Φασιστική Εκτροπή της Δικαιοσύνης

 

O ναζισμός και ο κανιβαλικός αντισημιτισμός νομιμοποιούνται από την Ολομέλεια του Aρείου Πάγου.

Πανδημοκρατικό μέτωπο για την αποτροπή του εκφασισμού της χώρας

 

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέρριψε την εισήγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να αναιρεθεί «υπέρ του νόμου» η εφετειακή απόφαση αθώωσης του ναζιστή Κ. Πλεύρη για το δολοφονικό του λίβελλο «Εβραίοι όλη η αλήθεια»*.

Με αυτή του την απόφαση ο Άρειος Πάγος ενάντια σε κάθε νομιμότητα και σε κάθε δημοκρατική αρχή νομιμοποίησε τον κανιβαλικό αντισημιτισμό και την ωμή φιλοναζιστική προπαγάνδα.

Η αναίρεση «υπέρ του νόμου» είναι μια σπάνια διαδικασία κατά την οποία κρίνεται η ορθότητα μιας απόφασης του Εφετείου αλλά αυτή μένει τελεσίδικη. Ο στόχος αυτού του μέτρου είναι να μην αποτελέσει μια λαθεμένη απόφαση που όμως έγινε τελεσίδικη (επειδή για κάποιους λόγους δεν ασκήθηκε έγκαιρα αναίρεση) νομολογιακό προηγούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση ο Άρειος Πάγος έκανε την αναίρεση υπέρ του νόμου αφού άφησε να παρέλθει όλος ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούσε να κάνει κανονική αναίρεση. Η εξαγγελία της ιδιόρρυθμης αυτής αναίρεσης σήμαινε ότι το ελληνικό κράτος θέλησε να κρατήσει τα δημοκρατικά προσχήματα και να εκτονώσει τις διεθνείς διαμαρτυρίες που ξέσπασαν πριν ένα χρόνο ύστερα από την αθώωση του Πλεύρη από το Εφετείο της Αθήνας διατηρώντας ταυτόχρονα αυτήν την αθώωση.

Τώρα ο Άρειος Πάγος καταργεί και αυτά τα προσχήματα. Έτσι η Ελλάδα γίνεται η πρώτη χώρα στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο της οποίας το ανώτατο δικαστήριο  νομιμοποιεί ωμό κάλεσμα για πραγματοποίηση γενοκτονίας σε βάρος των εβραίων πολιτών της συγκεκριμένης χώρας αλλά και σε βάρος των εβραίων όλης της Ευρώπης. Για να γίνει αντιληπτή η πολιτική και ιδεολογική διάσταση αυτής της απόφασης επισημαίνουμε ότι το παραπάνω ωμό κάλεσμα περιλαμβάνεται σε ένα δολοφονικό λίβελο 1400 σελίδων στον οποίο ο «συγγραφέας» Πλεύρης εκθειάζει το Γ΄ Ράιχ και τους «υπέροχους» ηγέτες του και διατυπώνει -μαζί με την άρνηση της ύπαρξης του Ολοκαυτώματος- κριτική στον Χίτλερ ότι: «ενώ ηδύνατο να απαλλάξει την Ευρώπη από τους Εβραίους δεν το έπραξε». Ο Άρειος Πάγος νομιμοποιεί τη δικαστική απόφαση του εφετείου που θεώρησε αυτό το ναζιστικό έκτρωμα «επιστημονικό» έργο! Τέλος ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του νομιμοποιεί το ωμό κάλεσμα του λίβελου για την εξόντωση όλων των δημοκρατικών πολιτών που κατηγορούνται σε αυτόν ότι υποκινούνται από τους Εβραίους.

Η απόφαση του Άρειου Πάγου, που θα μείνει ως το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής στίγμα στην ιστορία της ελληνικής δικαιοσύνης, περικλείει μέσα της μια ακόμα πιο ανησυχητική και μάλιστα διεθνή διάσταση. Πρόκειται για το ότι η απόφαση αυτή έχει προετοιμαστεί πολιτικά επί δυόμισι ολόκληρα χρόνια από την έμμεση ή και ανοιχτή υποστήριξη που έδωσαν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα στην αθώωση του ναζιστή. Μόνο με τη συμφωνία όλων αυτών των κομμάτων έγινε δυνατό να μην υπάρξει ούτε μία αναφορά σε κάποιο από τα πολλά κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης για αυτή τη δίκη επί τρία περίπου χρόνια, και μόνο έτσι εξηγείται ότι κανένα πολιτικό στέλεχος, κανένας βουλευτής, κανένας συνδικαλιστής επίσημου συνδικάτου, κανένας παράγοντας της εκκλησίας της χώρας και κυρίως καμιά κρατική οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαν τέτοια δεν καταδίκασε την αθώωση αυτή.

