ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ
ΟΧΙ ΣΤΟ “ΚΙΝΗΜΑ” ΤΗΣ ΠΟΣΔΕΠ

Σε ένα μήνα περίπου, στο Μπέργκεν, συναντιώνται οι υπουργοί παιδείας της ΕΕ για να πάρουν αποφάσεις για την παραπέρα πορεία της ενοποίησης του ανώτατου χώρου σπουδών, μια πολιτική που εξαγγέλθηκε με την διακήρυξη της Μπολώνιας.
Το ζήτημα συζητιέται βέβαια αυτές τις μέρες και στον λεγόμενο «εθνικό» διάλογο για την παιδεία. Ο σοσιαλφασισμός έχει εξαπολύσει μια συντονισμένη ιδεολογική και τρομοκρατία σε όλη την εκπαίδευση. Η εξουσία του στην εκπαίδευση κινδυνεύει από τη δημοκρατική πολιτική της Μπολώνιας και ο Καραμανλής δεν μπορεί να βοηθήσει και να αρνηθεί επίσημα αυτή την πολιτική γιατί είναι μια από τις βασικές πολιτικές της ΕΕ. Η αποχώρηση από τον «εθνικό διάλογο» των σοσιαλφασιστικών ηγεσιών και η διοργάνωση από την Πανελλήνια Οργάνωση Συλλόγων Διδακτικού Προσωπικού- ΑΕΙ αντιδιαλόγου καθώς και οι απειλές στην υπουργό παιδείας ότι δεν θα εφαρμόσουν τις οποιεσδήποτε συμφωνίες, δημιουργούν και το πολιτικό πλαίσιο για την μελλοντική καρατόμηση των φιλοευρωπαϊκών στελεχών της εκπαίδευσης της ΝΔ από τον Καραμανλή.
Ο σοσιαλφασισμός σαν ηγετική δύναμη της διάλυσης της εκπαίδευσης τόσα χρόνια, κρατικής και ιδιωτικής, αποπροσανατολίζει όλη την εκπαίδευση με μια απίστευτη γκαιμπελικού τύπου προπαγάνδα προσπαθώντας να παρουσιάσει τις φασιστικές του θέσεις σαν φιλο-λαϊκές. Έχει καταστρέψει την εκπαίδευση και θέλει να στερήσει τη χώρα και από την ένταξή της στην προοδευτική και δημοκρατική πολιτική της Μπολώνιας. Η δημοκρατική πλειοψηφία θα απορρίψει σιωπηλά και με ατομικές αντιστάσεις τον φασισμό. Αυτό είναι σίγουρο. Το ζήτημα όμως είναι να οργανωθεί ένα δημοκρατικό πολιτικό εκπαιδευτικό κίνημα για την υπεράσπιση της πολιτικής δημοκρατίας και των λαϊκών συμφερόντων. Το φαιοκόκκινο μέτωπο στην εκπαίδευση πρέπει να νικηθεί ενεργητικά και οργανωμένα.

Η πολιτική της διακήρυξης της Μπολώνιας

Η διακήρυξη της Μπολώνιας βάζει σαν στόχο μια νέα ανώτατη ενιαία εκπαίδευση σε όλες τις χώρες της ΕΕ που θα υπηρετεί αποτελεσματικότερα την συνολική ανάπτυξη της ΕΕ. Ο ενιαίος χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης είναι μια πολιτική που σχεδιάζει ένα νέο πρόγραμμα σπουδών, σε όλη την επικράτεια της ΕΕ. Ο φοιτητής θα μπορεί να παρακολουθεί μαθήματα και σεμινάρια, να συμμετέχει σε προγράμματα και έρευνα σε διάφορα πανεπιστήμια των χωρών μελών και να παίρνει πτυχίο αναγνωρισμένο από όλες τις χώρες μέλη. Το πτυχίο θα περιγράφει αναλυτικά αυτή την επιστημονική περιπλάνηση του φοιτητή στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα της ΕΕ και τις μονάδες σπουδών που συνέλεξε. Η πολιτική του ενιαίου χώρου προβλέπει φυσικά και τις διευκολύνσεις στη διακίνηση των φοιτητών σε όλα τα πανεπιστήμια της ΕΕ για την επιλογή και την παρακολούθηση αυτού του νέου διασπαρμένου προγράμματος. Η νέα ανώτατη εκπαίδευση που θα προκύψει με το σπάσιμο των εθνικών εκπαιδευτικών συνόρων, σύμφωνα με αυτή την πολιτική, έχει σαν στόχο να ενσωματώσει αποτελεσματικότερα στην παραγωγή, την τεχνολογία και την επιστήμη, να παρακολουθεί και να στηρίζει ευέλικτα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε όλη την ΕΕ που χαρακτηρίζονται από τις γρήγορες μεταβολές στο γεωγραφικά διασπαρμένο διεθνές εργοστάσιο και γενικά στη γεωγραφικά διασπαρμένη παραγωγή. Η ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευση, διαφοροποιεί την ανώτατη εκπαίδευση σαν στοιχείο του εθνικού εποικοδομήματος και την μετατρέπει σε στοιχείο ενός πανευρωπαϊκού εποικοδομήματος για την υποστήριξη της οικονομικής και της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ. Επομένως ο ενιαίος χώρος εκπαίδευσης υπερπηδά φιλόδοξα τα εθνικά πλαίσια και φέρνει κοντύτερα τα έθνη, αναπτύσσει και στηρίζει την παραγωγή σε όλη την ΕΕ, βαθαίνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της και ταυτόχρονα διαμορφώνει ένα πανευρωπαϊκό μαζικό επιστημονικό και τεχνολογικό πνεύμα ,κοινή κατάκτηση της κουλτούρας όλων των εθνών. Η ίδια η εφαρμογή αυτής της πολιτικής συνυφαίνεται με την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού δημοκρατισμού. Αυτά είναι τα καλά για την αριστερά και την κοινωνία. Η πολεμική ενάντια στην ανάπτυξη με το επιχείρημα της αυξημένης εκμετάλλευσης της γνώσης όλης της κοινωνίας από το κεφάλαιο που φέρνει παράλληλα μια τέτοια πολιτική, δεν ήταν ποτέ θέση καμιάς πραγματικής αριστεράς.
