Συγκρούσεις και απεργίες σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις

Η οικονομία και ο λαός θα δοκιμάσουν αυτό το καλοκαίρι ένα μεγάλο πλήγμα καθώς το βαθύ καθεστώς επιχειρεί να φέρει στα μέτρα του την κατάσταση στις ΔΕΚΟ. Ανάλογα με το τι θέλει να κάνει με την κάθε μια από αυτές έχουμε και μια ξεχωριστή σύγκρουση κυρίως στο περιεχόμενο και λιγότερο στη μορφή.

Άλλες από αυτές τις ΔΕΚΟ το καθεστώς θέλει να τις κάνει πιο αποδοτικές οικονομικά για να τις παραδώσει στο δικό του κρατικοφασιστικό κεφάλαιο ανατολικού τύπου. Άλλες, τις περισσότερες, θέλει να τις εμποδίσει από το να γίνουν παραγωγικές για να μην αγοραστούν από το σύγχρονο δυτικού τύπου κεφάλαιο.

Η θετική απεργία που δεν έγινε στον ΟΤΕ

Η πιο τυπική περίπτωση της πρώτης κατηγορίας είναι ο ΟΤΕ. Τον ΟΤΕ που ήδη είναι σε μεγάλο βαθμό διαβρωμένος από το ανατολικό κεφάλαιο, το καθεστώς θέλει να τον δώσει εξ ολοκλήρου σε αυτό. Εκεί περιμένουν οι Κόκκαλης και Μπόμπολας για να αγοράσουν. Εκεί το κράτος ανάλαβε όλο το βάρος της διαδικασίας της απίσχνασης από πλεονάζουν προσωπικό και από κόστος. Εκεί τα συνδικάτα, που αποδείχτηκε ότι ελέγχονται από το βαθύ καθεστώς, δέχτηκαν δύο πράγματα, και το κράτος να αναλάβει όλο το βάρος της εθελούσιας πρόωρης αποχώρησης χιλιάδων υπαλλήλων, και να προσλαμβάνεται από δω και μπρος φτηνό μη μόνιμο προσωπικό, δηλαδή να συντριβεί ο ενιαίος συνδικαλισμός σε αυτή τη μεγάλη βιομηχανία επικοινωνίας και πληροφορίας. Στον ΟΤΕ δηλαδή που έγινε το μεγάλο έγκλημα δεν έγινε απολύτως καμιά απεργία. Μόνο έγινε πολιτική σύγκρουση κυρίως στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ καθώς η κρατικιστική εθνικιστική τάση διαφώνησε με τη ρωσόδουλη ηγεσία και τους συνδικαλιστές του ΟΤΕ που προφανώς ελέγχει.

Η αρνητική απεργία των τραπεζών

Αντίθετα στη δεύτερη κατηγορία (παράδοση των ΔΕΚΟ στο διεθνές και ντόπιο παραγωγικό κεφάλαιο, κεφάλαιο δυτικού τύπου) γίνονται οι μεγάλες πρακτικές συγκρούσεις και από πολιτική και από συνδικαλιστική άποψη. Είναι αυτές που παίρνουν παρατεταμένο και κλιμακούμενο απεργιακό χαρακτήρα και οδηγούν μέχρι και σε παράλυση της οικονομικής ζωής. Είναι αυτές που διαφημίζονται από τις τηλεοράσεις, που διασπούν την κυβέρνηση και που σέρνουν πίσω τους όλες τις ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και όλο τον οργισμένο επαγγελματικό αντικαπιταλισμό. Η πιο τυπική και ζωτικής σημασίας τέτοια σύγκρουση γίνεται αυτή τη στιγμή στις τράπεζες.
Αυτή η απεργία γίνεται γιατί οι φιλοδυτικοί οικονομικοί κύκλοι της κυβέρνησης θέλουν να πουλήσουν με όρους παγκόσμιας αγοράς δύο τράπεζες που είναι βαριά αντιπαραγωγικές: Την Εμπορική και την Αγροτική. Αυτές τις τράπεζες και γενικά τις κρατικές τράπεζες δεν είναι έτοιμο να τις αγοράσει το κρατικοφασιστικό κεφάλαιο. Γιατί αυτό το κεφάλαιο δεν έχει ακόμα παχυνθεί τόσο πολύ ώστε να μπορεί να καταπιεί μια Τράπεζα και γιατί δεν είναι εύκολο να σταθεί το αρπακτικό κρατικοφασιστικό κεφάλαιο σε μια τόσο ανταγωνιστική αγορά όσο η τραπεζική. Το κρατικοφασιστικό κεφάλαιο θέλει την κυριαρχία καταρχήν σε τομείς που λειτουργούν μονοπωλιακά με κάλυψη και φροντίδα του κράτους, δηλαδή της πολιτικής εξουσίας. Αντίθετα με την εξυγίανση του ΟΤΕ που πρέπει να πετύχει, η εξυγίανση των τραπεζών πρέπει να αποτύχει. Γι αυτό γίνεται η απεργία των τραπεζικών.

