ΟΧΙ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΜΕΤΟΧΟ

Η υπόθεση του βασικού μετόχου συμπυκνώνει μέσα της όλο το πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλύπτει με τον πιο ακραίο και παραστατικό τρόπο τη δυνατότητα που έχει μια χώρα μέλος της ΕΕ να χρησιμοποιεί την ένταξη σε αυτήν για να κάνει αντιευρωπαϊκή πολιτική.

Το πολιτικό νόημα του “βασικού μετόχου”

Ας δούμε κατ’ αρχήν τι σημαίνει η ελληνική ιδιαιτερότητα του “βασικού μετόχου”. Σημαίνει ότι το μεγάλο κεφάλαιο που παράγει και λειτουργεί μέσα στην ελληνική επικράτεια δεν έχει τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα. Αυτή του η αδυναμία διασφαλίζεται νομοθετικά ακόμα και συνταγματικά με τον εξής τρόπο: καμιά εταιρεία που παίρνει δημόσια έργα ή πουλάει προϊόντα στο δημόσιο δεν μπορεί να περιλαμβάνει μέσα της κάποιους, έστω και λίγο σημαντικούς μετόχους που να έχουν μετοχές σε τηλεοπτικούς ή ραδιοφωνικούς σταθμούς. Όμως μια εταιρεία που στην Ελλάδα δεν μπορεί να πουλάει στο Δημόσιο είναι μια εταιρεία που στερείται τη μισή εσωτερική αγορά, γιατί ο ευρύτερος δημόσιος τομέας στην Ελλάδα (ΔΕΚΟ, Δήμοι) παράγει το 55% του ΑΕΠ. Μια τέτοια εταιρεία βρίσκεται σε πολύ μειονεκτική θέση σε σχέση με μια άλλη που συμμετέχει στο κρατικό κομμάτι της αγοράς και σε βάθος χρόνου περιθωριοποιείται σε σχέση με αυτήν. Άρα ένα οποιοδήποτε μη κρατικό κεφάλαιο στη χώρα μας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο να αναπτυχθεί οικονομικά ή να έχει στη διάθεσή του μαζικά οπτικοακουστικά μέσα και εφημερίδες.
Tο να παραιτηθεί όμως ένα κεφάλαιο από τα ΜΜΕ ιδιαίτερα από τα οπτικοακουστικά σημαίνει να παραιτηθεί από την άμεση πρόσβαση στις πιο πλατειές μάζες για να διαμορφώνει την πολιτική τους συνείδηση. Ο βασικός λόγος για τον οποίο το μεγάλο κεφάλαιο παντού στον κόσμο, δυτικό πολυμετοχικό μονοπωλιακό ή ανατολικό κρατικοφασιστικό μονοπωλιακό, θέλει να ελέγχει αυτά τα μέσα δεν είναι τόσο οικονομικός όσο πολιτικός. Κανένα κεφάλαιο δεν μπορεί να καταλαμβάνει σημαντικά τμήματα της κρατικής εξουσίας και έτσι να είναι οικονομικά κυρίαρχο και ασφαλές, αν στερείται της δυνατότητας της μαζικής πολιτικής προπαγάνδας. Και μαζική πολιτική προπαγάνδα σημαίνει πρώτα απ’ όλα τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων και πολιτικός σχολιασμός για τα εσωτερικά και διεθνή ζητήματα. Βέβαια αυτό μπορεί να γίνει και με την εφημερίδα, αλλά η εφημερίδα απευθύνεται στις πολιτικά μορφωμένες μειοψηφίες, ενώ τις κυβερνήσεις τις καθορίζει η πλειοψηφική μάζα που στη σημερινή εποχή παίρνει όλη της την πολιτική μόρφωση από την τηλεόραση.
Το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο λοιπόν, με κάποιες εξαιρέσεις που θα αναλύσουμε παρακάτω, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη δυνατότητα να κάνει αυτόνομη πολιτική προπαγάνδα στις πλατειές μάζες δηλαδή τη δυνατότητα να διαθέτει κομμάτι της πολιτικής εξουσίας μέσα από τον έλεγχο των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ.

Το κράτος προσδιορίζει την πολιτική γραμμή στα ΜΜΕ

Αλλά κανείς ή σχεδόν κανείς δεν στεναχωριέται για τη συντριβή της προπαγανδιστικής ικανότητας των ξεχωριστών ιδιωτικών κεφάλαιων. Δύσκολα μπορεί να διανοηθεί μια χώρα μικροαστών ότι θα χρειαζόταν κάποιο κομμάτι πολιτικής εξουσίας να δοθεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο, αν και την ίδια στιγμή κανείς μικροαστός δεν θέλει σήμερα να υπάρχει μόνο ένα κόμμα, μόνο μια πολιτική γραμμή και μόνο κρατικές ειδήσεις. Όλοι θέλουν πολλά κανάλια, αλλά δεν θέλουν πολιτική εξουσία γι’ αυτά τα κανάλια. Επιτρέπουν πολλές πολιτικές απόψεις για τα κόμματα, αλλά όχι πολιτικές απόψεις για τους ιδιώτες καπιταλιστές. Ούτε κόμματα των ιδιωτών καπιταλιστών. Ούτε ακόμα περισσότερο διανοούνται ότι το κράτος μπορεί να είναι κράτος των καπιταλιστών. Σύμφωνα με αυτούς το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι καλό για την παραγωγή αλλά πρέπει να είναι έξω από την πολιτική. Η πολιτική πιστεύουν είναι υπόθεση των κομμάτων, του κράτους και του λαού, αλλά όχι των καπιταλιστών. Θέλουν λοιπόν να πιστεύουν ότι τα κόμματα είναι του λαού και πάνω απ’ όλα ότι το κράτος είναι κράτος του λαού. Δέχονται και θεωρούν αναπόφευκτο τον καπιταλισμό στην οικονομία αλλά θέλουν να ζουν με την αυταπάτη ότι μπορεί ταυτόχρονα να υπάρχει εξουσία του λαού στην πολιτική.

