Η ΣΟΜΑΛΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΧΙΤΛΕΡ

Η φασιστική εισβολή της Αιθιοπίας στη Σομαλία λίγο έχει απα-σχολήσει τα ελληνικά ΜΜΕ παρά τη σφοδρότητά της και παρά την κρισιμότητά της για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Τόσο η ψευτοαριστερά όσο και ο αστοφιλελευθερισμός σερβίρουν στον κόσμο τις δικές τους αναλύσεις γι’ αυτόν τον πόλεμο, που όμως δεν ανταποκρίνονται στη ζωντανή πραγματικότητα, καθώς αφήνουν απέξω τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του: το σομαλικό λαό από τη μια μεριά, κι από την άλλη την πιο αρπακτική και πανούργα υπερδύναμη που έχει βγάλει ποτέ ο ιμπεριαλισμός, τη νεοχιτλερική Ρωσία.
Και λέμε “την πιο πανούργα”, γιατί εφαρμόζει την πιο αποτελεσματική μέθοδο κυριαρχίας από οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο, την ταχτική της διπλής επίθεσης: Διεισδύει στο αντίπαλο στρατόπεδο και του επιτίθεται κι από μέσα και απ’ έξω, επιτυγχάνοντας τη διάβρωση, την πλήρη απομόνωση και τελικά τη μετατροπή του θύματος στο αντίθετό του. Την ίδια ταχτική εφαρμόζει και στη Σομαλία.

Ο παράγοντας της εξωτερικής επέμβασης

Εδώ το Κρεμλίνο ασκεί την εξωτερική βία χρησιμοποιώντας το σοσιαλφασιστικό καθεστώς Ζενάουι της γειτονικής Αιθιοπίας, που την εισβολή του στη Σομαλία τη χρεώνει στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Αυτός είναι τόσο πρόθυμος για επεμβάσεις, όσο είναι σίγουρο ότι θα βγει ακόμα πιο ξεφτιλισμένος και μισητός από αυτές.
Η πρόσδεση της Αιθιοπίας στο ρώσικο άρμα είναι μακρά υπόθεση που χρονολογείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας Μεγκίστου. Μετά την πτώση του εθνοσοβινιστή δικτάτορα σύμμαχου της σ. φασιστικής ΕΣΣΔ, η χώρα φάνηκε πως έκανε κάποια ανοίγματα προς τη Δύση, αλλά στην πραγματικότητα η πολιτική της εξάρτηση απ’ το Κρεμλίνο μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, καθώς στην εξουσία ήρθε ο μεταμφιεσμένος σε δυτικόφιλο ρωσόδουλος Ζενάουι. Είναι η γνωστή συνταγή της «ψόφιας Ρωσίας», στη διάρκεια της οποίας αυτή κερδίζει μέσω πρακτόρων της, που εμφανίζονται ως δυτικόφιλοι, θέσεις που ούτε να ονειρευτεί μπορούσε την εποχή του ψυχρού πολέμου. Είναι, με λίγα λόγια, η εποχή των Σρέντερ, Μπλερ, Σημίτη, Μαντέλα. Όμως κάτω από την ηρεμία η θύελλα δουλεύει. Στα 2001 ο Ζενάουι επισκέφτηκε τη Μόσχα και υπέγραψε σημαντικές στρατιωτικές, ενεργειακές και άλλες οικονομικές συμφωνίες, καθώς και μια διακήρυξη φιλίας και συνεργασίας με τον Πούτιν, η οποία συμπεριλάμβανε τη δέσμευση για «ξεμπλοκάρισμα των κρίσεων στο Κέρας της Αφρικής, αλλά και σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο» (Α.