Μ. ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ

ΤΟ ΜΕΓΑΛO ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ

Δεν είναι τυχαίο το ότι το «σκάνδαλο» της μονής Βατοπεδίου ξέσπασε με τη μεγαλύτερη ένταση αυτή την περίοδο που ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει αρχίσει να υποχωρεί στις πιέσεις της πουτινικής Ρωσίας και έχει δεσμευτεί στο Κίεβο να διαπραγματευτεί συνολικά τις απαιτήσεις του Πατριαρχείου Μόσχας. Το «σκάνδαλο» του Βατοπεδίου κατασκευάστηκε καταρχάς από το πεντακομματικό καθεστώς για να υπονομεύσει την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον ορθόδοξο κόσμο, αφού η μονή Βατοπεδίου είναι το πιο σημαντικό στήριγμα του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Άγιο όρος και ίσως σε όλη την Ελλάδα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η Ρωσία του Πούτιν και ο ίδιος ο Πούτιν επικεντρώνουν την προσπάθειά τους να βάλουν πόδι στο Άγιο Όρος ελέγχοντας πρώτα και κύρια τη Μονή Βατοπεδίου, που εδώ και καιρό αντιστέκεται σε αυτά τα σχέδια. Παράλληλα, αλλά μόνο καθ’ οδόν της εξέλιξής του, το «σκάνδαλο» Βατοπεδίου χρησιμοποιήθηκε για να εκκαθαριστούν ή να αχρηστευτούν πολιτικά εν ενεργεία και πρώην πολιτικά στελέχη. Πρώτη φορά, αποχαλινωμένο όσο ποτέ άλλοτε το πεντακομματικό καθεστώς εκκαθαρίζει μαζικά κορυφαία κυβερνητικά στελέχη που αντιστέκονται συνειδητά ή ασυνείδητα στην καραμανλική πολιτική υποταγής στην πουτινική Ρωσία.

Η διαφορά ανάμεσα στη φασιστική δήμευση και τη δημοκρατική απαλλοτρίωση

Το μεγάλο πολιτικό ζήτημα με τη μονή Βατοπεδίου δεν είναι ούτε η απόδοση από το κράτος των περιοχών της Βιστωνίδας στη μονή ούτε -στη συνέχεια- οι ανταλλαγές αυτών των περιοχών με ακίνητα του Δημοσίου, γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αποδείχτηκε ως τώρα ότι έγινε παράνομα. Το αληθινό σκάνδαλο μέχρι στιγμής είναι εντελώς πολιτικό και είναι, ακριβώς αντίστροφα, η ακύρωση από το καθεστώς των νόμιμων δικαιωμάτων της μονής Βατοπεδίου, δηλαδή η φασιστικού τύπου δήμευση. Αν η ακύρωση στηριζόταν σε μια νόμιμη ακύρωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας που έχει φεουδαρχική προέλευση, αυτή θα ήταν μια δημοκρατική πράξη. Όμως αυτό που γίνεται τώρα είναι η καταπάτηση κάθε αστικής νομιμότητας στο όνομα του «ηθικά σωστού». Το πεντακομματικό φασιστικό «κίνημα ηθικής» και τα επιστρατευμένα για την περίπτωση ΜΜΕ, απαγορεύουν μόνο στην αντίπαλή τους μονή Βατοπεδίου να κάνει επιχειρήσεις και όχι στην υπόλοιπη εκκλησία. Το πιο βασικό επιχείρημα των φασιστών και σοσιαλφασιστών που έπεισαν αυτό το λαό ότι τα δικαιώματα της συγκεκριμένης μονής πάνω στη Βιστωνίδα είναι ανύπαρκτα είναι κυρίως ένα: Ότι η περιουσία αυτή έχει φεουδαρχική προέλευση (υπάρχει βέβαια και ένα δεύτερο επιχείρημα, που πήρε τη θέση του πρώτου μόνο όταν αυτό αδυνάτισε, και είναι το ότι σε αντάλλαγμα της Βιστωνίδας η μονή Βατοπέδιου πήρε γη πολύ μεγαλύτερης αξίας από εκείνη που παραχώρησε). Για το πρώτο ζήτημα, που είναι πιο άμεσα πολιτικό, θα μιλήσουμε τώρα και για το δεύτερο, που είναι πιο τεχνικό, θα μιλήσουμε παρακάτω.
Η άρνηση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας είναι στο βάθος το περιεχόμενο της καταδίκης -από σύσσωμο το τηλεοπτικό έθνος- των διάφορων βυζαντινών χρυσόβουλων και τούρκικων φιρμανιών και βερατιών βάσει των οποίων η τρισκατάρατη μονή και ο ηγούμενός της Εφραίμ θεμελίωναν την ιδιοκτησία τους πάνω στη Βιστωνίδα, αυτή την ξαφνικά ανακηρυγμένη «λίμνη του λαού».
Πράγματι, η ιδιοκτησία αυτή έχει φεουδαρχική προέλευση και είναι στη φύση κάθε δημοκρατικής μεταρρύθμισης να δημεύει κάθε φεουδαρχική ιδιοκτησία, οπότε και την εκκλησιαστική, που είναι μάλιστα η κατεξοχήν φεουδαρχικής προέλευσης ιδιοκτησία στη σύγχρονη Ελλάδα. Αλλά το ελληνικό κράτος δε δήμευσε ποτέ καμιά εκκλησιαστική φεουδαρχικής προέλευσης ιδιοκτησία, γιατί ποτέ η αστική τάξη δεν έκανε στη χώρα αυτή μια δημοκρατική επανάσταση, και ακόμα πιο πολύ γιατί ποτέ δε συγκρούστηκε με την Εκκλησία από πραγματική δημοκρατική σκοπιά. Αν ήθελε το κράτος και τα κόμματα να κάνουν έστω τώρα μια όψιμη δημοκρατική μεταρρύθμιση και να κατασχέσουν την φεουδαρχικής προέλευσης εκκλησιαστική περιουσία, θα έπρεπε να το κάνουν για όλην ανεξαίρετα την εκκλησιαστική περιουσία αυτής της φύσης και όχι επιλεκτικά σε μία ή σε δυο περιπτώσεις, όπως αυτό συμφέρει σε ειδικές μερίδες της Εκκλησίας, της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Αν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, η ψευτοαριστερά και οι φασίστες του ΛΑΟΣ ήθελαν να δημεύσουν τη φεουδαρχικής προέλευσης εκκλησιαστική περιουσία, θα έπρεπε να προτείνουν και να περάσουν ένα νόμο γι’ αυτό, που σημαίνει ότι θα έπρεπε όλοι αυτοί μαζί να αναλάβουν να συγκρουστούν μετωπικά και για χρόνια με όλη την Εκκλησία και το στρατό των πιστών που την ακολουθούν. Μόνο αν υπήρχε ένα τέτοιο κίνημα και ένας τέτοιος νόμος θα είχαν το δικαίωμα οι όψιμοι αυτοί και επιλεκτικοί δήθεν αντικληρικαλιστές να ζητάνε απαλλοτρίωση της λίμνης υπέρ του Κράτους.