Στις τράπεζες δεν υπάρχει κανένα πλήγμα στον ενιαίο τους συνδικαλισμό σαν αυτό που έγινε στον ΟΤΕ. Έγινε μόνο μια ασφαλιστική ρύθμιση που δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι το κράτος θα πληρώσει τα ασφαλιστικά ελλείμματα των τραπεζών, αλλιώς αυτές ούτε πουλιούνται, ούτε μπορούν ακόμα και απούλητες να υπάρξουν με όρους αγοράς. Όμως η ρύθμιση δεν θίγει πουθενά τα συνδικάτα σαν τέτοια και κανένα συνδικαλιστικό δικαίωμα. Ακόμα και για τα επικουρικά ταμεία όπου η ΟΤΟΕ συγκεντρώνει τα πυρά της δεν έχει τίποτα πιο αρνητικό να πει από το ότι δεν έχει εγγυήσεις ότι οι τράπεζες θα πληρώσουν όσα δεσμεύονται από το νόμο ότι θα πληρώσουν μετά από 10 χρόνια! Τώρα οι υποκριτές του καθεστώτος σκίζουν τα ιμάτιά τους για το ότι το κράτος πληρώνει τους τραπεζίτες και έτσι χαντακώνει το ΙΚΑ που το βάζει μέσα 9 δις ευρώ, αλλά όλοι αυτοί δεν είπανε ποτέ λέξη όταν το δικό τους αυτό καθεστώς χρεωκοπούσε το ΙΚΑ εγγράφοντας χαριστικά σε αυτό όλους τους ρωσοπόντιους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ή όλα τα καταχρεωμένα ταμεία, ή όλη τη ρεμούλα των εκατοντάδων χιλιάδων υπερπρόωρων ή και απατεωνίστικων συνταξιοδοτήσεων. Δεν είπαν δηλαδή τίποτα όλοι αυτοί όταν όχι οι καταραμένοι τραπεζίτες αλλά οι κρατικοφασίστες του καθεστώτος, δηλαδή οι ίδιοι, τελικά αγοράζανε χάρη στα «ταξικά» ρουσφέτια ολόκληρη ή μέρος της κρατικής μηχανής.
Το ότι η απεργία των τραπεζών έχει την ολόπλευρη υποστήριξη του βαθιού καθεστώτος και είναι στρατηγικού χαρακτήρα αποδεικνύεται από το πόσο γρήγορα φτιάχτηκαν οι πολιτικές της εφεδρείες και οι πρακτικές ενισχύσεις της. Πόσο πολύ δηλαδή ενθαρρύνθηκαν ο μοιραίος κρατικιστής Εβερτ και ο Βαρθολομαίος του ΙΚΑ από το ΠΑΣΟΚ για να χτυπήσουν πολιτικά την κυβέρνηση, ή πως συντονίσανε τη ΓΣΕΕ και δουλέψανε για την 24ωρη της ώστε να τρομάξουν όλη την αστική τάξη ή πως στο άψε σβήσε το βαθύ καθεστώς μετέτρεψε τους σεκιουριτάδες σε εργατική πρωτοπορία και τους έριξε σύσσωμους στη μάχη για την παράλυση του τραπεζικού συστήματος.