Ρ., 12/3/01). Μέρος αυτού του «ξεμπλοκαρίσματος» ήταν και ο μόνιμος άδικος πόλεμος που έχει κηρύξει η Αιθιοπία του Ζενάουι στην αντιιμπεριαλιστική, δημοκρατική και γι’ αυτό το λόγο φιλοευρωπαϊκή Ερυθραία. Πέρα από αυτή τη ραδιούργα υποκίνηση, η Ρωσία έχει αναλάβει τον εξοπλισμό της Αιθιοπίας με στρατιωτικά αεροσκάφη και μεταγωγικά ελικόπτερα, ενώ σχεδιάζει τη συμμετοχή της στον εκσυγχρονισμό της πολεμικής αεροπορίας και της αντιαεροπορικής της άμυνας.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν τα κάνουν οι Ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές από φιλικό ενδιαφέρον για την ασφάλεια και την ευημερία του αιθιοπικού λαού, ούτε τους έπιασε ξαφνικά κρίση γενναιοδωρίας κι άρχισαν να μοιράζουν αεροπλάνα και ελικόπτερα στον Τρίτο Κόσμο. Ενισχύουν στρατιωτικά την Αιθιοπία ακριβώς γιατί τους χρειάζεται -μεταξύ άλλων- ως βάση επίθεσης ενάντια όχι μόνο στην Ερυθραία, αλλά και στη Σομαλία, την οποία εποφθαλμιούν ήδη από τη δεκαετία του ’60 λόγω του ουρανίου της. Και τις δύο χώρες θέλουν να τις ελέγξουν κυρίως λόγω της στρατηγικής τους θέσης στο πετρελαϊκό εμπόριο Ανατολής-Δύσης, ενώ τη Σομαλία την εποφθαλμιούν και για τον πλούτο της σε ουράνιο. Ο έλεγχος δηλαδή της Σομαλίας εξυπηρετεί το ευρύτερο σχέδιο περικύκλωσης και ενεργειακού αποκλεισμού της Ευρώπης, κι επομένως η ενίσχυση της Αιθιοπίας στο σημερινό πόλεμό της εναντίον της Σομαλίας είναι εντελώς ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα του ρωσικού σοσιαλιμπεριαλισμού.
Χάρη στην αδιάλειπτη διπλωματική στήριξη της Μόσχας, στη συγκατάθεση των ΗΠΑ και τη χρόνια ανάμιξή του στα εσωτερικά πράγματα της Σομαλίας το καθεστώς της Αντίς Αμπέμπα προώθησε και πέτυχε τη δημιουργία ενός εξόριστου κοινοβουλίου, που τον Οκτώβρη του 2004 όρισε πρόεδρο της χώρας έναν Αμπντουλαχί Γιουσούφ Αχμέντ. Αυτός είναι ένας βλοσυρός συνταγματάρχης, θεωρούμενος ήρωας δύο πολέμων με την Αιθιοπία, που όμως τελικά πέρασε με το μέρος της και στη δεκαετία του ’80 διηύθυνε το «Σομαλικό Δημοκρατικό Μέτωπο Σωτηρίας», μια ένοπλη σοσιαλφασιστική οργάνωση που στόχευε στην ανατροπή του τότε φιλοδυτικού καθεστώτος της Σομαλίας. Στα 1998 αναγορεύτηκε πρόεδρος μιας αυτόνομης δημοκρατίας του Πούντλαντ στα βορειοανατολικά κι άρχισε να ασκείται στην κρατική διακυβέρνηση διαπράττοντας πολιτικές δολοφονίες.
Η εξουσία του Αμπντουλαχί Γιουσούφ –που ήταν προϊόν αιθιοπικής και διεθνούς ιμπεριαλιστικής ανάμιξης– δεν κέρδισε ποτέ την υποστήριξη του σομαλικού λαού. Ο πρωθυπουργός του, ο Αλί Μοχάμεντ Γκεντί, εγκατέλειψε σύντομα τη φιλοδοξία του να κυβερνήσει από την πρωτεύουσα Μογκαντίσου και έστησε την κυβέρνησή του στην Μπαϊντόα, μια πόλη κοντά στα αιθιοπικά σύνορα, ύστερα από μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του στα 2005. Η αναγνωρισμένη απ’ τον ΟΗΕ κυβέρνησή του Γκεντί είναι τόσο ανυπόληπτη και τόσο αδύναμη εσωτερικά, που κινδύνεψε να καταρρεύσει μόλις τα αιθιοπικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Μπαϊντόα για να τη στηρίξουν στις 20 Ιούλη.
Οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές γρήγορα κατάλαβαν ότι από μόνη της η εξωτερική επέμβαση δε θα έφτανε για να εγγυηθεί τη μακρόχρονη παραμονή τους στη Σομαλία. Χρειαζόταν λοιπόν να αναζητήσουν πολιτικά ερείσματα στο εσωτερικό της. Έπρεπε να βρουν το πιο δημοφιλές ρεύμα μέσα στη χώρα, να το διαβρώσουν με τους ανθρώπους τους, να αξιοποιήσουν τις πιο καθυστερημένες ιδεολογικές του πλευρές και στη συνέχεια να το κερδίσουν πολιτικά ενσταλάζοντάς του μπόλικη δόση ναζιστικής ιδεολογίας. Κι αυτή η μέθοδος επέμβασης δεν εκπονήθηκε ειδικά για την περίπτωση της Σομαλίας. Βγαλμένη μέσα από την πείρα της παλιάς αποτυχημένης εισβολής τους στο Αφγανιστάν, έχει δοκιμαστεί κι εφαρμόζεται παντού στον Τρίτο Κόσμο αποφέροντάς τους όχι μόνο πλουτοπαραγωγικές πηγές και εδάφη, αλλά επιπλέον καθυστερημένες συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια πετυχημένη εσωτερική διείσδυση των Ρώσων στη Σομαλία, καθώς το κράτος είχε διαλυθεί μέσα σ’ έναν πολυετή εμφύλιο και η χώρα είχε παραδοθεί στο χάος της αυθαιρεσίας των διάφορων φατριών. Η κατάσταση άλλαξε στις αρχές του 2006, όταν μέσα από την κόλαση του φατριακού πολέμου άρχισε να κερδίζει έδαφος η ισλαμική συντήρηση και να αναπτύσσεται μία νέα δύναμη που νίκησε τους πολέμαρχους και τον περασμένο Ιούνηκατέλαβε το Μογκαντίσου. Η δύναμη αυτή σήμερα ακούει στο όνομα «Συμβούλιο Ισλαμικών Δικαστηρίων» (ΣΙΔ).

Τα Ισλαμικά Δικαστήρια και οι δύο τάσεις στο εσωτερικό τους

Πρόκειται για ένα πολιτικοστρατιωτικό μόρφωμα που ξεπήδησε μέσα από το σύστημα των βασισμένων στις διάφορες φυλές (clans) ισλαμικών δικαστηρίων. Αυτά εισήγαγαν στη σομαλική κοινωνία τη μπούρκα για τις γυναίκες, την ποτοαπαγόρευση, όπως επίσης την πρακτική του λιθοβολισμού και του μαστιγώματος για τους εγκληματίες. Παρά τον έκδηλο ιδεολογικό συντηρητισμό τους, απέκτησαν δημοτικότητα για το λόγο ότι ένωσαν σ’ ένα βαθμό τη χώρα, πρόσφεραν στον κουρασμένο από τον πόλεμο πληθυσμό ένα αίσθημα ασφάλειας κι αποκατέστησαν τους κρατικούς θεσμούς σε μια άναρχη και διαλυμένη ως τότε Σομαλία χωρίς ενιαία οικονομική ζωή ή κάποιο οργανωμένο σύστημα υπηρεσιών. Σιγά-σιγά ανέλαβαν κι άλλες αρμοδιότητες, όπως εκπαιδευτικές και υγειονομικές, ενώ χρηματοδοτούνταν κι εξοπλίζονταν από τοπικές επιχειρήσεις για να λειτουργούν ως δύναμη τήρησης της τάξης. Σε γενικές γραμμές τα ισλαμικά δικαστήρια ως εξουσία έπαιξαν τη δοσμένη στιγμή αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο, γιατί πήραν μια σειρά μέτρων εθνικής και κοινωνικής επιβίωσης, ακριβώς σαν και αυτά που πήραν οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Πρόκειται για μέτρα που ικανοποιούσαν τις πρακτικές και ζωτικές ανάγκες μιας κοινωνίας που μοναδική άλλη ισχυρή εναλλακτική “λύση” είχε τον ατέλειωτο φατριαστικό πόλεμο και την ωμή ιμπεριαλιστική επέμβαση: Τα ισλαμικά δικαστήρια συνένωσαν το δικαστικό σύστημα των φυλών, πάταξαν το εμπόριο ναρκωτικών, τις κλοπές και τους βιασμούς, σταμάτησαν την πειρατεία, ξανάνοιξαν το λιμάνι της πρωτεύουσας, καθάρισαν τους δρόμους της από τα σκουπίδια και έκαναν ασφαλή την κυκλοφορία σ’ αυτούς για πρώτη φορά εδώ και αρκετό καιρό. Και οι Ταλιμπάν και τα ισλαμικά δικαστήρια είναι η δικτατορική εξουσία ενός εθνικισμού που στηρίζεται κυρίως στο καθυστερημένο σύστημα τοπικής εξουσίας των φυλών και η οποία εξουσία έχει ουσιαστικά μια μόνο αποστολή μετά από μια παρατεταμένη περίοδο καταστροφικού πολέμου: να ενοποιήσει τη χώρα απέναντι στον ιμπεριαλισμό υποκαθιστώντας για ένα διάστημα τα καθήκοντα μιας αρκετά ανεπτυγμένης εθνικής αστικής τάξης που είναι πια εξαιρετικά αδύναμη, πολύ διασπασμένη και πολύ φθαρμένη πολιτικά για να διοικήσει. Αυτή την εθνική αστική τάξη, με εκπρόσωπό της τον Σιάντ Μπαρ, συνέτριψε αρχικά η Αιθιοπία, ενώ τώρα επιχειρεί να συντρίψει και τον πολύ πιο καθυστερημένο διάδοχό της, τα ισλαμικά δικαστήρια (ΣΙΔ).
