Τον δείχνει με βιασύνη και ανασφάλεια. Ενώ δηλαδή το θύμα δεν μπόρεσε ούτε στοιχειωδώς να προβλέψει, οπότε και στοιχειωδώς να αμυνθεί στο χτύπημα, εξήγγειλε πόλεμο δίχως προηγούμενα να μελετήσει τα στοιχεία και να σκεφτεί βαθιά. Εξήγγειλε αμέσως πόλεμο ενάντια σε έναν δράστη για τον οποίο δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί άμεσα και συντριπτικά στοιχεία ενοχής ώστε να βρει αμέσως πρόθυμους συμμάχους και να ξεπεράσει τη διεθνή δυσπιστία απέναντι στο στόχο και το είδος της ανταπάντησής του.
Όμως ότι και να λέει το θύμα, το μεγάλο ζήτημα παραμένει. Ο δράστης κρύβει την πολιτική του ταυτότητα. Ουδείς δηλαδή παραδέχεται ότι διέπραξε τη σφαγή. Αυτή είναι η διαφορά από τον κλασσικό πόλεμο, όπου ο εχθρός είναι σαφής, αλλά και από την κλασσική τρομοκρατία όπου πάλι ο τρομοκράτης ομολογεί την πολιτική του ταυτότητα, αλλά κρύβει την φυσική του ύπαρξη εντελώς π.χ ΕΤΑ, “17Ν”, κ.λπ ή την καλύπτει μέσα στο πλήθος π.χ Χαμάς, Τζιχάντ, Χεζμπολάχ κ.λπ.

ΜΟΝO Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΧΤΥΠΗΜΑΤΟΣ

Εδώ ο δράστης, ενώ δίνει ένα κολοσσιαίο χτύπημα πολεμικού τύπου, θέλει οπωσδήποτε να αποκρύψει ή για την ακρίβεια να συσκοτίσει την πολιτική πηγή του χτυπήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι κύρια η αστυνομική έρευνα και η έρευνα των τεχνικών στοιχείων, αλλά η πολιτική ανάλυση που θα αποκαλύψει πρώτη την πηγή του χτυπήματος. Η αστυνομική έρευνα και η τεχνική ανάλυση το πολύ να δώσουν τον φυσικό αυτουργό, όμως είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να δώσουν τον ηθικό αυτουργό, δηλαδή την πολιτική πηγή του χτυπήματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι φυσικό η πολιτική ανάλυση να καθοδηγεί την αστυνομική και τεχνική έρευνα και όχι το αντίθετο.
Το πρώτο ερώτημα από το οποίο οφείλει να ξεκινήσει η πολιτική ανάλυση είναι το εξής: Ποιος βγαίνει πολιτικά ωφελημένος από το τεράστιο αυτό χτύπημα; Κάτι τέτοιο κρίνεται κυρίως από τις συνέπειές του.
Είναι δυνατό κρίνοντας από αυτό το πρίσμα να πιστέψει κανείς ότι ο πρώτος στόχος της αμερικάνικης απάντησης, το Αφγανιστάν, είναι η πολιτική πηγή ή έστω η κύρια πολιτική πηγή του χτυπήματος; Είναι ικανοποιημένο το Αφγανιστάν από τη συνέπεια να δεχτεί τα συντονισμένα πολιτικά και στρατιωτικά πυρά όλου του ισχυρού Βορρά του πλανήτη, δηλαδή ενός μετώπου ΗΠΑ – Ρωσίας - Ευρώπης; Είναι δυνατόν μια ήδη διπλωματικά απομονωμένη χώρα, η πιο απομονωμένη του κόσμου, να επιδιώξει να αναμετρηθεί με το πιο ισχυρό μέτωπο του πλανήτη;
Μπορεί να αντιτάξει κανείς σ’ αυτό ότι οι Ταλιμπάν δεν πρόβλεψαν ή δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν αυτή την διεθνή συνέπεια του χτυπήματός τους. Όμως ήταν σε θέση οι Ταλιμπάν να δώσουν ένα τόσο αποτελεσματικό χτύπημα στην καρδιά μιας υπερδύναμης, μιας δύναμης δηλαδή που οι αντιδράσεις της επηρεάζουν τις παγκόσμιες εξελίξεις, χωρίς να μπορούν να εκτιμήσουν τη φύση και την κατεύθυνση αυτών των αντιδράσεων; Για να γκρεμιστούν οι πύργοι του Μανχάταν και να βομβαρδιστεί το Πεντάγωνο, εκτός από το να οργανωθούν 17 ψηλά ειδικευμένοι αυτόχειρες, χρειάζεται η πολύ καλή γνώση της πραγματικής κατάστασης του συστήματος της πολεμικής αεροπορίας και της αεράμυνας των ΗΠΑ. Ακόμα χρειάζεται μια πολύ καλή γνώση της κατάστασης και των δυνατοτήτων των αμερικάνικων μηχανισμών ασφάλειας αφού οι δράστες δεν δέχτηκαν το παραμικρό πλήγμα πριν ξεκινήσουν την σύνθετη και πολύ εκτεταμένη επιχείρησή τους. Είναι δυνατόν λοιπόν ένα τόσο ψηλό επίπεδο τεχνικής και στρατιωτικής προνοητικότητας να αντιστοιχεί σε μια τόσο άθλια πολιτική προνοητικότητα; Είναι δυνατόν αυτή η ιδιοφυής εκτέλεση να αντιστοιχεί άμεσα στο βάθεμα της πολιτικής απομόνωσης και της οικονομικής καταστροφής και της στρατιωτικής συντριβής του εκτελεστή; Κάτι τέτοιο εκτός από εξαιρετικά απίθανο θα έδινε και έναν ισχυρό τόνο γελοιότητας σε μια τέλεια τραγωδία.
Μα τότε, θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί μια υπερδύναμη με τα άπειρα “Think tank” της (τις δεξαμενές σκέψεις της) αντιδρά έτσι; Γιατί ο επίσημος συλλογισμός της είναι ο εξής: Ο εχθρός δεν είναι απλά το Αφγανιστάν, ούτε αυτοί καθεαυτοί οι Ταλιμπάν, ούτε καν ο Μπιν Λάντεν σαν πρόσωπο. Είναι λένε το δίκτυό του, η οργάνωση Αλ Κάϊντα. Η πηγή του χτυπήματος δεν είναι ακριβώς μια χώρα, αλλά ένα δίκτυο. Ένα δίκτυο που οι οργανώσεις του ξαπλώνονται σε μια σειρά από κράτη ( σε εξήντα τα ανέβασε ο αμερικανός υπουργός άμυνας) και το οποίο ζει επειδή κάποια κράτη βοηθούν τις οργανώσεις του.
Αυτή η θεωρία σημαίνει ότι υπάρχει μια πανίσχυρη και αόρατη υπερκρατική δύναμη, διαχυμένη σε όλο τον πλανήτη και που την υποστηρίζουν μια σειρά από κράτη και η οποία σκέφτεται, λειτουργεί και δρα με μια δικιά της στρατιωτική και διπλωματική γραμμή που συμπυκνώνεται τελικά σε έναν προφανή στόχο, την καταστροφή των ΗΠΑ.
Αν μια τέτοια δύναμη είναι από μόνη της ένα κέντρο που δίνει διεθνή πολεμικά χτυπήματα, τότε θα πρέπει να είναι το πρώτο κέντρο βίας στην ιστορία της ανθρωπότητας που δεν διαθέτει αυτόνομη εδαφική κρατική υπόσταση, στρατό, και δικιά του οικονομική μηχανή.
Αυτό είναι ένα φανταστικό κέντρο, ένα είδος ισλαμικού σατανά που έχει χειρότερη λογική ποιότητα από τον φανταστικό αμερικάνο σατανά (που έχει κατασκευάσει απέναντί της όλη ισλαμική καθυστέρηση) και ο οποίος τουλάχιστον διαθέτει ανεξάρτητη και μάλιστα ισχυρή κρατική ύπαρξη. Ο ισλαμικός σατανάς μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον εβραίο σατανά του ιστορικού αντισημιτισμού. Όπως και ο δεύτερος αντιστοιχεί στην άγνοια και τελικά στην πολιτική παρακμή της φεουδαρχίας και αργότερα των μεσοστρωμάτων, έτσι και ο πρώτος αντιστοιχεί στην άγνοια και την πολιτική παρακμή του ιμπεριαλιστικού κόσμου.
Αυτός καταφεύγει στη μεταφυσική και έχει προ πολλού απομακρυνθεί από τον πολιτικό ρεαλισμό και τη μελέτη της πραγματικότητας.
Η πραγματικότητα λέει ότι οι άμεσες συνέπειες του χτυπήματος ήταν δύο: η μία να πληγούν οι ΗΠΑ και η δεύτερη το Αφγανιστάν. Ο δράστης δεν μπορεί να παρά να είναι μια κρατική δύναμη που βρίσκεται έξω από αυτούς και μάλιστα αντιστρατεύεται και τους δύο. Η κρατική αυτή πολιτική υπάρχει και είναι μια πολιτική που έχει στενό κέντρο της τη Ρωσία και ευρύτερο τον άξονα Μόσχα – Πεκίνο – Τεχεράνη. Ο άξονας αυτός είναι ο κερδισμένος από τις άμεσες πολιτικές συνέπειες αυτού του πλήγματος.

Η ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΞΟΝΑΣ ΡΩΣΙΑ –ΚΙΝΑ-ΤΕΧΕΡΑΝΗ ΕΥΝΟΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ

Αυτές οι συνέπειες είναι ότι οι ΗΠΑ, ο ένας εχθρός του άξονα, βρίσκεται στα πρόθυρα μιας παρατεταμένης πολεμικής σύρραξης με το Αφγανιστάν το οποίο είναι ένας άλλος εχθρός αυτού του άξονα. Αν προσέξει κανείς ακόμα βαθύτερα θα παρατηρήσει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται επίσης στα πρόθυρα ενός διπλωματικού πολέμου με όλες τις μέχρι τώρα πιο κοντινές τους χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, όπως είναι το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος και τελικά διαφαίνεται ο κίνδυνος να συγκρουστούν με όλο τον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και τον τρίτο κόσμο γενικά.
Μια τέτοια γιγαντιαία σύγκρουση θα έχει με τη σειρά της ένα διπλό αποτέλεσμα. Το πρώτο θα είναι να δυναμώσει η διεθνής απομόνωση των ΗΠΑ καθώς και η στρατιωτική και πολιτικοοικονομική της φθορά και το δεύτερο να περάσουν οι σχετικά φιλοδυτικές χώρες του αραβικού, μουσουλμανικού και του τρίτου κόσμου στη σφαίρα επιρροής του ρώσικου άξονα.
Μέσα σ’ αυτή τη διαφαινόμενη σύρραξη η Ρωσία και οι άλλες δύο χώρες του άξονα, η Κίνα και το Ιράν, εξασφαλίζουν τον ονειρεμένο χώρο του ενδιάμεσου και ήδη ασκούν μια διπλωματία δραστήριας και καιροσκοπικής ουδετερότητας. Αυτός ο άξονας είναι λοιπόν ο ευνοημένος από την κολοσσιαία σφαγή του Μανχάταν. Σε αυτόν τον άξονα και πιο πολύ στον ηγεμόνα του, τη Ρωσία, θα πρέπει να αναζητηθεί ο καθοδηγητής της μεγάλης σφαγής.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι και η Ευρώπη όπως και η Ιαπωνία κρατάνε έναν τουλάχιστον “χλιαρό”, ενδιάμεσο ρόλο στη σημερινή αμερικανο-ισλαμική σύγκρουση, οπότε θα μπορούσε ίσως να είναι κι αυτές στην πηγή του χτυπήματος. Όμως σε ότι αφορά την Ευρώπη αυτή δεν είναι δυνατό να αποτελέσει “πηγή”, γιατί δεν αποτελεί η ίδια ένα συμπαγές κέντρο, ούτε διαθέτει ένα κέντρο. Η Ευρώπη έχει σαν τέτοια, τόση λίγη εξωτερική πολιτική, όση και η τελευταία χώρα που την αποτελεί. Αυτό που χαρακτηρίζει την Ευρώπη είναι η πολιτική και στρατιωτική της αδυναμία σε σχέση με την οικονομική της ισχύ. Γι’ αυτό η γενική της τάση είναι να απεχθάνεται τις αναταραχές (ιδιαίτερα αυτές που έχουν οικονομικές επιπτώσεις), να ακολουθεί στρατιωτικά τις ΗΠΑ και να υποκύπτει πάντα στη ρώσικη απειλή. Η Ευρώπη παίζει πάντα έναν ενδιάμεσο ρόλο, αλλά όχι σαν μια δύναμη που ασκεί ενεργητική δικιά της πολιτική όπως η Ρωσία, αλλά σαν μια δύναμη που δεν μπορεί να ασκήσει καμιά πολιτική. Ανάλογα ισχύουν για την Ιαπωνία. Αυτή μπορεί να ασκήσει μια πολιτική, αλλά είναι στρατιωτικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και οικονομικά ολότελα εξαρτημένη από τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής. Αυτή η τελευταία εξάρτηση την κάνει εντελώς γλοιώδη και ουδέτερη απέναντι στον κάθε τριτοκοσμικό δικτάτορα που βρίσκεται κοντά στα πετρέλαια. Η Ιαπωνία είναι η τελευταία χώρα που μπορεί στ’ αλήθεια να ευνοηθεί από μια αμερικανο-αραβική σύγκρουση. Άλλωστε από στρατηγική άποψη η Ευρώπη και η Ιαπωνία είναι τοποθετημένες πολιτικά και στρατιωτικά στο πλευρό των ΗΠΑ. Αν οι στρατιωτικές θέσεις των ΗΠΑ αδυνατίσουν στο τρίτο κόσμο, αυτόματα αδυνατίζουν κι αυτές.
Στο τέλος μιας σοβαρής πολιτικής έρευνας μπορεί να αντέξει μόνο ένας σοβαρός ύποπτος και αυτός είναι η Ρωσία.
Αν στη συνέχεια ακολουθήσει κανείς αυτό τον ύποπτο θα δει παντού τις μεθόδους του, τις δυνατότητές του και τα συγκεκριμένα του κίνητρα.
Κατ’ αρχήν σε ότι αφορά τα συγκεκριμένα κίνητρά του. Αυτά είναι το κατέβασμα της Ρωσίας στον Ινδικό και ο έλεγχος των πετρελαίων του Κόλπου και της Κασπίας.
Το πιο παλιό όνειρο των Τσάρων και όνειρο κάθε αυτοκρατορικής ιμπεριαλιστικής Ρωσίας ήταν να κατεβεί στον Ινδικό ωκεανό. Αυτό σημαίνει να αποκτήσει στρατιωτικές, ιδιαίτερα ναυτικές βάσεις σ’ αυτόν. Δίχως αυτές τις βάσεις είναι αδύνατο να ελέγξει τους δρόμους των πετρελαίων του Κόλπου προς την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Ειδικά στη σημερινή εποχή που το στρατηγικό σχέδιο της σοσιαλιμπεριαλιστικής Ρωσίας είναι η στρατιωτική περικύκλωση, η ενεργειακή ασφυξία και ύστερα η επίθεση και η κατοχή της δυτικής Ευρώπης, ο έλεγχος του δρόμου των πετρελαίων είναι το πιο αποφασιστικό ζήτημα γι αυτήν. Μέχρι στιγμής στρατιωτικές βάσεις η Ρωσία δεν έχει εξασφαλίσει ούτε καν στο πολυ φιλικό της Ιράν.
Η διαμάχη στο Ιράν ανάμεσα στον ρωσόφιλο Χαταμί και τους σοβινιστές μουλάδες είναι δείγμα των εσωτερικών συγκρούσεων που γεννάνε αυτές οι επιδιώξεις του Κρεμλίνου. Άμεσο εμπόδιο για το κατέβασμα της Ρωσίας στον Ινδικό είναι κατ’ αρχήν το Αφγανιστάν και ύστερα το Πακιστάν.
Η απ’ ευθείας απόπειρα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού να καταλάβει το Αφγανιστάν τη δεκαετία του ΄80 κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. Η Ρωσία απέτυχε για δύο λόγους: ο ένας ήταν η τρομακτική αντίσταση του αφγανικού λαού και ο δεύτερος το διεθνές μέτωπο ΗΠΑ – Δύσης – Τρίτου κόσμου ενάντια στη ρώσικη κατοχή. Στο Αφγανιστάν η Ρωσία διδάχτηκε ότι είναι αδύνατο να ελέγξει μια οποιαδήποτε χώρα δίχως να την διασπάσει εσωτερικά και κυρίως, δίχως να την απομονώσει διεθνώς. Η βασική αλλαγή της ρώσικης τακτικής ύστερα από την εποχή του ψυχρού πολέμυ ήταν ακριβώς αυτή. Κάθε απόπειρά της για τον έλεγχο μιας πολιτικά ανεξάρτητης χώρας, θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη διεθνή απομόνωση ή τη διάσπαση αυτής της χώρας και ύστερα την αξιοποίηση και όξυνση κάθε αντίθεσης ανάμεσα σε αυτή τη χώρα με τη Δύση και ειδικότερα με τις ΗΠΑ.
Ο ψυχρός πόλεμος αντιστοιχούσε στην τακτική της ρώσικης μετωπικής επίθεσης, η νέα τακτική από την περεστρόϊκα και μετά είναι αυτής της “οικουμενικής” επέμβασης σε μια χώρα, που σημαίνει στο βάθος επέμβαση του Κρεμλίνου μέσα από τακτικές συμμαχίες με τη Δύση.
Αυτή η τακτική έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα πετυχημένα στην περίπτωση της Σερβίας, είναι σε έναν “καλό” δρόμο στην περίπτωση του Ιράκ και αναπτύσσεται “τέλεια” στη Δημ. της Μακεδονίας.
Στην περίπτωση της Σερβίας η Ρωσία έσπρωξε αρχικά το σέρβικο σοβινισμό σε μια επιθετική εκστρατεία διάσπασης και κατοχής όλων σχεδόν των κρατών που αποτελούσαν την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Με την απομόνωση της Σερβίας και κάνοντας το φίλο της η Ρωσία έστειλε και αυτή το στρατό της στη Βοσνία δίπλα στο ΝΑΤΟ. Ύστερα εξώθησε το ΝΑΤΟ σε επέμβαση στο Κόσσοβο, υπογράφοντας μαζί του τη συμφωνία του Ραμπουϊγέ, ενώ αμέσως μετά υιοθέτησε μια θέση φαινομενικά υπέρ της Σερβίας. Έτσι κατάφερε να φέρει το στρατό της και στο Κόσσοβο, δίπλα στο ΝΑΤΟ πάλι σα φίλη της Σερβίας. Ύστερα έχοντας εξασφαλίσει μετά από πολύχρονη λεπτή τακτική εσωτερικά ερείσματα στη Σερβία (Κοστούνιτσα, εκκλησία, τμήμα του στρατού) και σε συνεργασία με τη Δύση και τον φίλο της Τζίντζιτς εξόντωσε τον εκπρόσωπο του σέρβικου σοβινισμού Μιλόσεβιτς και ουσιαστικά ηγεμονεύει σ’ αυτή τη χώρα κλειδί των Βαλκανίων, ενώ από χρόνια ελέγχει και τη μισή Βοσνία.
Ανάλογα κάνει τώρα και στη Δημ. της Μακεδονίας αξιοποιώντας τον προβοκάτορα UCK και τον αλβανικό σοβινισμό που η ίδια φρόντισε να φέρει στην εξουσία βοηθώντας, κυρίως μέσω Ελλάδας, τη φράξια του ρωσόφιλου Φάτος Νάνο ενάντια στον δυτικόφιλο Μπερίσα.
Σε πρώτη φάση η Ρωσία χρειάστηκε τον UCK σαν προβοκάτορα στη Δημ. της Μακεδονίας, αφού ήδη είχε κυριαρχήσει μέσω Κοστούνιτσα στη Σερβία. Στη Δημ. της Μακεδονίας άφησε τη Δύση να γίνει αντιπαθής στο σλάβικο πληθυσμό αλλά και ύποπτη αφού αρνήθηκε να αντισταθεί στον UCK της Δημ. της Μακεδονίας, για να μην αντιμετωπίσει πρόβλημα με τον αλβανικό σοβινισμό στο Κόσσοβο. Το αποτέλεσμα ως τώρα είναι να πέσει η ηγεσία της Δημ. της Μακεδονίας στα χέρια των φίλων της Ρωσίας Τραϊκόφσκι και Γκεοργίεφσκι και η ίδια η Ρωσία να γίνει δημοφιλής μέσα στον μακεδονικό “ορθόδοξο” πληθυσμό
Στην περίπτωση του Ιράκ, η Ρωσία αξιοποίησε την τυχοδιωκτική επίθεση του σοβινιστή Σαντάμ ενάντια στο Κουβέϊτ και υποστήριξε την εκστρατεία της Δύσης ενάντια στο Ιράκ, δίχως όμως η ίδια να εκτεθεί έντονα. Αφού ο Σαντάμ νικήθηκε εμπόδισε τη Δύση να τελειώσει τον πόλεμο και να βαδίσει ενάντια στην Βαγδάτη συντρίβοντας την δικτατορία του Σαντάμ και φέρνοντας ένα φιλοδυτικό καθεστώς στη χώρα. Στη συνέχεια μέσω του δυτικού εμπάργκο κατά του Ιράκ η Ρωσία άρχισε σταδιακά να διεισδύει δραστήρια στην ιρακινή οικονομική και πολιτική ζωή. Αν ο Σαντάμ κάποια στιγμή πέσει, θα είναι ύστερα από ρώσικη συνωμοσία. Η αλάνθαστη ρώσικη συνταγή είναι να βάζει τη Δύση να συγκρούεται ανοιχτά και εξωτερικά με μια χώρα και η ίδια η Ρωσία να εισπράττει τη δυσαρέσκεια επεμβαίνοντας σαν φίλος της και μέσω πρακτόρων.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το παιχνίδι της Ρωσίας είναι ένα: να κάνει το φίλο και στους δύο πόλους μιας αντίθεσης που η ίδια δημιουργεί και οξύνει και ύστερα, παίζοντας το παιχνίδι του κεντρισμού να γίνεται ηγεμόνας και κυρίαρχος πάνω στον πιο αδύναμο πόλο.
Αυτό επιχειρεί τώρα και στην περίπτωση του Αφγανιστάν.
Αμέσως μόλις ανατινάζεται το Μανχάταν αυτή αμέσως υποδεικνύει σαν ένοχο το Αφγανιστάν, δηλώνοντας στις ΗΠΑ ότι είναι στο πλευρό της. Ο Πούτιν είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που τηλεφωνεί στον Μπους και έχει ήδη έτοιμη στην τσέπη του την πρόταση για μια διεθνή αντιτρομοκρατική εκστρατεία που θα ξεκινήσει από το Αφγανιστάν. Η τακτική της Ρωσίας εξελίσσεται και εδώ με τον ίδιο κλασσικό τρόπο. Μόλις η αμερικάνικη αστική τάξη στο σύνολό της αισθανθεί την υποστήριξη της Ρωσίας είναι έτοιμη για κάθε πόλεμο γιατί ξέρει ότι αυτός θα έχει ελέγξιμο και λίγο πολύ τοπικό χαρακτήρα. Αφού οι ΗΠΑ και από κοντά η Ευρώπη, που πάντα κοιτάει τι θα πει η Ρωσία, μπούνε στον πόλεμο για τα καλά, η Ρωσία θα αρχίσει σταδιακά να αποτραβιέται και να παριστάνει τον ουδέτερο ή και τον φίλο του θύματος. Όπως πάντα θα αφήσει τη Δύση να βομβαρδίζει ή να κάνει περιορισμένες επεμβάσεις στο έδαφος και να γίνεται θανάσιμα μισητή στους ντόπιους πληθυσμούς, ενώ η ίδια θα δουλεύει διπλωματικά από κάτω κρυμμένη πίσω από πράκτορες και φίλους για να μαζέψει τους καρπούς αυτού του μίσους. Και μέχρι το τέλος θα παριστάνει την ενδιάμεση δύναμη.
Αυτή την τακτική την έχει ετοιμάσει από καιρό στο Αφγανιστάν. Ήδη υπάρχει εκείνη η φιλική της δύναμη στο έδαφος που θα αντικαταστήσει τους τσακισμένους Ταλιμπάν, ή που, ακόμα καλύτερα, θα συνεργαστεί μαζί τους σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας οπου τελικά ο αντιδυτικισμός θα έχει το πάνω χέρι. Η δύναμη αυτή είναι η “συμμαχία του Βορρά” που αποτελείται από τις ανεξάρτητες δημοκρατικές δυνάμεις του Τζαμιάτ Ισλάμι και από τις κλασσικές ρωσόφιλες δυνάμεις των Ουζμπέκων του αφγανικού βορρά. Όλη μαζί η συμμαχία, δηλαδή και οι δημοκρατικές και οι ρωσόφιλες δυνάμεις εξοπλίζονται και ενισχύονται επιμελητειακά από τη Ρωσία κυρίως μέσω του κατεχόμενου από αυτήν Τατζικιστάν. Το αληθινό πρόβλημα για τους Ρώσους σε αυτή τη συμμαχία ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της ο Αχμέντ Σαχ Μασούντ, ο ήρωας του μεγάλου αντιρώσικου αντάρτικου, που θα μπορούσε να προκαλέσει νέα προβλήματα στη Ρωσία, αν η συμμαχία του Βορρά έμπαινε κάποια στιγμή στην Καμπούλ. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε δύο μέρες πριν βομβαρδιστεί το Μανχάταν! Ο Μασούντ δολοφονήθηκε από δύο ψευτοδημοσιογράφους επίσης αυτόχειρες που ανατινάχτηκαν μαζί του.
Στην πραγματικότητα ο Μασούντ πλήρωσε το πολιτικό του λάθος να θεωρήσει φιλική δύναμη προς το Αφγανιστάν την μετασοβιετική Ρωσία. (Συνέντευξή του στην Monde). Να λοιπόν γιατί ξαφνικά ο Πούτιν πήγε στην εξοχή την ώρα που φτιάχνεται η παγκόσμια στρατιωτική αντιτρομοκρατική συμμαχία και στέλνει μόνο τον υπουργό του εξωτερικών Ιβανόφ να εκτεθεί στο πλευρό του Πάουελ σαν φιλοδυτικός. Το σενάριο το έχουμε δει τόσες φορές. Θα υπάρχουν δύο Ρωσίες, ή καλύτερα τρεις. Θα είναι η Ρωσία του Υπουργείου εξωτερικών που θα είναι με τη Δύση, θα είναι ύστερα η Ρωσία της Δούμας των ψευτοκομμουνιστών του Ζιουγκάνοφ που θα είναι αντιδυτική και υπέρ των Ταλιμπάν και τέλος θα υπάρχει και η Ρωσία του “κέντρου”, η Ρωσία του προέδρου που θα ενώνει τις δύο τάχα αντιτιθέμενες τάσεις. Όπως πάντα θα πρόκειται για έναν αγαπημένο θίασο που τα μέλη του θα ικανοποιούν όλες τις πλευρές και όλα τα γούστα του παγκόσμιου κοινού.
Αυτός ο “επιστημονικός κεντρισμός” εκδηλώνεται ήδη από τώρα. Η Ρωσία υποστηρίζει πολιτικά την επίθεση στο Αφγανιστάν και αρνείται οποιαδήποτε στρατιωτική συμμετοχή, ενώ παντού στον κόσμο οι στρατηγικοί της πράκτορες, όπως για παράδειγμα τα κατά τόπους “κομμουνιστικά” κόμματα θα διαδηλώνουν υπέρ των Ταλιμπάν. Οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές θα διαμορφώνουν την κοινή γνώμη των λαών και τη δική τους ενάντια στην αμερικάνικη επέμβαση στο Αφγανιστάν και ενάντια σε κάθε άλλη δυτική επέμβαση. Αυτή είναι η στρατηγική τους, οποιαδήποτε και αν είναι η τακτική της ηγεσίας τους απέναντι στη Δύση. Η αναγκαιότητα αυτής της στρατηγικής ξεπηδάει έντονα από τη συνολική τους πολιτική στο “διάδρομο” Αφγανιστάν – Πακιστάν
Η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται απλά να πάρει το Αφγανιστάν. . Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο της βήμα. Όμως για να βγει στον Ινδικό πρέπει να αποσταθεροποιήσει και ύστερα να διασπάσει και να υποτάξει το Πακιστάν. Το Πακιστάν μπορεί να το υποτάξει μόνο αν εξασφαλίσει την εσωτερική του διάσπαση, δηλαδή την πολιτική κυριαρχία του αντιαμερικάνικου ισλαμοφασισμού. Αυτή η κυριαρχία απαιτεί την όξυνση του αντιαμερικανισμού και αυτός με τη σειρά του την προηγούμενη ψυχική συμπαράταξη του πακιστανικού πληθυσμού με τους βαλόμενους Ταλιμπάν.
Ήδη από την ώρα που οι ΗΠΑ έκαναν το εγκληματικό λάθος να κηρύξουν (ή καλύτερα να προαναγγείλουν) τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ξεκίνησαν τη διαδικασία αποσταθεροποίησης του Πακιστάν. Γιατί όποια και να ήταν η αντίδραση του Πακιστάν στο αμερικάνικο τελεσίγραφο το βαθύ του τραύμα ήταν δεδομένο. Αν το Πακιστάν έλεγε “όχι” στις έξαλλες ΗΠΑ θα απομονωνόταν και θα συνθλιβόταν ανάμεσα στη Ρωσία και την Ινδία. Αν έλεγε “ναι”, που είπε, θα άρχιζε αργά ή γρήγορα η ανατροπή της στρατηγικής του σύμπλευσης με τη Δύση μέσα από μια εσωτερική του διάσπαση. Η σημερινή άρχουσα τάξη του Πακιστάν προτίμησε το δεύτερο.
Το ερώτημα που θα έρχεται στο μυαλό του αναγνώστη είναι τούτο: Είναι δυνατό οι ΗΠΑ τόσο επιπόλαια να περάσουν από τη σφαγή του Μανχάταν στην ενοχή του Αφγανιστάν και να διεξάγουν έναν λάθος πόλεμο στην τόσο σημαντική για κάθε υπερδύναμη περιοχή του πλανήτη; Η απάντησή μας είναι η εξής: αν οι ΗΠΑ αμέσως μετά το πλήγμα που δέχτηκαν έδειξαν, δίχως να σκεφτούν ούτε μια μέρα, σαν ένοχο τον Μπιν Λάντεν και το Αφγανιστάν είναι επειδή ήταν ήδη έτοιμοι οι όροι γι’ αυτό. Ο προβοκάτορας που γκρέμισε του πύργους ήξερε ότι το θύμα του θα αντιδρούσε με αυτόν τον τρόπο και πιθανότατα είχε ο ίδιος προετοιμάσει τους όρους αυτής της αντίδρασης.