Η θετική απεργία στον ΟΛΠ

Διαφορετικές παρατηρήσεις έχουμε να κάνουμε για την απεργία των λιμενεργατών του ΟΛΠ. Αυτή, ενώ φαίνεται από τη διάρκεια και την έντασή της να ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, στην κατηγορία τύπου τραπεζών, δηλαδή την κατηγορία της άρνησης της παράδοσης στο δυτικό κεφάλαιο, δεν φαίνεται το ίδιο από την άποψη της πολιτικο-συνδικαλιστικής της στήριξης, και κυρίως των αιτημάτων της. Για την απεργία αυτή ενώ έχει τόσο μεγάλη οικονομική επίπτωση στο εμπόριο, στον ΟΛΠ και ειδικά στον Πειραιά δεν γίνεται παρά ελάχιστος λόγος στα κανάλια, το ΠΑΣΟΚ ελάχιστα μιλάει γι αυτήν και κανείς δεν συγκεντρώνει πυρά στον αρμόδιο υπουργό. Ούτε και η ΓΣΕΕ την έχει στην πρώτη γραμμή της προπαγάνδας της, την ώρα που η απεργία αυτή τρέχει παράλληλα με κείνη των τραπεζών. Επίσης είναι αξιοπρόσεκτο ότι καμιά κίνηση συμπαράστασης δεν εκδηλώθηκε από κανένα άλλο συνδικαλιστικό σωματείο ή φορέα άλλου λιμανιού κι έτσι αυτή η απεργία κινδυνεύει να χαθεί από την αντικατάσταση των φορτοεκφορτώσεών της κατά 80% από άλλα λιμάνια.
Είναι γεγονός ότι οι λιμενεργάτες της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά της υπέρογκης και πλασματικής αμοιβής, της λίγης σχετικά δουλειάς, της λούφας κλπ που επικρατούν σε όλες οι ΔΕΚΟ. Μάλιστα μερικοί λένε ότι εκεί αυτά τα φαινόμενα είναι ακραία. Είναι λοιπόν και εδώ σωστή και δίκαιη κάθε προσπάθεια κατάργησης αυτού του καθεστώτος παραγωγής και αμοιβής που ανεβάζει σε πελώρια ύψη το κόστος παραγωγής της φορτοεκφόρτωσης στον Πειραιά. Αυτή η απαίτηση ισχύει άλλωστε στα πλαίσια οποιουδήποτε συστήματος παραγωγής.
Το πρόβλημα όμως εδώ είναι ότι τα μέτρα που προώθησε ο Κεφαλογιάννης έχουν άρωμα ΟΤΕ και όχι τραπεζών. Αντί δηλαδή να μπει ζήτημα εξορθολογισμού της παραγωγικότητας της εργασίας σε ότι αφορά την ένταση της εργασίας και το ύψος των αμοιβών, μπήκε όπως και στον ΟΤΕ ζήτημα πρόσληψης εποχιακού προσωπικού με τελείως άλλο μισθολογικό καθεστώς καθώς και ζήτημα πρόωρης συνταξιοδότησης. Με λίγα λόγια δεν μπήκε ζήτημα οργάνωσης της παραγωγικής και συνδικαλιστικής ζωής σε νέα βάση αλλά διάσπαση της συνδικαλιστικής ζωής, οπότε και κατάργηση σε βάθος χρόνου κάθε μέχρι τότε δίκαιης κατάστασης έντασης και αμοιβής της εργασίας. Ότι δεν υπήρχε πρόθεση απλού εξορθολογισμού ή έστω και οικονομίας εξόδων στην λειτουργία του ΟΛΠ από την πλευρά του υπουργείου αποδεικνύεται από το ότι το Σωματείο των λιμενεργατών συμφώνησε με τη διοίκηση του ΟΛΠ σε μέτρα εντατικοποίησης της δουλειάς που θα οδηγούσαν σε μείωση πρόσθετου προσωπικού 70 υπαλλήλων. Όταν η συμφωνία αυτή υπογράφτηκε ανάμεσα στο Σωματείο και τη Διοίκηση του ΟΛΠ, ο Κεφαλογιάννης αρνήθηκε να την υπογράψει. Τότε ακριβώς στις 2 του Ιούνη ριζοσπαστικποιήθηκε η απεργία και έγινε απεργία διαρκείας από απεργία υπερωριών. Στο σημείο αυτό άρχισε και ο Κεφαλογιάννης να δημαγωγεί με τα 140.000 χρονιάτικα ευρώ ενός υπερειδικευμένου ελάχιστου αριθμού εργαζομένων. Στην ουσία ο μέσος μικτός μισθός του κάθε εργαζόμενου συν το ΙΚΑ που πληρώνει ο εργοδότης είναι 2200 Ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο ίδιος ο υπουργός. (Ναυτεμπορική, 1η Ιούνη).
Από τη σχέση της εξυγίανσης μιας επιχείρησης με τους εργαζόμενους και τη συνδικαλιστική τους ενότητα μπορεί να υποθέσει κανείς πολλά για το σε ποιο είδος κεφαλαιοκράτη προορίζεται να περάσει η ιδιοκτησία της. Εδώ στον ΟΛΠ όλα στην ετοιμαζόμενη εξαγορά του μυρίζουν κρατικοφασίστες. Είναι γνωστό ότι ο κρατικοφεουδάρχης της πόλης Κόκκαλης και όλος ο σοσιαλφασισμός πάντα ενδιαφερόταν για τον ΟΛΠ που είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός παράγοντας αυτής της πόλης και ο δεσμός της με το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας, το εφοπλιστικό. Ταυτόχρονα δεν μπορούμε να μην ανησυχούμε με τα παρατεταμένα ταξίδια του Κεφαλογιάννη στην Κίνα.

