Η μόνη ρεαλιστική λύση για το Κόσσοβο

ΕΝΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΣΣΟΒΟ ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΕΡΒΙΑ

Η Ρωσία απέρριψε επίσημα στις 12 του Μάη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ως απαράδεκτο το ευρωαμερικανικό σχέδιο του απεσταλμένου του ΟΗΕ Αχτισάαρι, που πρόβλεπε μια «επιτηρούμενη ανεξαρτησία» για το Κόσσοβο. Το πρόσχημα ήταν ότι δε συμφωνούν σ’ αυτό και οι Αλβανοί και οι Σέρβοι. Το ουσιαστικά πολύχρονο αδιέξοδο στο Κόσσοβο δε θα αργήσει να μπει σε μια νέα φάση βαθιάς και ένοπλης κρίσης όποτε το επιλέξουν αυτό οι οργανωτές κρίσεων. Επειδή οι περισσότεροι προοδευτικοί άνθρωποι ασχολούνται με μια πληγή μόνο μόλις κακοφορμίσει, και τότε συνήθως είναι αργά για έρευνες, είναι καλό οι φίλοι αναγνώστες να έχουν στη διάθεσή τους από τα πριν μια πολιτική ανάλυση του πραγματικά πολύπλοκου αυτού διεθνούς προβλήματος. Πρέπει όχι μόνο οι ιμπεριαλιστές και σοβινιστές που δημιουργούν τέτοιες κρίσεις να μιλάνε και να δρουν, αλλά να μπορούν και να δρουν μέσα στα πλαίσια των περιορισμένων ακόμα δυνατοτήτων τους και οι επαναστάτες αντιιμπεριαλιστές. Δημοσιεύουμε σ’ αυτό το φύλλο της Νέας Ανατολής μια πολύ διεξοδική ανάλυση για το ζήτημα αυτό, με το οποίο στηρίζουμε τη θέση μας που συνοψίζεται στον παραπάνω τίτλο του άρθρου αυτού.
Απ’ όλες τις κομπογιανίτικες πλαστικές εγχειρήσεις που έκανε πάνω σε κράτη ο δυτικός ιμπεριαλισμός στη λεγόμενη μεταψυχροπολεμική εποχή η πιο εκτρωματική και η πιο επώδυνη για την Ευρώπη θα αποδειχτεί αυτή στο Κόσσοβο. Μιλάμε για το δυτικό ιμπεριαλισμό, γιατί ο ανατολικός δεν κάνει εγχειρήσεις, αλλά ξέσκισμα σάρκας με τα δόντια. Αυτό έκανε στη Βοσνία με το σέρβικο κανιβαλικό όργιο. Όμως οι δυτικοί ιμπεριαλιστές συμμετείχαν ενεργά στο σχηματισμό του προτεκτοράτου που λέγεται Κόσσοβο, αν και εκεί μοιράζονται τις ευθύνες με τον ανατολικό ιμπεριαλισμό, που ο καίριος ρόλος του στο σχηματισμό του προτεκτοράτου είναι -ως συνήθως- κρυμμένος.
Ενώ δηλαδή το στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος του Κόσσοβου τον έχει η Δύση, που χρεώνεται την εγχείρηση, πολύ λίγοι έχουν προσέξει ότι στο πιο κρίσιμο στρατηγικά σημείο της χώρας, στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Πρίστινα, το στρατιωτικό έλεγχο τον έχει αναλάβει αποκλειστικά η Ρωσία. Αυτό δεν οφείλεται σε κάτι τυχαίο, αλλά στο γεγονός ότι επικεφαλής των ΗΠΑ και εμπνευστής της άδικης επέμβασής τους εναντίον της Σερβίας ήταν ο ρωσόφιλος Κλίντον. Είναι αυτός που με τον προβοκατόρικο πόλεμο του 1999 για την «απελευθέρωση» του Κόσσοβου έδωσε στη Μόσχα τον πολιτικό έλεγχο του νικημένου σέρβικου εθνικισμού, οπότε και της Σερβίας. Το κυριότερο, έδωσε στη Ρωσία το διπλωματικό ρυθμιστικό ρόλο στο ίδιο το Κόσσοβο, δηλαδή στην καρδιά των Βαλκανίων. Αυτόν τον τελευταίο ρόλο η Ρωσία μπορεί να τον παίζει από τρεις πλευρές: Μέσω του ρωσοκινεζικού βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μέσω της Σερβίας και των σέρβων σοβινιστών του Κόσσοβου και μέσω του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αλβανίας και των αλβανών σοβινιστών του Κόσσοβου. Γενικά, όποτε πρόκειται για διαμελισμούς παλιών κρατών και κατασκευές νέων, το προβάδισμα δεν πέφτει ποτέ στους φιλελεύθερους δυτικού τύπου ιμπεριαλιστές, αλλά στους φασίστες ανατολικού, που ξέρουν όσο κανείς άλλος να ανοίγουν και να ξύνουν εθνικιστικές πληγές και όνειρα.
Η κρίση στο Κόσσοβο σημαίνει αργό θάνατο της ευρωπαϊκής και αμερικανικής διπλωματίας στα Βαλκάνια. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή λύση στο Κόσσοβο που να είναι συμβατή με το βασικό στόχο αυτής της διπλωματίας, τη διατήρηση της σημερινής εύθραυστης βαλκανικής ειρήνης, δηλαδή του φανταστικού στάτους-κβο που οικοδομήθηκε πάνω στο διαμελισμένο σώμα της Βοσνίας. Σήμερα δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει με σταθερό τρόπο ούτε ένα ανεξάρτητο Κόσσοβο ούτε ένα σέρβικο Κόσσοβο ούτε ένα Κόσσοβο με τη σημερινή του μορφή, δηλαδή τη μορφή του διεθνούς προτεκτοράτου.
Καταρχάς, σε ό,τι αφορά το «ανεξάρτητο Κόσσοβο». Αυτό το πρότειναν πρόσφατα ως λύση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ η ΕΕ και οι ΗΠΑ μέσω του γνωστού σχεδίου Αχτισάαρι. Στην πραγματικότητα αυτό δεν προβλέπει άμεση και πλήρη διεθνή αναγνώριση του Κόσσοβου, αλλά μια πορεία προς αυτήν την αναγνώριση κάτω από την πολιτική και στρατιωτική επίβλεψη του ΟΗΕ. Το σχέδιο δηλαδή αναγνωρίζει στο Κόσσοβο πολιτική και οικονομική αυτοκυβέρνηση, καθώς και το δικαίωμα να ζητά διεθνή αναγνώριση από τα διάφορα κράτη. Όμως δεν προβλέπει ότι τα άλλα κράτη είναι υποχρεωμένα από τον ΟΗΕ να του δώσουν αυτή την αναγνώριση. Αυτή είναι μια διατύπωση που απλά θέλει να κατευνάσει τη Ρωσία, που απειλεί με βέτο το σχέδιο στο Συμβούλιο Ασφαλείας (ήδη η Ρωσία έθεσε επίσημα αυτό το βέτο, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή αυτού του κειμένου, που έχει γραφτεί πριν από την τελευταία εξέλιξη της 12 του Μάη). Πρακτικά το σχέδιο Αχτισάαρι σημαίνει ανεξαρτησία του Κόσσοβου, και αυτή δε θα τη δώσει ποτέ με τη θέλησή της η Σερβία. Αυτή θα μπορούσε να δεχτεί το σχέδιο μόνο αν την εγκατέλειπε η Ρωσία. Αλλά η Ρωσία δεν έχει κανένα λόγο να χάσει έναν προστατευόμενό της στα Βαλκάνια, και κυρίως να χάσει την εμπρηστική βόμβα που λέγεται Κόσσοβο και με την οποία μπορεί να τα αναφλέξει ό,τι ώρα θέλει. Μάλιστα ο Πούτιν απείλησε καθαρά τη Δύση το 2006 ότι, αν υποστηρίξει ως το τέλος το σχέδιο Αχτισάαρι, τότε η Ρωσία θα υποστηρίξει την ανεξαρτησία της Αμπχαζίας και της Οσετίας (Μοντ, 9/2/2007). Αυτό σημαίνει ότι θα διαμελίσει τη Γεωργία και τελικά θα την καταλάβει, αφού αυτή θα αντισταθεί στο διαμελισμό της. Με δυο λόγια, η Ρωσία απειλεί ότι θα κλείσει το μοναδικό δρόμο των πετρελαίων της Κασπίας προς τη Δύση, που σήμερα περνάει από τη Γεωργία. Μετά από αυτή την απειλή όλοι στη Δύση ξέρουν ότι η γραμμή της ανεξαρτησίας, δηλαδή το ευρωαμερικανικό σχέδιο Αχτισάαρι, τουλάχιστον με όσα προβλέπει σήμερα, δεν πρόκειται να περάσει ποτέ.
