Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΟΚΟΚΚΙΝΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Την ίδια στιγμή που η κινέζικη πολιτική ηγεσία εξαγγέλλει την «με ειρηνικά μέσα» άνοδο της χώρας στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, παρατηρείται μια πρωτοφανής έξαρση του κινέζικου σοβινισμού που προσλαμβάνει ολοένα και πιο επιθετικά χαρακτηριστικά και βρίσκει πρόσφορο έδαφος για εξάπλωση ανάμεσα στις μονίμως εξαθλιωμένες μάζες των άνεργων κινέζων εργατών.
Αντιαμερικάνικος, και κυρίως αντιγιαπωνέζικος, ο νεοανερχόμενος κινέζικος σοβινισμός καλλιεργείται με φροντίδα από τη σοσιαλφασιστική ηγετική κλίκα ήδη από τη δεκαετία του ’80, μετά την ήττα της προλεταριακής επανάστασης και τη μετατροπή της χώρας σε μια μαύρη φασιστική δικτατορία. Ιδιαίτερα μετά την αιματηρή κατάπνιξη της δημοκρατικής εξέγερσης στην Τιεν-Αν-Μεν, το καθεστώς, στην προσπάθειά του αφενός να απορροφήσει τη δυσαρέσκεια του λαού από τη βάναυση καταπίεση κι αφετέρου να χρησιμοποιήσει αυτή τη δυσαρέσκεια για να εξυπηρετήσει τους ιμπεριαλιστικούς του πολεμικούς σκοπούς, ξεκίνησε μια ιδεολογική εκστρατεία αναβίωσης του κινέζικου εθνικισμού. Προώθησε μια «πατριωτική εκπαίδευση» της νεολαίας, προσπάθησε να τονώσει το εθνικό φρόνημα προβάλλοντας τη ρατσιστική θεωρία της πολιτισμικής ανωτερότητας ενός «πολιτισμού 5.000 χρόνων», άρχισε να κατηγορεί τη Δύση και την Ιαπωνία για δήθεν συνωμοσίες που στόχο έχουν να πλήξουν την ευρωστία της Κίνας, ενώ προέβαλε με ιδιαίτερη έμφαση τις ταπεινώσεις που υπέστη η χώρα κατά τον πόλεμο του οπίου κατά το 19ο αιώνα (όλα σχεδόν τα στοιχεία είναι από τη Μοντ της 18-6).
Στα 1996 ο εθνικισμός έχει ήδη μετατραπεί σε μαζικό ρεύμα. Μια νέα γενιά λιβελογράφων, υπό τον Σονγκ Τζιάνγκ, καλούν το αναγνωστικό κοινό να απορρίψει την «αμερικάνικη ηγεμονία» που θέλει τάχα να ανακόψει την κινέζικη άνοδο. Παράλληλα, αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους της διανόησης δύο ιδεολογικά ρεύματα με σαφείς εθνικιστικές αναφορές: το υπεραντιδραστικό ρεύμα του νεοκομφουκιανισμού, που προβάλει μια ιδιαίτερη κινέζικη κοινωνική ηθική, και εκείνο της «νέας αριστεράς», που αντιδρά στην είσοδο της Κίνας στην παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Στην πραγματικότητα, ήταν αυτή η δυναμική είσοδος της χώρας στον ιμπεριαλιστικό εμπορευματικό ανταγωνισμό που έδωσε τη δυνατότητα στην κινέζικη ηγεσία να βαθύνει τον αντιδυτικισμό των μαζών, ρίχνοντας στα δυτικά μονοπώλια το φταίξιμο για το κλείσιμο πολλών προβληματικών επιχειρήσεων και για τη μαζική ανεργία που μαστίζει την κινέζικη ύπαιθρο. Με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή που καλούσε το δυτικό κεφάλαιο να επενδύσει άφοβα στην Κίνα προσφέροντάς του φτηνή εργατική σάρκα, το καθεστώς υπέθαλπε το μίσος των μαζών απέναντι στη Δύση. Αν δεν το έκανε, πιθανότατα θα βρισκόταν σήμερα αντιμέτωπο με μια μεγάλη λαϊκή επανάσταση και όχι μόνο τα επεκτατικά σχέδιά του αλλά και η ίδια του η ύπαρξη θα είχαν ήδη τεθεί υπό αμφισβήτηση. Επομένως, υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια προς το διεφθαρμένο καθεστώς που έπρεπε να διοχετευτεί στη «σωστή» κατεύθυνση. Χρειαζόταν μονάχα η αφορμή για να εκραγεί το ηφαίστειο και να εκδηλωθεί αυτός ο μαζικός και για χρόνια υποδαυλισμένος αντιαμερικανισμός. Και η αφορμή δόθηκε από το βομβαρδισμό από ΝΑΤΟϊκό αεροσκάφος της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι στα 1999 προβοκάτσια την οποία οργάνωσε ο ρωσόδουλος αρχηγός της CIA Τένετ, ενώ δυο χρόνια αργότερα αξιοποιήθηκε ο θάνατος ενός κινέζου πιλότου κατά τη διάρκεια καταδίωξης ενός αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροσκάφους πάνω από τη νήσο Χαϊνάν. Τα θλιβερά αποτελέσματα αυτής της ιδεολογικής εκστρατείας φάνηκαν ολοκάθαρα στις μαζικές αντιαμερικάνικες διαδηλώσεις του 2001 και ιδίως μετά τη σφαγή στο Μανχάταν όταν όλα τα φόρουμ στο ίντερνετ στην Κίνα έβριθαν από τη γενοκτονική κρίση: «καλά να πάθουν!»
