Η αντιεθνικιστική δημαγωγία του ΣΥΝ με τις παρελάσεις και η στάση των διεθνιστών

Τα τελευταία χρόνια σε κάθε εθνική επέτειο βγαίνει ο Συνασπισμός και οι κάθε λογής δορυφόροι του στον «αντιεξουσιαστικό» και στον «αντιρατσιστικό» χώρο και κάνουν καμπάνιες για την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων. Στη Θεσσαλονίκη εφέτος οργάνωσαν και μια αντισυναυλία την ώρα της επίσημης μαθητικής παρέλασης. Αυτού του είδους η συνεχιζόμενη εκστρατεία δίνει σε ορισμένους καλοπροαίρετους ανθρώπους την εντύπωση ότι ο ΣΥΝ είναι ένα διεθνιστικό κόμμα, ή μάλλον ένα αντιεθνικιστικό κόμμα. Στην πραγματικότητα ο ΣΥΝ είναι ένα αντιεθνικιστικό κόμμα μόνο από την ιμπεριαλιστική πλευρά, γι’ αυτό δεν είναι καν συνεπές αντιεθνικιστικό. Η χειρότερη ζημιά ωστόσο που κάνει ο ΣΥΝ μ’ αυτήν την εκστρατεία είναι ότι με τον τρόπο και την ώρα που την κάνει δε μειώνεται, αλλά αυξάνεται η δύναμη του σοβινισμού μέσα στις μάζες.
Για το ζήτημα αυτό έχουμε γράψει ένα μεγάλο άρθρο στη Νέα Ανατολή (αρ. φ. 405, Σεπτέμβρης 2005). Έχουμε πει ότι εκείνο στο οποίο στοχεύει ο ΣΥΝ με την κατάργηση των στρατιωτικών παρελάσεων είναι να μειώσει την πολιτική ισχύ του στρατού μέσα στο κράτος, να αδυνατίσει τη θέση των εθνικιστών μέσα στο στρατό και τελικά να διευκολύνει τον έλεγχο του στρατού από το φιλορώσικο μπλοκ της αστικής τάξης. Την καμπάνια του για την κατάργηση των στρατιωτικών παρελάσεων δεν την κάνει ανοιχτά ο ίδιος ο ΣΥΝ, για να μην εκτεθεί στον πυρήνα της αστικής τάξης και να μην τραυματίσει το σχέδιό του της συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ. Την αφήνει στην Αντιεξουσιαστική Κίνηση και την Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Όμως την καμπάνια ενάντια στις μαθητικές παρελάσεις, που είναι πολιτικά πιο ανώδυνη και γίνεται στον κρατικό χώρο της παιδείας, χώρο που πολιτικοσυνδικαλιστικά τον ελέγχει ο σοσιαλφασισμός με την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ, ο ΣΥΝ την κάνει ανοιχτά.
Ο αντιεθνικισμός του ΣΥΝ μπερδεύει πολύ κόσμο και περνιέται ως κάτι το πολύ επαναστατικό, επειδή σε αντιπαράθεση μ’ αυτόν εμφανίζεται ο «εθνικισμός» των ναζιστών και των φασιστοσοβινιστών. Βεβαίως, το τελευταίο πράγμα που μπορεί να είναι οι ναζιστές και οι σοβινοφασίστες είναι να είναι εθνικιστές. Αυτό το αποδείξανε στη γερμανική Κατοχή και μετά από αυτήν και το αποδεικνύουν και σήμερα με το να είναι ιδεολογικά υμνητές ή κρυφοί οπαδοί του κατακτητικού Γ΄ Ράιχ και πολιτικά απολογητές και υποχείρια του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού. Βέβαια, το κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ κρύβει αυτή τη φύση του ναζισμού και του σοβινοφασισμού, για να φτιάχνει ένα πλασματικό πολιτικό δίπολο «αντιεθνικιστών» και «εθνικιστών» όπως το συμφέρει. Έτσι φροντίζει ώστε η βασική τηλεοπτική πολιτική διαμάχη για το ζήτημα των παρελάσεων και γενικότερα για τον «εθνικισμό» να γίνεται ανάμεσα στο ΣΥΝ, από τη μια, και στους ναζιστές και σοβινοφασίστες, από την άλλη (ναζιστές Θ. Πλεύρης και Γεωργιάδης του ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή, Ψωμιάδης). Έτσι στο κοινό μπαίνει το δίλημμα: Ή θα είναι με το ΣΥΝ ενάντια στις παρελάσεις ή με τους ναζιστές και σοβινοφασίστες υπέρ τους. Αυτού του είδους η αντιπαράθεση δε ρυθμίζεται με μια σκευωρία των καναλαρχών, αλλά αυτόματα, με το να μην παίρνουν θέση σ’ αυτή τη διένεξη καθαρά τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και το ψευτοΚΚΕ, και οι εκπρόσωποί τους να δραπετεύουν από τέτοιες συζητήσεις.
Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτού του είδους πολιτικής αντιπαράθεσης είναι το μέσο κοινό να επηρεάζεται από τα ΜΜΕ και από την επίσημη πολιτική σκηνή να τοποθετηθεί πολιτικά ενάντια στις παρελάσεις, αφού οι ναζιστές και οι σοβινοφασίστες εμπνέουν σήμερα περισσότερη αντιπάθεια στο πλατύ κοινό, ιδιαίτερα το δημοκρατικό, παρά συμπάθεια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι τελικά κάτι το θετικό και για μας, αφού και εμείς, όπως κάθε διεθνιστής, είμαστε αντίθετοι με τις εθνικές παρελάσεις και με όλο αυτό το μιλιταριστικό πνεύμα που αποπνέουν. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Το πλατύ κοινό σπρώχνεται ενάντια στις παρελάσεις επιφανειακά και όχι σε βάθος. Στην ουσία εκβιάζεται να πάει πολιτικά ενάντια τους, αλλά χωρίς να πάει ιδεολογικά ενάντια στον εθνικισμό. Όμως έτσι γίνεται επιρρεπέστερο, μακροπρόθεσμα, στη ναζιστική και σοσιαλφασιστική προπαγάνδα.
Αυτό συμβαίνει γιατί, την ίδια ώρα που καταγγέλλεται από το βαθύ καθεστώς μία ρουτινιάρικη και χωρίς πάθος εκδήλωση του τρέχοντος εθνικισμού, όπως είναι η μαθητική παρέλαση, υποδαυλίζεται στις μάζες από το ίδιο καθεστώς, δηλαδή και από το ΣΥΝ, ο πιο επιθετικός και παθιασμένος εθνικισμός στα βασικά ζητήματα της κρατικής και εθνικής ζωής. Αναφερόμαστε εδώ κυρίως στην έξαρση του ελληνικού επιθετισμού τις τελευταίες δεκαετίες στα Βαλκάνια, πρώτο, με τη συμπαράστασή του στους σερβικούς γενοκτονικούς πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και, δεύτερο, με τη συνεχιζόμενη δική του τερατώδη απαίτηση να αλλάξει το όνομά της μια μικρή γειτονική μας χώρα.
Εδώ αποκαλύπτεται με τον πιο ωμό τρόπο η υποκριτική φύση και το ασύλληπτο θράσος του ΣΥΝ. Την ίδια δηλαδή ώρα που αυτός καλεί το ελληνικό κράτος να καταργήσει τις παρελάσεις, την ίδια ώρα συμπαραστέκεται σ’ αυτό το κράτος στις χίλιες φορές πιο άδικες εθνικές του απαιτήσεις και πολιτικές. Ειδικά στο ζήτημα του ονόματος, όχι μόνο συμπαραστέκεται σ’ αυτήν την απαίτηση, αλλά ανέλαβε πρόσφατα και συγκεκριμένη αποστολή για λογαριασμό του ελληνικού κράτους, την αποστολή να διασπάσει την πολιτική ηγεσία αυτού του άλλου κράτους και να το κάνει να δεχτεί την αλλαγή του ονόματος ή, ακόμα καλύτερα, να αλλάξει διεθνείς προσανατολισμούς. Αυτό είναι το νόημα του πρόσφατου ταξιδιού του Αλαβάνου στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, με το οποίο επιχείρησε να βάλει σφήνα ανάμεσα στα διαφορετικά κομμάτια της μακεδονικής αστικής τάξης και να απομονώσει αυτά που αντιστάθηκαν περισσότερο στο ζήτημα του ονόματος. Πώς λοιπόν είναι δυνατό να τοποθετηθούν οι μάζες με την καρδιά τους ενάντια στις παρελάσεις, που είναι ένα εξωτερικό σύμβολο του εθνικισμού, όταν την ίδια ώρα καλούνται να τοποθετηθούν