Η επαναφορά λοιπόν της ειρήνης, της τάξης και της ασφάλειας υπήρξε η βασική θέση της πολιτικής ατζέντας του ΣΙΔ, όπως εκφράστηκε από τον ίδιο τον ηγέτη του κινήματος, Σερίφ Σέιχ Αχμέντ. Ο Σερίφ Σέιχ έχει το προφίλ ενός λίγο-πολύ φιλειρηνικού εθνικού αστού που δεν επιδιώκει εχθρικές σχέσεις με τους γείτονές του ή με τη Δύση. Ο χαρακτηρισμός του από Δύση και Ανατολή ως μισαλλόδοξου φανατικού που τάχα θέλει να επιβάλει ένα ισλαμικό χαλιφάτο στο σομαλικό λαό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όμως το ΣΙΔ δεν είναι ένας μονολιθικός σχηματισμός. Έχει έντονες ιδεολογικές αντιθέσεις στο εσωτερικό του, που αντιστοιχούν στις διαφορές οργάνωσης των φυλών από τις οποίες προέρχεται και κυρίως στις διαφορές πολιτικής και ιδεολογίας.

Έτσι η μετριοπαθής τάση που εκφράζεται μέσα από το ιδεολογικό ρεύμα του κουτουμπισμού (από το όνομα του ιδρυτή του αιγυπτίου, επίσης αντιδραστικού, ισλαμιστή θεωρητικού Σαγίντ Κουτούμπ) ανταγωνίζεται την πιο καθυστερημένη και πολύ πιο αντιδραστική και μειοψηφική στην κοινωνία τάση του σαλαφισμού (βλ. BBC News, 6/10). Ο τελευταίος είναι μια υπερπουριτανική εκδοχή του Ισλάμ που εχθρεύεται τον ορθολογισμό, μα και κάθε μοντερνισμό. Η τηλεόραση, ο αθλητισμός, η κοσμική μουσική, όλα αυτά απαγορεύονται δια ροπάλου από ένα δόγμα που πρεσβεύει τον ιερό πόλεμο (τζιχάντ) ενάντια στους απίστους. Κάτω από την ιδεολογική επιρροή του σαλαφισμού, ένα δικαστήριο στα βόρεια της πρωτεύουσας εξέδωσε διαταγή απειλώντας όσους δεν προσεύχονται πέντε φορές τη μέρα με αποκεφαλισμό (New York Times, 13/12).
Το ρεύμα του σαλαφισμού αποτέλεσε το ιδανικό για τους Ρώσους πεδίο διείσδυσης μέσα στο εθνικό ισλαμικό κίνημα της Σομαλίας. Με τη βοήθειά του έγινε δυνατή η υπονόμευση της κυρίαρχης μετριοπαθούς τάσης, της αντικειμενικά λιγότερο επιρρεπούς στην αποδοχή του ναζισμού. Οι νέοι Χίτλερ προώθησαν αμέσως στην ηγεσία αυτού του ρεύματος ένα συνταγματάρχη ονόματι Χασάν Ντάιρ Αβέις.