 

Το μεγαλύτερο άλλοθι σε αυτήν την πολιτική κάλυψη και νομιμοποίηση του ναζισμού και του αντισημιτισμού προσέφερε και προσφέρει η στάση ενός είδους υπερασπιστών της «ελευθερίας του λόγου» με αριστερή η φιλελεύθερη σημαία. Αυτοί καλούσαν  από την πρώτη στιγμή σε αθώωση του λιβελογράφου με το επιχείρημα ότι έχει το δικαίωμα κάποιος να υπερασπίζει ακόμα και το ναζισμό, ακόμα και να καλεί σε εξόντωση των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων και ολόκληρων λαών. Αν αυτοί ήταν συνεπείς με τη θέση τους θα έπρεπε ωστόσο να κάνουν δύο πράγματα:

 

1ον Θα έπρεπε οι ίδιοι να απαιτούν αλλά να απαιτήσουν και από τους δικαστές να βγάλουν αντισυνταγματικό το νόμο 927/79 που εξειδικεύει τη Διεθνή αντιρατσιστική σύμβαση στη χώρα μας και βάσει του οποίου παραπεμπόταν στη δικαιοσύνη ο ναζιστής λιβελογράφος. Η αντιρατσιστική σύμβαση υιοθετήθηκε  από όλα τα κράτη και τους λαούς της γης εξαιτίας των γενοκτονιών του προηγούμενου αιώνα και σύμφωνα με αυτήν μπορεί να λέει κανείς ότι θέλει αλλά δεν μπορεί να καλεί σε βία κατά ανθρώπων μόνο και μόνο γιατί είχαν την «ατυχία» να γεννηθούν ως μέλη ενός έθνους, μιας φυλής, μιας θρησκευτικής ομάδας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ελευθερία του λόγου ισοδυναμεί με ελευθερία του ρατσιστικού φόνου, δηλαδή του κανιβαλισμού. Είναι το αντίστοιχο που ισχύει στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης όπου απαγορεύεται εκείνος ο λόγος που μπορεί να εξοντώσει ηθικά και φυσικά έναν άνθρωπο προσάπτοντάς του μια ανυπόστατη κατηγορία. Μόνο που ο ρατσιστικός λόγος είναι μια ανυπόστατη κατηγορία που μπορεί να σκοτώσει μαζικά ενώ η συκοφαντική δυσφήμηση σκοτώνει συνήθως ατομικά. Κι όμως αυτήν την τελευταία κανείς δεν τη θεωρεί επί της αρχής δημοκρατικό δικαίωμα.

 