Από την άλλη μεριά είναι αδύνατη κάθε λύση που θα δίνει σήμερα κάποιας μορφής αυτονομία στο Κόσσοβο, αλλά μέσα στη Σερβία. Ένα σέρβικο Κόσσοβο, ακόμα και μόνο από διπλωματική σκοπιά, δε θα το δεχτεί ποτέ ο αλβανικός πληθυσμός του Κόσσοβου όσο οι σοσιαλφασίστες γενοκτόνοι κυριαρχούν στο Βελιγράδι και όσο ο εφιάλτης της εθνοκάθαρσης του 1999 κρέμεται από πάνω του. Ακόμα περισσότερο, εννοείται, δε θα δεχτεί αυτή τη λύση ο αλβανικός σοβινισμός, που έχει πιστέψει ότι το Κόσσοβο είναι δικό του.
Αυτός ο τελευταίος λόγος είναι εκείνος για τον οποίο δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ καιρό ούτε η «τρίτη λύση», δηλαδή η σημερινή μεταβατική κατάσταση του διεθνούς προτεκτοράτου. Εκείνος που δεν ανέχεται καθόλου την κατάσταση του προτεκτοράτου είναι ο αλβανικός σοβινισμός, που η Δύση τον έκανε να πιστέψει ότι ο πόλεμος του 1999 του χάρισε το Κόσσοβο. Αυτός το λιγότερο που μπορεί να ανεχτεί από δω και μπρος είναι η απόσχιση και η ανεξαρτησία ως βήμα για την προσάρτηση του Κόσσοβου στην ονειροφαντασία της «Μεγάλης Αλβανίας».
Ήδη οι ακραίοι αλβανοί σοβινιστές ειδοποίησαν τους δυτικούς για το τι τους περιμένει αν μείνουν στην κατάσταση του προτεκτοράτου με το να καταγγείλουν ακόμα και το σχέδιο Αχτισάαρι, γιατί τάχα δε δίνει πλήρη ανεξαρτησία στο Κόσσοβο. Αυτή η καταγγελία έγινε με μια διαδήλωση που έγινε από το κίνημα «Αυτοδιάθεση» με επικεφαλής έναν Αλμπίν Κούρτι στις 10 του Φλεβάρη. Η διαδήλωση συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του ΟΗΕ και με την κοσσοβάρικη αστυνομία και υπήρξαν και δύο νεκροί διαδηλωτές. Αυτή η σύγκρουση αποδεικνύει ότι, όσο η ανεξαρτησία του Κόσσοβου δε θα έρχεται, οι αλβανοί σοβινιστές θα παίρνουν το πάνω χέρι και στην Αλβανία και στο Κόσσοβο. Και όλοι ξέρουν ότι σήμερα δεν υπάρχει σοβινισμός που δεν είναι αντιδυτικός και τελικά φιλορώσικος.
Τέλος, πέρα από τους αλβανούς σοβινιστές, την κατάσταση του διεθνούς προτεκτοράτου δεν τη θέλει, γιατί δεν την αντέχει για πολύ ακόμα, και η ίδια η Δύση, ιδιαίτερα η ΕΕ, που πληρώνει πολλά στο στρατιωτικό, διοικητικό και στο καθαρά οικονομικό επίπεδο και που κινδυνεύει να πληρώσει πολύ περισσότερα όσο οι εθνικοί ανταγωνισμοί θα οξύνονται στην επαρχία.
Αυτό το αδιέξοδο που περιγράψαμε δε σημαίνει αδιέξοδο για όλους, αλλά μόνο για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, που επιδιώκουν τη διατήρηση του σημερινού στάτους-κβο στα Βαλκάνια. Αντίθετα, για τους ανατολικούς ιμπεριαλιστές και φασίστες, που θέλουν να ανατρέψουν με πόλεμο το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο στάτους-κβο, καθώς και για τους βαλκάνιους σοβινιστές, που πάντα θέλουν μεγαλύτερες και φασιστικότερες τις χώρες τους, αυτή η αδιέξοδη κατάσταση είναι εξαιρετική και θα γίνεται τόσο εξαιρετικότερη όσο το πρόβλημα θα μένει άλυτο.
Ειδικά για τους ανατολικούς ιμπεριαλιστές το αδιέξοδο των δυτικών ιμπεριαλιστών είναι η δική τους διέξοδος, η δική τους λύση. Γι’ αυτούς, όταν μια οποιαδήποτε γεωγραφική οντότητα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε έτσι ούτε αλλιώς, δηλαδή ούτε ως ανεξάρτητο κράτος ούτε ως μέρος ενός άλλου κράτους, τότε διαμελίζεται, όχι νομικά, γιατί και αυτό θα ήταν μια κάποια λύση, αλλά ντε φάκτο. Με τον ντε φάκτο διαμελισμό του Κόσσοβου η Ρωσία βρίσκει τη λύση, ή μάλλον τη μη λύση, που της ταιριάζει, δηλαδή το πιο επώδυνο, το πιο μόνιμο και το πιο εκρηκτικό αδιέξοδο για την ειρήνη. Ο ντε φάκτο διαμελισμός του Κόσσοβου, όπως και ο ντε φάκτο (και μισο-ντε γιούρε) διαμελισμός της Βοσνίας, όπως και ο ντε φάκτο διαμελισμός της Μολδαβίας, του Αζερμπαϊτζάν, και της Γεωργίας, είναι βασικά δείγματα τέτοιων άδικων και εκρηκτικών διαμελιστικών αδιέξοδων. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πρώτος ντε φάκτο διαμελισμός κράτους στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, υπόδειγμα για όλους τους άλλους που ακολούθησαν και που θα ακολουθήσουν και βραδυφλεγής βόμβα για όλη τη δυτικοευρωπαϊκή ενότητα, είναι εκείνος της Κύπρου. Λίγοι ξέρουν ότι ήταν η ρώσικη διπλωματία (ως ΕΣΣΔ) που πιο καθαρά από κάθε άλλον υποστήριξε αυτό το διαμελισμό με την πρότασή της για διζωνική το 1965 και που περισσότερο από κάθε άλλον τον προκάλεσε, τελικά, με την ανοιχτή υποστήριξη της τούρκικης εισβολής το 1974.
Μια τέτοια διζωνική αλά Κύπρου προτείνει και σήμερα η Ρωσία για το Κόσσοβο, κλείνοντας έτσι το μάτι και στο σέρβικο και στον αλβανικό σοβινισμό. Επίσημα η Ρωσία δε μιλάει ποτέ για δύο κομμάτια του Κόσσοβου εθνικά ομογενοποιημένα, που το ένα θα ενωθεί με την Αλβανία και το άλλο με τη Σερβία. Επίσημα μιλάει μόνο για την εντελώς αδύνατη σήμερα «κοινά αποδεκτή λύση» από τη Σερβία και τους Αλβανούς του Κόσσοβου. Όμως για τους πραγματικούς ρώσικους στόχους μιλάνε οι άνθρωποί της στη Σερβία. Ο ένας, που παριστάνει το δυτικόφιλο, ο πρόεδρος Τάντιτς, ανακοίνωσε τη «λύση του» επίσημα από τη Μόσχα μετά από συνάντησή του με τον Πούτιν (Ελευθεροτυπία, 8/12/2005). Σύμφωνα μ’ αυτήν, το επίκεντρο του διαπραγματευτικού ενδιαφέροντος είναι η κατοχύρωση δύο «οντοτήτων», σέρβικης και αλβανικής. Η σέρβικη οντότητα, εξήγησε, «θα πρέπει να διαμορφωθεί σήμερα από τους δήμους του Κοσόβου στους οποίους υπερτερούν οι Σέρβοι, χωρίς να υπάρχει εδαφική σύνδεση ανάμεσά τους… Πρόκειται για την ανάγκη καθιέρωσης νέων ευθυνών στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της δικαιοσύνης και ασφάλειας για τη σέρβικη οντότητα, αλλά και την αποκατάσταση άμεσων θεσμικών δεσμών μεταξύ της σέρβικης οντότητας και του Βελιγραδίου». Όλα αυτά, βεβαίως, «εντός της εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας της χώρας (της Σερβίας) επί του Κοσσυφοπεδίου». Ο άλλος, ο ανοιχτός άνθρωπος της Ρωσίας στη Σερβία, ο Κοστουνίτσα, μιλάει ακόμα πιο καθαρά από τον Τάντιτς και ζητάει οι σέρβικες ζώνες να έχουν εδαφική σύνδεση μεταξύ τους, δηλαδή ζητάει διζωνικό διαμελισμό του Κόσσοβου (Μοντ, 26/11/2004). Εννοείται ότι αυτή η εθνική ομογενοποίηση και ο διαχωρισμός εντός του Κόσσοβου, για τα οποία μιλάνε οι δυο αυτοί απατεώνες, δε διευκολύνει τη μελλοντική παραμονή όλου του Κόσσοβου στην Σερβία, αλλά την απομακρύνει, αφού σπρώχνει παραπέρα τους αλβανούς κατοίκους του στο δικό τους κόσμο και στις δικές τους σοβινιστικές φαντασιώσεις.