Ειδικότερα αυτή η πολιτική στοχεύει στην σχετική εξίσωση της κλίμακας αξιολόγησης του βάρους των πτυχίων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στην ταυτόχρονη αναγνώρισή τους σαν τέτοιων από όλες τις χώρες μέλη. Φυσικά αυτή η πολιτική δεν μπορεί και να διαμορφώσει την αξία των σχετικά αυτών ισότιμων επιστημονικά πτυχίων στις διάφορες εθνικές αγορές της ΕΕ, αξίες που θα είναι βέβαια διαφορετικές στα διάφορα κράτη μέλη. Αυτό το κάνει η ίδια η αγορά. Οι αξίες των όμοιων πτυχίων θα συγκλίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο μόνο με την αυξημένη διακίνηση των φοιτητών και των επιστημόνων στο εσωτερικό της ΕΕ παράλληλα με το βάθεμα της οικονομικής και της πολιτικής ενότητας της ΕΕ.
Η εξασφάλιση της ελάχιστα αποδεκτής επιστημονικής αξίας των πτυχίων δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την δημιουργία ενός συστήματος ελέγχου της ποιότητας των πανεπιστημίων, των παρεχομένων σπουδών και των πανεπιστημιακών. Επομένως τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να συνδιαμορφώσουν και να υιοθετήσουν στη συνέχεια τα κριτήρια που θα αποφασιστούν από την ΕΕ. Η προτεινόμενη αξιολόγηση από την ΕΕ είναι η κορύφωση του αστικού δημοκρατισμού. Μίλια δεξιά της βρίσκεται η άρνηση της αξιολόγησης από την ελληνική συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Η πολιτική της Μπολώνιας συγκρούεται με την εξουσία του σοσιαλφασισμού

Τη διακήρυξη της Μπολώνια την υπονομεύουν μόνο οι ελληνικές κυβερνήσεις από όλες τις χώρες της ΕΕ. Τελικά δεν θα διαφωνήσουν στον τύπο, στην υπογραφή της τελικής απόφασης δηλαδή, γιατί αν το κάνουν θα εκτεθούν. Μια άρνηση ισοδυναμεί με υπονόμευση ακόμα και της οικονομικής ενοποίησης, πόσο μάλλον της πολιτικής. Το ελληνικό πολιτικό μονοπώλιο υπονομεύει την εφαρμογή αυτής της πολιτικής στη χώρα μας με ηγεμονική δύναμη του «αγώνα» την ψευτοαριστερά, όπως έχουν κάνει και με ολόκληρη την εκπαίδευση, που τυπικά μόνο είναι ευρωπαϊκή σύμφωνα με τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει οι ελληνικές κυβερνήσεις, ενώ στην πράξη την έχει μετατρέψει το φαιοκόκκινο μέτωπο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σε μια αντιδυτική κατεύθυνση. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές χώρες εκτός ευρωπαϊκής ένωσης έχουν υπογράψει την διακήρυξη αφού είναι προς το συμφέρον της ανάπτυξής τους ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσουν έτσι και τις σχέσεις των με την ΕΕ. Την διακήρυξη την έχει υπογράψει και η Ρωσία. Έτσι θέλει να εξασφαλίσει και μια επιπλέον δυνατότητα εισοδισμού στην ΕΕ αλλά και στις διεπιστημονικές και εκπαιδευτικές συναντήσεις με την ΕΕ, που μόνο ωφέλεια μπορεί να της προσφέρουν. Η παρακολούθηση της δυτικής επιστήμης και των διαδικασιών αλλά και η κατασκοπία και κλοπή της δυτικής τεχνολογίας είναι σημαντικά ζητήματα για τη Ρωσία. Το στρατιωτικό ρώσικο μονοπώλιο όπως κάθε τέτοιου είδους ναζιστικό μονοπώλιο έχει μεγάλη ανάγκη από την πιο σύγχρονη τεχνολογία και επιστήμη. Τους φοιτητές του τους βάζει να δουλεύουν σκληρά. Είναι γνωστό το ψηλό επίπεδο των ρώσικων πανεπιστημίων καθώς και της στρατιωτικής έρευνας. Πριν λίγο καιρό ο Πούτιν απειλούσε έμμεσα