ΠΩΣ ΓΣΕΕ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΠΟΥΛΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΔΕΚΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ

Το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ πέρασε, όπως είχαν περάσει και οι ρυθμίσεις για τον ΟΤΕ, όπως πέρασε και ο νόμος για την ελαστικοποίηση του ωραρίου, που μείωσε τις υπερωρίες και ουσιαστικά κατάργησε το 8ωρο δίνοντας εξουσία αφεντικού στα πουλημένα επίσημα συνδικάτα. Όλα πέρασαν με τη συναίνεση ή, στην καλύτερη περίπτωση, την ανοχή των τεσσάρων καθεστωτικών κομμάτων. Η επωδός των ψευτο-κινητοποιήσεων των ΓΣΕΕ – ΠΑΜΕ ήταν ότι μπορεί το νομοσχέδιο να περάσει στα χαρτιά, αλλά θα καταργηθεί στην πράξη. Στην πραγματικότητα μόνο η δική τους αντίδραση έμεινε στα χαρτιά, και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξε ούτε καν στα χαρτιά, τουλάχιστον στις αφίσες και στις διακηρύξεις της πανελλαδικής ψευτο-απεργίας τους.
Στην περίπτωση του νομοσχεδίου των ΔΕΚΟ, όπως και στην περίπτωση του ΟΤΕ, ο επίσημος συνδικαλισμός που ελέγχεται από τα τέσσερα κόμματα πούλησε τους εργαζόμενους των ΔΕΚΟ στα συμφέροντα της νέας κρατικής ολιγαρχίας, για λογαριασμό της οποίας καταργούνται τα εργασιακά δικαιώματα στη χώρα.
Η ΟΑΚΚΕ με την αφίσα της με τίτλο «ΓΣΕΕ-ΠΑΜΕ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΔΕΚΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ» αντέδρασε στη νέα επίθεση του καθεστώτος, που θα εξαθλιώσει κι άλλο τους ήδη χαμηλούς μισθούς των εργαζόμενων στη χώρα και θα οδηγήσει στην επικράτηση της βαρβαρότητας στις εργασιακές σχέσεις.

Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Το νομοσχέδιο των ΔΕΚΟ ήρθε σα συνέχεια των ρυθμίσεων στον ΟΤΕ. Στον ΟΤΕ για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε με νόμο να δίνονται δύο διαφορετικοί μισθοί για ίδια εργασία: ο ψηλότερος των παλιών και ο χαμηλότερος των νεοπροσλαμβανόμενων. Αυτή η ρύθμιση έγινε, υποτίθεται, για την «εξυγίανση» του οργανισμού, ώστε να λειτουργήσει με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα έγινε για να διαλυθεί κάθε συνδικαλιστική ενότητα και παρουσία και να παραδοθεί σταδιακά η επιχείρηση πλήρως στην νέα κρατικοφασιστική ολιγαρχία, που ήδη την ελέγχει μερικά μέσα από το πλήθος των απευθείας αναθέσεων στον προμηθευτή της Κόκκαλη.
Η εύκολη «επιτυχία» του πειραματικού σχεδίου «εξυγίανσης» του ΟΤΕ έδωσε την ώθηση για την επιβολή του καθεστώτος των δύο μισθών σε όλες τις ΔΕΚΟ, με την προοπτική να επικρατήσει ο χαμηλότερος. Και όχι μόνο. Έχοντας εξασφαλίσει τον έλεγχο των συνδικάτων, το καθεστώς δε σταμάτησε εκεί. Προχώρησε στο πρωτοφανές μέτρο της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και ανακήρυξε το κράτος, δηλαδή τον εαυτό του, σε μοναδικό ρυθμιστή των εργασιακών σχέσεων και ουσιαστικό εργοδότη στις ΔΕΚΟ.
