ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΥΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ
Ο Άρειος Πάγος βγάζει παράνομες τις απολύσεις

Το κίνημα των Λιπασμάτων πέτυχε την πιο μεγάλη και καίριας σημασίας νίκη του. Με μια ιστορική του απόφαση, την 1080/30.5.2006, ο Άρειος Πάγος δικαίωσε τους απολυμένους, κρίνοντας ότι οι απολύσεις τους ήταν άκυρες γιατί δεν έγιναν διαβουλεύσεις και κυρίως γιατί δεν υπήρχαν λόγοι ανωτέρας βίας που επέβαλαν να κλείσει το εργοστάσιο και να απολυθούν παράνομα οι εργαζόμενοι. Πρόκειται ταυτόχρονα για μια ηθική, συνδικαλιστική και νομική δικαίωση, μια δικαίωση τεράστιας σημασίας που ήρθε μετά από έξι χρόνια ενός συνεχούς και επίμονου αγώνα ο οποίος αγκαλιάστηκε από το λαό παρόλο και δοκίμασε την πιο μεγάλη πολιτική απομόνωση από το καθεστώς.

Η ιστορική απόφαση 1080/2006 του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου

Με την απόφαση αυτή ο Άρειος Πάγος δεν δέχεται ότι μπορεί να αποτελεί ανώτερη βία που δικαιολογεί το παράνομο κλείσιμο του εργοστασίου, η «βούληση της κεντρικής διοίκησης» που εκφράζεται παράνομα πίσω από τις πλάτες των εργαζομένων, ή η «πίεση της τοπικής κοινωνίας» που εκφράζεται με διακομματική συνεννόηση μέσα σε δημοτικά συμβούλια χωρίς να περιλαμβάνει ούτε την τοπική κοινωνία, ούτε τους εργαζόμενους. Με την απόφαση έρχεται στο φως το έγκλημα του άδικου κλεισίματος των Λιπασμάτων και μένουν έκθετα τα τέσσερα κόμματα που το υποστήριξαν.
Συγκεκριμένα καταρρίπτεται το σκεπτικό των διάτρητων δικαστικών αποφάσεων που είχαν δεχτεί ότι η ΣΥΕΛ, η θυγατρική της Εθνικής και της Αγροτικής Τράπεζας που λειτουργούσε το εργοστάσιο, ήταν υποχρεωμένη να κλείσει το εργοστάσιο γιατί η «βούληση της κεντρικής διοίκησης» ήταν αντίθετη με τη λειτουργία του, και η «τοπική κοινωνία ασκούσε πιέσεις», οπότε βρισκόταν υπό καθεστώς ανωτέρας βίας, όπως αν το γκρέμιζε ένας σεισμός ή ένας τυφώνας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Άρειου Πάγου, η ΣΥΕΛ δεν αντιμετώπιζε καμία ανωτέρα βία. Αντίθετα, καλύφθηκε πίσω από την άρνηση της ιδιοκτήτριας των εγκαταστάσεων, και αυτής θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας, της «Προτύπου», να ανανεώσει το μισθωτήριο του εργοστασίου. Με μία μεθοδική ανάλυση των στοιχείων η απόφαση αποκαλύπτει πως η έλλειψη του ανανεωμένου μισθωτηρίου ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η ΣΥΕΛ δεν μπορούσε να πάρει την ανανέωση της άδειας λειτουργίας της για να κρατήσει ανοιχτό το εργοστάσιο και όχι η «βούληση της κεντρικής διοίκησης» ή οι «πιέσεις της τοπικής κοινωνίας». Όπως όμως έχουν καταγγείλει παντού οι απολυμένοι, αυτή η ανανέωση δεν έγινε δυνατή γιατί τόσο οι διοικήσεις των δύο κρατικών τραπεζών Εθνικής και Αγροτικής όσο και η διοίκηση της ΣΥΕΛ εκτέλεσαν την πολιτική εντολή για το κλείσιμο του εργοστασίου. Την εντολή έδωσε ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Λαλιώτης, γνωστός για την αποτελεσματικότητα του στην κατεδάφιση της βιομηχανίας. Αυτή η πολιτική εντολή δεν είχε καμία νομιμότητα, και δεν πήρε ποτέ τη μορφή μίας διοικητικής πράξης, ακριβώς για να μην αναλάβει ευθύνες το κράτος για το κλείσιμο του εργοστασίου . Απλά, η μεν Πρότυπος αρνήθηκε την ανανέωση του μισθωτηρίου, η δε ΣΥΕΛ εγκατέλειψε τη δικαστική διεκδίκηση αυτής της ανανέωσης και έκλεισε στα γρήγορα μια παραγωγική βιομηχανία χωρίς να υπάρχουν οικονομικοί ή περιβαλλοντικοί λόγοι.