με βαθιά πεποίθηση και με φανατισμό υπέρ μιας συλλογικής εθνικής αδικίας, υπέρ ενός επιθετικού εθνικισμού και τελικά υπέρ ενός χιτλερικού τύπου ιμπεριαλισμού που υποδαυλίζει αυτόν τον εθνικισμό; Είναι καλύτερος ένας φασισμός με παρελάσεις από ένα φασισμό χωρίς παρελάσεις; Όχι βέβαια. Εδώ και χρόνια έχει αποδειχτεί ότι, όποτε χρειαστεί, οι κρατικές εθνικές παρελάσεις μπορούν να αντικατασταθούν από «λαϊκές εθνικές» και «αντιιμπεριαλιστικές» διαδηλώσεις. Ποτέ δεν ξεχνάμε ότι, όταν χρειάστηκε, το 1992, ο ΣΥΝ συμμετείχε στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης για το Μακεδονικό με τον Κύρκο του και τη Δαμανάκη του.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει μ’ αυτόν το σχιζοφρενικό «αντιεθνικισμό» του ΣΥΝ είναι το εξής:
Από τη μία ένα μεγάλο κομμάτι των μαζών στρέφεται σε έναν επιφανειακό, αδιάφορο αντιεθνικισμό των «καλών δημοκρατικών τρόπων», οπότε απομακρύνεται πολιτικά από τις κρατικές παρελάσεις και από μια σειρά εθνικιστικές εκδηλώσεις στο πολιτικό επίπεδο (π.χ. διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία τα τελευταία χρόνια). Αυτό γίνεται αυτόματα, από την ώρα που κανένα «σοβαρό και αξιοσέβαστο» κόμμα δεν παίρνει ουσιαστικά αντίθετη θέση από εκείνη του ΣΥΝ. Όμως στο βάθος του αυτός ο κόσμος στη δικιά του εσωτερική κίνηση, τη γενικότερη ιδεολογική κίνηση, γίνεται όλο και πιο ξενοφοβικός, όλο και πιο εθνικιστής, και μάλιστα με τη σοβινιστική έννοια, που σημαίνει με την πιο βλαβερή σε σχέση με ό,τι μπορεί πραγματικά να ονομαστεί εθνικό. Αυτού του είδους λοιπόν η απομάκρυνσή του από τις «εθνικές τελετές» και τον εθνικισμό κάνει τις μάζες πιο ενοχικές, πιο συμπλεγματικές ιδεολογικά και γι’ αυτό στρατηγικά πιο χειραγωγήσιμες από το σοβινισμό και το χειρότερο ιμπεριαλισμό.
Από την άλλη, ένα άλλο, μειοψηφικό ακόμα, αλλά όλο και μεγαλύτερο, πιο περιθωριοποιημένο και πιο οργισμένο κομμάτι του λαού στρέφεται ανοιχτά προς τον ανοιχτό επιθετικό εθνικισμό και προς το φασισμό, δηλαδή σε πολιτικό επίπεδο προς το ΛΑΟΣ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο ΛΑΟΣ δεν έδωσε την έμφασή του στην πραγματοποίηση των μαθητικών παρελάσεων ούτε ζήτησε να είναι υποχρεωτικές, αλλά προπαγάνδισε τη θέση ότι επιχειρείται με την κατάργησή τους να αφαιρεθεί από τη νεολαία το δικαίωμα να υπερασπίζεται την εθνική της ταυτότητα. Στην πραγματικότητα ο ΛΑΟΣ, ως επίσης ρωσόδουλο κόμμα, δε νοιάζεται για την κατάργηση των παρελάσεων. Το μόνο που θέλει είναι να αντλήσει μίσος από αυτήν την κατάργηση, και συγκεκριμένα μίσος ενάντια σε όσους θέλουν την κατάργηση «του έθνους» και της «εθνικής συνείδησης», που δεν είναι άλλοι από τους «δυτικούς παγκοσμιοποιητές» και τους κάθε λογής «εθνικούς μειοδότες» που δουλεύουν γι’ αυτούς.