Το ρεύμα του αντιαμερικανισμού θα φουντώσει ακόμα περισσότερο μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα καθώς το σοσιαλφασιστικό καθεστώς συνδέει την αμερικανική παρουσία στην Κίτρινη Θάλασσα με τη διαιώνιση του εθνικού διαμελισμού της Κίνας. Το Πεκίνο ετοιμάζεται ολοταχώς να καταχτήσει την Ταϊβάν με πόλεμο, παρόλο που ο πληθυσμός της δεν θέλει την υποταγή του σε μια φασιστική χώρα και προτιμάει την ανεξαρτησία. Γι αυτό το λόγο η Κίνα διεξάγει κοινές αεροναυτικές στρατιωτικές ασκήσεις με τη Ρωσία στην Κίτρινη Θάλασσα με τη συμμετοχή 10.000 στρατιωτών και με σενάριο την εισβολή σε τρίτη χώρα (βλ. Ελευθεροτυπία, 18-8). Στο πλευρό της η σοσιαλφασιστική κινεζική ηγεσία έχει το φασιστικό Κουόμινταγκ, που κι αυτό τάσσεται τώρα εναντίον της ανεξαρτητοποίησης της Ταϊβάν, ενώ το ίδιο ήθελε την σύγκρουση με την κινέζικη ηγεσία όσο αυτή ήταν σοσιαλιστική. Οι ΗΠΑ δεν αποδέχονται τη βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα και καλύπτουν στρατιωτικά το νησί. Έτσι διαμορφώνεται ένα ευρύ αντιαμερικάνικο μέτωπο στην Κίνα βασισμένο πάνω στο αίτημα για «εθνική ολοκλήρωση».
Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με τον εθνικισμό ενός έθνους του οποίου η ανάπτυξη υπονομεύεται από μια ξένη ιμπεριαλιστική δύναμη αλλά για το σοβινισμό ενός καταπιεστικού έθνους, συγκεκριμένα για το σοβινισμό που εξυπηρετεί τα κατακτητικά σχέδια του κινέζικου στρατοκρατικού μονοπωλίου. Το τελευταίο επιδιώκει την απόκτηση «ζωτικού» οικονομικού χώρου προκειμένου να αντισταθμίσει την οικονομική του υστέρηση σε σύγκριση με τα δυτικά μονοπώλια, και γι’ αυτό θέλει να προκαλέσει έναν πόλεμο, συμμαχώντας με την ακόμα ισχυρότερη ρωσική υπερδύναμη, για την κατάκτηση της δημοκρατικής Ιαπωνίας, ακριβώς όπως έκανε η ναζιστική Ιαπωνία πριν από πενήντα χρόνια που όντας ανίσχυρη να αντιμετωπίσει την αμερικανική οικονομική ηγεμονία και τη στρατιωτική της ηγεμονία στον Ειρηνικό επιτέθηκε αρχικά στην Κίνα και ύστερα στις ίδιες τις ΗΠΑ. Έτσι, η νέα σοσιαλφασιστική ηγεσία της χώρας παραμέρισε την αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης με τη γείτονα Ιαπωνία, που χαρακτήριζε την πολιτική του λαϊκού κράτους της εποχής του Μάο Τσε Τουνγκ, δηλητηρίασε τις σχέσεις με την Ιαπωνία και άρχισε να ενσταλάζει στο λαό, ήδη από τη δεκαετία του ’80, το μίσος για το ιαπωνικό έθνος, ανακαλώντας και αξιοποιώντας την πικρή ανάμνηση των φρικαλεοτήτων του φασιστικού αυτοκρατορικού καθεστώτος της Ιαπωνίας κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Η εκδήλωση του κλιμακούμενου μαζικού αντι-ιαπωνικού μίσους, αυτού του πολύ σημαντικού συστατικού της κινέζικης νεοναζιστικής ιδεολογίας, σημειώθηκε έντονα για πρώτη φορά κατά τα τέλη του 2001 όταν ένα μοντέλο ονόματι Ζάο Βέι πόζαρε για ένα περιοδικό μόδας ντυμένη με τα