Οι νέες ρυθμίσεις εισάγονται με τα άρθρα 13 και 14 του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με το άρθρο 13, οι νέες προσλήψεις στις ΔΕΚΟ θα γίνονται με τους εργασιακούς όρους του ιδιωτικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι θα γίνονται με χαμηλότερες αποδοχές, ενώ καταργείται για τους νέους ένα καθεστώς μονιμότητας που υπάρχει σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, σύμφωνα με το οποίο η απόλυση ενός εργαζόμενου μπορεί να γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο και όχι ελεύθερα, όπως ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα.
Στο άρθρο 14 προβλέπεται ότι στις ζημιογόνες ΔΕΚΟ οι εργασιακοί όροι του υφιστάμενου προσωπικού, που έχουν συμφωνηθεί με τους ισχύοντες κανονισμούς εργασίας, προϊόν συλλογικών διαπραγματεύσεων διοίκησης – εργαζομένων, πρέπει να αναθεωρηθούν, ώστε το κόστος τους να μειωθεί, για να μειωθεί αντιστοίχως και το έλλειμμα (!) μέσα σε τέσσερις μήνες από την ψήφιση του νόμου, καταρχήν, και στη συνέχεια από τότε που εμφανίζεται το έλλειμμα. Αν δεν υπάρξει συμφωνία διοίκησης-εργαζομένων μέσα σ’ αυτή την προθεσμία, οι εργασιακοί όροι θα ρυθμίζονται από το κράτος με νόμο που θα ψηφίζει η Βουλή (που για πρώτη φορά στην ιστορία της θα αναλάβει ρόλο εργοδότη)! Αυτό είναι ένα σημείο που κρύβεται γενικά με τη διατύπωση ότι το κράτος θα αποφασίζει. Δε θα είναι όμως κανένα υπουργείο, κανένα υπουργικό συμβούλιο και καμία κυβερνητική επιτροπή ή ανεξάρτητη αρχή που θα αναλάβουν διευθυντικά καθήκοντα. Θα είναι τα τέσσερα κόμματα απευθείας. Το πιθανότερο είναι ότι οι νέες ρυθμίσεις θα αφορούν και στον ΟΤΕ, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παρουσιάσει ελλειμματικό ισολογισμό λόγω του κόστους της εθελούσιας εξόδου του παλαιού προσωπικού για να προσληφθούν οι νέοι με τις χαμηλότερες αποδοχές, πράγμα που έγινε πριν λίγους μήνες. Έτσι, όσοι έχουν απομείνει από τους παλιούς θα ακολουθήσουν το δρόμο της εξαθλίωσης που ετοιμάζει για τους εργαζόμενους το νέο καθεστώς. Ο βασικός στόχος όλων των ρυθμίσεων είναι η μεγαλύτερη δυνατή μείωση των μισθών όλου του προσωπικού των ΔΕΚΟ, κάτι που δεν μπορεί να γίνει σε όλες τις επιχειρήσεις με τη μορφή της εθελούσιας εξόδου, αφού το κόστος είναι τεράστιο. Η εθελούσια έξοδος έγινε στον ΟΤΕ για τη δωροδόκηση των υπαρχόντων εργαζομένων, ώστε να δεχθούν χωρίς διαμαρτυρίες τη θεσμοθέτηση με νόμο για πρώτη φορά δύο διαφορετικών μισθών στην ίδια επιχείρηση, με άμεση συνέπεια να δημιουργηθεί το προηγούμενο στο οποίο πάτησαν οι νέες ρυθμίσεις για όλες τις ΔΕΚΟ.

ΤΟ ΠΟΥΛΗΜΑ ΓΣΕΕ-ΠΑΜΕ

Τα μέτρα αυτά σημαίνουν την επικράτηση ενός καθεστώτος βαρβαρότητας στις δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, που αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της βαριάς βιομηχανίας της χώρας (μεταφορές, συγκοινωνίες, ενέργεια). Πρόκειται για την απόλυτη κατάλυση κεκτημένων, για καταπάτηση συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την ισότητα στην αμοιβή και τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, για την παραβίαση διεθνών κανονισμών και κοινοτικών διατάξεων. Θα έπρεπε να περιμένει κανείς από τα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα, κυρίως από τη ΓΣΕΕ, στην οποία υπάγονται οι ΔΕΚΟ, και απ’ όλες τις συνδικαλιστικές παρατάξεις να επαναστατήσουν.