Αλλά και η θέση του ΣΥΝ δεν είναι η καθαρή και σκέτη κατάργηση των εθνικιστικών τελετών, αλλά μόνο των κρατικών. Θέλει δηλαδή οι μαθητικές παρελάσεις να αντικατασταθούν από άλλου είδους εορταστικές εκδηλώσεις, εκδηλώσεις που δε θα τις κάνουν οι σχολικές αρχές ως κρατικές αρχές, αλλά η σχολική κοινότητα ως δάσκαλοι και ως μαθητές, δηλαδή ως «λαός», έξω από κρατικές οδηγίες και καταναγκασμούς. Αυτό έχει ήδη συμβεί στην πράξη με εκδηλώσεις οργανωμένες από στελέχη της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ, με επισκέψεις και ομιλίες στα σχολεία αντιδυτικών εθνικιστών όπως ο Γλέζος και ό,τι άλλο μπορεί να σκαρφιστεί η ατέλειωτη στις μεταμφιέσεις φαντασία του ΣΥΝ.

Το ψευτοΚΚΕ πραγματοποιεί τη «σύνθεση» του ΣΥΝ και του ΛΑΟΣ

Αν θέλει κανείς να βρει ποια είναι η βαθιά θέση του καθεστώτος για το συγκεκριμένο ζήτημα των μαθητικών παρελάσεων, θα πρέπει να μελετήσει τη θέση του ψευτοΚΚΕ. Αυτή είναι ιδεολογικά ίδια με τη θέση του ΛΑΟΣ και πολιτικά ίδια με εκείνη του ΣΥΝ, αλλά είναι πολύ πιο λεπτή και πιο αποκαλυπτική για το τι στα αλήθεια παίζεται στο ζήτημα αυτό.
Η θέση του ψευτοΚΚΕ είναι η εξής (Ριζοσπάστης, 19/10):
«Όλος αυτός ο “ντόρος” περί συμμετοχής ή μη είναι καθαρά αποπροσανατολιστικός… Αυτή η διαπάλη -που εκφράστηκε ξανά κυρίως μεταξύ ΣΥΝ και ΛΑ.Ο.Σ.- αποκαλύπτει μια αντιπαράθεση μεταξύ κοσμοπολιτισμού και εθνικισμού. Στην πράξη αυτές οι δύο πλευρές είναι “όψεις του ίδιου νομίσματος” ως πλευρές της αστικής ιδεολογίας. Και εκφράζεται από δυνάμεις που υπηρετούν τον ευρωμονόδρομο…
…Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι ποιο περιεχόμενο πρέπει να έχουν οι παρελάσεις και όχι αν πρέπει να γίνονται ή να μη γίνονται. Ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τα ψευτοδιλήμματα των κάθε λογής υπηρετών του συστήματος. Να απαλλάξουν την παρέλαση από τα φαινόμενα πατριδοκαπηλίας και του εθνικιστικού, αλλά και του κοσμοπολίτικου παραληρήματος. Τις μαθητικές παρελάσεις, οι μαθητές, ο λαός να τις εντάξουν στο πλαίσιο των αγώνων τους ως άλλο ένα βήμα καταδίκης των αντιλαϊκών πολιτικών.
Το τι σημαίνει «να τις εντάξουν στο πλαίσιο των αγώνων» το διευκρινίζουν παρακάτω:
«Αποτελεί, λοιπόν, μια σοβαρή θετική εξέλιξη το γεγονός ότι μια σειρά από μαθητικά συμβούλια αποφασίζουν να τιμήσουν αγωνιστικά την επέτειο του ΟΧΙ, αναδεικνύοντας με δική τους παρέμβαση την ιστορική αλήθεια, διεκδικώντας λόγο στις σχολικές γιορτές, κάνοντας τις παρελάσεις βήμα διεκδίκησης για τα σύγχρονα προβλήματα της νεολαίας».

