Σε συνεδρίασή της στις αρχές του Δεκέμβρη η Κεντρική Επιτροπή της ΟΑΚΚΕ ασχολήθηκε
με τις γενικές πολιτικές εξελίξεις. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια προχώρησε σε μια
πολιτική εκτίμηση και πήρε μια σημαντική απόφαση σχετικά με το ποιος είναι ο
βαθύτερος πολιτικός της χαρακτήρας και πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η ηγεσία
Σημίτη. Η πολιτική γραμμή και η φυσιογνωμία του Σημίτη αποτέλεσε από την πρώτη
στιγμή της εκλογής του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αντικείμενο προσεκτικής μελέτης
και πολιτικών ζυμώσεων μέσα στην ΟΑΚΚΕ, ακριβώς εξαιτίας του πάντα διφορούμενου
και ασαφή χαρακτήρα της.
Η ως πριν λίγο καιρό εκτίμησή μας, που προσδιόριζε και την πολιτική μας ανάλυση
σχετικά με τις εσωκομματικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ και τις γενικότερες πολιτικές
εξελίξεις, ήταν ότι ο Σημίτης ήταν ένας αδύναμος και δίχως χαρακτήρα εκπρόσωπος
των φιλοευρωπαϊκών τάσεων του ΠΑΣΟΚ που λειτουργούσε σαν όμηρος των ρωσόδουλων,
με αποτέλεσμα να αφήνει τελικά τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στο κόμμα και την κυβέρνηση
να τον παίζουν αυτοί οι τελευταίοι.
Κάτω από αυτό το πρίσμα είχαμε δει την πρωθυπουργία και την προεδρία Σημίτη
από το ΄96 και μετά και είχαμε από τότε διαγνώσει ότι χάρη στο νέο μπλοκ ηγεσίας
θα αδυνάτιζαν οι θέσεις των αυτοδυναμικών εθνικιστών μέσα στο ΠΑΣΟΚ, που υπεράσπιζαν,
παρά την αθλιότητά τους, μια κατεύθυνση σύγκρουσης με το ΣΥΝ και το ψευτοΚΚΕ
και ότι θα δυνάμωναν τελικά οι θέσεις του Λαλιώτη και των φίλων του στο ΠΑΣΟΚ
(Σκανδαλίδη, Γ. Παπανδρέου, Χρυσοχοίδη κ.λπ.).
Το τελευταίο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και τα πολιτικά γεγονότα που το ακολούθησαν
έρχονται να επιβεβαιώσουν την κύρια πλευρά αυτής της ανάλυσης, που είναι ότι
μέσα από την ηγεσία Σημίτη προώθησαν γρηγορότερα τις θέσεις τους οι ρωσόδουλοι
μέσα στο ΠΑΣΟΚ και σε ολόκληρη τη χώρα. Όμως ταυτόχρονα αυτές οι εξελίξεις ήρθαν
να διορθώσουν την ανάλυσή μας σε ένα σημαντικό σημείο της.
Η Κ.Ε. της ΟΑΚΚΕ διαπιστώνει δηλαδή τώρα ότι η ίδια η πολιτική δράση του Σημίτη
υπηρετεί απευθείας με ακρίβεια και συνέπεια τη ρώσικη στρατηγική και τακτική
στην Ελλάδα. Ο Σημίτης δεν είναι ένας αδύναμος και δίχως χαρακτήρα εκπρόσωπος
των φιλοευρωπαϊκών τάσεων μέσα στο ΠΑΣΟΚ, αλλά είναι ένας ισχυρός και με καθαρή
στρατηγική ηγετικός εκπρόσωπος της ρωσόδουλης τάσης του ΠΑΣΟΚ δίπλα στο Λαλιώτη
και το Γ. Παπανδρέου.
Ο Σημίτης λειτουργεί σαν εισοδιστής μέσα στη φιλοευρωπαϊκή τάση του ΠΑΣΟΚ με
τον ίδιο τρόπο που ο Α. Παπανδρέου λειτουργούσε σαν εισοδιστής μέσα στη σοβινιστική
του τάση.
Αλλά ας δούμε τα γεγονότα.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΙΤΗ
Καταρχήν πρέπει να δούμε την εξωτερική πολιτική Σημίτη. Αυτή από το πρώτο ως
το τελευταίο της σημείο είναι η ρώσικη εξωτερική πολιτική. Η ουσία της αποκαλύφθηκε
κυρίως στο Κόσοβο, αλλά και σε όλα τα άλλα μέτωπα, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, ο
Σημίτης κινήθηκε με ακρίβεια πάνω στη ρώσικη γραμμή. Ας θυμηθούμε την υποστήριξη
που έδωσε στις δυνάμεις των χοτζικών πραξικοπηματιών ενάντια στον Μπερίσα σε
αντίθεση με την τότε γραμμή Πάγκαλου. Ας παρατηρήσουμε επίσης τη σαφή επεμβατικού
τύπου υποστήριξη που έδωσε επίμονα το δίδυμο Σημίτη – Γ. Παπανδρέου στο VMRO
στη Δημ. της Μακεδονίας σε σύγκρουση με την πραγματικά δημοκρατική ευρωπαϊκή
τάση Γκλιγκόροφ της μακεδονικής αστικής τάξης, αλλά και σε ενότητα με τους αλβανούς
σοβινιστές του Τέτοβου. Τέλος, ας δούμε την αριστοτεχνική και δουλική ταύτιση
της διπλωματίας Σημίτη – Γ. Παπανδρέου στο Κόσοβο με τις ρώσικες ανάγκες σε
όλα τα επίπεδα.