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι η απεργία αυτή έχει τουλάχιστον σε αυτή τη φάση θετικό χαρακτήρα. Όμως το πολιτικό της πλαίσιο είναι πολύ αδύναμο. Το συνδικάτο δηλαδή ενώ σωστά βάζει ζήτημα ενάντια στις προσλήψεις εποχικού προσωπικού, θεωρεί ότι το κεντρικό ζήτημα είναι το «όχι στην ιδιωτικοποίηση». Αυτό το αίτημα το απομονώνει όχι μόνο από την αστική τάξη αλλά και από το λαό και κινδυνεύει να φέρει την απεργία στα μέτρα του σοσιαλφασισμού. Κανείς σήμερα στην Ελλάδα δεν πιστεύει ότι το κράτος μπορεί να δουλέψει ορθολογιστικά. Τα σωστά αιτήματα κάτω από τις δοσμένες πολιτικές συνθήκες είναι για όλες τις ΔΕΚΟ πρώτον: η όσο γίνεται μεγαλύτερη κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και δεύτερον: η κάθε διαδικασία ιδιωτικοποίησης να γίνεται με διαφάνεια και ισοτιμία για όλους τους αγοραστές με όρους παγκόσμιας αγοράς και να είναι ανοιχτή στο συνδικάτο σε όλες τις φάσεις. Με το «όχι στην ιδιωτικοποίηση» και μάλιστα με ένα όχι που βγαίνει από τα χείλη παλιών αφερέγγυων κρατιστών, οι εργαζόμενοι μένουν μόνοι τους ενάντια στο σύνολο του ιδιωτικού κεφάλαιου ανατολικού και δυτικού, μόνοι τους ενάντια στην ΕΕ, μόνοι τους με τους σοσιαλφασίστες να τους σκάβουν το λάκκο και να περιμένουν την ήττα τους για να παραδώσουν τη δοσμένη κρατική επιχείρηση στον άνθρωπό τους. Το χειρότερο είναι ότι εμφανίζονται σαν ταυτόσημοι με όλα αυτά τα σοσιαλφασιστικά κινήματα τύπου τραπεζών που τα αντιπαθεί ο λαός γιατί υποφέρει από αυτά (δες ταλαιπωρία των συνταξιούχων από τους σοσιαλφασίστες ηγέτες της ΟΤΟΕ, ηγέτες της πιο τεμπέλικης και διεφθαρμένης υπαλληλίας των κρατικών τραπεζών) . Αλλά αυτά τα κινήματα μπορούν να νικάνε παρόλο που τα αντιπαθεί ο λαός γιατί στηρίζονται στη δύναμη της κρατικής και παρακρατικής βίας που είναι στο πλευρό τους. Τα άλλα «ορφανά» κινήματα της αντι-ιδιωτικοποίησης πως θα νικήσουν; Με ποιο παρελθόν, με ποιο μέλλον, με ποιες εγγυήσεις;

Πραγματικά πρώτη φορά αυτός ο λαός και αυτή η εργατική τάξη έχει βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση. Να χρειάζεται δηλαδή να διακρίνει ανάμεσα στην απεργία που πρέπει να νικήσει και σε εκείνη που πρέπει να νικηθεί, ενώ και οι μεν και οι δε διαδραματίζονται με πανομοιότυπα συνθήματα μπροστά στα μάτια του, ενώ τον ταλαιπωρούν και το χειρότερο τσακίζουν την μισοκατεστραμμένη από τις δεκαετίες του ακήρυχτου βιομηχανικού και παραγωγικού πολέμου οικονομία της χώρας αυτής.
Οι ηλίθιοι υπουργοί διάλεξαν το καλοκαίρι για να περάσουν την οικονομική τους πολιτική της εξυγίανσης και της ιδιωτικοποίησης γιατί αυτό τους είχε διδάξει ο Παπανδρέου προκειμένου να αξιοποιήσουν την χαλαρότητα των διακοπών. Όμως αυτό έχει νόημα όταν ο σοσιαλφασισμός θέλει να περάσει τα μέτρα του ενάντια στους εργαζόμενους. Όταν θέλουν οι φιλελεύθεροι να περάσουν τα δικά τους το καλοκαίρι είναι η χειρότερη εποχή. Πρώτον γιατί οι σοσιαλφασίστες είναι καλά οργανωμένοι ώστε να ξέρουν ποια είναι η στιγμή των νομοσχεδίων και ποια των διακοπών τους, δεύτερον γιατί δεν έχουν μεγαλύτερη διασκέδαση από το να ασκούν «ταξική» βία και τρίτον γιατί καμιά από τις καταστροφές που μπορούν να προκαλέσουν δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η καταστροφή της τελευταίας μεγάλης πηγής συναλλαγματικών πόρων που είναι ο καλοκαιρινός τουρισμός.
Ας είμαστε έτοιμοι λοιπόν για ένα τέτοιο καταστροφικό καλοκαίρι.