Η θέση του ψευτοΚΚΕ φαίνεται σαν μια τρίτη λύση: «Ούτε εθνικισμός και ΛΑΟΣ, ούτε κοσμοπολιτισμός και ΣΥΝ. Ούτε σημερινές εθνικιστικές παρελάσεις, ούτε κατάργησή τους από τον κοσμοπολιτισμό. Εμπρός για παρελάσεις νέου τύπου».
Εδώ με ένα συνηθισμένο του τέχνασμα το ψευτοΚΚΕ κατηγορεί τους αληθινούς του συμμάχους, το ΣΥΝ και το ΛΑΟΣ, για κάτι που δεν είναι, και έτσι τους βοηθάει να προσποιούνται προς τα έξω ότι είναι το αντίθετο από αυτό που είναι πραγματικά. Ταυτόχρονα με το ίδιο αυτό τέχνασμα το ψευτοΚΚΕ προβάλλεται ως η άρνηση και το ξεπέρασμα και των δύο, προβάλλεται δηλαδή ως το ταυτόχρονα διεθνιστικό και πατριωτικό κόμμα.
Καταρχάς είναι γελοίο να κατηγορείται ο ΣΥΝ για κοσμοπολιτισμό, δηλαδή ότι είναι κόμμα του δυτικού ιμπεριαλισμού, οπότε αντιεθνικιστικό από την άποψη του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου. Ο ΣΥΝ είναι κόμμα του ανατολικού νεοχιτλερικού σοσιαλιμπεριαλισμού, δηλαδή κόμμα του νεοχιτλερικού «διεθνισμού». Ο ρόλος του είναι να συσπειρώνει κομμάτια της κρατικής γραφειοκρατικής μισοδιανόησης που διψάνε για άλωση της κρατικής εξουσίας και για κρατική λεία στηριγμένα σε αυτόν τον ιμπεριαλισμό. Για να αποσπάσουν αυτή τη λεία, πρέπει να εξουδετερώσουν όλα τα εθνικά τμήματα της κρατικής γραφειοκρατίας. Αυτό στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια ο ΣΥΝ το κάνει κυρίως από τα μέσα. Όμως στο στρατό και στην αστυνομία, όπου οι εθνικιστές είναι ισχυροί, το κάνει κυρίως από τα έξω, δηλαδή «πυροβολεί» πολιτικά από τα έξω την αστυνομία για τις βιαιότητές της, ενώ πολύ πιο προσεκτικά χτυπάει τη στρατιωτική ιεραρχία, δηλαδή στο επίπεδο της εθνικιστικής γραμμής του στρατού, των υπερεξοπλισμών του κτλ.
Από την άλλη, όπως είπαμε, ούτε ο ΛΑΟΣ είναι ένα εθνικιστικό κόμμα, αλλά επίσης ένα κόμμα του σοσιαλιμπεριαλισμού. Ο ρόλος του ΛΑΟΣ είναι να προσδένει σ’ αυτόν τον ιμπεριαλισμό κομμάτια της σοβινιστικής αστικής και μικροαστικής τάξης που θέλουν αρπαγή λείας κυρίως στο εξωτερικό μέσα από έναν πόλεμο που θα διεξάγει αυτός ο ιμπεριαλισμός (ο Καρατζαφέρης υποσχόταν για χρόνια ότι θα δώσει την Κωνσταντινούπολη στους σοβινιστές, την οποία υπονοεί ότι θα του την παραδώσουν οι νέοι Τσάροι). Το ψευτοΚΚΕ, με το να κατηγορεί το ρωσόδουλο ΛΑΟΣ για εθνικισμό, του δίνει μια ασύλληπτη ακτινοβολία στη συνείδηση των εθνικιστών. Αυτό βοηθάει το ΛΑΟΣ να αποσπά τα πιο εθνικιστικά, παλιού ακροδεξιού τύπου στελέχη στην αστυνομία και, κυρίως, στο στρατό από τα δυτικόφιλα κόμματα και -το σπουδαιότερο- να φτιάχνει εκεί μέσα ένα φιλορώσικο πολιτικό κλίμα.