Δε σημειώθηκε όμως καμία επανάσταση. Η ΓΣΕΕ ήδη από τα τέλη Νοέμβρη γνώριζε τις νέες ρυθμίσεις, αν δε λάβει κανείς υπόψη του το γεγονός ότι η συζήτηση για τις αλλαγές είχε ξεκινήσει από τα μέσα Σεπτέμβρη. Στις 29/11 εμφανίζεται η πρώτη αντίδραση με δελτίο τύπου για τις ΔΕΚΟ, που καταλήγει στον εξής τραγελαφικό επίλογο: «ΘΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ! Αρχή αποτελεί η ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ 24ΩΡΗ ΣΤΙΣ 14 ΔΕΚΕΜΒΡΗ» (!!!) Με λίγα λόγια η ΓΣΕΕ αποφάσισε να «αρχίσει» τον… αγώνα δύο εβδομάδες αργότερα και μία μέρα πριν την τελική ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή. Μάλιστα, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα για την ήττα, στις 30/11 με νέο δελτίο τύπου «προειδοποιεί»: «ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΘΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΕΙ ΚΑΙ ΑΝ ΕΤΣΙΘΕΛΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΟΥΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΝΟΜΟ!». Αυτή η φράση υπονοεί ότι ο νόμος θα περάσει και δεν έχει νόημα κανένας αγώνας για να τον σταματήσουν, αλλά ότι θα σταματήσουν την εφαρμογή του όποτε επιχειρηθεί (τότε θα ξεκινήσουν την επανάσταση). Είναι χαρακτηριστικό ότι η αγαπημένη φράση του «εργατικού κινήματος» και λοιπών «κινημάτων» των τελευταίων ετών, το σύνθημα «Δεν θα περάσει», δεν ακούστηκε και δε γράφτηκε πουθενά αυτή τη φορά. Αντίθετα, ακούστηκε το άλλο «επαναστατικό» σύνθημα, ότι το νόμο θα τον καταργήσουν τα δικαστήρια (αυτά που εκκαθαρίζει τώρα το καθεστώς και τα οποία, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να υπάρχει πολιτικό κίνημα δεν μπορούν να αναλάβουν το βάρος της ανατροπής της κρατικής πολιτικής), και μετά το ακόμα καλύτερο, ότι το νόμο θα τον καταργήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (μάλιστα ο Παπαδημούλης, ευρωβουλευτής του ΣΥΝ, φρόντισε αμέσως να καταθέσει ερώτηση στην Κομισιόν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος…). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η Ευρώπη έχει ένα θεσμικό κανόνα, ότι επεμβαίνει σε εσωτερικές υποθέσεις του κράτους-μέλους βάσει του κοινοτικού δικαίου όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα υπόλοιπα μέσα από τους ενδιαφερόμενους πολίτες ενάντια στο συγκεκριμένο κρατικό μέτρο ή στη συγκεκριμένη διοικητική πράξη. Οπότε σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί κανείς να απαιτεί από την Ευρώπη να ξεκινήσει την επανάσταση…
Ήταν φανερό ότι τα 4 κόμματα, ιδιαίτερα τα δήθεν εργατικά και λαϊκά, ήθελαν να περάσει ο νόμος και έκαναν ό,τι μπορούσαν γι’ αυτό. Η 24ωρη της ΓΣΕΕ είχε προαποφασιστεί και αφορούσε στον προϋπολογισμό. Ουσιαστικά η ΓΣΕΕ δεν έκανε καμία απολύτως κινητοποίηση, απλά βρήκε κάλυψη για την αδράνειά της στην προγραμματισμένη 24ωρη. Μάλιστα, δεν μπήκαν στον κόπο ούτε καν να συμπεριλάβουν στα έντυπά τους, με τα οποία προπαγάνδιζαν την απεργία, το αίτημα να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ. Αυτό δεν υπήρχε ούτε στην αφίσα ούτε στην προκήρυξή τους, προστέθηκε την τελευταία στιγμή στο λόγο του Πολυζωγόπουλου στη συγκέντρωση τη μέρα της απεργίας.