τη Δύση με ένα νέο όπλο. Τον τεχνολογικό και επιστημονικό μεσαίωνα και το παραγωγικό σαμποτάζ τα προορίζει η Ρωσία ειδικά για τις χώρες δορυφόρους οπότε και για την χώρα μας. Οι πράχτορές της στην Ελλάδα υπονομεύουν την πολιτική του ανώτατου χώρου εκπαίδευσης, όπως πάντα στο όνομα μιας ανώτερης ηθικής, που εδώ δεν μπορεί να είναι άλλη από την «προστασία» της επιστήμης και της «υψηλής» στάθμης των πτυχίων των ελληνικών πανεπιστημίων από τις «επιβουλές της νεοφιλελεύθερης αγοράς». Η ηθική των φαρισαίων που καταναλώνεται με μεγάλη ευκολία από τις πρόθυμες μικροαστικές συνδικαλιστικές συντεχνίες της εκπαίδευσης κρύβει βέβαια πίσω της την άρνηση της αξιολόγησης των ΑΕΙ αλλά και της αξιολόγησης της συντεχνιακής ελίτ των καθηγητών. Ακόμα πιο πίσω όμως κρύβει και τους βαθύτερους πολιτικούς λόγους της διαφωνίας του σοσιαλφασισμού, λόγους πολύ σοβαρότερους από την προστασία των συμφερόντων αυτής της ελίτ. Η πολιτική του ενιαίου χώρου διασπείροντας το πρόγραμμα της εκπαίδευσης καθώς και τους φοιτητές ανατρέπει την αποκλειστική εκπαιδευτική και επιστημονική εξάρτηση των φοιτητών αλλά και των καθηγητών από το σημερινό μοναδικό πανεπιστήμιο της φοίτησης, αφαιρεί την αποφασιστική εξουσία του πανεπιστημίου πάνω στους φοιτητές και ταυτόχρονα εξαναγκάζει τον συνδικαλισμό στα ΑΕΙ να πάρει μια ευρωπαϊκή διάσταση. Επομένως υπονομεύει τον σημερινό συνδικαλιστικό έλεγχο του σοσιαλφασισμού στην ανώτατη εκπαίδευση και τον έλεγχο του στην κρατική εκπαιδευτική μηχανή. Το σημερινό πανεπιστήμιο το ελέγχει σε μεγάλο βαθμό ο σοσιαλφασισμός. Το καθεστώς με τον συνδικαλισμό, εξασφαλίζει τον έλεγχο των παραγόντων της εκπαίδευσης, το μπλοκάρισμα της λειτουργίας της υποδομής, εξασφαλίζει την εξουσία του πάνω στον μηχανισμό της εκπαίδευσης καθώς και το σαμποτάρισμα της ανάπτυξης. Με τον συνδικαλιστικό έλεγχο των ΑΕΙ ο σοσιαλφασισμός καταπνίγει κάθε αμφισβήτηση και κάθε καταγγελία της αντιδημοκρατικής του πολιτικής στα ΑΕΙ και σε όλη την εκπαίδευση. Ταυτόχρονα ελέγχει και το κοινωνικό εποικοδόμημα, για να μπορεί να γεννάει και να αναπαράγει ανενόχλητος στην κοινωνία και στην εκπαίδευση την εξουσία του και την ιδεολογία του ανατολικού στρατοκρατικού μονοπώλιου, που είναι η άρνηση και του αστικού ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του προλεταριακού. Η πολιτική του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου θα μπορεί σε λίγα χρόνια να εκπαιδεύσει χιλιάδες νέα επιστημονικά στελέχη, στα κρατικά και στα ιδιωτικά ιδρύματα, στελέχη που θα βρίσκονται έξω από τον έλεγχο του φαιοκόκκινου μετώπου και που θα διεκδικούν θέσεις στην εκπαίδευση και στην παραγωγή, θέσεις που ελέγχει σήμερα το σοσιαλφασιστικό μέτωπο. Αυτό το μέτωπο αρνείται σε όλους τους τόνους κάθε μορφή εκπαίδευσης εκτός από την σημερινή κρατική. Η πολιτική πρακτική όμως του σοσιαλφασισμού δείχνει ότι αυτός συμφωνεί μόνο εν μέρει με την κρατική εκπαίδευση από όπου αντλεί σήμερα την εξουσία του. Συμφωνεί μόνο με τις μορφές εκπαίδευσης που μπορεί να τις εντάξει στο ελεγχόμενο από τον ίδιο κρατικό δίκτυο εκπαίδευσης που σήμερα περιλαμβάνει το δημοτικό το γυμνάσιο, το λύκειο και τα ανώτατα ιδρύματα, χωρίς προσθήκες και αφαιρέσεις.
