Ο Στάινμπρουκ και η βρώμικη φύση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας

Τον Πέερ Στάινμπρουκ υπέδειξε τελικά το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), η ναυαρχίδα της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας, για υποψήφιο Καγκελάριο στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2013.

Ο Στάινμπρουκ έχει διατελέσει πρωθυπουργός του κρατιδίου του Βόρειου Ρήνου – Βεστφαλίας, ενώ ήταν και ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών επί του προηγούμενου σοσιαλδημοκράτη και πατενταρισμένου ρώσου πράχτορα Σρέντερ.

Το συγκεκριμένο πολιτικό στέλεχος εμφανίζεται με φιλομονοπωλιακή – φιλελεύθερη οικονομική γραμμή, δηλαδή τη γραμμή της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» που σημαίνει περιστολή των κρατικών έμμεσων μισθολογικών παροχών προς τις μάζες (που τις ονομάζουν κοινωνικό μισθό), σε αντίθεση με τις «αριστερές» τάσεις των σοσιαλδημοκρατών, που συνήθως πλειοδοτούν σε «φιλολαϊκή» δημαγωγία και κρατικές μισθολογικές παροχές για να αρπάξουν την εξουσία για λογαριασμό ορισμένων τμημάτων του μονοπώλιου, κυρίως των φιλοανατολικών, ή για να καταλαγιάσουν τις πιο έντονες ταξικές διεκδικήσεις.

Αυτό μόνο του δεν σημαίνει ότι ο Στάινμπρουκ είναι φιλοδυτικός μονοπωλιστής Φυσικά. Κι αυτό γιατί μετά το 1990 τουλάχιστο, οι «ρώσοι» λακέδες μέσα στις δυτικές καγκελαρίες και υπουργεία δεν φοράνε μονάχα τη φασάτα του «φιλοκομμουνιστή αριστερού φίλου του λαού», αλλά ενίοτε και τη στολή του οικονομικά φιλελεύθερου, για να κερδίσουν θέσεις σε βάθος μέσα στο δυτικό μονοπώλιο και στην αντίστοιχη κρατική γραφειοκρατία. Για παράδειγμα, ο ρωσόδουλος Σρέντερ χτύπησε με πολύ πιο ωμό τρόπο απ’ ότι ο κλασσικός συντηρητικός Κολ τις εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις και το κράτος πρόνοιας μέσα στη Γερμανία, «παγώνοντας» ουσιαστικά τις αυξήσεις και δίνοντας αέρα στα γιγιαντιαία γερμανικά μονοπώλια, κερδίζοντας έτσι την εύνοιά τους για να διεκπεραιώσει την ρωσόδουλη πολιτική του στο ενεργειακό ή στην εξωτερική πολιτική. Τώρα φαίνεται για παράδειγμα η αξία του κατορθώματός του να χώσει μέσα στην ΕΕ την ρώσικη ωρολογιακή βόμβα που λέγεται Ελλάδα χωρίς αυτή να εκπληρώνει τις προυποθέσεις.

Έτσι, πολύ μεγαλύτερη ανησυχία πρέπει να προκαλεί στους ευρωπαϊκούς λαούς η «φιλελληνική» (που στην ουσία κάνει κακό και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη) σπουδή του Στάινμπρουκ υπέρ της «βοήθειας προς την Ελλάδα», για να «δοθεί τάχα χρόνος για τις μεταρρυθμίσεις στους Έλληνες», και κυρίως η φανατική του υποστήριξη στο ευρωομόλογο και στην κοινή ανάληψη ευθυνών για τα εθνικά χρέη από την ΕΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί μια κάπως προωθημένη πολιτική ενοποίηση των χωρών της Ευρωζώνης.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι ήδη έριξε πλατφόρμα συγκυβέρνησης με τους αντιβιομηχανιστές, αντιπυρηνιστές και γενικά αντιδραστικούς Πράσινους, απορρίπτοντας τη «μεγάλη συμμαχία» Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, γεγονός που δείχνει ότι σαν κύριο εχθρό του δεν αντιμετωπίζει τον ψευτοαριστερό λαϊκισμό, αλλά την καρδιά της -όποιας- γερμανικής αντίστασης στο ρώσικο ξεχαρβάλωμα της Ευρώπης.