Εκεί το δίδυμο ενέργησε με αυτό το σχεδιασμένο αμφίσημο τρόπο που χαρακτήριζε
από την αρχή ως το τέλος την ίδια τη ρώσικη διπλωματία. Έτσι η κυβέρνηση Σημίτη
υποστήριξε και διευκόλυνε πρακτικά τους βομβαρδισμούς, ενώ στο εσωτερικό της
χώρας, ιδιαίτερα σαν ΠΑΣΟΚ, δούλευε ιδεολογικοπολιτικά κατά της Δύσης καλύπτοντας
συστηματικά τη σέρβικη εθνοκάθαρση. Οι βομβαρδισμοί ήταν απαραίτητοι για να
τσακιστεί ο σέρβικος σοβινισμός και να μπορέσει ο ρώσικος στρατός να εγκατασταθεί
τελικά σαν φίλος του στην Πρίστινα. Όμως η κυβέρνηση Σημίτη έκανε τα πάντα και
απείλησε ως και με φραγή του δρόμου του ΝΑΤΟ μέσα από το ελληνικό έδαφος αν
οι βομβαρδισμοί συνοδεύονταν από χερσαίες επιχειρήσεις στο Κόσοβο και τη Σερβία.
Το ίδιο ακριβώς έκανε εκείνη την εποχή και η ρώσικη διπλωματία. Για τη Ρωσία
ο Μιλόσεβιτς έπρεπε να χτυπηθεί τόσο πολύ ώστε να υποκύψει και για να του γίνει
η Ρωσία απαραίτητη, αλλά όχι να χτυπηθεί μέχρι το σημείο να κατατροπωθεί και
να έρθει ένα φιλοδυτικό σέρβικο πολιτικό στρατόπεδο στην εξουσία. Πολλοί επίσης
θα πρόσεξαν ότι η γραμμή Σημίτη – Γ. Παπανδρέου μετά τον πόλεμο ήταν και παραμένει
γραμμή απομόνωσης του Μιλόσεβιτς και ενίσχυσης του καγκεμπίτη Ντράσκοβιτς και
όχι του γενικά φιλοδυτικού Ντζίντζιτς.
Δε χρειάζεται βέβαια εδώ να επιμείνουμε πολύ στο σταθερό και μεθοδικό τρόπο
με τον οποίο η διπλωματία Σημίτη υφαίνει διαρκώς νέους προνομιακούς δεσμούς
με το διεθνές νεοναζιστικό στρατόπεδο. Το Πεκίνο και η Τεχεράνη είναι πια εκλεκτοί
προορισμοί διπλωματικών ταξιδιών.Χ Ειδικά για τη δεύτερη, η Ελλάδα χρησιμοποιείται
ως ο κατεξοχήν δίαυλός της προς τη Δύση.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Καύκασο, στον οποίο πάντα ξεχωρίζει μόνο μια αγάπη,
η ρωσόφιλη Αρμενία. Μόνο λοιπόν μέσα στα πλαίσια αυτής της γραμμής είναι φυσικό
που η τάχα “ευρωπαϊκή και δημοκρατική” κυβέρνηση Σημίτη δε βρήκε να πει ούτε
μια λέξη καταγγελίας για το συνεχιζόμενο χιτλερικό έγκλημα των νέων τσάρων στην
Τσετσενία.
Πάντως τα πιο πολλά στοιχεία της ρωσόδουλης πολιτικής Σημίτη μας τα δίνουν
τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Χρωστάμε πραγματικά σ’ αυτόν τον ψευτοευρωπαίο
το γεγονός ότι, δίχως καμιά δύναμη της Δύσης να διαμαρτυρηθεί, η Ρωσία εγκαθιστά
και εκπαιδεύει με ρώσους στρατιωτικούς τους πυραύλους S-300 στην Κρήτη. Η καλοκουρδισμένη
ρώσικη διεθνής προπαγανδιστική μηχανή κατάφερε να κάνει εξαιρετικά ανώδυνη για
τη Δύση αυτή την εγκατάσταση, επειδή δεν έγινε η εγκατάσταση των ίδιων αυτών
πυραύλων στην Κύπρο. Ενώ το σκάνδαλο δεν είναι το ότι δεν μπήκαν ρώσικοι πύραυλοι
στην μη νατοϊκή Κύπρο, αλλά το ότι μπήκαν στη νατοϊκή Ελλάδα. Κάτι τέτοιο δεν
μπορούσε να γίνει ούτε με Ανδρέα Παπανδρέου, ούτε με Τσοχατζόπουλο, ούτε με
Έβερτ πρωθυπουργούς. Μόνο ένας “ευρωπαίος” και “ειρηνόφιλος” Σημίτης θα μπορούσε
να αποκοιμίσει σε τέτοιο βαθμό Δύση και Τουρκία. Και μόνο ένας τέτοιος επίλεκτος
τραβεστί του σοσιαλιμπεριαλισμού θα μπορούσε να χώσει την ωρολογιακή του βόμβα
που λέγεται διχοτομημένη Κύπρος μέσα στην καρδιά της Ενωμένης Ευρώπης, με μόνο
αντάλλαγμα να ανακηρυχθεί αυτή απλά υποψήφια. Αυτό σημαίνει να δεχθεί υπό χίλιους
όρους η Τουρκία, να γίνει θύμα νέων αποσυνθετικών εξωτερικών επεμβάσεων.