Σε αυτές τις αξεκαθάριστες και αντιφατικές αντιλήψεις, σε αυτή την αθεράπευτη μαζική ουτοπία των μικροαστών για το λαϊκό κράτος χωρίς λαϊκή επανάσταση παίζουν οι υπερασπιστές του “βασικού μετόχου”. Ξέρουν ότι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες η μάζα είναι έτοιμη να δεχτεί τη δημαγωγία του κάθε φασισμού για “λαϊκό κράτος” και σε τελική ανάλυση την πολιτική δικτατορία αυτού του “λαϊκού κράτους”. Βασικά ο φασισμός αξιοποιεί την αυθόρμητη πελώρια δεξαμενή του μικροαστικού αντικαπιταλισμού για να επιβάλει την πολιτική δικτατορία της μερίδας του κεφάλαιου που αυτός εκπροσωπεί. Αυτή η μερίδα του κεφάλαιου δεν είναι σε θέση να αποσπάσει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας με οικονομικά μέσα γι’ αυτό επιχειρεί να αποσπάσει πρώτα το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας και μέσα από αυτό να κυριαρχήσει οικονομικά. Αυτή την κατάκτηση της κρατικής μηχανής μπορεί να την πετύχει μόνο κινητοποιώντας τις τσακισμένες μικροαστικές μάζες και το λούμπεν προλεταριάτο σε μια ξαφνική ή παρατεταμένη έφοδο.
Αυτή είναι η μέθοδος του φασιστικού κεφάλαιου για την άνοδό του στην πολιτική εξουσία και από κει στην οικονομική. Ο πιο τυπικός πολιτικός εκπρόσωπος αυτού του κεφάλαιου σήμερα στον κόσμο, ο καγκεμπίτης Πούτιν, το λέει καθαρά όταν εξοντώνει τους ιδιώτες καπιταλιστές που θέλουν να έχουν ΜΜΕ, δηλαδή να κάνουν πολιτική. Τους λέει: “Μπορείτε να κάνετε μπίζνες αλλά με τον όρο να μείνετε μακριά από την πολιτική εξουσία”. Αυτό σημαίνει στο βάθος ότι το καθεστώς επιτρέπει να υπάρχουν μόνο ολιγάρχες που εκπροσωπούνται από την κρατική προπαγάνδα, δηλαδή κρατικούς ολιγάρχες που να αντλούν την οικονομική τους εξουσία από το φασιστικοποιημένο κράτος και τελικά να αποτελούν τμήμα του κυρίαρχου κρατικοφασιστικού μονοπωλιακού κεφάλαιου.

Το αληθινό πρόβλημα της διαπλοκής

Πολλοί λίγοι δηλαδή μπορούν να καταλάβουν ότι το σύνθημα των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ : “όχι τα ΜΜΕ στα χέρια του ιδιωτικού κεφάλαιου” σημαίνει αναγκαστικά ΜΜΕ στα χέρια του κράτους ή ακόμα και των κρατικών ολιγαρχών. Θεωρητικά είναι δυνατό, αν το κράτος είναι αστοδημοκρατικό, μια κρατική τηλεόραση να είναι τηλεόραση “όλου του κεφάλαιου” δηλαδή να μοιράζει χρόνο στις βασικές τάσεις της αστικής τάξης ακόμα και στους μεμονωμένους εκφραστές της. Αλλά σε μια χώρα σαν τη δικιά μας όπου το κράτος σήμερα το διαχειρίζεται κυρίως μια τετρακομματική συμμορία κορυφής στην υπηρεσία ενός φασιστικού ιμπεριαλισμού μια κυρίως κρατική τηλεόραση δεν μπορεί παρά να σημαίνει μια βαθιά αντιδημοκρατική τηλεόραση.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική απάτη από το να ισχυρίζεται κανείς ότι διαπλοκή είναι το να διαθέτουν δικά τους ΜΜΕ, οπότε και αυτόνομη πολιτική εξουσία, τα ξεχωριστά κομμάτια του κεφάλαιου. Μα δεν υπάρχει κομμάτι του κεφάλαιου που στην αστική κοινωνία δεν έχει κομμάτι πολιτικής, δηλαδή κρατικής εξουσίας. Το κράτος δεν είναι μόνο γενικός εκφραστής και υπερασπιστής των συμφερόντων της αστικής τάξης. Έχει και συγκεκριμένους δεσμούς με αυτήν μέσα από προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις της γραφειοκρατίας και του πολιτικού προσωπικού του με τους εκπροσώπους του κάθε μεμονωμένου κεφάλαιου. Η διαπλοκή είναι δεδομένη στην αστική κοινωνία. Το πρόβλημα με τη διαπλοκή είναι όταν αυτή φτάνει ως την απόλυτη κυριαρχία κάποιων κομματιών του κεφάλαιου μέσα στο κράτος, όταν δηλαδή το κράτος καταλαμβάνεται εξ εφόδου από κάποιο κομμάτι του κεφάλαιου και από κάποιον ιμπεριαλισμό. Αυτή ακριβώς η διαπλοκή σημαίνει χτύπημα της πολιτικής δημοκρατίας. Τελικά σημαίνει συγκέντρωση όλης της πολιτικής προπαγάνδας στα χέρια της κρατικής εξουσίας, σημαίνει κατάργηση του δικαιώματος των ξεχωριστών κομματιών του κεφάλαιου να εκφράζονται αυτόνομα. Και αν αυτά τα κομμάτια δεν εκφράζονται αυτόνομα, ακόμα περισσότερο δεν εκφράζονται οι τάξεις που δεν διαθέτουν καθόλου τμήμα κρατικής εξουσίας, όπως είναι οι λαϊκές τάξεις. Γι αυτό αν υπάρχει δικτατορία για κάποια κομμάτια του κεφάλαιου υπάρχει απόλυτη δικτατορία και για το λαό.