Ο ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ ΜΠΙΝ ΛΑΝΤΕΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΛΙΜΠΑΝ

Πιο συγκεκριμένα.
Η Ρωσία θα είχε συμφέρον να χτυπήσει τους πύργους του Μανχάταν μόνο αφού θα είχε ήδη γίνει συνείδηση μέσα στην αμερικάνικη άρχουσα τάξη ότι ο Μπιν Λάντεν ήταν ο μεγαλύτερος άμεσος εχθρός της και ότι η κύρια κρατική βάση αυτού του εχθρού ήταν το Αφγανιστάν. Το ζήτημα λοιπόν είναι πως διαμορφώθηκε αυτή η συνείδηση και μάλιστα τόσο ομόφωνα και συντριπτικά μέσα την αμερικάνικη άρχουσα τάξη και ποια θα μπορούσε να είναι η συνεισφορά της ρώσικης υπερδύναμης σε αυτή τη διαμόρφωση. Είναι υποχρεωτικό να αναζητήσει κανείς της δράση ενός “επιστήμονα” προβοκάτορα σε όλες τις πλευρές μιας προβοκάτσιας.
Η αμερικάνικη άρχουσα τάξη έχει οδηγηθεί στον Μπιν Λάντεν από την εποχή της προεδρίας Κλίντον. Σε αυτόν έχει αποδοθεί η διπλή φονική επίθεση ενάντια στις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Κένυα και την Τανζανία το 1998, επίθεση που στοίχισε τη ζωή σε 200 ανθρώπους. Μόλις δύο χρόνια πριν από αυτές τις επιθέσεις ο Μπιν Λάντεν είχε εγκατασταθεί στο Αφγανιστάν. Η απάντηση Κλίντον ήταν τότε κάποιοι περιορισμένοι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στον Αφγανιστάν και μια έντονη διπλωματική πίεση για την απομόνωση των Ταλιμπάν επειδή αυτοί δεν παρέδιδαν τον Μπιν Λάντεν στις ΗΠΑ. Από τότε κιόλας οι Ταλιμπάν ζητούσαν αποδείξεις από τις ΗΠΑ προκειμένου να τον εκδώσουν. Και τότε, όπως και τώρα οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να τους δώσουν τέτοια στοιχεία.
Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ δεν είχαν ισχυρά στοιχεία ενάντια στον Μπιν Λάντεν, και, όπως όλα δείχνουν, δεν έχουν ισχυρά στοιχεία ούτε και τώρα.
Το χαρακτηριστικό του Μπιν Λάντεν δεν είναι η στρατιωτική τρομοκρατική δράση του δικτύου του, αφού αυτή ποτέ ως τώρα δεν ήταν έντονη και δεν αποδείχτηκε με σαφή τρόπο στην πράξη. Το χαρακτηριστικό του είναι η ανοιχτή πολεμική και ρατσιστική πολιτική του πλατφόρμα. Ο Μπιν Λάντεν, ιδρυτής του Διεθνούς Ισλαμικού Μετώπου καλεί μέσα από την διακήρυξη αυτού του Μετώπου τους πιστούς να “σκοτώσουν τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους, πολίτες και στρατιωτικούς σε κάθε χώρα όπου αυτό είναι δυνατό”. (Monde 15 Σεπτέμβρη).
Με αυτή του την τοποθέτηση ο Λάντεν δικαιολογεί πολιτικά κάθε φόβο και υπόνοια των ΗΠΑ απέναντί του, αλλά δεν δικαιολογεί από μόνη της κανένα μέτρο εναντίον του, ούτε εναντίον του Αφγανιστάν, ειδικά από την πλευρά των Αμερικανών. Ενώ το γενικόλογο κάλεσμα για βία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τιμωρείται ποινικά, δεν τιμωρείται στις ΗΠΑ, αν δεν μετατραπεί σε συγκεκριμένη πράξη και αυτή η πράξη δεν αποδειχτεί.
Γι’ αυτό οι ΗΠΑ από το 1998 ζητούν τον Μπεν Λάντεν από το Αφγανιστάν, όχι για τις διακηρύξεις του αλλά για τα τρομοκρατικά του χτυπήματα που όπως είπαμε δεν μπορούν να αποδείξουν. Αλλά τα πιο σαφή στην πηγή τους και αποδειγμένα, πρακτικά τρομοκρατικά χτυπήματα ενάντια στις ΗΠΑ έχουν γίνει από οργανώσεις που έχουν τη βάση τους σε άλλες χώρες όπως ο Λίβανος, η Συρία, το Ιράν κλπ. Αλλά τέτοια χτυπήματα δεν τόλμησαν ποτέ οι ΗΠΑ ενάντια σε αυτές τις χώρες για τον απλό λόγο ότι βρίσκονται κάτω από την διπλωματική προστασία της Ρωσίας.
Το ερώτημα ωστόσο είναι γιατί οι Ταλιμπάν δεν παραδίνουν τον Μπιν Λάντεν. Σημαίνει μήπως αυτό ότι συμφωνούν με την αντιαμερικάνικη και μάλιστα δολοφονική πλατφόρμα του; Όχι. Αντίθετα οι Ταλιμπάν δεν έγιναν ποτέ ως σήμερα αντιαμερικάνοι, παρά τις τεράστιες διπλωματικές πιέσεις εναντίον τους, και τη διπλωματική απομόνωση που τους επέβαλαν οι ΗΠΑ με τη συμφωνία βέβαια της Ρωσίας και της Κίνας μέσα από τον ΟΗΕ. Οι Ταλιμπάν δεν παραδίνουν τον Λάντεν γιατί αυτός έχει κάνει μια μεθοδική δουλειά προσέγγισης και διείσδυσης στον μηχανισμό εξουσίας τους, αξιοποιώντας ακριβώς τη διεθνή τους απομόνωση η οποία με τη σειρά της μεθοδεύτηκε εντελώς ανεξάρτητα και από την υπόθεση Λάντεν και από την οπισθοδρομική φύση της εξουσίας τους.
Η διπλωματική απομόνωση των Ταλιμπάν είναι συστηματικό έργο της ηγεσίας Κλίντον και βέβαια της διπλωματίας του ρωσικινέζικου άξονα, την οποία ο πρώτος πάντα με αυταπάρνηση διευκόλυνε. Οι συστηματικοί αναγνώστες της εφημερίδας μας ξέρουν πολλά γι’ αυτό, αλλά σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτή τη διαπίστωση θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η προεδρία Κλίντον οδήγησε σε τραγική πολιτική απομόνωση την αμερικάνικη διπλωματία στον τρίτο κόσμο και μάλιστα στα Βαλκάναι, ενώ έφερε παντού τη στρατιωτική παρουσία και ακόμα χειρότερα την πολιτική υπεροχή της Ρωσίας.
Η διπλωματία της δεύτερης θητείας Κλίντον, στη διάρκεια της οποίας αυτός κατάφερε να χρησιμοποιήσει επιδέξια υπέρ του ρωσοκινεζικού άξονα την επεμβατική αντιτριτοκοσμική γραμμή της Όλμπράϊτ, επέφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στην αμφίπλευρη απόπειρα της στρατηγικής προσέγγισης του Αφγανιστάν με τις ΗΠΑ.
Όταν οι Ταλιμπάν πήραν όλη την εξουσία στο Αφγανιστάν καταλαμβάνοντας την Καμπούλ τον Σεπτέμβρη του 1996 αυτό χαρακτηρίστηκε σαν “θετικό βήμα” από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη νότια Ασία. Ταυτόχρονα η αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία Unocal υπέγραψε συμφωνία με τους Ταλιμπάν για την κατασκευή του στρατηγικού αγωγού Τουρκμενιστάν – Αφγανιστάν – Πακιστάν.
Μετά από ένα χρόνο, το φθινόπωρο του 1997 και ενώ έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες για την έναρξη του έργου, ξαφνικά, η Όλμπράϊτ καταφέρεται ενάντια στους Ταλιμπάν και τους χαρακτηρίζει “άξιους περιφρόνησης”. Ο Μπεν Λάντεν που έχει ήδη εγκατασταθεί στο Αφγανιστάν την ίδια περίπου εποχή που υπογράφεται το συμβόλαιο με την Unocal, δεν έχει ως εκείνη τη στιγμή εμπλακεί στην αμερικανο-αφγανική διαμάχη. Αυτός την οξύνει με τη διακήρυξη του Διεθνούς Ισλαμικού Μετώπου το 1998, δηλαδή αφού πρώτα έχει αποχτήσει ρίζες στο καθεστώς και αφού έχει προχωρήσει στον παροξυσμό η αμερικανο-αφγανική σύγκρουση μετά την προβοκάτσια – ανατίναξη των πρεσβειών μέσα από τις οποίες ο Κλίντον δείχνει αμέσως σαν ένοχους τον Μπεν Λάντεν και το Αφγανιστάν. Στην πραγματικότητα το σκηνικό για το τι θα επακολουθήσει αργότερα έχει στηθεί από εκείνη τη στιγμή. Αφού οι 200 νεκροί στις πρεσβείες και οι πύρινοι λόγοι του Μπεν Λάντεν δεν προκάλεσαν μια σοβαρή αμερικάνικη εκστρατεία κατά του Αφγανιστάν, ούτε και μια οριστική ματαίωση του αγωγού Τουρμενιστάν – Πακιστάν, χρειαζόταν τώρα κάτι πολύ περισσότερο. Αυτό το περισσότερο έζησε έκπληκτη η ανθρωπότητα στις 11 του Σεπτέμβρη, αν και οι στόχοι των σφαγέων είναι ακόμα πιο ευρείς από μια αμερικανο-αφγανική σύγκρουση, όπως θα εξηγήσουμε στο τελευταίο μέρος του άρθρου μας.
Βεβαίως μια επίθεση στο Αφγανιστάν θα έπρεπε να προετοιμαστεί και ιδεολογικά και όχι μόνο με μοναδική αιτία την μη παράδοση του Μπιν Λάντεν. Ο Μπιν Λάντεν και το δίκτυό του παίζουν ρόλο προβοκάτορα και μάλιστα επίσης σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο από εκείνο της αμερικανο-αφγανικής σύγκρουσης. Όμως οι ΗΠΑ είναι έτοιμες για το χτύπημα στο Αφγανιστάν, ακόμα και αν ο Λάντεν παραδοθεί. Οι Ταλιμπάν νοιώθουν ότι είναι και οι ίδιοι στόχος της επίθεσης και είναι αυτός ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο μένουν ενιαίοι στη μη παράδοση του Μπιν Λάντεν. Εννοείται ότι πάνω απ’ όλους η Ρωσία δεν θα ήταν καθόλου ικανοποιημένη αν οι Ταλιμπάν δίνανε τον προβοκάτορα Λάντεν, γιατί όλο της το στρατηγικό σχέδιο θα κατέρρεε. Αυτή η σύμπτωση σήμερα των δύο υπερδυνάμεων στον κοινό αντιαφγανικό τους αγώνα είναι εκείνη που πρέπει να κατασκευάσει στη διεθνή κοινή γνώμη τους Ταλιμπάν σαν μεσαιωνικά και δολοφονικά τέρατα.
Όμως οι δημοκρατικοί άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν τι συμβαίνει με αυτούς.
Οι Ταλιμπάν είναι ένα από τα υποπροϊόντα του γεγονότος ότι ο μεγάλος αντιρώσικος απελευθερωτικός αγώνας του αφγανικού λαού στα εξωτερικά του στηρίγματα βρήκε σαν μόνο του ουσιαστικό σύμμαχο τον δυτικό ιμπεριαλισμό και κανένα διεθνές προλεταριακό ή δημοκρατικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.Όμως ο δυτικός ιμπεριαλισμός βοήθησε την αφγανική αντίσταση με τον τρόπο της και ο τρόπος της ήταν η ενίσχυση σε όπλα, χρήμα και διπλωματική στήριξη της πιο καθυστερημένης πολιτικά πλευράς αυτής της αντίστασης. Επρόκειτο για την ισλαμική πλευρά της γενικά, εκείνης που το ιδεολογικό της κέντρο ήταν τα θρησκευτικά σχολεία για τα παιδιά των προσφύγων που τα στήριζε και τα χρηματοδοτούσε η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν σε πακιστανικό έδαφος. Οι Ταλιμπάν είναι τα παιδιά αυτών των σχολείων. Αυτά δεν είναι παιδιά της αριστοκρατίας των φυλών που κυριαρχούν ακόμα και τώρα στην ύπαιθρο του Αφγανιστάν, αλλά είναι παιδιά των αφγανών αγροτών που πήγαν πρόσφυγες στο Πακιστάν, κυρίως από την πλειοψηφική στο Αφγανιστάν εθνότητα των Παστούν.
Η σχετικά εύκολη κυριαρχία των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν οφείλεται στο ότι στα μάτια του αφγανικού λαού, ιδιαίτερα στα μάτια της φτωχής υπαίθρου, εμφανίστηκαν σαν τιμωροί των πολεμάρχων της αντίστασης, που έριξαν σε έναν παρατεταμένο εμφύλιο το Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των Ρώσων το 1989. Οι Ταλιμπάν στην πραγματικότητα βρέθηκαν πιο δεξιά μόνο από μια τάση της αφγανικής αντίστασης, αυτής που είχε ηγέτη τον ισλαμο-δημοκράτη Μασούντ, αλλά ήταν πολύ πιο αριστερά τόσο από τις διεφθαρμένες συμμορίες του Χεκματιάρ, όσο και από τους ρωσόφιλους Ουζμπέκους και τους φιλοιρανούς σιίτες Χαζάρας με τους οποίους αργότερα ο Μασούντ συμμάχησε νικημένος από τους Ταλιμπάν.
