Η ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ ΤΗΣ ΧΑΜΑΣ ΔΥΣΚΟΛΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΦΑΤΑΧ ΣΤΟΝ ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟ

Μόνο η επίθεση-προβοκάτσια στο Ισραήλ με το θάνατο δύο ισραηλινών στρατιωτών και την απαγωγή ενός άλλου επέτρεψε στη Χαμάς να πνίξει τον ακήρυκτο εμφύλιό της με τη Φατάχ στην Παλαιστίνη και να σύρει τη δεύτερη πίσω της. Για πρώτη φορά το βάρος της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή είχε μετατοπιστεί με τόση σαφήνεια στο εσωτερικό του παλαιστινιακού έθνους. Είχε δηλαδή μετατραπεί από μια πάντα και κύρια ισραηλο-παλαιστινιακή σε μια ενδοπαλαιστινιακή διαμάχη προκαλώντας έτσι την αποδοκιμασία της παγκόσμιας αντίδρασης. Αυτή η αποδοκιμασία εκδηλώθηκε είτε με την ανοιχτή καταδίκη της Φατάχ για τα βίαια επεισόδια με τη Χαμάς, είτε στην καλύτερη περίπτωση με την απόδοση των συγκρούσεων σε απλή «παρεξήγηση» που ήρθε να πλήξει την αγαστή ενότητα του παλαιστινιακού έθνους για να εξυπηρετήσει τα σε βάρος του κατακτητικά σχέδια των «εβραιοσιωνιστών».
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία αφηρημένη αρχή της ενότητας αυτού ή οποιουδήποτε άλλου έθνους που να πρέπει σώνει και καλά να διαφυλάσσεται, όπως δεν υπάρχει καμιά αφηρημένη ιδεολογική αρχή που να ισχύει ανεξάρτητα από το ιστορικό και ταξικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται. Σε μια κοινωνία που αποτελείται από τάξεις με συγκεκριμένα υλικά-πολιτικά συμφέροντα η ενότητα των ανθρώπων τίθεται πρωτίστως στη βάση της μίας ή της άλλης συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης. Σήμερα οι Παλαιστίνιοι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο βασικές πολιτικές κατευθύνσεις: την ισλαμοφασιστική γραμμή που εκφράζει η Χαμάς κι εκείνη του παλαιστινιακού εθνικισμού που χοντρικά εκφράζεται μέσα από το κόμμα της Φατάχ. Η πρώτη έχει σα στόχο την επιβολή του ισλαμικού νόμου στη χώρα καθώς και τη «λύση» της αντίθεσης με το Ισραήλ μέσα από την διάλυση του ισραηλινού κράτους και την εξόντωση ή εκτοπισμό όλων των Εβραίων που σήμερα κατοικούν εκεί. Η δεύτερη σέβεται το δικαίωμα ύπαρξης του ισραηλινού κράτους και προωθεί την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης στα όρια που χαράχθηκαν κατά τον πόλεμο του 1967.
Οι ισλαμοφασίστες κατηγορούν τους παλαιστίνιους εθνικιστές για ενδοτικότητα απέναντι στους Ισραηλινούς και για προδοσία του κοινού αντι-ισραηλινού αγώνα. Ωστόσο, έχει αποδειχτεί ότι όσα βήματα έγιναν τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση της παλαιστινιακής ανεξαρτησίας οφείλονται στην πολιτική της Φατάχ και έχουν συναντήσει τη λυσσαλέα αντίδραση της Χαμάς. Πρώτο τέτοιο βήμα υπήρξε η έμμεση αναγνώριση του Ισραήλ από τον Αραφάτ στα 1988 – αργότερα ακολούθησε και η επίσημη αναγνώριση – που με τη σειρά της επέτρεψε τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ιστορία ενός παλαιστινιακού μισο-αυτόνομου σε πρώτη φάση κράτους στη γη της γεωγραφικής Παλαιστίνης. Οι ισλαμοφασίστες και οι σύμμαχοί τους όχι μόνο σαμπόταραν αυτές τις διαδικασίες αλλά κήρυξαν κι έναν ανένδοτο ιερό πόλεμο με το Ισραήλ, τη λεγόμενη δεύτερη ιντιφάντα, που έβαλε φωτιά στα σοβινιστικά πάθη και λίγο έλειψε να καταστρέψει μια για πάντα το όνειρο της ανεξαρτησίας.
