Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟ
Τι κρύβεται πίσω από τη Χάγη, την Καραχασάν, την εξαγορά της Φίνανσμπανκ και την «αναστολή» του ποντιακού

Δύο φαινομενικά αντιφατικές πολιτικές σημειώνονται απέναντι στην Τουρκία εδώ και μια πενταετία. Τη μια μέρα η σύγκρουση, την άλλη μέρα η συνεννόηση, τη μια μέρα η ένταση την άλλη μέρα η ύφεση. Σε κάθε φάση η αναλογία ανάμεσα σε αυτά τα δυο αντίθετα στοιχεία αλλάζει. Άλλοτε είναι πιο έντονη η σύγκρουση, άλλοτε είναι η ενότητα. Όσο πάντως κι αν αλλάζει η δοσολογία ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία παραμένει μια κατάσταση που εδώ και πολλά χρόνια την έχουμε περιγράψει σαν «ούτε πόλεμος, ούτε ειρήνη» η οποία μπορεί να προσδιοριστεί αναλυτικά σα μόνιμη και μάλιστα οξυνόμενη σύγκρουση στο επίπεδο της στρατηγικής και σαν εναλλαγή της σύγκρουσης και της ενότητας στο επίπεδο της τακτικής.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και στην τελευταία πενταετία της «ξαφνικά κηρυγμένης ειρήνης» κατά την οποία είναι πιο έντονη από τακτική άποψη η ενότητα και είναι λιγότερο έντονη η σύγκρουση.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και τις τελευταίες μέρες στις οποίες συμβαίνουν καταρρακτώδεις αλλαγές στο επίπεδο της ελληνικής τακτικής, τόσο καταρρακτώδεις που παρασύρονται για χάρη τους και αμφισβητούνται από την ελληνική πλευρά για πρώτη φορά ακόμα και ορισμένες στρατηγικές θέσεις της σύγκρουσης, οι οποίες κάτω από τον γενικό τίτλο της «εθνικής στρατηγικής» περιλαμβάνουν τα λεγόμενα «απαράγραπτα εθνικά δικαιώματα» στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

Ο νέος ξαφνικός «καταρράκτης ειρήνης»

Ο καταρράκτης ξεκίνησε με την απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει μια υπερνομάρχη από τη «μουσουλμανική» μειονότητα. Λίγο προηγούμενα η μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα ανακοίνωνε ότι αγόραζε πανάκριβα μια αρκετά μεγάλη τούρκικη τράπεζα, ενώ λίγες μέρες μετά αποφασιζόταν ομόφωνα από τη Βουλή να μην ψηφιστεί μια πρόταση νόμου που είχε ετοιμαστεί και στην οποία ουσιαστικά όλα τα κόμματα είχαν συμφωνήσει, σύμφωνα με την οποία σε κάθε επέτειο της λεγόμενης «ποντιακής γενοκτονίας» θα κρατιέται ενός λεπτού σιγή σε όλη την Ελλάδα. Όμως το σημείο κλειδί, ο καταλύτης πίσω από τον οποίο ξεδιπλώνεται εδώ και ένα μήνα μια ολόκληρη φιλολογία αμφισβήτησης της ως τα σήμερα «εθνικής στρατηγικής» και υιοθέτησης μιας καινούργιας ξεκίνησε από τη στιγμή που ένας έλληνας πιλότος σκοτώθηκε στο Αιγαίο σε εικονική αερομαχία και το ζήτημα αντιμετωπίστηκε χοντρικά σαν τροχαίο δυστύχημα. Μάλιστα αντιμετωπίστηκε με μια τόσο πολιτισμένη διακρατική συνεννόηση ώστε οι πιλότοι της πολεμικής αεροπορίας διαμαρτυρήθηκαν για διπλή τακτική της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και ανάγκασαν τον Υπουργό Άμυνας να πάει άρον-άρον στην κεντρική αεροπορική βάση της Λάρισας να τους μιλήσει (Ελευθεροτυπία, 25 Μάη).
Για πρώτη φορά δηλαδή ένας νεκρός μιας πραγματικής αναμέτρησης με τον «προαιώνιο εχθρό» αντί να ξεσηκώσει κύματα εθνικής οργής, προκάλεσε κοινό ανακοινωθέν της ελληνίδας και του τούρκου υπουργού εξωτερικών υπέρ της ειρήνης. Για πρώτη φορά αντί για δάκρυα δυο απανωτά δελτία ειδήσεων του κάποτε εμπρηστικού Μέγκα έβγαλαν έναν πρώην αρχηγό ΓΕΝ (το ναύαρχο ε.α Αντωνιάδη) να αποκαλύψει μετά από 22 χρόνια αναχαιτίσεων, ότι η παράβαση του FIR δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με αναχαίτιση. Επρόκειτο για την πρώτη στρατηγική αμφισβήτηση της «εθνικής πολιτικής» μέσα από τον ίδιο το στρατό και στο βάθος από το ίδιο το πολιτικό καθεστώς που για δεκαετίες βάζει φωτιά στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Πράγματι η παράβαση του FIR δεν συνιστά παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, απλά σχετίζεται με κανονισμούς πολιτικών πτήσεων σύμφωνα με τους οποίους τα στρατιωτικά αεροπλάνα που εκτελούν γυμνάσια δεν οφείλουν να δίνουν σχέδια πτήσεων στη χώρα που ελέγχει το FIR, εν προκειμένω στην Ελλάδα. Άλλωστε αυτό κάνουν εδώ και δεκαετίες όλα τα νατοϊκά αεροπλάνα χωρίς ποτέ η ελληνική πλευρά να ενοχλείται. Κατά συνέπεια, και το τηλεοπτικό κοινό δεν αντέδρασε γιατί πάντα πιστεύει στα «μη απτά» ζητήματα, όπως είναι τα λεγόμενα εθνικά, ό,τι του πουν, αρκεί να συμφωνούν σε αυτό και τα 4 κόμματα. Τώρα, και τα 4 κόμματα συμφωνούν στη νέα πολιτική. Σε αυτήν την περίπτωση οι σοβινιστές ίσα που τολμούν να αρθρώσουν μερικές διαμαρτυρίες για την τετρακομματική γραμμή. Θρασύδειλοι ως συνήθως και δίχως χαρακτήρα, αλλά πάντα πρόθυμοι για καυγά, δαγκώνουν τον εξωτερικό και τον εσωτερικό «εχθρό του έθνους» μόνο όταν οι αρχηγοί του πολιτικού καθεστώτος τους ανοίξουν το κλουβί. Και το κλουβί ανοίγει μόνο στις ώρες της τακτικής της έντασης. Σε τέτοιες στιγμές το κάθε FIR πάλι με διακομματική συμφωνία μπορεί να μετατραπεί από ζήτημα «τροχαίου» αεροπορικού ελέγχου σε ζωτικό ζήτημα εθνικής κυριαρχίας.
Μόνο οι πιλότοι αντιδράσανε σε αυτό το κρύο ντους καθώς καταλάβανε ότι τους άφησαν πολιτικά ακάλυπτους ξαφνικά ύστερα από τόσα χρόνια που έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Κάποιοι από αυτούς κατηγόρησαν την «πολιτική που δεν διστάζει να θυσιάζει ανθρώπους το ένα λεπτό και το επόμενο, στο όνομα της ειρήνης, να ανακρούει πρύμναν… Εμείς δεν κάνουμε πολιτική. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Δεν μπορεί τη μια στιγμή ένας δικός μας να χάνεται υπερασπιζόμενος το δικαίωμά μας να μην πετά κανείς μέσα στο FIR χωρίς άδεια και λίγα λεπτά μετά να αφήνουμε δύο τουρκικά μαχητικά και ένα ελικόπτερο για ανθρωπιστικούς λόγους να πετούν χωρίς άδεια. Να ξέρουμε» (Ελευθεροτυπία, 25 Μάη). Τουλάχιστον αυτοί έχουν ένα προσωπικό θάρρος που λείπει από τους πολιτικούς καιροσκόπους που δίνουν εκ του ασφαλούς τις διαταγές του εμπρησμού του Αιγαίου όλα αυτά τα χρόνια. Η τετρακομματική συμμορία κορυφής ανησύχησε ωστόσο μήπως αυτή η οργισμένη αντίδραση των πιλότων δώσει κάποιο σθένος στους ζαρωμένους σοβινιστές, οπότε ομόφωνα και στα γρήγορα αποφάσισε να υιοθετήσει η Βουλή τα παιδιά του νεκρού αεροπόρου, έβγαλε από τη ναφθαλίνη κάνα δυο τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ για τους «ήρωες των αιθέρων» και άρχισε να τους υπόσχεται αυξήσεις. Τελικά επειδή δεν τους είχε κατευνάσει αρκετά αναγκάστηκε να παραστεί σύσσωμη στην κηδεία του νεκρού πιλότου, Ηλιάκη.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα και πριν εξατμιστεί η νέα κατάσταση της «ειρήνης και της λογικής» και πριν πάρουν κάποια ανάσα οι κεραυνοβολημένοι τουρκοφάγοι βγήκε ο υποτιθέμενος πιο έντιμος και πιο έγκυρος από αυτούς, στην πραγματικότητα ο καιροσκόπος υπηρέτης του τετρακομματισμού, ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Στεφανόπουλος για να αναγγείλει τη νέα εποχή, δηλαδή για να πει ότι όλες οι διαφορές με την Τουρκία, δηλαδή όλα τα «απαράγραπτα εθνικά δικαιώματα» και όχι μόνο η υφαλοκρηπίδα, πρέπει να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ούτε λίγο ούτε πολύ αυτός ο ως χθες λυσσαλέος τουρκοφάγος αποφάσισε ξαφνικά να εναποθέσει σε ξένους δικαστές να αποφασίσουν ποια είναι τα αληθινά «απαράγραπτα δίκαια» του έθνους. Σε αντίβαρο, για να καθησυχάσει τους σοβινιστές αλλά και για να δώσει έμφαση στη στρατηγική γραμμή του καθεστώτος, είχε βγει προηγούμενα ο ρωσόδουλος Παπούλιας να επιπλήξει τους τούρκους στρατηγούς και να υποσχεθεί στο έθνος ότι αυτοί θα αντιμετωπισθούν σθεναρά. Μετά τον Παπούλια τοποθετήθηκε ο υπουργός άμυνας Μεϊμαράκης που καθησύχασε τους σοβινιστές, και βασικά εκείνους του στρατού, εκφράζοντας τη διαφωνία του με τις θέσεις Στεφανόπουλου και διαβεβαιώνοντας τους ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει την παλιά πολιτική. Αλλά δυο μέρες μετά, στις 30 του Μάη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εκφράζοντας προφανώς την πραγματική θέση του Καραμανλή άδειασε τον Μεϊμαράκη και δήλωσε ότι θεωρεί ενδιαφέρουσες τις απόψεις Στεφανόπουλου και ότι εν πάση περιπτώσει η κυβέρνηση «έχει ανοικτά τα αυτιά της». Στο μεταξύ η Μπακογιάννη έκανε σαφή τη θέση της ότι είναι υπέρ της νέας πολιτικής.

