ΟΙ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ Β. ΚΟΡΕΑΣ
Για μια ακόμη φορά το διπλωματικό ενδιαφέρον των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών έχει επικεντρωθεί στο πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας. Τον περασμένο Δεκέμβρη η τελευταία προέβη σε μία απόπειρα εκτόξευσης διαστημικού δορυφόρου, ενώ στις 12 Φλεβάρη πραγματοποίησε την τρίτη πυρηνική της δοκιμή. Η Βόρεια Κορέα δε δεσμεύεται από τη συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, την οποία έχουν αναγκαστεί να υπογράψουν τα περισσότερα κράτη στον πλανήτη, και γι’ αυτό τιμωρείται με κυρώσεις που φέρουν τη σφραγίδα του ΟΗΕ. Το αξιοπερίεργο είναι ότι αυτοί που περισσότερο προωθούν την απαγόρευση της κατοχής πυρηνικού οπλοστασίου από άλλες χώρες είναι οι δύο υπερδυνάμεις, που από μόνες τους διαθέτουν χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές, και μια μικρή ομάδα πυρηνικά εξοπλισμένων κρατών.
Έτσι το θέμα έφτασε μέχρι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο, κατόπιν παρατεταμένων διαπραγματεύσεων, αποφάσισε ομόφωνα τη σκλήρυνση των κυρώσεων απέναντι στην Πιονγκγιάνγκ. Δηλαδή και η Ρωσία αλλά και η Κίνα, που εμφανίζεται σα φίλη του βορειοκορεάτικου φασιστικού καθεστώτος, υποστήριξαν τις κυρώσεις και δε χρησιμοποίησαν το δικαίωμα βέτο που διαθέτουν για να τις αποτρέψουν (βλ.
CNN, 8/3). Αυτό σημαίνει ότι ο επιθετικός ρωσοκινεζικός άξονας δεν έχει συμφέρον από μια πυρηνικά εξοπλισμένη -και άρα πολιτικά ανεξάρτητη- Β. Κορέα, αλλά μάλλον θέλει να ελέγχει ο ίδιος το πυρηνικό της πρόγραμμα, αν όχι να το διαλύσει τελείως, όπως επιδιώκουν οι ΗΠΑ. Τη διπροσωπία τους αυτή πρέπει να έχουν αρχίσει να ψυλλιάζονται οι βορειοκορεάτες ιθύνοντες, που πρόσφατα ζήτησαν από το προσωπικό των ξένων πρεσβειών, συμπεριλαμβανομένης και της ρωσικής, να τις εκκενώσουν (βλ. El Pais, 5/4). Οι νέες κυρώσεις αφορούν στην παρεμπόδιση της δραστηριότητας τραπεζών και χρηματαποστολών που θα μπορούσαν να διοχετεύουν χρήματα στο πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, στην ενδελεχή εξέταση ύποπτων φορτίων πλοίων και αεροσκαφών, μια σειρά απαγορεύσεις σε ιδρύματα και σε ανώτερους αξιωματούχους της στρατιωτικής βιομηχανίας, καθώς και στα υλικά που απαιτούνται για τον εμπλουτισμό ουρανίου. Τέλος, απαγορεύεται η πώληση στη Βόρεια Κορέα ειδών πολυτελείας.Η αντιμετώπιση αυτή, σε συνδυασμό με τις προγραμματισμένες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Νότιας Κορέας-ΗΠΑ, έχουν εξοργίσει το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ, που τις παραμονές τις απόφασης έφτασε μέχρι το σημείο να επικαλεστεί το δικαίωμα εξαπόλυσης ενός προληπτικού πολέμου ενάντια στις ΗΠΑ και χαρακτήρισε τις ασκήσεις προετοιμασία για αμερικανική εισβολή στο βορρά. Στη συνέχεια οι Βορειοκορεάτες μετέφεραν δύο πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς
Musudan στην ανατολική ακτή, δηλ. πιο κοντά στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Η ακτίνα των πυραύλων αυτών φτάνει τα 3.000-4.000 χλμ., θα μπορούσε δηλαδή να πλήξει την Ιαπωνία και τη νήσο Γκουάμ, που είναι αμερικανικό έδαφος. Οι πύραυλοι εγκαταστάθηκαν πάνω σε κρυμμένα οχήματα και αυτό ενίσχυσε το φόβο μιας ενδεχόμενης πυρηνικής επίθεσης. Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, εκτιμούν πως η χώρα δε διαθέτει την τεχνολογία για να κατασκευάσει μικρές πυρηνικές κεφαλές, έτσι ώστε να προσαρμόζονται σε πυραύλους, αλλά και να στοχεύουν με ακρίβεια.