Σε ό,τι αφορά το ίδιο το ψευτοΚΚΕ, αυτό, επειδή είναι το πιο συγκροτημένο, το πιο αμιγές και το πιο ισχυρό πολιτικό απόσπασμα του σοσιαλιμπεριαλισμού, θέλει να ελέγξει από τα μέσα και την αστυνομία και το στρατό. Ήδη ελέγχει μεγάλο μέρος του συνδικαλισμού στην αστυνομία και έχει έναν ισχυρό πολιτικό πυρήνα στο στρατό. Το ψευτοΚΚΕ συνεργάζεται σε αυτό το στόχο με το ΛΑΟΣ, αλλά θέλει να έχει το ίδιο την ηγεμονία σε αυτή τη διαδικασία. Ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός δε θα αφήσει ποτέ το ΛΑΟΣ να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στον πυρήνα του κράτους, δηλαδή στο στρατό και στην αστυνομία. Ξέρει ότι ποτέ δε θα ελέγξει τόσο απόλυτα το στίφος των νέων αρπακτικών αστών και μικροαστών που ακολουθούν το ΛΑΟΣ όπως ελέγχει τον σίγουρο, αναθρεμμένο από τον ίδιο πολιτικό στρατό του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ.
Έτσι το ψευτοΚΚΕ από τη μια παριστάνει, όπως και ο ΛΑΟΣ, το εθνικό κόμμα, από την άλλη παριστάνει, όπως και ο ΣΥΝ, το διεθνιστικό.
Έτσι λοιπόν έχουμε τις τρεις τακτικές στην ίδια φαιοκόκκινη στρατηγική για τις μαθητικές παρελάσεις. ΄Η, καλύτερα, έχουμε δύο φαινομενικά αντίθετες τακτικές και μια τρίτη που αποτελεί -υποτίθεται- τη σύνθεσή τους. Έχουμε λοιπόν:
Τη γραμμή του ΣΥΝ για κατάργηση των κρατικών παρελάσεων με διατήρηση του «λαϊκού» πατριωτισμού.
Τη γραμμή του ΛΑΟΣ για διατήρηση των κρατικών παρελάσεων, αλλά σε γνήσια εθελοντική εθνικιστική βάση.
Τη «σύνθεση» που έχουν ετοιμάσει οι δύο προηγούμενες γραμμές, που είναι η γραμμή του ψευτοΚΚΕ για κρατικές παρελάσεις «νέου τύπου», δηλαδή παρελάσεις όπου το κράτος θα ακολουθεί τη λαϊκή «αντιιμπεριαλιστική» γραμμή ή, ενδεχόμενα, θα περιέχει μέσα του και τα «λαϊκά» μετωπικά εργαλεία του ψευτοΚΚΕ, π.χ. αντιστασιακές οργανώσεις κτλ. Όχι λοιπόν γιορτή του εθνικισμού, όχι γιορτή του δυτικού ιμπεριαλισμού των κοσμοπολιτών ευρωπαϊστών, αλλά γιορτή του ανατολικού φασισμού, γιορτή των πρακτόρων του Κρεμλίνου.

Τι κάνουν οι αληθινοί διεθνιστές, όταν οι κάλπικοι βάζουν το ζήτημα των παρελάσεων;

Αυτή λοιπόν η σύνθετη τακτική κρύβεται πίσω από όλο αυτό το κίνημα και όλη αυτή τη φιλολογία για τις παρελάσεις. Το ερώτημα που μπαίνει σε μας είναι τι κάνουμε όταν οι φαιοκόκκινοι βγάζουν τις 3 γραμμές τους, ιδιαίτερα τι κάνουν οι διεθνιστές, όταν μπαίνει στις παρελάσεις η θέση του ΣΥΝ για κατάργησή τους τώρα;
Εμείς κάνουμε ό,τι κάνουμε πάντα όταν ο σοσιαλφασισμός ξεκινάει εκστρατεία για την απόκτηση θέσεων μέσα στο κράτος με προκάλυμμα ένα δημοκρατικό αίτημα. Παίρνουμε υπόψη μας τη διάθεση των μαζών και δένουμε την αντισοσιαλφασιστική στρατηγική μας με αυτή τη διάθεση. Αυτό κάναμε στην πιο κλασική περίπτωση, που ήταν ως τώρα η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση Σημίτη χρησιμοποίησε ένα δημοκρατικό μέτρο, τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, για να μειώσει την πολιτική ισχύ και τις πολιτικές θέσεις των εθνικιστών μέσα στο κράτος και κατά συνέπεια μέσα στην Εκκλησία. Εμείς ως