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και το ΠΑΜΕ του ψευτοΚΚΕ: κανένα κάλεσμα για κινητοποίηση για τις ΔΕΚΟ. Σε ό,τι αφορά τα αιτήματα, εδώ το ΠΑΜΕ πήρε μια μικρή κάλυψη: στη σχετική διακήρυξη για την απεργία αναφέρει το νομοσχέδιο των ΔΕΚΟ τέταρτο ζήτημα (μετά την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής). Εννοείται ότι η εξήγηση του ΠΑΜΕ για το νόμο είναι ότι εντάσσεται στα πλαίσια της «αντιδραστικής πολιτικής» της ΕΕ και των αποφάσεων της Λισσαβόνας…Όμως και αυτό δε νοιάστηκε να πάρει μεγάλες καλύψεις. Έτσι, εντελώς ξεδιάντροπα και την ώρα που όλη η Ελλάδα και όλα τα δελτία ειδήσεων έβραζαν με το νόμο για τις ΔΕΚΟ, η αφίσα του ΠΑΜΕ δεν έγραφε λέξη για το νόμο για τις ΔΕΚΟ. Άλλωστε σε όλη την αρθρογραφία του Ριζοσπάστη ζυμωνόταν στα μέλη η εξήγηση γι’ αυτή την ψυχρότητα: Το κόμμα είχε αντιδράσει όπως έπρεπε όταν γινόταν η ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ πριν από χρόνια. Από την ώρα που οι ΔΕΚΟ δουλεύουν, υποτίθεται, με όρους αγοράς, αυτά που συμβαίνουν είναι λογικά και αναμενόμενα. Αφού δηλαδή οι εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ είναι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, δεν υπάρχει κανείς λόγος να εξεγείρονται ενάντια σε ένα νόμο τόσο ελεεινό που δεν ισχύει σήμερα ούτε στον ιδιωτικό τομέα, και που βέβαια ανοίγει ο δρόμος για να ισχύσει.
Σε ό,τι αφορά την «Αυτόνομη Παρέμβαση» του ΣΥΝ, στην προκήρυξη για την απεργία, ανάμεσα στα 17 αιτήματα αναφέρει ως 14ο το αίτημα «να αποτραπούν οι ιδιωτικοποιήσεις στις ΔΕΚΟ και τον Δημόσιο Τομέα, να στηριχθεί και να εξυγιανθεί ο Δημόσιος Τομέας. Να σταματήσει το ξεπούλημα της Ολυμπιακής. Να αποτραπούν οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα» (καρμπόν αντίγραφο του ΠΑΜΕ), ενώ πιο πάνω ως 7ο και 10ο και τελείως ασύνδετα με το 14ο βρίσκουμε τα γενικόλογα «να σταματήσει ο διαχωρισμός παλιών και νέων εργαζομένων στην ασφάλιση και τις εργασιακές σχέσεις» και «να ακυρωθεί κάθε προσπάθεια καταστρατήγησης των Συλλογικών Συμβάσεων». Ωστόσο στην πράξη ο ΣΥΝ έκανε κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης τον «εργασιακό ρατσισμό» κατά των νέων, όπως αντιλαμβάνεται τη θεσμοθέτηση των δύο μισθών στις ΔΕΚΟ. Το σύνθημα αυτό πρόβαλε με ιδιαίτερη μαχητικότητα, τονίζοντας μάλιστα ότι πέφτει στους ώμους των νέων (δηλαδή των μη εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ) να ανατρέψουν το νόμο. Για να αποδείξει του λόγου το αληθές, η νεολαία του ΣΥΝ κατέλαβε το κτίριο της διοίκησης των ΗΣΑΠ (!) σαν εκδήλωση διαμαρτυρίας. Πρόκειται για μεγάλη απάτη. Οι νέοι εργαζόμενοι που θα προσληφθούν θα είναι, ως μη μόνιμοι, τόσο εξαρτημένοι από την εργοδοσία και στα πρώτα χρόνια τόσο μειοψηφικοί και τόσο μακριά από τα συνδικαλιστικά πόστα, που θα είναι οι τελευταίοι που θα μπορούν να αντιδράσουν. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το νόμο είναι οι παλιοί, και θα μπορούσαν να το κάνουν τώρα που τα πράγματα είναι ζεστά. Τα περί κινημάτων των νέων είναι επιχειρήματα υπέρ του νόμου.