Όμως έναν τέτοιο νόμο δεν τον θέλησε ποτέ κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα και δεν τον προτείνει, βέβαια, ο θεομπαίχτικος ΛΑΟΣ. Επίσης το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ πετάνε περιστασιακά, όπως τώρα, μερικά πυροτεχνήματα περί δήμευσης ορισμένων κομματιών της εκκλησιαστικής περιουσίας, για να απειλούν την εκκλησιαστική ηγεσία, όταν αυτή αυθαδιάζει στη Μόσχα, ή τα αμολάνε σαν αριστερή δημαγωγία για να την καταναλώνει η βάση τους, που είναι γενικά αντικληρικαλιστική (αλλά όχι άθεη, σε γενικές γραμμές). Όταν όμως πρόκειται για τη συγκεκριμένη εκκλησιαστική πολιτική, ξέρουν και ο ΣΥΝ και το ψευτοΚΚΕ να υποβάλλουν τα σέβη τους και το θαυμασμό τους στην πιο σκοταδιστική και πιο φεουδαρχική πτέρυγα της Εκκλησίας, που ως πριν λίγο εκφραζόταν από το ρωσόδουλο και φασίστα Χριστόδουλο. Το ίδιο και ο Παπανδρέου, που δήλωσε τελευταία σε συνέντευξή του ότι είναι υπέρ του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος για να αποπροσανατολίσει το λαό, καθώς άλλο είναι το ζήτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας-κράτους και άλλο το ζήτημα της δήμευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας φεουδαρχικής προέλευσης.
Όλοι αυτοί οι δημαγωγοί είναι στην πράξη υπέρ του αναπαλλοτρίωτου της εκκλησιαστικής περιουσίας που ισχύει και σήμερα. Αν δεν ήταν, θα είχαν προ πολλού κάνει έντονη και διαρκή φασαρία γι’ αυτό το ζήτημα. Το ίδιο υποκριτές είναι όταν μιλάνε για διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για οπαδούς μιας Εκκλησίας που θα ανήκει στο κράτος και στο κομματικό-μισοφεουδαρχικό σύστημα εξουσίας που οι ίδιοι έχουν οικοδομήσει εδώ και τριάντα χρόνια. Ο σοσιαλφασισμός δε θέλει την εκκλησία χωρισμένη από το κράτος, γιατί ο έλεγχος του κράτους θα του εξασφαλίσει αυτόματα και σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο και της Εκκλησίας.
Όσο λοιπόν θα είναι αναπαλλοτρίωτη η φεουδαρχικής προέλευσης περιουσία της Εκκλησίας, αυτό θα σημαίνει ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας της Εκκλησίας που αναγνωρίζει το ελληνικό κράτος θα είναι τα φεουδαρχικά χρυσόβουλλα και τα οθωμανικά φιρμάνια και βεράτια. Όταν με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους δε λύθηκε το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας υπέρ του επαναστατικού αστικού δημοκρατισμού, δεν έμειναν παρά να αναγνωρίζονται αυτοί οι τίτλοι. Γι’ αυτό το λόγο και οι βιβλιοθήκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι κατά κάποιο τρόπο και ένα αναγνωρισμένο από το ελληνικό κράτος υποθηκοφυλακείο της εκκλησίας.
Οι υποκριτές σοσιαλφασίστες λοιπόν, ενώ δεν έχουν κάνει ποτέ ένα δημοκρατικό αγώνα εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, κοροϊδεύουν τώρα και απορρίπτουν τους τίτλους της ιδιοκτησίας του Βατοπεδίου, που πηγάζουν από τα χρυσόβουλλα, τα φιρμάνια και τα βεράτια. Αυτό το κάνουν όχι για να συσπειρώνουν τη δίκαιη λαϊκή απέχθεια για όλο το προνομιούχο εκκλησιαστικό κεφάλαιο, αλλά για να την οργανώνουν επιλεκτικά ενάντια στη μονή του Βατοπεδίου και στις επόμενες εχθρικές μονές, μητροπόλεις και εκκλησίες που θα βάλουν ή έχουν ήδη βάλει στο στόχο, όπως τη μονή Τοπλού, που όχι τυχαία επίσης ανήκει στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κων/λης.

Νεοφεουδάρχες γραφειοκράτες εναντίον πρώην φεουδαρχών που λειτουργούν καπιταλιστικά

Το να αφαιρεί μια κρατικοκομματική εξουσία στο όνομα του «αστικοδημοκρατισμού» τη φεουδαρχικής προέλευσης περιουσία μόνο ενός επιλεγμένου εκκλησιαστικού ιδιοκτήτη και όχι κάθε άλλου είναι μια άλλη μορφή της επίσης επιλεκτικής, αλλά «σοσιαλιστικού» τύπου αφαίρεσης της ζωής ή της περιουσίας ενός συγκεκριμένου βιομήχανου καπιταλιστή και κανενός άλλου. Τέτοιες επιλεκτικές εκκαθαρίσεις το 17νοεμβρίτικο βαθύ καθεστώς τις έχει επιχειρήσει ενάντια σε δυτικόφιλους αστούς τύπου Αγγελόπουλου, Αθανασιάδη, Περατικού κτλ., αλλά ποτέ ενάντια σε ρωσόδουλους τύπου Κόκκαλη και Μπόμπολα.
