ΟΜΟΛΟΓΑ: ΤΟ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΝΟΧΟ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗ ΚΑΙ ΕΝΟΧΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΥΣ ΤΟΥ

Είχαμε γράψει στο προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής ότι το αληθινό σκάνδαλο με τα ομόλογα είναι η ληστεία των ταμείων από το κράτος. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να καταπατηθεί και να παραβιαστεί κάθε αρχή που διέπει τους όρους μιας καθαρής αγοράς σε ένα καπιταλιστικό κράτος. Αυτό αποκαλύφθηκε ιδιαίτερα με την επιστροφή του κεφαλαίου και των προμηθειών από την JP Morgan. Εκτιμήσαμε επίσης ότι στόχος της εκκαθαριστικής επιχείρησης που ξεκίνησε δεν ήταν να τιμωρηθεί ο πραγματικός ένοχος, που είναι ο υπουργός Οικονομικών και ο πρωθυπουργός, αλλά άνθρωποι που εκτελούσαν εντολές τους, ώστε τελικά να περάσει ο έλεγχος των ταμείων στο τετρακομματικό συντονιστικό κορυφής, που σε τελική ανάλυση έχει ως πολιτική του την πολιτική του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ.
Στην περίπτωση της JP Morgan ο υπουργός Οικονομικών λειτούργησε σα ληστής και σαν προβοκάτορας. Όπως γράψαμε και σε προηγούμενο άρθρο μας αυτό που προκύπτει από τα στοιχεία της υπόθεσης είναι ότι το Δημόσιο πληρώθηκε ακέραια το ποσό των 280 εκ ευρώ από την τράπεζα και μάλιστα με ένα πολύ μικρό επιτόκιο, δηλαδή κέρδισε αρκετά εκατομμύρια ευρώ από αυτήν την πράξη γιατί ο δανεισμός έγινε με όρους προνομιακούς σε σχέση με ότι συνηθίζεται στη διεθνή αγορά. Στη συνέχεια πούλησε σε τρίτους πιο ακριβά το ομόλογο που εξόφλησε στο ελληνικό δημόσιο, και αυτοί οι τρίτοι το πούλησαν πιο ακριβά στα Ταμεία, αλλά αυτές όλες οι αγοραπωλησίες δεν έγιναν, με όρους «προσφοράς και ζήτησης» δηλαδή με όρους αγοράς, αλλά με όρους αδιαφάνειας και αποκλειστικής συνεννόησης με το ελληνικό κράτος. Αυτό που έγινε ήταν ότι το κράτος αγόρασε εξαιρετικά φτηνό χρήμα από την JP Morgan. Αλλά αυτή έβγαλε τη χασούρα συν κάποιο κέρδος με το να πουλήσει σε τρίτους και αυτοί οι τρίτοι να πουλήσουν πάλι με κάποιο κέρδος στα Ταμεία τα ομόλογα. Το θέμα είναι ότι τα πούλησαν πιο ακριβά από τη διεθνή αγορά ακριβώς για να βγάλουν τα λεφτά, και με κέρδος που πούλησαν φτηνά στο ελληνικό κράτος.
Η εμπλοκή της τράπεζας σ’ αυτό το ελληνικό σκάνδαλο έβλαψε τη φήμη της σε διεθνές επίπεδο και την έβαλε στο μικροσκόπιο των διεθνών επιτροπών κεφαλαιαγοράς (της βρετανικής και της αμερικάνικης), που διαπίστωσαν ότι παραβιάστηκε ο ανταγωνισμός με την αρχική συμφωνία χαμηλού τοκισμού της τράπεζας με το υπουργείο.