Και είναι φυσικό. Εάν η Φατάχ εκφράζει την ντόπια παλαιστινιακή αστική τάξη με όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της, η Χαμάς έχει εξελιχτεί σε υποχείριο της ρωσικής σοσιαλιμπεριαλιστικής υπερδύναμης, του σύγχρονου αυτού προστάτη κάθε ναζισμού και κάθε φασισμού, που επιδιώκει μέσα από τη βίαιη κατάργηση των εθνών την παγκόσμια ηγεμονία. Η Χαμάς καθοδηγείται από το υποχείριο της Μόσχας φασιστικό καθεστώς σαντ της Δαμασκού, αλλά έχει τους πιο προνομιακούς ειδικούς δεσμούς της με τους ισλαμοναζήδες του Ιράν. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ η Χαμάς είναι διεθνώς απομονωμένη, η Μόσχα τη στηρίζει ανοιχτά καλώντας τη για συνομιλίες εκεί που οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της κλείνουν την πόρτα. Το πρώτο πράγμα που απεύχεται λοιπόν αυτή η οργάνωση είναι η δημιουργία μιας πραγματικά ανεξάρτητης, ειρηνόφιλης και δημοκρατικής Παλαιστίνης.
Μέχρι πρόσφατα η Φατάχ δε θέλησε να δει ως εξωτερικούς εχθρούς της παλαιστινιακής υπόθεσης αυτές τις συμμορίες και να τα βάλει αποφασιστικά μαζί τους. Ο βασικότερος λόγος ήταν ουσιαστικά η αδυναμία της παλαιστινιακής αστικής τάξης και η έλλειψη βαθιού δημοκρατικού πνεύματος στους κόλπους της. Ένας άλλος λόγος ήταν η αρχική υποτίμηση της δυνατότητας των ισλαμοφασιστών της Χαμάς να αναπτυχθούν και να απειλήσουν την εξουσία της. Την ίδια υποτίμηση έδειξε και η ισραηλινή αστική τάξη που αρχικά αγκάλιασε τους ισλαμοφασίστες για να τους χρησιμοποιήσει ενάντια στους παλαιστίνιους εθνικιστές. Όταν όμως η Χαμάς δυνάμωσε αρκετά παίρνοντας την κυβέρνηση και την πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση, οι εθνικιστές της Φατάχ αισθάνθηκαν ξαφνικά να χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.
Ιδιαίτερα ανησύχησαν με την προσπάθεια της νέας κυβέρνησης των ισλαμοφασιστών να αλώσει τον κρατικό μηχανισμό – ιδίως τον άκρως σημαντικό τομέα των υπηρεσιών ασφαλείας όπου η Φατάχ έχει ακόμη τον έλεγχο – και να καταλύσει τους θεσμούς της Παλαιστινιακής Αρχής. Μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου υπουργού εσωτερικών της κυβέρνησης Χαμάς του Σαίντ Σιάμ ήταν για παράδειγμα ο διορισμός του Τζαμάλ Αμπού Σαμχαντάνα ως γενικού επιθεωρητή του υπουργείου. Πρόκειται για το διοικητή των λεγόμενων «Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης», μιας ένοπλης φασιστικής συμμορίας που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης ιντιφάντας ευθυνόμενης για αρκετές δολοφονικές επιθέσεις κατά αμάχων ισραηλινών, και ο οποίος δήλωσε μετά την αναγγελία του διορισμού του ότι η κυβέρνηση «ποτέ δε μας ζήτησε να πάψουμε να εκτοξεύουμε πυραύλους. Μας υπογράμμισε ότι η εξαπόλυση πυραύλων ή η παύση τους επαφίεται στους ηγέτες της αντίστασης» (New York Times, 21/4). Ο παλαιστίνιος πρόεδρος Αμπάς και αρχηγός της Φατάχ, που στο μεταξύ είχε παραχωρήσει διευρυμένες εξουσίες σε θέματα ασφαλείας στον εθνικιστή Ρασίντ Αμπού Σμπάκ, κήρυξε άκυρη την τοποθέτηση αν και με αρκετή καθυστέρηση. Μια δεύτερη κίνηση από την πλευρά των ισλαμοφασιστών ήταν η αναγγελία της δημιουργίας μιας «ειδικής δύναμης» η οποία ξέχωρα από την αστυνομία θα επέβαλε το νόμο και την τάξη στα παλαιστινιακά εδάφη. Σε απάντηση ο Αμπάς ακύρωσε κι αυτή την απόφαση, που όμως χαιρετίστηκε από τον πρωθυπουργό Χανίγιε, ενώ η Φατάχ ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας αντίστοιχης δικιάς της πολιτοφυλακής.