Παραθέτουμε εδώ το σχετικό απόσπασμα του σκεπτικού. Για την ευκολότερη κατανόηση του κειμένου σημειώνουμε ότι η ΣΥΕΛ αναφέρεται σαν πρώτη αναιρεσίβλητη, η Πρότυπος, που ήταν η ιδιοκτήτρια των παγίων του εργοστασίου, σα δεύτερη αναιρεσίβλητη και οι απολυμένοι σαν αναιρεσείοντες.
Συγκεκριμένα αναφέρει το σκεπτικό της απόφασης:
«Έτσι όπως αποφάσισε το Εφετείο …στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς τη συνδρομή ανώτερης βίας, που συνεπάγεται την απαλλαγή της πρώτης αναιρεσίβλητης από την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας… Ειδικότερα… α) ενώ δέχτηκε ότι η άρνηση της αρμόδιας Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας Πειραιώς να χορηγήσει την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας του εργοστασίου οφείλεται στην πίεση που ασκούσε ο Δήμος Δραπετσώνας και άλλοι φορείς της περιοχής, στη συνέχεια δέχεται ότι η ίδια Διεύθυνση, με το υπ’ αριθ. 319/3-8-1999 έγγραφό της βεβαίωνε την πρώτη αναιρεσίβλητη ότι ο σχετικός φάκελος της ήταν πλήρης και δεν απέμενε κανένα άλλο δικαιολογητικό για τη χορήγηση της άδειας εκτός από το συμφωνητικό παρατάσεως της μισθώσεως, β) δέχεται ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε βούληση χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου και στη συνέχεια ότι η Διεύθυνση της Νομαρχίας Πειραιώς, βεβαίωνε την πρώτη αναιρεσίβλητη ότι το μόνο δικαιολογητικό που απέμενε και ζητούσε από αυτήν προκειμένου να της χορηγήσει την εν λόγω άδεια ήταν το συμφωνητικό παρατάσεως της μισθώσεως, και γ) δέχεται ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη έπραξε το μόνο που μπορούσε να πράξει, δηλαδή άσκησε την από 19-7-1999 αγωγή της κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για να αναγνωριστεί ότι η μίσθωση διέπεται από τις διατάξεις του νόμου περί εμπορικών μισθώσεων, της οποίας η συζήτηση ορίστηκε για την 1-11-1999, χωρίς να διευκρινίζει για ποιο λόγο προχώρησε στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων την 20-10-1999 χωρίς να αναμείνει τη συζήτηση της αγωγής αυτής, ούτε αν συζητήθηκε τελικά η αγωγή και αν εκδόθηκε απόφαση επ’ αυτής».
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπήρχε λόγος να κλείσει το εργοστάσιο στις 20-10-1999, και δεν ήταν αυτή καμία «καταληκτική ημερομηνία» όπως δήλωνε το δελτίο τύπου του Λαλιώτη και υιοθέτησαν επί λέξει (!) η απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά και του Εφετείου.