Η «νέα στρατηγική» είναι η διάσπαση της Τουρκίας υπέρ του ισλαμοφασισμού

Την ίδια περίοδο και ενώ τόσο ειδυλλιακά εξελίσσονται τα πράγματα από βραχυπρόθεσμη άποψη, όλες οι παλιές στρατηγικές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες παραμένουν. Έτσι εξακολουθεί να μην υπάρχει τουρκική μειονότητα στη Θράκη, το ελληνικό κοινό θέλει να αγοράζει η Ελλάδα τουρκικές τράπεζες αλλά όχι η Τουρκία ελληνικές, το Αιγαίο είναι γεμάτο από ελληνικό δίκιο και από τουρκικές παραβιάσεις και παραβάσεις, η Κύπρος είναι πάντα αθώα και αμόλυντη, μονομερώς διχοτομημένη και κατεχόμενη, και το χειρότερο, η «ποντιακή γενοκτονία» έχει βρυκολακιάσει τη Μεγάλη Ιδέα και νέα μνημεία μίσους στήνονται κάτω από τα χειροκροτήματα και των 4 κομμάτων.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά αντίφαση. Και η ένταση και η ύφεση είναι πολιτικές που υπηρετούν τη στρατηγική όξυνση με την Τουρκία, αλλά την υπηρετούν με το «σύγχρονο τρόπο», τον τρόπο που έχει εγκαινιάσει η «διπλωματία των σεισμών». Εδώ και μια πενταετία η Ελλάδα δεν συγκρούεται με όλη την Τουρκία, όπως έκανε επί 40 χρόνια, αλλά συγκρούεται ακόμα πιο έντονα από όσο πριν με ένα κομμάτι της το πιο ηγεμονικό ως τα σήμερα και συμμαχεί με ένα άλλο κομμάτι που προσπαθεί να ανατρέψει το προηγούμενο και να πάρει την εξουσία . Στην ουσία με την τακτική της «ξαφνικής ειρήνης» η ελληνική διπλωματία επεμβαίνει στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις της Τουρκίας δηλαδή αναμειγνύεται δραστήρια στον ακήρυκτο πολιτικό εμφύλιο που έχει ξεσπάσει μέσα στη χώρα αυτή από την ώρα που άρχισε να ανεβαίνει στη διακυβέρνηση της το φιλο-ανατολικό ισλαμοφασιστικό κομμάτι της αστικής τάξης και να διεκδικεί την εξουσία από το δυτικόφιλο κεμαλικό. Η δεύτερη καινοτομία των τελευταίων χρόνων είναι ότι δεν συγκρούεται πια κυρίως η Ελλάδα με την Τουρκία αλλά η ελληνική διπλωματία -για την ακρίβεια η ρώσικη διπλωματία που έχει μετατρέψει σε ένα πιόνι της την ελληνική- έχει καταφέρει να ξεφορτώσει στην ΕΕ το ρόλο του κύριου εχθρού για την Τουρκία και έτσι έχει καταφέρει, την ώρα που μιλάει για ειρήνη, να οξύνει όσο ποτέ πριν τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η πιο συμβολική πράξη της συμμαχίας του ελληνικού τετρακομματικού καθεστώτος με ένα κομμάτι της τουρκικής αστικής τάξης είναι η κουμπαριά του Καραμανλή με τον Ερντογάν. Όμως ο αληθινός εγγυητής της συμμαχίας αυτής είναι ο Πούτιν που σε αλλεπάλληλες συναντήσεις του με τους δύο πρωθυπουργούς έχει προωθήσει καίριες ενεργειακές συμφωνίες και με τις δύο χώρες. Ο φιλο-ανατολικός στρατηγικός προσανατολισμός του Ερντογάν δεν κρύβεται. Ο επιδέξιος αυτός ισλαμοφασίστας έχει προωθήσει τελευταία με γιγαντιαία βήματα την ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία, έχει αναβαθμίσει τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν, έχει γίνει ο μοναδικός οικοδεσπότης της Χαμάς στη Δύση, έχει παγώσει τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, ενώ από πολιτική άποψη κάνει ότι μπορεί για να δυναμώσει τον αντιδραστικού τύπου αντιαμερικανισμό εμφανίζοντας σαν κεντρική απειλή για την Τουρκία τους γενικά αμερικανόφιλους Κούρδους του Ιράκ και για συμμάχους της τους ιρανούς ισλαμοφασίστες.

Αυτό λοιπόν που φαίνεται σαν ύφεση με την Τουρκία, σα φιλία και σαν συνεργασία μαζί της δεν είναι παρά η εκδήλωση της συμμαχίας της επίσημης Ελλάδας με το ανερχόμενο σύστημα εξουσίας του ισλαμοφασισμού ενάντια στο ηγεμονικό ακόμα σύστημα εξουσίας του κεμαλικού κοσμικού κράτους. Σε όλη αυτήν την περίοδο και σε όσο βαθμό οι κεμαλικές δυνάμεις θα έχουν την ηγεμονία μέσα στο τουρκικό κράτος, θα πρέπει για τις ανάγκες της ρώσικης στρατηγικής να διατηρείται ανέπαφο από την πλευρά των ελλήνων ρωσόδουλων στις γενικές του γραμμές το πακέτο των στρατηγικών αντιθέσεων Ελλάδας-Τουρκίας και μάλιστα να εμπλουτίζεται με διαρκώς νέα στοιχεία που θα διευκολύνουν το ένα μπλοκ στην πάλη του εναντίον του άλλου. Ταυτόχρονα είναι απαραίτητο στο ρωσόδουλο διακομματικό κορυφής στην Ελλάδα να δυναμώνει την τακτική της ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις για όσο διάστημα οι ισλαμοφασίστες θα είναι οι κυβερνητικοί συνομιλητές του και αυτοί οι συνομιλητές θα διεκδικούν εξουσία. Έτσι ενώ το πακέτο των στρατηγικών αντιθέσεων θα βαθαίνει στην ουσία θα σχετικοποιείται στη μορφή, δηλαδή θα αμφισβητείται ώστε να δίνεται η ελπίδα στην τούρκικη αστική τάξη και στη Δύση ότι μπορεί και να αναιρεθεί αρκεί να μένουν στην εξουσία οι ισλαμοφασίστες. Η τακτική ύφεση δηλαδή στα ελληνοτουρκικά προσφέρεται από την πλευρά της Ελλάδας στον Ερντογάν σαν ένα δώρο που αυτός μπορεί να χρησιμοποιεί για να αποστερεί από τους κεμαλιστές στρατηγούς τη δυνατότητα να συσπειρώνουν γύρω τους το τούρκικο έθνος ενάντια στη συμμαχία Ερντογάν-Ελλάδας. Κυρίως όμως προσφέρεται για να πείθονται οι δυτικοί ιμπεριαλιστές και πρωτίστως οι αμερικανοί ότι είναι προς το συμφέρον τους να υποστηρίξουν τον «ειρηνόφιλο» Ερντογάν αν και είναι ισλαμιστής. Αυτή η τακτική της ύφεσης παίρνει σήμερα ακραίες μορφές ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία κατά τις οποίες ο Ερντογάν θα διεκδικήσει την θέση που σήμερα κατέχει ο κεμαλιστής Σεζέρ.
Πιστεύουμε ότι η καταρρακτώδης, ακόμα και ριζοσπαστική μορφή που παίρνει αυτή η ύφεση τον τελευταίο καιρό, είναι ευθέως ανάλογη της ταχύτητας με την οποία οξύνεται η εσωτερική πάλη στην Τουρκία και της αμυντικής θέσης στην οποία έχει βρεθεί το ισλαμοφασιστικό πολιτικό μέτωπο.