Με την πλάτη στον τοίχο η JP Morgan πρότεινε στο Δημόσιο την αναστροφή της πώλησης, δηλαδή να της επιστρέψει το υπουργείο τα χρήματα που του έδωσε, για να το αποδώσει στα ταμεία μαζί με όποια ποσά καταβλήθηκαν από αυτά για προμήθειες. Το υπουργείο αρνήθηκε αυτή την αρχική πρόταση, γιατί σύμφωνα με τον υπουργό αυτό θα αποτελούσε απιστία κατά του Δημοσίου, αφού η έκδοση του ομολόγου ήταν επικερδής για το κράτος (!!!). Τελικά, η JP Morgan εξαναγκάστηκε να προτείνει την απευθείας απόδοση των χρημάτων και των προμηθειών από την ίδια στα ταμεία. Το καθεστώς αμέσως άρχισε να δημαγωγεί ότι η τράπεζα είχε παρακρατήσει κέρδη και ζήτησε τους τόκους του δομημένου ομολόγου για τους τρεις μήνες που πέρασαν από την αγορά του. Η τράπεζα αρνήθηκε να επιστρέψει οποιουσδήποτε τόκους, αφού η ίδια έβγαινε ζημιωμένη από την ακύρωση της πώλησης κατά 20 εκ. ευρώ, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Financial Times (διαδικτυακή πύλη Euro2day, 11/6/2007). Για να μην έρθει σε πλήρη ρήξη με την τράπεζα, το υπουργείο προσφέρθηκε να πληρώσει αυτό τους τόκους των 3 εκ. ευρώ περίπου από τα 5 εκ. ευρώ που, όπως ανακοίνωσε επίσημα, είχε κερδίσει από τη συναλλαγή αυτή με τα χρήματα των ταμείων! Σύσσωμο το καθεστώς ωρυόταν ότι αυτό ήταν ληστεία υπέρ των τραπεζών και των χρηματιστών και κατά των πολιτών! Στο χορό μπήκαν και η ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που σ’ αυτό το σημείο ξεκαθάρισαν ότι το σύνθημα «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» απευθυνόταν σε όλους τους δευτερευόντως εμπλεκόμενους μεσάζοντες εκτός από το κυρίως εμπλεκόμενο ελληνικό κράτος.

Τα ψέματα των δημαγωγών του καθεστώτος

Η υπόθεση των δομημένων ομολόγων είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο απόκρυψης της πραγματικότητας από ένα καθεστώς.
Πρώτο, το περίφημο κρυφό ομόλογο των 280 εκατ. ευρώ που πουλήθηκε σε φουσκωμένη τιμή στα ταμεία εκδόθηκε από το υπουργείο Οικονομικών, με απόλυτη ευθύνη για την πορεία του και τους όρους της τελικής διάθεσής του στα ταμεία του υπουργού Αλογοσκούφη. Το ομόλογο δεν ήταν της JP Morgan, δεν ήταν της North Assett Management, ούτε της χρηματιστηριακής «Ακρόπολις». Το ποσό των 280 εκατ. ευρώ που έφυγε από τα ταμεία για να αγοράσουν τα ομόλογα κατέληξε στα ταμεία του υπουργείου, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, ενώ ο ίδιος ο υπουργός δε διστάζει να δηλώνει θρασύτατα ότι για το υπουργείο ήταν επωφελής η έκδοση του ομολόγου και ότι το υπουργείο είχε κέρδος. Τα έσοδα από τα ομόλογα εγγράφηκαν στον προϋπολογισμό και κάλυψαν τρέχουσες ανάγκες του κράτους σε ρευστό. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Αλογοσκούφης δε δίνει στη δημοσιότητα τις σχετικές συμβάσεις και συνεχίζει να τις κρατάει στο σκοτάδι με την ανοχή όλων των κομμάτων.
Το Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος εκδότης ομολόγων στην Ελλάδα. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, στην περίφημη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κοινοτική επιτήρηση είχε τεράστια συνεισφορά η αξιοποίηση των δομημένων ομολόγων μέσα από συμφωνίες για προνομιακά επιτόκια. Τέτοια συμφωνία έγινε και στην περίπτωση του ομολόγου των 280 εκ. ευρώ, όπου τα ταμεία κλήθηκαν να πληρώσουν τα ποσά που «χάρισε προνομιακά» η τράπεζα στο ελληνικό δημόσιο. Σύμφωνα με έκθεση του διεθνούς οίκου Standard & Poor’s: «Η μεγάλη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος τα τελευταία τριάμισι χρόνια (2004-2007) κατά 5% περίπου του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 8,5-9 δισ. ευρώ, κρύβει πίσω της ένα μεγάλο πρόβλημα για το άμεσο μέλλον. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης του ελλείμματος, όπως προκύπτει από την έκθεση της Κομισιόν, προήλθε από την αυξημένη «άσπρη τρύπα» (δηλαδή τα ετήσια πλεονάσματα των ασφαλιστικών και άλλων οργανισμών του Δημοσίου) και τη μείωση των ελλειμμάτων του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων. Σε απλά ελληνικά, δηλαδή, από τη μείωση των δημόσιων έργων και τον περιορισμό των δαπανών για τόκους που, όπως αποκαλύφθηκε στο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων, οφείλεται στη μεταφορά με swap τόκων και χρεολυσίων στο μέλλον» (Ελευθεροτυπία, 30/5/2007). Να σημειώσουμε εδώ ότι στις μειωμένες δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων συμπεριλαμβάνονται πάντα οι υπέρογκες αμοιβές των κρατικών ολιγαρχών για τα δημόσια έργα και οι λεόντειες συμβάσεις τύπου Αττικής Οδού, που αδειάζουν το ταμείο του κράτους και τις τσέπες των πολιτών και γεμίζουν το ταμείο του Μπόμπολα.