Το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να προπαγανδίσουν το αίτημα να αποσυρθεί το νομοσχέδιο, αλλά άφησαν βολικά να διαμορφωθεί η κοινή γνώμη υπέρ του νομοσχεδίου από πολλούς σχολιαστές με τα γνωστά επιχειρήματα για την προνομιούχα αριστοκρατία των ΔΕΚΟ. Δεν αξίζει εδώ να σχολιάσουμε και είναι αυτονόητο για οποιονδήποτε προοδευτικό άνθρωπο ότι κάθε εξομοίωση μισθών πρέπει να γίνεται προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω. Σύμφωνα με την αντίθετη λογική, θα έπρεπε όλοι μαζί οι εργάτες να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους και να φτάσουν στον πάτο στο επίπεδο του χειρότερα αμειβόμενου μετανάστη, με στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων και των διακρίσεων μέσα στη εργατική τάξη, και μετά να αρχίσουν όλοι μαζί να παλεύουν για να ανεβαίνουν ομοιόμορφα. Αλλά τα περί αριστοκρατίας ακόμα και από μια στενή αριθμητική άποψη επίσης δε στέκουν, γιατί οι ΔΕΚΟ είναι βιομηχανίες σχετικά μεγάλης παραγωγικότητας και οι μισθοί τους δεν ήταν ποτέ σημαντικά ψηλότεροι απ’ ό,τι στις μεγάλες μη κρατικές βιομηχανίες. Αν φαίνεται το αντίθετο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ γενικά στον ιδιωτικό τομέα οι μισθοί δοκίμασαν καθίζηση τα τελευταία χρόνια, στις ΔΕΚΟ κρατήθηκαν ψηλά. Το μόνο που έχει αλήθεια είναι τα μεγαλύτερα ποσοστά υπαλληλικής λούφας και διαφθοράς μέσα τους σε σχέση με το δημόσιο τομέα. Στην πραγματικότητα αυτό που έκανε αντιπαθητικούς στο λαό τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ, ειδικά στη ΔΕΗ, ήταν το γεγονός ότι, υπηρετώντας τα σχέδια της πολιτικής ολιγαρχίας, ταλαιπωρούσαν για μια ολόκληρη περίοδο το λαό με τις εκβιαστικές τους απεργίες ομηρίας του πληθυσμού, από τις οποίες αποσπούσαν και τις δικές τους -σχετικά καλύτερες με τους άλλους εργαζόμενους- αμοιβές. Αυτά τα πληρώνουν τώρα με απομόνωση από το λαό, την ώρα που το νέο πολιτικό καθεστώς που τους μεταχειρίστηκε για να ανεβεί στην εξουσία τώρα τους χτυπάει.