Ο Ερντογάν εν κινδύνω, το ελληνικό τετρακομματικό συντονιστικό σε βοήθεια

Για πρώτη φορά το κεμαλικό μέτωπο έχει ξεσηκωθεί ενάντια στο ισλαμοφασιστικό μέτωπο ανοιχτά και με όρους κινήματος βάσης μετά τη δολοφονία από έναν ισλαμοφασίστα ενός ανώτατου δικαστικού, διώκτη της ισλαμοφασιστικής μαντήλας. Ταυτόχρονα για πρώτη φορά ο Ερντογάν έχει βρεθεί σχετικά απομονωμένος και από τις ΗΠΑ. Μέχρι τώρα αυτός πουλούσε στις ΗΠΑ και στην ΕΕ το πρότυπο ενός κοσμικού μετριοπαθούς, τάχα δυτικότροπου ισλάμ, προσποιούμενος το αντίβαρο ή τη γέφυρα με το φονταμενταλιστικό κρατικό ισλάμ των μουλάδων. Το τέχνασμα αυτό ήταν αρκετά πειστικό γιατί ο Ερντογάν, εμφανιζόταν και εμφανίζεται ακόμα σαν πιο φανατικός οπαδός της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ από όσο οι κεμαλιστές. Όμως μετά την πρόσφατη επίσκεψη της Χαμάς στην Άγκυρα, αλλά και μετά την όξυνση των σχέσεων του Ερντογάν με τους Κούρδους του Ιράκ οπότε και με τις ΗΠΑ αυτή η εικόνα του δυτικόφιλου άρχισε να καταρρέει. Ταυτόχρονα η όλο και πιο έντονη αντίθεση της ΕΕ, ιδιαίτερα της Γαλλίας, στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, έχει κλονίσει τη δύναμη της ευρωπαϊκής δημαγωγίας του Ερντογάν και αρχίζει να του στερεί την πολιτική επιρροή του στο οικονομικά φιλελεύθερο, φιλοευρωπαϊκό κομμάτι του τούρκικου μεγάλου κεφάλαιου.
Έτσι ο Ερντογάν βρίσκεται για πρώτη φορά σε απομόνωση την ώρα που επιχειρεί το σάλτο μορτάλε προς την εξουσία. Αυτήν την άνοδο την επιζητεί τόσο σε θεσμικό επίπεδο, δηλαδή με την απόπειρα του να καταλάβει την προεδρία της Δημοκρατίας, όσο και βαθύτερα πολιτικοκοινωνικά, δηλαδή με το να δυναμώνει τις πολιτικοοικονομικές σχέσεις της Τουρκίας με τη Μόσχα και το Ιράν και με το να ετοιμάζεται να διεισδύσει στο κράτος και να επιβάλλει την ισλαμική εκπαίδευση σε επίπεδο πανεπιστημίου, ώστε να παραγάγει σε μαζική κλίμακα μια ισλαμοφασιστική διοικητική ελίτ. Το κακό για το ισλαμοφασιστικό πολιτικό μπλοκ είναι ότι την ώρα αυτής της κρίσιμης στροφής του λείπει η έντονη και πλατειά συμπάθεια που είχε μέσα στη φτωχολογιά και τα μεσαία στρώματα τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησης. Τότε ήταν ακόμα ισχυρός ο απόηχος της λαϊκίστικης δημαγωγίας μέσα στις μάζες όμως ο Ερντογάν δεν μπόρεσε να αποσπάσει την πραγματική κρατική εξουσία όπως την είχε αποσπάσει ο ομόλογός του εισοδιστής Α. Παπανδρέου στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ο πρώτος βρίσκεται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από εκείνη στην οποία βρέθηκε στα 1985 ο δεύτερος, όταν επεχείρησε το δικό του σάλτο μορτάλε συγκρουόμενος μετωπικά με το γενάρχη της δυτικόφιλης αστικής τάξης Κ. Καραμανλή τον πρώτο. Ο Παπανδρέου, ο μεγαλύτερος δάσκαλος όλων των κατοπινών πρακτόρων-εισοδιστών του Κρεμλίνου, είχε μπροστά του τη δεκαετία του ’80 μια δίχως χαρακτήρα ελληνική αστική τάξη που επιπλέον το πιο ισχυρό της κομμάτι ήταν αδύναμο πολιτικά γιατί ήταν εκτεθειμένο στις μάζες από τη στάση του στον εμφύλιο και στη δικτατορία. Έτσι αυτός μπόρεσε να μοιράσει λεφτά στα φτωχά και μεσαία στρώματα με δανεισμό τινάζοντας στα ύψη το κρατικό χρέος. Αυτή η μαζική εξαγορά των «μη προνομιούχων» με παροδικά και εύκολα αντιστρέψιμα μικροπρονόμια του έδωσε αρκετό χρόνο για να απωθήσει ως το 1985 τους δυτικόφιλους και να βάλει στο χέρι το ευρύτερο κράτος. Αντίθετα ο Ερντογάν είχε απέναντί του μια ισχυρή κεμαλική μεγαλοαστική τάξη, πανίσχυρη στο στρατό και στην οικονομία που δεν τον άφησε να παίξει όπως ήθελε το παιχνίδι της εξαγοράς των μαζών, και έτσι ελάχιστα μπόρεσε να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του σε αυτές. Από την άλλη ούτε ήθελε ούτε θα μπορούσε ποτέ ένας ρωσόδουλος να αναπτύξει τη βιομηχανία και να προωθήσει τον οικονομικό και διοικητικό εκσυγχρονισμό της Τουρκίας ώστε να αποσπάσει μέσα από κει κάποιους πρώτους οικονομικούς καρπούς. Έτσι η κρίσιμη πολιτική καμπή βρίσκει το ισλαμοφασιστικό μπλοκ γεμάτο αδυναμίες και στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή φαίνεται ο φίλος. Σε μια τέτοια στιγμή οι ομοαίματοι κρυφοφασίστες που διοικούν την Ελλάδα πρέπει να δείξουν την αλληλεγγύη τους στο αδελφό τους Ερντογάν. Αλληλεγγύη σημαίνει να παραχωρηθούν στον ισλαμοφασισμό μια σειρά πολιτικά δώρα με τα οποία αυτός θα μπορέσει να εξαγοράσει συμπάθειες μέσα στην τουρκική μεγαλοαστική τάξη και υποστήριξη ή έστω ανοχή από τη Δύση.

Μερικά δώρα για τον Ερντογάν

Το πρώτο και μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να δοθεί στον Ερντογάν είναι η διαβεβαίωση από την Ελλάδα ότι όσο αυτός είναι στην εξουσία θα υπάρχει ειρήνη στο Αιγαίο και μάλιστα ότι στην περίπτωση της μονιμοποίησης της εξουσίας αυτής μπορεί να επιτευχθεί και μόνιμη ειρήνη. Κάτι τέτοιο σημαίνει για την τούρκικη αστική τάξη οφέλη δισεκατομμυρίων Ευρώ από τον περιορισμό στις στρατιωτικές δαπάνες αλλά και από τις οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα κυρίως τις τουριστικές. Όμως για τη Δύση, ιδιαίτερα για τις ΗΠΑ που τρέμουν εδώ και 40 χρόνια ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να πνιγεί μέσα στο Αιγαίο η ήδη παραλυμένη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, μια τέτοια υπόσχεση ειρήνης σημαίνει πολύ περισσότερα. Τη νέα αυτή εποχή, εποχή της «υπόσχεσης της ειρήνης», την εγκαινιάζει στην πράξη η κοινή δήλωση Μπακογιάννη-Ερντογάν πάνω στο πτώμα του «εκτός φάσης νεκρού» πιλότου ενώ σε επίπεδο «θεωρίας και στρατηγικής» την εγκαινιάζει η διακήρυξη Στεφανόπουλου για προσφυγή όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη.
Η διακήρυξη Στεφανόπουλου προσφέρει ακριβώς αυτή την υπόσχεση της μόνιμης ειρήνης στην τουρκική αστική τάξη και κυρίως στη Δύση ενώ στην πραγματικότητα παραχωρείται σαν ένας νέος μοχλός πίεσης του Ερντογάν στους στρατιωτικούς. Η πρώτη πρακτική προσφορά για να γίνει πιστευτή η υπόσχεση ειρήνης ήταν η νέα συμφωνία για τα «μέτρα μείωσης της έντασης» που υπέγραψαν η Μπακογιάννη με τον ομόλογό της υπουργό εξωτερικών του ισλαμοφασισμού Γκιουλ και τα οποία περιλαμβάνουν αύξηση κατά ένα μήνα του θερινού μορατόριουμ στο Αιγαίο, απευθείας τηλεφωνική γραμμή ανάμεσα στο ελληνικό και τουρκικό γενικό επιτελείο στρατού, ανταλλαγές επισκέψεων στρατιωτικών, πολιτική συνεργασία σε θέματα φυσικών καταστροφών, συνεργασία για τις στρατιωτικές δραστηριότητες στο Αιγαίο μέσω του ΝΑΤΟ. Για να καθησυχάσει τους έλληνες σοβινιστές που τρέμουν το νέο κλίμα «εθνικής προδοσίας», η Μπακογιάννη και ο Γκιουλ πέτυχαν αναβολή κατά λίγες μέρες των προγραμματισμένων για τις ώρες των συνομιλιών τους τουρκικών στρατιωτικών γυμνασίων στο Αιγαίο. Αυτή η αναβολή επιτεύχθηκε μετά από πιέσεις της Ουάσιγκτον στους τούρκους στρατηγούς.

Υποψηφιότητα Καραχασάν

Το δεύτερο δώρο που δόθηκε τις μέρες αυτές στον τούρκικο ισλαμοφασισμό είναι λιγότερο σημαντικό από άποψη πολιτικού βάρους αλλά πιο εντυπωσιακό. Πρόκειται για την έμπρακτη πολιτική δήλωση ότι μια μουσουλμάνα μέσα από την τούρκικη μειονότητα μπορεί να καταλάβει την πραγματική κρατική εξουσία σε μια περιοχή της χώρας. Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την Καραχασάν δεν σημαίνει ότι αυτή θα καταλάβει τώρα την υπερνομαρχία αλλά ότι πολιτικά αυτό είναι επιτρεπτό. Αυτό εξαγριώνει τους σοβινιστές και τους ορθοδοξοφασίστες πιο πολύ από ότι η μισοπαράδοση του FIR στην Τουρκία γιατί σημαίνει ότι ένας μουσουλμάνος από την τούρκικη μειονότητα θα μπορεί αύριο να ασκεί εξουσία όχι μόνο πάνω στους Τούρκους αλλά και πάνω στους Έλληνες της Θράκης. Ο σοβινιστής μπορεί να αντέξει τον «Τούρκο» στα διεθνή νερά του Αιγαίου, αλλά πάσχει βαθιά στην ιδέα και μόνο ότι ένας Τούρκος θα προΐσταται των αστυνομικών αρχών τριών νομών της χώρας και θα στέκεται δίπλα σε πρωθυπουργούς και αρχιεπίσκοπους για να τον χαιρετούν οι παρελαύνοντες στρατιώτες του πολιτιστικά ή ακόμα και φυλετικά «ανώτερου έθνους». Γι αυτό το λόγο η αντίθεση στην Καραχασάν ήταν πιο έντονη και ενστικτώδικη από την αντίθεση στη διακήρυξη του Στεφανόπουλου.
Όμως η κίνηση Καραχασάν δεν είχε σαν στόχο να ερεθίσει τους έλληνες σοβινιστές. Απευθυνόταν πάλι προς την Τουρκία και προς τη Δύση.
Στην Τουρκία έλεγε: Τι πετύχατε κύριοι κεμαλιστές τόσα χρόνια με τους τούρκους εθνικιστές της μειονότητας που προωθούσατε μέσω του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής; Τίποτα. Αρκούσε μια δολοφονία (Σαδίκ) για να τους εξουδετερώσει ή να τους πνίξει δίνοντάς τους μια δυο βουλευτικές έδρες μέσα στα ελληνικά κόμματα και κατά τα άλλα μηδέν κρατική εξουσία. Να λοιπόν τώρα που με τη «φιλελληνική» πολιτική του «αντιεθνικιστή» Ερντογάν, που έκανε πέρυσι επίσκεψη στη Θράκη και ήταν ο πρώτος τούρκος πολιτικός που δεν μίλησε για τούρκικη μειονότητα, βάλαμε από κοινού τις βάσεις για να δοθεί μια υπερνομαρχία σε Τούρκο μειονοτικό.
Ταυτόχρονα, η υποψηφιότητα Καραχασάν έστειλε ένα ενισχυμένο μήνυμα στη Δύση, ιδιαίτερα στην ΕΕ, ότι από δω και μπρος μένουν μόνοι τους οι κεμαλιστές στρατηγοί να αμφισβητούν την κρατικο-θρησκευτική εξουσία του Πατριαρχείου και την πολιτική εξουσία των Κούρδων και δεν διαθέτουν πια σαν άλλοθι τους Έλληνες που καταπιέζουν την τουρκική μειονότητα. Έτσι αυτοί με ανανεωμένο θράσος μπορούν τώρα να αναλάβουν το ρόλο του εξεταστή της Τουρκίας στο μάθημα της δημοκρατικής συμπεριφοράς προκειμένου να την κάνουν δεκτή στην ΕΕ.
Αν βέβαια μελετήσει κανείς την περίπτωση Καραχασάν θα διαπιστώσει το εσκεμμένα διφορούμενο και βρώμικο παιχνίδι το οποίο παίζει πάνω της και από ότι φαίνεται όχι εντελώς ερήμην της το τετρακομματικό μπλοκ. Η Καραχασάν είναι επίτηδες διαλεγμένη ώστε σαν πομάκα στην καταγωγή να μην εξεγείρει μονομιάς τον ελληνικό σοβινισμό. Από την άλλη η ίδια έχει μια τέτοια πολιτική συμπεριφορά που να υπονοεί ότι είναι τουρκάλα στη συνείδηση ώστε να μην εμφανίζεται στα μάτια της Άγκυρας σα μια «τζούφια» νίκη της συνεργασίας Ελλάδας-Ερντογάν. Το μόνο πράγμα που ανοιχτά είναι η Καραχασάν είναι μουσουλμάνα. Και δεν φαίνεται ότι δηλώνει μουσουλμάνα αναγκαστικά επειδή μόνο μουσουλμανική επιτρέπεται να είναι η τουρκική μειονότητα για το ελληνικό κράτος. Γιατί πράγματι πάντα η Ελλάδα έδινε έμφαση στο θρησκευτικό στοιχείο της τούρκικης μειονότητας για να της αφαιρέσει το εθνικό. Έχουμε ωστόσο λόγους να πιστεύουμε ότι αυτή η έμφαση δίνεται τώρα και από την πλευρά της Τουρκίας του Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση της Καραχασάν στο Βήμα της 21 Απρίλη ότι «αυτό που ενοχλεί είναι η θρησκεία μου», ενώ ξέρει πολύ καλά όπως και ο καθένας ότι η πιο ασυγχώρητη ιδιότητα ενός ανθρώπου σε αυτή τη χώρα είναι το να είναι Τούρκος.