Αυτή τη δικτατορία επιδιώκουν οι εφευρέτες και οι επιβολείς του διεθνώς μοναδικού νόμου για τον βασικό μέτοχο. Για να κρύψουν δηλαδή ότι θέλουν το μονοπώλιο της πολιτικής ενημέρωσης για τον εαυτό τους μέσω της κατάχτησης του μονοπώλιου της κρατικής εξουσίας ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει οι ιδιώτες κεφαλαιοκράτες να διαθέτουν ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ για να μην μπορούν να εκβιάζουν πολιτικά τις κυβερνήσεις και έτσι τάχα να αποσπούν από αυτές χαριστικές προμήθειες και εργολαβίες. Μα έχει αποδειχτεί ότι οι πιο χαριστικές συμβάσεις γίνονται σε κομμάτια του κεφάλαιου που δεν έχουν ιδιαίτερη ισχύ στα ΜΜΕ. Το κεφάλαιο Κόκκαλη, το πιο παχυμένο και πιο κυριαρχικό πολιτικά από όλα, έχει εξασφαλίσει τις πιο χαριστικές συμβάσεις και έχει έναν μόνο ραδιοφωνικό σταθμό και ένα περιθωριακό ακόμα τηλεοπτικό κανάλι.

Το κεφάλαιο Κόκκαλη λοιπόν δεν έγινε ισχυρό οικονομικά επειδή είχε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και ένα περιθωριακό κανάλι, αλλά απόκτησε αυτά καθώς και μια ποδοσφαιρική ομάδα και έγινε ένας οικονομικός γίγας γιατί ήταν εξ αρχής σε σύμφυση με τον φασιστικό πολιτικό πυρήνα του κράτους και μέσα από αυτή τη σύμφυση απέκτησε όλα τα άλλα. Άλλωστε αυτό αποδεικνύεται από το ότι αυτά τα ΜΜΕ ο Κόκκαλης τα κατείχε όλα αυτά τα χρόνια (πρόσφατα τα μεταβίβασε για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω), παραβιάζοντας τον νόμο για το βασικό μέτοχο. Που σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία επέτρεψε στον μονοπωλιακό υπερπρομηθευτή του κράτους Κόκκαλη αυτήν την παραβίαση ενώ δεν την επέτρεψε σε κανέναν άλλο προμηθευτή και εργολάβο πλην του επίσης κρατικού κεφαλαιοκράτη Μπόμπολα.
Η περίπτωση με τον Μπόμπολα είναι η πιο χαρακτηριστική. Αυτός ποδοπάτησε ακόμα πιο ωμά τον νόμο αφού πήρε τις πιο σκανδαλώδεις αναθέσεις έργων την ώρα που διέθετε ουσιαστική τηλεοπτική εξουσία. Το ότι ποδοπάτησε για χρόνια το νόμο δείχνει ότι και αυτός είχε πολιτική εξουσία ανεξάρτητα από τη θέση του στα ΜΜΕ. Άρα όλη η επιχειρηματολογία της ψευτοαριστεράς ότι η ιδιοκτησία των ΜΜΕ φέρνει την προτίμηση του κράτους στον ιδιοκτήτη τους καταρρέει. Αποδεικνύεται ότι είναι η προτίμηση του κράτους στον ιδιοκτήτη τους που δίνει στον τελευταίο εξουσία στα ΜΜΕ. Ο νόμος για το βασικό μέτοχο δεν είναι τίποτα άλλο από μια απόπειρα του πολιτικού μπλοκ που κυριαρχεί στο κράτος να εξασφαλίσει την ηγεμονία του πάνω στα ΜΜΕ. Η ίδια η εξέλιξη της πολιτικής πάλης αλλά και η εξέλιξη του νόμου σχετικά με το βασικό μέτοχο επιβεβαιώνει περίτρανα την παραπάνω διαπίστωση.

