Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΑΦΥΠΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Με το πάθημα της πρωτοχρονιάς, οι Ευρωπαίοι για πρώτη φορά συνειδητοποίησαν πόσο ευάλωτοι είναι απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Κατάλαβαν ότι ο βασικότερος ενεργειακός προμηθευτής της Ευρώπης, όπως έχει εξελιχθεί η Ρωσία – που δε διστάζει στη διένεξή της με την Ουκρανία για την τιμή του γκαζιού να κόβει την παροχή του προς τις χώρες της Ευρώπης – είναι σε θέση να εκβιάζει μ’ αυτό τον τρόπο τις ευρωπαϊκές πολιτικές επιλογές. Οι πιο οξυδερκείς σίγουρα διέγνωσαν τον κίνδυνο μιας παρατεταμένης ενεργειακής ασφυξίας στο βραχυπρόθεσμο μέλλον η οποία, εκτός απ’ το ότι θα παρέλυε την οικονομική ζωή της Ευρώπης, εκτός απ’ το ότι θα την καθιστούσε πολιτικό όμηρο στα χέρια του Κρεμλίνου, θα διευκόλυνε τελικά και την κατοχή της από τα ρωσικά νεοχιτλερικά τανκς.

Αυτό είναι το πνεύμα της γαλλικής Le Monde, της οποίας το σχετικό άρθρο της 3 Γενάρη αρχίζει με την παρατήρηση: «Ο πρώτος πόλεμος του 21ου αιώνα έχει κηρυχθεί». Το άρθρο κλείνει διαπιστώνοντας ότι: «Η ενεργειακή ανεξαρτησία ξαναγίνεται, όπως και στη δεκαετία του ’70, αποφασιστική. Ο πόλεμος του αερίου ηχεί ως προειδοποίηση για την αποφασιστικότητα του κ. Πούτιν, αλλά γενικότερα και ως υπενθύμιση ότι πρέπει επειγόντως να χαράξουμε μια ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική διασφάλισης». Πολλοί ευρωπαίοι παρατηρητές εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον της Ευρώπης, η οποία μέσα σε λίγα χρόνια εκτιμάται ότι θα καλύπτει το 40% των αναγκών της από τη Ρωσία. Ειδικά στις χώρες με τη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, το ρεύμα που ζητά ενεργειακή ανεξαρτητοποίηση εμφανίζεται αρκετά ισχυρό.
Η αυστριακή προεδρία της ΕΕ έκανε αμέσως λόγο για την ταχεία προώθηση του προγράμματος για την κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου ονόματι «Ναμπούκο» (το όνομα γνωστής όπερας του Βέρντι που είχε συνδεθεί με τον αγώνα του ιταλικού έθνους για ανεξαρτησία). Ο αγωγός αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2011 και θα προμηθεύει την Ευρώπη με αέριο από τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία μέσω Τουρκίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ουγγαρίας. Η πολωνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ξεκινά συνομιλίες με ευρωπαϊκές και ασιατικές κυβερνήσεις με στόχο την κατασκευή νέων αγωγών. Η Ρουμανία εξετάζει τη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας, ενώ η Τουρκία δήλωσε ότι θα επισπεύσει την κατασκευή υπόγειων χώρων αποθήκευσης του αερίου. Ενισχύεται η άποψη στην Ευρώπη για τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου με πλοία από άλλους προορισμούς.
Επιπλέον, πολλοί είναι αυτοί σήμερα που ανακαλύπτουν την αναγκαιότητα και επιτακτικότητα της χρήσης πυρηνικής ενέργειας, του μέσου εκείνου που μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70 εξασφάλισε την ενεργειακή επάρκεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών. Εκεί όπου η Ρωσία έχει για χρόνια επενδύσει, είτε κάνοντας εισοδισμό σε θέσεις κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, είτε με τα διάφορα οικολογικά και ειρηνιστικά κινήματα που υποκινεί, το ενεργειακό ζήτημα έχει μετατραπεί σε πεδίο έντονων διαξιφισμών. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η πρόταση του υπουργού βιομηχανίας Κλαούντιο Σκαγιόλα για στροφή προς την πυρηνική ενέργεια προκάλεσε αντιδράσεις, μεταξύ των οποίων και του υπουργού περιβάλλοντος που τάχθηκε υπέρ των «καθαρών πηγών ενέργειας».