Εξαγορά Φίνανσμπανκ

Το τρίτο δώρο που έκανε το διακομματικό συντονιστικό στο στρατόπεδο του ισλαμοφασισμού στην Τουρκία είναι η εξαγορά της τούρκικης Φίνανσμπανκ από την Εθνική. Γράφουμε σχετικά με τη σκανδαλώδη αυτή εξαγορά ένα μεγαλύτερο άρθρο στο φύλλο αυτό. Εδώ θα πούμε συνοπτικά ότι η εξαγορά σημαίνει καταρχήν μια εισροή ζεστού χρήματος 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενός ποσού δηλαδή που λίγο υπολείπεται από τα συνολικά καθαρά κέρδη μιας ολόκληρης χρονιάς των ελληνικών επιχειρήσεων, σε μια οικονομία σε ύφεση. Αυτή η εισροή σημαίνει μια εκδήλωση εμπιστοσύνης σε μια παραπαίουσα οικονομία πράγμα που πολιτικά μεταφράζεται σε πολιτική στήριξη της κυβέρνησης που διαχειρίζεται αυτήν την οικονομία. Τέλος, και βαθύτερα, αυτή η εισροή σημαίνει μια εισαγωγή στην Τουρκία ενός κεφαλαίου με πολιτική γραμμή, του κρατικού ελληνικού, που στη συγκεκριμένη περίοδο θα λειτουργήσει στο εσωτερικό της τούρκικης μεγαλοαστικής τάξης σα μεγάλο στήριγμα του ανατολικού κεφάλαιου που είναι ακόμα αδύναμο. Δεν πρέπει να είναι άσχετο με αυτό το χαρακτήρα της εξαγοράς το γεγονός ότι η Φίνανσμπανκ εμπλέκεται στην ενεργειακή αγορά της Τουρκίας και έχει ένα ισχυρό παράρτημα με πολλά υποκαταστήματα στη Ρωσία.

Πάγωμα επετείου «ποντιακής γενοκτονίας»

Το τέταρτο δώρο του διακομματικού συντονιστικού στους ισλαμοφασίστες είναι η ομόφωνη απόφαση των κομμάτων να μη φέρουν για συζήτηση στη Βουλή μια πρόταση νόμου που όλοι είχαν αρχικά υποστηρίξει σύμφωνα με την οποία θα περνούσαν ανάμεσα στα μέτρα της εθνικής μνήμης για τη λεγόμενη «γενοκτονία των Ποντίων» και ενός λεπτού σιγή σε όλη τη χώρα στην επέτειο της «γενοκτονίας» στις 19 Μάη. Την πρόταση την απέσυρε η ΝΔ και δεν την έφερε για συζήτηση στη Βουλή επειδή ο εισηγητής της Παπαηλίας εμφανίστηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής να συμμορφώνεται σε μια υπόδειξη του Κολοζώφ να μην ψηφιστεί ο νόμος που πρόβλεπε την ενός λεπτού σιγή για να μην οξυνθούν παραπέρα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το αεροπορικό επεισόδιο στο Αιγαίο. Ο Κολοζώφ είπε ότι η «καθιέρωση μιας μέρας τιμής και μνήμης προς τα θύματα του Πόντου θα μετατραπεί αντικειμενικά σε εφαλτήριο εθνικιστικών εκδηλώσεων και μίσους μεταξύ των λαών Ελλάδας και Τουρκίας», αλλά πουθενά δεν αρνήθηκε στην ουσία τη θεωρία της «γενοκτονίας των Ποντίων». Εκείνο που έχει σημασία και εδώ, είναι πως σε χρόνο μηδέν οι σοβινιστές στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ έκρυψαν στην αποθήκη τη «γενοκτονία» τους για να διευκολύνουν τη νέα «ξαφνική ειρήνη» τους. Ασφαλώς δεν δυσκολεύτηκαν και εξ αιτίας του χαρακτήρα τους και εξ αιτίας της ιστορίας.
Γιατί στην πραγματικότητα η «γενοκτονία των Ποντίων» είναι μια από τις πολλές μηχανές που κατασκεύασε ο μεγάλος προβοκάτορας Α. Παπανδρέου για να οξύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν έφτασαν οι ζωντανές προβοκάτσιες που διέπραξε στην Κύπρο και στο Αιγαίο επί 40 χρόνια ερεθίζοντας ασταμάτητα τον ελληνικό σοβινισμό, αλλά του χρειάστηκε και μια ιστορική προβοκάτσια για να μεταφέρει την ελληνοτουρκική αντίθεση από τα ζητήματα των εθνικών και κρατικών συνόρων (Κύπρος, Αιγαίο) στα ζητήματα που αφορούν την εσωτερική εθνοκρατική δομή της ίδιας της Τουρκίας. Με τη «γενοκτονία των Ποντίων» ο Α.Π έδωσε στην ελληνοτουρκική αντίθεση ένα χαρακτήρα ιστορικής εκδίκησης του έθνους που εξοντώθηκε από το έθνος που εξόντωσε.