Το άλλο εξίσου σημαντικό σκέλος της απόφασης αφορά την εφαρμογή των διαβουλεύσεων στις ομαδικές απολύσεις. Οι διαβουλεύσεις όταν το εργοστάσιο κλείνει ήταν μία επιταγή του κοινοτικού δικαίου που δεν εφαρμοζόταν στην Ελλάδα, αφού το καθεστώς για χρόνια έπαιρνε μόνο εκείνα τα νομοθετικά μέτρα που διευκόλυναν το γκρέμισμα της βιομηχανίας και όχι την επιβίωσή της. Ακόμα και όταν μετά από την πίεση που δέχτηκε η Ελλάδα από την Ευρώπη ενσωμάτωσε ατή την επιταγή στο νόμο (Ν. 1387/1983), το έκανε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να εφαρμοστεί. Στη συνέχεια τα δικαστήρια αντί να επέμβουν διορθωτικά κατάργησαν τελείως και τον εθνικό νόμο, και το κοινοτικό δίκαιο, και κατέληξαν ότι δεν χρειάζεται καμία διαβούλευση στα εργοστάσια που κλείνουν. Αυτό έγινε αντιληπτό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που πίεσε ξανά για τροποποίηση του νόμου Πράγματι λίγο πριν κλείσει το εργοστάσιο των Λιπασμάτων έγινε η τροποποίηση (με το Ν. 2736/1999). Ωστόσο και αυτήν την κατάργησαν με το ίδιο σκεπτικό τα δύο δικαστήρια, το Πρωτοδικείο και το Εφετείο, που έκριναν μέχρι τώρα αρνητικά για τις διεκδικήσεις των απολυμένων. Τώρα έρχεται η απόφαση του Αρείου Πάγου να κρίνει για πρώτη φορά ότι οι διαβουλεύσεις είναι υποχρεωτικές σε κάθε περίπτωση που κλείνει ένα εργοστάσιο. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι στις επιχειρήσεις που κλείνουν: «παραμένει ακέραιη η υποχρέωση του εργοδότη, πριν προβεί σε ομαδικές απολύσεις εργαζομένων να προβεί σε διαβουλεύσεις ακόμα και στην περίπτωση επικείμενης διακοπής των εργασιών της επιχειρήσεως».
Τέτοιες διαβουλεύσεις δεν έγιναν στα Λιπάσματα και γι’ αυτό οι απολύσεις των εργαζομένων είναι παράνομες και άκυρες. Έτσι αυτή η απόφαση αποκτά τεράστια σημασία για όλο το εργατικό κίνημα, και αποτελεί ανάχωμα στο γκρέμισμα της βιομηχανίας.
Οι διαβουλεύσεις ήταν ένα ζήτημα που έθεσαν πρωτοπόρα οι απολυμένοι των Λιπασμάτων με τις προσφυγές τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία με αρκετές γνωμοδοτήσεις της κατέληξε ότι οι κοινοτικές οδηγίες είναι υποχρεωτικές και για τη χώρα μας, και ότι πρέπει να εφαρμοστούν τόσο στην εθνική νομοθεσία, όσο και από τα ελληνικά δικαστήρια. Είναι χαρακτηριστικό πως τον ίδιο χρόνο που έγινε η προσφυγή των απολυμένων των Λιπασμάτων έγινε και δεύτερη τροποποίηση το νόμου (Ν. 2874/200) για να καλύψει τα κενά της πρώτης τροποποίησης σχετικά με την υποχρεωτικότητα των διαβουλεύσεων. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αφήσει ανοιχτό το θέμα της συμμόρφωσης της Ελλάδας με το κοινοτικό δίκαιο, περιμένοντας την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου για τα Λιπάσματα.
Πέρα από τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο νομικό ζήτημα, πρέπει να τονιστεί εδώ ότι, η σημερινή μεγάλη νίκη των Λιπασμάτων αποτελεί μία απόλυτη δικαίωση της πολύτιμης πολιτικής στήριξης που έδωσε στους απολυμένους το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη διεκδίκηση της αποκατάστασης. Σε αυτή τη στήριξη εξαιρετικά σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι παρεμβάσεις υπέρ των απολυμένων από τους ευρωβουλευτές Γ. Μαρίνο από την ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και τη γερμανίδα ευρωβουλευτίνα Margot Kessler από την ομάδα των σοσιαλιστών, καθώς και σε αυτή την τελευταία φάση από την ευρωβουλευτίνα Μαίρη Ματσούκα, επίσης από την ομάδα των σοσιαλιστών.