ΟΑΚΚΕ, πολύ πριν αυτό το μέτρο επιβληθεί διοικητικά, είχαμε καταγγείλει την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ως ένα σύμπτωμα της επικίνδυνης σύμφυσης της Εκκλησίας με το κράτος στη Ελλάδα, οπότε και ως ένα μελλοντικό ίσως εργαλείο του ορθοδοξοφασισμού κτ.. Η κυβέρνηση όμως Σημίτη εισήγαγε αυτό το μέτρο εντελώς «από τα πάνω», ξαφνικά και χωρίς να έχει υπάρξει οποιαδήποτε ιδεολογική ζύμωση μέσα στο λαό και μέσα στην κοινωνία γενικότερα για τους αντίστροφους λόγους. Έτσι προκάλεσε ένα πελώριο κύμα πολιτικού και ιδεολογικού σκοταδισμού, την ηγεσία του οποίου παρέδωσε στο ρωσόφιλο Χριστόδουλο. Αυτός, χάρη στην τέτοιου είδους κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος, δυνάμωσε στο έπακρο τον αντιευρωπαϊσμό, τον αντιδιαφωτισμό και τον αντισημιτισμό μέσα στις θρησκευόμενες μάζες μετατρέποντας για πρώτη φορά την πολιτική τους καθυστέρηση σε υπεραντιδραστικό πολιτικό κίνημα. Είχαμε τότε πει ότι η μη αναγραφή, εκτός από ένα χτύπημα στους εθνικιστές παπάδες, ήταν ακόμα περισσότερο και μια προβοκάτσια υπέρ των ρωσόδουλων ορθοδοξοφασιστών. Πραγματικά, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση Σημίτη έδιωχνε το θρήσκευμα από τις ταυτότητες, την ίδια στιγμή ανέθετε στο Χριστόδουλο καθήκοντα εθνικής διπλωματίας, ενώ λίγο μετά τον βοηθούσε στην κρατικοθρησκευτική εκστρατεία ενάντια στο Φανάρι και στην προβοκατόρικη επέμβασή του στα εσωτερικά του πατριαρχείου Ιεροσολύμων κτλ. Όλο αυτό το διάστημα το ψευτοΚΚΕ έπαιρνε με έμμεσο τρόπο θέση υπέρ της Εκκλησίας, αφού συμφωνούσε ότι μέσω των ταυτοτήτων αυτή -τάχα- βαλλόταν από τη Δύση και την παγκοσμιοποίηση.
Τότε λοιπόν εμείς, ενώ διατηρήσαμε τη θέση μας για την ανάγκη κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες ως μέρος της στρατηγικής μας για το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, ταυτόχρονα καταγγείλαμε τους προβοκάτορες που έκαναν αυτού του είδους την κατάργηση τη δοσμένη στιγμή.
Την ανάλογη θέση παίρνουμε τώρα και με τις παρελάσεις. Ζυμώνουμε ενάντια στις παρελάσεις, όπως ζυμώνουμε και θα συνεχίζουμε ως διεθνιστές να ζυμώνουμε γενικά ενάντια στον εθνικισμό. Αυτό πρέπει να το κάνουμε και σε κάθε σχολείο όπου οι μαθητές αναρωτιούνται αν θα συμμετέχουν ή όχι στη μαθητική παρέλαση. Εκεί εμείς θα ζυμώνουμε για τη μη συμμετοχή του κάθε μαθητή στην παρέλαση. Όμως δε θα βάζουμε τους μαθητές ή τους δασκάλους στην υποχρέωση να υποταχθούν, π.χ., σε μια ψηφοφορία που θα ρωτάει αν η τάξη ή το σχολείο θα συμμετέχει στην παρέλαση, ούτε θα υποστηρίζουμε ένα ψήφισμα που θα ζητάει τώρα την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων από το υπουργείο Παιδείας. Ακόμα θα πρέπει να ξεσκεπάζουμε τον «αντιεθνικισμό» των σοσιαλιμπεριαλιστών και των τροτσκιστών, που μαζί με τον εθνικισμό καταδικάζουν και την όποια δίκαιη εθνική αντίσταση των λαών στον ιμπεριαλισμό και στο σοσιαλιμπεριαλισμό, και θα ξεσκεπάζουμε ότι αυτής της φύσης είναι η τρέχουσα καμπάνια για την κατάργηση σήμερα από το κράτος των παρελάσεων.