Πραγματικά, οι δημοκράτες που πιστεύουν ότι κάτι καλό θα βγει από το Ελσίνκι
θα πρέπει να προσέξουν ότι στο δρόμο της τάχα ελληνοτουρκικής φιλίας δεν έχει
γίνει ούτε μια υποχώρηση από την πλευρά του ελληνικού σοβινισμού σε οποιοδήποτε
σημείο των πολύπλευρων ελληνοτουρκικών διαφορών. Αντίθετα, εκείνο που φαίνεται
σαν πρόοδος γίνεται μόνο στα επίπεδα της μαζικής ψυχολογίας και της οικονομίας
χάρη σε μια ξαφνική αλλά καλομελετημένη πολιτική απόφαση που αγγίζει μόνο την
επιφάνεια των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Γιατί από κάτω μένει ανέπαφο -και μάλιστα
συνεχίζει να θερμαίνεται- το καζάνι που περιέχει όλο εκείνο το σιχαμερό υγρό
του ελληνικού εθνορατσισμού ανακατεμένο με τις τάχα αρχειακές διεκδικήσεις του
“ελληνισμού” στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Αυτή είναι λοιπόν η ρωσόφιλη εξωτερική πολιτική Σημίτη.
Η ΕΣΩΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΔΟΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
Όμως η αληθινή φύση εκείνου που την εφαρμόζει δεν προκύπτει αυτόματα. Θα μπορούσε
απλά ο Σημίτης να υποκύπτει σε πιέσεις άλλων κομματικών τάσεων.
Η βαθύτερη φύση του Σημίτη προκύπτει περισσότερο από τη συμπεριφορά του στο
ζήτημα της εσωκομματικής πάλης και των εκκαθαρίσεων στο ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση.
Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την εσωκομματική διαμάχη για την εξωτερική πολιτική,
είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο έγινε η πτώση του Πάγκαλου και η
άνοδος του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του υπ. Εξωτερικών.
Ο Πάγκαλος έκφραζε τον αντιτούρκικο ελληνικό εθνικισμό, αλλά ο ίδιος ήταν επίσης
συνεπής και αποτελεσματικός εχθρός των σοσιαλφασιστών στο εσωτερικό, και σαφώς
ευρωπαϊστής στο επίπεδο του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. Αυτός ήταν ο
λόγος για τον οποίο ο Πάγκαλος είχε γίνει κεντρικός στόχος των φαιοκόκκινων,
και πιο πολύ του ψευτοΚΚΕ.
Ο Πάγκαλος έπεσε ακριβώς από το φαιοκόκκινο ρεύμα ύστερα από την καλοστημένη
προβοκάτσια Οτσαλάν, προβοκάτσια που αποδείχτηκε πως ξεκίνησε από τη Ρωσία.
Ο θόρυβος γύρω από τον Οτσαλάν σταμάτησε αμέσως μόλις έπεσε ο Πάγκαλος. Αν ο
Γ. Παπανδρέου ήταν δυτικόφιλος αντι-φαιοκόκκινος, η γενική πολιτική πίεση στο
Σημίτη θα συνεχιζόταν και θα δυνάμωνε. Όμως η πίεση όχι μόνο σταμάτησε, αλλά
ο νέος υπουργός διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι θέλει συμβούλιο εξωτερικής
πολιτικής μαζί με τους σοσιαλφασίστες (ψευτοΚΚΕ, ΣΥΝ, ΔΗΚΚΙ) και συνεργάστηκε
από τότε πολύ καλά μαζί τους και ποτέ δεν έγινε διαλεχτός στόχος των επιθέσεών
τους. Το πιο περίεργο όμως είναι ότι η πίεση σταμάτησε τη στιγμή που ο νέος
υπουργός ξεκίνησε αμέσως μια πολιτική φαινομενικής ακραίας προσέγγισης με την
Τουρκία και εγκατάλειψης του ΡΚΚ.
Αλλά πρέπει επίσης εδώ να σημειώσουμε ότι η πτώση του Πάγκαλου δεν ήταν η μόνη
εσωτερική πολιτική συνέπεια της προβοκάτσιας Οτσαλάν. Ο Οτσαλάν ήταν μια ευκαιρία
για να χάσει την καίρια θέση του ταυτόχρονα ο δεύτερος μεγάλος αντισοσιαλφασιστικός
παράγοντας αυτής της κυβέρνησης, ο υπουργός Εσωτερικών Παπαδόπουλος.