Το ίδιο επιλεκτικά το φασιστικό κίνημα του αντι-Βατοπέδιου καρατόμησε πολιτικά και τους μισοφιλελεύθερους Βουλγαράκη και Ρουσόπουλο χωρίς να αποδειχτεί καμιά παρανομία τους, με το επιχείρημα για τον πρώτο ότι δεν είναι σωστό ένας υπουργός να μειώνει, για παράδειγμα, όπως τον κατηγόρησαν, τη φορολογία του με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο ή να αναμειγνύεται σε νόμιμες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το κοινοβούλιο είναι αστικό, αφού έχουμε μια αστική δημοκρατία –στην καλύτερη περίπτωση δημοκρατία-, αλλά οι βουλευτές δεν πρέπει να ανήκουν στην αστική τάξη, αλλά να είναι εκπρόσωποι της φτωχολογιάς! Όσο για τον δεύτερο, αυτός καρατομήθηκε μόνο και μόνο για προσωπικές σχέσεις με έναν Εφραίμ, που όμως ακόμα δεν έχει κατηγορηθεί για οτιδήποτε παράνομο πέρα από το ότι είναι ανήθικο για έναν καλόγερο να διαχειρίζεται κεφαλαιοκρατικά τη μοναστηριακή περιουσία. Πόσο απέραντα υποκριτές είναι αυτοί οι φαιοκόκκινοι δημαγωγοί που διοικούν τη χώρα επικεφαλής 5 κομμάτων, που οι μηχανισμοί ή τα ηγετικά στελέχη τους διαχειρίζονται με καπιταλιστικό τρόπο τις περιουσίες τους...
Βέβαια, αν ψάξει κανείς βαθύτερα το ζήτημα με το Βατοπέδιο και τη Βιστωνίδα, θα αντιληφθεί ότι αυτό που ενόχλησε ιδεολογικοπολιτικά τους ψευτοαριστερούς και τους φαιούς φασίστες περισσότερο -και εννοούμε πέρα από το ότι το Βατοπέδιο αντιστέκεται στον Πούτιν και είναι επίσης η βάση της εξουσίας του Βαρθολομαίου στο Άγιο Όρος- δεν ήταν η φεουδαρχική περιουσία του Βατοπέδιου, αλλά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μονή τόλμησε από φεουδάρχης να γίνει καπιταλιστής γαιοκτήμονας και -ακόμα χειρότερα- καπιταλιστής της οικοδομικής βιομηχανίας. Αυτή είναι η έσχατη αμαρτία που καταλογίζει στους καλόγερους μπίζνεσμεν του Βατοπεδίου ο ΣΥΝ, το ψευτοΚΚΕ και το σημερινό πιο αντιδραστικό ΠΑΣΟΚ όλων των εποχών. Γι’ αυτούς τους νεοφεουδάρχες, που έχουν μάθει να απομυζούν ένα τεράστιο μέρος της εθνικής παραγωγής με τη μορφή της κρατικής γραφειοκρατικής γαιοπροσόδου, δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από το να γίνει η φεουδαρχική γη -η γενικά αναξιοποίητη και χέρσα γη- μια γη στην οποία συντελείται καπιταλιστικής μορφής παραγωγή. Το δημαγωγικό σύνθημά τους είναι να δοθεί «όλη η γη στο λαό». Όμως, όταν το λένε αυτό, εννοούν να δοθεί στην παρασιτική γραφειοκρατία του κράτους και των δήμων, δηλαδή στους ίδιους. Εννοείται ότι και αυτού του είδους ο αντικαπιταλισμός είναι επιλεκτικός, καθώς πολύ πριν και πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι καλόγεροι του Βατοπέδιου η ελληνική Εκκλησία έγινε ένας από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές της χώρας όχι μόνο ως ιδιοκτήτης και μισοεργολάβος ακινήτων, αλλά και ως μεγαλοτραπεζίτης με τη συμμετοχή του στην Εθνική Τράπεζα ή και ως βιομήχανος καπιταλιστής με τη συμμετοχή του στην ακτοπλοΐα.
Το επιλεκτικό «κίνημα ηθικής» ενάντια στο Βατοπέδιο στηρίζεται στην εξίσου φασιστική αρχή της προστασίας της «ιερής» κρατικής περιουσίας, που είναι υποτίθεται τέτοια όχι για άλλους λόγους, αλλά γιατί τάχα ως κρατική ανήκει στον λαό. Αυτή η αρχή της δήθεν «λαϊκής» κρατικής γης στις συνθήκες της απόλυτης αστικής κυριαρχίας στο κράτος στην καλύτερη περίπτωση είναι κούφιες κουβέντες και στη χειρότερη φασισμός. Γιατί η αρχή αυτή μετατρέπεται σε κινητήρια δύναμη της φασιστικής πολιτικής μόνο όταν οι καταπατητές της ιερής «λαϊκής» γης είναι μη αρεστοί στο βαθύ καθεστώς.

Μονή Εσφιγμένου, ή πώς για χάρη του τσάρου πνίγεται το αληθινό σκάνδαλο

Η επιλεκτικότητα των εκκαθαριστών ηθικολόγων αποδεικνύεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στην υπόθεση της Μονής Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος. Την ίδια δηλαδή στιγμή που εξελίσσεται η υπόθεση του Βατοπεδίου αποκαλύφθηκε ένα πραγματικό σκάνδαλο με τους παλιοημερολογίτες που κατέχουν παράνομα τη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους και τους οποίους χρησιμοποιεί η ρώσικη εξωτερική πολιτική και οι άνθρωποί της στην Ελλάδα -με επικεφαλής τον Καραμανλή-, για να κάνει εισοδισμό στο Άγιο Όρος. Αυτό το πραγματικό σκάνδαλο όμως το θάβουν τα ΜΜΕ και οι κομματικοί τους εντολοδόχοι-προστάτες τάχα της δημόσιας περιουσίας και της ηθικής. Από το Έθνος διαβάζουμε ότι: “Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η υπεξαίρεση αγγίζει το ποσό των 700.000 ευρώ και φέρεται να τελέστηκε την 6ετία 1996-2002 (...) Στη συνέχεια αφέθηκαν ελεύθεροι με τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα και ανακριτή με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, ενώ για την παραπομπή τους ή όχι σε δίκη θα αποφασίσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο». Βεβαίως η ίδια αυτή εφημερίδα -όργανο του Μπόμπολα- σταμάτησε μετά να κάνει θόρυβο για την υπόθεση, αφού προφανώς οι υπεύθυνοί της διαπίστωσαν ότι το σκάνδαλο που πρόβαλε ο συντάκτης της ήταν εκτός «εθνικής σκανδαλοθηρικής γραμμής».