Όμως το χτύπημα αυτό δεν είναι ένα χτύπημα ενάντια στις ΔΕΚΟ, είναι ένα χτύπημα σε όλη την εργατική τάξη, γιατί οι εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ αποτελούν αντικειμενικά το πιο συνδικαλιστικά οργανωμένο σήμερα κομμάτι του βιομηχανικού προλεταριάτου και του προλεταριάτου γενικά. Παρά την κομματική εξάρτηση της ηγεσίας αυτού του συνδικαλισμού, ο κάθε εργαζόμενος εκεί είναι, λόγω της ντεφάκτο μονιμότητάς του, πιο ανεξάρτητος απ’ την εργοδοσία και τα κόμματα απ’ όσο είναι ο συνάδελφός του στον ιδιωτικό τομέα. Στην ουσία έστω και διαβρωμένος, έστω και με τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της ηγεσίας του, έστω και με την αδιαφορία του απέναντι στα γενικά συμφέροντα της τάξης, ο μόνος υπαρκτός συνδικαλισμός είναι αυτός στις ΔΕΚΟ. Είναι στην ουσία ο μόνος που μπορεί -για τους παραπάνω λόγους, αλλά και λόγω υλικής ισχύος στην παραγωγική διαδικασία (διαθέτει ανώτερο επίπεδο ειδίκευσης της ζωντανής εργασίας και κινεί μεγάλες και σύγχρονες υλικές δυνάμεις παραγωγής)- να διαπραγματεύεται μισθολογικές συνθήκες όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για όλη την ανοργάνωτη εργατική μάζα. Η ουσιαστική κατάργηση του συνδικαλισμού των ΔΕΚΟ που θα προκύψει σε λίγα χρόνια, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νέου νόμου, θα έχει ως συνέπεια την κατάργηση κάθε εναπομείναντος συνδικαλισμού, με αποτέλεσμα τη συνολική πτώση του μεροκάματου και των εργασιακών συνθηκών και την υλική και πολιτική εξαθλίωση όλου του εργαζόμενου πληθυσμού.
Το κακό είναι ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των ΔΕΚΟ είναι τόσο διαβρωμένες από το πολιτικό σοσιαλφασιστικό καθεστώς, που πούλησαν το στρατό τους σ’ αυτή τη μάχη και, αντί να καταγγείλουν τη ΓΣΕΕ και το ΠΑΜΕ για το ξεπούλημα, στοιχίστηκαν πίσω τους διαφοροποιούμενοι μόνο με τη διοργάνωση μιας 24ωρης την επόμενη μέρα ως συνέχεια της από κοινού 24ωρης της προηγούμενης μέρας!
Πως όμως και γιατί όλοι αυτοί άφησαν το εκτρωματικό νομοσχέδιο να περάσει; Όπως αναφέραμε και στον πρόλογο μας, όλοι αυτοί πούλησαν τους εργαζόμενους για λογαριασμό της νέας κρατικής ολιγαρχίας, που είναι το γιγαντωμένο πλέον δημιούργημα του σοσιαλφασιστικού μπλοκ εξουσίας.

ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΟΛΙΓΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΑΓΩΓΕΙ

Είναι χαρακτηριστικό ότι το πιο αντιδραστικό άρθρο του νομοσχεδίου, το 14, το καταδίκασε το ίδιο το μη κρατικό κεφάλαιο μέσω του ΣΕΒ. Μάλιστα η αντίδραση του ΣΕΒ στο άρθρο 14 ήταν πολύ πιο σαφής και στοχευμένη από τις συνδικαλιστικές αντιδράσεις. Γιατί ο ΣΕΒ από την πλευρά του ιδιώτη καπιταλιστή αντιμετωπίζει πολύ αρνητικά την πρωτοφανή πρωτοβουλία για κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με δεδομένο ότι έχει απέναντί του ένα κράτος το οποίο καθόλου δεν εμπιστεύεται. Επίσης, στο ίδιο άρθρο 14 ήταν έντονη η αντίθεση του Παναγιωτόπουλου που, μέχρι την τελευταία στιγμή απαιτούσε από τον Αλογοσκούφη να το αλλάξει, χωρίς να καταφέρει τίποτα, αφού ο τελευταίος είχε πάντα τη στήριξη Καραμανλή.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε τη διπρόσωπη, για άλλη μια φορά, στάση του Γ. Παπανδρέου, που εμφανίστηκε να προβάλλει μία χλιαρή διαφωνία με τα συγκεκριμένα μέτρα όχι επί της ουσίας, αλλά επειδή οι αλλαγές δεν έγιναν με «κοινωνική συναίνεση». Το αποκορύφωμα της στήριξής του στον Καραμανλή ήταν ότι προτίμησε να σύρει το ΠΑΣΟΚ, που τον ακολούθησε ευχαρίστως σε αποχώρηση από την ψηφοφορία, αντί να καταψηφίσει το νομοσχέδιο.