Η εξουσία των Ταλιμπάν βγήκε κύρια μέσα από τις περιπέτειες της αφγανικής κοινωνίας, και πολύ λιγότερο από την στρατιωτική υποστήριξη που πήραν από το Πακιστάν. Γι’ αυτό η αληθινή πτώση τους μπορεί να είναι μόνο προϊόν της αντίστασης και της εξέγερσης της ίδιας της αφγανικής κοινωνίας και όχι μιας ξένης επέμβασης. Τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα από όσο φαίνονται στους απ’ έξω. Για παράδειγμα είναι γεγονός ότι οι Ταλιμπάν φυλάκισαν τις γυναίκες στα σπίτια και τις κάλυψαν κάτω από τα απαίσια φορέματα “μπούρκας”. Όμως σε σύγκρουση με το αφγανικό εθιμικό δίκαιο όλων των φυλών επέτρεψαν στις γυναίκες να κληρονομούν τους πατεράδες τους, πράγμα που ως τότε απαγορευόταν (Olivier Roy.Monde 3 Απρίλη 2001), ενώ απαγόρευσαν και τις ανταλλαγές γυναικών για χρέη αίματος και τις αντικατέστησαν με χρηματικές. Στην πραγματικότητα η αντίδραση των Ταλιμπάν και η απαγόρευση των σύγχρονων τεχνικών κατακτήσεων (τηλεόραση, Ίντερνετ) εκφράζει μια στιγμιαία αναδίπλωση ενός πολιτιστικά καθυστερημένου αγροτικού πληθυσμού στον εαυτό του, μετά από την ξαφνική “έξοδο” του στο σύγχρονο κόσμο στην οποία τον υποχρέωσε ένας εξαιρετικά κτηνώδης σύγχρονος εχθρός, όπως είναι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός. Οι Ταλιμπάν μένει να νικηθούν από ένα ώριμο δημοκρατικό κίνημα, που στην πρώτη του γραμμή θα είναι οι γυναίκες και οι προδευτικοί ανθρωποι της πόλης και που θα σύρει πίσω του κάποια στιγμή και τους αγρότες. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη της αφγανικής ζωής. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μασούντ ήταν τόσο απομονωμένος στρατιωτικά και πολιτικά στο βορειοανατολικό 5% του αφγανικού εδάφους.
Άρα αυτό που εξέθεσε τους καθυστερημένους Ταλιμπάν σ’ αυτή την επίθεση και τους έφερε στο κέντρο της παγκόσμιας πολιτικής ήταν η παρουσία του Μπεν Λάντεν στη χώρα τους. Είναι γεγονός οτι αυτή η παρουσία δεν είναι κάτι το επιφανειακό. Είναι δεμένη με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Ο Μπιν Λάντεν είναι πάνω απ’ όλα ένας προβοκάτορας, αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίος. Είναι ένα εξαιρετικά “πολιτικό” στέλεχος. Αυτός ο γόνος της νέας χρηματιστικής – εμπορικής αριστοκρατίας της Σαουδικής Αραβίας, που ξεπήδησε από το πετρέλαιο και τη μοναρχία είχε στη διάρκεια του ρωσοαφγανικού πολέμου για πολλά χρόνια μια καίρια πολιτική θέση. Ήταν ο άνθρωπος που ήταν επιφορτισμένος να μοιράζει τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας στα διάφορα κόμματα της αφγανικής αντίστασης με τα οποία συνεργάζονταν αυτές οι χώρες. Αυτό του έδωσε εξαιρετική δυνατότητα σχέσεων από ισχυρή θέση με όλο το φάσμα των πολιτικών τάσεων του Αφγανιστάν και πιο πολύ με τους εθελοντές μαχητές των αράβων ισλαμιστών που εντάχθηκαν στην αντίσταση. Γράφουν (Μonde 15 Σεπτ. 2001) ότι ο Λάντεν έγινε ακόμα πιο πλούσιος μετά το ’89 συνεργαζόμενος με τον Χεκματιάρ και ελέγχοντας μαζί του το εμπόριο οπίου του Αφγανιστάν. Στο Σουδάν κατάφερε να αποκτήσει ηγεμονική οικονομική θέση μπαίνοντας σε μια σειρά τομείς δραστηριότητας και μάλιστα και στο διεθνές χρηματιστικό παιχνίδι του οποίου θεωρείται εξαιρετικός γνώστης.
Το ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της πολιτικής του διαδρομής είναι ότι ο Λάντεν πέρασε ταχύτατα μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών στην μονόπλευρη αντιαμερικάνικη γραμμή, πράγμα που δεν έγινε, και ήταν φυσικό να μη γίνει σε καμιά τάση του αφγανικού αντάρτικου. Κανείς που πολέμησε και νίκησε τους Ρώσους σε συμμαχία με τις ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να γίνει ξαφνικά φανατικά αντιαμερικάνος. Ο Λάντεν μπόλιασε όλο το αντιρώσικο αραβικό και ισλαμικό κίνημα με φανατικό αντιαμερικανισμό μέσα σε λίγα χρόνια. Πραγματικά ανεξάρτητα από τους λόγους που τον οδήγησαν στο να το κάνει αυτό έγινε ο πιο χρήσιμος άνθρωπος για τα ρώσικα σχέδια. Και στο επίπεδο της ζωντανής πολιτικής και προπαγάνδας, και στο βασικότερο απ’ όλα επίπεδο της πολιτικής προβοκάτσιας.
Όταν λοιπόν αυτός ο έμπειρος τύπος έρχεται στο Αφγανιστάν το ’96, γίνεται δεκτός από τους Ταλιμπάν, γιατί από τη μια μιλάει την αγαπημένη τους γλώσσα του ισλαμικού κοινωνικού υπερσυντηρητισμού και από την άλλη τους βοηθάει άμεσα οικονομικά, και ταυτόχρονα τους φέρνει σε επαφή με τα χρηματιστηριακά ζητήματα ενώ εγκαθίσταται δίπλα στον ηγέτη τους Ομάρ και δηλώνει απλός πιστός του. Ο Λάντεν συνδυάζει με λίγα λόγια τον ιδεολογικό αντιδυτικισμό με το σύγχρονο δυτικό πρακτικό πνεύμα. Είναι ακριβώς αυτό που λείπει από τους Ταλιμπάν. Από την άλλη όμως ο Μπεν Λάντεν έχει από παλιά μια τεράστια επιρροή και την αναπτύσσει ακόμα περισσότερο στους λεγόμενους “Αφγανούς Άραβες”, δηλαδή τους άραβες ισλαμιστές της αντιρώσικης αντίστασης που τα υπολείμματά τους σταδιακά εξελίσσονται σε ένα κράτος εν κράτει δίπλα στους Ταλιμπάν. Αυτοί έχουν γίνει σήμερα πολύ μισητοί στον αφγανικό λαό, αλλά ταυτόχρονα έχουν γίνει στρατιωτικά πολύ χρήσιμοι ενάντια στις δυνάμεις της “Συμμαχίας του Βορρά” και τελικά πολιτικά απαραίτητοι σε μια ολόκληρη τάση, την πιο δεξιά, του ταλιμπανισμού. Η Monde έγραφε στις 24 του Μάρτη ότι οι Άραβες “έχουν γίνει τόσο ισχυροί στην Καμπούλ που μπορούν να αλλάξουν την κυβέρνηση σε μια μέρα.”
Πριν κιόλας τη σφαγή του Μανχάταν η παρουσία του Μπεν Λάντεν έχει οξύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις στους κόλπους των Ταλιμπάν. Όμως αυτό που έκανε πανίσχυρο τον Λάντεν ήταν η πολιτική των κυρώσεων που επέβαλε ο ΟΗΕ στο Αφγανιστάν, δηλαδή η επίθεση στους Ταλιμπάν από το ρωσο-αμερικάνικο μέτωπο, καθώς ο Μπους, σ’ αυτό το ζήτημα συνέχιζε να ακολουθεί την πολιτική Κλίντον. Αυτές οι κυρώσεις είχαν αρχίσει επί Κλίντον τον Νοέμβρη του 1999. Σύμφωνα με αυτές έπρεπε το Αφγανιστάν να κάνει τρία πράγματα: Να δώσει τον Λάντεν, να ξεριζώσει την καλλιέργεια της οποιούχας παπαρούνας και να ελαφρύνει τη θέση των γυναικών. Οι Ταλιμπάν πήραν μέτρα για τα δύο δεύτερα. Ιδιαίτερα ξερίζωσαν ολοκληρωτικά το όπιο πράγμα που αναγνωρίστηκε από τον ίδιο τον ΟΗΕ. Ταυτόχρονα άφησαν κάπως πιο ελεύθερες τις σπουδές και την εργασία των γυναικών. Όμως ο ΟΗΕ αντί να τους δώσει τα λεφτά που τους είχε υποσχεθεί ότι θα τους έδινε για να αποζημιώσουν τους αγρότες που ζούσαν από την παραγωγή του όπιου, τους επέβαλε νέες κυρώσεις το Γενάρη του 2001 με πίεση των ΗΠΑ. Κι αυτό γιατί μεσολάβησε η επίθεση στο αμερικάνικο καταδρομικό Cole που κόστισε 17 νεκρούς. Είναι φανερό ότι κάθε φορά που εξομαλύνονταν οι αμερικανοαφγανικές σχέσεις γινόταν μια αντιαμερικάνικη δολοφονική επίθεση. Μόλις γίνεται αυτή η επίθεση αποδίδεται αμέσως στον Μπεν Λάντεν πάντα χωρίς ισχυρά στοιχεία. Όμως για να πιάσει η προβοκάτσια ο Μπεν Λάντεν απαγγέλλει ένα ποίημα στους αρραβώνες του γιού του όπου με πλάγιο τρόπο υποστηρίζει την επίθεση στο Cole και οι Ταλιμπάν που όλο και περισσότερο δυσκολεύονται να πείσουν τους φίλους του Μπιν Λάντεν να τον εκδώσουν, τιμωρούνται με χειρότερη πίεση από τον ΟΗΕ.
Οι τελευταίες κυρώσεις στους Ταλιμπάν μετά από τις τόσες μάταιες υποχωρήσεις τους, τους εξαγρίωσαν και έδωσαν πλήρη πολιτική ισχύ στην πιο δεξιά τους τάση, την οποία “δουλεύει” ο Μπεν Λάντεν. Είναι αυτή η τάση λοιπόν που κυριάρχησε τελευταία και οδήγησε τον Ομάρ στην απόφαση να καταστραφούν οι “Βούδες του Μπαμπιγιάν” τα περίφημα αγάλματα τα σκαμμένα σε βράχο και να υιοθετηθούν μια σειρά νέα αντιδραστικά μέτρα για τις γυναίκες, ενάντια στην ανεξιθρησκεία κ.λπ. (Μonde 24 Μάρτη 2001). Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο βασικός εκφραστής της μετριοπαθούς τάσης των Ταλιμπάν, ο υπουργός Παιδείας Μουτακί, που ήταν και επιφορτισμένος για συνομιλίες ειρήνευσης με τον Μασούντ, δέχεται δολοφονική επίθεση από την οποία γλιτώνει. Δίπλα του όμως 5 άνθρωποι σκοτώνονται στο κέντρο της Καμπούλ.
Πραγματικά οι Ταλιμπάν ήταν κολλημένοι με την πλάτη στον τοίχο ήδη πριν τη σφαγή στο Μανχάταν. Ό,τι μέσα τους μπορούσε να αντισταθεί σε μια προβοκάτσια, είχε νικηθεί. Έμενε μόνο η μεγάλη προβοκάτσια ακόμα για να τους εξαχρειώσει και να τους ρίξει στον πιο πρωτόγονο αντιδυτικισμό ακριβώς όπως θα ήθελε η Ρωσία. Ο Κλίντον και ο Λάντεν είχαν κάνει τη δουλειά τους. Το ερώτημα εδώ είναι: Πως γίνεται η αμερικάνικη άρχουσα τάξη να έχει τόσο πολύ πεισθεί για την ενοχή των Ταλιμπάν ώστε να αντιδρά αυτόματα μετά από κάθε τρομοκρατική επίθεση και τόσο εύκολα να πιστεύει στην πολιτική αυτονομία του Λάντεν και την στρατιωτική του ισχύ, όταν διαθέτει τόσα λίγα σαφή στοιχεία σαν κι αυτά που κατά καιρούς διαρρέουν στο διεθνή τύπο; Λέμε “λίγα σαφή στοιχεία” γιατί αν είχε πολλά και σαφή θα τα πρόβαλε κιόλας από τις δολοφονίες του ’98 όχι μόνο στους Ταλιμπάν, αλλά στη διεθνή κοινή γνώμη και στις υπόλοιπες δυτικές κυβερνήσεις και θα είχε εδώ και πολλά χρόνια εξασφαλίσει την πιο πλατειά υποστήριξη, όχι μόνο για πολιτική πίεση, αλλά ακόμα και για έναν πόλεμο με το Αφγανιστάν, επειδή αυτό φιλοξενεί τον Μπεν Λάντεν.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΕΝΕΤ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΛΙΝΤΟΝ.

Αυτή η αδιαπραγμάτευτη πεποίθηση ότι ο Μπεν Λάντεν είναι ο μεγάλος ένοχος είναι ακόμα πιο παράξενη αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι δεν συνοδεύτηκε όπως είπαμε παραπάνω, από την σχετική πρόβλεψη και την αποτροπή ή τον περιορισμό του χτυπήματος των δύο πύργων του Μανχάταν από τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες.
Είμαστε της άποψης ότι κάτι ιδιαίτερα σάπιο συμβαίνει μ’ αυτές. Εδώ και καιρό έχουμε επισημάνει το γεγονός ότι αρχηγός τους είναι σήμερα ένας άνθρωπος, που διορίστηκε προς το τέλος της δεύτερης θητείας Κλίντον, ο Τζώρτζ Τένετ και τον οποίο πρωτοσυναντήσαμε στην Αλβανία στη διάρκεια της αντι-Μπερίσα εξέγερσης να οργανώνει την πτώση του δυτικόφιλου Μπερίσα σε συνεργασία με όλο το μπλοκ των δυνάμεων που είχαν τότε σαν πιο ισχυρό πολιτικό τους εξωτερικό μετόπισθεν τα ρωσόφιλα ελληνικά κόμματα και την κυβέρνηση.
Αργότερα είδαμε τον ίδιο άνθρωπο, σαν αρχηγό πια της ΣΙΑ, να ευθύνεται για το “λάθος” του βομβαρδισμού της κινέζικης πρεσβείας στο Βελιγράδι, ενός βομβαρδισμού που αξιοποιήθηκε κατάλληλα από την κινέζικη ηγεσία και έστειλε για τα καλά τον κινέζικο λαό στο διεθνές αντιδυτικό στρατόπεδο.
Αυτός ο άνθρωπος στηρίχθηκε τόσο πολύ, προφανώς από δυνάμεις μέσα στο δημοκρατικό κόμμα, ώστε διατήρησε την θέση του και στην προεδρία Μπους, οπότε μια από τις πρώτες δραστηριότητές του ήταν να επέμβει στην ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση, εκπαιδεύοντας στον αντιτρομοκρατικό αγώνα στελέχη της ΟΑΠ!
Τώρα παρά τα φοβερά πυρά που δέχεται για την αποτυχία του και παρά την κριτική που δέχεται από το εσωτερικό των επιτελείων άμυνας και ασφάλειας των ΗΠΑ γενικότερα για το ξεχαρβάλωμα της ΣΙΑ τα τελευταία χρόνια, πάλι μένει στη θέση του έχοντας την ανοιχτή υποστήριξη του Πάουελ, που όχι τυχαία εκπροσωπεί μέσα στο επιτελείο Μπους τη γραμμή της διεθνούς συνεργασίας των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα. Έτσι ο Τένετ απερίσπαστος πια είναι σε διαρκή επαφή με τον αρχηγό της KGB Κοβαλιόφ και ανταλλάσσει μαζί του πληροφορίες για τη διεθνή αντιτρομοκρατική πάλη.
Για να αντιληφθεί κανείς τον Τένετ πρέπει να ατιληφθεί την πολιτική Κλίντον που ήταν στο βάθος μία: η σύγκρουση και μάλιστα η προβοκατόρικη σύγκρουση, των ΗΠΑ με τον τρίτο κόσμο και η στενή συνεργασία με τον ρωσοκινεζικό άξονα, τον πραγματικό άξονα του φασισμού, του πόλεμου και κάθε τρομοκρατίας στον σύγχρονο κόσμο. Αυτή την πολιτική, χωρίς ίσως την συνειδητά προβοκατόρικη πλευρά της που χαρακτήριζε τον Κλίντον, συνεχίζουν τώρα οι ΗΠΑ με τον Πάουελ (που είναι γι’ αυτό το λόγο ενισχυμένος) που πριν λίγο καιρό ήταν απομονωμένος μέσα τα ηγετικό επιτελείο. Η αρχική απόπειρα της προεδρίας Μπους να απομακρυνθεί από τη γραμμή Κλίντον και να αντισταθεί στον ρωσοκινέζικο άξονα έχει καταρρεύσει μαζί με τους
πύργους του Μανχάταν.

ΟΙ ΕΥΡΥΤΕΡΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Α) Η σύγκρουση με τον τρίτο κόσμο

αυτό το σημείο θα πρέπει να μελετήσουμε τις ευρύτερες στρατηγικές επιπτώσεις που θα έχει η μεγάλη σφαγή του Μανχάταν στην παγκόσμια πολιτική και να διαπιστώσουμε πόσο πολύ αυτές οι επιπτώσεις ευνοούν τα ευρύτερα τα πιο στρατηγικά σχέδια της Ρωσίας και του παγκόσμιου μετώπου του οποίου ηγείται. Άλλωστε μια τόσο τερατώδης συγκεκριμένη και μαζική σφαγή δεν θα μπορούσε να έχει μόνο ένα στόχο και μια επίπτωση όσο και αν το χτύπημα στο Αφγανιστάν είναι η συγκεκριμένη συμπύκνωση των ευρύτερων στόχων και των ευρύτερων επιπτώσεων του δράστη.
Από αυτές τις επιπτώσεις εμείς εντοπίζουμε βασικά τις εξής τρεις:
Η πρώτη είναι ότι αλλάζει η αιχμή της αμερικάνικης πολιτικής, που επί προεδρίας Μπους ήταν στραμμένη ενάντια στα μικρά κράτη – τραμπούκους (rogue state). Σε τελευταία ανάλυση αυτή η πολιτική σημάδευε τη Ρωσία και τον άξονα γιατί αυτές οι χώρες – τραμπούκοι (Συρία, Σουδάν, Ιράν, Λιβύη, Β. Κορέα)είναι προστατευόμενες της Ρωσίας. Η πυρηνική αντιπυραυλική ομπρέλα, που ήταν η στρατιωτική μετάφραση αυτής της πολιτικής, έθιγε τον ρωσοκινέζικο άξονα ακριβώς γιατί σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια γενική αντιπυραυλική ομπρέλα ενάντια και σ’ αυτόν.
Όμως μια επίθεση στο Αφγανιστάν μεταφέρει την αιχμή της αμερικάνικης πολιτικής ενάντια στον τρίτο κόσμο σε συμμαχία με Ρωσία, Κίνα και τελικά και με τα κράτη τραμπούκους που όλα αμέσως βγήκαν να ταχθούν ενάντια στο Αφγανιστάν και στο πλευρό των ΗΠΑ.
Η επίθεση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, από την ώρα που οι ΗΠΑ δεν απέδειξαν με αδιάσειστα στοιχεία την συμμετοχή του Μπεν Λάντεν στη σφαγή αργά ή γρήγορα, αλλά αναπόφευκτα θα θεωρηθεί όχι μόνο από τον ισλαμικό αλλά από όλο τον τρίτο κόσμο μια ιμπεριαλιστική επίθεση. Αυτό θα δυναμώσει ως τον παροξυσμό και ψυχολογικό ρήγμα ανάμεσα στους λαούς του τρίτου κόσμου και τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα. Όμως ο ρωσοκινέζικος άξονας δεν θα θιγεί από την οργή του τρίτου κόσμου, γιατί θα μείνει έξω από κάθε πολεμική επιχείρηση, όπως εξηγήσαμε προηγούμενα.
Το ίδιο βέβαια θα κάνουν και οι χώρες τραμπούκοι. Νομίζουμε μάλιστα ότι η ανοιχτή ενθάρρυνση της Ρωσίας και της Κίνας στις ΗΠΑ και τη Δύση να επιτεθούν και να εκτεθούν γίνεται μόνο ώσπου να πραγματοποιηθεί η επίθεση και η Δύση να εμπλακεί για τα καλά. Από κει και πέρα η πελώρια προπαγανδιστική μηχανή αυτών των φασισμών θα αρχίζει να βγάζει τις γνωστές “αντιϊμπεριαλιστικές” και “ανθρωπιστικές” κραυγές στις οποίες είναι ασυναγώνιστη.
Βέβαια η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί. Στον ΟΗΕ η Ρωσία και η Κίνα ψήφισαν υπέρ της αμερικάνικης βίας στο Αφγανιστάν. Όμως αυτό το έκαναν σχεδόν στα κρυφά σε μια συζήτηση που κράτησε μόλις 5 λεπτά. Αυτή την απόφαση λίγοι ειδικοί θα θελήσουν να την υπενθυμίζουν στους λαούς, αλλά καμιά μεγάλη δύναμη.
Αν κάτι δεν ανατρέψει αυτή τη ζοφερή προοπτική ο δεκαετής αμερικάνικος πόλεμος, που το πολύ να παγιώσει τη βλακώδη του πολιτική βάση με μια επίθεση και στο Ιράκ, θα έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός ευρύτατου μετώπου του ρωσοκινέζικου άξονα με τον τρίτο κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα είναι προ των θυρών.

Β) Όξυνση των ευρωαμερικανικών σχέσεων

Η δεύτερη στρατηγική επίπτωση της μεγάλης σφαγής που συσχετίζεται με την πρώτη θα είναι η όξυνση των ευρωαμερικανικών αντιθέσεων, δηλαδή θα μεγαλώσει το ήδη μεγάλο ρήγμα του Ατλαντικού. Σε μια πρώτη φάση και σε επίπεδο ιδιαίτερα λαών και κοινής γνώμης η Ευρώπη (με εξαίρεση βέβαια τη ρωσόφιλη Ελλάδα) στάθηκε στο πλευρό των ΗΠΑ. Όμως σε δεύτερη φάση αποδείχτηκε ότι η Ευρώπη θα ακολουθήσει μια πολιτική πιο κοντά σε εκείνη του ρωσοκινέζικου άξονα. Το ότι η σύνοδος του Συμβουλίου Κορυφής της Ε.Ε αποφάσισε ότι πρέπει κάθε αντιτρομοκρατική ενέργεια να είναι υπό την αιγίδα του ΟΗΕ σημαίνει σε πρακτική γλώσσα να είναι υπό την έγκριση της Ρωσίας και της Κίνας. Αν αυτό συνδυαστεί με την απαίτηση τα χτυπήματα να είναι “στοχευμένα”, πράγμα που επίσης απαιτεί και η Ρωσία, σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα χτυπάνε το Αφγανιστάν, όπως θέλει ο ρωσοκινέζικος άξονας δηλαδή μόνο για να το τραυματίσουν και να το ερεθίσουν, αλλά όχι για να επιβάλλουν τουλάχιστον σε αυτό τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις που επιθυμούν, δηλαδή την πτώση των Ταλιμπάν σε συμμαχία με οποιαδήποτε δημοκρατική αντιπολίτευση.
Στο βάθος η Ευρώπη είναι αποφασισμένη να ζήσει κάτω από τη ρώσικη σκιά. Αυτό το απέδειξε όταν παρέδωσε την Τσετσενία στους σφαγείς της. Πάνω απ’ όλα για την παρακμασμένη αστική τάξη που τη διοικεί στέκεται η εξάρτηση από το ρώσικο φυσικό αέριο και γενικά από το ρώσικο έλεγχο στις ενεργειακές πηγές της καεντρικής Ασιας και ο φόβος τους μπροστά στη ρώσικη στρατιωτική μηχανή.
Άλλωστε το αμερικανοευρωπαϊκό ρήγμα ήταν κάτι που υπήρχε πριν την τρομοκρατική επίθεση στις ΗΠΑ και η βαθύτερη αιτία γι’ αυτό το ρήγμα ήταν ότι η Ευρώπη διαφώνησε με την πολιτική της προεδρίας Μπους σε όλα τα σημεία στα οποία αυτη η τελευταία λίγο ή πολύ αντιπαρατέθηκε στο ρωσοκινέζικο άξονα. Διαφώνησε λοιπόν με την αμερικάνικη αντιευρωπαϊκή ομπρέλα επειδή την πολέμησαν η Ρωσία και η Κίνα, διαφώνησε με την κάλυψη που έδωσαν οι ΗΠΑ στην Ταϊβάν και με την αναγνώριση από την πλευρά τους της τσετσένικης αντίστασης,διαφώνησε με την προεδρία Μπους στο ζήτημα του Κυότο όταν ένα από τα βασικά επιχειρήματά της ήταν ότι η συνθήκη του Κυότο ευνοεί ειδικά την Κίνα και τη Ρωσία που είναι ανάμεσα στους μεγαλύτερους βιομηχανικούς ρυπαντές του πλανήτη.
Η επίθεση στο Μανχάταν δεν έγινε σε μια τυχαία στιγμή. Έγινε τη στιγμή της πιο μεγάλης διεθνούς απομόνωσης των ΗΠΑ, ακριβώς τη στιγμή που αυτή έχασε κάθε στήριξη από την Ευρώπη. Έγινε δηλαδή τη στιγμή που η Ευρώπη ομόφωνα σχεδόν ψήφισε στη επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ ενάντια στις ΗΠΑ με αποτέλεσμα να πεταχτούν αυτές έξω από την Επιτροπή για πρώτη φορά από το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πόλεμου, ενώ την ίδια ώρα έμπαινε μέσα σε αυτή την Επιτροπή το ισλαμοφασιστικό Σουδάν.
Αυτή ήταν αντικειμενικά μια μεγάλη ενθάρρυνση στην διεθνή του νεοναζισμού να βομβαρδίσει τις ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από το τι λέει και κάνει τώρα δα η Ευρώπη, σε μακροπρόθεσμη βάση η ρωσοκινεζική διπλωματία θα βρίσκει τον τρόπο να της υπενθυμίζει ότι οι ΗΠΑ έγιναν αντικείμενο επίθεσης επειδή απομονώθηκαν, δηλαδή θέλησαν να βαδίσουν μόνες τους ενάντια στη θέληση των υπόλοιπων “διεθνών πόλων”. Άλλωστε αυτό λένε με τον τρόπο τους όλοι οι κρυφοί υποστηριχτές της μεγάλης σφαγής, ότι δηλαδή οι ΗΠΑ πληρώνουν την αλαζονεία τους απέναντι στον υπόλοιπο πλανήτη, ενώ μερικοί ισχυρίζονται ότι μια τέτοια επίθεση δεν θα γινόταν επί προεδρίας Κλίντον. Αυτοί οι τελευταίοι έχουν δίκιο. Πραγματικά επί προεδρίας Κλίντον οι ΗΠΑ συνεργάζονταν θαυμάσια με τον ρωσοκινεζικό άξονα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ισοπέδωση των δίδυμων πύργων επανέφερε μεγαλοπρεπώς αυτή τη συνεργασία