Για τη δικαστική δικαίωση περίμεναν έξι χρόνια οι απολυμένοι. Τα δυόμισι χρόνια αφορούν τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο, αφού η αρχική συζήτηση σε αυτό το δικαστήριο έγινε το Φλεβάρη του 2004. Στη συνέχεια και ενώ υπήρχε θετική εισήγηση, η υπόθεση αναβλήθηκε με διάφορες μεθοδεύσεις στις οποίες έχουμε αναφερθεί στα προηγούμενα φύλλα για ενάμισι χρόνο. Είχαμε γράψει τότε ότι οι μεθοδεύσεις αυτές δεν μπορούν παρά να είναι αποτέλεσμα πολιτικών επεμβάσεων. Με την απόφαση αυτή που δικαιώνει τους απολυμένους στο πολύ κρίσιμο σημείο της «ανωτέρας βίας» που δεν το περιλάμβανε η εισήγηση, αποδεικνύεται ότι παρά τις κεντρικές επεμβάσεις και τις πρόσφατες πολλαπλές καθεστωτικές εκκαθαρίσεις στον Άρειο Πάγο, υπάρχουν ακόμα έντιμοι δικαστές που μπορούν να ορθώνουν το ανάστημα τους για την απονομή της δικαιοσύνης. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό για τη συγκεκριμένη υπόθεση το κατανοήσαμε όταν είδαμε στο κείμενο της απόφασης ότι η διάσκεψη των δικαστών του τμήματος του Αρείου Πάγου που την υιοθέτησε έγινε στις 8 Δεκέμβρη του 2005 και η απόφαση δημοσιεύτηκε τελικά σχεδόν έξι μήνες μετά στις 30 Μάη 2006. Πριν από την έκδοση της απόφασης και διαπιστώνοντας την καθυστέρηση, οι απολυμένοι έδωσαν το παρόν με πλατιά αφισοκόληση στην Αθήνα και στον Πειραιά. Με την αφίσα τους που υπόγραψαν η Επιτροπή Αγώνα και το Σωματείο, δήλωσαν ότι το κίνημα τους παραμένει ζωντανό και πως είναι αποφασισμένοι να διεκδικήσουν τη δικαίωση και την αποκατάστασή τόσο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Η μεγάλη σημασία της υπόθεσης φάνηκε όταν αμέσως μετά την έκδοση της έγινε είδηση στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, και δημοσιεύτηκε σε νομικές ιστοσελίδες και σε πολλές εφημερίδες (Καθημερινή, Απογευματινή, Έθνος,, Ημερησία, Κέρδος, Ναυτεμπορική κα). Είναι χαρακτηριστική η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο Ριζοσπάστη και την Αυγή, τις εφημερίδες των υποτιθέμενων εργατικών κομμάτων που ποτέ δεν στήριξαν τους απολυμένους, όπως ποτέ δεν στήριξαν τη βιομηχανία, αντίθετα είναι επικεφαλής της κατεδαφιστικής πολιτικής του καθεστώτος.
Η απόφαση του ΑΠ είναι ένα ράπισμα σε όσους κρατούσαν σε πολιτική απομόνωση τους απολυμένους τόσα χρόνια και στους συνδικαλιστές όλων των κομμάτων που αντί να σταθούν δίπλα στους απολυμένους, τους πέταξαν έξω από το Εργατικό Κέντρο Πειραιά πριν τέσσερα χρόνια (το 2002) επειδή κατάγγειλαν το έγκλημα του γκρεμίσματος της βιομηχανίας που την καλύπτουν ή και την διεξάγουν τα κόμματα τους. Μόνο η ΟΑΚΚΕ στάθηκε δίπλα τους αποφασιστικά σε όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια που παλεύουν για την αποκατάσταση. Επίσης είχαν μια θετική στάση απέναντι στο κίνημα μερικοί μετρημένοι στα δάχτυλα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ

Οι απολυμένοι δεν υπέκυψαν ποτέ σε αυτά τα χτυπήματα που τους έδωσε το πολιτικό καθεστώς και δεν υποτάχτηκαν στους εκβιασμούς κανενός κόμματος. Απλά συγκρότησαν ένα δικό τους νέο επιτελικό όργανο πάλης που αποτελέστηκε από 15 πρωτοπόρους απολυμένους και τρία στελέχη της ΟΑΚΚΕ. Αυτό το όργανο, σε συνεργασία με το Σωματείο, που το εκκαθάρισε από τους παλιούς εργατοπατέρες, ένωσε τους απολυμένους και τους καθοδήγησε σε όλον αυτόν τον περίπλοκο συνδικαλιστικό και πολιτικό αγώνα μέχρι τη μεγάλη αυτή νίκη.