Όσο για τους αλβανούς σοβινιστές, που έχουν ως προστάτη τους το ρωσόφιλο Φάτος Νάνο και τη φράξια του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, αυτοί δεν τολμάνε μέχρι σήμερα να μιλήσουν για διαμελισμό του Κόσσοβου και για την προσάρτηση του μεγαλύτερου αλβανικού κομματιού της επαρχίας στην Αλβανία, αφού υποτίθεται ότι διεκδικούν και περιμένουν την ανεξαρτησία ολόκληρου του εδάφους. Όμως το ότι θέλουν την προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους στην Αλβανία και όχι την ανεξαρτησία όλου του Κόσσοβου αποδεικνύεται από την πρακτική τους. Έτσι, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του διεθνούς προτεκτοράτου κάνουν ό,τι μπορούν για να διώξουν τους λίγους Σέρβους που απόμειναν στο Κόσσοβο σε διάσπαρτους θύλακες και να στείλουν τους υπόλοιπους στο βορρά, δηλαδή στις πιο συμπαγείς σέρβικες περιοχές, μακριά από τα όργανα της κοινής κοινοβουλευτικής εξουσίας, οπότε στην αγκαλιά της Σερβίας. Γι’ αυτό έχουν σφαγιάσει χωρίς λόγο τους σέρβους του Βορρά που θέλουν συνύπαρξη, όπως τον Ιβάν Γιόβοβιτς στο Γκοράσεβατς τον Αύγουστο του 2003 (Μοντ, 27/12/03) και άλλους αργότερα με μια σειρά δολοφονίες και καταστροφές σέρβικων περιουσιών, ιδιαίτερα το 2004, ύστερα από απαντήσεις-προβοκάτσιες από τη σέρβικη πλευρά.
Είναι γεγονός ότι απέναντι στη γραμμή του εθνοεκκαθαριστικού διαμελισμού που προωθούν στην πράξη ή και στα λόγια οι αλβανοί και οι σέρβοι σοβινιστές, μαζί και ο κοινός προστάτης τους, η νεοναζιστική Ρωσία, η σημερινή επίσημη γραμμή της Δύσης, που είναι η ανεξαρτησία κάτω από μεταβατική διεθνή επίβλεψη, είναι πιο προοδευτική. Γιατί αυτή η γραμμή προϋποθέτει το εθνικά πολυεθνικό Κόσσοβο με τους διαφορετικούς εθνικούς πληθυσμούς του διάσπαρτους μέσα σ’ αυτό. Αυτό όσο μπορούν να το κάνουν το κάνουν πραγματικά σήμερα οι πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ (MINUK και KFOR) που ελέγχουν το Κόσσοβο. Αλλά αυτή η γραμμή, όπως είπαμε, δεν έχει μέλλον, όσο τα δύο γειτονικά κράτη, η Σερβία και η Αλβανία, είναι επεκτατικά και όσο ο διεθνής προστάτης του επεκτατισμού τους έχει σήμερα τη στρατηγική πρωτοβουλία στον κόσμο. Έτσι, αυτό που από πρακτική άποψη έχει μέλλον στο Κόσσοβο είναι η διαμελιστική πολιτική, δηλαδή οι αιματηρές προβοκάτσιες, ο εθνοτικός διαχωρισμός, η εθνοκάθαρση και η ανάμιξη της νεοχιτλερικής διπλωματίας όχι μόνο στη Σερβία και στην Αλβανία, αλλά σε όλα τα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη. Η επέκταση της κοσσοβάρικης κρίσης είναι αναπόφευκτη, γιατί η διαμελιστική πανούκλα έχει ήδη αρχίσει και στη γειτονική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπου κυρίως ο αλβανικός σοβινισμός, αλλά και ο συμπληρωματικός του πολύ πιο αδύναμος βουλγάρικος σοβινισμός με τους πράκτορές τους προσπαθούν να διαλύσουν το νεαρό αυτό κράτος και να σπρώξουν τη μέχρι τώρα δημοκρατική και ευρωπαιόφιλη πλειοψηφική μακεδονική εθνότητα στα χέρια του νεοναζιστικού ορθόδοξου τόξου, δίπλα στη Σερβία και στην επίσημη Ελλάδα. Εννοείται ότι ακόμα πιο κοντά προς την Ευρώπη βρίσκεται η ανάφλεξη στη Βοσνία. Ήδη οι σέρβοι σοβινιστές απειλούν ότι, στην περίπτωση που θα ανεξαρτητοποιηθεί το Κόσσοβο, αυτοί θα προχωρήσουν σε ανεξαρτητοποίηση και σε προσάρτηση στη Σερβία του κατεχόμενου από τη Σερβία κομματιού της Βοσνίας, που επίσημα πια έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ ως «Σερβική Δημοκρατία».

Ποια είναι η δίκαιη και διαρκής λύση για το Κόσσοβο

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αργά ή γρήγορα θα κληθούν οι ευρωπαϊκοί λαοί να καθορίσουν μια δικιά τους στρατηγική για το ζήτημα του Κόσσοβου. Και για τους λαούς, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για τους φασίστες, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Μάλιστα είναι οι λαοί που τελικά δίνουν τις πιο μεγάλες, τις πιο δίκαιες και τις πιο διαρκείς λύσεις, πράγμα που ποτέ δεν μπορούν να πετύχουν οι φασίστες αφού η καθολική συντριβή τους είναι πάντα κοντά.
Μπαίνει λοιπόν τώρα για μας το ζήτημα: ποια είναι η δίκαιη και διαρκής λύση, ποια πρέπει να είναι η πρόταση των βαλκανικών λαών και ευρύτερα των ευρωπαϊκών για το Κόσσοβο; Για μας δηλαδή δεν μπαίνει ως θέμα αρχής, όπως για τους ιμπεριαλιστές, τι συμφέρει από την άποψη της σταθερότητας ή της αστάθειας, από την άποψη της διατήρησης του στάτους-κβο ή της ανατροπής του, αλλά ποια είναι η δίκαιη λύση, δηλαδή η αληθινά αντιιμπεριαλιστική και προοδευτική για τους λαούς λύση από παγκόσμια και τοπική άποψη. Αυτή η δίκαιη λύση δεν μπορεί παρά μέσα στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες να είναι και η πιο σταθερή. Αυτό σημαίνει να αναζητήσουμε μέσα στα γεγονότα, στα παλιότερα και τα σημερινά, τι σημαίνει δίκαιη λύση από θέση αρχής, και μετά να δούμε πώς μπορεί αυτή να επιβληθεί και με ποια βήματα κάτω από τους δοσμένους τοπικούς και παγκόσμιους συσχετισμούς. Το αν αυτά τα βήματα είναι πολεμικά ή ειρηνικά είναι το παράγωγο και όχι το ζητούμενο. Ο πολιτικός ρεαλισμός πρέπει να ιδωθεί κάτω από αρχές και όχι αντίστροφα. Γιατί τίποτα δεν είναι ρεαλιστικό αν δε στηρίζεται σε δημοκρατικές αρχές, και στην προκειμένη περίπτωση καμιά λύση για το Κόσσοβο δεν είναι λύση, αν δε στηρίζεται στις σύγχρονες αρχές της παγκόσμιας πάλης για την πολιτική δημοκρατία και την επανάσταση, αρχές που στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων παίρνουν σήμερα τη μορφή των αρχών της ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα σε κράτη και έθνη.
Το αληθινό πρόβλημα αρχής με το Κόσσοβο είναι αν πρέπει να δεχτεί κανείς την ανεξαρτησία του, που σημαίνει να αποδεχτεί στη συνέχεια την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης για τους κατοίκους του, οπότε πρακτικά την ένωσή του με την Αλβανία, ή αν πρέπει να δεχτεί την παραμονή του στη σημερινή Σερβία στα πλαίσια μιας εδαφικής αυτονομίας όπως ίσχυε πριν ξεκινήσει ο πόλεμος του 1999. Λέμε ότι αυτό είναι το δίλημμα αρχής, γιατί κανείς δημοκράτης δεν μπορεί να δεχτεί ως λύση σήμερα το διαμελισμό του Κόσσοβου και τη διπλή ένωσή του με τη Σερβία και την Αλβανία αντίστοιχα, που σημαίνει τη διπλή εθνοκάθαρση με ανταλλαγή πληθυσμών ή με εξόντωση των δύο εθνοτήτων στο κάθε ξεχωριστό τμήμα αυτού του διαμελισμού.
Κάθε δημοκράτης καταλαβαίνει ότι το πρώτο ενδεχόμενο, η παραμονή στη Σερβία σήμερα, δεν μπορεί ούτε να συζητηθεί από κανέναν κοσσοβάρο, όσο στη Σερβία θα κυριαρχούν οι φασίστες επεκτατιστές Κοστουνίτσα, Ντράσκοβιτς κτλ. και όσο οι γενοκτόνοι τύπου Μλάντιτς και Κάρατζιτς και οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους εθνοεκκαθαριστές του Κόσσοβου θα είναι εθνικοί ήρωες.