Εκεί που αποκαλύπτεται η στήριξη ιδιαίτερα των δύο σοσιαλφασιστικών κομμάτων (του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ) και όλου του καθεστωτικού συνδικαλισμού στη νέα κρατική ολιγαρχία είναι στην προβολή του γενικού αιτήματος «όχι στις ιδιωτικοποιήσεις» για τις ΔΕΚΟ και στην καταγγελία γενικά του ιδιωτικού κεφαλαίου, που υποτίθεται ότι απαίτησε αυτό το νόμο για να αγοράσει τις ΔΕΚΟ φθηνά.
Είναι προφανές ότι ο νόμος ετοιμάζει το έδαφος για τις ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ, αλλά είναι ακόμα πιο φανερό ότι το έδαφος αυτό δεν προετοιμάζεται για το κεφάλαιο συνολικά, αλλά για τους συγκεκριμένους κρατικούς ολιγάρχες, και κυρίως τους Κόκκαλη, Μπόμπολα, Μυτιληναίο, που έχουν ήδη μικρότερο ή μεγαλύτερο έλεγχο στις ΔΕΚΟ μέσα από τις αναρίθμητες και πλουσιοπάροχες απευθείας αναθέσεις που έχουν πάρει αποκλειστικά αυτοί, κατά προτεραιότητα, παραβιάζοντας όλους τους κανόνες του ανταγωνισμού της αγοράς και καταληστεύοντας τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτοί δε στηρίζονται στον ανταγωνισμό της αγοράς, αλλά συσσωρεύουν μέσα από το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας και στηρίζονται στην κρατική και πολιτική διαφθορά.
Η ΟΑΚΚΕ έχει πολλές φορές καταγγείλει, όπως το έκανε και με την τελευταία αφίσα της, ότι το τετρακομματικό καθεστώς προσπαθεί να επιβάλει τους κρατικο-ολιγάρχες γιατί υπηρετεί την ίδια υπερδύναμη με αυτούς, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιμπεριαλιστική Ρωσία, της οποίας ο Καραμανλής και οι υπουργοί του έχουν γίνει τακτικοί συνομιλητές και την οποία αναδεικνύουν σαν την πιο «αξιόπιστη» σύμμαχο. Όπως γράψαμε και στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας μας, «Το βαθύ καθεστώς επιτίθεται με λύσσα σε όλα τα μέτωπα. Μεγάλος στόχος του σε όλη αυτή την περίοδο είναι να εξασφαλίσει μια νέα οικονομική βάση με το πέρασμα της κρατικής ιδιοκτησίας στην κομπραδόρικη ρωσόδουλη ολιγαρχία που ανήκει σε αυτό το πολιτικό καθεστώς και το οποίο για δεκαετίες την υπερδιόγκωσε, ώστε να γίνει ένα τέρας. Τώρα δεν τους φτάνει πια η λεηλασία του δημόσιου χρήματος. Χρειάζονται να αποσπάσουν την άμεση ιδιοκτησία των βασικών παραγωγικών δυνάμεων του έθνους και να τις βάλουν στην υπηρεσία του μεγάλου πολιτικού τους στόχου, που είναι η απόλυτη εξουσία του ανατολικού κρατικο-χρηματιστικού μονοπώλιου στην πιο ευάλωτη χώρα της Ε. Ένωσης».
