ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΩΝ ΔΗΘΕΝ ΚΑΡΤΕΛ ΤΑ ΑΛΗΘΙΝΑ ΚΑΡΤΕΛ
Πάλι με επικεφαλής τον ΣΥΝ διακομματική επίθεση στη βιομηχανία
Βομβαρδίζουν ότι έχει απομείνει για λογαριασμό της νέας ολιγαρχίας και του νεοτσαρικού αφεντικού της

Η νέα σειρά «σκανδάλων» με τα υποτιθέμενα καρτέλ που ξεκίνησε με πρώτο θύμα τη γαλακτοβιομηχανία, είναι ένα νέο κυνήγι μαγισσών που οργανώνει το φιλορώσικο μπλοκ με στόχο να χτυπήσει τις πιο σύγχρονες επιχειρήσεις, εκείνες δηλαδή που λειτουργούν σε όλους τους κλάδους μέσα στα πλαίσια του ανταγωνισμού της αγοράς σε αντίθεση με τα πραγματικά καρτέλ, δηλαδή εκείνες τις μεγάλες μονάδες που ζουν από την κρατική μονοπωλιακή στήριξη, ανοιχτή ή καλυμένη. Για το σκοπό αυτό οι ρωσόδουλοι χρησιμοποιούν το απατεωνίστικο επιχείρημα ότι η κερδοσκοπία των βιομηχάνων φταίει για την ακρίβεια και συνεπώς για να εξαλειφθεί η ακρίβεια πρέπει να παταχθούν οι κερδοσκόποι τους οποίους το καθεστώς αναζητά πάντα στους πιο ανταγωνιστικούς κλάδους της βιομηχανίας που δεν ελέγχονται από κρατικούς ολιγάρχες τύπου Κόκκαλη και Μπόμπολα.

Ο ρόλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού

Η υπόθεση της διερεύνησης των καρτέλ διεξάγεται από μία «ανεξάρτητη αρχή», την Επιτροπή Ανταγωνισμού που διορίζεται από το υπουργείο (σε αντίθεση με άλλες «ανεξάρτητες αρχές» που διορίζονται με διακομματική συναίνεση από τα 4/5 των προέδρων της Βουλής). Η Επιτροπή αυτή συστάθηκε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Το 2000 επέβαλε πρόστιμο 4 δις δρχ στις Μινωϊκές μετά το ναυάγιο του Σάμινα γιατί δήθεν με τις εξαγορές που έκαναν παραβίασαν τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τη σύνθεση που είχε η Επιτροπή πριν τις εκλογές και κυρίως διατήρησε τον πρόεδρο της Ζησιμόπουλο, δηλαδή το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη δύναμη και τις πιο καίριες αρμοδιότητες, κάτι που είχε προκαλέσει αντιδράσεις από στελέχη όπως ο Παλαιοκράσσας.
Πριν από ένα χρόνο στα πλαίσια της γενικής καθεστωτικής πολιτικής για την καταπολέμηση της ακρίβειας ξεκίνησε έρευνα για πρακτικές καρτέλ στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Αυτή ήταν μία απαίτηση κυρίως του ΣΥΝ που κατά καιρούς δήλωνε στη Βουλή την απογοήτευσή του γιατί η έρευνα φαινόταν να μη βρίσκει κανένα στοιχείο για ύπαρξη καρτέλ. Η αιτιολόγηση της έρευνας ήταν οι ψηλές τιμές πώλησης του γάλατος στα σούπερ μάρκετ, που είναι και οι πιο ψηλές στην Ευρώπη. Αυτό πράγματι συμβαίνει γιατί οι βιομηχανίες αγοράζουν από τους μικρο-γαλακτοπαραγωγούς το γάλα πιο ψηλά από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και επίσης γιατί όλα