Τα παράθυρα του ΠΑΣΟΚ στο βασικό μέτοχο

Έχουμε κατ’ αρχήν το νόμο του ΠΑΣΟΚ για το βασικό μέτοχο. Αυτός ο νόμος, ενώ γενικά απαγορεύει τη ταυτόχρονη ιδιοκτησία ΜΜΕ και εργολαβικής ή προμηθευτικής εταιρείας που να κάνει δουλειές με το δημόσιο, επιτρέπει σε κάποιον κεφαλαιοκράτη να είναι προμηθευτής και ταυτόχρονα να έχει ραδιοτηλεοπτικά μέσα αρκεί να κάνει δυο πράγματα: 1ον να χωρίσει την ιδιοκτησία του σε δύο μέρη. Στο ένα μέρος να εμφανίζεται ο ίδιος σαν ιδιοκτήτης του ενός αντικειμένου, πχ του ΜΜΕ, και στο άλλο μέρος, δηλαδή σαν ιδιοκτήτης του εργολαβικού κεφάλαιου, να εμφανίζεται ο γιος του (περίπτωση Μπόμπολα ), ή ο ίδιος να είναι προμηθευτής, ο γιος του να έχει ένα ΜΜΕ και η γυναίκα του ένα άλλο (περίπτωση Κόκκαλη όπου η σύζυγος είχε τον Φλας και ο γιος το ΜAGIC). 2ον να αποδείξει ότι ο καθένας από τους υποτιθέμενους ξεχωριστούς ιδιοκτήτες συγγενείς του είναι οικονομικά αυτοδύναμος. Αυτή τη δεύτερη δυνατότητα, δηλαδή το νομικό παράθυρο που παραβίαζε το πνεύμα της συνταγματικής διάταξης, το έδωσε στους Κόκκαλη και Μπόμπολα ο νόμος του ΠΑΣΟΚ. Αλλά το νομικό παράθυρο στο νόμο του ΠΑΣΟΚ δεν έφτανε από μόνο του για να γίνει πράξη ο καταμερισμός ιδιοκτησίας. Έπρεπε να υπάρχει και ένα πολιτικό και διοικητικό σύστημα που να εξασφαλίζει στους συγγενείς των δύο κρατικών ολιγαρχών ότι θα θεωρηθούν πράγματι οικονομικά αυτοδύναμοι.
Έπρεπε δηλαδή να γίνει εκτός από τη νομική και μια πρακτική απάτη. Γιατί ποιος λογικός άνθρωπος θα πίστευε ποτέ ότι οι γιοι και οι σύζυγοι των ολιγαρχών απόχτησαν την οικονομική τους ισχύ ανεξάρτητα από τους ίδιους τους ολιγάρχες; Αυτό μπορούσε να το πιστέψει μόνο ένα Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ) που ήταν στα χέρια μιας κυβέρνησης και μιας αντιπολίτευσης πρόθυμων να δεχτούν την απάτη. Αυτό σήμαινε από την άλλη ότι αυτήν την κομπίνα δεν μπορούσαν να την κάνουν άλλοι εργολάβοι και προμηθευτές του δημοσίου παρά μόνο εκείνοι που ήξεραν από τα πριν ότι είχαν απόλυτη πολιτική προστασία.
Αυτή η απάτη γινόταν στο ΕΣΡ ως εξής. Τα μέλη του ΕΣΡ από το ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν υπέρ της απάτης, τα μέλη του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ έκαναν αποχή ή ψήφιζαν κατά, χωρίς ποτέ να καταγγέλλουν τον Μπόμπολα ή τον Κόκκαλη, αλλά επειδή τάχα ήταν αντίθετοι με τον νόμο για το βασικό μέτοχο που δεν ήταν αρκετά σκληρός! Η ΝΔ, είτε δεν έπαιρνε καθόλου θέση απουσιάζοντας από τις συνεδριάσεις, είτε λειτουργούσε σε μέτωπο με ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες φροντιζόταν πάντα να πλειοψηφούν οι του ΠΑΣΟΚ ώστε να δίνονται τα πιστοποιητικά.
Έτσι τη βόλευαν όλα τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ οι ολιγάρχες του. Γι’ αυτό το “παράθυρο” του ΠΑΣΟΚ το αξιοποίησαν μόνο οι δικοί του πραγματικά κρατικοί ολιγάρχες και κανένας άλλος καπιταλιστής προμηθευτής του δημοσίου, αποδεικνύοντας και με αυτόν τον τρόπο περίτρανα ότι η διαπλοκή στα κρατικοφασιστικά καθεστώτα προέρχεται κυρίως από την κυριαρχία της κρατικής πολιτικής εξουσίας πάνω στην οικονομία και όχι αντίστροφα από την κυριαρχία των ιδιωτικών καπιταλιστικών ΜΜΕ, δηλαδή την κυριαρχία της οικονομίας πάνω στην πολιτική εξουσία και από κει στο κράτος.

Η συνέχεια είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική. Η σύγκρουση του ΕΣΡ με τον Μπόμπολα, ο δεύτερος νόμος για το βασικό μέτοχο, ο λεγόμενος νόμος Παυλόπουλου και ύστερα η διαμάχη των εμπνευστών αυτού του νόμου με την ΕΕ εξηγούνται από την προσπάθεια του καθεστώτος να προστατέψει τους ολιγάρχες του συνεχίζοντας βέβαια να αποκλείει τους αντιπάλους του από τα ΜΜΕ.

