ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΒΡΑΒΕΥΣΕ ΤΟΝ ΟΜΠΑΜΑ

Έχουμε γράψει σε προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας μας ότι η βράβευση του Ομπάμα με το Νόμπελ Ειρήνης οφείλεται βασικά στην υποχωρητικότητα που έχει επιδείξει αυτός ο πολεμοχαρής ιμπεριαλιστής απέναντι στη ρωσική ανερχόμενη νεοχιτλερική υπερδύναμη. Αυτή δεν είναι καθόλου μία αυθαίρετη εκτίμηση. Οι ίδιοι οι υμνητές του αμερικανού προέδρου φρόντισαν να δείξουν τους λόγους που οδήγησαν στην απόφασή τους δια στόματος του προέδρου της επιτροπής Νόμπελ, του Θόρνμπγιερν Γιάγκλαντ. «Αυτός ξεκαθάρισε ότι ο Ομπάμα επιλέχτηκε εξαιτίας της δέσμευσής του, και των πρώτων βημάτων που έκανε, να αναδιπλώσει τις χειρότερες πολιτικές και αυθαιρεσίες της προεδρίας Τζορτζ Γ. Μπους» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 11/12). Πιο συγκεκριμένα, «τόνισε την τήρηση από τον Ομπάμα της “πολυπολικής διπλωματίας”, την προσφορά του για διαπραγμάτευση με το Ιράν, την απόφασή του να απαγορευτούν τα βασανιστήρια (σ.σ. η μόνη που είχε κάτι καλό μέσα της), τις προσπάθειές του να αναβιώσουν οι διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών και την έκκλησή του για το φαινόμενο του θερμοκηπίου».
Πρόκειται δηλαδή για σημεία που ευνοούν όλα τα συμφέροντα του ρωσοκινεζικού άξονα, επιτρέποντάς του να αναπτύσσει νέα οπλικά συστήματα και να συμμετέχει στη διαχείριση της ιμπεριαλιστικής «παγκόσμιας ασφάλειας», να αυξάνει τη διπλωματική ισχύ ανοιχτά φασιστικών καθεστώτων, όπως του Πεκίνου και της Τεχεράνης, να διασφαλίζει ασυλία σε μαζικούς δολοφόνους τύπου Αλ Κάιντα, να πλήττει με ψευτοοικολογικά μικροαστικά στη βάση τους κινήματα τη βιομηχανική ανάπτυξη των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών.
Ακόμα πιο διαφωτιστική θα ήταν η μελέτη του πολιτικού προφίλ της επιτροπής Νόμπελ, και ιδιαίτερα του ανθρώπου που ηγείται αυτής, του γνωστού νορβηγού πολιτικού και νυν γενικού γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης Θόρνμπγιερν Γιάγκλαντ (τα βασικά βιογραφικά στοιχεία που παραθέτουμε είναι από τη Wikipedia).
Η πολιτική διαδρομή του Γιάγκλαντ, που γεννήθηκε σαν Γιόχανσεν, μας αποκαλύπτει τη φιγούρα ενός φιλόδοξου σοσιαλφασίστα, που η δίψα για εξουσία και ο λαϊκισμός του γρήγορα τον οδήγησαν στην αγκαλιά του Κρεμλίνου. Από πολύ νωρίς μαθαίνει να ντρέπεται για την προλεταριακή του κοινωνική καταγωγή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 οι Γιόχανσεν αποφασίζουν να αλλάξουν το «λαϊκό» επίθετό τους σε Γιάγκλαντ, που θα τους προσέδιδε περισσότερο κύρος. Αυτό βοήθησε πολύ το Θόρνμπγιερν να ανελιχτεί κοινωνικά και να μπει στο οικονομικό πανεπιστήμιο, το οποίο όμως παράτησε ένα χρόνο αργότερα.
Φαίνεται πως τα χέρια του Γιάγκλαντ δεν ήταν και τόσο επιδέξια ώστε να τον αναδείξουν σε ένα κλασικού τύπου αστικό στέλεχος που θα ζει σε βάρος της εργατικής τάξης που τον ανέθρεψε. Έτσι, αυτός είδε την κοινωνική του άνοδο μέσα από την πολιτική σταδιοδρομία στους κόλπους της Εργατικής Ένωσης Νεολαίας ενός ψευτοαριστερού πολιτικού κόμματος, που προέρχεται από το εργατικό κόμμα (κάτι αντίστοιχο με το ΣΥΝ). Ξεκινώντας από νομαρχιακός σύμβουλος γρήγορα αναρριχήθηκε στην αρχηγία του Εργατικού κόμματος, έγινε βουλευτής και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της νορβηγικής Βουλής. Ήδη από την εποχή που ηγούνταν της Εργατικής Ένωσης Νεολαίας ο Γιάγκλαντ βιάστηκε να ασκήσει τη ληστρική ταξική εξουσία σε βάρος της κοινωνίας που κάθε γνήσιος σοσιαλφασίστας ονειρεύεται να ασκήσει: προκειμένου να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή για τα μεγάλα κόμματα νομοθεσία, το κόμμα του δήλωνε πλασματικό αριθμό μελών, ώστε να αυξήσει τα έσοδα από τις δημοτικές επιχορηγήσεις που πήγαιναν σ’ αυτά. Αργότερα, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο, ο ίδιος δεν έδειξε καμία μεταμέλεια.