Πιο ισχυρό από ποτέ το αίτημα της αποκατάστασης

Είμαστε λοιπόν τώρα κοντά στην ώρα, πιο κοντά από κάθε άλλη φορά να δικαιωθεί το σύνθημα που φωνάζουν έξι χρόνια οι απολυμένοι στην πολιτική ηγεσία σε κάθε γιορτή των Φώτων στον Πειραιά “Κλείσαν τα Λιπάσματα χωρίς καμιά αιτία, τώρα να πληρώσουνε για την ανεργία”. Η δικαίωση των Λιπασματιωτών έχει δύο σκέλη: Το ένα σκέλος είναι να αποκατασταθούν όλοι οι απολυμένοι δηλαδή το κράτος να τους εξασφαλίσει τη δουλειά που με τη βία τους στέρησε. Το δεύτερο σκέλος είναι να αποζημιωθούν από την εργοδοσία με καταβολή μισθών για όλα τα χρόνια που έχουν απολυθεί παράνομα αυτοί που έχουν κάνει προσφυγές κατά της εργοδοσίας.
Το αίτημα της αποκατάστασης που με λύσσα αρνιέται το καθεστώς αφού αυτή θα αποτελέσει ένα φραγμό στην πολιτική του βιομηχανικού σαμποτάζ, γίνεται τώρα πιο ισχυρό από ποτέ και νομικά και ηθικά. Ο Ν. 2190/1994 ο οποίος αφορά τους εργαζόμενους που απολύθηκαν από επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προβλέπει ότι είναι υποχρεωτική η επαναπρόσληψη όλων των εργαζομένων στην περίπτωση που διαπιστώνεται από δικαστική απόφαση η ακυρότητα της απόλυσης.
Επιπλέον, υπάρχει τώρα το έδαφος για να αυξηθεί η πίεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αποκατάσταση. Θυμίζουμε ότι η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει πάρει απόφαση υπέρ των απολυμένων υιοθετώντας πλήρως τη θέση τους ότι: “αφού η κυβέρνηση ήταν αυτή που έλαβε την απόφαση για λόγους που δεν σχετίζονταν ούτε με την οικονομία ούτε με το περιβάλλον, και χωρίς διαβούλευση με τους εργαζόμενους γεγονός που αποτέλεσε κατάφωρη παραβίαση της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, είναι επίσης υποχρέωση της κυβέρνησης η εύρεση μιας λύσης”. Επίσης η Επιτροπή υποστήριξε ότι: «Η πρόταση για εξασφάλιση θέσεων απασχόλησης στο δημόσιο τομέα για τους απολυμένους εργαζομένους θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, και θα πρέπει να καθοριστεί χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή της», ιδιαίτερα εφόσον υπάρχει η σχετική νομοθετική πρόβλεψη.
Την απόφαση αυτή η Επιτροπή Αναφορών την έχει κοινοποιήσει τόσο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όσο και στην κυβέρνηση της ΝΔ. Διαπιστώνοντας την αδιαφορία και της τωρινής κυβέρνησης να λύσει το θέμα, η Επιτροπή Αναφορών αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου. Αυτή την διαδικασία την πάγωσε η κυβέρνηση Καραμανλή με συντονισμένη επέμβαση στο ευρωκοινοβούλιο μέσω ευρωβουλευτών της με το επιχείρημα ότι μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν πρέπει να υπάρξει επηρεασμός στη δικαστική κρίση. Ωστόσο, η παρέμβαση αυτή είχε μία προσωρινή επιτυχία. Τώρα η απόφαση του Α. Πάγου ενισχύει τα αίτημα της αποκατάστασης στην Ευρωβουλή.
Δικαστικά, η συνέχιση της υπόθεσης θα δοθεί στο Εφετείο Πειραιά όπου παραπέμπει ο Άρειος Πάγος για να κρίνει ξανά την υπόθεση με διαφορετική σύνθεση. Το Εφετείο Πειραιά είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τις κρίσεις του Αρείου Πάγου και να επιδικάσει τους μισθούς ενός εξαμήνου που είχαν ζητήσει με την αγωγή τους οι απολυμένοι. Αφού κηρυχθούν παράνομες οι απολύσεις τους και από το Εφετείο οι απολυμένοι μπορούν να διεκδικήσουν και η εργοδοσία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει μισθούς υπερημερίας από τότε που έκλεισε το εργοστάσιο μέχρι σήμερα, δηλαδή μισθούς πέντε επιπλέον χρόνων.
Οι ίδιοι οι απολυμένοι έχουν αποδείξει ότι μπορούν να αγωνίζονται και να νικούν. Θα συνεχίσουν μέχρι την τελική δικαίωση.