Το τι είναι πολιτικά οι καλόγεροι που έχουν καταλάβει τη μονή Εσφιγμένου και τους οποίους ο Καραμανλής αρνείται να διώξει παρανομώντας ωμά διαπιστώνεται αμέσως από την ανοιχτή επίσημη επέμβαση της πουτινικής Ρωσίας υπέρ των καταληψιών. Η Ρωσία αμφισβητεί απερίφραστα τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους. Μια τέτοια επέμβαση θα είχε διαταράξει τις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας- Ρωσίας, αν το ελληνικό καθεστώς δεν ήταν απόλυτα εξαρτημένο από τη δεύτερη. Διαβάζουμε στην Kαθημερινή:
«…Με επιστολή του προς τον αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο επί των εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας και ισχυρός άντρας της ρωσικής εκκλησίας μητροπολίτης Σμόλενσκ και Καλίνινγκραντ Κύριλλος εκφράζει “ανησυχίες λόγω της εντάσεως που επικρατεί στο θέμα της Μονής Εσφιγμένου και απειλεί να μετατραπεί σε σύγκρουση με τη χρήση βίας”. Ως αφορμή για την παρέμβαση σ’ ένα ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά των πνευματικών αρμοδιοτήτων του Φαναρίου, ο μητροπολίτης Σμόλενσκ επικαλείται “γράμμα του αρχιμανδρίτου Μεθοδίου (σ.σ. ηγούμενου της μονής Εσφιγμένου) προς τον Αγιώτατον Πατριάρχην Μόσχας και Πάσης Ρωσίας κ. Αλέξιον στο οποίο παραπονείται για τις καταπιέσεις των πολιτικών αρχών του Αγίου Ορους που απειλούν, κατά τη γνώμη του, την ύπαρξη της ίδιας της μονής”. “…Στην Ρωσία, επίσης, αφενός μάς είναι πολύτιμη η μονή αυτή ως τόπος κουράς του ιδρυτού του ρωσικού μοναχισμού, δηλαδή του Οσίου Αντωνίου, αφετέρου όλα αυτά που γίνονται τώρα στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου υπενθυμίζουν στους πιστούς μας την θλιβερά ιστορία της τελευταίας δεκαετίας, όταν με παρόμοια βιαιοπραγία, η σκήτη του προφήτη Ηλία του Αγίου Ορους, (σ.σ. είχαν απελαθεί το 1992 ρωσικής καταγωγής μοναχοί) την οποία έχτισαν οι μοναχοί και ευεργέται της Ρωσίας έγινε απρόσιτος για τους Ρώσους μοναχούς”, σημειώνει χαρακτηριστικά…», και συνεχίζει το ίδιο άρθρο της Καθημερινής:
«…Άλλες πηγές, προσκείμενες στην Ιερά Κοινότητα, σχολιάζοντας την απροκάλυπτη παρέμβαση της Μόσχας στο ζήτημα της Εσφιγμένου τη συσχέτιζαν, επιπλέον, με την απώλεια της ρωσικής κυριαρχίας στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος, το σπουδαιότερο κέντρο του ρωσικού μοναχισμού στο Αγιον Ορος, η διοίκηση της οποίας πέρασε στους πλειοψηφούντες Ουκρανούς μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Έκαναν, επίσης, λόγο για προσπάθεια της ρωσικής εκκλησίας να καταφέρει επ’ ευκαιρία ένα ακόμα “χτύπημα κάτω από τη μέση” στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στον διαρκή αγώνα των Ρώσων για την “Τρίτη Ρώμη”, τη μετατόπιση, δηλαδή, του κέντρου της παγκόσμιας ορθοδοξίας από το Φανάρι στη Μόσχα».

Η απροκάλυπτη επέμβαση της Μόσχας στα εσωτερικά του Αγίου Όρους δεν ενοχλεί καθόλου τις 5 ρωσόδουλες κομματικές ηγεσίες, αφού βέβαια αυτές, με κοινό αρχηγό τους τον Καραμανλή, στηρίζουν την κυριαρχική είσοδο της Ρωσίας στο Άγιο Όρος. Μια από τις πιο βασικές ρώσικες διεκδικήσεις είναι αυτή κατά της μονής Βατοπεδίου, που προβλήθηκε από τον Πούτιν στο πρόσφατο ταξίδι του στην Ελλάδα!!! (Ελευθεροτυπία, 9/6/2005). Για το νέο τσάρο κακώς η μονή Βατοπεδίου, δηλαδή ο Εφραίμ, δηλαδή το Πατριαρχείο, αρνούνται να παραδώσουν στη Ρωσία την πρώην σκήτη του Αγίου Ανδρέα, που κάποτε ήταν ρωσική!!! Τώρα δηλαδή που ο Πούτιν ζητάει να του παραδοθεί ελληνικό έδαφος, επικαλούμενος φεουδαρχικά δικαιώματα μιας χώρας ξένης προς τη δικιά μας, κανείς από αυτούς τους δήθεν αριστερούς αντικληρικαλιστές και ψευτοπατριώτες δεν εξοργίζεται και δεν το αναφέρει ούτε καν στον Τύπο και τα κανάλια. Ξέρουν αυτοί οι λεβέντες ότι η άλωση του Άγιου Όρους από το αφεντικό τους, την πουτινική Ρωσία, θα είναι στρατηγικός παράγοντας στη δημιουργία του ρώσικου ορθοδοξοφασιστικού ιδεολογικού και πολιτικού τόξου, αυτού του κρίσιμου εργαλείου για την παγκόσμια κυριαρχία της στα Βαλκάνια και σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Η καρατόμηση του Ρουσόπουλου από τον Καραμανλή μέσω του διακομματικού κυνηγιού των προγραμμένων μαγισσών

Να γιατί οι κομματικές ηγεσίες με επικεφαλής τον ΣΥΝ, τον Παπανδρέου και το ψευτοΚΚΕ ξεκίνησαν, παράλληλα με την καταγγελία της δήθεν κλοπής της κρατικής γης, και την εκστρατεία προσωπικής σπίλωσης των κάπως ισχυρών νυν και τέως δυτικόφιλων υπουργών, κατηγορώντας τους σαν τους χειρότερους απατεώνες που εισπράξανε, τάχα, μια τεράστια αξία σε σχέση με αυτή της ελεύθερης αγοράς ακινήτων, από τη συνεργασία τους με τον Εφραίμ και με κρατικές υπηρεσίες στις οποίες προΐστανται ή προΐσταντο. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι κάπου και κάποια από τα πολιτικά πρόσωπα έχουν ασκήσει ευνοϊκή πολιτική επιρροή υπέρ της μονής στην πολύπλοκη αυτή και με πολύ υποκειμενικά στοιχεία υπόθεση της επιλογής των κτημάτων που ανταλλάχτηκαν, των ποσοτήτων εξαγοράς των ακινήτων κλπ. Αλλά πουθενά δεν βρέθηκε κάποια μεγάλη και σκανδαλώδικη απόφαση. Το μεγάλο ζήτημα δηλαδή είναι ότι όλους αυτούς τους κατηγόρησαν χωρίς κανένα πραγματικό και συγκεκριμένο ενοχοποιητικό στοιχείο, δηλαδή τους κατηγόρησαν ακόμα πιο σκανδαλώδικα από ότι την ίδια τη μονή.