Η διείσδυση στο εχθρικό στρατόπεδο και η υπονόμευσή του

Ο Αβέις δεν ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά. Υπήρξε παλιός βετεράνος του πολέμου 1977-78 με την Αιθιοπία. Στη δεκαετία του ’90 τον βρίσκουμε αρχηγό μιας ένοπλης αντιαιθιοπικής ισλαμοφασιστικής συμμορίας, της «Αλ Ιτιχαάντ αλ Ισλαμί», την οποία το αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει καταγγείλει για πιθανές σχέσεις με την Αλ Κάιντα. Μετά τη διάλυσή της πέρασε, όπως ο ίδιος αφηγείται, μια μεγάλη περίοδο «αυτοδιδαχής» που τον οδήγησε στην ενασχόληση με το σαλαφισμό. Όμως ο Αβέις δεν είναι η κλασική μορφή του μισαλλόδοξου, φανατισμένου πιστού που βγήκε κατευθείαν απ’ το Μεσαίωνα, αλλά ένας διεστραμμένος ναζιστής που περισσότερο απ’ όλους τους «απίστους» μισεί τους εβραίους, τους οποίους κατηγορεί για απόπειρα ελέγχου της χώρας του μέσω των Αμερικανών (βλ. ΝΥΤ, 26/6).
Ο Χασάν Ντάιρ Αβέις ισχυροποιήθηκε χάρη στη μαχητικότητα και την αποτελεσματικότητα που επέδειξε αντιμετωπίζοντας τους «οπλαρχηγούς εχθρούς του έθνους». Στην πραγματικότητα οι παραπάνω ιδιότητες δύσκολα θα αναδεικνύονταν σ’ αυτόν δίχως τη μυστική συμφωνία των τελευταίων. Έτσι, ο συνταγματάρχης που μέχρι σήμερα θεωρείται από τους συμπατριώτες του ο αρχιτέκτονας της νικηφόρας εκστρατείας του ΣΙΔ ενάντια στους οπλαρχηγούς, οφείλει το επίτευγμά του εν μέρει στο γεγονός ότι η κυβέρνηση-μαριονέτα της Αιθιοπίας διευκόλυνε τις κινήσεις του ρίχνοντας στους δικούς της οπλαρχηγούς τη γραμμή της εκεχειρίας (6/6). Αργότερα θα καλούσε την «κυβέρνηση των προδοτών» να έρθει και να κυβερνήσει τη χώρα εφαρμόζοντας τον ισλαμικό νόμο (βλ. ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια wikipedia, στο λήμμα Rise of the Islamic Courts Union). Από τότε ο πνευματικός ηγέτης του ΣΙΔ άρχισε να ασκεί παράλληλη με τον Σερίφ Σέιχ Αχμέντ εξουσία, ως αρχηγός ενός 88μελούς νομοθετικού συμβουλίου, και να απειλεί σοβαρά την πρωτοκαθεδρία του.
Από τη στιγμή που η προοδευτική τάση του κινήματος αποδέχτηκε αυτή την πραγματικότητα –αναδεικνύοντας και τα όριά της, όπως και τα όρια κάθε αστικού εθνικισμού, στην αντιμετώπιση του ναζισμού– ξεκίνησε μια διαδικασία εσωτερικής διείσδυσης και υπονόμευσης των Ισλαμικών Δικαστηρίων απ’ αυτόν, και μάλιστα από την πιο αποκρουστική μορφή του, που είναι σήμερα ο γενοκτονικός ισλαμοφασισμός τύπου Αλ Κάιντα. Στην ουσία προβοκάτορες μπήκαν στην ηγεσία ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αξιοποιώντας τις πιο καθυστερημένες και αντιδραστικές πλευρές του. Αυτό έκαναν οι Ρώσοι στους Ταλιμπάν στέλνοντάς τους τον Μπιν Λάντεν, αυτό στους τσετσένους αντάρτες χώνοντας στην ηγεσία τον προβοκάτορα Μπασάγιεφ, αυτό τώρα στους Σομαλούς. Ας μην ξεχνάμε ότι από τη Σομαλία ξεκίνησε την προβοκατόρική πορεία του ο Μπιν Λάντεν πριν αναλάβει καθήκοντα στο Αφγανιστάν. Βεβαίως, ποτέ αυτός ο βρυκόλακας δεν ξέχασε τη Σομαλία.