Ο Παπαδόπουλος χρεωνόταν κυρίως από τους σοσιαλφασίστες τη συνένωση των Δήμων,
πράγμα που αδυνάτισε πολύ την κοινοτική εξουσία των τελευταίων στην ύπαιθρο.
Όμως ο Παπαδόπουλος ήταν και επικεφαλής της διυπουργικής ομάδας που αντιμετώπιζε
τις κρίσεις, δηλαδή και τα “κινήματα – πραξικοπήματα” των σοσιαλφασιστών.
Όμως, ενώ η πτώση του Πάγκαλου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την πίεση της
κοινής γνώμης, κανείς δεν απαίτησε την καθαίρεση του Παπαδόπουλου και, ακόμη
λιγότερο, του Πετσάλνικου. Αυτός ο τελευταίος δεν είχε καμιά σαφή φυσιογνωμία,
αν είχε κάποια. Απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιήθηκε σαν ενδιάμεσος για να περάσουμε
από την πτώση του μόνου συνεπή δημοκράτη που υπήρξε ποτέ στο υπ. Δημόσιας Τάξης,
του διώκτη των ναζιστών της “Χρ. Αυγής” και των φασιστών μέσα στην αστυνομία
Γ. Ρωμαίου, στην άνοδο του αγαπημένου ανθρώπου του Λαλιώτη Μ. Χρυσοχοΐδη, του
πρώτου κνίτη στο υπ. Δημ. Τάξης.
Η εκκαθάριση του Ρωμαίου έγινε ταυτόχρονα μ’ εκείνη του Τζουμάκα μέσω της αλάνθαστης
μεθόδου που άφησε ο Α. Παπανδρέου στους διαδόχους του. Οι σοσιαλφασίστες (αργότερα
και η ρωσόδουλη ηγεσία Καραμανλή της ΝΔ) θα πρέπει να χτυπάνε απ’ έξω και ο
δήθεν φίλος ή ουδέτερος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ θα “υποχρεώνεται” να εκκαθαρίζει από
μέσα.
Ο Σημίτης άφησε τους Ρωμαίο και Τζουμάκα εντελώς ανυπεράσπιστους στη διάρκεια
μιας παρατεταμένης περιόδου πίεσης και τους “εκτέλεσε” ύστερα από τη μεγαλειώδη
κινητοποίηση των σοσιαλφασιστών εμπρηστών των δασών το καλοκαίρι του ’98 και
ύστερα από την αξιοποίηση του δευτερεύοντος επίτηδες παραφουσκωμένου επεισοδίου
της οδού Νιόβης. Λίγοι ασφαλώς θα αναρωτήθηκαν πώς έγινε και σταμάτησαν ξαφνικά
οι πυρκαγιές το τελευταίο καλοκαίρι και τι μαγικά κόλπα έκανε ο “πετυχημένος”
Χρυσοχοΐδης για να τις αποτρέψει. Και ακόμα πιο λίγοι θα βρήκαν την εξήγηση
στο γεγονός ότι ο μόνος συνεπής και μεθοδικός αντικνίτικος λόγος στο συνέδριο
του ΠΑΣΟΚ ήταν εκείνος του καθαιρεμένου Ρωμαίου.
Όσο για τον Τζουμάκα, αυτός ο παλιός αντιλαλιωτικός τιμωρήθηκε γιατί αντιστάθηκε
πραγματικά στις συμμορίες του Μπούτα και του Πατάκη. Το ποιος είναι ο αληθινός
Σημίτης φάνηκε πάνω απ’ όλα εκεί στη Θεσσαλία, όταν μετά την κρίσιμη ήττα του
Πατάκη στις αρχές του ’97 ανέβηκε να μιλήσει στην Καρδίτσα όχι μαζί με τον Τζουμάκα,
αλλά με το Λαλιώτη, που στις πιο κρίσιμες στιγμές είχε υπερασπιστεί με δύναμη
το δίκιο των στραγγαλιστών των εθνικών δρόμων.
Σε όλες τις παραπάνω υποθέσεις ο Σημίτης κατάφερε να καθαιρέσει τους ενδοκυβερνητικούς
αντιπάλους του από τα καίρια πόστα τους. Σε δύο περιπτώσεις αυτό έγινε με το
αδυνάτισμά τους. Πρόκειται για τον Αρσένη και τη Διαμαντοπούλου.