Το κέντρο των πυρών τους ήταν ο Ρουσόπουλος. Αυτός δεν κατηγορήθηκε για κανένα από τα αρνητικά του, χειρότερο από τα οποία είναι ο αντιμακεδονικός σοβινισμός του, αλλά για το μεγάλο του θετικό, που είναι η φιλοευρωπαϊκή και μερικές φορές αντιπουτινική γραμμή που κρατούσαν τα κρατικά κανάλια ΕΤ2 και ΕΤ1 που έλεγχε, αλλά και οι αντιστάσεις που κρατούσε αρκετές φορές στις εκκαθαρίσεις των δυτικόφιλων στελεχών της κυβέρνησης. Η εκκαθάριση του Ρουσόπουλου ήταν η πιο φασιστική απ’ όλες. Το μόνο που βρήκε να του προσάψει όλος αυτός ο πεντακομματικός μηχανισμός «ραδιουργίας» ήταν ότι συναντούσε τον Εφραίμ και ότι αυτό ήταν απόδειξη ότι μοιραζόταν μαζί του τα εξ ορισμού κλοπιμαία της εξ ορισμού λεηλασίας της κρατικής και «λαϊκής» περιουσίας.
Εννοείται ότι ο Ρουσόπουλος εξοντώθηκε όπως όλα τα πισώπλατα μαχαιρωμένα θύματα του Καραμανλή φωνάζοντας υπέρ του θύτη του. Ο πρωθυπουργός εξοντώνει τους υπουργούς του καθ’ υπόδειξη της αντιπολίτευσης πείθοντάς τους ότι δεν μπορούσε να μην τους θυσιάσει, αφού ζητούσαν την καθαίρεσή τους όλος ο λαός, όλα τα κανάλια και η ίδια η κομματική βάση. Αλλά κανείς από τους υπουργούς που έχουν εξολοθρεφτεί δεν τόλμησε ποτέ να παρατηρήσει ότι είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που φταίει για το ότι και ο ίδιος και όλοι οι άλλοι υπουργοί, όλος ο κομματικός μηχανισμός, και η πλειοψηφία του κομματικού τύπου δε στάθηκαν ποτέ με επιχειρήματα, αποφασιστικά και διεξοδικά δίπλα στα θύματα. Αυτά δεν εξοντώνονται σε μια μέρα από κάποια τυχαία λαδιά που ανακαλύφθηκε πως έκαναν, αλλά τα έχουν προγράψει ανοιχτά και τα έχουν στοχοποιήσει μήνες ή και χρόνια πριν την καθαίρεσή τους ο Γ. Παπανδρέου, ο ΣΥΝ, το ψευτοΚΚΕ και ο ΛΑΟΣ. Αφού η κυβέρνηση δε στάθηκε ποτέ αποφασιστικά δίπλα στα θύματα, όταν τα χτυπούσε πολιτικά και με κούφια προσωπική σκανδαλολογία η αντιπολίτευση, πώς θα τα υποστήριζαν τα κομματικά στελέχη της ΝΔ, οι οργανώσεις βάσης, τα ΜΜΕ, ο Τύπος και τελικά πώς θα στεκόταν δίπλα τους ο λαός; Η μόνη απάντηση του Καραμανλή στις επιθέσεις κατά των στελεχών του ήταν πάντα μία: «μηδενική ανοχή» στους επιλεγμένους ύποπτους, ή «η δικαιοσύνη θα αποφασίζει» και όχι η πολιτική. Αυτό δε γίνεται ποτέ σε καμιά αστικοδημοκρατική χώρα, όταν το στέλεχος δεχτεί πολιτική επίθεση με τη μορφή ενός αναπόδεικτου σκανδάλου. Το σκάνδαλο καρατομεί έναν υπουργό όταν η παρανομία είναι αναντίρρητη και πολιτικά και ηθικά βαριά, σύμφωνα με τις συνθήκες της χώρας. Το να βρει κανείς παράνομες ή παράτυπες πρακτικές σε πολίτες μιας χώρας σαν την Ελλάδα, όπου ακόμα και τα νόμιμα δικαιώματα του πολίτη πολλές φορές προωθούνται μέσω της διαφθοράς των υπαλλήλων και του ρουσφετιού των πολιτικών, είναι κάτι το εξαιρετικά απλό. Το να βρει κανείς τέτοια τρωτά στη λειτουργία αστών πολιτικών είναι κάτι ακόμα πιο εύκολο. Πραγματικά, και στη χώρα μας και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες δύσκολα θα βρει κανείς αστικό πολιτικό στέλεχος που θα περάσει εντελώς αλώβητο από ένα τεστ πλήρους διερεύνησης της κοινωνικής και πολιτικής του σχέσης με το μεγάλο κεφάλαιο. Στην Ελλάδα όμως του προελαύνοντος διακομματικού φασισμού κορυφής αρκεί μια κατηγορία από οποιονδήποτε, αρκούν και οι πιο μακρινές υποψίες, για να εξοντωθεί στο όνομα όχι πια της παρανομίας, αλλά της αφηρημένης αντικαπιταλιστικής «ηθικής» όποιος πολιτικός επιλεγεί και προσεκτικά ξεσκονιστεί με αυτό το σκοπό. Αρκεί μόνο να δει κανείς πως κάθε τέτοιο «σκάνδαλο» αρχίζει με κάποιες αμφίβολες κατηγορίες, στη συνέχεια το θύμα στοχοποιείται από την τηλεοπτική καταιγίδα και μετά απομονώνεται και γελοιοποιείται. Στη συνέχεια αναζητούνται σε βάρος του νέα στοιχεία, νέοι μάρτυρες, ακόμα και νέες κατηγορίες, προκειμένου έστω να βρεθεί ή να εφευρεθεί μία κατηγορία της προκοπής, για να μετατρέψει τον αθώο ή τον ύποπτο σε ένοχο. Το ρόλο του ερευνητή-διώκτη τον αναλαμβάνουν αρχικά κομματικοί εντεταλμένοι κεφαλοκυνηγοί σαν τον Καρχιμάκη του ΠΑΣΟΚ ή σαν τους κατά τομέα ειδικευμένους κεφαλοκυνηγούς του ΣΥΝ, αλλά τελικά μπαίνουν στο παιχνίδι κάθε λογής στημένοι μάρτυρες ή κάθε πολίτης που κάποτε τον αδίκησαν τα στοχοποιημένα θύματα. Μετά, αν κάτι βρεθεί λίγο ύποπτο -πράγμα τόσο εύκολο στη χώρα των προσωπικών-κρατικοκομματικών διευκολύνσεων, ακολουθούν τους αρχικούς διώκτες οι δικαστές και οι εισαγγελείς, που δέχονται μια τεράστια πολιτική πίεση από τον τηλεοπτικό όχλο, τον οποίο έχει ήδη αφιονίσει και ξεσηκώσει το διακομματικό συντονιστικό κορυφής. Αν οι δικαστές δεν αναζητήσουν ενόχους, θα κατηγορηθούν και οι ίδιοι ως συνένοχοι, ιδιαίτερα αν κάτι επιβαρυντικό βρεθεί ενάντια στις προγραμμένες μάγισσες στην κατοπινή περίοδο του κυνηγιού τους.