Όπως και με όλες τις προηγούμενες αντιθέσεις και αυτή της «γενοκτονίας των Ποντίων» δεν αποσύρεται αλλά παραμένει και τώρα στα υπόγεια του επιτελείου της σύγκρουσης να σιγοβράζει και να συντηρείται για μελλοντική χρήση. Γι αυτό χρειάζεται εδώ να πούμε τουλάχιστον δυο λόγια.
Οι Πόντιοι, δηλαδή οι έλληνες τριών νομών (βιλαετιών) της Τουρκίας (Τραπεζούντας, Κασταμονής και Σίβας), αποτέλεσαν σε αυτά πάντα μια σαφή μειοψηφία, δηλαδή 350.000 Έλληνες σε σύνολο περίπου 980.000 Τούρκων. Αυτός ο αριθμός καταγράφεται σύμφωνα με τα στοιχεία του βενιζελικού κράτους (του καθηγητή Σωτηριάδη στα 1912) και είναι κατά 30% ανεβασμένος από τον αριθμό των 225.000 που εκτιμούν άλλοι έλληνες μελετητές (Παπαμιχαλόπουλος). Το πιο ισχυρό τους ποσοστό ήταν στο βιλαέτι της Τραπεζούντας, όπου πάντως το ποσοστό τους σε σύνολο πληθυσμού ήταν μικρότερο από 30%. Μέσα σε αυτό το Βιλαέτι μόνο σε μία πόλη είχαν πλειοψηφία οι έλληνες, στο Δήμο της Σαμψούντας (65%). Κι όμως τα ελληνικά επίσημα νούμερα μιλάνε για σφαγή 350.000 ελλήνων ποντίων από τους Τούρκους και εκτοπισμό άλλων 350.000. Αυτά τα νούμερα της σφαγής είναι ασύμβατα με τον τεράστιο αριθμό Ποντίων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 (τα στοιχεία αυτά είναι από το βιβλίο του Γ. Νακρατζά: Μικρά Ασία και η καταγωγή των προσφύγων, εκδόσεις Μπατάβια).
Οι έλληνες Πόντιοι ζούσαν ήσυχα με τους Τούρκους, και μάλιστα με αρκετή άνεση αφού από τους κόλπους τους προερχόταν η αστική τάξη αυτών των περιοχών, μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στα πλαίσια αυτού του πολέμου επιτέθηκε στην Τουρκία η τσαρική Ρωσία ξεσηκώνοντας τον αρμένικο σοβινισμό που ήθελε να αποσπάσει ένα κομμάτι της ανατολικής Τουρκίας όπου ο αρμένικος πληθυσμός ήταν ακόμα πιο μειοψηφικός από όσο οι έλληνες στον Πόντο. Αρχικά οι αρμένιοι σοβινιστές πραγματοποίησαν μια εθνοεκκαθαριστική σφαγή δεκάδων χιλιάδων Τούρκων στην πόλη Βαν και επιθέσεις στα νώτα του τουρκικού στρατού την ώρα που ο τσαρικός στρατός επιτιθόταν στην Τουρκία από το ανατολικό μέτωπο. Η κυβέρνηση των νεοτούρκων απάντησε με εθνοκάθαρση-μετακίνηση όλου σχεδόν του αρμενικού πληθυσμού της ανατολικής Τουρκίας που συνοδεύτηκε από σφαγές και εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων από κακουχίες στη διάρκεια αυτής της μετακίνησης. Στα 1916 τα ρώσικα στρατεύματα εισβάλανε στην Τουρκία αποβιβαζόμενα στην Τραπεζούντα και άρχισαν να ξεσηκώνουν ενάντια στην Τουρκία τους έλληνες του Πόντου. Όπου αυτοί συμμάχησαν με τους Ρώσους εισβολείς υπέστησαν ανάλογη σκληρή μεταχείριση και σε κάποιες περιπτώσεις σφαγές από τους Τούρκους, αλλά με κανένα τρόπο γενοκτονία. Μετά το τέλος του α΄ παγκόσμιου πολέμου και τη μπολσεβίκικη επανάσταση που έδωσε τέλος στην τσαρική επίθεση στην Τουρκία τα πράγματα ησύχασαν για να οξυνθούν στα 1919 αυτή τη φορά από τους αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές που επιτέθηκαν στην Τουρκία για να τη διαμελίσουν αποικιακά με βασικό εργαλείο τον ελληνικό σοβινισμό-υποϊμπεριαλισμό που προσάρτησε την περιοχή της Σμύρνης ή καλύτερα το μεγαλύτερο κομμάτι του βιλαετιού του Αϊδινίου. Εδώ υπάρχει ο δεύτερος ξεσηκωμός των ελλήνων εθνικιστών του Πόντου που θέλανε έξω από κάθε λογική ένα ποντιακό ελληνικό κράτος που μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο μέσα από την υποδούλωση ή την εθνοκάθαρση του πλειοψηφικού τούρκικου πληθυσμού. Στην περίοδο αυτή, και μάλιστα από τον Πόντο, άρχισε ο εθνικο-απελευθερωτικός επαναστατικός πόλεμος του τουρκικού λαού με επικεφαλής τον Κεμάλ. Οι έλληνες του Πόντου τάχθηκαν και πάλι με τους εισβολείς και σε αρκετές περιπτώσεις πραγματοποίησαν μαζικές σφαγές αμάχων στον Πόντο όπως έκανε και ο ελληνικός στρατός στις κατεχόμενες περιοχές. Ακόμα και τότε ωστόσο δεν υπήρξε γενοκτονική απάντηση του τούρκικου εθνικο-απελευθερωτικού στρατού σε βάρος των ελλήνων του Πόντου αν και υπήρξαν μαζικές σφαγές και καταστροφές ελληνικών χωριών κύρια από τούρκικες ένοπλες συμμορίες. Με την ήττα του ελληνικού στρατού εισβολής το ’22, αλλά και πριν από αυτήν, ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων του Πόντου έφυγε τρομοκρατημένο όπως έγινε αργότερα και με τους πληθυσμούς των δυτικών παραλίων. Όμως η μεγάλη και ολοκληρωτική έξοδος των ελλήνων του Πόντου είναι μια πολιτική πράξη που την κύρια ευθύνη της την έχει το ελληνικό πολιτικό καθεστώς. Πρόκειται για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών που πρότεινε ο Βενιζέλος και που μετά τις αρχικές της επιφυλάξεις δέχτηκε η κεμαλική Τουρκία. Αυτή ήταν η πρώτη «πολιτισμένη», όσο και ψυχρή πράξη εθνοκάθαρσης που πραγματοποίησε η εποχή του ιμπεριαλισμού και η οποία άδειασε το μεν Πόντο από Έλληνες, τη δε καταχτημένη ελληνική Μακεδονία από Τούρκους.
Έτσι ολοκληρώθηκε το «εθνικά καθαρό» από Τούρκους ελληνικό κράτος. Η βασική ιδρυτική πράξη αυτού του «καθαρού» κράτους ήταν η πρώτη πραγματική γενοκτονία της αστικής εποχής σε ευρωπαϊκό έδαφος: Η εξόντωση των Τούρκων αμάχων πληθυσμών της Ελλάδας από την καθοδηγούμενη από τον τσαρισμό ελληνική εξέγερση του 1821.
Λίγες δεκαετίες μετά από την πλήρη εθνοκάθαρση των τούρκων η κρατική Ελλάδα πραγματοποίησε τη μισο-εθνοκάθαρση των Μακεδόνων και την πλήρη εθνοκάθαρση-εκτοπισμό των αλβανών τσάμηδων. Σε αυτά τα κύματα εθνοκάθαρσης χρωστάμε την «ομοιογενή» Ελλάδα και τον αγιάτρευτο σοβινισμό της.

Γιατί τα δώρα είναι δηλητηριασμένα

Οι αστοφιλελεύθεροι δυτικόφιλοι στο σύνολό τους και πολλοί δημοκράτες αντιεθνικιστές είναι κυριολεκτικά γοητευμένοι από αυτά τα δώρα προς τον ισλαμοφασισμό της Τουρκίας γιατί τα θεωρούν προσφορές πραγματικής ελληνοτουρκικής ειρήνης. Θεωρούν δηλαδή ότι η κλασσική εθνικιστική αντιτούρκικη πολιτική της Ελλάδας αλλάζει τώρα, επειδή βρίσκεται πλέον σε αδιέξοδο όπως άλλωστε ισχυρίζονται και τα παλιά γεράκια τύπου Στεφανόπουλου, που τώρα ξαφνικά προτείνουν την αλλαγή της. Μερικοί πιο διορατικοί δημοκράτες αντιεθνικιστές αντιλαμβάνονται ότι κάτι σάπιο υπάρχει σε αυτήν την κλιμάκωση της «ειρήνης» και σε αυτόν τον όψιμο αντιεθνικισμό, αλλά αφού αυτή η πολιτική χτυπάει τους εθνικιστές πιστεύουν ότι πρέπει να υποστηριχθεί. Σκέφτονται ότι πατώντας στην ήττα των δικών μας σοβινιστών αλλά και των τούρκων αντιστοίχων τους μπορεί στη συνέχεια να παλευτεί μια συνεπής αντιεθνικιστική πολιτική.
Αυτός είναι ένας λαθεμένος συλλογισμός.
Στην πραγματικότητα εξετάζοντας πιο προσεκτικά αυτά καθ’ εαυτά τα δώρα του ελληνικού διακομματικού συντονιστικού στον Ερντογάν θα διαπιστώσουμε ότι αυτά δεν είναι πακέτα ειρήνης και δημοκρατίας ανεξάρτητα από το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο ανταλάσσονται.
Αυτό ισχύει και για τη Χάγη και για την εξαγορά της Φίνανσμπανκ και για την Καραχασάν και για τους Πόντιους.

Α) Η προσφυγή στη Χάγη

Η προσφυγή στη Χάγη
για όλες τις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι μια προσφυγή σε έναν τρίτο έγκυρο πόλο έξω από τη σύγκρουση. Είναι προσφυγή σε ένα δικαστήριο του ΟΗΕ και ο ΟΗΕ στη φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την πολιτική υπεροχή μέσα του της χειρότερης πτέρυγας του ιμπεριαλισμού, δηλαδή του ρωσοκινεζικού άξονα. Πολλές φορές το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει βγάλει καλές αποφάσεις για διενέξεις μεταξύ χωρών, αλλά συνήθως δεν προσέφευγαν σε αυτό χώρες που βρίσκονταν σε στρατηγικά εχθρικές σχέσεις, ούτε παρέπεμπαν σε αυτό διαφορές για ζητήματα που θεωρούσαν ζωτικά. Προσέφευγαν χώρες με καλές σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι αξιοποιούσαν χωρίς προβλήματα την εξής διαδικασία που προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η κάθε μια από τις δυο προσφεύγουσες χώρες διαλέγουν τους δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου που θεωρούν ότι θα έχουν σαν τους πιο φιλικούς στην υπόθεσή τους και αποδέχονται και έναν τρίτο σαν ουδέτερο. Έτσι σχηματίζεται ένα πενταμελές δικαστήριο που επιλύει τη διαφορά με όρους όχι απλά νομικούς αλλά ομολογημένα και πολιτικούς. Μπορεί να φανταστεί κανείς τώρα τι διεθνής διαμάχη, τι παρασκήνιο και τι σκοτεινές διευθετήσεις θα μεσολαβήσουν για την τελική σύνθεση του πενταμελούς δικαστηρίου που θα αναλάβει την συνολική επίλυση μιας ιστορικής διένεξης σαν την ελληνοτουρκική. Ακόμα περισσότερο μπορεί κανείς να φανταστεί τις αδιάκοπες πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν αναπόφευκτα σε ένα δικαστήριο που οι διαβουλεύσεις του θα κρατήσουν πάνω από 7 χρόνια και που οι αποφάσεις του θα έχουν παγκόσμιες επιπτώσεις, αφού ουσιαστικά θα αφορούν σε όλο το εύρος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στα Βαλκάνια, στην Μεσόγειο και στο χώρο Ευξείνου-Καυκάσου-Κασπίας. Τα παγκόσμια πολιτικά προβλήματα τα λύνει στο βάθος η παγκόσμια πολιτική και όχι τα δικαστήρια. Και στην παγκόσμια πολιτική ηγείται σήμερα το ανερχόμενο ιμπεριαλιστικό μπλοκ, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το ρωσοκινεζικό και το οποίο έχει την συντριπτική πολιτική κυριαρχία στη μια από τις δύο χώρες, την Ελλάδα και τη μισοκυριαρχία στην άλλη. Ας προσθέσει κανείς σε αυτήν την κυριαρχία και την σχεδόν απόλυτη εσωτερική κυριαρχία της ρώσικης διπλωματίας στην Κύπρο η οποία αποτελεί το κλειδί της ελληνοτουρκικής διένεξης. Μπορεί λοιπόν να συμπεράνει κανείς πόσο θα οργιάσει η ρώσικη διπλωματία στον ρόλο στον οποίο κατεξοχήν διαπρέπει, το ρόλο του μεσολαβητή στην περίπτωση της παραπομπής των ελληνοτουρκικών στη Χάγη. Και όλα αυτά αφού φτάσει εκεί η υπόθεση, γιατί πριν φτάσει υπάρχει η διαδικασία της υπογραφής του συνυποσχετικού στη διάρκεια της οποίας θα αναμειχθεί αυτόματα η ΕΕ που έχει αναλάβει τη διαχείριση της ένταξης της Τουρκίας, η οποία πάντα υποκύπει στις άμεσες ή έμμεσες πιέσεις της ρώσικης υπερδύναμης, οι σε ελεύθερη πτώση ΗΠΑ και βεβαίως η Ρωσία που θα είναι ο μόνος αποδεκτός μεσολαβητής από τις κυβερήσεις Ερντογάν-τετρακομματικής κυβέρνησης της Ελλάδας.
Πραγματική διαδικασία ειρήνης, τουλάχιστον στη φόρμα, θα ήταν να προσπαθήσουν οι δυο χώρες να λύσουν τις διαφορές τους οι ίδιες με πολιτικό τρόπο και όχι με νομικίστικες υποκρισίες και διεθνείς παρεμβάσεις. Και να τις λύσουν θα σήμαινε να συγκρουστούν με εκείνη την παγκόσμια δύναμη, τη ρώσικη υπερδύναμη που θέλει την ένταση ανάμεσά τους γιατί θέλει την ανατροπή και του τοπικού και του παγκόσμιου στάτους-κβο. Αφού δεν είναι έτοιμες να το κάνουν αυτό και αποφασίζουν να σβήσουν τη φωτιά καλώντας τον πιο τρελό εμπρηστή σαν πυροσβέστη, πώς μπορούμε να εγκρίνουμε μια τέτοια διαδικασία;