Το θέμα όμως δεν είναι ποιοι πλήττονται από την εμβέλεια των πυραύλων, αλλά το ποιος έχει το δίκιο και το άδικο στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και το δίκιο εδώ είναι με το μέρος της τριτοκοσμικής Β. Κορέας. Αυτό το κράτος δεν έχει καμία σχέση με τον κομμουνισμό ούτε ουσιαστικά, αλλά ούτε και τυπικά από το 2009 που αναθεωρήθηκε το σύνταγμα του και εξαλείφθηκε κάθε αναφορά στον κομμουνισμό. Πρόκειται για ένα καθεστώς δικτατορικό και τόσο βαθιά εθνικιστικό που κάποιες φορές φτάνει και σε εθνορατσιστικές πολιτικές. Αλλά οι δυτικοί και οι ανατολικοί ιμπεριαλισμοί, δεν ενοχλούνται από αυτό. Εμποδίζουν την ανάπτυξη του πυρηνικού της οπλοστασίου, λόγω της σχετικά ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής που ασκούν αυτοί οι στρατοκράτες. Οι δυνάμεις που αποφασίζουν για τα οπλικά συστήματα της Κορέας γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια χώρα του Τρίτου Κόσμου με πυρηνικά δεν είναι εύκολος στόχος επέμβασης, όπως ήταν παλιότερα το Ιράκ ή η Λιβύη. Γι’ αυτό έχουν βάλει στόχο τους τον αφοπλισμό των χωρών του Τρίτου Κόσμου στην παγκόσμια διπλωματική σκακιέρα. Λες και οι υπερδυνάμεις είναι, λόγω της δύναμής τους, πιο «υπεύθυνες» από άλλες χώρες για να διασφαλίσουν την ειρήνη στον πλανήτη. Να γιατί οι δημοκρατικές, αλλά και πατριωτικές δυνάμεις σε κάθε χώρα καλό είναι να έχουν στο πρόγραμμά τους την ανάπτυξη ενός πυρηνικού οπλοστασίου σαν αποτρεπτικής δύναμης, αλλά και την κατασκευή καταφυγίων για τη σωτηρία του πληθυσμού από μια ενδεχόμενη πυρηνική επίθεση.
Είχαμε γράψει σχετικά σε ένα άλλο άρθρο μας για το θέμα των πυρηνικών στη Βόρεια Κορέα στο φ. 462 της Νέας Ανατολής (Νοέμβριος 2010): <<Η Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών, που τόσο σθεναρά προβάλλει η Ουάσιγκτον, επιτρέπει στις ισχυρές δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Αγγλία, Γαλλία) να κατέχουν πυρηνικά όπλα αλλά την ίδια στιγμή απαγορεύει αυτό το δικαίωμα στη μεγάλη μάζα των κρατών του Δεύτερου και του Τρίτου κόσμου. Για μας το ζήτημα του φασισμού σε μια χώρα πρέπει να ξεχωρίζεται από το ζήτημα των διεθνών της σχέσεων. Για να ρίξει το φασιστικό καθεστώς της Βόρειας Κορέας αρμόδιος είναι ο λαός της μέσα από ένα επαναστατικό δημοκρατικό του κίνημα και όχι ο όποιος ιμπεριαλισμός εμφανιστεί με τη σημαία της δημοκρατίας για να αφοπλίσει τη χώρα αυτή από όπλα που διαθέτει ο ίδιος. Οι ΗΠΑ μπερδεύουν επίτηδες το ζήτημα του φασισμού εσωτερικά με τον πυρηνικό αφοπλισμό εξωτερικά λέγοντας συνήθως ανεπίσημα - γιατί επίσημα δεν αφήνουν ούτε τις μικρές δημοκρατικές χώρες να έχουν πυρηνικά - ότι δεν επιτρέπεται σε μια φασιστική χώρα να έχει πυρηνικά. Αλλά αν το εννοούσαν αυτό τότε θα ζητούσαν πάνω απ όλα τον πυρηνικό αφοπλισμό της αρχιφασιστικής Κίνας που έχει πολλαπλάσια πυρηνική δύναμη από την φτωχιά και σε αυτά Βόρεια Κορέα. Από την άλλη μεριά αν η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία ανησυχούν ότι οι φασίστες της Βόρειας Κορέας θα τους ρίξουν κάποτε μια πυρηνική βόμβα στο κεφάλι δεν έχουν παρά να κάνουν δύο πράγματα: Πρώτον να φτιάξουν και αυτοί μερικές πυρηνικές βόμβες και δεύτερον να σκάψουν αντιπυρηνικά καταφύγια και βαθιά λαγούμια για να αποθηκεύσουν τρόφιμα. Αυτή είναι η μαοϊκή γραμμή και ισχύει κατά τη γνώμη μας για όλες τις χώρες. Όσο θα υπάρχουν πυρηνικά οπλοστάσια σε μερικές χώρες καμιά χώρα δεν επιτρέπεται να μην διαθέτει, γιατί κανένας λαός δεν επιτρέπεται να ζει κάτω από πυρηνικό εκβιασμό, δηλαδή δίχως αξιοπρέπεια. Άλλωστε η ιστορία μας διδάσκει ότι τα όπλα που συσσωρεύει η δημοκρατία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από φασίστες που ενδεχόμενα έρθουν αργότερα στην εξουσία, αλλά και αντίστροφα. Επίσης η ιστορία του Γ Ράιχ μας διδάσκει ότι κανένα καθεστώς δεν είναι τόσο τρελό που να διαλέξει την αυτοκαταστροφή χιλιάδων στελεχών του αν έριχνε πυρηνικές βόμβες και ήξερε ότι θα φάει πυρηνικές βόμβες. Ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς αυτοκτόνησαν αλλά όλοι οι στρατηγοί της Βέρμαχτ παραδόθηκαν στους νικητές σαν τα καλά παιδιά. Άρα απ’ αυτή την άποψη του πυρηνικού εξοπλισμού της η φασιστική Β. Κορέα στέκεται πιο προοδευτικά από τις ΗΠΑ αλλά και τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία στο ζήτημα του οπλοστασίου της.