Στην προκειμένη περίπτωση ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Σανιδάς, παρέδωσε στον τηλεοπτικό όχλο, που ήταν για μήνες καλοδουλεμένος και σίγουρος πια για τη συνομωσία των υπουργών με το σατανικό καλόγερο, πιθανές παρανομίες. Όμως δεν παρέδωσε και υποψίες για πολιτικά πρόσωπα όπως «όφειλε», σύμφωνα με τα 3 φαιοκόκκινα κόμματα και το όλο και πιο κτηνώδες ΠΑΣΟΚ. Τελικά γι’ αυτό το τελευταίο του «έγκλημα» μπήκε για λίγο και ο ίδιος ο Σανιδάς στη μηχανή του κιμά, επειδή οι υφισταμένοί του εισαγγελείς εφετών, που ανέλαβαν να διερευνήσουν βαθύτερα την υπόθεση, προχώρησαν σε κάποιες εκτιμήσεις για κάποιες πιθανή ενοχή και κάποιων από τους προγραμμένους υπουργούς. Έτσι ικανοποίησαν τον όχλο και τους πολιτικούς κύκλους που ζητούσαν «αίμα τώρα δα» και που θέλανε εισαγωγή της υπόθεσης στη Βουλή για εξεταστική κατά των υπουργών και για άμεση καρατόμηση του Ρουσόπουλου. Ο αρχιεισαγγελέας του ΑΠ τόλμησε για λίγο να αντισταθεί σε αυτήν την παράνομη απαίτηση των υφισταμένων του εισαγγελέων, καθώς αυτοί προφανώς δεν ανακάλυψαν επαρκή στοιχεία για ευθύνες υπουργών. Αλλά το κύμα στο οποίο ο ίδιος ο Σανιδάς είχε προηγουμένως υποκύψει (με αποτέλεσμα να το φουσκώσει στο μέγιστο βαθμό) παραλίγο να καταπιεί και τον ίδιο και τον προϊστάμενο υπουργό του Χατζηγάκη. Όταν ο Σανιδάς αρνήθηκε να παρανομήσει και να στείλει το φάκελο στη Βουλή, οι δύο εισαγγελείς παραιτήθηκαν. Αυτή η παραίτηση, που έγινε κάτω από τα χειροκροτήματα της κανιβαλικής αντιπολίτευσης, στόχο είχε να εκβιάσει και να λυγίσει τους Σανιδά και Χατζηγάκη και να τους υποχρεώσει να στείλουν το φάκελο στη Βουλή θέλοντας και μη. Και αυτοί δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Γιατί ο όχλος είχε στο μεταξύ ανάψει πολύ από τους εμπρηστές των δελτίων καθ’ υπόδειξη των 5 αρχηγών του. Τη θερμοκρασία αυτή τη μετράνε, αλλά και την ανάβουν παραπέρα τα γκάλοπ, επειδή δίνουν στον όχλο την ψευδαίσθηση ότι έχει δίκιο, ενώ στην πραγματικότητα τα γκάλοπ απλά επιβεβαιώνουν αυτό που σύσσωμοι οι διαμορφωτές της συνείδησής του του έχουν υποβάλει. Να λοιπόν πώς αυτή η τόσο καλά χειραγωγημένη σε τέτοια ζητήματα κοινή γνώμη πίστεψε ότι και ο Σανιδάς «πιάστηκε» από τους «συνομώτες καταχραστές» με πρώτο το Ρουσόπουλο, που σε λίγες μέρες αναγορεύτηκε σχεδόν σε αληθινό πρωθυπουργό της χώρας στη θέση του τάχα άβουλου Καραμανλή. Έτσι άρον-άρον ο φάκελος του υποτιθέμενου σκανδάλου ήρθε στη Βουλή και ταυτόχρονα ολοκληρώθηκε η καρατόμηση του Ρουσόπουλου. Τώρα όλες οι προσπάθειες των 5 στη Βουλή θα είναι να αποδείξουν ότι υπήρξε απάτη στην ανταλλαγή της γης.

Δεν υπάρχει φασισμός χωρίς την επίκληση μιας αδύνατης συνομωσίας

Ερχόμαστε λοιπόν εδώ στο δεύτερο αυτό βασικό επιχείρημα των φαιοκόκκινων, που διοικούν τη χώρα.
Ισχυρίζονται ότι η αξία που σχηματίστηκε από την κομπίνα της υποτίμησης των κρατικών ακινήτων και της υπερτίμησης των περιοχών της Βιστωνίδας που ανταλλάχτηκαν είναι τεράστια. Όμως το συνολικό ύψος της υπεραξίας αυτής δεν ανακοινώθηκε ποτέ από οποιοδήποτε κόμμα και οποιοδήποτε μέσο ενημέρωσης, για να εκτιμηθεί αυτή η απόκλισή του από τη μέση αξία των ανταλλαγών ακινήτων, την ώρα που όλα τα κόμματα και τα ΜΜΕ έχουν απόλυτη πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία. Αυτό το έκανε μόνο η μονή Βατοπεδίου αθροίζοντας τα ποσά των εκτιμήσεων των κρατικών υπηρεσιών. Αυτό επίσης δεν έγινε ούτε και στη συζήτηση στη Βουλή, πέρα από τους επιλεκτικούς ισχυρισμούς του φασιστικού ΛΑΟΣ για δύο περιπτώσεις ανταλλαγών αυτών των ακινήτων. Ούτε και προέκυψε ποτέ κανένα συγκεκριμένο στοιχείο σε βάρος των υπό καρατόμηση υπουργών.