Αντίθετα, η λύση που φαίνεται απλή και δημοφιλής για πολλούς ανενημέρωτους δημοκράτες, εκτός από τους δυτικούς φιλελεύθερους, που θέλουν πάση θυσία την ησυχία των χρηματιστηρίων τους, είναι η ανεξαρτησία του Κόσσοβου, ακόμα και αν αυτή εξελιχθεί, και δεν μπορεί να μην εξελιχθεί, σε ένωση με την Αλβανία.
Θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε, πρώτον, ότι αυτή η δεύτερη είναι μια στρατηγικά άδικη λύση, γιατί -εκτός από τα άλλα- θα δώσει το μήνυμα στους επεκτατιστές κάθε λογής παντού στον κόσμο να αλληλοσφάξουν τους λαούς τους για να αλλάξουν τα μεταπολεμικά σύνορα.
Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι, ενώ η παραμονή του Κόσσοβου στη σημερινή Σερβία είναι άδικη και αδύνατη, είναι η μόνη δίκαιη λύση στρατηγικά. Δηλαδή η μόνη στρατηγική λύση είναι η ένωση του Κόσσοβου με μια πραγματικά δημοκρατική Σερβία στα πλαίσια μιας ομοσπονδίας, αλλά σε μια νέα κατάσταση ενότητας πολύ ανώτερη από τη μεταπολεμική.
Αυτή η λύση περνάει αναγκαστικά μέσα από έναν πόλεμο. Από έναν δημοκρατικό ευρωπαϊκό πόλεμο ενάντια στη Σερβία και από μια δραστήρια καταγγελία, ακόμα και από έναν δημοκρατικό ευρωπαϊκό πόλεμο με τον αλβανικό σοβινισμό. Όσο αυτά τα δύο πράγματα δε θα μπορούν να γίνουν από άποψη συσχετισμών, το καλύτερο για το Κόσσοβο και για όλη την ανθρωπότητα θα είναι να μένει αυτό -όσο είναι δυνατό- στη σημερινή ασταθή του κατάσταση του διεθνούς και βασικά του ευρωπαϊκού προτεκτοράτου. Όταν μιλάμε για δημοκρατικό ευρωπαϊκό πόλεμο, εννοούμε τον πόλεμο που μπορεί να δώσει μια αστική δημοκρατική Ευρώπη που έχει αποφασίσει να συγκρουστεί με το σοσιαλφασισμό, ή ακόμα και μια λαϊκή, δημοκρατική, στην ουσία σοσιαλιστική Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση πιστεύουμε ότι η δίκαιη λύση για το Κόσσοβο δεν είναι με σημερινούς όρους. Κάτι βαθύ πρέπει να αλλάξει στις διαθέσεις των λαών της Ηπείρου μας.

Γιατί λέμε όχι στην ανεξαρτησία του Κόσσοβου

Ας αναλύσουμε τη θέση μας ενάντια στην ανεξαρτησία, που από μια άποψη είναι και η πιο δύσκολα κατανοητή για τους πραγματικούς δημοκράτες. Το Κόσσοβο δεν πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί γιατί δεν πρέπει να ενωθεί με την Αλβανία. Μια ανεξαρτησία και ντε φάκτο ένωση του Κόσσοβου με την Αλβανία θα είναι η δεύτερη εδαφική επιβράβευση σοβινισμού-επεκτατισμού σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά από την απόσχιση, ανεξαρτησία και ντε φάκτο ένωση της λεγόμενης «Σέρβικης Δημοκρατίας», δηλαδή του εθνοκαθαρμένου τμήματος της Βοσνίας, με τη Σερβία. Αν μάλιστα εξετάσει κανείς βαθύτερα το ζήτημα, θα διαπιστώσει ότι ο αλβανικός σοβινισμός αποτελεί τον υποκινητή της αναβίωσης του σέρβικου επεκτατισμού, με το Κόσσοβο να είναι ο πυροκροτητής αυτής της αναβίωσης. Με αυτή την έννοια ο αλβανικός σοβινισμός-επεκτατισμός είναι ο κύριος τοπικός υπεύθυνος της βίαιης διάλυσης και του εθνικιστικού εκβαρβαρισμού όλης της Γιουγκοσλαβίας.
Το σοβινιστικό όνειρο της Μεγάλης Αλβανίας, που κεντρικό και μεγάλο του στόχο έχει την προσάρτηση του Κόσσοβου, ήταν και είναι η ανομολόγητη κινητήρια δύναμη της αλβανικής διπλωματίας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Θα ήταν δύσκολο σε πολλούς μαρξιστές-λενινιστές του 1970 να υποθέσουν ότι το καθεστώς Εμβέρ Χότζα εξαρτούσε όλες τις διεθνείς αναλύσεις και τις ατέλειωτες μαρξιστικοφανείς θεωρητικολογίες του και όλη τη διεθνή πολιτική του από τον ιερό σκοπό του: να αποσπάσει το Κόσσοβο από τη Σερβία και μετά από τη Γιουγκοσλαβία. Στην ουσία η αλβανική ήταν η πρώτη κρατική πολιτική στην Ευρώπη που έβαζε ζήτημα εδαφικής και συνοριακής αναθεώρησης μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο πάνω στα σύνορα που καθόρισε αυτός ο πόλεμος, αν και -απ’ όσο γνωρίζουμε- ποτέ δεν ομολόγησε ανοιχτά την πρόθεσή του να το κάνει. Όμως η πραχτική τους στο Κόσσοβο και η διεθνής τους πρακτική αποδεικνύει ότι για τους αλβανούς σοσιαλφασίστες το καθοδηγητικό νήμα της πολιτικής και της ιδεολογίας τους ήταν πάντα το ποιος ήταν αντίθετος με τον κεντρικό τους εχθρό, που ήταν η Σερβία και ευρύτερα η Γιουγκοσλαβία. Αφού ο Στάλιν συγκρούστηκε με τον Τίτο, είχαν κάθε λόγο να είναι σταλινικοί, αν και αμέσως μετά το 20ό Συνέδριο δε συγκρούστηκαν με την αντιτιτοϊκή τριάδα Σουσλόφ-Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ. Όταν η σοσιαλφασιστική κλίκα Χρουστσόφ σταθεροποίησε την εξουσία της και πλησίασε τον Τίτο, οι χοτζικοί έγιναν φανατικοί αντιχρουτσοφικοί, οπότε «ντούροι» σταλινικοί. Έτσι ακολούθησαν για δεκαετίες την από μαρξιστική άποψη αντιτιτοϊκή σοσιαλιστική Κίνα του Μάο Τσε Τούνγκ. Όταν όμως ο Μάο Τσε Τουνγκ και το ΚΚ Κίνας άρχισαν να πλησιάζουν την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία με την πολιτική του αντιυπερδυναμικού μετώπου με κύρια αιχμή ενάντια στο σοσιαλιμπεριαλισμό, το χοτζικό καθεστώς άλλαξε θέση. Περίμενε λοιπόν το θάνατο του Μάο, για να καταγγείλει ανοιχτά και αυτόν και τη θεωρία των τριών κόσμων, εξόντωσε τους φιλομαοϊκούς του ΚΚΑ (Μπαλούκου) και διακήρυξε την τροτσκιστική «αντικαπιταλιστική» αντιδυτική του γραμμή, που στην ουσία τον έφερε στο ίδιο μέτωπο με τους μπρεζνιεφικούς του Κρεμλίνου, ως την πτώση του ανύπαρκτου αλβανικού «σοσιαλισμού». Είναι πραγματικά καταπληκτικό το γεγονός ότι χρειάστηκε να επιστρατευτεί μια τόσο διεθνιστική φρασεολογία και μια τόσο επίπονη θεωρητικολογία, για να ντύσει έναν τόσο περιορισμένο εθνικιστικό στόχο, όπως είναι τα 10.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα του Κόσσοβου και μερικά άλλα μικρότερα κομμάτια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και στο Μαυροβούνι. Πρέπει ωστόσο μέσα σε αυτήν την προσποίηση να διαπιστώσουμε μια μεγάλη αλήθεια, ότι κανένα έδαφος δεν μπορεί σήμερα να διεκδικηθεί από ένα κράτος χωρίς αυτή η διεκδίκηση να έχει παγκόσμια επίπτωση, οπότε και το ίδιο το επεκτατικό κράτος να διαθέτει μια διεθνή γραμμή. Η στρατηγική της προσάρτησης του Κόσσοβου αποδείχτηκε τόσο δουλεμένη, ώστε με το τέλος του μπρεζνιεφικού, οπότε και του χοτζικού σοσιαλφασισμού, δεν ήρθε το τέλος της χοτζικής διπλωματίας, αλλά αυτή συνεχίστηκε σταθερή και απαράλλακτη στο σκοπό της και ακόμα πιο ευέλικτη στα μέσα της από την πιο σοσιαλφασιστική από τις φράξιες του διάδοχου Σοσιαλιστικού Κόμματος, εκείνη του Φάτος Νάνο. Αυτός δε δίστασε να αναβιώσει ανοιχτά την επονείδιστη παλαιοφασιστική γραμμή της Μεγάλης Αλβανίας.