Την 1η Ιούλη λοιπόν του 2006 ο Μπιν Λάντεν καλεί μέσω Διαδικτύου τους Σομαλούς στη δημιουργία ισλαμικού κράτους και απειλεί τη Δύση με πόλεμο στην περίπτωση που επιχειρήσει να επέμβει. Από την πλευρά του ο Αβέις εκδηλώνει για πρώτη φορά τα ειλικρινή του αισθήματα συμπάθειας για τον Μπιν Λάντεν παρομοιάζοντάς τον με το νοτιοαφρικανό ρωσόδουλο Μαντέλα. Συρία και Ιράν διεισδύουν στα ισλαμικά δικαστήρια παρέχοντας σε αυτά στρατιωτική βοήθεια, ενώ στα μέσα Ιούλη 720 σομαλοί μαχητές στέλνονται στο Λίβανο για να πολεμήσουν στο πλευρό της Χεζμπολάχ. Οι μαχητές ήταν όλοι μέλη της σκληρής στρατιωτικής νεολαιίστικης πτέρυγας του ΣΙΔ, που διοικείται από έναν άνθρωπο του Αβέις ονόματι Αντέν Χασί Φαράχ –γνωστό και ως «Έιροου» (ΝΥΤ, 15/11). Στο μεταξύ η Αντίς Αμπέμπα έχει καλλιεργήσει στους Αμερικανούς την υπόνοια ότι πυρήνας τρομοκρατών της Αλ Κάιντα φιλοξενείται στη Σομαλία. Μάλιστα, από τα μέσα Ιούνη αρχίζει ανοιχτά να αποκαλεί το ΣΙΔ «συμμάχους της Αλ Κάιντα» και «τρομοκράτες». Το ήδη βαθύ ρήγμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Σομαλία διευρύνεται παραπέρα διευκολύνοντας την επίθεση.
Στις 20 Ιούλη τα ρωσικά τανκς των Αιθιόπων έμπαιναν για πρώτη φορά σε σομαλικό έδαφος δίνοντας την ευκαιρία στον Αβέις να κηρύξει με τη σειρά του τον ιερό πόλεμο κατά της χριστιανικής Αιθιοπίας.

Η ταχτική της διπλής επίθεσης σε εφαρμογή

Με την εισβολή του αιθιοπικού στρατού η ταχτική της ρώσικης διπλής επίθεσης περνάει σε ανώτερο στάδιο. Τα εργαλεία της επέμβασης έχουν τοποθετηθεί καλά στο σώμα του θύματος κι αρχίζουν να το σφίγγουν σιγά-σιγά με δολοφονική ψυχρότητα προκαλώντας του παράλυση: η Αιθιοπία απ’ έξω, ο Αβέις και ο ισλαμοφασισμός από μέσα. Το πιο ανατριχιαστικό είναι ότι, όσο το θύμα παλεύει να ξεφύγει από το ένα εργαλείο θανάτου, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται στο άλλο, καθώς αυτά λειτουργούν σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Όσο το θύμα χτυπάει τον ισλαμοφασισμό, τόσο αυξάνει την επιθετικότητα της σοσιαλφασιστικής Αιθιοπίας. Αντίστροφα, όσο χτυπάει την Αιθιοπία, τόσο ενισχύει τον εξτρεμισμό στις τάξεις του και τη συμπάθεια προς την Αλ Κάιντα.
Παρόν στην επέμβαση πρέπει να είναι πάντα ένα μικρό επιτελείο της KGB, για να συντονίζει τη δράση των δύο εργαλείων φροντίζοντας να προλαμβάνει πιθανές επιπλοκές. Όσο για την ίδια τη Μόσχα, αυτή σε αυτές τις περιπτώσεις παίζει δημόσια το γνωστό κεντρίστικο ρόλο κρατώντας μια «χαλαρή» στάση. Έτσι, υποστηρίζει την αποστολή διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή της Αφρικανικής Ένωσης και εκφράζει την ειλικρινή της μεγάλη «εκτίμηση για το ρόλο της Αιθιοπίας, όχι μόνο ως χώρας που φιλοξενεί την Αφρικανική Ένωση, αλλά επίσης ως χώρας που λαμβάνει υπεύθυνη πολιτική στάση τη στιγμή που χρειάζεται να παρθούν σοβαρές αποφάσεις» (HAN & Geeska Afrika Online, 6/9), όπως δήλωσε ο υπουργός εξωτερικών Σ. Ιβανόφ το Σεπτέμβρη επισκεπτόμενος την Αντίς Αμπέμπα. Από την άλλη δε βγαίνει όπως οι ΗΠΑ να ζητωκραυγάσει υπέρ της αιθιοπικής εισβολής, ούτε -ακόμα περισσότερο- αποδοκιμάζει την αντίσταση των ισλαμιστών σ’ αυτήν την εισβολή που ήδη δυναμώνει.
