ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΙΚΗ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΤΗ ΠΛΕΥΡΗ
Όμως είναι πολύ ανησυχητική η αποβολή της πολιτικής αγωγής, ο αντισημιτισμός
των εισαγγελέων και πάνω απ όλα το τηλεοπτικό εμπάργκο που έκρυψε τη δίκη από το λαό

Το Β΄ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών καταδίκασε στις 13 Δεκέμβρη το ναζιστή Πλεύρη σε 14 μήνες φυλάκιση για προτροπή σε ρατσιστική βία και προσβολή των Εβραίων με ρατσιστικά σχόλια που περιέχονται στο βιβλίο του «Εβραίοι, όλη η αλήθεια».
Με την καταδικαστική απόφαση κατά Πλεύρη, την πρώτη με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο από το 1979 όταν θεσπίστηκε, ανοίγει ένας δρόμος για να μπει φραγμός στην φιλοναζιστική προπαγάνδα, στη διάδοση του ρατσιστικού μίσους και πιο πολύ στην ξέφρενη προπαγάνδα του κανιβαλικού αντισημιτισμού. Ταυτόχρονα αποκαλύπτεται σε πολλούς ανθρώπους το πραγματικό πρόσωπο των πολιτικών προστατών του ναζιστή Πλεύρη, δηλαδή των στελεχών του ΛΑΟΣ που υπερασπίστηκαν δραστήρια τον ίδιο και το βιβλίο του. Είναι για αυτούς τους λόγους που η καταδίκη Πλεύρη αποτελεί μία σημαντική νίκη για τη δημοκρατία.
Η καμπάνια της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας ενάντια στη σκανδαλώδη στάση του δικαστηρίου στην πρώτη δίκη, και η αναφορά που κατάθεσαν οι δύο μάρτυρες της κατά του εισαγγελέα Λ. Λαζαράκου που ανέλαβε ρόλο συνηγόρου του κατηγορούμενου και της προέδρου Ευφρ. Τσελεχοβίτου, δυνάμωσαν το ενδιαφέρον του τύπου για την υπόθεση. Η βαρύτητα της δίκης έγινε αισθητή και προκάλεσε έντονο σχολιασμό στα ιστολόγια (blog) όπου η συντριπτική τους πλειοψηφία υποστήριξε την ανάγκη της καταδίκης του Πλεύρη ενάντια στο βαθιά αντιδημοκρατικό επιχείρημα της «ελευθερίας του λόγου». Ταυτόχρονα, υπήρξε μεγαλύτερη κινητικότητα μέσα στην εβραϊκή κοινότητα που αυτή τη φορά έκανε έντονη την παρουσία της στη δικαστική αίθουσα. Στο μεταξύ η δίκη βγήκε έξω από τα σύνορα της χώρας και απασχόλησε τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Είχαμε γράψει στο προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής ότι «Η δίκη κατά του ναζιστή Πλεύρη αποκάλυψε το τέρας. Δεν εννοούμε τον ίδιο το ναζιστή. Αυτόν ο πολιτικοποιημένος κόσμος τον ήξερε από παλιά. Η δίκη κατά του ναζιστή αποκάλυψε πόσο βαθιά έχει προχωρήσει ο νεοχιτλερισμός και ο αντισημιτσιμός μέσα στο πολιτικό σύστημα και στο κράτος. Αυτό που έχει συμβεί τους δύο τελευταίους μήνες ήταν ένα σοκ για όσους δημοκράτες είχαν την ευκαιρία να το ζήσουν».