2ον Θα έπρεπε όμως κυρίως οι άνευ όρων υπερασπιστές της «ελευθερίας του λόγου» να ανησυχήσουν βαθιά και να καταγγείλουν μία αθώωση που δεν έγινε επειδή οι δικαστές του εφετείου αμφισβήτησαν τον αντιρατσιστικό νόμο και αρνήθηκαν να τον εφαρμόσουν στο «όνομα της ελευθερίας της έκφρασης» αλλά επειδή έκριναν ότι δεν ήταν αντισημιτικό το δολοφονικό κάλεσμα του λίβελου καθώς τάχα δεν γινόταν κατά των εβραίων «μόνο εκ του λόγου ότι είναι εβραίοι» αλλά εξαιτίας και άλλων «ιδιοτήτων τους» που ο ναζιστής αντισημίτης και αρνητής του Ολοκαυτώματος ανέπτυσσε στο «επιστημονικό» κατά τους δικαστές βιβλίο του. Αυτές οι «ιδιότητες» των εβραίων  είναι όλα τα γνωστά αντισημιτικά στερεότυπα που δικαιώνουν το αντιεβραϊκό μίσος ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το τσαρικό προβοκατόρικο πλαστογράφημα «Τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών» που οι δικαστές αναγνώρισαν σαν βιβλίο των «εβραιοσιωνιστών». Όμως δεν υπάρχει κανένας ρατσισμός τον οποίο οι υπέρμαχοι του να μην τον στηρίζουν και σε «άλλες ιδιότητες» των θυμάτων του ρατσισμού πλην της ιδιότητας τους να είναι μαύροι σαν μαύροι, μουσουλμάνοι σαν μουσουλμάνοι, τσετσένοι σαν τεσετσένοι, εβραίοι σαν εβραίοι κλπ. Τέλος αν οι τέτοιου  είδους οπαδοί της «ελευθερίας της έκφρασης» την εννοούσαν θα έπρεπε τουλάχιστον να καταγγείλουν τους δικαστικούς για το ότι στη διάρκεια της πρωτόδικης και εφετειακής δίκης μετέτρεψαν σε κατηγορούμενους τους εβραίους μάρτυρες κατηγορίας και τους έβαλαν να αποκηρύξουν κείμενα της εβραϊκής θρησκείας με τα οποία «τεκμηρίωνε» τον αντισημιτισμό του ο ναζιστής !!!   Όμως δεν έκαναν τίποτα από όλα αυτά παρόλο που όλα τα στοιχεία αυτής της δίκης έγιναν πλατειά γνωστά από τις καμπάνιες και τα υλικά που η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία έχει δημοσιεύσει στο διαδίκτυο.

Το μεγάλο έγκλημα δηλαδή της ελληνικής δικαιοσύνης αλλά και του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν είναι τόσο η ποινική αθώωση ενός ναζιστή αλλά η ηθική αθώωση του ναζισμού και του αντισημιτισμού.

Αυτό το τρομερό σε συνέπειες γεγονός δεν πέφτει από τον ουρανό. Πρόκειται για μία πολιτική διαδικασία πολλών χρόνων στη διάρκεια της οποίας ενσωματώνεται αργά αλλά σταθερά ο εθνικοσοσιαλισμός και ο κανιβαλικός αντισημιτισμός στο πολιτικό σκηνικό και στην πολιτική κουλτούρα της χώρας σαν μια καθώς πρέπει πολιτική ιδεολογία ενώ οι δολοφονικές οργανώσεις των ανοιχτών ναζιστών είναι και νόμιμες και αποδεκτές σαν κανονικά κόμματα. Αυτό το τελευταίο γίνεται με κάλυψη ή και απαίτηση όλων των κοινοβουλευτικών και σχεδόν όλων των εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα κόμματα μετά από πρόσκληση του εκάστοτε υπουργού εσωτερικών συνεδριάζουν και συναποφασίζουν με τη νεοναζιστική δολοφονική συμμορία της Χρυσής Αυγής  για το πόσος τηλεοπτικός χρόνος θα διατεθεί σε κάθε κόμμα που κατεβαίνει στις εκλογές!!! Μέχρι στιγμής μόνο δύο εξωκοινοβουλευτικά κόμματα  έχουν πάντα αρνηθεί να συν-συνεδριάσουν με τους ναζιστές. Τελευταία όταν αυτή η συμμορία και άλλες ναζιστικές ομάδες αποθρασυμένες και όλο και μαζικότερες εισβάλουν και διακόπτουν ή ματαιώνουν ειρηνικές συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους (σε αυτήν του Ουράνιου Τόξου για την παρουσίαση του ελληνομακεδονικού λεξικού, στην παρουσίαση του βιβλίου του Γκουρογιάννη για το Κυπριακό, στην εκδήλωση για το νομοσχέδιο της ιθαγένειας στην Παλιά Βουλή) ή σε ανοιχτούς (συγκέντρωση στην Πανόρμου), δηλαδή όταν επανεισάγουν μια τυπική πρακτική των ταγμάτων εφόδου της χιτλερικής Γερμανίας, οι κοινοβουλετικές ηγεσίες και οι τηλεοράσεις σιωπούν.