Ο Αρσένης πολέμησε όσο κανείς άλλος την πιο ισχυρή κοινωνική βάση της πολιτικής
εξουσίας του σοσιαλφασισμού στην Ελλάδα, που είναι οι συντεχνίες της δημόσιας
υπαλληλίας. Η άμεση πολιτική υπόθεση με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν είναι
τίποτε άλλο από την αξιολόγηση των καθηγητών, και αυτή η τελευταία σημαίνει
τον πρώτο πόλεμο που κηρύχθηκε ενάντια στις αντιδραστικές συντεχνίες του Δημόσιου
από κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η θύελλα σε τρεις φάσεις που ξέσπασε ενάντια στον Αρσένη (απεργία καθηγητών
’97, ΑΣΕΠ ’98, μαθητές ’98 και ’99) βρήκε τον τελευταίο μοναχό με ελάχιστους
και όχι φανατικούς συμμάχους (Παπαδόπουλο, Πάγκαλο, Παπαντωνίου, Βενιζέλο) στο
έλεος ενός κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ και μιας ΠΑΣΚΕ που είχαν παραταχθεί
είτε ήπια είτε μαχητικά στο πλευρό των σοσιαλφασιστών. Ποτέ ο Σημίτης δεν έβαλε
κομματικό ζήτημα στη διάρκεια αυτής της πολύχρονης μάχης και, κυρίως, ποτέ δε
στράφηκε ενάντια στο λαλιωτικό Τσούλια. Αλλά δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό.
Το πιο σημαντικό είναι ότι ενώ ο Αρσένης κέρδισε την πιο δύσκολη, την πιο αμφίρροπη
και επικίνδυνη μάχη ενάντια στο σοσιαλφασιστικό κίνημα των μαθητών του ’98,
υποχρεώθηκε τελικά από τον κομματικό μηχανισμό να εγκαταλείψει τον πυρήνα της
μεταρρύθμισης, που είναι η αξιολόγηση των καθηγητών. Ο Αρσένης μπόρεσε να κρατήσει
μόνο μια προϋπόθεση αυτής της αξιολόγησης, το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Με λίγα λόγια,
επαναλαμβάνεται εδώ η ιστορία με τον Τζουμάκα.
Τέλος, στο μέτωπο των εκκαθαρίσεων πρέπει να λογαριαστεί η απομάκρυνση του
δίδυμου Β. Παπανδρέου – Α. Διαμαντοπούλου από το Υπ. Βιομηχανίας. Βέβαια, η
εθνικίστρια Β. Παπανδρέου πήρε τη θέση του Παπαδόπουλου και ο Βενιζέλος δεν
είναι κανένας συνειδητός σαμποταριστής. Όμως με υφυπουργό Βιομηχανίας κάποιον
Ζαφειρόπουλο ο Λαλιώτης μπόρεσε να κλείσει την εναπομένουσα ναυαρχίδα της βαριάς
βιομηχανίας στον Πειραιά, που ήταν τα Λιπάσματα, και να ξεκινήσει τη διαδικασία
για τη ματαίωση και το ξήλωμα της άλλης βαριάς βιομηχανίας στη Βόρεια Ελλάδα,
της TVX (βιομηχανία χρυσού). Η Διαμαντοπούλου ήταν αυτή που ως τότε αντιστεκόταν
στους κατεδαφιστές. Και οι δύο αυτές κινήσεις δε θα μπορούσαν να επιχειρηθούν
δίχως τη σταθερή υποστήριξη του Σημίτη.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΙΤΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αναλύοντας αυτό το μέτωπο εκκαθαρίσεων ήδη μπήκαμε στο χώρο της οικονομίας.
Εδώ ο Σημίτης έχει διευκολύνει στο μέγιστο βαθμό την ανάδειξη, συγκρότηση και
ισχυροποίηση μιας νέας οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία έχει επικεφαλής της και
πανταχού παρόντα τον αρχιπράκτορα της Στάζι και της K.G.B. Κόκκαλη.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε ότι οι πρώτες κινήσεις του Σημίτη μετά την άνοδό
του στην πρωθυπουργία ήταν, πρώτον, η αποφυλάκιση του εξαιρετικά ύποπτου για
17νοεμβρισμό Σκυφτούλη και, δεύτερο, η επίσκεψή του στον Κολ για να εξασφαλίσει
τελικά το σταμάτημα της έρευνας που πραγματοποιούσε η γερμανική βουλή για τις
σχέσεις Κόκκαλη – Ιντρακόμ με τη Στάζι και τα κεφάλαιά της. Το σταμάτημα αυτής
της έρευνας και το πέρασμά της στο αρχείο είναι το πρώτο δωράκι που έκανε η
Ευρώπη στο “δικό της” Σημίτη προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία απωθώντας
τους πολύ πιο επίφοβους για την κοντόφθαλμη Δύση εθνικιστές.
Από τότε ως τα σήμερα ο Κόκκαλης αναδείχθηκε στον πιο γρήγορα αναπτυσσόμενο
νέο πόλο της ολιγαρχίας της χώρας χάρη στις αρπακτικές και ληστρικές συμβάσεις
που εξασφάλισε γι’ αυτόν ο Σημίτης (ΟΤΕ, Ξυστό, Βαλκάνια, Μολδαβία κλπ). Και
δεν είναι μόνο αυτό. Χάρη στη νέα υψηλή προστασία ο Κόκκαλης συγκρότησε τα πιο
πλατιά οικονομικά και πολιτικά μέτωπα με την παλιά ή έστω λίγο παλιότερη ολιγαρχία,
διεισδύοντας παντού και κάνοντας δουλειές με τους πιο ισχυρούς. Η συμμετοχή
του Κόκκαλη σε έναν επιχειρηματικό όμιλο είναι το αναγκαίο πολιτικό και οικονομικό
εισιτήριο για να πάρει αυτός μεγάλες κρατικές ή μισοκρατικές δουλειές.