τα υπόλοιπα έξοδα παραγωγής, μεταφοράς κλπ είναι επίσης τα πιο ψηλά στην Ευρώπη, όπως συμβαίνει σε όλους ανεξαίρετα τους κλάδους παραγωγής λόγω χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση στο συγκεκριμένο κλάδο ο ανταγωνισμός ήταν και είναι κάτι παραπάνω από έντονος οπότε και ήταν μάλλον αδιανόητο να υπάρξει καρτέλ. Πως είναι δυνατό η ΔΕΛΤΑ, η ΦΑΓΕ και η ΜΕΒΓΑΛ που βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους σέρνοντας η μια την άλλη στα δικαστήρια, που ξοδεύουν τεράστια ποσά σε διαφημίσεις και ακολουθούν δαιμονισμένα η μια την άλλη σε διαρκώς νέες ποικιλίες προϊόντων και σε διαρκώς νέες συσκευασίες να έχουν συμφωνήσει να μοιράσουν μεταξύ τους μερίδια της αγοράς, και να συμφωνούν σε χαμηλές τιμές προμήθειας του γάλατος και σε υψηλές τιμές πώλησης σε διαρκή μάλιστα βάση, όπως συμβαίνει στα καρτέλ; Για ποιο λόγο άλλωστε όλος αυτός ο πόλεμος προσφορών στα ράφια των σούπερ μάρκετ;
Το έργο της Επιτροπής να αποδείξει την ύπαρξη καρτέλ σε ένα από τα πιο ανταγωνιστικά κομμάτια της ελληνικής αγοράς αποδεικνυόταν λοιπόν δύσκολο ως αδύνατο. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση πριν ένα χρόνο της βουλευτή του ΣΥΝ Ξηροτύρη, που κατάγειλε την «ολιγοπωλιακή» διάρθρωση της αγοράς γαλακτοκομικών: «Όπως επισημαίνει η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν από το υπουργείο Ανάπτυξης περί διερεύνησης του ζητήματος από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το μόνο μέχρι στιγμής που έγινε ήταν μια ακόμη αύξηση από τη γαλακτοβιομηχανία της τάξεως του 4,8%, που πέρασε στα ράφια αθόρυβα στη διάρκεια του Αυγούστου…» (Αυγή, 14/9/2005).
Τελικά η ευκαιρία εμφανίστηκε το καλοκαίρι στη βάση της σύγκρουσης δύο βιομηχανιών της ΜΕΒΓΑΛ και της ΔΕΛΤΑ. Η ΔΕΛΤΑ ήθελε να εξαγοράσει τη ΜΕΒΓΑΛ και ήρθε σε συμφωνία με τους μετόχους του 21%. Οι υπόλοιποι μέτοχοι ήταν ενάντια στην εξαγορά και εξοργίστηκαν με τη συμφωνία. Καθαίρεσαν την παλιά διοίκηση που ήθελε την εξαγορά και ανέδειξαν ένα νέο πρόεδρο που λέγεται Παπαδάκης. Όπως προκύπτει από επιστολή του Παπαδάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κέρδος στις 19/9, αμέσως μόλις ανέλαβε τη διοίκηση η Επιτροπή Ανταγωνισμού ζήτησε να κάνει έλεγχο στην εταιρεία για τις συμφωνίες που έχει κλείσει με τους προμηθευτές της γαλακτοπαραγωγούς για να διαβεβαιωθεί ότι δεν ακολουθεί πολιτική καρτέλ. Στα πλαίσια της έρευνας ζητήθηκε από τη βιομηχανία να βοηθήσει την Επιτροπή με οποιαδήποτε στοιχεία είχε στη διάθεσή της ενάντια στη ΔΕΛΤΑ και τις υπόλοιπες γαλακτοβιομηχανίες προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τη σύγκρουση της με τη ΔΕΛΤΑ.