Η προσπάθεια της ΝΔ να εφαρμόσει το νόμο και για τους κρατικούς ολιγάρχες

Μετά την πτώση λοιπόν του ΠΑΣΟΚ από την κυβερνητική εξουσία ένα κομμάτι της ΝΔ, το πιο πλειοψηφικό στην ηγεσία της αλλά και στη βάση της παράταξης αυτής, έκρινε ότι μπορούσε επιτέλους να συγκρουστεί με τους δύο ολιγάρχες που τους θεωρούσε απλά προστατεύομενους του ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη σύγκρουση επιχειρήθηκε μέσα στους κόλπους του ΕΣΡ. Εκεί ο Ρ. Μορώνης της ΝΔ, ενθαρρυμένος από το γεγονός ότι το κόμμα του βρέθηκε στην κυβέρνηση, καταψήφισε την αίτηση Μπόμπολα για πιστοποιητικό διαφάνειας, και δήλωσε ότι ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται, και ότι από τα στοιχεία του ΕΣΡ προκύπτει ότι ο γιος είχε οικονομικούς δεσμούς με τον πατέρα, ανατρέποντας τους συσχετισμούς. Έτσι, για πρώτη φορά διαμορφώθηκε αρνητική για τον Μπόμπολα πλειοψηφία στο ΕΣΡ, αφού ΣΥΝ και ψευτοΚΚΕ αναγκάστηκαν να συρθούν στην καταψήφιση για να μην εκτεθούν σαν “προστάτες της διαπλοκής”, διατηρώντας όμως το σκεπτικό τους περί αντισυνταγματικότητας του νόμου που ως εκείνη τη στιγμή τους επέτρεπε να μη χτυπάνε τον Μπόμπολα (από αριστερά). Χωρίς το πιστοποιητικό διαφάνειας δεν μπορούσαν να συνεχίζονται οι κρατικές εργολαβίες για τον ΑΚΤΩΡΑ και το επιχειρηματικό σχήμα στο οποίο αυτός συμμετείχε, την ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ, που βρισκόταν στα χέρια του γιου του ολιγάρχη (ο πατέρας είχε τα ΜΜΕ). Επρόκειτο απλά για μια εφαρμογή του νόμου του ΠΑΣΟΚ, αλλά αμέσως ΠΑΣΟΚ, ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ βγήκαν να αποδώσουν την εφαρμογή του νόμου στην προσπάθεια της ΝΔ να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εργολάβων της ΝΔ. Αυτό το νόημα είχε η μόνιμη επωδός των ρωσόφιλων ότι η απόφαση του ΕΣΡ επιχειρούσε απλά ένα “νέο μοίρασμα της εργολαβικής πίτας”. Μα έφτανε να εγκαταλείψει ο Μπόμπολας το ΜΕΓΚΑ για να συνεχίσει να παίρνει όσες εργολαβίες ήθελε. Πράγματι αυτό έκανε όχι τόσο κάτω από την πίεση του ΕΣΡ, όσο από το νέο νόμο της ΝΔ που έκλεινε το “παράθυρο” του νόμου του ΠΑΣΟΚ περί οικονομικής αυτοδυναμίας.
Όταν όμως ο Μπόμπολας επεχείρησε να πουλήσει τις μετοχές του ΜΕΓΚΑ στον Αγγελόπουλο της Χαλυβουργικής το καθεστώς αμέσως σταμάτησε τη μεταβίβαση γιατί σε μια τέτοια περίπτωση όχι μόνο το καθεστώς δεν θα μπορούσε να ελέγχει το ΜΕΓΚΑ, αλλά ακόμα χειρότερα αυτό θα περνούσε σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του πιο ισχυρού και ίσως του πιο σύγχρονου από τα ελληνικά βιομηχανικά κεφάλαια. Έτσι η αγοραπωλησία ματαιώθηκε. Η λύση που επεχείρησε τότε το καθεστώς ήταν να αλλάξει χέρια όχι το κανάλι αλλά η ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ, το ευρύτερο από τον ΑΚΤΩΡΑ επιχειρηματικό σχήμα. Έτσι εμφανίστηκε ξαφνικά μια εταιρεία με έδρα το Λουξεμβούργο η HELLAS PARTICIPATIONS που λέγεται ότι ανήκει στους υπόλοιπους πλην Μπόμπολα μετόχους της ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗΣ, η οποία αγόρασε τις μετοχές του Μπόμπολα γιου. Αυτός πάντως κράτησε στην εταιρία μετοχές ίσες με το 4,5 % του συνολικού κεφάλαιου, δηλαδή λιγότερο από το 5% που δίνει το δικαίωμα για τους συγγενείς ο νόμος του ΠΑΣΟΚ (γιατί ο καινούργιος νόμος της ΝΔ που κατεβάζει το 5% σε 1% δεν έχει ισχύσει ακόμα). Έτσι η ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ παίρνει πιστοποιητικό διαφάνειας από το ΕΣΡ. Την ίδια στιγμή η σύζυγος και ο γιος του Κόκκαλη πουλάνε τον σταθμό ΦΛΑΣ και το MAGIC για να πάρει και ο Κόκκαλης πιστοποιητικό διαφάνειας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια είναι η πολιτική φύση των νέων ιδιοκτητών για όλες αυτές τις μεταβιβάσεις και ακόμα λιγότερο ποιες είναι οι μελλοντικές δεσμεύσεις των νέων ιδιοκτητών απέναντι στους παλιούς. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η νέα τακτική του ΕΣΡ και η πολιτική πίεση που αποπνέει ο νέος νόμος υποχρέωσαν τους ανατολικούς καθεστωτικούς ολιγάρχες σε υποχωρήσεις. Το καθεστώς θέλει οι δικοί του άνθρωποι να μπορούν να ελέγξουν τα κανάλια. Από μια άποψη είναι πιο εύκολο για τους σοσιαλφασίστες να ελέγξουν τα ΜΜΕ μέσω των ολιγαρχών τους παρά μέσω του κράτους καθ’ εαυτού. Γιατί μια απόλυτη κυριαρχία τους στο κράτος θα είναι πάντα πιο δύσκολη από την απόλυτη κυριαρχία τους πάνω στους ολιγάρχες τους οποίους οι ίδιοι δημιούργησαν. Η κυριαρχία των ανατολικών κρατικών ολιγαρχών στα ΜΜΕ θα είναι στο μέλλον τόσο πιο εύκολη όσο οι παλιότεροι από αυτούς θα δυναμώνουν οικονομικά και νέοι θα έρχονται, ήδη έρχονται στο προσκήνιο (Μυτηλιναίος, Γερμανός, Κοπελούζος).
Να λοιπόν γιατί το καθεστώς έγινε έξαλλο και στράφηκε με μανία ενάντια στο νόμο της ΝΔ. Δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν ότι έκλεινε τα παράθυρα που είχε ανοιχτά ο νόμος του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, ειδικά το ΠΑΣΟΚ, προκάλεσε έναν πελώριο και παρατεταμένο θόρυβο ενάντια στο νέο νόμο, επίτηδες τόσο μεγάλο ώστε τελικά να κινητοποιηθεί εναντίον του και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που είχε εκδηλώσει από χρόνια με διαμαρτυρίες την αντίθεσή της και στο νόμο του ΠΑΣΟΚ και στο Σύνταγμα, αλλά που δεν κινιόταν αποφασιστικά επειδή δεν είχε εσωτερικό πολιτικό έρεισμα στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή και συντονισμένα με τους πολιτικούς προστάτες του και ο Μπόμπολας κατέφευγε στην επίκληση του κοινοτικού δικαίου και δήλωνε την πρόθεση του να προσφύγει στα ευρωπαϊκά όργανα.