Η αναθεωρητική γραμμή της Αλβανίας για την απόσχιση του Κόσσοβου από τη Σερβία φαίνεται σήμερα λογική, αφού τόσες Δημοκρατίες αποσχίστηκαν από την ενιαία Γιουγκοσλαβία και είχαν το δικαίωμα να το κάνουν. Έτσι πολλοί λένε ότι και το Κόσσοβο είχε το ίδιο δικαίωμα στον αποχωρισμό.
Αλλά αυτό καταρχάς δεν ισχύει με τη νομικο-συνταγματική έννοια, γιατί το Κόσσοβο δεν υπήρξε ποτέ μία από τις συστατικές ομόσπονδες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας. Υπήρξε συστατικό τμήμα του εδάφους μιας από τις Δημοκρατίες αυτές, που ήταν η Σερβία, και υπήρξε εκεί ως αυτόνομη περιοχή μόνο μετά το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα του 1974. Από τότε ήταν μια περιοχή με οικονομική και εσωτερική διοικητική αυτοδιοίκηση, αλλά όχι με το δικαίωμα της απόσχισης από τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, και ακόμα περισσότερο από τη Σερβία.
Αυτό το συνταγματικό καθεστώς βγήκε από τον αντιφασιστικό αγώνα όλων των λαών της Γιουγκοσλαβίας και όχι ως μια νομική παραξενιά, ούτε ως μια υποταγή όλων των γιουγκοσλάβων κομμουνιστών στους σέρβους συντρόφους τους της ΕΚΓ (Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας). Αμέσως μετά τον πόλεμο ο σέρβικος σοβινισμός ήταν νικημένος πιο πολύ από κάθε άλλον μέσα στη Γιουγκοσλαβία, γιατί είχε σταθεί ο πιο λυσσασμένος εχθρός του πολυεθνικού αντιναζιστικού αντάρτικου που κορμό του είχε το σέρβικο κομμουνιστικό αντάρτικο. Αν το Κόσσοβο πέρασε ασυζητητί στη Σερβία ήταν γιατί ο αλβανικός εθνικισμός -και κυρίως εκείνος των Κοσσοβάρων- είχε καταδικαστεί βαθιά στην αντιφασιστική συνείδηση των λαών της Γιουγκοσλαβίας. Και τούτο γιατί συνεργάστηκε με τον ιταλογερμανικό φασισμό, και μάλιστα επάνδρωσε μαζικά μια από τις πιο κανιβαλικές ναζιστικές ταξιαρχίες, την SS Division Scenderbeg, που έκανε εκτεταμένη δολοφονική εθνοκάθαρση του σέρβικου πληθυσμού στη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής του Κόσσοβου.
Απέναντι σ’ αυτό το κατοχικό μπλοκ εξουσίας ιταλογερμανών φασιστών και αλβανών εθνικιστών η μόνη δύναμη που υψώθηκε για να απελευθερώσει το Κόσσοβο ήταν το γιουγκοσλαβικό αντιφασιστικό αντάρτικο, που στην περιοχή αυτή επανδρώθηκε κύρια από σέρβους αντιφασίστες. Σ’ αυτό συμμετείχαν και αλβανοί κοσσοβάροι αντιφασίστες, με πιο επιφανή εκπρόσωπό τους τον Φαντίλ Χότζα, ηγέτη αργότερα της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών στο Κόσσοβο. Ήταν αυτές οι απελευθερωτικές δυνάμεις και αυτές οι περιστάσεις που έκαναν το Κόσσοβο τμήμα της Σερβίας και σαν τέτοιο μέρος της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Επρόκειτο για ανάλογες περιστάσεις μ’ αυτές που έκαναν τα σύνορα να είναι αυτά που είναι σε πολλές περιπτώσεις στη μεταπολεμική Ευρώπη και στον μετα-αποικιοκρατικό Τρίτο Κόσμο. Αυτά είναι τα κράτη και αυτά είναι τα σύνορά τους έτσι όπως βγήκαν μέσα από γιγαντιαίες ιστορικές στρατιωτικοπoλιτικές συγκρούσεις, και είναι στα πλαίσια αυτών των συνόρων που χτίστηκε στη συνέχεια η κρατική, πολιτική και οικονομική ζωή των λαών αυτών των κρατών, αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις. Πουθενά σχεδόν στον κόσμο τα σύνορα δε χωρίζουν με ακρίβεια ανάμεσά τους τα έθνη και τις εθνότητες. Και σε πολλά σημεία έγιναν αδικίες στη χάραξή τους. Και σχεδόν παντού η κυρίαρχη αστική τάξη ασκεί και εθνική καταπίεση στο εσωτερικό κάθε χώρας. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η απάντηση σε κάθε εθνική καταπίεση είναι η μονομερής απόσχιση μιας εθνότητας και η ίδρυση ενός νέου κρατίδιου ή η προσάρτηση σε ένα άλλο. Τέτοιου είδους αλλαγές και μεταφορές συνόρων υποκινούνται τις περισσότερες φορές από εθνικισμούς γειτονικών χωρών και τελικά από τους πιο επιθετικούς ιμπεριαλισμούς, που θέλουν αλλαγή του διεθνούς στάτους-κβο. Αλλά και εκεί που δεν υποκινούνται και είναι αποτέλεσμα μιας ανυπόφορης φασιστικής καταπίεσης, η απάντηση δεν πρέπει να είναι ο αποχωρισμός μιας εθνότητας, αλλά ο δημοκρατικός αγώνας για την αλλαγή του κεντρικού καθεστώτος σε συμμαχία με όλες τις καταπιεσμένες τάξεις του δοσμένου κράτους.
Αυτό δε σημαίνει ότι είναι θέμα δημοκρατικής αρχής να μην αλλάζουν ποτέ τα μεταπολεμικά κρατικά σύνορα. Γιατί αυτά μπορούν και πρέπει να αλλάζουν, όταν πρόκειται για ομόσπονδα κράτη μιας ομοσπονδίας που αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ένα δικαίωμα αποχωρισμού που είχαν από την αρχή της σύστασης του ομοσπονδιακού κοινού κράτους τους, όπως έγινε στη Γιουγκοσλαβία, στην Τσεχία και στην ΕΣΣΔ. Επίσης μπορούν και πρέπει να αλλάζουν εκεί που δεν ολοκληρώθηκε ο αντιαποικιακός αγώνας, όπως έγινε πρόσφατα με την ανεξαρτησία του Ανατολικού Τιμόρ. Λέμε ότι κάθε εθνότητα, δηλαδή κάθε εθνική μειονότητα, δεν έχει δικαίωμα στην απόσχιση, όμως το κάθε έθνος έχει.
Στο Κόσσοβο δεν είχαμε καμιά από τις προηγούμενες περιπτώσεις. Είναι γεγονός ότι υπήρξε και εκεί εθνική καταπίεση από τους σέρβους ρεβιζιονιστές, που, όπως κάθε άλλος ψευτοκομμουνιστής, δεν εγκατέλειψαν ποτέ το σοβινιστικό τους όνειρο, εν προκειμένω εκείνο της Μεγάλης Σερβίας. Έτσι, αξιοποιώντας την πάλη ενάντια στον αλβανικό σοβινισμό, προσπάθησαν να ελέγξουν και εθνικά το Κόσσοβο. Τη σέρβικη σοβινιστική γραμμή έβαλε στην πράξη ο ισχυρός στην τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία υπουργός εσωτερικών Ράνκοβιτς, που πραγματικά καταπίεσε εθνικά τους Κοσσοβάρους, πράγμα που αναγνώρισε αργότερα και το γιουγκοσλαβικό κόμμα, αν και ρεβιζιονιστικό πλέον, με αποτέλεσμα να τον διαγράψει το 1966. Από το 1974 το Κόσσοβο παίρνει το στάτους της αυτόνομης Δημοκρατίας και αποκτούν μέσα σ’ αυτήν μια ηγεμονική πολιτική οι αλβανοί Κοσσοβάροι στελέχη της ΕΓΚ που έχουν επικεφαλής τους τον Φαντίλ Χότζα. Την περίοδο αυτή φτιάχνεται το αλβανικό πανεπιστήμιο της Πρίστινα και αρχίζουν να χρησιμοποιούνται και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης σχολικά εγχειρίδια τυπωμένα στην Αλβανία. Ταυτόχρονα δίνονται από τον κεντρικό γιουγκοσλαβικό προϋπολογισμό αλληλοβοήθειας τεράστια κεφάλαια για την ανάπτυξη του Κόσσοβου, τα περισσότερα από όσα σε κάθε ομόσπονδη δημοκρατία.
Αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως όταν μια εθνική καταπίεση κρύβει μια άλλη, έρχεται η ώρα που τελικά και η δεύτερη θα βγει στην επιφάνεια. Από το 1968 και μετά, ιδιαίτερα μετά το 1974, αποκαλύπτεται το κρυμμένο σχέδιο του αλβανικού σοβινισμού για το Κόσσοβο. Μέσα από το δημοκρατικό άνοιγμα του 1970 πέρασε αρκετά γρήγορα μέσα σε μέρος της κοσσοβάρικης ιντελιγκέντσιας το σοβινιστικό δηλητήριο που έριξε το χοτζικό καθεστώς. Έτσι από το ’68 κιόλας άρχισε χωρίς κανένα λόγο η καταπίεση του σέρβικου πληθυσμού από την πλειοψηφική αλβανική εθνότητα. Χιλιάδες σέρβοι, απλοί άνθρωποι, αναγκάζονται να φύγουν από τη χώρα.
Στα 1981 έγινε μαζική αλβανική εξέγερση στο Κόσσοβο, που ζήτησε τον αποχωρισμό από τη Σερβία και σηκώνει τα πορτρέτα του Εμβέρ Χότζα. Αυτήν την εξέγερση την καταδίκασαν ως αντιδραστική οι Αλβανοί ηγετικά στελέχη του κόμματος της ΕΚΓ (Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών) στο Κόσσοβο, ανάμεσά τους και ο Φαντίλ Χόντζα. Τα Τίρανα και ο ίδιος ο Εμβέρ Χόντζα ονόμασαν τότε τα ηγετικά στελέχη των κοσσοβάρων αλβανών μελών της ΕΚΓ που δε θέλανε την απόσχιση «σκυλιά των σέρβων» (στοιχεία από τη γενικά πολύ αξιόπιστη Wikipedia). Μετά την αντιδραστική αυτή εξέγερση, που δε νικάει ακριβώς εξαιτίας της αντίστασης της μεγάλης μάζας αυτών των αλβανών αντιεθνικιστών, ο αλβανικός σοβινισμός λυσσάει και αποκτηνώνεται εντελώς. Αρχίζει η εθνοκάθαρση των σέρβων κοσσοβάρων. Αυτή γίνεται με βιασμούς, καθημερινούς ξυλοδαρμούς και λιθοβολισμούς, κάψιμο χωραφιών, σκότωμα ζώων, επίθεση σε καλόγριες, βεβήλωση σέρβικων νεκροταφείων κ.ά.* Αυτά γίνονται πολύ πριν αρχίσει οποιαδήποτε αντιαλβανική σέρβικη εθνοκάθαρση, και πριν οποιαδήποτε θέση για Μεγάλη Σερβία εμφανιστεί μέσα στη Σερβία και μέσα στο σέρβικο τμήμα της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών. Από το 1981 ως τα 1987 25.000 σέρβοι αναγκάζονται να φύγουν από το Κόσσοβο. Από το 1971 μέχρι το 1981 η αναλογία του αλβανικού πληθυσμού αλλάζει από 73,7% σε 80%, μέχρι το 1998 να γίνει 90%.
Αυτό που μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τα παραπάνω είναι ότι το «ανεξάρτητο Κόσσοβο» σήμαινε ιστορικά ένα πράγμα: εθνοκάθαρση κατά των Σέρβων. Και ήταν φυσικό που ο ηγέτης αυτού του κινήματος ήταν ο σοβινισμός και ο σοσιαλφασισμός, ο οποίος κινούσε μετά τον πόλεμο το παλιό σχέδιο της Μεγάλης Αλβανίας και όχι κάποια εσωτερική εθνικοαπελευθερωτική δύναμη ενός καταπιεσμένου από τη Σερβία Κόσσοβου.
Η σύντομη ιστορία της Γιουγκοσλαβίας απέδειξε ότι αυτό το νέο ομοσπονδιακό κράτος μπόρεσε να υποτάξει και να τιμωρήσει το σέρβικο σοβινισμό στο Κόσσοβο αφού, όπως είπαμε, διέγραψε τον Ράνκοβιτς και αναθεώρησε το Γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα για τους Κοσσοβάρους. Εκείνο που δεν μπόρεσε να κάνει ήταν να νικήσει τον αλβανικό σοβινισμό που είχε κέντρο την Αλβανία. Έτσι ο αλβανικός σοβινισμός όχι μόνο συνεισέφερε καίρια στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά είναι ο βαθύτερος υπεύθυνος για το ότι τη διέλυσε με αίμα. Είναι υπεύθυνος γιατί αυτός ξύπνησε και απελευθέρωσε το σέρβικο σοβινισμό από το γιουγκοσλαβικό κλουβί στο οποίο τον είχε κλείσει ο αντιφασιστικός και λαϊκοαπελευθερωτικός αγώνας των γιουγκοσλαβικών εθνών και εθνοτήτων. Στην ουσία έφερε στο φως ένα νέο σέρβικο σοβινισμό, παιδί μιας νέας βάρβαρης νεοχιτλερικής έκδοσης του ιμπεριαλισμού. Μόνο ένα τέρας μπορούσε να γεννήσει ένα άλλο τέρας.
Το νέο τέρας γεννήθηκε και τράφηκε λοιπόν από τους διωγμούς των Σέρβων του Κόσσοβου. Αυτοί ζήτησαν βοήθεια από το Βελιγράδι, για να σταματήσει τα βάσανά τους. Έτσι έδωσαν το πρόσχημα στο σοβινιστή Μιλόσεβιτς να επικρατήσει μέσα στο σέρβικο τμήμα της ΕΓΚ κηρύσσοντας τον ιδεολογικό πόλεμο για την ανάκτηση του Κόσσοβου. Στο βάθος την ευκαιρία γι’ αυτήν την ηγεμονία του σοβινισμού μέσα στη Σερβία του την έδωσε η αδυναμία του ομοσπονδιακού κεντρικού κράτους να βοηθήσει εκείνο τους Σέρβους του Κόσσοβου. Αυτό οφείλεται, στο βάθος, στις φυγόκεντρες διαλυτικές εθνικιστικές τάσεις που ήδη ανέβαιναν σε κάθε Δημοκρατία ξεχωριστά. Η αστική τάξη νέου τύπου της Γιουγκοσλαβίας έφταιξε συνολικά για τη διάλυση αυτής της χώρας, αλλά για τη βίαιη και πρόωρη διάλυσή της έφταιξε η σοσιαλφασιστική αστική τάξη της Σερβίας και πίσω από αυτήν, ως καταλύτης δρώντας, η ομόλογή της αλβανική.

Από την «αντιγραφειοκρατική επανάσταση» στην προβοκάτσια στο Ρατσάκ

Ο Μιλόσεβιτς, αφού πήρε την εξουσία στη Σερβία στα 1987, ξεκίνησε στα 1988 την περίφημη «αντιγραφειοκρατική επανάσταση», για να ελέγξει τη Βοϊβοντίνα, το Μαυροβούνι και κυρίως το Κόσσοβο. Η Σερβία πήρε πίσω τις δημοκρατικές κατακτήσεις των Κοσσοβάρων το 1989 και προσάρτησε την επαρχία στη Σερβία με τον παλιό μεγαλοσέρβικο τρόπο. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής το καθεστώς Μιλόσεβιτς συνέλαβε και πέρασε σε δίκη τον τελευταίο μη αλβανό εθνικιστή ηγέτη του Κόσσοβου, τον Ατζέμ Βλάσι, πρώην πρόεδρο της Ένωσης Κομμουνιστών Κοσσυφοπεδίου και πρώην πρόεδρο της γιουγοσλαβικής Νεολαίας. Στη θέση του Βλάσι τοποθετήθηκαν υποτακτικοί της Σερβίας. Ο αλβανικός σοβινισμός, που είχε φέρει με την εθνοκάθαρση το σέρβικο πληθυσμό του Κόσσοβου στο ποσοστό του 10%, είχε πια αποκτήσει, με την ωμή σέρβικη καταπίεση, το πολυπόθητο άλλοθί του για να απαιτεί την απόσχιση από τη Σερβία.
Το χειρότερο ήταν ότι μετά τη σέρβικη μισοκατοχή του Κόσσοβου ήταν δεδομένο και το τέλος της Γιουγκοσλαβίας. Η κυριαρχία του Μιλόσεβιτς στη Σερβία και στην Ένωση Κομμουνιστών της Σερβίας (ΕΚΣ) μετατράπηκε γρήγορα σε απόπειρα κυριαρχίας πάνω στην ΕΓΚ (Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών) και, μέσω αυτής, σε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Οι άλλες Δημοκρατίες και οι Ενώσεις τους, τμήματα της ΕΓΚ, αντιστέκονται σ’ αυτήν την κυριαρχία. Αλλά αφού αυτές οι αντιστάσεις είναι αστικές εθνικοδημοκρατικές και όχι ταξικές- διεθνιστικές, διαλύεται το 1990 η ΕΓΚ και αυτόματα η Γιουγκοσλαβία, που μόνο χάρη στην ενότητα της ΕΓΚ μπορούσε να υπάρχει. Έτσι, σε σύγκρουση με το σέρβικο σοβινισμό έρχονται στην εξουσία στις ξεχωριστές δημοκρατίες είτε οι αστοί δημοκράτες (Σλοβενία, Δημοκρατία της Μακεδονίας, Βοσνία) είτε οι εθνικοφασίστες (Κροατία, Μαυροβούνι).