Β) Η περίπτωση Καραχασάν

Αντίστοιχα ισχύουν για την περίπτωση της Καραχασάν. Είναι γεγονός ότι μια τέτοια υποψηφιότητα ρίχνει κρύο νερό στους σοβινιστές και μια ανάσα αισιοδοξίας στη μειονότητα. Όμως στο βάθος πρόκειται για μια ταπείνωση για την τούρκικη μειονότητα, για μια οπισθοδρόμηση. Γιατί τουλάχιστον ως τώρα αυτή ήταν καταπιεσμένη, αλλά κρατούσε την αξιοπρέπειά της γιατί οι επίσημοι πολιτικοί εκπρόσωποι της ήταν τουλάχιστον δικοί της. Στην εποχή Σαδίκ ήταν τούρκοι εθνικιστές δεμένοι με το τούρκικο προξενείο αλλά η ίδια η μειονότητα τους επέλεγε να είναι αυτοί που ήταν. Και επιπλέον πλήρωναν ακόμα και με τη ζωή τους αυτήν την επιλογή. Αργότερα οι εκπρόσωποι της μειονότητας έγιναν πιο ρεαλιστές και μπήκαν μέσα στα ελληνικά καθεστωτικά κόμματα, αλλά πριν μπουν στα κόμματα αυτά είχαν υπάρξει λίγο ή πολύ στην πολιτική ζωή σαν αναδειγμένοι εκπρόσωποι των καταπιεσμένων συντοπιτών τους. Στην περίπτωση όμως της Καραχασάν ήταν το ελληνικό πολιτικό καθεστώς που όρισε τον πολιτικό εκπρόσωπο της μειονότητας και τον ανέδειξε από το πουθενά στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Είναι χαρακτηριστικό τι λέει η ίδια η Κραχασάν στο Βήμα της 24 Μάη. Αντιγράφουμε το σχετικό απόσπασμα του άρθρου:
«H Γκιουλμπεγιάζ Καραχασάν δέχτηκε την περασμένη εβδομάδα ένα τηλεφώνημα από τον Αλέκο Παπαδόπουλο, επικεφαλής της Επιτροπής Εκλογικών Διαδικασιών. Κατέβηκε με το αεροπλάνο στην Αθήνα και έφτασε στη Χαριλάου Τρικούπη. «Πώς θα σου φαινόταν μια υποψηφιότητα για την Υπερνομαρχία από τη μειονότητα;» τη ρώτησε. «Και μάλιστα σκεφτόμαστε εσένα» συμπλήρωσε. «Πάγωσα. Έχασα τα λόγια μου, εγώ που συνήθως μιλάω πολύ. Να δεχτώ, να μη δεχτώ;» εξομολογείται η ίδια στο «Βήμα». Ζήτησε από τον κ. Παπαδόπουλο να γίνουν πρώτα κάποιες επαφές με τη μουσουλμανική μειονότητα, να ερωτηθούν κάποιοι άνθρωποι. «Αλλιώς θα πουν γιατί να ‘ρθει μια χθεσινή;» ήταν το επιχείρημά της. «Ήξερα ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις. Γνώριζα ότι μουσουλμανική μειονότητα υπάρχει μόνο στην Ξάνθη, όχι στους άλλους δύο νομούς. H κοινωνία μας δεν είναι ακόμη ώριμη για να δεχθεί μια μουσουλμάνα υπερνομάρχη. Δυσκολεύτηκα. Αγχώθηκα». Ήρθε όμως απανωτά και δεύτερη έκπληξη αφού ο κ. Παπαδόπουλος της ανήγγειλε ότι την περίμενε για δείπνο ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ κ. Γιώργος Παπανδρέου!
Της παρήγγειλαν ένα ταξί που την οδήγησε σε οικία της Κηφισιάς. H κυρία που άνοιξε την πόρτα την καλωσόρισε στα τούρκικα. Ντυμένη με χαρακτηριστική ενδυμασία από περιοχή της Τουρκίας την αγκάλιασε και τη φίλησε. Με έκπληξη η Γκιουλμπεγιάζ διαπίστωσε ότι ήταν η σύζυγος ενός καθηγητή της από τη Νομική Αθηνών. Στο σπίτι είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι καθηγητές της, διακεκριμένοι νομικοί, από το πανεπιστήμιο. Έφτασαν σε λίγο ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ με τη σύζυγό του Άντα και την κόρη τους Μαργαρίτα. Στο τραπέζι η Γκιουλμπεγιάζ προέβαλε τους ίδιους ενδοιασμούς. «Μην ανησυχείς, θα γίνουν οι επαφές με τη μειονότητα και όλα θα πάνε καλά» τη διαβεβαίωσε ο κ. Παπανδρέου.
H Γκιουλμπεγιάζ γύρισε την άλλη μέρα, ανήμερα Πρωτομαγιά, στη Ξάνθη με το ΚΤΕΛ, δεν υπήρχαν αεροπορικά εισιτήρια. Το ίδιο απόγευμα της τηλεφωνούν από τη Χαριλάου Τρικούπη να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο κύβος για την υποψηφιότητά της είχε ριφθεί.
«Έγιναν οι επαφές με τη μειονότητα στο μεταξύ. Στο ΠαΣοΚ έψαξαν και το παρελθόν μου» εξομολογείται η Γκιουλμπεγιάζ. Ο κ. Παπανδρέου ανήγγειλε την υποψηφιότητα Καραχασάν στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και αμέσως τα τηλεοπτικά κανάλια έβγαλαν έκτακτα δελτία ειδήσεων για την πρωτοφανή εξέλιξη. «Μια μουσουλμάνα, υποψήφια υπερνομάρχης» έγραφαν τα «κρόουλ».

Έτσι λοιπόν. Οι κύριοι καθηγητές έλεγξαν «το νέο προϊόν», έψαξαν το παρελθόν του και ο αρχηγός εκείνου του κόμματος που πριν 20 χρόνια έριξε την τούρκικη μειονότητα στις χειρότερες αλυσίδες, αποφάσισε ότι θα «γίνουν οι επαφές με τη μειονότητα και όλα θα πάνε καλά». Έτσι περίπου φέρονται σε νεαρά κοριτσάκια ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων πριν τα βγάλουν στη σκηνή και όχι δημοκρατικά κόμματα απέναντι σε εθνικές μειονότητες. Το κατάντημα είναι ότι η Καραχασάν δεν ντρέπεται που τα εξομολογείται όλα αυτά. Νιώθει προφανώς σταχτοπούτα ενώ προσελήφθη στο παλάτι σαν υπηρέτρια. Να γιατί τα πολιτικά στελέχη της μειονότητας είναι δυσαρεστημένα σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες που έφτασαν στον τύπο και που εμείς διασταυρώσαμε. Όχι αυτή δεν είναι η μειονότητα στην εξουσία, είναι η χειρότερη εξουσία πάνω στη μειονότητα, είναι η χρήση της μειονότητας για μια τωρινή ρήξη στο εσωτερικό της Τουρκίας και τελικά για μια μελλοντική ρήξη μέσα στην ίδια τη μειονότητα.

Γ) Οι Πόντιοι

Σε ό,τι αφορά τους Πόντιους εδώ έχουμε μόνο μια αναστολή κλιμάκωσης σε ένα σημείο του «ελληνισμού», γιατί σε ένα άλλο πολύ πιο ζωντανό και καίριο σημείο του διατηρείται και οξύνεται η ένταση. Μιλάμε για την έμφαση που δίνεται στα ζητήματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Κων/λη, Ίμβρο και Τένεδο και στα ζητήματα του Πατριαρχείου. Αυτά τοποθετήθηκαν για δεύτερη φορά σαν όρος της ΕΕ για την τούρκικη ένταξη. Αλλά το πιο σημαντικό είναι μια παγκόσμια συγκέντρωση στην Κων/πολη των Ελλήνων που έχουν διωχθεί από την Τουρκία από τις 30 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου. Η ιδέα ήταν του Συνδέσμου Αποφοίτων του Ζωγραφείου Λυκείου. Αμέσως τέθηκε υπό την αιγίδα του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου. Και στον ένα χρόνο που προετοιμάζεται, προστέθηκαν δεκάδες σύλλογοι Κωνσταντινουπολιτών, Ιμβρίων και Τενέδιων από όλο τον κόσμο. Αν σε αυτή την υπόθεση προσθέτονταν και οι «γενοκτονίες των Ποντίων» αυτό θα προκαλούσε στην ΕΕ, στις ΗΠΑ και στην τούρκικη αστική τάξη υπόνοιες ότι κάτι πολύ βρώμικο κρύβεται κάτω από αυτές τις εθνομειονοτικές πρωτοβουλίες.
Τέλος για τη Φίνανσμπανκ δεν έχουμε να πούμε πολύ περισσότερα από όσα προηγούμενα. Μαζί με όσα αναφέραμε παραπάνω και μαζί με εκείνα που αναφέρονται στο διεξοδικό σχετικό μας άρθρο σ’ αυτό το φύλλο της Νέας Ανατολής μπορούμε απλά να σημειώσουμε σα μια επί πλέον ένδειξη ότι αυτή υπηρετεί την εσωτερική διάσπαση της Τουρκίας το γεγονός ότι μόλις έγινε η εξαγορά ο στρατός πούλησε τις μετοχές που είχε σε αυτήν την τράπεζα.