Επιπλέον, ο Στάινμπρουκ, σαν άλλος Ολάντ, είναι λάβρος κατά των «φαντασμάτων της παγκόσμιας αγοράς» και των «τραπεζιτών που κινούνται στη σκιά» και που, κατά τον ίδιο, ευθύνονται στην κύρια πλευρά για την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση (συνέντευξη στο κρατικό γερμανικό ραδιόφωνο ARD, 19 του Φλεβάρη 2011).

Φυσικά, οι δυτικοί σπεκουλαδόροι του εύκολου και αεριτζήδικου κέρδους έχουν τεράστιες ευθύνες για το βύθισμα του πλανήτη στην κρίση και την ύφεση. Όταν όμως δεν βάζεις στο επίκεντρο της κριτικής σου το ρούφηγμα προς τα κάτω του παγκόσμιου μεροκάματου, αλλά και τη συγκέντρωση της παγκόσμιας παραγωγής έντασης εργασίας από το σοσιαλφασιστικό καθεστώς της Κίνας και το χυδαίο εκβιασμό της Ρωσίας σε χώρες και λαούς με τους υδρογονάνθρακες, η κριτική σου στις «τράπεζες» και στο «νεοφιλελεύθερο» (πράγματι βαθειά αντιλαϊκό) δυτικό οικονομικό μοντέλο, συνήθως είναι από τα δεξιά.

Δηλαδή μια τέτοια κριτική είναι γενικά από την πλευρά του κρατικογραφειοκρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού που παίρνει μαζί του τα μικροαστικά στελέχη των σοσιαλδημοκρατικών και ψευτοκομμουνιστικών κομμάτων για συμμετοχή στο μεγάλο φαγοπότι της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, ενώ συχνά είναι κριτική ειδικότερα από την πλευρά του ρώσικου κρατικοφασιστικού μονοπώλιου, που ζητάει να πάρει μαζί του τις μάζες στον πόλεμο ολοκληρωτικής υποδούλωσης που ετοιμάζει, χρησιμοποιώντας την οργή τους για τα πραγματικά αίσχη και την αδικία που σπέρνει το δυτικό μονοπώλιο.

Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι η Μέρκελ, ο Σόιμπλε ή ακόμα και ο κάπως πιο διορατικός φιλελεύθερος Ρέσλερ αποτελούν ασφαλές μετόπισθεν για τους λαούς απέναντι στο σοσιαλιμπεριλαισμό. Έχουν δείξει καλά το πόσο χοντρόπετσοι αλλά και τυφλοί έχουν σταθεί και στην μαρτυρική Τσετσενία, και στη Γεωργία, και στην Ουκρανία, και στον Αραβικό Χειμώνα, ακόμα και στο πώς συμμαχούν με την Κίνα (βλ. Τελευταία φωτοβολταϊκά και κλοπή γερμανικής πατέντας από τους Κινέζους), ακόμα και ενάντια στο ίδιο το γερμανικό βιομηχανικό κεφάλαιο που παράγει για την εσωτερική γερμανική και για την ευρωπαϊκή αγορά. Απλώς, στους σοσιαλδημοκράτες αυτή η ψευτο-«διεθνιστική» φιλορώσικη φιλοκινέζικη γραμμή είναι ακόμη πιο ενισχυμένη (όπως είναι περισσότερο στο Δημοκρατικό παρά στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ΗΠΑ).

Παρά το γεγονός ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία σε επίπεδο βάσης έχει μια τάση περιορισμού της οικονομικής ασυδοσίας του μονοπωλίου και σχετικής ελάφρυνσης της φτωχολογιάς, και παρά το ότι έχει κι αυτή τις εθνικοανεξαρτησιακές, δευτεροκοσμικές πλευρές της, δεν είναι δηλαδή συλλήβδην πουλημένη στη Ρωσία, βρίσκεται σήμερα σε γενικές γραμμές πολύ δεξιότερα από τους χριστιανοδημοκράτες και τους φιλελεύθερους.

Τελικά πάντως ο γερμανικός λαός, όπως και οι άλλοι λαοί της Ε. Ευρώπης, μπορεί να σωθεί μόνο αν αναβιώσει τις μεγάλες αγωνιστικές του παραδόσεις και χτίσει τους δικούς του λαϊκούς πολιτικούς φορείς, που θα βάλουν χαλινάρι στο αχόρταγο για κέρδος γερμανικό μονοπώλιο και θα θωρακίσουν τη Γερμανία και (μαζί με τους άλλους ειρηνόφιλους λαούς) ολόκληρη την Ευρώπη απέναντι στον ρώσικο και στον κινέζικο σοσιαλιμπεριαλισμό.