Σε αυτό το σημείο ενεπλάκη ο γενικός διευθυντής της Επιτροπής, Αδαμόπουλος που ήταν διοικητικό στέλεχος με γνωμοδοτική μόνο αρμοδιότητα, και οι συνεργάτες του: ο Κωνσταντινίδης ο οποίος ήταν επίσης κουμπάρος του Τσιτουρίδη και ο Αναγνωστόπουλος, συνεργάτης του Τσιτουρίδη και δεξί χέρι του Ψωμιάδη. Οι Αναγνωστόπουλος και Κωνσταντινίδης μεσολάβησαν για να πείσουν τη ΜΕΒΓΑΛ να «καρφώσει» τους υπόλοιπους. Ενημέρωσαν την εταιρεία ότι υπάρχουν στοιχεία εναντίον της και θα της επιβληθεί πρόστιμο 28 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό όμως θα μειωνόταν πολύ αν η ΜΕΒΓΑΛ εντασσόταν σε ένα «πρόγραμμα επιείκειας» δηλαδή αν δεχόταν να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας για την ύπαρξη καρτέλ. Αλλά η ομάδα των τριών παραπάνω δεν σταμάτησε εκεί. Θεώρησε ότι μπορούσε με την ευκαιρία να αποκομίσει και κάποιο κέρδος από την όλη ιστορία. Έτσι ζήτησε εκτός από την ένταξη στο «πρόγραμμα επιείκειας» και σα «δώρο» για τις υπηρεσίες της το ποσό των 2,5 εκ Ευρώ (10% επί του υποτιθέμενου προστίμου). Αυτή η απαίτηση ήταν το όριο για την εταιρεία που αποφάσισε να ξεσκεπάσει τους εκβιαστές της.
Από εκεί και πέρα άλλαξαν και οι διαθέσεις του προέδρου της ΜΕΒΓΑΛ Παπαδάκη για τη συνεργασία με την Επιτροπή Ανταγωνισμού στο θέμα των καρτέλ. Έτσι στη συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Παπαδάκης μετά από τη σύλληψη επ’ αυτοφώρω του Κωσταντινίδη, δεν αναφέρθηκε σε καρτέλ. Αντίθετα κάλυψε τους υπόλοιπους βιομηχάνους λέγοντας ότι μπορεί με τον ίδιο τρόπο να εκβιάζονται και άλλοι. Η στάση αυτή εξόργισε το δικηγόρο της εταιρείας Κρίτων Μεταξόπουλο που είχε κάνει διακανονισμό για την ένταξη στο «πρόγραμμα επιείκειας» με τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζησιμόπουλο, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί αμέσως μετά από νομικός σύμβουλος της εταιρείας και να στραφεί εναντίον της εταιρείας κατηγορώντας την ότι ταυτίζεται με τους ανταγωνιστές της!

Το ότι η υπόθεση με τη ΜΕΒΓΑΛ ήταν στημένη αποδείχθηκε με το ότι λίγες μέρες πριν γίνουν οι αποκαλύψεις, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζησιμόπουλος, έδωσε για πρώτη φορά συνέντευξη τύπου για να δηλώσει ότι κανένας ανταγωνισμός δεν λειτουργεί στην αγορά και ότι η κατάσταση είναι πολύ κακή. Η συνέντευξη αυτή δόθηκε μάλιστα ενάντια στους Σιούφα-Παπαθανασίου που αντιστέκονταν στις καθεστωτικές πιέσεις να βάλουν στο στόχαστρο εκτός από τη γαλακτοβιομηχανία και τις τράπεζες και γενικά οποιαδήποτε εντός του ανταγωνισμού της αγοράς δραστηριότητα στη χώρα σα «κερδοσκοπική». Εννοείται ποτέ και πουθενά η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν συγκρούστηκε με τις επιχειρήσεις που δουλεύουν σαν κρατικό ή σαν ιδιωτικό μονοπώλιο ή εκεί που είναι γνωστό στον καθένα ότι δουλεύει ένας μηχανισμός τύπου καρτέλ, δηλαδή στα μεγάλα δημόσια έργα. Ποτέ αυτή η Επιτροπή δεν επενέβη εκεί που οργιάζει η κερδοσκοπία του ρωσόδουλου κεφάλαιου.