Πάνω εκεί ξέσπασαν οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις. Το σύνθημα το έδωσε ο πολιτικός αρχηγός της Χαμάς, Μεσάαλ, που κατηγόρησε τον πρόεδρο Αμπάς – χωρίς να τον κατονομάσει – ότι συνωμοτεί με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ για να διώξει τη Χαμάς από την εξουσία. Στην πραγματικότητα εάν οι ισλαμοφασίστες της Χαμάς χρησιμοποιούνται από το ρωσικό σοσιαλιμπεριαλισμό ως εργαλείο για την επέμβασή του στην περιοχή, ο Αμπάς είναι η ίδια η ρώσικη επέμβαση προσωποποιημένη. Έχουμε εξηγήσει σε προηγούμενα άρθρα μας πώς αυτός ο προβοκάτορας άνθρωπος της Ρωσίας, που παριστάνει τον παλαιστίνιο εθνικιστή και μάλιστα το δυτικόφιλο, προώθησε την ένταξη αυτών των ένοπλων συμμοριών στην επίσημη πολιτική ζωή της Παλαιστίνης και πώς υπονόμευσε την κάθοδο του κόμματός του στις εκλογές παραδίδοντάς τους μ’ αυτό τον τρόπο τη διακυβέρνηση της χώρας. Έντρομος τώρα απέναντι στην παλαιστινιακή επανάσταση που είχε ξεσπάσει μπροστά στα μάτια του ενάντια στην εξουσία του ξενοκίνητου ισλαμοφασισμού, ο Αμπάς βιάστηκε να καταδικάσει τα επεισόδια κόβοντας έτσι για λίγο τη φόρα στο ανερχόμενο και γοργά αναπτυσσόμενο ανεξαρτησιακό-δημοκρατικό κίνημα της Φατάχ. Προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με την κυβέρνηση.
Αλλά η δυσαρέσκεια του λαού απέναντι στους ισλαμοφασίστες μεγάλωνε καθώς συνεχιζόταν το διπλωματικό-οικονομικό εμπάργκο που κήρυξε η Δύση ενάντια στη νέα κυβέρνηση, ως αποτέλεσμα βασικά της άρνησης της τελευταίας να αναγνωρίσει το ισραηλινό κράτος και να θέσει οριστικό τέρμα στη φασιστική τρομοκρατική της δράση. Η παλαιστινιακή οικονομία είχε ήδη φτάσει στο χείλος της καταστροφής. Όταν μάλιστα το Ισραήλ διέκοψε τη διοχέτευση των εσόδων από φόρους που προορίζονταν αρχικά για την παλαιστινιακή κυβέρνηση τότε η κατάσταση έγινε αφόρητη. Τα ταμεία άδειασαν τελείως και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν καταβάλλονταν καθόλου από το Μάρτη και μετά. Οι κρατικοί υπάλληλοι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να υπακούν σε μια κυβέρνηση που δε μπορούσε να διασφαλίσει τους μισθούς τους. Και δεν μπορούσε να τους διασφαλίσει γιατί ανέτρεψε την πολιτική της Φατάχ της αναγνώρισης του ισραηλινού κράτους. Για πρώτη φορά η Φατάχ υποστήριζε από θέση ισχύος την πολιτική της αναγνώρισης του κράτους του Ισραήλ. Οι ταραχές στη Γάζα – προπύργιο της Χαμάς – γενικεύτηκαν. Έγιναν συλλήψεις ομήρων και από τις δύο πλευρές ενώ ένας ένοπλος της Χαμάς εξολοθρεύτηκε. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα οξύτητας η εκεχειρία που υπογράφτηκε στις 9 Μάη με φροντίδα του προβοκάτορα Αμπάς με κάλεσμα στις δύο πλευρές ανάμεσα στα άλλα να σταματήσουν τις αμοιβαίες κατηγορίες, δε θα μπορούσε φυσικά να διαρκέσει.