Για μας λοιπόν στη δοσμένη φάση της ταξικής πάλης μόνο ζημιά κάνει το να ζητάμε εδώ και τώρα την κατάργηση των παρελάσεων από το κράτος, όσο αυτό το κράτος, τα κόμματα που το διοικούν και σχεδόν σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος που του δίνει πνοή, δουλεύουν τον πιο αρρωστημένο σοβινισμό και συμπλέουν με τους χειρότερους φασισμούς σε όλα τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, σε όλες τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Ήδη αυτήν την αντίφαση την πλήρωσε και ο ίδιος ο ΣΥΝ, που έφτιαξε ένα αντιεθνικιστικό βιβλίο από φιλορώσικη σκοπιά για τα σχολεία και ο εθνικισμός το απέσυρε. Βέβαια, ο ΣΥΝ δεν έπαθε τίποτα σημαντικό, αλλά η Γιαννάκου που το χρεώθηκε εξαφανίστηκε.
Δεν μπορούμε να έχουμε ως σύνθημα δράσης την κατάργηση των παρελάσεων όσο οι μάζες δουλεύονται αποτελεσματικά με τη «θεωρία» ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια συνωμοσία για να τους αφαιρεθεί η εθνική ταυτότητα, η εθνική συνείδηση και η εθνική κυριαρχία. Αληθινή ζύμωση ενάντια στις παρελάσεις είναι εκείνη για να αναγνωρίσει η χώρα μας μια γειτονική χώρα με το όνομα που έχει επιλέξει ο λαός της, είναι εκείνη για να αναγνωρίσει το κράτος ότι υπάρχει εθνική μακεδονική και τούρκικη μειονότητα που καταπιέζονται, ότι υπάρχουν έλληνες υπήκοοι που δεν μπορούν να γυρίσουν στη χώρα τους. Αληθινή ζύμωση ενάντια στις παρελάσεις είναι το να καταγγέλλει κανείς ασταμάτητα και σε βάθος το κοινωνικό γκέτο των μεταναστών που δυναμώνει μαζί με το υπόκωφο και όλο και πιο μεγάλο μίσος που αρχίζει να τρέφει απέναντί τους το ντόπιο προλεταριάτο, επειδή βυθίζεται σε όλο και μεγαλύτερη ανέχεια και ανεργία. Στοιχειωδώς αντιεθνικιστική πολιτική είναι να δουλέψει κανείς για την ενότητα του ντόπιου και μεταναστευτικού προλεταριάτου στους χώρους δουλειάς στη βάση του κοινού μεροκάματου και ενάντια στη μαύρη εργασία. Σημαίνει, ακόμη, υπεράσπιση του δικαιώματος στην υπηκοότητα των παλιότερων μεταναστών και στη μόνιμη παραμονή των νεότερων. Επίσης σημαίνει και καταγγελία της δουλοκτητικής πολιτικής των «ανοιχτών συνόρων», της μόνης φιλελεύθερης πολιτικής που εγκρίνουν οι σοσιαλφασίστες. Τέλος, προϋπόθεση για κάθε αντιεθνικιστική πολιτική είναι η πολιτική για τη στοιχειώδη οικονομική ανακούφιση και την ελάχιστη οικονομική ευημερία των πλατιών λαϊκών μαζών. Αυτό στην πράξη σημαίνει πάλη ενάντια στο παραγωγικό σαμποτάζ, ενάντια στη γραφειοκρατική ακρίδα και ενάντια στις ολιγαρχικές βδέλλες. Χωρίς τις ελάχιστες αυτές προϋποθέσεις, οι εξαθλιωμένες και πολιτικά δηλητηριασμένες μάζες θα στραφούν προς τους κανίβαλους. Αλλά αυτό δεν ενοχλεί καθόλου τους κάλπικους αντιεθνικιστές, που θα συμμετέχουν πρώτοι και καλύτεροι στο μακάβριο χορό αυτών των τελευταίων.