Οι μορφές κρατικής εκπαίδευσης που το σοσιαλφασιστικό μέτωπο καταπολεμά συστηματικά είναι όλες οι υπόλοιπες. Οι επίσημες θέσεις και οι «αγώνες» του σοσιαλφασισμού έχουν σα στόχο να καταργηθούν τα νέα κρατικά Προγράμματα Σπουδών Επιλογής, τα νέα τμήματα των ΑΕΙ που δημιουργούνται από το ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ, τα μεταπτυχιακά του ΕΠΕΑΕΚ, το ανοιχτό πανεπιστήμιο, oι σπουδές μέσω internet, τα ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ, η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη, η Ενισχυτική Διδασκαλία, τα προγράμματα των σχολείων, τα ΙΕΚ, τα ΚΕΚ, τα ΤΕΕ που διευθύνουν υπουργεία εκτός του ΥΠΕΠΘ, τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, τα σχολεία των μεταναστών, η επιμόρφωση καθηγητών και δασκάλων από το ΕΠΕΑΕΚ, η επιχειρηματικότητα των νέων των γυναικών και ολόκληρη η δια βίου εκπαίδευση και φυσικά όλη η ιδιωτική εκπαίδευση. Στο βάθος δηλαδή σοσιαλφασισμός διαφωνεί ακόμα και με το σημερινό κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, την ίδια την πηγή της εξουσίας του. Η ιδεολογία του και το σημερινό κράτος δεν ταυτίζονται. Ο σοσιαλφασισμός βρίσκεται πολύ δεξιότερα από το κράτος, είναι η δεξιά ενός κράτους που δεσμεύεται από τις συμφωνίες του με την ΕΕ. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ο σοσιαλφασισμός όχι μόνο δεν αναπτύσσει το πλήρες πρόγραμμά του ακόμα και στους εκπαιδευτικούς χώρους που ελέγχει πολιτικά, αλλά πολλές φορές τους χειραγωγεί και τους σαμποτάρει και αυτούς. Ενώ ελέγχει τομείς της κρατικής εκπαίδευσης ουδέποτε επιχείρησε να παρουσιάσει εκπαιδευτικό έργο και να διαμορφώσει ένα εκπαιδευτικό πρότυπο. Ουδέποτε ταυτίστηκε με τα τμήματα του κρατικού μηχανισμού που ελέγχει. Αντλεί εξουσία και χρήμα από το κράτος αλλά διατηρεί και την αυτονομία του σε σχέση με αυτό για να μπορεί να το καταλάβει εξολοκλήρου. Δεν πρόκειται για τον απλοϊκό κρατισμό που εκδηλώθηκε από την πασοκική ακρίδα. Με τον πολιτικό έλεγχο των κρατικών μορφών εκπαίδευσης ξεδιπλώνει μόνο το μίνιμουμ πρόγραμμά του. Το μάξιμουμ πρόγραμμά του είναι το σχολείο και το ΑΕΙ της ΟΛΜΕ και της ΠΟΣΔΕΠ, της ΓΣΣΕ και του κόμματος, είναι το δικό του εκπαιδευτικό ίδρυμα, ή ακόμα το σχολείο των δικών του Δήμων και των δικών του ολιγαρχών.