Στα μέσα του μήνα ο Αμπάς επισκέφτηκε τη Μόσχα (προφανώς για οδηγίες) και στη συνέχεια το Στρασβούργο προσπαθώντας να πείσει την Ευρώπη να υποστηρίξει το σχέδιό του περί «εθνικού διαλόγου» των Παλαιστινίων ώστε να ξεπαγώσει την οικονομική της βοήθεια προς την κυβέρνηση και έτσι έμμεσα και πρακτικά η ΕΕ να αναγνωρίσει τη Χαμάς. Για να γίνει πιο αποτελεσματικός πήρε πρώτα τη διαβεβαίωση των Ρώσων ότι θα στηρίξουν οικονομικά τους Παλαιστινίους. Εάν ο Αμπάς δεν ήταν πράκτορας θα εκμεταλλευόταν το εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα για να ζητήσει την πιο μεγάλη απομόνωση των ισλαμοφασιστών και να τελειώσει μια και καλή μαζί τους. Εκείνος αντίθετα άρχισε να εκλιπαρεί την Ευρώπη να δώσει μία ακόμη ευκαιρία προς αυτά τα καθάρματα γνωρίζοντας μάλιστα την εκφρασμένη επιθυμία της τελευταίας να βοηθήσει τη χώρα του παρακάμπτοντάς τα.
Κι ενώ ο Αμπάς περιόδευε στην Ευρώπη η κυβέρνηση της Χαμάς προέβη σε μια ακόμα προκλητική κίνηση: έδωσε εντολή στην «ειδική δύναμη» που δημιούργησε πρόσφατα να αναπτυχθεί στους δρόμους της Γάζας με στόχο, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Σιάμ «να θέσει τέρμα στο κράτος της αναρχίας» και να αντιμετωπίσει τις ισραηλινές επιθέσεις (17/5), δηλαδή τα αντίποινα στις επιθέσεις των ισλαμοφασιστών στα ισραηλινά εδάφη. Αληθινός της στόχος όμως ήταν η επιβολή ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας στη Γάζα μέσω μιας πολιτοφυλακής που θα μπορεί να συλλαμβάνει, να βασανίζει και να εκτελεί τους αντιπάλους της με την αυθαίρετη κατηγορία της «συνεργασίας με τους σιωνιστές». Ο πρόεδρος Αμπάς αναγκάστηκε από τα υπόλοιπα στελέχη της Φατάχ να κηρύξει παράνομη την απόφαση κι έδωσε εντολή στις δυνάμεις ασφαλείας να αναπτυχθούν με τη σειρά τους στην περιοχή. Τα δύο στρατόπεδα προέβησαν σε ανταλλαγές χαρακτηρισμών και συνθημάτων χωρίς ωστόσο να έρθουν στα χέρια. Την επομένη η Φατάχ κατέβασε στο δρόμο 1.500 άτομα με το σύνθημα «όχι στο χάος της ασφάλειας, όχι στις πολιτοφυλακές, ναι στο νόμο». Όμως η γραμμή της αποφυγής της ένοπλης αντιπαράθεσης με τη Χαμάς που εκπόνησε ο Αμπάς είχε ήδη δώσει στις ένοπλες συμμορίες του αντιπάλου μία de facto νομιμοποίηση.