Ένας άλλος παράγοντας που θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη είναι ο ρωσο-κινεζικός πολεμικός άξονας και η επιδίωξή του να εντάξει τον κορεατικό Βορρά στη στρατηγική του για την κατάκτηση της Ιαπωνίας και της Ν.Α Ασίας. Είναι μια επιδίωξη που περνά μέσα από το στρατιωτικό έλεγχο και της Β. Κορέας, η σοβινιστική πολιτική της οποίας δεν ευνοεί πάντα τα ρωσοκινεζικά σχέδια. Η βοήθεια, για παράδειγμα, που έχει προσφέρει το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ στην ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης (βλ. The Daily Telegraph, 24/1/07) έρχεται σε σύγκρουση με την επιδίωξη του Κρεμλίνου να εξαρτήσει πολιτικά το γενικά ρωσόφιλο Ιράν. Οι ίδιες οι ρωσο-β.κορεατικές σχέσεις πάγωσαν σημαντικά στα 1992, όταν η Μόσχα υπόγραψε με την Νότια Κορέα σύμφωνο φιλίας στα πλαίσια του γενικού καθησυχασμού της Δύσης στην εποχή Γέλτσιν. Οι σχέσεις αναθερμάνθηκαν οκτώ χρόνια αργότερα με πρωτοβουλία της Μόσχας. Πιο στενοί είναι οι δεσμοί του βορειοκορεατικού σοσιαλφασιστικού καθεστώτος με τους κινέζους σοσιαλιμπεριαλιστές, οι οποίοι το προμηθεύουν με συμβατικά όπλα κι έχουν εξαρτήσει τη χώρα σε οικονομικό και ενεργειακό επίπεδο. Πολιτικά όμως η Πιονγκγιάνγκ διατηρεί μια κάποια ανεξαρτησία από το Πεκίνο, όπως δείχνει πάνω απ όλα και ο ζήλος της να θωρακιστεί με το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, ή ακόμα η συχνά διατυπωμένη πρόθεσή της για διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον σχετικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα, στις οποίες αντιτάσσεται επίμονα η Κίνα. Αυτή δεν δέχεται παρά μόνο διαπραγματεύσεις στις οποίες να συμμετέχει η ίδια όπως είναι οι εξαμερείς με τις δύο Κορέες, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ .
Αυτό που επιδιώκει η κινέζικη διπλωματία είναι να σέρνει μια όλο και πιο αδύναμη και πολιτικά απομονωμένη Β. Κορέα σε συνομιλίες με τη Ν. Κορέα και τις μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ, Ιαπωνία) σε μια προσπάθεια να πετύχει την απορρόφηση της Βόρειας Κορέας και στη συνέχεια την εξάρτηση της ειρήνης στην Κορέα και στην Ιαπωνία από την απορροφημένη Βόρεια Κορέα. Αυτή σε μια τέτοια περίπτωση θα λειτουργεί σαν επιθετικό σκυλί που θα συγκρατείται από το λουρί με το οποίο θα την σέρνει η Κίνα>>.
Το ενδεχόμενο ενός νέου παγκόσμιου πολέμου δεν είναι πολύ μακρινό και περισσότερο κερδισμένος από τις πιέσεις σε βάρος της Β. Κορέας φαίνεται πως είναι ο ρωσοκινεζικός ναζιστικός άξονας, που ετοιμάζεται να επιτεθεί στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Τις φιλοδοξίες του ενισχύουν οι εγκληματικές αυταπάτες της ηγεσίας του Λευκού Οίκου ότι η Κίνα με την επιρροή που διαθέτει πάνω στη Βόρεια Κορέα θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην εξομάλυνση της έντασης. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως οι κινέζοι σοσιαλιμπεριαλιστές αποχτούν καίριο ρόλο στην προσπάθεια επέμβασης στα εσωτερικά της Β. Κορέας και στην επιχείρηση για την κατάλυση της πολιτικής της ανεξαρτησίας.