Έτσι φτιάχτηκε τελευταία το πλατύ μέτωπο Κόκκαλη - Πίστεως (Κωστόπολου)- Λαμπράκη
- Γιούρομπανκ (Λάτση), που σ’ αυτή τη φάση έχει αναλάβει την εξουδετέρωση της
ισχύος του κλασικού δυτικόφιλου πόλου της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας, του
πόλου τον οποίο με πυραύλους πήγε να εξοντώσει το δίδυμο Α. Παπανδρέου - 17
Νοέμβρη, του πόλου Βαρδινογιάννη - Τράπεζας Πειραιώς.
Όλη η οικονομική στρατηγική του Σημίτη για τη συσπείρωση της παλιάς ολιγαρχίας
κάτω από την ηγεμονία των νέων ρωσόδουλων ολιγαρχών είναι το άνοιγμα σ’ αυτήν
της Βαλκανικής αγοράς και εκείνης της πρώην ΕΣΣΔ. Αυτή την αγορά την ελέγχει
σε μεγάλο βαθμό ο ρώσικος ιμπεριαλισμός μέσα από τις παλιές φιλορώσικες κομματικές
νομενκλατούρες που έχουν εξελιχθεί σε νέα διοίκηση ή σε νέα τοπική ολιγαρχία.
Οι παλιοί κνίτες του ΣΥΝ παίζουν συχνά ρόλο ενδιάμεσου - κομπραδόρου γραφειοκράτη-
σ’ αυτή τη διείσδυση, ενώ τα οικονομικά - διοικητικά κυκλώματα που χτίζει ο
Κόκκαλης ή άλλα ανερχόμενα καθάρματα σαν το Μυτηλιναίο, ή κάποιοι κνίτες σαν
το Γερμανό ανοίγουν το δρόμο στους διψασμένους για νέες ευνοϊκές και απάτητες
αγορές προϊόντων και αγορές φτηνής εργατικής δύναμης έλληνες κλασικότερους αστούς.
Χάρη σ’ αυτή τη χρυσή μεσολάβηση χώνονται πυρετώδικα στα Βαλκάνια και στην πρώην
ΕΣΣΔ, πίσω από τους πράκτορες της KGB, η Πίστεως, ο Λάτσης (αγωγός πετρελαίου),
αλλά και τα νέα τζάκια της βιομηχανίας, συνήθως ελαφριάς, όπως η ΔΕΛΤΑ, η ΦΑΓΕ
κλπ., όλη δηλαδή η ελληνική αστική τάξη.
Αυτή είναι η νέα οικονομία που χτίζει ο Σημίτης. Ο Σημίτης δεν εξευρωπαΐζει
οικονομικά την Ελλάδα. Αντίθετα, την εξαρτά από τη ρώσικη πολιτική για να την
κάνει τον αναγκαίο ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία και για
το καλό της τελευταίας. Με αυτό τον τρόπο εξαγοράζει την ελληνική αστική τάξη
καθώς την κάνει τον αναγκαίο εκμεταλλευτή της Βαλκανικής και της πρώην ΕΣΣΔ
ενδοχώρας.
Ο Σημίτης είναι ο αρχηγός ενός κομπραδόρικου ελληνικού υποϊμπεριαλισμού στην
υπηρεσία του Κρεμλίνου. Εκείνο που θέλει είναι να σύρει το πιο τυχοδιωκτικό
ελληνικό κεφάλαιο και ένα αντίστοιχο του ευρωπαϊκό κεφάλαιο, μέσω του ελληνικού,
σε συναλλαγή με τη νέα ρώσικη αυτοκρατορία της πείνας και του πολέμου. Γι’ αυτό
ο Σημίτης βοηθάει πολύ περισσότερο την ανάπτυξη των παραγωγικών και εμπορικών
σχέσεων του ελληνικού κεφάλαιου με την Ανατολή και το Βορρά παρά με τη Δύση.
Το ελληνικό, δυτικότροπο κατά τα άλλα κεφάλαιο, τρελαίνεται γι’ αυτή τη νέα
περιπέτεια. Αυτή είναι η στρατηγική του ορθόδοξου τόξου στην οικονομία. Αυτής
της στρατηγικής δοκιμάζουμε τώρα το χειρότερο σύμπτωμα, τη μαζική είσοδο της
τσακισμένης βαλκανικής εργατικής δύναμης στην Ελλάδα, ώστε να διασπαστεί βαθιά
η εργατική τάξη αυτής της χώρας και να απαντήσει στη βίαιη πτώση του μεροκάματού
της με τον πιο βάναυσο εθνορατσισμό.