Αυτές γρήγορα ανέπτυξαν δράση κι άρχισαν να επιτίθενται και να δολοφονούν αξιωματικούς των δυνάμεων ασφαλείας. Η Γάζα μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Στην πόλη Ράφα για παράδειγμα, όπου λίγο νωρίτερα είχε εξοντωθεί ο νεοδιορισμένος στο υπουργείο εσωτερικών Σαμχαντάνα από ισραηλινή αεροπορική επίθεση σε βάση εκπαίδευσης τρομοκρατών, οι ισλαμοφασίστες επιτέθηκαν με αντιαρματικές ρουκέτες και όλμους στο αρχηγείο της δύναμης Προληπτικής Ασφάλειας (ελεγχόμενης από τη Φατάχ) με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τουλάχιστο 15 ατόμων και το θάνατο ενός περαστικού, ενώ αργότερα τραυμάτισαν σοβαρά έναν αστυνομικό που γυρνούσε σπίτι από τη δουλειά του (12/6). Η κατακραυγή ήταν τέτοια που ο Αμπάς με δυσκολία μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τη βάση του κόμματός του. Στις 12 Ιούνη, εκατοντάδες αγανακτισμένα μέλη των δυνάμεων ασφαλείας πολιόρκησαν το κτίριο της εθνοσυνέλευσης και του υπουργικού συμβουλίου στη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης. Αφού έσπασαν με πυροβολισμούς όλα τα τζάμια του κτιρίου όρμησαν μέσα και κατέστρεψαν έπιπλα, υπολογιστές κ.ά. αντικείμενα. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά. Στέλεχος ασφαλείας δήλωσε στο Ασοσιέιτεντ Πρες ότι «Κάθε φορά που θα αγγίζουν ένα δικό μας στη Γάζα, θα χτυπάμε 10 δικούς τους στη Δυτική Όχθη». Δυο ημέρες αργότερα ο υπουργός εξωτερικών γυρνούσε από περιοδεία του σε διάφορες μουσουλμανικές χώρες μαζί με μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα. Οι απλήρωτοι υπάλληλοι έσπευσαν τότε να διαδηλώσουν την αγανάκτηση για την κατάστασή τους ή ακόμα και να διεκδικήσουν το μερίδιό τους καθώς ήταν κοινό μυστικό πως όσες φορές η Χαμάς κατάφερνε να διοχετεύσει χρήματα στα παλαιστινιακά εδάφη αυτά κατέληγαν στις τσέπες των στελεχών της οργάνωσης. Σύντομα η εθνοσυνέλευση κατακλύστηκε αυτή τη φορά από δημόσιους υπαλλήλους διαφόρων κλάδων που φώναζαν «Πεινάμε!» κι εκτόξευσαν πλαστικά μπουκάλια με νερό στους αντιπροσώπους της Χαμάς αναγκάζοντας τον ισλαμοφασίστα ομιλητή να εγκαταλείψει άρον-άρον το κτίριο.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξανά ο Αμπάς σαν «από μηχανής θεός» για να σώσει την αγαπημένη του Χαμάς από την καταστροφή και να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση το πρώτο μεγάλο εναντίον της κίνημα. Ο πρόεδρος είχε όλο αυτό το ταραγμένο διάστημα εμπλακεί σε συνομιλίες με τους ισλαμοφασίστες στη βάση ενός σχεδίου που πολιτικά βρισκόταν σαφώς πιο μπροστά από τις θέσεις τις Χαμάς, αλλά πολύ πιο πίσω από τους όρους που είχε θέσει η Δύση προς την κυβέρνησή της. Το σχέδιο προέβλεπε την πολύ διφορούμενη, έντονα αμφισβητήσιμη και βέβαια όχι ρητή αναγνώριση του γειτονικού κράτους στα όρια του 1967. Το κυριότερο είναι ότι πρόβλεπε και την επιστροφή στο Ισραήλ των παλαιστινίων προσφύγων του αραβο-ισραηλινού πολέμου του ’48. Αυτή η διεκδίκηση είναι ο έμμεσος τρόπος με τον οποίο το μαύρο μέτωπο ζητάει εδώ και χρόνια τη διάλυση του κράτους του Ισραήλ. Γιατί η επιστροφή των προσφύγων σήμερα σημαίνει