Διαβάζουμε στην εφημερίδα του ΣΥΝ, την Αυγή (5/9): “Η κατάσταση του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά είναι πολύ άσχημη”. Η διαπίστωση αυτή του προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού Σπύρου Ζησιμόπουλου -ο οποίος, σημειωτέον, παραχώρησε χθες για πρώτη φορά συνέντευξη Τύπου- μόνο αισιοδοξία δεν μπορεί να προκαλεί στους πολίτες, όταν μάλιστα συνοδεύεται από την ομολογία του ίδιου για καθυστερήσεις, εκατοντάδες εκκρεμείς υποθέσεις και μεγάλες ελλείψεις σε ειδικό επιστημονικό προσωπικό. Αν μη τι άλλο, η διαπίστωση του καθ’ ύλην αρμόδιου αναιρεί τα όσα κατά καιρούς ισχυρίζεται η κυβέρνηση και κυρίως η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης περί ομαλής λειτουργίας του ανταγωνισμού. Ακριβώς το σχεδόν ανύπαρκτο επίπεδο ανταγωνισμού στην αγορά έχει προκαλέσει είτε αυτεπάγγελτα είτε ύστερα από καταγγελία είτε ύστερα από αίτημα του υπουργείου Ανάπτυξης τη διερεύνηση σχεδόν όλων των κλάδων και κυρίως τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Αν και ο κ. Ζησιμόπουλος δεν θέλησε να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες, παραδέχθηκε ότι διερευνώνται οι κλάδοι των απορρυπαντικών, των καλλυντικών, των κατεψυγμένων προϊόντων, των αλεύρων, της μπύρας. (δηλαδή όλη η πιο ανταγωνιστική και σύγχρονη βιομηχανία που είναι στη χώρα μας η εναπομένουσα ελαφριά βιομηχανία δίπλα στην βαριά τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβοχαλκουργία και πετρελαιοβιομηχανία. Σημείωση δικιά μας). Σε ό,τι αφορά τα γαλακτοκομικά, η σχετική έρευνα και εισήγηση αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το Νοέμβριο, ενώ σε λίγες εβδομάδες αναμένονται τα αποτελέσματα της έρευνας για την αγορά πετρελαιοειδών. Κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής σε ό,τι αφορά τη μεγάλη “πληγή” για τους καταναλωτές, τις τράπεζες. “Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος έχει ξεκινήσει εδώ κι ένα χρόνο. Συσσωρεύεται τεράστιο υλικό, όμως αποτέλεσμα για την ώρα δεν υπάρχει”, υποστήριξε ο Σπ. Ζησιμόπουλος. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με τα όσα πολύ πρόσφατα είχε υποστηρίξει ο Δ. Σιούφας. Ερωτηθείς στις 20 Αυγούστου για το αν προτίθεται να παραπέμψει τις τράπεζες στην Επιτροπή Ανταγωνισμού για εναρμονισμένη πρακτική, ο υπουργός Ανάπτυξης ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, υποστηρίζοντας ότι κάθε τράπεζα έχει την πολιτική της».
Προφανώς η συνέντευξη αυτή προετοίμαζε το κλίμα για τις «αποκαλύψεις» που θα έκανε η ΜΕΒΓΑΛ, ωστόσο το πράγμα στράβωσε στο δρόμο, εξαιτίας της απληστίας των παρασίτων που έχει προσλάβει ο σοσιαλφασισμός για να του κάνουν τις βρωμοδουλειές.

Στόχος η διάλυση της γαλακτοβιομηχανίας

Αμέσως μόλις ξέσπασε το νέο σκάνδαλο, και τα τέσσερα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης και χωρίς η Επιτροπή Ανταγωνισμού να έχει καταλήξει σε οποιοδήποτε πόρισμα για το θέμα, εξαπέλυσαν συντονισμένα επίθεση ενάντια στα υποτιθέμενα καρτέλ. Ο ΣΥΝ και το ψευτοΚΚΕ υπενθύμισαν ότι η ελεύθερη αγορά είναι συνυφασμένη με τη διαφθορά (σε αντίθεση προφανώς με το κράτος και τους νέους ολιγάρχες που αποτελούν κατά τους σοσιαλφασίστες «δικλείδα» ενάντια στη διαφθορά) και εντόπισαν το «έλλειμμα του διακομματικού ελέγχου» στην υπόθεση του ανταγωνισμού. Αυτά τα κόμματα κατεξοχήν προστατεύουν με ευλάβεια εδώ και δεκαετίες το απόλυτο καρτέλ που έχουν διαμορφώσει οι κρατικοί ολιγάρχες κυρίως στην ανάληψη δημοσίων έργων με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να αναλάβει έργο στη χώρα αν δε συνεργαστεί μαζί τους, ενώ είναι αυτοί που καθορίζουν εντελώς ασύδοτα τις τιμές και τους προϋπολογισμούς σε κάθε ανάθεση, όπως καθορίζουν τιμές και πετυχαίνουν χαριστικές συμβάσεις υπέρ τους σε κρατικά μονοπώλια που λυμαίνονται όπως η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ.