Μέσα από την παραπάνω ανάλυση μπορούμε να περάσουμε και στην εξήγηση των φαινομενικά
ανεξήγητων πλευρών της καθαυτό εσωτερικής πολιτικής τακτικής του Σημίτη.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΙΤΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Καταρχήν ο Σημίτης έδωσε νέα πνοή στην αντιδεξιά γραμμή του Παπανδρεϊσμού ρίχνοντας
τα κύρια πυρά του όχι στον Καραμανλή, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στο Μητσοτάκη.
Ο Σημίτης έχει διαλέξει ως βασικό χώρο των επιχειρημάτων του ενάντια στη ΝΔ
την εποχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, δηλαδή την ευρωπαϊκή εποχή και την ευρωπαϊκή
γραμμή της ΝΔ. Αλλά και γενικότερα η αντιδεξιά του γραμμή βοηθάει πάντα στο
στένεμα των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ ή έστω στον περιορισμό της ρήξης του με τον “προοδευτικό”
ή “δημοκρατικό” χώρο, δηλαδή με τα τρία σοσιαλφασιστικά κόμματα (ψευτοΚΚΕ, ΣΥΝ,
ΔΗΚΚΙ).
Αυτή ήταν άλλωστε και η βασική χρήση της αντιδεξιάς γραμμής από τον Παπανδρέου.
Είναι πραγματικά ακατανόητο πώς ένας ευρωπαιόφιλος πρωθυπουργός που θα βαλλόταν
από τα 3 μικρά φασιστικά κόμματα θα διάλεγε αυτά ως τους πιο κοντινούς του συμμάχους
και θα θεωρούσε κύριο εχθρό του ένα Μητσοτάκη που, στα περισσότερα ζητήματα
που αντιπαραθέτουν την κυβέρνηση με το ψευτοΚΚΕ, παίρνει θέση κατά του δεύτερου.
Η πιο χαρακτηριστική χρήση της αντιδεξιάς τακτικής ήταν εκείνη αμέσως μετά την
επίσκεψη Κλίντον, όπου όλο το ΠΑΣΟΚ και η κοινωνία έβραζαν ενάντια στο ψευτοΚΚΕ,
ο Σημίτης όξυνε απότομα τις σχέσεις του με τη ΝΔ.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια θα πρέπει κανείς να αναζητήσει την αιτία για την οποία
ο Σημίτης κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την ενότητα του
ΠΑΣΟΚ με τους διαγραμμένους φιλοευρωπαίους της ΝΔ. Αυτοί οι διαγραμμένοι είναι
προϊόν του σταδιακού “εκρωσισμού” της ΝΔ, που σημαίνει ότι θα έπρεπε αυτές οι
“ορφανές” δημοκρατικές τάσεις της ΝΔ να βρουν τη νέα τους στέγη σε έναν κοινό
φορέα με ένα υποτίθεται όλο και πιο εξευρωπαϊσμένο ΠΑΣΟΚ.
Αλλά η πραγματική ανυπαρξία αυτού του εξευρωπαϊσμού αποδεικνύεται από δύο άλλα
φαινόμενα.
Το ένα είναι η ανάπτυξη και το βάθαιμα του σοβινισμού παράλληλα με το επιφανειακό
εκσυγχρονιστικό ρεύμα. Αυτό αποτυπώνεται έντονα στο σύνθημα “Πρώτα η Ελλάδα”,
το οποίο διόρθωσε το αρχικό “Η Ελλάδα πάνω απ’ όλα” που πρωτοπλάσαρε ο Σημίτης
στο τελευταίο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και το οποίο είναι παράφραση του χιτλερικού
“Η Γερμανία πάνω απ’ όλα”. Στο πρακτικό πολιτικό επίπεδο το πνεύμα αυτό συμπυκνώνεται
στην κλιμάκωση της εκστρατείας για την επιστροφή των Ελγινείων. Την ώρα που
ο Σημίτης υποτίθεται ότι προσεγγίζει την Ευρώπη, την ίδια στιγμή οι υπουργοί
Πολιτισμού του, η Βουλή, στην οποία υποτίθεται ότι κυριαρχεί, και η Νεολαία
του κόμματός του εκστρατεύουν ενάντια στην “κομπλεξική Ευρώπη” που αρνείται
να δώσει στη χώρα - δήθεν κέντρο του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού -
το θησαυρό που της ανήκει. Άλλωστε σ’ αυτή την κατεύθυνση διαμορφώνει την Ολυμπιάδα
του 2004, και όχι τυχαία χτυπάει τη μόνη σύγχρονη προοδευτική της πλευρά, δηλαδή
την εμπορική, ενώ σταδιακά αναθέτει τα έργα και τη διοργάνωσή της στους ανθρώπους
του Κόκκαλη (Νίκη Τζαβέλα ενάντια σε Μπακούρη).
Πραγματικά, απ’ όπου και να πιάσει κανείς τη συγκεκριμένη πολιτική και όχι
τις διακηρύξεις του Σημίτη, θα διαπιστώσει ότι μεθοδικά εξυπηρετεί και προωθεί
την άνοδο των ρωσόδουλων στην εξουσία.