Μια ειρήνη με την ισλαμοφασιστική Τουρκία δεν μπορεί παρά να είναι πόλεμος

Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά ειρήνη σε αυτά τα δώρα στον Ερντογάν. Δεν υπάρχει ούτε μέσα σε κάθε ένα από αυτά αλλά δεν υπάρχει και στη γενική γραμμή που υπηρετούν. Είναι βέβαια δυνατό να επιτευχθεί μια ειρήνη ανάμεσα στα δύο καθεστώτα, αν οι φιλοανατολικές δυνάμεις πάρουν την πραγματική εξουσία στην Τουρκία. Όμως αυτή δεν θα είναι μια ελληνοτουρκική ειρήνη παρόλο που θα εμφανιστεί σαν τέτοια. Τότε οι εδώ προβοκάτορες θα ανακαλύψουν μέσα σε χρόνο μηδέν ότι η Κύπρος, το Αιγαίο, και η τούρκικη μειονότητα στη Θράκη ενώνουν τις δύο χώρες και τους δύο λαούς, ότι αυτοί οι λαοί έζησαν για αιώνες ειρηνικά πριν τους χωρίσουν οι σοβινιστές στις δύο ακτές του Αιγαίου με άδικες σφαγές, τεχνητές κρίσεις και βρώμικη προπαγάνδα.
Άλλωστε τέτοιου είδους κουβεντούλες τις πετάνε εδώ και χρόνια οι εργολάβοι της «αντιεθνικιστικής» πτέρυγας του ρωσόδουλου μπλοκ που είναι βασικά οι πρώην κνίτες και τροτσκιστές του ΣΥΝ. Αυτοί έχουν σα «γενάρχη» τον ασύλληπτο χαμαιλέοντα Κύρκο ο οποίος μπορεί να συμμετέχει με το ίδιο πάθος στα σοβινιστικά συλλαλητήρια για το μακεδονικό και σχεδόν ταυτόχρονα στις πρωτοβουλίες μιας «αντιεθνικιστικής» διευθέτησης γι αυτό το θέμα και για όποιο άλλο χρειαστεί.
Αυτός ο ρυθμισμένος και κάλπικος «αντιεθνικισμός» δεν είναι μόνο απαραίτητος για να προετοιμάζει τις ενδεχόμενες στρατηγικές ενότητες ανατολικού τύπου, αλλά έχει ζωτικό βάρος για τις ανάγκες της κάθε φορά τακτικής ύφεσης. Δίχως αυτούς τους καθεστωτικούς «αντιεθνικιστές» δεν μπορούν να κινητοποιούνται και συχνά να παίρνουν το λόγο και οι μη καθεστωτικοί αντιεθνικιστές, δηλαδή οι ειλικρινείς φίλοι της ειρήνης, οι αστοφιλελεύθεροι δημοκράτες και μερικοί έντιμοι, αλλά και πολιτικά αφελείς, διεθνιστές που είναι όλο τον καιρό στο περιθώριο και που το καθεστώς τους βγάζει ξαφνικά για να ρίξουν κρύο νερό στους αδιόρθωτους σοβινιστές και να γίνουν ταυτόχρονα οι αποδέκτες του μίσους τους δίχως οι διάφοροι «Κύρκοι» να εκτεθούν.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι πολιτικά ανυποψίαστοι δημοκράτες είναι ότι όχι μόνο η «μικρή ειρήνη», αλλά ακόμα και η ενδεχόμενη στρατηγική «μεγάλη ειρήνη» με μια ισλμοφασιστική Τουρκία που προωθεί το καθεστώς, σημαίνουν πόλεμο. Πρώτο, εμφύλιο πόλεμο στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο εσωτερικό της Ελλάδας και δεύτερο, εξωτερικό κρατικό πόλεμο με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Θέλουμε να πούμε ότι αν επιτευχθεί κάποια ειρήνη με την Τουρκία επειδή στην Τουρκία θα είναι στην εξουσία οι ισλαμοφασίστες και στην Ελλάδα οι ρωσόδουλοι φαιοκόκκινοι, τότε θα έχουμε φασιστικές δικτατορίες στην Ελλάδα και στην Τουρκία και τελικά πόλεμο των δύο ενωμένων φασισμών στις δύο ακτές του Αιγαίου στο πλευρό του νεοναζιστικού άξονα ενάντια στην Ευρώπη, και κυρίως, ενάντια στον Τρίτο κόσμο. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για ελληνοτουρκική ειρήνη.
Ήδη στα αρνητικά συνειδητά αποτελέσματα αυτής της πλασματικής ύφεσης-βόμβας που σηματοδοτούν τα δώρα, πρέπει να προσθέσουμε την άνεση που δίνει στο ελληνικό διακομματικό συντονιστικό κορυφής να προωθεί δραστήρια τις ρώσικες στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές θέσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Γιατί μια τέτοια πλασματική και κατευθυνόμενη ύφεση καθησυχάζει την ΕΕ και τις ΗΠΑ για κάθε φιλορώσικη παρασπονδία της Ελλάδας αφού το μεγάλο τους πρόβλημα είναι ο κίνδυνος κατάρρευσης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ σε κάθε ελληνοτουρκική κρίση. Οι ΗΠΑ, μια υπερδύναμη σε κάθετη πτώση, θέλουν να αντιλαμβάνονται την τακτική ελληνοτουρκική ύφεση σα στρατηγική ύφεση και έτσι όχι μόνο επιτρέπουν αδιαμαρτύρητα στην Ελλάδα να εγκαθιστά τις βάσεις των ρώσικων S-300 στην Κρήτη δίπλα στις δικές τους στη Σούδα, αλλά εύκολα επίσης αποδέχονται σαν «ελληνική ορθόδοξη ιδιομορφία» τη φιλορώσικη γραμμή της ελληνικής διπλωματίας στα βαλκανικά και μεσανατολικά ζητήματα.

Η χρήση της ύφεσης και των δημοκρατικών δικαιωμάτων για τον εκφασισμό της Τουρκίας μέσω ΕΕ

Παραπέρα η φαινομενική ύφεση των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων βοηθάει πολύ τη νέα ελληνική διπλωματική μέθοδο να διασπά εσωτερικά την Τουρκία και να απομονώνει από τις φυσικές της συμμαχίες την κοσμική κεμαλική πτέρυγα της χρησιμοποιώντας την ΕΕ. Όσο υπήρχε ανοιχτή ελληνοτουρκική ένταση για δεκαετίες η ΕΕ δεν έπαιρνε ποτέ θέση με σαφήνεια υπέρ της Ελλάδας στα ζητήματα των διενέξεων. Από την ώρα όμως που η Ελλάδα μείωσε τις εντάσεις της με την Τουρκία, το ρόλο της σύγκρουσης με τη Τουρκία τον ανέλαβε η ίδια η ΕΕ θέτοντας σαν όρους για τη ένταξή της αυτούς που υποδείκνυε η Ελλάδα.
Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι είναι στην εποχή της τακτικής ύφεσης που η στρατηγική αντίθεση εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία που έχουν να κάνουν με το εσωτερικό της Τουρκίας, γιατί αυτά συνεισφέρουν περισσότερο στην εσωτερική διάσπαση της τούρκικης αστικής τάξης από όσο τα εξωτερικά στοιχεία (Αιγαίο, Κύπρος). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το ποντιακό ζήτημα και γενικότερα το ζήτημα των «γενοκτονιών» των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, καθώς και τα ζητήματα που αφορούν τη σημερινή ελληνική μειονότητα στην Τουρκία καθώς και τα ζητήματα του Πατριαρχείου αναδείχτηκαν με ένταση μόλις την τελευταία δεκαετία.
Η διατήρηση και μάλιστα ο εμπλουτισμός του πακέτου των στρατηγικών αντιθέσεων με εσωτερικά κυρίως ζητήματα είναι απαραίτητος για να πιέζεται ασταμάτητα η κεμαλική πτέρυγα της τούρκικης αστικής τάξης από την Ευρώπη στο όνομα του δημοκρατισμού, αλλά και γενικότερα για να αποσυντίθεται το κεμαλικό εθνικό κράτος. Τέτοια εσωτερικά ζητήματα, πολύ πιο ζωντανά ή πολύ πιο ιστορικά φορτισμένα από το ζήτημα των ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία, είναι το κουρδικό ζήτημα και εκείνο της σφαγής των Αρμενίων. Αυτοί είναι μοχλοί για να αναγκάζεται η Τουρκία να υποκύπτει στις απαιτήσεις του ανατολικού μπλοκ μέσω της Ελλάδας, της Αρμενίας και των Κούρδων της Τουρκίας.
Έτσι λύνεται και το αίνιγμα που γενικά εμποδίζει τους αναλυτές της τούρκικης πολιτικής ζωής να δουν σαν κύρια την αντίθεση Ανατολή-Δύση μέσα στην τούρκικη αστική τάξη. Πρόκειται για το ότι οι στρατηγικά φιλοανατολικοί ισλαμιστές θέλουν τη διαδικασία της ένταξης της Τουρκίας μέσα στην ΕΕ πιο έντονα και πολύ πιο δραστήρια από όσο οι στρατηγικά δυτικόφιλοι κεμαλιστές. Η σύγχυση επιτείνεται από το ότι ένα ευρωπαιόφιλο οικονομικά και πολιτικά φιλελεύθερο κομμάτι της τούρκικης μεγαλοαστικής τάξης συμπαρατάσσεται με τους φαινομενικά «ένθερμους ευρωπαϊστές» της κυβέρνησης Ερντογάν, επειδή έχει αντίθεση με τους πολύ πιο σκεπτικιστές απέναντι στην ένταξη στην ΕΕ κεμαλιστές. Αυτή η στάση της φιλελεύθερης τούρκικης αστικής τάξης απομονώνει τους κεμαλιστές παραπέρα και επιτείνει την πολιτική σύγχυση στην ΕΕ.
Στην πραγματικότητα η φιλελεύθερη τούρκικη αστική τάξη χρειάζεται την ΕΕ για διαφορετικό λόγο από αυτόν για τον οποίο τη χρειάζεται το Ισλάμ. Η φιλελεύθερη αστική χρειάζεται από την ΕΕ κυρίως την άνετη πρόσβαση στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά και τις οικονομικές ενισχύσεις και δευτερευόντως τον πολιτικό εκδημοκρατισμό μέσα στην Τουρκία που αντιστοιχεί στην αγορά αυτή. Οι ισλαμιστές όμως χρειάζονται την ΕΕ για να επιβάλλουν στους κεμαλιστές μια σειρά από αστοδημοκρατικά στη μορφή τους μέτρα που στην ουσία θα λειτουργήσουν σήμερα υπέρ του ισλαμοφασισμού και υπέρ των σοβινιστών-διαμελιστών, βασικά των Κούρδων και δευτερευόντως των Αρμενίων. Οι ισλαμιστές σα φασίστες γνωρίζουν καλά ότι η τυπική δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει σαν εργαλείο ενάντια στην ουσιαστική. Πάντα οι φασίστες απαιτούν δημοκρατία ωσότου πάρουν την εξουσία και μόλις την πάρουν ασκούν τρομοκρατική δικτατορία. Τέτοια παραδείγματα βλέπουμε παντού. Οι αφρικανικές χώρες έχουν πληρώσει τα τελευταία χρόνια με ποτάμια αίματος εμφυλίων και με φρικτές δικτατορίες τον εθνοτικό και κυρίως το φυλετικό ρατσισμό που απελευθερώθηκε συχνά κάτω από επίμονες δυτικοευρωπαϊκές και αμερικανικές φιλελεύθερες εκκλήσεις. Αυτό έγινε και στα Βαλκάνια με την απελευθέρωση του σοβινιστικού κινήματος της «εθνικής αυτοδιάθεσης» των Σέρβων της Βοσνίας ή εκείνου των Αλβανών του σέρβικου Κόσσοβου ή ακόμα πιο αδικαιολόγητα των Αλβανών της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτό γίνεται σήμερα στο Ιράκ όπου η αμερικάνικη αποικιακού τύπου επιβολή του δυτικού δημοκρατισμού από τα έξω έδωσε την εξουσία στους σιίτες ισλαμοφασίστες πράκτορες του Ιράν.