Στο μεγάλο αυτό στόχο όλο το τετρακομματικό καθεστώς συσπειρώνεται, και αυτό φάνηκε και στην περίπτωση των ΔΕΚΟ. Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η αναφορά της ΓΣΕΕ στις αιτίες των ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ, από την οποία απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε νύξη σε σκανδαλώδεις προμήθειες και μίζες. Αναφέρεται συγκεκριμένα σε δελτίο τύπου της ΓΣΕΕ ότι «Το μεγάλο και σοβαρό έλλειμμα που διαπιστώνεται στις ΔΕΚΟ είναι αυτό των στρατηγικών αναπτυξιακών και λειτουργικών σχεδίων και των ανάλογων BUSINESS PLAN των εταιρειών. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με ανεπάρκειες και ανικανότητες των διορισμένων επικεφαλής των επιχειρήσεων οδηγούν σε αναποτελεσματικότητα και προβληματικότητα τις επιχειρήσεις, τις ευθύνες των οποίων επιχειρείται να μεταθέσουν και να φορτώσουν στους απλούς εργαζόμενους». Πρόκειται για ξεδιάντροπη συγκάλυψη των ολιγαρχών, αλλά και για άμεσο χτύπημα σε διοικητικά στελέχη των ΔΕΚΟ, όπως ο Παλαιοκρασσάς, που θέλησαν να αποκαλύψουν τα σκάνδαλα της κρατικής ολιγαρχίας. Η κυβέρνηση Καραμανλή έχει εξαπολύσει πογκρόμ ενάντια σε όλα τα στελέχη των ΔΕΚΟ που έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντισταθεί στη νέα ολιγαρχία με τις επιδοκιμασίες ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ-ψευτοΚΚΕ (με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το Φιλιππίδη του ΟΠΑΠ και τον Παλαιοκρασσά). Σ’ αυτή την κατεύθυνση το νομοσχέδιο επιβάλλει ασφυκτικό κρατικό διαχειριστικό έλεγχο των ΔΕΚΟ δίνοντας όλες τις διοικητικές αρμοδιότητες σε μία διυπουργική επιτροπή. Όχι μόνο δεν επιτρέπεται η ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας από μία τεχνοκρατική διοίκηση, αλλά διασφαλίζεται ότι δε θα υπάρξει ποτέ τέτοια διοίκηση, παρά μόνο δημόσιοι υπάλληλοι – μαριονέτες, αφού ο νόμος περιορίζει τους μισθούς των διοικητικών στελεχών στο ύψος των μισθών των ανώτατων δικαστών, προβλέπει ότι η διυπουργική μπορεί όποτε θέλει να τους καθαιρεί και χωρίς αποζημίωση και τους επιβάλλει διάφορες πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υπουργικές υποδείξεις. Αυτό το μοντέλο της διοίκησης, βέβαια, απέχει πολύ από ένα σχέδιο να λειτουργήσουν οι ΔΕΚΟ με τους κανόνες της αγοράς.
Βέβαια, δε θα μπορούσε κανείς να περιμένει τίποτα καλύτερο από τους συνδικαλιστές που για χρόνια επιτρέπουν την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από το βιομηχανικό σαμποτάζ και τη βαθιά διάσπαση στην εργατική τάξη, επιτρέποντας το χαμηλό μεροκάματο του αλλοδαπού εργάτη, που τραβάει προς τα κάτω όλα τα μεροκάματα και συνδέεται άμεσα με την αποβιομηχάνιση.
Το τετρακομματικό καθεστώς οδηγεί τη χώρα σε οικονομική κατάρρευση και το λαό στην απόλυτη εξαθλίωση. Η ΟΑΚΚΕ σ’ αυτή την περίοδο θα συνεχίσει με αποφασιστικότητα την αποκάλυψη και καταγγελία αυτού του καθεστώτος και καλεί όλους τους δημοκράτες να τη στηρίξουν και να αντισταθούν στο διακομματικό φασισμό.