Νόμος προβοκαρισμένος μέχρι γελοιοποίησης

Τώρα λοιπόν η ΕΕ μπορούσε να επέμβει. Και μπορούσε να επέμβει ενάντια στο νέο νόμο πολύ ευκολότερα από όσο μπορούσε με τον παλιό και με πολλαπλάσια ορμή. Γιατί ο νέος νόμος δεν αρκέστηκε στο να κλείνει το παράθυρο που άνοιγε ο προηγούμενος στους ολιγάρχες, αλλά έβαλε τόσους πολλούς επί πλέον περιορισμούς στη σχέση εταιρείας ιδιοκτήτη ΜΜΕ με εταιρεία προμηθευτή και εργολάβο του δημοσίου, που έκανε δύσκολο σε οποιαδήποτε εταιρία να έχει σχέση αγοράς με το δημόσιο. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτοί οι περιορισμοί μπήκαν επίτηδες με επέμβαση του Καραμανλή για να προβοκαριστεί ο νόμος Παυλόπουλου.
Το προβοκάρισμα έγινε ως εξής: Όλη η επέμβαση της Κομισιόν τα τελευταία χρόνια ενάντια στη νομοθεσία για το βασικό μέτοχο είχε ένα βασικό επιχείρημα: Ότι δεν μπορεί κανείς να απαγορεύσει στο κεφάλαιο μέσα στην ΕΕ να διακινηθεί ελεύθερα σε όποιον οικονομικό τομέα θέλει και ότι γι’ αυτό το λόγο δεν είναι δυνατό να μην μπορεί ένα κεφάλαιο που έχει σχέση με την αγορά του δημόσιου να μην μπορεί να έχει σχέση με την αγορά των ΜΜΕ και αντίστροφα.
Ο νόμος του Παυλόπουλου όχι μόνο δεν συμβιβάστηκε κάπως με αυτή την απαίτηση, αλλά αντίθετα προσπάθησε να εξασφαλίσει ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμιά τέτοια σχέση, ούτε κατά μια μικρή ποσότητα του κεφάλαιου. Σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση πίεζαν το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ για να δώσουν στον Καραμανλή το πολιτικό άλλοθι που του χρειαζόταν προκειμένου αυτός να πιέσει τον Παυλόπουλο. Έτσι προστέθηκε μια διάταξη σύμφωνα με την οποία κάθε ανώνυμη εταιρία που θέλει να πάρει δουλειά από το δημόσιο, ελληνική ή πολυεθνική, πρέπει να διαβεβαιώσει το ΕΣΡ ότι κανένας από τους μετόχους της δεν έχει κανέναν συγγενή μέχρι τρίτου βαθμού που να διαθέτει στην Ελλάδα κάποιο ποσοστό πάνω από 1% σε κάποιο ΜΜΕ το οποίο θα μπορούσε να είναι ακόμα και ένας επαρχιακός ραδιοφωνικός σταθμός ή κάποια τοπική εφημερίδα. Ο νόμος, για να συλλάβει κάθε ύποπτο μέτοχο, υποχρέωνε ακόμα και τις Ανώνυμες Εταιρείες μεγαθήρια που έχουν χιλιάδες μετοχές να φτάσουν μέχρι τους φυσικούς ιδιοκτήτες αυτών των μετοχών ώστε να μπορούν να αποδείξουν ότι οποιοσδήποτε από τους μετόχους που συγκεντρώνει ποσοστό ίσο με το 1% του συνολικού κεφάλαιου δεν έχει κάποιο συγγενή τρίτου βαθμού που να έχει σε κάποια επαρχιακή πόλη ή σε κάποια συνοικία της Αθήνας κάποια ασήμαντη σχέση ιδιοκτησίας με την τοπική εφημεριδούλα. Οι μεγάλες εταιρείες, ιδιαίτερα οι πολυεθνικές ξεσηκώθηκαν με αυτή τη διάταξη που τους έβαζε μπροστά σε ένα εξαιρετικά χρονοβόρο, επισφαλές και εν πολλοίς αδύνατο καθήκον, δηλαδή να βρουν και να ελέγξουν όλα τα φυσικά πρόσωπα που έχουν μετοχές. Σε τελική ανάλυση η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σε αυτό το καθήκον σήμαινε ότι όλη η οικονομική ζωή και όλη η εσωτερική αγορά θα δεχόταν ένα μεγάλο πλήγμα. Δηλαδή ο μέχρι γελοιότητας υπερβολικός και τελικά επαχθής όρος που μπήκε στο νέο νόμο αφαιρούσε από τους κρατικούς ολιγάρχες τα ΜΜΕ αλλά επίσης περιόριζε ή και αφαιρούσε από κάθε κεφάλαιο το δικαίωμα να έχει σχέση με την αγορά του Δημοσίου. Ήταν σαν να έλεγε το καθεστώς στο σύνολο του ιδιωτικού και βασικά δυτικού κεφάλαιου: Δέξου την “ευλυγισία” του νόμου υπέρ των ολιγαρχών ή πέθανε.
Έτσι έγινε και όλοι μαζί, ελληνικές ανώνυμες εταιρείες, πολυεθνικές και κρατικοί ολιγάρχες συγκρότησαν το πιο πλατύ και φανατικό μέτωπο ενάντια στο νόμο που στην πολιτική φανερώθηκε σαν μέτωπο ΠΑΣΟΚ - ΣΕΒ.