Ας δούμε τη χρήση των δημοκρατικών δικαιωμάτων για φασιστικούς σκοπούς στην ίδια την Τουρκία.
Η ανεξιθρησκία είναι μια μεγάλη δημοκρατική αρχή, όπως είναι στοιχειώδες ατομικό δημοκρατικό δικαίωμα οι πολίτες να ντύνονται όπως νομίζουν. Όμως αν μέσα στην κοινωνία είναι ισχυρό ένα πολιτικό ρεύμα που θέλει να χρησιμοποιήσει την ισλαμική μαντήλα σα σύμβολο μιας δικτατορίας αρχικά πάνω στις γυναίκες και στη συνέχεια πάνω σε όλη την κοινωνία, τότε αυτή η ελευθερία πρέπει να δοθεί με όρους ή και να μη δοθεί καθόλου στους αποδειγμένους εχθρούς της ελευθερίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και η Γαλλία και η κεμαλική Τουρκία απαγορεύουν σήμερα τη μαντήλα σε ορισμένους δημόσιους χώρους, ενώ δεν είχαν λόγους να την απαγορεύσουν πριν από 20 χρόνια. Ιδιαίτερα είναι χαρακτηριστική η βοήθεια που δίνει απευθείας στον ισλαμοφασισμό ένα αίτημα φαινομενικής ανεξιθρησκίας που η Ελλάδα πέρασε στην ΕΕ σα βασικό κριτήριο της ένταξης της Τουρκίας: την άδεια για τη λειτουργία της θεολογικής σχολής της Χάλκης, που είναι ένα πάγιο αίτημα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Αυτή τη θεολογική σχολή δεν την επιτρέπει το σημερινό τουρκικό κράτος γιατί αν την αποδεχόταν θα έπρεπε να αποδεχτεί και τις ισλαμικές θεολογικές σχολές, δηλαδή να δώσει μια πελώρια πρακτική πολιτική νίκη στους ισλαμοφασίστες που έχουν αυτό το αίτημα σαν ένα από τα κεντρικά τους πολιτικά αιτήματα.

Αντίστοιχα ισχύουν για τα πολιτικά δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων στην Τουρκία. Οι εθνικές μειονότητες έχουν το ατομικό αλλά και το συλλογικό δικαίωμα του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού καθώς και το δικαίωμα να οργανώνονται συλλογικά σε αυτή τη βάση. Μια δημοκρατική χώρα οφείλει να αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στους πολίτες της. Το τούρκικο κράτος δεν αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στους πολίτες της που ανήκουν σε άλλες εθνότητες πλην της τουρκικής και κάνουν καλά οι τούρκοι δημοκράτες που για ολόκληρες δεκαετίες το διεκδικούν. Όμως αυτό το δικαίωμα το αντιστρέφουν και στην ουσία το καταπατούν οι κούρδοι σοβινιστές του ΡΚΚ. Γιατί αυτοί το χρησιμοποιούν για να πετύχουν αποχωρισμό από την Τουρκία ενός πελώριου γεωγραφικού χώρου και οι ίδιοι έχουν αποδείξει ότι θέλουν να τον πραγματοποιήσουν με εθνοκάθαρση του τουρκικού πληθυσμού. Για όσο διάστημα οι κούρδοι σοβινιστές ηγεμονεύουν πολιτικά και οργανωτικά το κίνημα για τα εθνοτικά δημοκρατικά δικαιώματα του κουρδικού λαού, τότε έχουμε την περίπτωση ότι πίσω από ένα τυπικά δημοκρατικό αίτημα υπάρχει ένα φασιστικό κίνημα που κανείς δημοκράτης δεν θα έχει κανένα λόγο να υποστηρίξει.
Δεν έχει νόημα λοιπόν να ζητάει η ΕΕ την επιβολή αυτού του δικαιώματος στους Κούρδους αν ταυτόχρονα δεν στηρίζει την πολιτική απαγόρευση στους εθνοεκαθαριστές του ΡΚΚ.
Ανάλογα ισχύουν για τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Τουρκία (Κων/πολη, Ίμβρος, Τένεδος) που επίσης προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια στο πακέτο των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων και ανέλαβε αυτοκτονικά η ΕΕ να τα επιβάλει στην Τουρκία σαν όρους ένταξης της.
Αυτά τα δικαιώματα δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα αν η ελληνική εθνική μειονότητα δεν καταδικάσει τις κρατικές επεμβάσεις της Ελλάδας στο εσωτερικό της Τουρκίας και παλιότερα και σήμερα. Ίσα-ίσα μια ελληνική κρατική προστασία θα οδηγήσει σε ολοκληρωτική καταστροφή αυτού που έχει απομείνει από ελληνική μειονότητα στην Τουρκία, γιατί θα εμπλέξει την τελευταία στις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις, στις ευρωτουρκικές και στον εσωτερικό τούρκικο διχασμό.
Τα αντίστροφα συμμετρικά θα ισχύσουν άλλωστε και για την τούρκικη μειονότητα στη Θράκη. Και αυτή θα υποφέρει ασύλληπτα από την εμπλοκή της στις ελληνοτουρκικές, ευρωελληνικές και εσωτερικές ελληνικές πολιτικές αντιθέσεις. Αυτή η εμπλοκή έρχεται ήδη σαν απάντηση των τούρκων εθνικιστών στην ελληνική εθνομειονοτική επέμβαση στην Τουρκία μέσω ΕΕ. Η επίσκεψη τελευταία στην Θράκη της Επιτροπής του τούρκικου κοινοβουλίου για την Εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Γιακίς έχει σα στόχο να προβάλει στην ΕΕ τα καταπατημένα δικαιώματα των Τούρκων της Θράκης σαν αντιρρόπηση στους όρους που βάζει η ΕΕ για την ελληνική μειονότητα (Χάλκη, νομική υπόσταση Πατριαρχείου, επιστροφή βακουφίων στους έλληνες). Αυτή η κρατική προστασία από το «κράτος εχθρό» όχι μόνο δεν βοηθάει πολιτικά, αλλά αδυνατίζει την τούρκικη μειονότητα στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα εισιτήριο για μελλοντικό ταξίδι στην κόλαση.

Όχι στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Έξω και η Κύπρος

Δεν είναι δουλειά καμιάς Ευρώπης και γενικότερα καμιάς ξένης προς την Τουρκία χώρας να υποδείξει στον τούρκικο λαό πως θα λύσει τα πολύπλοκα εσωτερικά του δημοκρατικά προβλήματα. Ούτε όμως και επιτρέπεται σε αυτή να αρνείται την ικανοποίηση των δημοκρατικών αιτημάτων του κουρδικού πληθυσμού γιατί τότε συμπαρατάσσεται με τον τούρκικο σοβινισμό. Κάτω από τις δοσμένες συνθήκες ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ είναι υποχρεωμένη είτε να παίξει το παιχνίδι των ισλαμοφασιστών, των κούρδων σοβινιστών και των ελλήνων σοβινιστών πιέζοντας για τον τυπικό εκδημοκρατισμό στην Τουρκία, είτε να εγκαταλείψει τις δημοκρατικές της διακηρύξεις.
Να λοιπόν πως πίσω από την τακτική άμβλυνση των αντιθέσεων κρύβεται η στρατηγική όξυνση. Να πως η ΕΕ έχει γίνει όργανο αυτής της όξυνσης δίχως να το καταλαβαίνει.
Η μόνη αληθινή λύση είναι μια: Δεν μπορεί και δεν πρέπει σε αυτήν την ιστορική περίοδο να μπει η Τουρκία στην ΕΕ. Δεν μπορεί και δεν πρέπει για το καλό της Ευρώπης και της ίδιας να μπει πριν λύσει με τη μεταρρύθμιση ή με την επανάσταση τα άλυτα ως τώρα δημοκρατικά της προβλήματα. Για αντίστοιχους λόγους δεν έπρεπε να μπει στην ΕΕ ούτε η Κύπρος. Δεν δικαιούται να είναι μέλος της ΕΕ μια Κύπρος που μπήκε στο εσωτερικό της με εξαπάτηση, που μπήκε δηλαδή υποσχόμενη στην ΕΕ ότι θα υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν. Στο σχέδιο αυτό η ΕΕ στήριξε την πεποίθησή της ότι δεν θα ενέτασσε στο εσωτερικό της ένα διασπασμένο νησί και ένα ολόκληρο εκρηκτικό Αιγαίο.
Δεν είναι καλό για την ειρήνη και τη δημοκρατία στην ευρωπαϊκή ήπειρο δυο ρωσόφιλες μη δημοκρατικές χώρες σαν την Ελλάδα και την Κύπρο να γίνουν ελεγκτές και καθοδηγητές της διεύρυνσης της ΕΕ προς την Ανατολή. Αυτό που τώρα όλοι εδώ χαιρετάνε σα μεγάλη νίκη της Ελλάδας και της Κύπρου, το να μπουν δηλαδή και πάλι μια σειρά όροι στην Τουρκία προκειμένου να μπει στην ΕΕ είναι καταστροφή για την Ευρώπη, για την Τουρκία αλλά και για την Ελλάδα και την Κύπρο.