Γ) Ο οικονομικός συγκλονισμός της δυτικής οικονομίας

Η τρίτη στρατηγική επίπτωση της μεγάλης σφαγής είναι ο οικονομικός συγκλονισμός της δυτικής οικονομίας. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά αν αυτός ο συγκλονισμός θα οδηγήσει σε ανοιχτή οικονομική κρίση ή αν σταδιακά αποσβεστεί. Είναι όμως σίγουρο ότι ήδη το τεράστιο πολιτικό χτύπημα που δόθηκε μεταφράστηκε και σε ένα πελώριο οικονομικό χτύπημα τουλάχιστον στο χρηματιστηριακό επίπεδο.
Η αλήθεια είναι ότι η οικονομία έχει τους δικούς της σκληρούς νόμους και από την άλλη ότι η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που διαμορφώνεται στον πλανήτη μετά το μεγάλο πλήγμα δεν είναι αυτή μιας γενικής πολεμικής και πολιτικής αναταραχής, αλλά μιας σύγκρουσης εντοπισμένης σε ένα, δυο σημεία του πλανήτη.
Είναι επίσης αλήθεια ότι σε περιόδους πολεμικής αναταραχής πολλές φορές η οικονομική συμπεριφορά των κρατών αποκτάει τέτοια στοιχεία οικονομικού συγκεντρωτισμού που εξουδετερώνουν καμιά φορά και με το παραπάνω τις συνέπειες των συγκεκριμένων πληγμάτων σε μια σειρά άλλα επίπεδα π.χ της αύξησης της τιμής των πρώτων υλών ή του χρηματιστηριακού ή του καταναλωτικού πανικού.
Όμως οι δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες αντέχουν πολύ λιγότερο σε βαθιά πολιτικά και στρατιωτικά πλήγματα ‘η σε παρατεταμένες διεθνείς αναταραχές από όσο οι ανατολικές κρατικοφασιστικές. Γιατί η καρδιά τους είναι η ασφάλεια της κίνησης εμπορευμάτων, ανθρώπων και κεφαλαίων. Όταν αυτή η ασφάλεια πληγεί, μέσα από μια λίγο πολύ ανώμαλη διεθνή πολιτική κατάσταση, πράγμα που είναι βέβαιο ότι θα συμβεί από δω και μπρος, τότε αυτό το σύστημα γίνεται εξαιρετικά εύθραυστο. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στο ζήτημα των πρώτων υλών, ειδικά των ενεργειακών, των οποίων ξαφνικά η κυκλοφορία γίνεται πιο δύσκολη και κυρίως πανάκριβη. Σε τέτοιες περιόδους οι συγκεντρωμένες στρατοκρατικές οικονομικές μηχανές που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην κρατική παραγωγή και πάνω απ’ όλα στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των μαζών και τον έλεγχο της διανομής και της κατανάλωσής τους , αποκτάνε ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα. Ειδικά η ρώσικη μηχανή μέσα από μια διεθνή αναταραχή γίνεται πανίσχυρη από την ώρα που ελέγχει σχεδόν όλα τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της απέραντης ασιατικής ηπειρωτικής περιοχής. Είναι αναμφισβήτητο ότι τις ώρες της στρατιωτικοπολιτικής αναταραχής πάνω από όλα μετράει η στρατιωτικοπολιτική ισχύς. Και αυτό δεν είναι το ισχυρό σημείο του μισοάοπλου και πολιτικά διασπασμένου ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ούτε το ισχυρότερο σημείο της αμερικάνικης υπερδύναμης. Αυτό είναι το ισχυρό σημείο των καπιταλισμών που είναι προσανατολισμένοι στον πόλεμο και που ασκούν υπερσυγκεντρωμένα την πολιτική τους εξουσία, δηλαδή τη βία τους στους λαούς και στις διεθνείς τους σχέσεις. Αυτό που φέρνει τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τα άλλα μικρότερα τέρατα της συμμορίας σε μειονεκτική θέση όταν κυριαρχεί η άνετη, ασφαλής και ελεύθερη επικοινωνία λαών και υλικών προϊόντων γίνεται τα μεγάλο τους πανηγύρι, γίνεται ο θρίαμβός τους όταν έρχεται η ώρα της πολεμικής αναταραχής, της ανασφάλειας και των περιορισμών κάθε είδους στην επικοινωνία των ανθρώπων και της υλικής τους παραγωγής.
Αν αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα των κρατικοφασιστών είναι αδιαφιλονίκητο, είναι επίσης αδιαφιλονίκητο το γεγονός ότι ειδικά αυτή η στιγμή στην οποία δίνεται το μεγάλο χτύπημα στην καρδιά των ΗΠΑ, βρίσκει τον δυτικό καπιταλισμό πιο τρωτό, από κάθε άλλη φορά τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά από την μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του ’73 και οι τρεις μεγάλοι χώροι του διεθνούς καπιταλισμού, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Ε. Ένωση και η Ιαπωνία δοκιμάζουν ύφεση ταυτόχρονα.. Για πρώτη φορά δηλαδή κανένας από τους τρεις δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν ατμομηχανή για να σύρει τους υπόλοιπους. Ταυτόχρονα είναι η πρώτη φορά που εξ αιτίας της τόσο μεγάλης πτώσης των οικονομικών συνόρων είναι τόσο βαθιά και άμεση η αλληλεξάρτηση αυτών των χώρων. Είναι λοιπόν φυσικό σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, ένα ισχυρό χτύπημα σε έναν από αυτούς τους σχετικά αδύναμους και ασταθείς οικονομικούς χώρους, να απειλεί με καταρρακτώδη αποσταθεροποίηση και κρίση όλο το δυτικό καπιταλισμό.
Από τα τελευταία γίνεται φανερό ότι οι οικονομικοί παράγοντες που κάνουν το χτύπημα στο Μανχάταν συγκριτικά δυσμενέστερο για τη Δύση, δηλαδή βοηθάνε τις ανατολικές στρατοκρατίες, δεν είναι μόνο στρατηγικού αλλά και συγκυριακού χαρακτήρα.