ότι εξαιτίας του αριθμού τους το Ισραήλ θα παύσει να είναι κράτος πλειοψηφικά των εβραίων, οπότε μέσα στο υπαρκτό για πολύ καιρό ακόμα κλίμα των αντιεβραϊκών διαθέσεων του παλαιστινιακού πληθυσμού αυτό θα σημαίνει διάσπαση και διάλυση του ισραηλινού κράτους. Αλλά ακόμα και αυτό το σχέδιο της υποτιθέμενης αναγνώρισης του Ισραήλ δεν προέβλεπε παύση της ένοπλης δράσης εναντίον του. Στόχος του Αμπάς ήταν μέσα από αυτό τον «εθνικό διάλογο», όπως τον ονόμαζε, να επιτύχει μια συμφωνία η οποία όχι μόνο δε θα πρόδιδε τις βασικές αρχές της Χαμάς αλλά και θα την καθιστούσε πιο ελκυστική στη δημοκρατική ανθρωπότητα που θα χαλάρωνε τελικά το καθεστώς της ασφυκτικής διπλωματικής και οικονομικής της απομόνωσης πράγμα που θα επέτρεπε στη Μόσχα να συνδιαλέγεται μαζί της και να τη στηρίζει ελεύθερα. Για να επιβάλει το σχέδιο στη Φατάχ προσποιούμενος ότι θέλει να το επιβάλει στη Χαμάς, ο Αμπάς προανήγγειλε δημοψήφισμα εντός σαράντα ημερών με το οποίο το βρώμικο αυτό σχέδιο θα κέρδιζε την πλειοψηφία. Τη μέρα λοιπόν της εισβολής του λαού στο κοινοβούλιο και της άτακτης φυγάδευσης των ισλαμοφασιστών βουλευτών η προσπάθεια του Αμπάς απέφερε τους πρώτους καρπούς. Εκείνο το πρωί ο παλαιστίνιος πρόεδρος είχε έκτακτη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Χανίγιε με θέμα την αποκλιμάκωση της έντασης και την αποφυγή του εμφυλίου πολέμου. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι θα πρέπει να ενταχθούν οι 3.000 άντρες των ισλαμοφασιστικών ταγμάτων εφόδου στη δύναμη των επίσημων παλαιστινιακών δυνάμεων ασφαλείας (στο ίδιο, 15/6). Αυτή ήταν ουσιαστικά και η επίσημη πράξη αποδοχής των νεοσχηματισμένων χαμασίτικων συμμοριών από τη Φατάχ την ώρα που οι εκπρόσωποί τους δοκίμαζαν τη μεγαλύτερη πανωλεθρία της ζωής τους.
Λίγες μέρες αργότερα οι δύο πλευρές θα προσέγγιζαν ακόμα περισσότερο η μία την άλλη, κάτι που διευκόλυνε τον προβοκάτορα Αμπάς να καταδικάσει την απόφαση της ΕΕ για εκ νέου χορήγηση οικονομικής βοήθειας – αλλά με τρόπο που θα παρέκαμπτε τους ισλαμοφασίστες – και να πλήξει έτσι τη συμμαχία Ευρώπης και παλαιστινιακού ανεξαρτησιακού κινήματος.
Όμως ακόμη σοβαρότερη επίπτωση της πυροσβεστικής δράσης του Αμπάς ήταν ο τορπιλισμός της ενότητας αυτού του νέου δημοκρατικού κινήματος της Φατάχ με τις δημοκρατικές δυνάμεις του Ισραήλ. Πρόκειται για μία εξαιρετικά αδύναμη ενότητα που διαμορφώθηκε με πολύ μόχθο και υπονομεύτηκε σε ένα μεγάλο βαθμό από την έλλειψη συνεπούς αντι-ισλαμοφασιστικής πολιτικής εκ μέρους της ηγεσίας του εθνο-ανεξαρτησιακού παλαιστινιακού κινήματος. Όσο αυτή η ηγεσία θεωρούσε τη δράση της Χαμάς τμήμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τόσο εμφανιζόταν και η ίδια στα μάτια της ισραηλινής αστικής τάξης ως τρομοκρατική. Και όσο δεν έπαιρνε κανένα σοβαρό μέτρο για να καταπολεμήσει τις αναίτιες – μετά την αποχώρηση του Ισραήλ από τη Γάζα – επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ, τόσο μια προβοκατόρικη επίθεση της Χαμάς ενάντια στο Ισραήλ που θα είχε σαν κεντρικό στόχο την υποταγή της Φατάχ ήταν το πιο εύκολο πράγμα.