Η επέμβαση της Κομισιόν και το ελληνικό Σύνταγμα

Η Κομισιόν μπορούσε τώρα να απορρίψει με κάθε άνεση το νόμο. Και τον απέρριψε με τον πιο σαφή τρόπο λέγοντας ότι αν η κυβέρνηση επέμενε σε αυτόν τότε θα επέβαλε στην αναιμική ελληνική οικονομία την εσχάτη των ποινών, την περικοπή των κοινοτικών κονδυλίων για τα δημόσια έργα. Στο σημείο αυτό οι πάντες συνέστησαν στην κυβέρνηση ρεαλισμό, τόσο ώστε ο δυστυχής Παυλόπουλος να μείνει μόνος του να υποστηρίζει το νόμο, χωρίς τους αρχικούς συνεισηγητές του, Παπαληγούρα και Ρουσόπουλο. Ρεαλισμός σήμαινε να αλλάξει ο νόμος σε κάποια σημεία του που κανένας ακόμα δεν έχει προσδιορίσει, αρκεί η Κομισιόν να μην επιβάλει τις περικοπές. Μέσα από αυτές τις αλλαγές υποθέτουμε ότι το καθεστώς θα επιδιώξει να διαμορφώσει ξανά το νόμο με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μην μπορεί να επενδύσει στα ΜΜΕ πλην των δικών του ανθρώπων.
Όμως η Κομισιόν δεν έμεινε απλά στο να ζητάει μια μερική αλλαγή του νόμου, ζήτησε την κατάργηση του νόμου και κάθε περιορισμού στην κατοχή ΜΜΕ από οποιοδήποτε κεφάλαιο μέσα στην ΕΕ. Η κυβέρνηση απάντησε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει γιατί το απαγορεύει το ελληνικό Σύνταγμα. Η Κομισιόν τότε είπε ότι η συγκεκριμένη παράγραφος του ελληνικού Σύνταγματος (άρθρο 14 παρ. 9) δεν έχει ισχύ στο βαθμό που συγκρούεται με τη κοινοτική νομοθεσία.
Τότε και μέσα σε μια στιγμή συγκροτήθηκε το “πατριωτικό μέτωπο” ενάντια στην Κομισιόν που τόλμησε να ισχυριστεί ότι το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει του Συντάγματος. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ μπήκε στο μέτωπο, όμως διστακτικά για να μην ξεθαρρέψει ο Παυλόπουλος και ζητήσει ατόφια εφαρμογή του νόμου του, ενώ όπως μπορεί να υποθέσει κανείς τα δύο κόμματα του Κρεμλίνου, ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ, πρωτοστάτησαν σε εθνική αντιευρωπαϊκή ορμή υπέρ του Συντάγματος. Η συνισταμένη που ήθελε το καθεστώς να βγει από όλες αυτές τις διαμαρτυρίες ήταν η εξής: “να μην αλλάξει ουσιαστικά η συνταγματική διάταξη” αλλά να “αλλάξει ο νόμος” ή αλλιώς να αλλάξει ο νόμος ώστε να μπορούν οι δικοί μας να έχουν ΜΜΕ αλλά όχι τόσο ώστε να μπορούν να έχουν και οι εχθροί μας.
Ο βασικός κίνδυνος στο σημείο αυτό για το καθεστώς είναι να επιμείνει η ΕΕ στην εξουδετέρωση της συνταγματικής διάταξης γιατί πέρα από το τι λένε οι διάφοροι κονδυλοφόροι, οι ευρωπαϊκές οδηγίες υπερισχύουν αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου κάθε χώρας. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα ισχυρές πολιτικά εκείνες οι οδηγίες που αναφέρονται στην ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων στο εσωτερικό της ΕΕ. Γιατί το πιο άμεσο, ιστορικά πρωταρχικό και πρακτικά πιο αποτελεσματικό επίπεδο ενοποίησης της ΕΕ βρίσκεται στο οικονομικό επίπεδο, στο επίπεδο της ενιαίας αγοράς. Η πρώτη πτώση των κρατικών συνόρων μέσα στην ΕΕ και ο αντίστοιχος περιορισμός της κυριαρχίας κάθε κράτους αφορά την πτώση των συνόρων για την κίνηση προσώπων, εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Σε αυτήν την ολοφάνερη πραγματικότητα οι πολιτικοί και οι νομομαθείς του σοσιαλφασισμού με πρώτο το Μανιτάκη βρήκαν την απάντηση: Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου οι σχετικές με την ελευθερία της κίνησης του κεφάλαιου δεν μπορούν να υπερισχύουν συνταγματικών διατάξεων ενός κράτους μέλους που αφορούν ύψιστους εθνικούς θεσμούς του όπως είναι οι σχετικοί με την δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Αλαβάνο (Ελευθεροτυπία, 31 Μάρτη) “η ευρωπαϊκή νομοθεσία αναγνωρίζει ότι οι χώρες-μέλη μπορούν να παίρνουν ειδικά εθνικά μέτρα που η Ε.Ε. οφείλει να τα αποδεχθεί σε ζητήματα ΜΜΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφάνεια, η πολυφωνία, η αξιοπιστία και η μη συγκέντρωση”.
Η μόνιμη επωδός του σοσιαλφασισμού στην πάλη του ενάντια στην ΕΕ για το βασικό μέτοχο είναι ότι δεν είναι δυνατό να επιτρέψουμε στον οικονομικό φιλελευθερισμό να εξουδετερώσει την πολιτική δημοκρατία. Το θράσος τους είναι ασύλληπτο. Ισχυρίζονται ότι ο νόμος για το βασικό μέτοχο όχι μόνο δεν μειώνει την πολυφωνία και την αξιοπιστία των ΜΜΕ, εξοστρακίζοντας από αυτά κομμάτια ολόκληρα της αστικής τάξης, και μάλιστα τα λιγότερο δεμένα με το μεγαλύτερο πραγματικό μονοπώλιο στην Ελλάδα το κρατικό, αλλά είναι αυτός που την εξασφαλίζει. Ακόμα ισχυρίζονται ότι με τον ίδιο νόμο μειώνεται η διαφθορά, την ώρα που αυξάνεται τη διαφθορά, ακριβώς γιατί αυτή στην Ελλάδα, οφείλεται στη σύμφυση του διακομματικού μονοπώλιου κορυφής με το κρατικό οικονομικό μονοπώλιο. Ολόκληρο το πρώτο μέρος αυτού του άρθρου είναι αφιερωμένο στην ανατροπή αυτών των ισχυρισμών του σοσιαλφασισμού που μηρυκάζει σύσσωμη η αστική τάξη τις τελευταίες δεκαετίες.