Η κομματική γραφειοκρατία ονειρεύεται να γίνει αξιολογητής

Η ΠΟΣΔΕΠ όπως και η ΟΛΜΕ αρνούνται κάθε αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όπως και των καθηγητών. Ταυτόχρονα με την άρνηση της αξιολόγησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην ανώτατη εκπαίδευση η ΠΟΣΔΕΠ αρνείται και την αξιολόγηση της έρευνας. Η άρνηση αυτή υπονοεί και την απαίτηση να παραδώσει η κοινωνία ανεξέλεγκτα στο «κόμμα» της ΠΟΣΔΕΠ την έρευνα και τους πόρους της. Η έρευνα που υποστηρίζει η ΠΟΣΔΕΠ (η συνδικαλιστική ομοσπονδία των πανεπιστημιακών) και όλες οι κομματικές ηγεσίες είναι η «καθαρή» βασική έρευνα. Ο τεχνητός διαχωρισμός της έρευνας σε βασική και εφαρμοσμένη δημιουργεί το τυπικό νομικό άλλοθι για το σαμποτάρισμα κάθε έρευνας. Η απαίτηση για «καθαρή» έρευνα συνίσταται στο ότι κάθε έρευνα, βασική ή εφαρμοσμένη, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται σαν βασική επομένως και η κοινωνία θα πρέπει να περιμένει από τους ερευνητές σημαντικές βασικές ανακαλύψεις που παράγονται βέβαια μόνο σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και στις πιο προηγμένες επιστημονικά χώρες. «Καθαρή» λοιπόν έρευνα για τις συντεχνίες των ΑΕΙ σημαίνει ασυδοσία και απουσία κάθε αξιολόγησης της έρευνας. Κανείς δηλαδή δεν μπορεί να κατηγορήσει ένα ερευνητή της βασικής έρευνας γιατί δεν έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη. Μπορεί όμως να του ζητήσει λογαριασμό γιατί δεν διεκπεραίωσε ένα κομμάτι μιας εφαρμοσμένης έρευνας που πολλές φορές είναι ζήτημα απλά μεθοδικής και υπομονετικής καταβολής μιας μεγάλης ποσότητας εργασίας. Ονομάζοντας λοιπόν το κρέας ψάρι, και την εφαρμοσμένη έρευνα βασική, νομίζουν ότι καταργούν και την αξιολόγηση στην έρευνα.
Η άρνηση της αξιολόγησης των ανώτατων ιδρυμάτων έχει σαν άμεσο στόχο την αποδιάρθρωση της πολιτικής του ενιαίου χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, αφού δεν αναγνωρίζει την δυνατότητα αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της νέας πολιτικής από την ΕΕ. Επειδή η αξιολόγηση αυτή προβλέπεται να γίνεται από τα κράτη μέλη στη βάση των συμφωνημένων ευρωπαϊκών κριτηρίων, θα είναι δηλαδή ταυτόχρονα και μια εθνική αξιολόγηση, η άρνησή της από την ΠΟΣΔΕΠ σημαίνει και την μη αναγνώριση του γεγονότος ότι οι καθηγητές έχουν από πάνω τους κάποιον που τους ελέγχει. Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ σε ότι αφορά τον έλεγχο των καθηγητών προς τους από κάτω τους, δηλαδή στην αξιολόγηση των φοιτητών δεν διαφωνεί καθόλου. Ο «ουτοπισμός» της ηγεσίας της εμφανίζεται μόνο στην οποιαδήποτε αξιολόγηση των ιδρυμάτων και των καθηγητών είτε από τα πάνω είτε και από τα κάτω. Θέλουν να αξιολογούν αλλά να μην αξιολογούνται. Στα λόγια οι καθηγητές δέχονται να αξιολογούνται από τους φοιτητές αλλά η ΠΟΣΔΕΠ απαιτεί αυτή η αξιολόγηση να μην λαμβάνεται υπόψιν στις κρίσεις για την προαγωγή τους, όπως πολύ σωστά προβλέπει και θέλει να επιβάλλει ο ευρωπαϊκός δημοκρατικός έλεγχος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια «αριστερά» που δεν μπορεί να αντέξει και απορρίπτει όχι μόνο τον αστικό έλεγχο από τα πάνω αλλά και τον πιο λαϊκό έλεγχο από τα κάτω. Τελικά θέλουν να είναι οι ίδιοι η εξουσία, ή μάλλον η ανώτατη βαθμίδα της αστικής εξουσίας. Οι διεθνείς και οι εθνικές κρατικές επιτροπές αξιολόγησης, έχουν βέβαια εξασφαλίσει τον δημοκρατισμό τους με αυστηρά κριτήρια επιλογής προσώπων και διαδικασιών ελέγχου.
Γενικά η άρνηση κάθε αξιολόγησης των ανθρώπινων έργων είναι η άρνηση του να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και τελικά η σκοπιμότητα και η ωφελιμότητα, που είναι εγγενής σε κάθε εργασιακή δραστηριότητα. Η άρνηση της αξιολόγησης της εργασίας είναι τελικά άρνηση της ίδιας της εργασίας. Επειδή η εργασία είναι ο φυσικός και όχι ο πολιτικός τρόπος ύπαρξης όλων των κοινωνιών, η άρνηση της αξιολόγησης ισοδυναμεί με την τελική αξίωση της καταστροφής της κοινωνίας.