Η υπόθεση της διάλυσης θα μπορούσε να σταματήσει κάπου εδώ και μια σειρά ανεξάρτητα κράτη να βγουν αναίμακτα μέσα από το κοινό ομοσπονδιακό κράτος, όπως έγινε στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, όπου η δημοκρατική Τσεχία δεν έβαλε κανένα εμπόδιο στον αποχωρισμό της Σλοβακίας. Αυτή η κατάσταση θα οδηγούσε σε μια μακριά σερβο-αλβανική σύγκρουση για το Κόσοβο, αλλά όχι στο μεγάλο κανιβαλισμό στη Βοσνία και στην Κροατία. Γι’ αυτήν την ποιοτική αλλαγή υπεύθυνος είναι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, που, όπως πάντα, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση κινήθηκε μέσω πρακτόρων. Οι βασικότεροι από αυτούς ήταν και είναι ακόμα οι Ντράσκοβιτς και Κοστουνίτσα. Αυτοί αναβίωσαν πρακτικά το όνειρο της Μεγάλης Σερβίας. Ο πρώτος μάλιστα, σήμερα υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας, έκανε την κρίσιμη πολιτική κίνηση: Έστησε πάνω στην εθνικιστική έξαρση του ’89-’90 το εθνορατσιστικό κόμμα της «Σέρβικης Λαϊκής Αναγέννησης», που έσυρε όλο το σέρβικο σοβινισμό και τελικά τον ίδιο το Μιλόσεβιτς στο τυχοδιωκτικό όνειρο της Μεγάλης Σερβίας, δηλαδή στην εθνοκάθαρση, στο διαμελισμό και στην προσάρτηση της μισής Βοσνίας. Την ίδια μέθοδο χρησιμοποίησε και για το διαμελισμό της Κροατίας, αλλά εκεί νικήθηκε. Είναι η Ρωσία ο εμπνευστής και νονός της εθνοκάθαρσης-διαμελισμού της Βοσνίας, στον οποίο έκανε ένοχο και συμμέτοχο τον κροάτικο σοβινισμό. Είναι η Ρωσία που στηρίζει ακόμα αυτά τα καθάρματα, που με τη σειρά τους προστατεύουν τους επίσης φίλους της Ρωσίας εγκληματίες πολέμου Κάρατζιτς και Μλάντιτς.
Αλλά οι ρώσικες μηχανορραφίες δε σταμάτησαν εδώ. Δεν τους έφτανε που διαμέλισαν τη Βοσνία, αποκτήνωσαν τη Σερβία και διέφθειραν την Κροατία. Θέλησαν τελικά να δώσουν ένα θανατερό χτύπημα και στον ίδιο το σέρβικο εθνικισμό, για να τον εξαρτήσουν ολοκληρωτικά και ταυτόχρονα να ξεσηκώσουν ξανά τον αλβανικό σοβινισμό, που, όπως είπαμε, εκφραζόταν από τη φιλική τους φράξια του Φάτος Νάνο. Αυτός ο σοβινισμός είχε δεχτεί ένα στρατηγικό χτύπημα με τη σέρβικη κατοχή στο Κόσσοβο, που οδήγησε σε χρεωκοπία τη στρατηγική της αλβανικής εθνοκάθαρσης.
Έχουμε κάθε λόγο να συμπεραίνουμε από την πολιτική ανάλυση ότι είναι η ρώσικη διπλωματία που, σε συνεργασία με τον πράκτορά της Κλίντον, τον Πάλμερστον** του 20ού αιώνα, αναθέρμανε την κοσσοβάρικη κρίση μετά τη συμφωνία του Ντέιτον, που κατοχύρωνε το διαμελισμό της Βοσνίας. Δεν ήταν δυνατόν να μην κάνει καμιά ένοπλη κίνηση από μόνος του ο αλβανικός-κοσσοβάρικος σοβινισμός εναντίον της σέρβικης κατοχής του Κόσσοβου όσο η Σερβία ήταν στρατιωτικά τελματωμένη και πολιτικά παγκόσμια απομονωμένη στην Κροατία και Βοσνία από τα 1990 ως τα 1995, και να ξεκινήσει το αντάρτικο του UCK μόνο μετά τη συμφωνία του Ντέιτον το 1995, δηλαδή μόλις η Σερβία απαγκιστρώθηκε από αυτά τα δύο πολιτικοστρατιωτικά μέτωπα. Η αντισέρβικη αντίσταση στο Κόσσοβο δεν ξεκίνησε το 1990, γιατί, αν ξεκινούσε το 1990, θα ήταν αντικειμενικά σύμμαχος -και πολιτικά και στρατιωτικά- της βοσνιακής και της κροάτικης αντίστασης και θα έφερνε αντικειμενικά και τη Σερβία και τη ρώσικη διπλωματία σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς θα προωθούσε τον όποιο ανεξαρτησιακό αγώνα του ίδιου του Κόσσοβου με τη στήριξη στις δικές του δυνάμεις. Αυτό ακριβώς είναι που δεν ήθελε η συμμορία Φάτος Νάνο, που έστησε τον UCK μόλις τέλειωσε ο σερβοβοσνιακός και σερβοκροάτικος πόλεμος το 1995.
Κυρίως όμως δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι δεν ήταν υποκινούμενη από ανθρώπους της Ρωσίας η σφαγή από το σέρβικο στρατό των 17 αμάχων στο κοσσοβάρικο χωριό Ρατσάκ το 1999. Αυτή η σφαγή έδωσε την αφορμή στον Κλίντον να ξεκινήσει τον άδικο όσο και βλακώδη για τη Δύση νατοϊκό πόλεμο ενάντια στη Σερβία. Προηγούμενα το 1997 με το αντιδραστικό «κίνημα-πραξικόπημα κατά των πυραμίδων» ο Φάτος Νάνο με τη βοήθεια του ανθρώπου του Κλίντον Τένετ και της Ελλάδας είχε κατεβάσει από την εξουσία το δυτικόφιλο Σαλί Μπερίσα. Έτσι ο ίδιος Κλίντον, που εμπόδισε για 5 ολόκληρα χρόνια τις ευρωπαϊκές χώρες να επέμβουν δίκαια και νόμιμα ενάντια στην εισβολή της Σερβίας σε μια ανεξάρτητη χώρα, τη Βοσνία, και ενάντια στην εθνοκάθαρση εκατομμυρίων βόσνιων μουσουλμάνων, επενέβαινε ωμά υπέρ του αλβανικού σοβινισμού στο Κόσσοβο με κύριο πρόσχημα τους 17 άμαχους νεκρούς του Ρατσάκ. Ήταν αδύνατο να είναι ο Μιλόσεβιτς αυτός που διέταξε τη σφαγή στο Ρατσάκ, την ώρα που ήταν εντελώς απομονωμένος πολιτικά και εξωτερικά και εσωτερικά και την ώρα που είχε συμφωνήσει να εγκατασταθούν παρατηρητές στο Κόσσοβο από τον ΟΗΕ, για να εξασφαλίσουν ότι δε θα υπάρχει καμιά καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη σύγκρουση του σέρβικου στρατού με τον UCK.
H αμερικανονατοϊκή επίθεση στη Σερβία είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να ρίξει το καθεστώς Μιλόσεβιτς και να φέρει στην εξουσία τους Κοστουνίτσα και Ντράσκοβιτς, δηλαδή τους ρωσόδουλους, που πέτυχαν το στόχο τους πατώντας στις πλάτες των δυτικόφιλων μισοδημοκρατών τύπου Τζίντζιτς. Αυτοί συμμάχησαν με τους Ντράσκοβιτς-Κοστουνίτσα στα πλαίσια της διαβρωμένης από την αρχή «εξέγερσης του Βελιγραδίου», για να πάρουν μερτικό στο μετα-μιλόσεβιτς μπλοκ εξουσίας. Αργότερα έχασαν αυτό το μερτικό με τη δολοφονία του Τζίντζιτς από τους μπράβους του Κοστουνίτσα (Μοντ, 30/4/2003). Έτσι έμεινε πια η Ρωσία κυρίαρχη της Σερβίας χάρη στους σοβινιστές εγκληματίες, τους οποίους ανοιχτά προστατεύει, και στους ψευτοευρωπαίους τύπου Τάντιτς, τους οποίους από το παρασκήνιο καθοδηγεί.
Το δεύτερο αποτέλεσμα της αμερικανονατοϊκής επίθεσης του 1999 ήταν η ενίσχυση του αλβανικού σοβινισμού και η ντεφάκτο απόσχιση του Κόσσοβου, που τη βοήθησε η εθνοκάθαρση των κοσσοβάρων αλβανών από το καθεστώς Μιλόσεβιτς πάνω στον πόλεμο. Έτσι φτάσαμε στο σημερινό καθεστώς του διεθνούς προτεκτοράτου για το Κόσσοβο, όπου το αλβανικό κομμάτι του βρίσκεται στα χέρια των αλβανών σοβινιστών που είναι δεμένοι με τη σοσιαλφασιστική φράξια Νάνο και ήδη συγκρούονται με τη Δύση, και όπου το σέρβικο κομμάτι του βρίσκεται στα χέρια των σέρβων σοβινιστών, που έχουν γίνει πια σκυλάκια του Κρεμλίνου, ενώ το αεροδρόμιο της Πρίστινα, δηλαδή η εναέρια επικοινωνία της πρωτεύουσας, βρίσκεται απευθείας στα χέρια του ρώσικου στρατού.