Διαπιστώνουμε πράγματι ότι η πρώτη αυτή δικαστική νίκη κατά του ναζισμού, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού είναι εξαιρετικά εύθραυστη αφού είναι κυρίως στο νομικό επίπεδο και ελάχιστα στο πολιτικό. Κι αυτό γιατί η γενική σιωπή του πολιτικού καθεστώτος συνεχίστηκε και στη δεύτερη φάση της δίκης, όπως και ο αποκλεισμός σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Απούσα και από την αίθουσα και από οποιαδήποτε εκδήλωση φραστικής πολιτικής συμπαράστασης ήταν σύσσωμη η αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλετική, με την εξαίρεση της ΟΑΚΚΕ, και σύσσωμος ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος, με την εξαίρεση της ομάδας «Τέρμιναλ 119». Στην αίθουσα ο βουλευτής σήμερα του ΛΑΟΣ, Θ. Πλεύρης βρέθηκε πάλι στα έδρανα της υπεράσπισης και ο άλλος βουλευτής του ΛΑΟΣ, ο Α. Γεωργιάδης, εμφανίστηκε στην τηλεόραση να υπερασπίζει το συγγραφέα του «αγαπημένου» του βιβλίου. Το πιο ανησυχητικό και το πιο τερατώδες ήταν ότι την ίδια μέρα που ξεκινούσε η δίκη, με άρθρο του στον τύπο ο Κ. Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δηλαδή του θεσμικού οργάνου του υπεύθυνου για την αντιμετώπιση του ρατσισμού, τοποθετήθηκε κατά της εφαρμογής του αντιρατσιστικού νόμου και υπέρ της «ελευθερίας της έκφρασης»!!! Η εισαγγελέας της έδρας έριξε όλο το βάρος της στην απόδειξη του υπερασπιστικού επιχειρήματος των ναζιστών για το «ρατσιστικό» χαρακτήρα της εβραϊκής θρησκείας, και τελικά επικαλέστηκε το άρθρο του Κ. Παπαϊωάννου για να προτείνει την αθώωση του Κ. Πλεύρη!!! Την ίδια στάση με την εισαγγελέα ακολούθησε και ένα μέλος της σύνθεσης. Και αυτή τη φορά οι μάρτυρες κατηγορίας κατάθεσαν χωρίς να υπάρχει πολιτική αγωγή στην αίθουσα. Οι δικηγόροι δηλαδή των μηνυτών, που αντιπροσώπευαν τα θύματα της ρατσιστικής επίθεσης, αποβλήθηκαν ξανά από το δικαστήριο με ομόφωνη απόφαση της έδρας. Ομόφωνη επίσης ήταν η απόφαση για την αθώωση των συνοδοιπόρων του Πλεύρη Δ. Ζαφειρόπουλου, Μ Γεωργιλά και Θ Χατζηγώγου από τη φασιστοφυλλάδα «Ελεύθερος Κόσμος» για τους οποίους τα στοιχεία του κατηγορητηρίου δεν ήταν τόσο συντριπτικά και κραυγαλέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καταδικαστική απόφαση δεν λήφθηκε ομόφωνα, αλλά κατά πλειοψηφία 2-1. Επίσης το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης δεν απαγγέλθηκε ούτε συνοπτικά, ούτε καν με δύο φράσεις. Το βασικό είναι ότι σε όλη τη διαδικασία υπήρχε ένας μηχανισμός που αποτελείτο από τους 4 κατηγορούμενους, τους 4 συνηγόρους τους, τους δύο εισαγγελείς (της πρώτης και της δεύτερης φάσης της δίκης), τον πρόεδρο της πρώτης και την πάρεδρο της δεύτερης, ο οποίος μιλούσε απαλλαχτικά ή και με θέρμη για τις ναζιστικές θέσεις σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας χώρια από τους 5 μάρτυρες υπεράσπισης. Από την πλευρά των θυμάτων υπήρξαν μόνο οι 7 μάρτυρες που σφυροκοπήθηκαν για τις δημοκρατικές τους θέσεις από όλο αυτό το συγκρότημα του αντισημιτισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μόνος άνθρωπος που έπαιζε έναν κάπως θετικό ρόλο στη διαδικασία (λέμε κάπως γιατί ευθύνεται και αυτός για την αποπομπή της πολιτικής αγωγής) ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Αλλά και αυτός μιλούσε κατά των ναζιστών μόνο με λεπτά υπονοούμενα σαν απειλούμενος και ο ίδιος. Απλά μπόρεσε και κράτησε μία καλή διαδικασία, σεβάστηκε τους μάρτυρες κατηγορίας (που φτάσαμε!) και τους έδωσε την άνεση να καταθέσουν. Έτσι στην ουσία της αυτή η διαδικασία επέτρεψε στους ναζιστές, παρά τη γελοιότητα των επιχειρημάτων τους, να ξεδιπλώσουν όλο τον κανιβαλικό τους οχετό. Με λίγα λόγια επιβλήθηκε από το κράτος μια ποινική βία, βασικά μια ηθική αποδοκιμασία στους κατηγορούμενους χωρίς αυτή να συνοδευτεί από το πολιτικό και ιδεολογικό τους ξεσκέπασμα καθώς και το ξεσκέπασμα του ίδιου του νεοναζισμού και του αντισημιτισμού.
Η άποψή μας είναι ότι η καταδίκη αυτή ήταν κυρίως το αποτέλεσμα μίας διακομματικής υποχρέωσης συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή και διεθνή δημοκρατική πρακτική ενάντια στον αντισημιτισμό, παρά δείγμα μιας εσωτερικής διαδικασίας αντιφασιστικής κάθαρσης. Γιατί μια ενδεχόμενη αθώωση του συγγραφέα του θα σήμαινε τη ντε φάκτο κατάργηση της αντιρατσιστικής νομοθεσίας από το ελληνικό κράτος και ακόμα χειρότερα τη συνενοχή του κράτους αυτού στο κάλεσμα για εξόντωση των εβραίων, πράγμα που θα προκαλούσε σάλο στο εξωτερικό, ειδικά στην ΕΕ.