Η οικονομίστικη ΕΕ και η παράξενη συλλογική μνήμη της

Οι σοσιαλφασίστες είναι πεπεισμένοι ότι μιλάνε εκ του ασφαλούς. Γνωρίζουν ότι η ΕΕ είναι ανίκανη να τους απαντήσει με όρους πολιτικής δημοκρατίας και ότι επιμένει στα οικονομίστικα επιχειρήματα. Πραγματικά σε κανένα σημείο του μακροσκελούς του γράμματος προς την κυβέρνηση ο αρμόδιος κομισάριος της ΕΕ, Μακ Γκρίβι, δεν αναφέρεται στην πολιτική δημοκρατία που παραβιάζεται με αυτό το νόμο. Η Κομισιόν και γενικότερα όλα τα ευρωπαϊκά πολιτικά όργανα αποφεύγουν σαν το διάολο να μπλέξουν με τα καυτά πολιτικά προβλήματα από φόβο, το βασικό “ιδρυτικό” φόβο που αργοσκοτώνει την ΕΕ, ότι η πολιτική θα διασπάσει την ενότητα που κερδήθηκε βήμα-βήμα μέσα από την οικονομία. Ειδικά σε περιπτώσεις που το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο σε μια χώρα είναι ενιαία αντίθετο σε μια ευρωπαϊκή δράση, δεν είναι η χώρα που υποχωρεί αλλά η ΕΕ. Αυτό έγινε πάντα στα ελληνικά βέτο είτε στο μακεδονικό, είτε στο σερβικό, είτε στο τουρκικό παλιότερα. Οι ευρωπαίοι καπιταλιστές πάνω απ’ όλα δεν θέλουν να χάσουν την ενιαία αγορά και αυτή μόνο υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια. Τρέμουν λοιπόν μήπως ένα “εθνικό βέτο” τους υποχρεώσει να κάνουν μια εσωτερική ρήξη ενάντια σε ένα κράτος-μέλος, δηλαδή να δώσουν τελικά μια σκληρή πολιτική πάλη που τρέμουν ότι θα τους αποσταθεροποιήσει συνολικότερα ξυπνώντας κοιμισμένες αντιθέσεις και κρυμμένα διακρατικά μπλοκ. Ειδικά ξέρουν οι έλληνες σοσιαλφασίστες όταν κάνουν “τσαμπουκάδες” στην ΕΕ ότι σήμερα το δικό τους μπλοκ είναι πανίσχυρο. Χώρια από την πάντα σίγουρη Κύπρο έχουν μαζί τους εξ αρχής το στρατηγικό μπλοκ των ρωσόφιλων ηγετών τεσσάρων μεγάλων χωρών της ΕΕ, εκείνο των Σρέντερ, Σιράκ, Μπλερ, Ζαπατέρο. Αυτό είναι που τους αποθρασύνει.
Αλλά και αυτό το θράσος έχει τα όριά του. Η ΕΕ υποκύπτει στους εθνικούς εκβιασμούς αλλά σε αντιστάθμισμα έχει διαμορφώσει με τον καιρό μια συλλογική μνήμη και μια παράξενη τακτική λεπτής και διακριτικής, σχεδόν βασανιστικής απομόνωσης και τιμωρίας των εθνικών εκβιαστών. Πιέζοντας την ΕΕ, εκβιάζοντάς την ακατάπαυστα με τις “εθνικές του ιδιομορφίες”, αποσπώντας χρήματα που τα σκορπάει στη διαφθορά και εκλιπαρώντας διαρκώς μετανοιωμένο για λίγη ακόμα κατανόηση, το ελληνικό σοσιαλφασιστικό καθεστώς έχει αρχίσει να γίνεται αντιπαθητικό σε όλη την ΕΕ. Η πορεία του αρχίζει να συναντάει και θα συναντάει όλο και μεγαλύτερα εμπόδια. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και η υπόθεση με το βασικό μέτοχο δεν θα είναι ένας απλός περίπατος.