Πρώτα δημοκρατική Σερβία και μετά ένα δημοκρατικό Κόσσοβο μέσα σ’ αυτήν

Κάναμε αυτή την αρκετά διεξοδική ιστορική αναφορά, για να αποδείξουμε ότι το διεθνές καθεστώς του Κόσσοβου δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από το συνολικό γιουγκοσλαβικό πόλεμο και ότι κάθε δίκαιη λύση σ’ αυτό το ζήτημα προϋποθέτει επανόρθωση των βασικών αδικιών που προκάλεσε αυτός ο πόλεμος. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι λύση για το Κόσσοβο καθετί που επιβραβεύει τους δύο σοβινισμούς που τον προκάλεσαν, τον αλβανικό προβοκατόρικο σοβινισμό και τον κανιβαλικό σέρβικο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμείς λέμε το αντίθετο ακριβώς από αυτό που λέει η Ρωσία, δηλαδή ότι η λύση στο Κόσσοβο είναι εκείνο στο οποίο θα συμφωνήσουν η σημερινή Σερβία και Αλβανία. Εμείς λέμε ότι κάθε δίκαιη λύση στο Κόσσοβο θα είναι κάποια με την οποία θα διαφωνήσουν οι κυρίαρχες δυνάμεις και στη Σερβία και στην Αλβανία. Αυτή η λύση είναι «ένα δημοκρατικό Κόσσοβο μέσα σε μια δημοκρατική Σερβία», λύση που στην ουσία είναι δυνατή μόνο με μια νέα στρατηγική ήττα και των δύο σοβινισμών μετά από εκείνη στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή η θέση μας είναι σε σύγκρουση και με τη θέση της ΕΕ και των ΗΠΑ, που προσπαθούν να επιβάλουν μια λύση που θα χτυπάει το σέρβικο σοβινισμό στο Κόσσοβο, αλλά θα επιβραβεύει τον αλβανικό σοβινισμό στο Κόσσοβο και το σέρβικο στη Βοσνία.
Η πρώτη στρατηγική ήττα πρέπει να είναι εκείνου του σοβινισμού που σήμερα και στη βάση μιας κτηνώδους λογικής και πρακτικής παραβιάζει κάθε αρχή εθνικής ανεξαρτησίας και κρατικής κυριαρχίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δηλαδή του σέρβικου στη Βοσνία. Αυτό σημαίνει πρώτα επανόρθωση της αδικίας στη Βοσνία με κατάργηση της «Σέρβικης Δημοκρατίας» ως εθνοκαθαρμένης περιοχής και μετά ένταξη αυτής της περιοχής στο κράτος της Βοσνίας. Το πρώτο βήμα για την επανόρθωση αυτής της αδικίας είναι η επιστροφή όλων των βόσνιων μουσουλμάνων προσφύγων στα σπίτια τους στη «Σέρβικη Δημοκρατία». Αυτό το ζητάει η ΕΕ, αλλά ούτε καν σκέπτεται να το επιβάλει, γιατί ξέρει ότι σημαίνει πόλεμο με τη σημερινή φασιστική Σερβία, που εμποδίζει με κάθε τρόπο αυτήν την επιστροφή. Αυτός ωστόσο θα είναι ένας δίκαιος και δημοκρατικός πόλεμος που είναι υποχρεωμένοι να απαιτήσουν τώρα από τις κυβερνήσεις τους οι ευρωπαϊκοί λαοί, αν δε θέλουν μεθαύριο να δουν το ρώσικο στρατό στη Βιέννη, στη Βαρσοβία και στο Βερολίνο. Μόνο ένας τέτοιος πόλεμος θα μπορεί να τσακίσει για τα καλά τον ήδη κλονισμένο σέρβικο σοβινισμό και να ανοίξει το δρόμο για μια πραγματικά δημοκρατική Σερβία. Μόνο έτσι οι νεοναζί του Κοστουνίτσα, του Ντράσκοβιτς και του Σέσελι θα τιμωρηθούν για τα καλά και δε θα χαϊδευτούν από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που εκπροσωπεί κυρίως τη δικαιοσύνη των δυτικοευρωπαϊκών μονοπωλίων και ελάχιστα των λαών.
Μόνο λοιπόν αφού η διεθνής κοινότητα επανορθώσει τη μεγάλη αδικία στη Βοσνία και τσακίσει το σοβινισμό που την προκάλεσε μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη στο Κόσσοβο τσακίζοντας και τον αλβανικό σοβινισμό. Για να μπει αυτός ο δεύτερος στο κλουβί του δε χρειάζεται κανένας ευρωπαϊκός πόλεμος. Χρειάζεται μόνο η Ευρώπη να δεχτεί ότι το Κόσσοβο θα έχει τη δημοκρατική αυτοδιοίκησή του μέσα σε μια δημοκρατική Σερβία, που σημαίνει ότι ποτέ ξανά οι κοσσοβάροι αλβανοί δε θα καταπιεστούν, αλλά και ποτέ δε θα καταπιέσουν τους σέρβους του Κόσσοβου, αφού πάντα θα υπάρχει μέσα σε αυτό και ένα τμήμα του σέρβικου ομοσπονδιακού στρατού. Ο αλβανικός σοβινισμός ήταν εξαιτίας του όγκου του και της ιστορίας του πάντα θρασύδειλος και ποτέ δεν κινήθηκε χωρίς γερές ιμπεριαλιστικές πλάτες.
Αυτή είναι για μας η μόνη λύση για το Κόσσοβο. Σ’ αυτούς που θα πουν ότι αυτή η λύση πάσχει από πολιτικό ρεαλισμό θα απαντήσουμε ότι στο σημερινό πρακτικό αδιέξοδο μας έχει φέρει ο δυτικός ιμπεριαλιστικός ρεαλισμός του «θεραπεύω τις πληγές από τα σαρκοβόρα με πλαστικές του δέρματος». Εκεί μας έχουν οδηγήσει οι χειρούργοι τύπου Ντέιτον, οι χειρούργοι τύπου Αχτισάαρι και οι χειρούργοι τύπου “Διεθνής Διάσκεψη για το Αφγανιστάν” και “Κουαρτέτο για το Παλαιστινιακό”. Η μέθοδός τους είναι η εξής: Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να καλύψουμε όπως-όπως τις πληγές του θύματος και να καθησυχάσουμε το θύτη, γιατί θέλουμε να συνεχίσουμε τις μπίζνες μας όπως πάντα, ιδιαίτερα τις μπίζνες μαζί του. Ο δικός μας ρεαλισμός, ο ρεαλισμός των λαών, λέει: Κόψε τη φόρα του κτήνους τώρα, πριν το παχύνει περισσότερο το νέο αίμα που αναπόφευκτα θα δοκιμάσει, αν υποκύψουμε σε αυτό.
Αυτός ο ρεαλισμός επιβάλλει στους λαούς να εναντιωθούν από τώρα και στους δυτικούς ιμπεριαλιστές, αλλά με έναν άλλο τρόπο από εκείνον με τον οποίον αντιστέκονται στους ανατολικούς. Οι δεύτεροι είναι ο σημερινός κύριος εχθρός και εναντίον του πρέπει να στραφούν τα κύρια πυρά των λαών. Οι πρώτοι πρέπει να βάλλονται σε όσο βαθμό συνεργάζονται με τον κύριο εχθρό, και κυρίως σε όσο βαθμό, ως ιμπεριαλιστές που είναι, καταπιέζουν οικονομικά και πολιτικά τους λαούς και τα κράτη του Τρίτου Κόσμου, που είναι ο κύριος παράγοντας αντίστασης της ανθρωπότητας στον κύριο εχθρό. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές θα γίνουν κύριος εχθρός, αν υπάρχουν ως τέτοιοι, όταν οι λαοί τελειώσουν με τους ανατολικούς ιμπεριαλισμούς στο νέο παγκόσμιο μεγάλο πόλεμο που έρχεται και που πολύ δύσκολα θα αποφύγουμε, αν δεν ξεσπάσει μια λαϊκή και δημοκρατική επανάσταση στην Κίνα, τον αδύνατο κρίκο του σοσιαλιμπεριαλιστικού και τελικά όλου του ιμπεριαλιστικού κόσμου.

* Από το πολύ καλό βιβλίο του Χατζηπροδρομίδη «Γιουγκοσλαβία. Η έκρηξη του εθνικισμού», (Αθήνα 1991, εκδόσεις Παρασκήνιο).
** Ο Πάλμερστον ήταν υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας που ο Μαρξ τον είχε χαρακτηρίσει, σε σύγκρουση με τους πάντες, πράκτορα της Ρωσίας.