Όπως είναι γνωστό, οι υποθέσεις των ανταλλαγών της Βιστωνίδας με τα κρατικά ακίνητα πέρασαν από την ομόφωνη έγκριση δεκάδων πολυάριθμων επιτροπών και υπηρεσιακών παραγόντων, που η συνεννόηση μεταξύ τους είναι προφανώς αδύνατη. Δεν είναι δυνατές σήμερα συνομωσίες που μπορούν να ενοποιήσουν μια διάσπαρτη και πολύ ευθυνόφοβη υπαλληλία, ώστε, πρώτον, να δεχτεί να εξαπατήσει τόσο συλλογικά το κράτος, και δεύτερον, να μπορεί να υποταχτεί σύσσωμη όχι μόνο σε μία κυβέρνηση και σε έναν-δύο υπουργούς που έκαναν απάτες, αλλά σε δύο κυβερνήσεις και σε πάνω από 5 υπουργούς για χάρη μίας και μόνο μονής. Από την άλλη, τι είδους ηλίθιοι ήταν αυτοί οι 5 υπουργοί, οι τόσο μακρινοί μεταξύ τους στο χρόνο και τόσο αντίθετοι στην κομματική ένταξη, ώστε να επιβάλουν σε μια τόσο μεγάλη σειρά από υπαλλήλους ρουτίνας και δικαστές τις άνομες θελήσεις τους ακόμα και με εξαγορά; Τις 13 αυτές συλλογικές αποφάσεις ανώτερων και ανώτατων υπαλλήλων, που χρονολογούνται από το 1994, τις αναφέρει αναλυτικά στην επιστολή του ο Εφραίμ προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό, υποστηρίζοντας σωστά το αυτονόητο: πώς είναι δυνατό να βρίσκονται στο κόλπο τόσοι άνθρωποι;
Μετά την έξαψη των πρώτων ημερών αποδείχτηκε ότι οι ιπτάμενες κατηγορίες της κλοπής της κρατικής ιδιοκτησίας και παραπέρα η απάτη των υποτιμήσεων και υπερτιμήσεων δεν μπορούσαν να θεμελιωθούν. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ και τα διάφορα κνιτοειδή του ΠΑΣΟΚ (Καρχιμάκης, Δαμανάκη κτλ.) έψαξαν πυρετώδικα για νέα ενοχοποιητικά στοιχεία, αφού δεν έφταναν τα παλιά, και ανακάλυψαν ότι περιοχές της Βιστωνίδας που ανταλλάχτηκαν με τα κρατικά ακίνητα καλύπτονται από την περιβαλλοντική συνθήκη Ραμσάρ, ότι οι λίμνες δεν πουλιούνται, ότι εκεί πρόκειται για μια λιμνοθάλασσα και ότι εκεί επιπλέον υπάρχουν και αρχαιολογικοί χώροι!!! Σ’ αυτές τις έρευνες διαπρέπουν αυτοί οι σαμποταριστές, που, για να εμποδίσουν κάθε επένδυση σε αυτή τη χώρα, έχουν αφαιρέσει από κάθε στρέμμα γης τη δυνατότητα της οικοδομικής ή βιομηχανικής αξιοποίησης. Σύμφωνα με αυτούς, η Βιστωνίδα έχει την εγγενή ιδιότητα του «δημόσιου χώρου», όπως και τα οικόπεδα που πήρε σε ανταλλαγή. Όλα αυτά δεν μπορεί να είναι ιδιοκτησία της μονής, αλλά του «λαού», δηλαδή του κράτους. Εννοείται ότι ούτε ο λαός ούτε το κράτος μπορούν να κάνουν οτιδήποτε με αυτά, αφού ο ΣΥΝ θα απαγορεύει πάντα κάθε παραγωγική αξιοποίησή τους.
Η πρόταση του σοσιαλφασισμού και των υπόλοιπων κομματικών ηγεσιών, με τον Καραμανλή να κρύβεται από το κόμμα του για να μην αποκαλυφθεί ως το πιο βασικό στέλεχος του φαιοκόκκινου καθεστώτος, ήταν να κατασχεθεί στην ουσία η Βιστωνίδα από το κράτος χωρίς αποζημίωση. Αυτό έγινε σε δύο βήματα. Αρχικά ο Καραμανλής επέβαλε την ανάκληση των υπουργικών αποφάσεων που εκχωρούσαν τη Βιστωνίδα στη μονή και επέτρεπαν, στη συνέχεια, την ανταλλαγή της με τα ακίνητα του Δημοσίου. Ο υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Πέτρος Δούκας στις 22-6-2004 είχε εγκρίνει την υπ’ αρ. 47/17-6-2004 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, βάσει της οποίας το Δημόσιο στη δίκη του έτους 2003 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης είχε παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στη λίμνη Βιστωνίδα. Η παραίτηση γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση με δήλωση των αντιδίκων, του Δημοσίου και της μονής, ότι δεν επιθυμούν δικαστική απόφαση. Αφού εκχωρήθηκε νόμιμα η Βιστωνίδα στη μονή Βατοπεδίου, πάλι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στις 14/1/2005 ομόφωνα δέχτηκε να ανατεθεί από τον υπουργό Ανάπτυξης στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου η ανταλλαγή των εκτάσεων. Με κοινή απόφαση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και του υφυπουργού Οικονομικών στις 26/7/2006 ανατέθηκε στην Κτηματική Υπηρεσία η διαδικασία ανταλλαγής της Βιστωνίδας με τα ακίνητα του Δημοσίου. Ο σοσιαλφασισμός, για να αποκεφαλίσει τους μισοφιλελεύθερους υπουργούς, ισχυρίζεται ότι την ευθύνη την έχουν αυτοί οι ίδιοι που υπογράφουν και όχι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Είναι αυτονόητο ότι σε καμιά περίπτωση υπουργός δεν απορρίπτει, ούτε και μπορεί να το κάνει, τις αποφάσεις του Νομικού Συμβουλίου. Μάταιες υπήρξαν όμως όλες οι εκκλήσεις αυτών των υπουργών στους συναδέλφους τους, αλλά και στους βουλευτές όλων των κομμάτων, που όλα αυτά τα γνωρίζουν, να αποδεχτούν αυτήν την αλήθεια. Κανείς τους δεν τολμάει να αντισταθεί σε τέτοιες υποκινημένες από τους ηγέτες τους θύελλες. Γιατί ο καθένας απ’ αυτούς δίνει τις πιο απαιτητικές εξετάσεις υποταγής και εξευτελισμού στο κόμμα του και στο καθεστώς, εξετάσεις που θα κρίνουν αν θα συνεχίσει να είναι αστός ή αν θα ξαναγυρίσει στην παλιά -συνήθως μικροαστική- οικονομική και κοινωνική του θέση. Τους υπουργούς του τους εγκατέλειψε ο Καραμανλής στη Βουλή, και πρώτον και καλύτερο το ως χθες υποτιθέμενο δεξί του χέρι, το Ρουσόπουλο. Αυτός ο διπρόσωπος δεν παρουσιάστηκε στη συζήτηση για την παραπομπή των υπουργών του στην Εξεταστική Επιτροπή, υπογραμμίζοντας έτσι ανοιχτά ότι χρησιμοποιεί τα δύο σοσιαλφασιστικά κόμματα, ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ, το φασιστικό ΛΑΟΣ και τον Γ. Παπανδρέου για να εκκαθαρίζουν το εσωτερικό της ΝΔ από τους δυτικόφιλους αντιφρονούντες. Την ίδια πρακτική ακολουθεί το διακομματικό καθεστώς και για τις εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων στη ρωσόδουλη, δηλαδή φιλοΣΥΝ, πολιτική στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ.