Ο Ζησιμόπουλος λοιπόν παρόλο που ήταν ο άμεσος προϊστάμενος του Αδαμόπουλου θεωρήθηκε αυτόματα από όλους «αδιάφθορος», και δεν υπήρξε καμιά ανησυχία ούτε όταν ο Αδαμόπουλος τον κατήγγειλε σαν εκβιαστή. Μάλιστα, δεν παρέλειψε ο Αλαβάνος επικεφαλής ολόκληρης αντιπροσωπείας του ΣΥΝ να συναντήσει τον Ζησιμόπουλο μπροστά στις κάμερες, και για να τον ξεπλύνει και για να τον δείξει να συμφωνεί με τις παρατηρήσεις και τις θέσεις του ΣΥΝ για το θέμα.
Η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης Σιούφας και Παπαθανασίου που το καλοκαίρι είχαν ξεκινήσει μία προσπάθεια για να φέρουν σε συνεννόηση τους βιομήχανους με τους γαλακτοπαραγωγούς και διαβεβαίωναν ότι λειτουργεί πλήρως ο ανταγωνισμός στο συγκεκριμένο κλάδο,, βρέθηκαν κάτω από συντονισμένα καταιγιστικά πυρά και βρώμικες προσωπικές επιθέσεις οπότε οπισθοχώρησαν ολοταχώς και έβαλαν σαν υπέρτατο στόχο τη με κάθε κόστος μείωση των τιμών στο γάλα.
Από την άλλη ο άλλος προβοκάτορας ο Γ. Παπανδρέου έβαλε τα δυνατά του να φωνάζει για διαφθορά της κυβέρνησης και να ζητάει την παραίτηση κυρίως του Σιούφα και δευτερευόντως του Τσιτουρίδη, ενώ όλοι μαζί άφησαν ήσυχο τον Ψωμιάδη, τον πρώτο νομάρχη που υποδέχτηκε το ρώσικο σόλο στη Θεσσαλονίκη, που όχι μόνο δε κράτησε αποστάσεις από το συνεργάτη του και εμπλεκόμενο στην υπόθεση Αναγνωστόπουλο, αλλά δήλωσε ότι θα τον υπερασπιστεί μέχρι το τέλος!
(Πραγματικά είναι ασύλληπτο αυτό που έγινε με τον Ψωμιάδη. Ο νομάρχης της δεύτερης νομαρχίας της χώρας τοποθέτησε έναν άνθρωπο σα δεξί του χέρι στη νομαρχία, που συναντούσε αντί γι’ αυτόν τους αντίπαλους εκλογικούς συνδυασμούς και διηύθυνε δύο οργανισμούς της νομαρχίας. Αυτός ο άνθρωπος φυλακίστηκε ως εκβιαστής και ο νομάρχης δηλώνει ότι ακόμα και αν αποδειχτεί τέτοιος στη δίκη θα συνεχίσει να τον θεωρεί φίλο του! Δηλαδή θα συνεχίσει να έχει φίλο του έναν άνθρωπο που του εμπιστεύθηκε μια κρατική θέση και αυτός πρόδωσε την εμπιστοσύνη του. Ασύλληπτα μαφιόζικο, ξεδιάντροπο, ωμό. Κι όμως καμιά ΝΔ, κανένα ΠΑΣΟΚ κανείς ΣΥΝ και κανένα ψευτοΚΚΕ, κανένα κανάλι της επιλεκτικής ηθικολογίας δεν ζήτησε καθαρά και με σαφήνεια την άμεση παραίτηση αυτού του τύπου, και μάλιστα μόνο αυτού εξαιτίας αυτής της με θράσος διατυπωμένης και επαναλαμβανόμενης δήλωσης. Αυτό σημαίνει να είναι κανείς προστατευόμενος του καθεστώτος).