Στη Γερμανία η συζήτηση γύρω από το ενεργειακό ζήτημα λίγο έλειψε να προκαλέσει κυβερνητική κρίση. Εδώ έχει δουλέψει αρκετά καλά το δίδυμο Φίσερ-Σρέντερ. Αυτοί στρατολογήθηκαν από την KGB και διείσδυσαν στην κορυφή του γερμανικού κράτους με στόχο αφενός το κλείσιμο όλων των πυρηνικών αντιδραστήρων της χώρας (κάτι που έχει ήδη δρομολογηθεί για το 2020) και αφετέρου την απόλυτη εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο. Μάλιστα τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ συμφώνησε με τη Γκαζπρόμ για την κατασκευή ενός νέου αγωγού που θα προμηθεύει απευθείας τη γερμανική βιομηχανία με το ρωσικό καύσιμο.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο η τοποθέτηση του γερμανού υπουργού οικονομικών, Μίκαελ Γκλος, υπέρ της πυρηνικής ενέργειας να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Ο γερμανός υπουργός και στέλεχος του CDU είπε απλώς ότι η κρίση του αερίου «δείχνει πως στη Γερμανία πρέπει να υπολογίζουμε σε όλες τις διαθέσιμες πηγές ενέργειας. Θα ήθελα να θυμίσω ακόμα μία φορά ότι έχουμε θερμοπυρηνικούς σταθμούς ενέργειας» (Ελευθεροτυπία, 4-1). Η δήλωση αφορούσε ένα θέμα-αγκάθι για τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης συνασπισμού και ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση του σοσιαλδημοκράτη υπουργού περιβάλλοντος Μ. Μούλερ που απάντησε ότι «Η έξοδος από την πυρηνική ενέργεια είναι μη αναστρέψιμη, θα συμβούλευα τον κ. Γκλος να μην αγγίζει το θέμα, για να πετύχει η συμμαχία». Αμέσως μετά η Μέρκελ σταμάτησε κάθε συζήτηση για πυρηνική ενέργεια υποτασσόμενη στην απειλή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ότι αν θέσει θέμα πυρηνικών αντιδραστήρων η κυβέρνηση συνασπισμού θα πέσει. Αυτό δεν εμπόδισε το στέλεχος του γερμανικού κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών που δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση να αναρωτηθεί: «Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η Ρωσία δεν θα το χρησιμοποιήσει πάλι για να ασκήσει πίεση σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία;»
Η ανησυχία και η αγανάκτηση ήταν κάτι παραπάνω από έντονες και στις δηλώσεις του επιτρόπου της ΕΕ για την Ενέργεια, Αντρίς Πίμπαλγκς: «Νομίζω ότι η Ρωσία το παράκανε. Ποτέ δεν είχαμε μια παρόμοια κατάσταση στα 40 χρόνια από τότε που η Ρωσία και η Σοβιετική Ένωση προμήθευαν αέριο». «Η κατάσταση έδειξε πόσο ευάλωτη είναι η Ε.Ε. στις ελλείψεις αερίου» (4-1). «Αντιμετωπίζουμε νέες προκλήσεις στον ενεργειακό τομέα, όχι μόνο στην Ε.Ε. αλλά γενικά στην πολιτική κατάσταση» (5-1). Τα παραπάνω δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ευρωπαϊκή αστική τάξη αρχίζει να διαισθάνεται ότι η περίοδος του ψόφιου κοριού για τη Ρωσία αποτελεί πλέον παρελθόν.
Όμως εξαιτίας της πολιτικής και στρατιωτικής αδυναμίας της που κάνει τον χαρακτήρα της εντελώς γλοιώδη η ΕΕ, προτιμά να γλύφει παρά να αντιστέκεται στον τραμπούκο όταν κρίνει ότι δε διακυβεύεται άμεσα η ύπαρξή της. Έτσι, μετά τη σύναψη της ρωσο-ουκρανικής συμφωνίας, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης, Τόμας Στεγκ, επισήμανε ότι «η ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της αδιατάρακτης παροχής αερίου, παραμένει ακρογωνιαίος λίθος των γερμανο-ρωσικών οικονομικών σχέσεων» (5-1). Όσο για τον υπουργό εξωτερικών της όλο και πιο ρωσόφιλης γαλλικής προεδρίας αυτός τόνισε ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει «να αποφύγουν να τοποθετήσουν την Ουκρανία απέναντι στη Ρωσία» γιατί «μπορεί να χάσουν τα πάντα από κάτι τέτοιο» (4-1). Δε θα πρέπει με άλλα λόγια να υποστηρίξουν την Ουκρανία απέναντι στην επιτιθέμενη Ρωσία για να μη χάσουν την εύνοια του τσάρου. Αυτή η στάση της Γαλλίας είναι ακόμα πιο αισχρή από εκείνη της Γερμανίας στο βαθμό που η πρώτη δεν έχει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία που έχει η δεύτερη. Τι θα έλεγε μετά από αυτή τη στάση του περίφημου γαλλογερμανικού κινητήρα της ΕΕ ο αυστριακός υπουργός οικονομίας Μ. Μπάρτενσταϊν, εκπροσωπώντας την αυστριακή προεδρία της ΕΕ παρά το «ότι το ρωσικό αέριο θα παραμείνει η ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού συστήματος». Αλλά ακόμα και αυτός συμπλήρωσε ότι «Σίγουρα όμως πρέπει να μάθουμε το μάθημα των όσων συνέβησαν τις τελευταίες μέρες και ειδικά την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2006».
Από δω και μπρος, είναι αναπόφευκτο ότι ανοίγει για την Ευρώπη μια νέα περίοδος έντονης πολιτικοποίησης και εσωτερικών διαχωρισμών μέσα σε κάθε κράτος και ανάμεσα στα κράτη με άξονα τη στάση απέναντι στη νεοναζιστική Ρωσία.
Η σημαντικότερη, πάντως, και ιδιαίτερα ελπιδοφόρα εξέλιξη είναι ότι η κρίση του αερίου κατέδειξε την ανάγκη συσπείρωσης των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στη ρωσική ενεργειακή απειλή. Την ανάγκη χάραξης κοινής ενεργειακής πολιτικής επεσήμανε ο ευρωπαίος επίτροπος για την Ενέργεια, ενώ στις 23-24 Μάρτη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται να εξετάσει εκτενώς τα ενεργειακά ζητήματα. Η ήττα του ναζισμού πριν από 60 χρόνια γέννησε την Ενωμένη Ευρώπη. Ο αγώνας ενάντια στον ανερχόμενο, ρώσικο νεοχιτλερισμό μπορεί για πρώτη φορά να καταστήσει τη γηραιά ήπειρο μια πολιτικά ενωμένη και ακόμα πιο προωθημένα δημοκρατική πολιτική οντότητα.