Η σκληρή στάση αφήνεται για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που σιγά-σιγά εξελίσσεται στον πιο αντιπαθητικό παράγοντα μέσα στη Σομαλία, και τελικά θα γίνει, με αυτό το μίγμα βλακώδους υπεροψίας και αδύναμης διστακτικότητας που τον διακρίνει, εντελώς μισητός.
Οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με οποιαδήποτε κυβέρνηση πιστεύουν ότι θα τους εξασφαλίσει νίκη στον πόλεμο με την Αλ Κάιντα. Μέχρι τον Ιούνη χρηματοδοτούσαν κάποια συσπείρωση οπλαρχηγών με την επωνυμία «Συμμαχία για την Επαναφορά της Ειρήνης και της Αντιτρομοκρατίας», πιστεύοντας ότι το ΣΙΔ σχετιζόταν με τρομοκράτες ισλαμοφασίστες. Όταν αυτή διαλύθηκε γιατί οι οπλαρχηγοί ήταν τυχοδιώκτες του σκοινιού και του παλουκιού, προτίμησαν την αποκλειστική συνεργασία με τον πιο ισχυρό διπλωματικά και στρατιωτικά παράγοντα στην περιοχή –δηλαδή την Αιθιοπία–, που τους παρείχε πληροφορίες περί τρομοκρατικής παρουσίας της Αλ Κάιντα στη Σομαλία. Η άρνηση του Μογκαντίσου ότι είχε ποτέ οποιαδήποτε επαφή με την Αλ Κάιντα δε φαίνεται να σημαίνει κάτι για την αμερικανική διπλωματία.
Στα μέσα Νοέμβρη το εσωτερικό εργαλείο της Μόσχας στο ανεξαρτησιακό κίνημα της Σομαλίας, ο προβοκάτορας Αβέις, έκανε μία εμπρηστική δήλωση στο ραδιόφωνο αναβιώνοντας το σοβινιστικό όνειρο της Μεγάλης Σομαλίας: υποσχέθηκε την «απελευθέρωση» όλων των Σομαλών που κατοικούν στην Αιθιοπία και την Κένυα, δηλαδή κήρυξε πολιτικά ένα διμέτωπο άδικο πόλεμο. Τώρα οι Αιθίοπες είχαν μια πρόφαση για να κλιμακώσουν την επίθεση, στο όνομα της υπεράσπισης της ακεραιότητας της Αιθιοπίας. Τότε στις 5 Δεκέμβρη το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε την αποστολή αφρικανικών στρατευμάτων για την προστασία της κυβέρνησης της Μπαϊντόα. Ο διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή Τζ. Αμπιζάιντ επισκέφτηκε την Αντίς Αμπέμπα. που τον διαβεβαίωσε ότι η συντριβή των ισλαμιστών ήταν ζήτημα μιας ή το πολύ δύο εβδομάδων.
Έτσι προετοιμάστηκε η μαζική εισβολή του αιθιοπικού στρατού, που ξεκίνησε στις 20-22 Δεκέμβρη. Με πεζικό, τανκς, αεροπλάνα κι ελικόπτερα, 20.000 (σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις ειδικών) αιθίοπες στρατιώτες εισέβαλαν στη Σομαλία βομβαρδίζοντας ανελέητα ανθρώπους, πόλεις κι εγκαταστάσεις. Οι Αιθίοπες είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την αντίσταση ενός ελαφριά οπλισμένου ισλαμικού στρατού που ήταν αδύνατο να διεξαγάγει πόλεμο θέσεων, αν και τα κέντρα νεοσύλλεκτων κατακλύζονταν από νεολαίους που εκλιπαρούσαν για ένα όπλο, ενώ τα τζαμιά καλούσαν όλο τον κόσμο να ξεσηκωθεί (ΝΥΤ, 23/12).