Ακόμα πιο ένοχη και πιο επικίνδυνη είναι η γενική αποδοχή σαν δημοκρατικού κοινοβουλευτικού  κόμματος του ΛΑΟΣ του ανοιχτά αντισημιτικού κόμματος που στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν γέφυρα του κοινοβούλιου προς τον εξωκοινοβουλετικό νεοναζισμό.  Έτσι κανένα από τα υπόλοιπα κόμματα δεν έκανε ποτέ θέμα το ότι ο δολοφονικός λίβελος του Πλεύρη προτείνεται για διάβασμα από την οργάνωση νεολαίας του ΛΑΟΣ, ότι ο βουλευτής του Άδωνις Γεωργιάδης τον έχει χαρακτηρίσει «το αγαπημένο του βιβλίο» και ότι ο γιος του ναζιστή Θανάσης Πλεύρης ισχυρίστηκε στη δίκη ότι είναι «δημοκρατικό δικαίωμα του καθενός να καλεί στην εξόντωση ενός λαού».

Να γιατί αυτό το «αγαπημένο βιβλίο» και το κάλεσμά του για ρατσιστική εξόντωση συμπολιτών μας έπρεπε να αθωωθούν και αθωώθηκαν από το κυρίαρχο δικαστικό και πολιτικό σύστημα. Να γιατί λίγο μετά την αθώωση του ναζισμού το Εφετείο της Αθήνας που αθώωσε τον Πλεύρη παρέπεμψε σε δίκη κατηγορούμενους τρεις μάρτυρες κατηγορίας κατά του Πλεύρη, που είναι μέλη της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας, επειδή αυτή κατήγγειλε με σθένος στον ελληνικό λαό τον αντισημιτισμό  και το ναζισμό που εκδηλώθηκαν μέσα στο δικαστικό  σύστημα. Μάλιστα η εισαγγελία όρισε μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας και υπερασπιστή του κύρους της δικαιοσύνης τον ναζιστή Πλεύρη! Και πάλι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα σιώπησαν καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο πολιτικά τη δικαστική δίωξη.

Ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου σηματοδοτεί μια αποφασιστική καμπή στην υπόκωφη αλλά ραγδαία ναζιστικοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας μας. Όταν βγει στην επιφάνεια αυτό το καλοκρυμένο πολιτικό μυστικό της χώρας η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια έκπληξη θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την αποκάλυψη της οικονομικής και κοινωνικής διαφθοράς που βρίσκεται στη βάση του και η οποία επίσης κρυβόταν για ολόκληρες δεκαετίες.

Ο ρόλος των δημοκρατών και όλων των προοδευτικών ανθρώπων στη χώρα μας και το εξωτερικό είναι να εμποδίσουν την εκδήλωση του ανοιχτού φασισμού που γίνεται ακόμα πιο εύκολος στο να επιβληθεί από την ώρα που ζούμε πλέον την οικονομική χρεωκοπία.

Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία καλεί όλους του δημοκρατικούς ανθρώπους να σταθούν στο πλευρό της και να δυναμώσουν και να οργανώσουν σε ευρύτερη βάση την πάλη τους και στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό για να αποκαλυφθεί το τρομακτικό σκάνδαλο της δικαστικής και πολιτικής φασιστικής εκτροπής στην Ελλάδα. Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία έχει ήδη προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της αθωωτικής απόφασης του Εφετείου υπέρ του Πλεύρη και περιμένει την εξέταση της υπόθεσης.

Η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν είναι ωστόσο μόνο μια τερατώδης πρόκληση, είναι και μια αφύπνιση, είναι κατά κάποιο τρόπο και ένας αρνητικός φάρος για ένα δημοκρατικό κίνημα  που έχει χάσει εδώ και χρόνια τον κύριο εχθρό του οπότε και την ενότητά του.

Μπορούμε να εμποδίσουμε την προέλαση του νεοναζισμού που τελευταία εμφανίζεται και σε πολιτικά ρεύματα που υψώνουν δήθεν αντιεξουσιαστικές σημαίες. Η δύναμη του νεοναζισμού και του αντισημιτισμού  βρίσκεται στην κάλυψη τους από την ηγεσία  των πολιτικών κοινοβουλευτικών  κομμάτων και του μεγαλύτερου μέρους των εξωκοινοβουλευτικών. Η δύναμη μας βρίσκεται στο πανανθρώπινο και αναντίρρητο δίκαιο της παλλαϊκής δημοκρατικής πάλης.

Ο φασισμός δεν θα περάσει. Η μεγάλη μάχη τώρα αρχίζει.

 

* H απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία 24 δικαστών και μειοψηφία 12 και ακόμα δεν έχει καθαρογραφτεί ώστε να την έχουμε στη διάθεσή μας.