Η απαγωγή του ισραηλινού στρατιώτη η μεγάλη προβοκάτσια για την εξουδετέρωση της Φατάχ

Αυτή η επιχείρηση δεν άργησε και αφορμή ήταν η αποτυχημένη ισραηλινή απόπειρα εναντίον ενός αυτοκινήτου που μετέφερε ενόπλους στη νότια Γάζα. Ο ισραηλινός πύραυλος αντί να πλήξει το αυτοκίνητο πήγε και καρφώθηκε σε γειτονική κατοικία σκοτώνοντας δύο γυναίκες και τραυματίζοντας άλλα 13 άτομα. Ο διπρόσωπος Αμπάς, που λίγο πριν «μεγαλόψυχα» δεχόταν τις συγγνώμες του ισραηλινού πρωθυπουργού στην Πέτρα της Ιορδανίας, έσπευσε να μιλήσει για «κρατική τρομοκρατία» σε βάρος του λαού του. Σε αντίποινα, κομάντος της Χαμάς και άλλων δύο οργανώσεων πέρασαν μέσα από μια σήραγγα σε ισραηλινό έδαφος κι επιτέθηκαν σε τεθωρακισμένο του ισραηλινού στρατού σκοτώνοντας δύο στρατιώτες και παίρνοντας όμηρο το 19χρονο στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ. Η κυβέρνηση της Χαμάς αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή στην παραπάνω ενέργεια ενώ προφασίστηκε άγνοια για την κατάσταση και τον τόπο κράτησής του. Ο Αμπάς διέταξε την αστυνομία να χτενίσει την περιοχή. Απ’ την πλευρά της η ισραηλινή κυβέρνηση πραγματοποίησε στρατιωτική εισβολή στη Γάζα με σκοπό την απελευθέρωση του στρατιώτη. Σε πρώτη φάση 64 στελέχη της Χαμάς, μεταξύ των οποίων το ένα τρίτο των υπουργών της κυβέρνησης Χανίγιε, συνελήφθησαν ενώ ισραηλινό στρατιωτικό αεροσκάφος πέταξε πάνω από το παλάτι του σύριου προέδρου στη Λαττάκεια, δίνοντας έτσι ένα σαφές μήνυμα στο καθεστώς της Δαμασκού. Η προβοκάτσια αυτή, που σε λίγο καιρό θα αποδειχτεί ότι αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα μιας ευρύτερης σειράς από προβοκατόρικες επιθέσεις των πρακτόρων της Ρωσίας στην περιοχή, έδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα για να ακολουθήσει η δεύτερη μεγάλη προβοκάτσια, η επίθεση της Χεζμπολάχ στο βόρειο Ισραήλ.

Η εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα δε δηλώνει σήμερα επιθετισμό αφού το κράτος αυτό είχε αποσυρθεί τελευταία από τη Γάζα και πριν από μερικά χρόνια από το Λίβανο μετά από ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις, και αντί να δεχτεί αναγνώριση ή έστω καλή προαίρεση από τα εδάφη από τα οποία αποχώρησε, δέχτηκε την επίθεση και τη μη αναγνώριση ακριβώς από εκείνα τα εδάφη από όπου αποχώρησε. Έτσι άρχισε να γίνεται κατανοητό και στη διεθνή κοινή γνώμη και στο Ισραήλ ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι πλέον ο επεκτατισμός σιωνιστικού τύπου αλλά ο ισλαμοφασισμός, δηλαδή ο επεκτατισμός του Ιράν και της Συρίας. Αυτά προδίδονται σα φασιστικά κράτη και μάλιστα χιτλερικού τύπου από το ότι δεν αναγνωρίζουν καν το δικαίωμα στη ζωή όχι ενός κράτους αλλά του πληθυσμού του στη γη στην οποία εδώ και έναν αιώνα ζει. Η τελευταία επιχείρηση του Ισραήλ που στρέφεται καθαρά ενάντια στη Χαμάς, είναι ουσιαστικά υποχρεωτική. Καθώς προωθούνται οι δυνάμεις του νεοναζισμού μέσα στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ αισθάνεται πάνω στο κορμί του τη βρώμικη ανάσα των δολοφόνων, ωριμάζει και στη συνείδηση του ισραηλινού λαού η ιδέα της δημιουργίας κάποιου είδους πραγματικής συνεργασίας με τις υγιείς παλαιστινιακές δυνάμεις ενάντια στον ισλαμοφασισμό. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές με τη στάση που τήρησε η ισραηλινή ηγεσία στην τελευταία εσωτερική σύρραξη των Παλαιστινίων. Εκεί πρόσφερε, έστω και όψιμα, τη στήριξή της στη Φατάχ με το να επιτρέψει στην προεδρική φρουρά του κατά τα άλλα άθλιου Αμπάς την επιπλέον προμήθεια σε όπλα και πυρομαχικά για την προστασία του παλαιστινίου προέδρου από τυχόν επιθέσεις (25/5). Στην εποχή μας, όπου η αμερικανική υπερδύναμη βρίσκεται σε πτώση και όπου αναδύεται ο παγκόσμιος ρωσο-κινέζικος χιτλερικός άξονας, η Χαμάς και οι σύμμαχοί της συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για το παλαιστινιακό εθνο-ανεξαρτησιακό κίνημα.