Αλλά, παρά το πατριωτικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί, η μετωπική σύγκρουση με τις υπέρτερες και καλύτερα εξοπλισμένες δυνάμεις των εισβολέων ήταν αδύνατη. Μέσα σε λίγες μέρες η πρωτεύουσα είχε καταληφθεί από τα κατοχικά στρατεύματα. Σε συνέντευξή του εκείνες τις μέρες ο αληθινός ηγέτης της νόμιμης κυβέρνησης του Μογκαντίσου Σερίφ Σέιχ Αχμέντ εξήγησε ότι οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν την πόλη «για να αποτρέψουν έναν ισχυρό βομβαρδισμό από τις αιθιοπικές δυνάμεις, που διεξάγουν γενοκτονία σε βάρος του σομαλικού λαού» (Μοντ, 29/12). Αυτόπτες κάνουν λόγο για πλιάτσικο στην πρωτεύουσα. Στην πόλη Ντίνσορ οι Αιθίοπες εισέβαλαν σε κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, κράτησαν σε ομηρία το προσωπικό και κατέσχεσαν τους φακέλους των ασθενών, σύμφωνα με καταγγελία της οργάνωσης (30/12). Στο μεταξύ η νέα κυβέρνηση των κουίσλιγκ της Αιθιοπίας ζήτησε από τον πληθυσμό να παραδώσει τον οπλισμό του στις αρχές. Κανείς δεν ανταποκρίθηκε. Στο Μογκαντίσου σημειώθηκαν οι πρώτες εξεγέρσεις με εκατοντάδες διαδηλωτές να πετούν πέτρες στους Αιθίοπες και να καίνε λάστιχα φωνάζοντας «Έξω απ’ την πατρίδα μας! Σας μισούμε Αιθίοπες!».
Το πεδίο ήταν ιδανικό για τη διείσδυση της Αλ Κάιντα μέσα στην αντίσταση. Στις αρχές του χρόνου ο υπαρχηγός της οργάνωσης Ζαουάχρι έκανε έκκληση σε όλους τους μουσουλμάνους να δημιουργήσουν ένα νέο Ιράκ στη Σομαλία.
Οι Αμερικανοί μπαίνουν ενεργητικά στο παιχνίδι και βομβαρδίζουν εγκαταστάσεις που θεωρούν καταφύγιο τρομοκρατών. Η Μόσχα τους αφήνει να κλιμακώσουν και η μέγγενη γύρω από το πόδι τους κλείνει ολοένα και περισσότερο. Τώρα πια η Ρωσία διοικεί τις δυνάμεις των εισβολέων στη Σομαλία, αλλά με τους πράκτορές της εξουσιάζει μια συνεχώς αναπτυσσόμενη τάση της ισλαμικής αντίστασης. Γι’ αυτό άλλωστε η Αλ Κάιντα πήρε αμέσως θέση υπέρ της αντίστασης, πράγμα που παράλληλο στόχο έχει να κάνει τους Αμερικάνους ακόμα πιο λυσσασμένους ενάντια στην αντίσταση αυτή. Είναι ακριβώς η συνταγή του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Το ίδιο σενάριο περιμένει και την προοδευτική Ερυθραία, που ήταν ο πιο συνεπής συμπαραστάτης της Σομαλίας και τη βοηθούσε απλόχερα με όπλα και ειδικούς.
Το Κρεμλίνο φυλάει εργαλεία θανάτου για όλα τα έθνη του κόσμου. Όμως οι λαοί έχουν αντισώματα στην επέλαση του ναζισμού. Κι όσο αναπτύσσεται φανερώνοντας το αποκρουστικό του πρόσωπο, τόσο θα συναντά αντιστάσεις. Όσο θα αποκαλύπτονται οι νέοι αφέντες του Μογκαντίσου ως πράκτορες της Αιθιοπίας και οι ισλαμοφασίστες ως στυγεροί δολοφόνοι αμάχων, θα γίνονται οι ίδιοι αντιπαθείς στις λαϊκές μάζες, που αυτή τη φορά θα εξεγερθούν όχι για να φέρουν έναν Σερίφ Σείχ στην εξουσία, μα για τη δική τους κοινωνική απελευθέρωση.