Δεύτερο, μήνες τώρα μιλούν όλοι για τα περίφημα αποθεματικά των ταμείων και δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχουν πλούσια ταμεία που καταληστεύονται από το «άπληστο κεφάλαιο» που κλέβει τις συντάξεις των εργαζομένων. Τα αποθεματικά που επενδύθηκαν αφορούν ταμεία τα οποία η πλειοψηφία των εργαζομένων, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, άκουσε για πρώτη φορά, όπως το ΤΕΑΔΥ (των δημοσίων υπαλλήλων), το ΤΣΠΕΑΘ (των δημοσιογράφων), το ΤΑΞΥ (των ξενοδοχοϋπαλλήλων). Κρύβουν όλοι τους ότι τα μεγαλύτερα ασφαλιστικά ταμεία από τα οποία περιμένει η πλειοψηφία των εργαζομένων να πάρει κάποια στιγμή σύνταξη, το ΙΚΑ, το ΝΑΤ και ο ΟΓΑ, χτυπημένα από την κρατική καταλήστευση χρόνων και από τη μηδενική αύξηση της παραγωγικότητας στη βιομηχανία, έχουν τεράστια ελλείμματα, τα οποία αδυνατούν να καλύψουν, χωρίς να έχει μεσολαβήσει καμία JP Morgan και καμία «Ακρόπολις» για να «κλέψει» τα λεφτά. Αυτά τα ελλείμματα τα πληρώνει το κράτος, που με τη σειρά του κλέβει τα υπόλοιπα ταμεία, για να καλύψει τα δικά του ελλείμματα.
Τρίτο, όλοι υποτίθεται ότι απαιτούν τιμωρίες, ποινές και μέτρα κατά των υπευθύνων του σκανδάλου και ζητούν γρήγορη διεκπεραίωση της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης. Σύντομα αναμένεται να ασκηθούν ποινικές διώξεις. Ωστόσο η ποινική διερεύνηση αφορά κυρίως οικονομικά αδικήματα των ιδιωτικών φορέων που εμπλέκονται, τραπεζών και χρηματιστηριακών εταιρειών. Δεν εξετάζεται η ευθύνη των πρωταγωνιστών του σκανδάλου, δηλαδή του υπουργού Οικονομικών και των διακομματικών Διοικητικών Συμβουλίων των ταμείων, που πήραν ομόφωνα αποφάσεις για την αγορά των ομολόγων. Χαρακτηριστικό της επιλεκτικότητας της κάθαρσης που εξελίσσεται είναι ότι, ενώ το ομόλογο των 280 εκ. ευρώ αγοράστηκε από τέσσερα ταμεία, ο διοικητής ενός μόνο από αυτά αποκεφαλίστηκε μέσα στη γενική κατακραυγή, ο Αγ. Σημαιοφορίδης του ΤΕΑΔΥ. Οι άλλοι τρεις ξεπλύθηκαν από το καθεστώς ως «ανίδεοι» ή «διεκπεραιωτές». Με τον ίδιο τρόπο αναγνωρίστηκε καθολικά ως απλά «διεκπεραιωτικός» ο ρόλος μίας γερμανικής τράπεζας, που αγόρασε το ομόλογο και το πλάσαρε στην «Ακρόπολις», για να το πουλήσει αυτή στα ταμεία. Η τράπεζα είναι η Hypo-Vereinsbank και, σύμφωνα με τον Παπαμαρκάκη (βασικό μάρτυρας της υπόθεσης, στέλεχος της North Asset Management), ο ρόλος της για την είσπραξη από τα ταμεία του τελικού ποσού αγοράς του ομολόγου είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Όμως όλως τυχαίως το στέλεχός της στην Ελλάδα που μεσολάβησε για την πώληση στα ταμεία είναι στέλεχος του Δ.Σ. της Ιντρακόμ! Η ίδια τράπεζα μεσολάβησε και στην πώληση ομολόγου στο ΤΣΠΕΑΘ, το οποίο επιστράφηκε (Ελευθεροτυπία, 20/5/2007). Αλλά αφού εμπλέκεται η Ιντρακόμ, δεν υπάρχει σκάνδαλο.