Η αριστερή τοποθέτηση απέναντι στο ζήτημα της αξιολόγησης των καθηγητών πανεπιστημίου δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει και να αναλύει μεθοδικά τις δύο αντιφατικές πλευρές τους για να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. Η μια είναι αυτή του μισθωτού στην υπηρεσία της συνολικής αστικής τάξης και η άλλη είναι η αστική πλευρά, σαν φορείς όχι μόνο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας που αναπαράγουν μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά κυρίως σαν βασικοί υπεύθυνοι αυτής της αναπαραγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και σε όλη την κοινωνία. Ο καθηγητής πανεπιστημίου είναι το κοινωνικό πρότυπο που συνεχίζει να παίζει τον ρόλο της ανώτατης πνευματικής ηγεσίας του έθνους, που με το κύρος που του δίνει το κράτος στην αστική εκπαιδευτική του λειτουργία αλλά και στην έρευνά του, η γνώμη του έχει αυξημένη κοινωνική βαρύτητα. Το 1998 στην προκήρυξη των καθηγητών της ΟΑΚΚΕ λέγαμε. «Αυτή η αντιφατική φύση του καθηγητή μπορεί να ξεπεραστεί με δύο τρόπους: τον δεξιό και τον αριστερό. Ο αριστερός τρόπος είναι να εντάξει ο καθηγητής τον εαυτό του στο λαό, στο κεφαλαιώδες ζήτημα του ταξικού περιεχομένου της λειτουργίας του...Μια τέτοια αμφισβήτηση είναι μια επαναστατική πράξη επώδυνη για τους καθηγητές που θα την αποτολμήσουν και έχει ουσιαστικό μαζικό- πραχτικό αποτέλεσμα μόνο μέσα από μια συνολική επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας και της αστικής κρατικής εξουσίας. Μια τέτοια αριστερή στάση σήμερα είναι αδύνατο να αρνηθεί τη αστική κρατική αξιολόγηση από τα πάνω, όσο της είναι αδύνατο να αρνηθεί την ταξική αξιολόγηση που ασκεί η ίδια στους μαθητές προς τα κάτω. Ακόμα όμως και στο πιο συνεπές λαϊκό κράτος θα ήταν αναπόφευκτος ο έλεγχος της καθηγητικής μάζας και από τα πάνω και από τα κάτω ». Οι προοδευτικοί καθηγητές που θα υπερασπιστούν με τα όπλα της επιστήμης τους μπροστά στο λαό και με το λαό την ανάπτυξη και την έρευνα, την σύνδεση της παραγωγής με το πανεπιστήμιο, τον δυτικό αστικό και τον προλεταριακό διαφωτισμό, που θα συγκρουστούν και θα καταγγείλουν τις αντιδημοκρατικές και υπονομευτικές για όλο το έθνος πολιτικές του σοσιαλφασισμού, αυτοί οι καθηγητές δεν μπορεί παρά να έχουν αρνηθεί την εκπαιδευτική ανατολικού τύπου λειτουργία που τους ανέθεσε το καθεστώς. Αυτοί οι καθηγητές δεν μπορεί παρά να επιδιώκουν την αξιολόγηση από τον λαό , να ενώνονται με το λαό, και να δέχονται την αξιολόγηση.
Η ΠΟΣΔΕΠ ξεπερνάει την αντίφαση του ρόλου του καθηγητή πανεπιστημίου με τον δεξιό τρόπο. Κανακεύει τους καθηγητές λέγοντάς τους ότι είναι λαός όχι στην εργασιακή τους σχέση με το κράτος αλλά στην εκπαιδευτική τους κρατική λειτουργία, δηλαδή εκεί ακριβώς που δεν είναι. Επομένως η καθηγητική συντεχνία θεωρείται από την ΠΟΣΔΕΠ σαν μια ανεξέλεγκτη ελίτ που σαν τέτοια δεν έχει εργοδότη. Οι καθηγητές μέλη αυτής της εξουσίας είναι επομένως ανεξέλεγκτοι και από το κράτος και από τον λαό. Το κύρος και την εξουσία της καθηγητικής θέσης που την δημιουργεί το κράτος και που την μεταβιβάζει υπό όρους στους καθηγητές, η ΠΟΣΔΕΠ τα ερμηνεύει στην πράξη σαν κύρος και εξουσία που πηγάζει από την κοινωνική λειτουργία των καθηγητών. Τελικά λειτουργούν σαν φασιστικό πολιτικό κόμμα. Το φασιστικό κόμμα είναι πάνω από τον λαό και το κράτος, δεν λογοδοτεί σε κανένα και δεν μπορεί να αξιολογηθεί από καμιά τάξη καμιά εξουσία και κανένα λαό, παρά μόνο από τον εαυτό του. Αυτό λεει στην ουσία η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ αλλά και όλο το φαιοκόκκινο μέτωπο. Το πρόγραμμα του σοσιαλφασισμού είναι ο παραπέρα έλεγχος του κράτους από τις δικές του ανεξέλεγκτες υπαλληλικές συμμορίες. Αυτές οι κόμματικές οι συμμορίες θα προωθήσουν την αξιολόγηση μόνο εάν στο όνομα της «λαϊκής αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής πάλης» το φασιστικό μπλοκ του οποίου αποτελούν μέρος μπορέσει με ένα πραξικόπημα να καταλάβει και να υποτάξει το κράτος στα σχέδιά του. Σε μια τέτοια περίπτωση η αξιολόγηση θα γίνει το πρόγραμμα της εξόντωσης όλων των διαφωνούντων εκπαιδευτικών.