Στα 1996 ο Γιάγκλαντ αναρριχήθηκε στην πρωθυπουργία. Στην πραγματικότητα τον διόρισε εκεί η προηγούμενη πρωθυπουργός, που παραιτήθηκε. Ευθύς αμέσως εξήγγειλε το μοντέλο διακυβέρνησής του, το οποίο ονόμασε «νορβηγικό σπίτι»: μια «συλλογική δημιουργία μέσα σε μια οικολογικά βιώσιμη κοινωνία». Στις επόμενες εκλογές ξάφνιασε το πολιτικό κοινό παραιτούμενος από πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης συνασπισμού, εξαιτίας του σχετικά χαμηλού ποσοστού που πήρε το κόμμα του (κάτω από 36,9%). Αυτά όλα δε θα τα έκανε, αν δε στηριζόταν στις πλάτες των ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών. Οι δεσμοί του Γιάγκλαντ με την KGB είναι παλιοί και βαθιοί. Τη δεκαετία του ’90 ένας πράκτορας της KGB σε βιβλίο του τον χαρακτήρισε φιλικό πολιτικό κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80, προσθέτοντας ότι η KGB τον έχει χαρακτηρίσει «εμπιστευτική επαφή» λόγω της επιμονής του να συζητά πολιτικά ζητήματα με ρώσους πράκτορες (Νιου Γιορκ Τάιμς, 16/9/97). Το 2000 διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας.
Μία από τις πρώτες κινήσεις του ως υπ. Εξ. ήταν να επισκεφτεί τη Σερβία αμέσως μετά την εκδίωξη του Μιλόσεβιτς από το ρωσόδουλο Κοστούνιτσα. Ο Γιάγκλαντ συνάντησε τη νέα ηγεσία της χώρας πριν από πολλούς άλλους ξένους επισήμους, προσπαθώντας να συμβάλει στην οριστική «επίλυση» του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία και υποσχόμενος να αυξήσει τη βοήθεια προς τη Σερβία (βλ. Ιντιπέντεντ, 7/10/00). Προσπάθησε επίσης να εμπλακεί στον πόλεμο της Σρι Λάνκα, ενώ επισκέφτηκε την Κίνα τον Ιούνη του 2001 προσκεκλημένος του κινέζου ομολόγου του.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει πιο «οικουμενικές» αρμοδιότητες, όπως είναι η προεδρία του νορβηγικού κοινοβουλίου, ενώ πρόσφατα αναρριχήθηκε στην ηγεσία του συμβουλίου της Ευρώπης με την αποστολή να βελτιώσει τις ευρωρωσικές σχέσεις. Μία από τις τελευταίες του ενέργειες ήταν η δήλωσή του την άνοιξη πως η Νορβηγία δε θα μποϋκοτάρει την «αντιρατσιστική συνδιάσκεψη της Γενεύης», που στιγματίστηκε από την καταλυτική παρουσία του ιρανού δικτάτορα Αχμαντινετζάντ, όταν όλες οι δημοκρατικές χώρες το έκαναν.
Αυτός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που πρωταγωνίστησε για να δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης στον Ομπάμα, τον ηγέτη μιας ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης που συνεχίζει να επεμβαίνει πολιτικά και στρατιωτικά στα εσωτερικά των χωρών στην άλλη άκρη του πλανήτη, ιδιαίτερα στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, ενώ ετοιμάζεται τώρα να κάνει το ίδιο και στην Υεμένη. Πρόκειται για έναν ηγέτη ο αμοραλισμός του οποίου φτάνει μέχρι το σημείο να δηλώνει σε σχέση με τον πόλεμο του Αφγανιστάν: «Θα αφήσουμε τους φιλοσόφους να εξετάσουν τι είναι και τι δεν είναι ένας δίκαιος πόλεμος. Θα συμφωνήσουμε όμως ότι αυτός ο πόλεμος είναι πολύ δύσκολος, αλλά αναγκαίος».
Η ταύτιση ρώσων και αμερικανών ιμπεριαλιστών ως προς την αναγκαιότητα αυτού του πολέμου ήταν αναμενόμενη. Το ίδιο αναμενόμενο ήταν και το δωράκι της Ρωσίας μέσω της επιτροπής Νόμπελ στον Ομπάμα. Αυτός ο τύπος έχει συμβάλει όσο λίγοι στην εδραίωση παγκοσμίως μιας αμερικανορωσικής «ειρήνης» που ευνοεί πάνω απ’ όλα τα πολεμικά σχέδια του σοσιαλιμπεριαλισμού.