Ταυτόχρονα, ο πρωθυπουργός της «απόλυτης διαφάνειας», δηλαδή της απόλυτης επιλεκτικής κάθαρσης, ο Καραμανλής, εναντιώθηκε στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής της Βουλής που θα μπορούσε να ερευνήσει και υπουργικές ευθύνες με το επιχείρημα ότι είναι περιττή αφού η υπόθεση εξετάζεται από τη δικαιοσύνη... Περιττή βρήκε και το ψευτοΚΚΕ τη σύσταση εξεταστικής για το συγκεκριμένο σκάνδαλο, και κατάθεσε δική του πρόταση για διερεύνηση της διαχείρισης των αποθεματικών των ταμείων από το ...1950! Την πρόταση για την εξεταστική την έκανε το ΠΑΣΟΚ και τη στήριξε ο ΣΥΝ αφού είχαν προηγούμενα διασφαλίσει ότι δεν θα περάσει.
Ενώ ο Αλογοσκούφης χαίρεται την ασύλληπτη ασυλία του, ο υφυπουργός του Δούκας και ο γραμματέας του υπουργείου Κουρής δέχονται συστηματικά επιθέσεις από ΠΑΣΟΚ–ΣΥΝ ως τα διεφθαρμένα υπουργικά στελέχη που ευθύνονται για τα «χρηματιστηριακά» παιχνίδια με τα ταμεία. Αυτούς θα ήθελαν πολλοί να τους δουν να πέφτουν, αφού είναι και οι δύο φιλοευρωπαίοι και όχι άνθρωποι της ανατολικής ολιγαρχίας, όπως ο Αλογοσκούφης.

Πώς το ελληνικό δημόσιο απόκτησε αποκλειστικά δικαιώματα στην περιουσία των ταμείων

Με τις πλάτες του καθεστώτος και με τη στήριξη του Καραμανλή, ο Αλογοσκούφης αποθρασύνθηκε. Δε δίστασε να δείξει ως υπεύθυνους του σκανδάλου τους «άπληστους χρηματιστές», δηλαδή τους διεκπεραιωτές του υπουργείου για τις πωλήσεις των κρατικών ομολόγων στα ταμεία. Από κοντά ο Καραμανλής, πριν προχωρήσει οποιαδήποτε δικαστική έρευνα, κατάγγειλε μέσα στη Βουλή μία χρηματιστηριακή εταιρεία, την «Ακρόπολις», ως κλέφτη των χρημάτων των ταμείων. Η «Ακρόπολις» όμως δε δίστασε να τον αποκαλέσει «παραπληροφορημένο» ή με απλά λόγια ψεύτη. Αμέσως την επόμενη βγήκε μια υποτίθεται «ανεξάρτητη Αρχή», δηλαδή μια αρχή του διακομματικού συντονιστικού κορυφής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που εποπτεύει το χρηματιστήριο, ενεργώντας ως κυβερνητικός εκπρόσωπος ή ως Γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού, να διαβεβαιώσει ότι όσα είπε ο Καραμανλής στη Βουλή ήταν αλήθεια. Να θυμίσουμε εδώ ότι πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι ένας άνθρωπος τοποθετημένος με διακομματική συναίνεση, δηλαδή και του ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ, ο Πιλάβιος.
Η επίθεση στην «Ακρόπολις», που είχε αναλάβει τις συναλλαγές των ταμείων ήδη από την περίοδο της κυβέρνησης Σημίτη και πιθανότατα με ευθύνη των φιλοευρωπαίων υπουργών της Χριστοδουλάκη, Παπαντωνίου κτλ., φαίνεται ότι έχει σχέση και με το ότι το βασικό της στέλεχος που κατηγορείται γι’ αυτή την υπόθεση, ο Πρινιωτάκης, είχε πολιτικούς δεσμούς με το Μητσοτάκη, και συγκεκριμένα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν αντιπρόεδρος του ΧΑΑ.