Η ΠΟΣΔΕΠ διαμαρτύρεται ότι με την αξιολόγηση θα επικρατήσει ο «χαφιεδισμός» και η «τρομοκρατία» των αξιολογητών. Η ΟΛΜΕ τους αξιολογητές στην εποχή του νομου Αρσένη τους ονόμαζε πραιτωριανούς. Γράφαμε τότε για το ζήτημα της δημοκρατίας στην ίδια την αξιολόγηση. « Για τους αριστερούς και δημοκράτες καθηγητές το πρόβλημα της τρομοκρατίας, της υποταγής και του χαφιεδισμού πραγματικά υπάρχει και είναι ακολούθημα του κάθε αστικού αξιολογικού ελέγχου. Αλλά η έκταση και η ποιότητα του προβλήματος αυτού δεν κρίνεται από τον γενικό γραφειοκρατικό χαρακτήρα της διοίκησης αλλά από την συγκεκριμένη έκβαση δύο μετώπων της γενικής ταξικής πάλης. Το ένα είναι ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα έχει το πάνω χέρι σε αυτόν τον έλεγχο και το δεύτερο τι είδους έλεγχο θα ασκήσει ο λαός πάνω στους ελεγκτές. Το πρώτο είναι ένα πολιτικό ζήτημα που λύνεται κυρίως στο σύνολο της κοινωνίας και όχι στο χώρο του σχολείου. Είναι ο γενικός δημοκρατισμός της κοινωνίας που κρίνει ποια τμήματα της αστικής τάξης θα έχουν την εξουσία στο κράτος, οπότε και τον έλεγχο της παιδείας. Σε κάθε περίπτωση ο λαός δεν έχει κανένα λόγο να αναθέσει την εκπαίδευση των παιδιών του, ούτε σε μια φράξια της αστικής τάξης που αποσπά τον έλεγχο της παιδείας χωρίς να την έχει ψηφίσει κανείς γι’ αυτό, ούτε σε μια ανεξέλεγκτη καθηγητική συντεχνία. Αν δηλαδή οι δημοκράτες καθηγητές πρέπει να διαλέξουν πραιτωριανούς καλύτερα να διαλέξουν ανοιχτούς πραιτοριανούς θεσμικά κατοχυρωμένους και ελεγχόμενους από τα συνταγματικά όργανα, παρά κρυφούς πραιτωριανούς που αυτοεξουσιοδοτούνται μέσα από συνδικαλιστικά πραξικοπήματα να κυβερνούν τα σχολεία στο όνομα του λαού. Όμως το κύριο πρόβλημα στη σημερινή φάση των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών είναι το δεύτερο. Αυτό συνίσταται στο βάθος του στο πως θα προβληθεί ένα προοδευτικό περιεχόμενο του προγράμματος παιδείας. Αυτοί που θα το προβάλουν είναι οι ίδιοι που θα αντισταθούν σε μια πραιτωριανή εκτροπή. Πρόκειται για τους μαθητές, τους προοδευτικούς καθηγητές και τη μεγάλη πλειοψηφία των γονιών, δηλαδή για το λαό, που θέλει μια δημοκρατική παιδεία, παιδεία του επιστημονικού πειραματισμού, απαλλαγμένη από τον μεγαλοϊδεατισμό, δεμένη με την παραγωγή και αμείλικτα εχθρική στη γραφειοκρατική κατάρα.»
Η υπαλληλική γραφειοκρατία της ΠΟΣΔΕΠ της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ ελέγχει τον εκπαιδευτικό κρατικό μηχανισμό σε μεγάλο βαθμό και καταργεί την πολιτική δημοκρατία, όχι απλά σαν ένα αποπροσανατολισμένο κίνημα, παρά σαν απόσπασμα του τετρακομματικού συντονιστικού, δηλαδή τελικά του πολιτικού κόμματος του πραξικοπηματισμού και της άρνησης του ελέγχου του ίδιου του κράτους που σήμερα τους τρέφει. Η ταύτιση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων με το τμήμα του κράτους που ελέγχει το φαιοκόκκινο μέτωπο της εκπαίδευσης επιτυγχάνεται με την καλλιέργεια και την κυριαρχία της χειρότερης πλευράς τους, αυτής του κρατικού υπαλλήλου και όχι της πλευράς του λαού και διατυπώνεται με τη γνωστή αντιδραστική θεωρία της «αξιοπρέπειας» των εκπαιδευτικών που τους ξεχωρίζει σαν ανώτερης ποιότητας ανθρώπους από τον υπόλοιπο λαό, σαν μία ελίτ, όπως οι στρατιωτικοί και οι δικαστικοί που ταυτίζονται με το κράτος, μια ελίτ που σαν όργανο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης του λαού δεν είναι δυνατόν να λογοδοτεί και να ελέγχεται από αυτόν, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να ελέγχεται και από το κράτος γιατί το δικό τους «κόμμα» είναι ανώτερο και από αυτό το κράτος. Αυτή η ναζιστικού τύπου διαστροφή που καλλιεργεί το σοσιαλφασιστικό μέτωπο έχει κερδίσει θέσεις στον σημαντικό αυτό ιδεολογικό τομέα της κοινωνικής ζωής.