Δ) Χτύπημα στους λαούς που αντιστέκονται στο ρωσοκινεζικό άξονα

Η τέταρτη στρατηγική επίπτωση της επίθεσης στους πύργους είναι η εξής: Από δω και μπρος η εκστρατεία του ρώσικου και του κινέζικου σοσιαλιμπεριαλισμού και των άλλων τραμπούκων του άξονα για να υποτάξουν και να εξανδραποδίσουν τους λαούς που τους αντιστέκονται θα γίνει πιο εύκολη.
Γιατί αντί να τους πολεμάνε μόνοι τους και σε σύγκρουση με τη Δύση, θα μπορούνε να τους πολεμάνε ενισχυμένοι από τη δυτική ανοχή ή ακόμα και την υποστήριξη. Ο διαρκής πόλεμος της Ρωσίας για να σκλαβώνει τις χώρες της Κεντρικής Ασίας ή η απύθμενη βία της Κίνας ενάντια στους λαούς του Θιβέτ και του Σινγκιάγκ, θα βρουν νέους απροσδόκητους και πανίσχυρους σύμμαχους.
Αυτό άλλωστε είναι το νόημα της γραμμής του “παγκόσμιου αντιτρομοκρατικού αγώνα” που πρώτοι έριξαν οι Ρώσοι πριν κιόλας ξεκινήσουν τον δεύτερο πόλεμο κατά της Τσετσενίας και που την ακολούθησαν μόλις τώρα οι Αμερικάνοι χάρη στη μεγάλη σφαγή.
Βέβαια όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες του κόσμου ακόμα και οι χοντρόπετσες και τυφλές δυτικές κυβερνήσεις ξέρουν ως τα τώρα να διακρίνουν ανάμεσα στην ένοπλη αντίσταση των καταπιεσμένων λαών ενάντια στις φασιστικές δικτατορίες και στην φασιστική τρομοκρατία. Η βασική διαφορά είναι η εξής. Η ένοπλη αντίσταση των λαών έρχεται σαν συνέπεια και γενικά ακολουθεί μια ξένη ή ντόπια κρατική τρομοκρατία, εκφράζει τις διαθέσεις και έχει τη συμπάθεια της μεγάλης μάζας του πληθυσμού και στρέφεται αποκλειστικά ενάντια στις κρατικές δυνάμεις βασικά τις ένοπλες, του καταπιεστή.
Αντίθετα η τρομοκρατία των φασιστών είναι μια συνήθης απρόκλητη βία που ανθεί μέσα σε συνθήκες μικρού ή μεγάλου πολιτικού δημοκρατισμού, που γι αυτό το λόγο όχι μόνο δεν έχει τη συμπάθεια, αλλά συγκεντρώνει την αποστροφή της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, και η οποία τις περισσότερες φορές στρέφει τη βία της ενάντια σε πρόσωπα έξω από τον κρατικό μηχανισμό εξουσίας ή κατά προτεραιότητα στρέφει τη βία της ενάντια σε αμάχους και γενικά ανθρώπους έξω από την κρατική εξουσία.
Επειδή λοιπόν αυτή η κραυγαλέα διαφορά είναι λίγο ή πολύ αντιληπτή, ο ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές έχουν κατασκευάσει και τοποθετήσει μέσα στις χώρες που αντιστέκονται και δίπλα στους λαούς που πολεμάνε τη δικιά τους κρατική (ή παρακρατική που είναι το ίδιο) τρομοκρατία, ειδικούς προβοκάτορες που αναλαμβάνουν να χτυπήσουν αθώους αμάχους ή δυνάμεις άσχετων χωρών.
Αυτούς τους προβοκάτορες, γνωστούς ή αγνώστους, τους έχουν διασυνδέσει κατάλληλα με τις ομάδες του Μπιν Λάντεν. Έτσι ο Μπιν Λάντεν δεν έχει γίνει χρήσιμος στα ρώσικα σχέδια ειδικά για το Αφγανιστάν, αλλά για όλη την κεντρική Ασία και τελικά για όλο τον κόσμο, έχει γίνει δηλαδή ένας διεθνής προβοκάτορας. Δεν είναι τυχαίο ότι το δίκτυο αυτό δεν φημίζεται για τους συνδέσμους του στις χώρες – τραμπούκους που υποθάλπουν την ανοιχτή, διαπιστωμένη και μαχητική τρομοκρατία και οι οποίες είναι συνδεδεμένες επίσης ανοιχτά και διαπιστωμένα με τη ρώσικη διπλωματία (Ιράν, Συρία, Λιβύη, Σουδάν), αλλά με χώρες συνήθως δυτικόφιλες, που έχουν κηρυγμένο πόλεμο κατά της φασιστικής τρομοκρατίας, όπως είναι η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, τα Αραβικά Εμιράτα και βέβαια όλες οι χώρες της κεντρικής και νότιας Ασίας που απειλούνται από τη Ρωσία.
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση εξαιρετικά επιβεβαιωτική της ανάλυσής μας είναι αυτή της Τσετσενίας. Σε αυτήν η KGB (σήμερα FSB) έχει εγκαταστήσει δύο βασικούς προβοκάτορες τον Μπασάγιεφ και τον Κατάμπ. Ο δεύτερος είναι σαουδάραβας και ανήκει σύμφωνα με το Κρεμλίνο στο δίκτυο Μπιν Λάντεν.
Εδώ και χρόνια η τσετσένικη αντίσταση έχει καταγγείλει αυτούς τους δύο ότι διευκολύνουν με τη δράση τους τα σχέδια της Ρωσίας και τους έχει αποβάλλει από τις γραμμές της. Οι ανταποκριτές του δυτικού τύπου από την Τσετσενία προβάλουν την πεποίθηση του τσετσένικου λαού ότι αυτοί είναι προβοκάτορες επειδή οι επιχειρήσεις τους είναι πάντα ασφαλείς και η αναδίπλωσή τους στις βάσεις τους δεν ενοχλείται ποτέ από τις ρώσικες στρατιωτικές δυνάμεις.
Χάρη σ’ αυτούς τους προβοκάτορες η Ρωσία ξεκίνησε τον σημερινό πόλεμο κατά της Τσετσενίας, αξιοποιώντας το ότι αυτοί πήραν ομήρους αμάχους στο ρωσικό έδαφος και ότι επίσης χωρίς λόγο επιτέθηκαν σε ρωσικές δυνάμεις στο γειτονικό και φιλικό προς τους Τσετσένους Νταγκεστάν. Χάρη σ΄αυτές τις επιθέσεις μπόρεσε η FSB να στήσει την ανατίναξη δύο πολυκατοικιών στη Μόσχα που θάψανε κάτω από τα ερείπιά τους 300 άτομα και μετά εύκολα να την αποδόσει στους Τσετσένους για να βρει άλλοθι να τους επιτεθεί το 1999. Το Κρεμλίνο ενοχοποίησε τότε αμέσως την τσετσένικη αντίσταση, αλλά ποτέ δεν συνέλαβε οποιονδήποτε δράστη. Η τσετσένικη αντίσταση από την πρώτη στιγμή κατήγγειλε την ανατίναξη των πολυκατοικιών σαν προβοκάτσια της KGB. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τι σημαίνει το παρηγορητικό τηλεφώνημα του Πούτιν στον Μπους λίγες ώρες μετά την πτώση των δίδυμων πύργων ότι τα “ίδια έχουμε υποστεί και μεις από την τρομοκρατία”, ή τι σημαίνει ότι λίγο μετά διατεταγμένοι ρώσοι πολίτες κατέθεσαν λουλούδια ταυτόχρονα στην αμερικάνικη πρεσβεία στην Μόσχα και στις γκρεμισμένες πολυκατοικίες.
Μπορεί εύκολα λοιπόν να συμπεράνει κανείς το όργιο της προβοκάτσιας που θα ακολουθήσει την σύμπτυξη του αμερικανορωσοκινεζικού μετώπου κατά της τρομοκρατίας στην κεντρική Ασία, στις αραβικές χώρες, και όπου είναι δυνατό στον υπόλοιπο πλανήτη.
Μετά την σύμφωνη με τα σχέδια του Κρεμλίνου αντίδραση των ΗΠΑ στο χτύπημα του Μανχάταν, η προβοκάτσια θα γίνει το πιο αποδοτικό εργαλείο διεθνούς διπλωματίας για όλες τις χώρες του νεοναζιστικού άξονα. Αφού με το δίκτυο του Μπιν Λάντεν τα πράγματα πήγαν τόσο καλά, δεκάδες πλατειά και ακόμα πιο αόρατα δίκτυα θα εμφανιστούν.

ΠΑΝΤΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ

Αν ο δυτικός αστικός κόσμος δεν είχε περάσει στο στάδιο της ιδεολογικής και πολιτικής αποσύνθεσης θα σκεφτόταν ότι αυτός που γκρέμισε τους πύργους του Μανχάταν είναι πιθανότατα ο ίδιος που γκρέμισε τις πολυκατοικίες στη Μόσχα. Και αυτός ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να είναι ο ματοβαμένος και ηρωϊκός λαός της Τσετσενίας που δεν διέπραξε γενοκτονία κατά των ρώσων κατοίκων της Τσετσενίας ή οποιαδήποτε εθνοκάθαρση στη διάρκεια αυτού εδώ του πολύχρονου αγώνα του, ούτε ποτέ στην ιστορία του.
Ο μόνος που θα μπορούσε να είναι ήταν ή ίδια η Ρωσία, εννοούμε η Ρωσία της KGB και του ρώσικου φασιστικού στρατού, η Ρωσία η έμπειρη τόσο στην προβοκάτσια όσο και στη σφαγή των αμάχων.
Ποιος ξέρει τόσο καλά, όσο μια πολεμική υπερδύναμη να οργανώνει ανθρώπους απόλυτα εχέμυθους, ή κατάλληλα εξαρτημένους ώστε να είναι εχέμυθοι, που να ξέρει ότι θα εκτελέσουν οπωσδήποτε την θανάσιμη αποστολή τους, που ο σκοτεινός φανατισμός τους είναι τόσο τέλειος όσο και η ψυχραιμία τους. Ποιος έχει δοκιμάσει συγκεκριμένα αυτές τις μεθόδους τόσο πολύ σε όλο τον πλανήτη τα τελευταία τριάντα χρόνια αν όχι μια υπερδύναμη που οι μυστικές της υπηρεσίες και η διπλωματία της είναι χωμένες παντού, ιδιαίτερα μέσα στις κυβερνήσεις και τα δίκτυα που είναι εξασκημένες στην ατιμώρητη και ασύλληπτη εξόντωση αμάχων. Ποιος μπορεί να οργανώνει χτυπήματα που να περιλαμβάνουν βαθιές γνώσεις από τη στατική των ψηλών κτιρίων ως την εναέρια κυκλοφορία της πιο ανεπτυγμένης χώρας, ως την στρατιωτική αεράμυνα αυτής της χώρας, ως τις δυνατότητες και τις συνήθειες των μυστικών της υπηρεσιών; Κυρίως όμως ποιος μπορεί να έχει την ιδεολογία να σφάζει μεθοδικά και να ποδοπατεί λαούς σε τόσο μεγάλη κλίμακα αποδεικνύοντας ότι αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι που πέθαναν μέσα στη μεγαλύτερη αγωνία στο Μανχάταν δεν αξίζουν γι αυτόν περισσότερο από μύγες. Δεν πρέπει αυτός να έχει σφάξει τουλάχιστον ενάμιση εκατομμύριο Αφγανούς στον πόλεμο του 1980 –1990 ή το 20% του λαού μιας μικρής Τσετσενίας, ή να έχει υποστηρίξει τη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων Βόσνιων από τους Σέρβους “αδελφούς του”; Είναι δυνατόν να είναι ο δολοφόνος το μυστηριώδες, ασύλληπτο, άγνωστο στις πραγματικές του δυνατότητες δίκτυο μερικών χιλιάδων ανθρώπων ενός ανθρώπου που καθοδηγεί τις πιο πολύπλοκες στρατιωτικές επιχειρήσεις απ’ τα βουνά της πιο καθυστερημένης χώρας του κόσμου; Είναι οι βοσκοί Ταλιμπάν το κατάλληλο περιβάλλον των πιο λεπτών διεθνών αναλύσεων που οφείλουν να εκπονούν όσοι καταφέρνουν τέτοια πλήγματα; Ή είναι το περιβάλλον μιας υπερδύναμης που όχι μόνο αναλύει αλλά κυρίως επηρεάζει, ελέγχει και γιατί όχι καθοδηγεί με τον όγκο της και τα μέσα της τις διεθνείς συνέπειες ενός τέτοιου χτυπήματος παγκόσμιας και μάλιστα ιστορικής εμβέλειας;
Πραγματικά μόνο μια τάξη σε απόλυτα διανοητική αλλά και ηθική παρακμή μπορεί να συνεργαστεί με τον αληθινό υπ’ αριθμόν ένα ύποπτο για να πλήξει το πολύ ένα από τα τελευταία και λιγότερο ανώδυνα εξαρτήματά του, τον Μπιν Λάντεν, παίρνοντας στο λαιμό της ασυλλόγιστα μια ουδέτερη, έως φιλική της δύναμη, και μάλιστα προσφέροντας την στον υπ’ αριθμόν ένα ύποπτο.
Βέβαια στο βάθος της διανοητικής αυτής παρακμής είναι η κοινωνική και ηθική παρακμή του δυτικού αστικού κόσμου. Γιατί αυτός αποφάσισε να ξεχωρίσει τα δικά του αθώα θύματα από τα αθώα θύματα του τρίτου κόσμου και να στρέψει την εκδίκηση για τα πρώτα, ουσιαστικά ενάντια στα δεύτερα.
Κλείνοντας αυτό μας το άρθρο, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η επιβεβλημένη τώρα δα απάντηση της Δύσης δεν είναι βέβαια η κήρυξη ενός πολέμου κατά του νεοναζιστικού άξονα. Όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν γελοίο από πολιτική άποψη αφού δεν έχει αποδειχτεί πέρα από κάθε αμφιβολία η πηγή του χτυπήματος του Μανχάταν, όπως άλλωστε ήταν και στην πρόθεση των αυτουργών του, αλλά κυρίως γιατί καμία κρατική δύναμη στη Δύση δεν έχει στοιχειωδώς αποκαλύψει στους λαούς της -μέσα από τα δεδομένα της ίδιας της ζωής- ότι ο ρωσοκινέζικος άξονας είναι η πηγή κάθε φασιστικής τρομοκρατίας στο σύγχρονο κόσμο. Και αυτό συμβαίνει γιατί καμία τέτοια δύναμη δεν εκπροσωπεί στ’ αλήθεια τους λαούς και δεν συμπάσχει με αυτούς. Να εκδικηθεί κανείς στις σημερινές συνθήκες το χτύπημα στο Μανχάταν, σημαίνει πρακτικά, να σταθεί στο πλευρό όλων των λαών που δοκιμάζουν τη βία φασιστικών δικτατοριών, από το εσωτερικό τους ή απ’ έξω και κυρίως να σταθεί εμπόδιο πάνω σε κάθε προέλαση του ρωσοκινέζικου άξονα. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να εκδικηθούν τους σφαγείς των Πύργων, όσο θα ερευνούν -και θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να τους αποκαλύψουν- θα πρέπει ταυτόχρονα να υποστηρίζουν όλα τα θύματα και τους καταπιεσμένους λαούς του ρωσοκινέζικου άξονα.
Η μόνη δυνατή δημοκρατική απάντηση σήμερα είναι: άμυνα στο φασισμό που αυτός ο άξονας φέρνει με τη δημιουργία ενός ενιαίου παγκόσμιου δημοκρατικού μετώπου. Αφού η δυτική αστική τάξη διασπάει και διαλύει αυτό το μέτωπο, είναι υπόθεση των λαών να το οικοδομήσουν, και μάλιστα ακόμα και ενάντιά της.