χρώματα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, σε μια προσπάθεια σύμφωνα με το σχεδιαστή να χρησιμοποιηθεί ένα στρατιωτικό σύμβολο για ειρηνικούς σκοπούς. Η γυναίκα δέχτηκε επίθεση με ρίψη κοπράνων ενώ το σπίτι της λιθοβολήθηκε από τον εξαγριωμένο όχλο. Ένα χρόνο αργότερα, ο δημοσιογράφος Μα Λιτσένγκ έγραψε ένα άρθρο στην επιθεώρηση «Στρατηγική και διαχείριση» στο οποίο διατύπωνε την ανησυχία του για την άνοδο του σοβινισμού και καλούσε την ηγεσία της χώρας να αναθερμάνει τις σινο-ιαπωνικές σχέσεις. Το άρθρο προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των ειδικών κι αποτέλεσε το έναυσμα για πολιτικές ζυμώσεις μέσα στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Το αποτέλεσμα ήταν ο δημοσιογράφος να δεχθεί απειλή για τη ζωή του στο ίντερνετ και να καταφύγει άρον-άρον στο Χονγκ-Κονγκ.
Στα 2003 μια σειρά περιστατικών, όπως ο έλεγχος από τις γιαπωνέζικες λιμενικές αρχές μιας λέμβου κινέζων «υπερπατριωτών» που θέλησαν να τοποθετήσουν την κινεζική σημαία στα αμφισβητούμενης κυριαρχίας νησιά Ντιαόγιου ή ο θάνατος ενός εργάτη από την εκταφή γιαπωνέζικης οβίδας του β΄ παγκοσμίου πολέμου, ενίσχυσαν τον αντι-ιαπωνισμό των μαζών. Ήδη το αντιγιαπωνέζικο μένος ήταν τόσο έντονο που αρκούσε μια μόνο σπίθα για να εκραγεί. Και η έκρηξη σημειώθηκε το καλοκαίρι του 2004 κατά τον τελικό αγώνα για το ασιατικό κύπελλο ποδοσφαίρου όπου η κινέζικη ομάδα αντιμετώπιζε την εθνική Ιαπωνίας. Τα επεισόδια που ακολούθησαν τον αγώνα ήταν πρωτοφανούς έκτασης, ενώ η προσπάθεια της Ιαπωνίας να γίνει μόνιμο μέλος του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ σε συνδυασμό με την υιοθέτηση από το υπουργείο παιδείας της χώρας την άνοιξη του 2005 ενός βιβλίου ιστορίας που ελαχιστοποιεί τις γιαπωνέζικες ευθύνες στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο πυροδότησαν, πάντα με την ενθάρρυνση των κινέζικων αρχών, ένα ακόμα σφοδρότερο κύκλο επεισοδίων. Ο όχλος λιθοβολούσε γιαπωνέζικα καταστήματα, εστιατόρια και διπλωματικές αντιπροσωπείες κραυγάζοντας «κάτω η Ιαπωνία» και καλώντας σε μποϋκοτάζ των γιαπωνέζικων προϊόντων, ενώ στο ίντερνετ διαδίδονταν συνθήματα όπως «Η Κίνα είναι πολύ αδύνατη με την Ιαπωνία!», «Κάτω οι νάνοι γιαπωνέζοι!» ή «Κατακτήστε την Ιαπωνία!»
Κι ενώ εσωτερικά προετοιμάζεται το έδαφος για τη μετατροπή του δυτικού Ειρηνικού σε πεδίο εφιαλτικών πολεμικών συγκρούσεων, οι κινέζοι σοσιαλιμπεριαλιστές βγάζουν προς τα έξω μια φιλειρηνική εικόνα της χώρας τους χαρακτηρίζοντάς τη ως μια «δύναμη ειρήνης» και καλούν τη δύση να της εμπιστευτεί τη βιομηχανία της. Η ανειλικρίνεια είναι μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει το ναζισμό. Οι νέοι κινέζοι χίτλερ αποδεικνύονται όχι μόνο ανειλικρινείς στις προθέσεις τους αλλά και πολύ πιο αδίσταχτοι από τους παλιούς.