Για να καταδειχτεί αυτή η πραγματικότητα μπροστά στον παλαιστινιακό λαό θα έπρεπε από καιρό η ηγεσία του κινήματος της Φατάχ να έχει φροντίσει να κινητοποιήσει τις μάζες προς μια τέτοια κατεύθυνση. Θα έπρεπε να έχει εξηγήσει στον επί μισό αιώνα ποτισμένο με το δηλητήριο του αντισημιτισμού παλαιστινιακό λαό τι επιπτώσεις θα έχει για τον ίδιο αλλά και για τους γείτονες μια ισλαμοφασιστική δικτατορία. Αφού δεν το έκανε, τώρα με την προβοκάτσια της Χαμάς και της Χεζμπολάχ στο Λίβανο θα κερδίζουν οι ισλαμοφασίστες και ο προβοκάτορας θα κάθεται αιωνίως στο σβέρκο των εθνικιστών για να τους δαγκώνει πισώπλατα. Στην ουσία αυτή η έλλειψη πολιτικής οξυδέρκειας και θάρρους ήταν που αλλοίωσε το νόημα των ισραηλινών στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα κι έδωσε την ευκαιρία στον Αμπάς σαν εκπρόσωπο της Φατάχ να κλείσει οριστική συμφωνία με τη Χαμάς. Η συμφωνία Χαμάς-Φατάχ περιελάμβανε το σχέδιο δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του ’67 με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Ο εκπρόσωπος της Χαμάς, Γάζι Χαμάντ, ανακοίνωσε ότι «πρόκειται για την αρχή μιας νέας εποχής για μια κοινή εργασία σε όλα τα πολιτικά ζητήματα, την αντίσταση και την εσωτερική κατάσταση» (Ελευθεροτυπία, 28/6), ενώ ο συνεργάτης του προέδρου Σαέμπ Ερεκάτ απαίτησε την άμεση απελευθέρωση των ισλαμοφασιστών υπουργών. Η επανάσταση είχε πλέον τερματιστεί.
Ο έμπειρος πράκτορας της ρωσικής διπλωματίας κατάφερε λοιπόν να επαναφέρει την αγαστή ενότητα του παλαιστινιακού έθνους ενάντια στον «προαιώνιο εχθρό». Τίποτε όμως δεν έχει χαθεί οριστικά για το παλαιστινιακό δημοκρατικό κίνημα. Η ταξική πάλη έχει τα πισωγυρίσματά της αλλά η γενική τάση στη φύση και την κοινωνία είναι το καινούργιο να θριαμβεύει απέναντι στο παλιό και η πρόοδος απέναντι στην αντίδραση. Όσο θα δυναμώνουν οι ισλαμοφασίστες και θα ασκούν φασιστική τρομοκρατία στις μάζες τόσο θα οξύνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια και θα αναπτύσσεται η κοινή αντίσταση των δύο λαών, ισραηλινού και παλαιστινιακού, ενάντια στη σοσιαλιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Ήδη είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι οι παλαιστινιακές ένοπλες αντιπαραθέσεις με το Ισραήλ είναι ισχυρές στη Γάζα όπου την πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία έχει η Χαμάς και πολύ αδύναμες στη Δυτική Όχθη όπου την αντίστοιχη ηγεμονία έχει η Φατάχ.
Έχουμε να δούμε πολλά καινούργια φαινόμενα στα χρόνια που έρχονται παρόλη την ενίσχυση σε πρώτη φάση του ισλαμοφασισμού εξαιτίας της διπλής προβοκάτσιας στη Γάζα και στο Λίβανο.