Ο φασισμός σηκώνει κεφάλι. Η δημοκρατική πλειοψηφία πρέπει να οργανωθεί

Την κρατική της λειτουργία η ευρύτερη γραφειοκρατία την καλύπτει με μια προοδευτική «ανθρωπιστική» λεοντή, κατασκευασμένη από το λαθρεμπόριο των λαϊκών αγώνων. Εμφανίζεται πάντα με μια «στοργική», «υπερευαίσθητη» αλλά και γεμάτη αυτοπεποίθηση ψεύτικη λεπτότητα του «παιδαγωγού», του «λεπτού» και «μορφωμένου» ανθρώπου των γραμμάτων και των τεχνών, της επιστήμης και της έρευνας. Ο «ανθρωπισμός» της αδιάφορης και διεφθαρμένης γραφειοκρατίας έχει πέρα για πέρα ταξική και πολιτική φύση, είναι στο βάθος του ο ανθρωπισμός του χειρότερου αστικού κράτους, που μοιράζεται μέρος της εξουσίας του και του κοινωνικού προϊόντος που εισπράττει από τη φορολογία με τις ενωμένες με αυτό σοσιαλφασιστικές μειοψηφίες που σχεδιάζουν να το καταλάβουν και να το υποκαταστήσουν, που βασανίζουν και εκμεταλλεύονται συστηματικά το λαό, που του προσφέρουν μια διαλυμένη εκπαίδευση. Είναι ο «ανθρωπισμός» του μικροαστού που σέρνεται από τη μύτη από την «αριστερά» ,τρομοκρατημένος, για να γαντζωθεί από το κράτος, για να διασωθεί από τα κύματα της παγκόσμιας έκρηξης των παραγωγικών δυνάμεων και των πολιτικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων, που συμμαχεί και υποτάσσεται με ότι χειρότερο αρκεί να του παραχωρηθούν νέα ομοιώματα εξουσίας από τα νέα αφεντικά, μια σχετική ανώτερη ευμάρεια και κυρίως μια ασφάλεια.
Στο όνομα των λαϊκών συμφερόντων η «αριστερά» και η γραφειοκρατία διέλυσαν με σύστημα όλη την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση είναι αποσπασμένη από τις ανάγκες της κοινωνίας, την παραγωγή, τον πειραματισμό και την πράξη. Έχει απομακρυνθεί από τα παγκόσμια σύγχρονα αναπτυξιακά ρεύματα της επιστήμης και της τεχνολογίας της γνώσης και του πολιτισμού ή πιο πρακτικά έχει απομακρυνθεί από την ΕΕ. Η κίνηση ιδεών πέρα από τις «νόμιμες» ιδέες του εθνοφυλετισμού, της ορθοδοξίας και του μίσους στην παραγωγή και στους σύγχρονους υλικούς και πνευματικούς όρους της ζωής, έχει στην πράξη καταργηθεί. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής τρομοκρατίας αλλά και της βίας που ασκούν. Οι διοικητικές απειλές, οι υπηρεσιακές κρίσεις των στελεχών της εκπαίδευσης, οι εκατοντάδες δίκες ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς, το ξωπέταγμα των γονέων μέσα από τα σχολεία για να μην τους ελέγχουν, η χειραγώγηση εκπαιδευτικών και μαθητευόμενων είναι τα συστατικά αυτής της βίας. Ελάχιστοι εκπαιδευτικοί, φοιτητές, μαθητές και γονείς τολμούν να εκφράσουν την διαφορετική τους άποψη σε οποιοδήποτε ζήτημα ουσίας. Η δημοκρατική αντίσταση, όταν εκδηλωθεί σε ατομικό επίπεδο, συντρίβεται εύκολα από τις οργανωμένες δυνάμεις της αντίδρασης. Η μειοψηφία έχει επιβάλλει την καλυμμένη δικτατορία της στην πλειοψηφία. Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να οργανωθούν οι αυθόρμητες αντιστάσεις της πλειοψηφικής δημοκρατικής μάζας των εκπαιδευτικών, των φοιτητών, των μαθητών και των γονιών ,που έχουν τεθεί στο περιθώριο για να αποκαταστήσουν την πολιτική δημοκρατία στην εκπαίδευση σαν βασικό όρο της ανάπτυξης κινήματος. Είναι σίγουρο ότι αυτός ο λαός που έχει γράψει την ιστορία του στην αντίσταση, στην προλεταριακή επανάσταση και στην εξέγερση του Νοέμβρη δεν θα δεχτεί αμαχητί να υποκύψει στον φασισμό που τολμάει να σηκώσει κεφάλι.