Είχαμε γράψει στο προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής για το θέμα της ακρίβειας σε άρθρο με τίτλο «Δεν φταίει για την ακρίβεια η κερδοσκοπία αλλά το παραγωγικο σαμποτάζ» ότι: «Πληθωρισμό εμφανίζουν όλες οι καπιταλιστικές χώρες και οικονομικές ενώσεις χωρών. Αν όμως η χώρα μας εμφανίζει το μεγαλύτερο πληθωρισμό στην Ευρώπη αυτό δεν οφείλεται στην κερδοσκοπία στα ζαρζαβατικά και γενικότερα στα τρόφιμα, ούτε μόνο στο πετρέλαιο, του οποίου έχει αυξηθεί η τιμή κατακόρυφα τον τελευταίο χρόνο και ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες, ούτε και στις ισοτιμίες του ευρώ με τα άλλα νομίσματα.
Ο ιδιαίτερος ελληνικός πληθωρισμός οφείλεται πρώτο στο υψηλό κόστος παραγωγής εξ αιτίας του πολύχρονου παραγωγικού σαμποτάζ και της συνακόλουθα όλο και πιο χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα εκείνης στην αγροτική παραγωγή, και δεύτερο στους πελώριους κοινωνικούς πόρους που κυρίως μέσω της ψηλής φορολογίας σπαταλιούνται για να θρέψουν μια απέραντη παρασιτική κρατική και μισοκρατική ακρίδα και μερικές εκατοντάδες υπερπαχυμένες εργολαβικο-προμηθευτικές βδέλλες που ονομάζουμε νέα, ανατολικού τύπου κρατικοφασιστική ολιγαρχία. Μπορούμε σε ένα βαθμό να ανάγουμε τη δεύτερη αιτία στην πρώτη θεωρώντας ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και οι κρατικοφασιστικές επιχειρήσεις της νέας ολιγαρχίας είναι απλά ο τομέας της χαμηλότερης παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία που βυθίζει με το βάρος του ολόκληρη την παραγωγική μηχανή. Γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν ο πληθωρισμός της ελληνικής οικονομίας είναι μόνιμα σε μεγάλη απόσταση από τον πληθωρισμό των χωρών της ευρωζώνης είτε με πετρελαϊκή κρίση είτε χωρίς αυτήν»
.
Οι ψηλές τιμές στη γαλακτοβιομηχανία και οι επιπτώσεις στις τσέπες των εργαζόμενων από την ακρίβεια ωχριούν μπροστά στα σκάνδαλα που στηρίζουν τις στρατηγικές επιλογές του καθεστώτος όπως η χρηματοδότηση του ισλαμιστή και ρωσόφιλου Ερντογάν με την εξαγορά της FINANSBANK από την Εθνική, ή ακόμα η πρόσφατη επιζήμια εξαγορά της αλυσίδας του ολιγάρχη Γερμανού από την Cosmote που ανοίγει το δρόμο για να περάσει ο ΟΤΕ στη ρώσικη Sistema, τον πατρόνα του Κόκκαλη ή η επικείμενη συμφωνία για το ξεπούλημα του λιμανιού του Πειραιά στους Κινέζους. Αυτά τα πραγματικά σκάνδαλα καλύπτονται από το καθεστώς στην προσπάθεια του με οποιοδήποτε κόστος να δέσει τη χώρα στο νεοναζιστικό ρωσοκινέζικο άξονα. Αυτά τα πραγματικά ντόπια και διεθνή καρτέλ, αυτά τα κρατικοφασιστικά μονοπώλια εκπροσωπεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Εκ μέρους αυτών και για λογαριασμό τους θέλει να καταστρέψει τους αντίπαλους τους μη μονοπωλιστές καπιταλιστές αστούς για να μείνουν πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχοι οι πολιτικοί φασίστες ηγέτες των 4 κομμάτων και οι αγαπημένοι τους νέοι ολιγάρχες. Η πάλη ενάντια στα καρτέλ βρίσκεται ένα βήμα πριν την πάλη ενάντια στους «συνωμότες αστούς της ελεύθερης παγκόσμιας αγοράς», δυο βήματα πριν την αποκάλυψη της «συνωμοσίας των τραπεζιτών» και τρία βήματα πριν την παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία. Το κυνήγι των καρτέλ είναι η εκλαϊκευτική εισαγωγική άσκηση στον αντισημιτισμό.