Η εκτίμησή μας αυτή επιβεβαιώνεται από την αναμφίβολα οργανωμένη λογοκρισία που επικράτησε στην τηλεόραση όπου σε κανένα κανάλι και σε καμιά στιγμή στη διάρκεια των τριών μηνών, που ουσιαστικά κράτησε αυτή η δίκη με τις διακοπές της, δεν επετράπη να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτήν. Και κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το ενδιαφέρον δεν θα ήταν μεγάλο γι αυτήν την υπόθεση. Έτσι το πλατύ κοινό, αυτό που πληροφορείται για το τι συμβαίνει στον κόσμο και στην Ελλάδα από την τηλεόραση, δεν έμαθε ούτε ότι έγινε η δίκη, ούτε ότι υπήρξε κάποιος κατηγορούμενος για ρατσισμό, ούτε ότι αυτός καταδικάστηκε. Δεν υπήρξε δηλαδή η παραμικρή πολιτική εκπαίδευση των μαζών στον αντι-αντισημιτισμό. Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα για την πολιτική δημοκρατία ή μάλλον για τον κρυφοφασισμό που επικρατεί στη χώρα μας.
Με λίγα λόγια αποδείχτηκε ότι η πολιτεία και σύσσωμος ο κοινοβουλευτικός πολιτικός κόσμος επιτρέπουν να σέρνεται και να δυναμώνει στη βάση της κοινωνίας ο κανιβαλικός αντισημιτισμός ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν και αφήνουν αλώβητο το ΛΑΟΣ που θα ξεσκεπαζόταν και θα εκτιθόταν βαριά αν έβγαινε στο φως αυτή τη δίκη. Αυτή η αποκάλυψη του χαρακτήρα του ευρύτερου πολιτικού καθεστώτος ήταν η μεγαλύτερη συνεισφορά αυτής της δίκης και ο βασικός παράγοντας που δικαιώνει την Αντιναζιστική για την απόφασή της να παρέμβει στη διαδικασία για να κάνει αποτελεσματικό το κατηγορητήριο και έτσι η δίωξη και η καταδίκη να γίνουν υποχρεωτικές για τις δικαστικές αρχές.
Είδαμε πρόσφατα πόσο δεμένο είναι το ΛΑΟΣ και οι άνθρωποι του με το καθεστώς, όταν βγήκαν στο φως τα συντριπτικά στοιχεία για την εμπλοκή των δύο δικηγόρων του ναζιστή Πλεύρη, Μαλέρμπα και Κουτελιδάκη, στην υπόθεση του εκβιασμού του Ζαχόπουλου και πνίγηκαν ξανά μέσα στη γενική σιωπή. Μάλιστα ο Μαλέρμπας ήταν βασικός συνήγορος υπεράσπισης του Πλεύρη στη δίκη.
Βέβαια ο κρυφοφασισμός της κορυφής δεν μπορεί να δηλητηριάσει και να ελέγξει όλη την κοινωνία. Αποδείχτηκε ότι υπάρχουν πολλοί φωτισμένοι δημοκράτες διατεθειμένοι να αντισταθούν σε αυτή τη λαίλαπα. Έτσι εκτός από τους δεκάδες που ήρθαν στην αίθουσα του δικαστηρίου υπήρξαν εκατοντάδες μπλόγκερ που έκαναν ότι μπορούσαν για να γίνει γνωστή η δίκη και έγραψαν σημαντικά σχόλια ενάντια στην αθώωση με το ψευτοδημοκρατικό πρόσχημα της «ελευθερίας της γνώμης». Καίριος για την ενημέρωση των πιο πολιτικά ανήσυχων ανθρώπων ήταν ο ρόλος που έπαιξαν δημοσιογράφοι σαν τον Ιό της Ελευθεροτυπίας, τον Τ. Καμπύλη και τον Καρκαγιάννη στην Καθημερινή, τη Μ. Μουστάκα στα Νέα), ενώ στο ραδιόφωνο σχεδόν μοναδική ήταν η επίμονη φωνή του δημοσιογράφου Μ. Διονέλλη στο σταθμό «Στο Κόκκινο».
Για μας αυτή η δίκη δεν έχει τελειώσει και δεν εννοούμε ότι μας περιμένει η διεξαγωγή της σε δεύτερο βαθμό. Εννοούμε ότι η ποινική καταδίκη πρέπει να συμπληρωθεί από την πολιτική αλλιώς η πρώτη θα μείνει μετέωρη. Στην πραγματικότητα η δίκη του Πλεύρη σα δίκη του αντισημιτισμού και του ρατσισμού γενικότερα μόλις τώρα άρχισε και το πιο βασικό βήμα που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να κάνουμε γνωστή και να καταγγείλουμε τη σιωπή γύρω από αυτήν, ιδιαίτερα τη φίμωση της τηλεόρασης. Καλούμε γενικότερα όλους τους δημοκράτες να δυναμώσουν την πάλη ενάντια στο νεοναζισμό και τον αντισημιτισμό για να αναχαιτίσουν τον υφέρποντα φασισμό σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και για να υπερασπίσουν τη δημοκρατία.