Στις κατηγορίες του Αλογοσκούφη θέλησε να απαντήσει ο ΣΜΕΧΑ (Σύνδεσμος Μετόχων Χρηματιστηρίου Αθηνών). Στο ΣΜΕΧΑ εκπροσωπούνται οι ιδιωτικές χρηματιστηριακές, που αποτελούν την πλειοψηφία, και οι χρηματιστηριακές που είναι θυγατρικές τραπεζών. Για καιρό έρχονταν στον Τύπο δημοσιεύματα ότι από το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τη διαχείριση των αποθεματικών των ταμείων θα ευνοούνταν προνομιακά οι τράπεζες. Έτσι, οι τράπεζες διαφώνησαν στη ρήξη -τη δεδομένη στιγμή- του ΣΜΕΧΑ με το υπουργείο Οικονομικών. Παρά την αντίρρησή τους, το ΔΣ του ΣΜΕΧΑ τόλμησε να απαντήσει στο υπουργείο και πράγματι έστειλε επιστολή, στην οποία έλεγε στον Αλογοσκούφη ότι είναι απαράδεκτο να δαιμονοποιεί έναν ολόκληρο κλάδο, με μικρή μάλιστα κεφαλαιακή συγκέντρωση και κερδοφορία. Υπέδειξε στον υπουργό, αν πρόκειται να κάνει κάποιον έλεγχο, να ελέγξει τις τράπεζες που εκδίδουν ομόλογα με μεγάλες προμήθειες, ενώ οι χρηματιστηριακές είναι απλοί μεσολαβητές. Οι τράπεζες όμως με τη σειρά τους, και προφανώς για να ικανοποιήσουν την κυβέρνηση που τις κρατάει στο χέρι, αντέδρασαν στην επιστολή και αποχώρησαν από το ΣΜΕΧΑ διασπώντας μάλιστα και το Δ.Σ.
Τελικά, ο Αλογοσκούφης χτύπησε και τις χρηματιστηριακές εταιρείες και τις τράπεζες και κράτησε τη μερίδα του λέοντος των αποθεματικών για το υπουργείο του. Στο νέο νόμο που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή για τη διαχείρισή τους προβλέπονται τα εξής: 1) Απαγορεύεται η επένδυση σε τραπεζικά ομόλογα. 2) Απαγορεύεται η επένδυση σε δομημένα ομόλογα. 3) Επιτρέπεται η επένδυση σε δομημένα ομόλογα μόνο του ελληνικού Δημοσίου κατά 2%. 4) Επιτρέπεται χωρίς όρια η επένδυση σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου και σε πράξεις Repos. 5) Επιτρέπεται υπό όρους και προϋποθέσεις και μέχρι ποσοστού 23% η επένδυση σε κρατικά σταθερά ομόλογα, σε μετοχές και τίτλους εταιρειών εισηγμένων στα Χρηματιστήρια και σε προϊόντα της Ευρωζώνης για πρώτη φορά.
Βέβαια, τα περιθώρια που αφήνει ο νόμος για επενδύσεις σε ιδιωτικά χρηματιστηριακά προϊόντα και σε προϊόντα της ευρωζώνης είναι εικονικά, αφού ήδη αυτά τα προϊόντα έχουν στιγματιστεί ως αμαρτωλά. Άλλωστε το κράτος έχει εξασφαλίσει ότι τα ταμεία θα επενδύουν κατά προτεραιότητα σε αυτό, αφού αφενός νομοθέτησε διαδικασία διακομματικού διορισμού προέδρων στα ταμεία (δηλαδή προέδρων αρεστών στο ψευτοΚΚΕ και στο ΣΥΝ), αφετέρου ο νόμος για τα αποθεματικά προβλέπει τη συγκρότηση μίας Επιτροπής Επενδυτικής Πολιτικής Φορέων που θα απαρτίζεται από εννέα μέλη με τριετή θητεία και στην οποία θα υπάρχει, προφανώς, διακομματικός έλεγχος.
Το καθεστώς ετοιμάζει τώρα την πεντακομματική Βουλή (μαζί με τον αρχιφασίστα και αντισημίτη Καρατζαφέρη) και την «κυβέρνηση συνεργασίας», δηλαδή μία διακομματική κυβέρνηση που πρέπει να έχει στο χέρι τα ταμεία και να κατηγορεί για τη μελλοντική έλλειψη ρευστότητας στην καταβολή των συντάξεων τις ντιρεκτίβες των Βρυξελλών, τις ΗΠΑ και τους Εβραίους.