Επειδή η αναστολή των υπουργικών αποφάσεων από μόνη της δεν μπορούσε να ρυθμίσει το ιδοκτησιακό της Βιστωνίδας σε βάρος του Βατοπέδιου, η «νομιμοποίηση» της κατάσχεσης στην ουσία έγινε με τη νεκρανάσταση μιας μυστηριώδους απόφασης που ήταν έτοιμο δήθεν να βγάλει το δικαστήριο της Ροδόπης υπέρ του Δημοσίου το 2003, αλλά δεν την έβγαλε, γιατί παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις του! Ο επιθεωρητής δικαστηρίων που έλεγξε την υπόθεση ανακάλυψε ότι στο δικαστήριο αυτό οι δικαστές είχαν ψηφίσει με δύο προς ένα υπέρ του Δημοσίου το 2003, αλλά δεν εξέδωσαν απόφαση γιατί το Δημόσιο παραιτήθηκε από τις αξιώσεις του. Αλλά πώς έγινε και οι αντίδικοι της μονής, όλη αυτή η σειρά από δημάρχους, μητροπολίτες και λαό όλα αυτά τα χρόνια δεν ανακάλυψαν ότι υπήρχε μια απόφαση που εκδόθηκε μεν, αλλά ποτέ δεν ανακοινώθηκε; Και γιατί δε χάλασαν τον κόσμο κύρια γι’ αυτήν την πρωτοφανή παρανομία ενός δικαστηρίου; Εκεί πρέπει να υπάρχει κάτι πολύ βρώμικο, αλλά η βρωμιά μοιάζει να είναι τωρινή και να την έχουν κάνει οι διώκτες και όχι οι διωκόμενοι. Πάντως, οι διώκτες εξηγούν αυτήν την υπόθεση με μία νέα συνομωσία του ηγουμένου, των υπουργών και φυσικά των δικαστών που εξαπάτησαν το Δημόσιο κρατώντας το στην άγνοια για 5 ολόκληρα χρόνια. Έτσι δόθηκε εντολή στο σημερινό δικαστήριο Ροδόπης να εκδώσει ύστερα από τέσσερα χρόνια απόφαση στη βάση της ψηφοφορίας του δύο προς ένα, και έτσι η Βιστωνίδα περιέρχεται σήμερα στο Δημόσιο, εκτός από τα 1700 στρέμματα της νησίδας Άντα Μπουρού!
Η άγνοια του Δημοσίου, των κατοίκων και της κοινωνίας για την ύπαρξη αυτής της πρωτοφανούς «μυστικής» απόφασης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να στηριχτεί η δήθεν συνομωσία των υπουργών και της μονής. Γι’ αυτό και τα ΜΜΕ και όλες οι κομματικές ηγεσίες δίνουν πάντα έμφαση στο ζήτημα αυτής της άγνοιας, για να στήνουν στοιχειωδώς στα πόδια της την ύπαρξη μιας συνομωσίας των κακών, που θάβουν κυριολεκτικά παρμένες δικαστικές αποφάσεις χωρίς οι αντίδικοι να το καταλάβουν!
Από την Ελευθεροτυπία (8/12/2003) μπορούμε να δούμε ότι το τοπικό κίνημα κατά των διεκδικήσεων της μονής αποτελείται αν όχι από τα ίδια πρόσωπα, σίγουρα όμως από τους ίδιους φορείς που σήμερα τοποθετούνται υπέρ της καθεστωτικής γραμμής. Όλοι αυτοί δεν πήραν χαμπάρι και εξαπατήθηκαν από τον Εφραίμ και τους υπόλοιπους συνομώτες για την ύπαρξη μιας τόσο καίριας δικαστικής απόφασης; Είναι δυνατό να μην ήξερε τίποτα ο Δραγασάκης, που είχε αναλάβει την υπόθεση της Βιστωνίδας για λογαριασμό του ΣΥΝ από το 2003 και την κινούσε πριν και πάνω από κάθε άλλον;
Προφανώς ήξεραν τα πάντα, αλλά κρατούσαν κρυμμένα χαρτιά για να τα χρησιμοποιήσουν κατά της μονής ανάλογα με τον προσανατολισμό της. Γιατί ξέρουμε ότι η σχέση των μονών του Άγιου Όρους με το Πατριαρχείο, με την Αρχιεπισκοπή Χριστόδουλου, αλλά και με την κυπριακή εκκλησιαστική ηγεσία (με την οποία είχε μεγάλους δεσμούς ο κύπριος στην καταγωγή Εφραίμ) δεν ήταν δεδομένοι, όπως όταν ο Λαλιώτης επισκεπτόταν και επιχορηγούσε τον Εφραίμ. Πάντως, σε σχέση με την εκκλησία της Κύπρου, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο νέος αρχιεπίσκοπός της, ο Χρυσόστομος, καταδίκασε ως απατεώνα τον Εφραίμ με την ίδια μανία με την οποία πήρε θέση υπέρ της Μόσχας στη διένεξή της με το Πατριαρχείο για το ζήτημα της Ουκρανίας. Αλλά υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από το ότι αυτές οι επιχειρήσεις οικονομικής και ηθικής εξόντωσης μονών είναι επιλεκτικές, όταν το ίδιο δεν έχει επιχειρηθεί ενάντια στους ρωσόφιλους καταληψίες της μονής Εσφιγμένου, ενάντια στους οποίους, όπως είπαμε, υπάρχουν συγκεριμένες και κραυγαλέες κατηγορίες;