Η αρχική μας εκτίμηση ότι ο Σημίτης είναι ένας φιλοευρωπαίος αλλά δίχως χαρακτήρα
όμηρος των ρωσόδουλων, ενώ πιάνει σωστά το ζήτημα του αντικειμενικού χαρακτήρα
της κυβέρνησης Σημίτη, επιτρέπει να αναπτύσσονται αυταπάτες σχετικά με τη δύναμη
των φιλοευρωπαϊκών τάσεων μέσα στο ΠΑΣΟΚ και τη δυνατότητά τους κάποια στιγμή
να ασκήσουν αυτόνομη πολιτική, ή έστω να οδηγήσουν σε μια σωτήρια διάσπαση το
ΠΑΣΟΚ σε βάρος των ρωσόδουλων.
Είναι ολότελα διαφορετική -από αυτή την άποψη- η πραγματική κατάσταση. Εδώ
έχουμε να κάνουμε με μια φιλοευρωπαϊκή τάση στο ΠΑΣΟΚ, τόσο αδύναμη, που να
αποτελεί απλά προκάλυμμα και άλλοθι μιας πολιτικής ηγεσίας, που ασκεί ανενόχλητη
μια ρωσόδουλη πολιτική επικίνδυνη όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την
Ευρώπη και για την Τουρκία. Το πολιτικό συμπέρασμα που βγαίνει από αυτή τη διαπίστωση
είναι ότι ο απεγκλωβισμός από τη ρώσικη πολιτική όχι μόνο των φιλοευρωπαϊκών
τάσεων του ΠΑΣΟΚ και των φιλοευρωπαϊκών τάσεων του ΣΥΝ, αλλά και των ευρύτερων
δημοκρατικών τάσεων στην κοινωνία έχει μια βασική προϋπόθεση: την αποκάλυψη
και τη συντριβή της ηγετική κλίκας Σημίτη.
Ο Σημίτης είναι το νέο πρόσωπο της εισοδιστικής τακτικής του σοσιαλιμπεριαλισμού.
Για να φτιαχτεί το ΠΑΣΟΚ και να γίνει κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα, έπρεπε ο
ρωσόδουλος Α. Παπανδρέου να κάνει εισοδισμό στη σοβινιστική αστική τάξη και
να γίνει ηγέτης της. Για να μπορέσει η κυρίαρχη πολιτική δύναμη, το ΠΑΣΟΚ, να
κάνει εισοδισμό για λογαριασμό της Ρωσίας μέσα στην Ευρώπη και στη Δύση γενικότερα,
για να μπορέσει να καθησυχάσει, να τιθασεύσει και να χρησιμοποιήσει τις αυθόρμητες
φιλοευρωπαϊκές τάσεις της αστικής τάξης που διαρκώς γεννιούνται, για να βοηθήσει
τους ρωσόφιλους να αναπτύσσουν σταθερά τα δικά τους κόμματα και να ελέγξουν
σταδιακά και τη ΝΔ, έπρεπε ο νέος ρώσικος εισοδισμός να πάρει ευρωπαϊκή μορφή.
Αυτός είναι ο Σημίτης.
Όπως και ο Παπανδρέου διάλεγε για πιο στενούς του φίλους τους δίχως χαρακτήρα
σοβινιστές ώστε εύκολα να τους προδίδει, το ίδιο κάνει και ο Σημίτης με τους
δίχως χαρακτήρα φιλοευρωπαίους και αντικνίτες του ΠΑΣΟΚ. Αυτό έκανε πρώτα απ’
όλα με τον ίδιο τον άνθρωπο που του οργάνωσε την πολιτική τάση μέσα στο ΠΑΣΟΚ,
τον Τσουκάτο. Αυτό τον τρομερό “στρατηγό” τον συνέτριψε μέσα σε ένα συνέδριο
που υποτίθεται ότι θα αποτελούσε το θρίαμβο του τελευταίου συμμαχώντας υποχθόνια
με τους εθνικιστές φίλους του της τσοχατζοπουλικής τάσης. Αυτός ο “στρατηγός”
τόσα λίγα κατάλαβε από την πολιτική του αφεντικού του, που συνεχίζει να τον
υπηρετεί ακόμα και σήμερα, από κατώτερες θέσεις έχοντας την αυταπάρνηση όλων
εκείνων που νομίζουν ότι είναι δημιουργοί βασιλιάδων πίσω από τους βασιλιάδες.
Θα χρειάζεται ωστόσο πάντα να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στους ευρωπαιόφιλους
του ΠΑΣΟΚ και στο ύπουλο ηγετικό τους δίδυμο Σημίτη - Γ. Παπανδρέου (ο Λαλιώτης
παίζει πιο ανοιχτά και με το σοβινισμό). Από δω και μπρος τα κύρια πυρά μας
θα πρέπει να είναι ενάντια σ’ αυτό το δίδυμο. Θα πρέπει δηλαδή πάντα να αναγνωρίζουμε
τις αντιστάσεις των “ευρωπαίων” στο σοσιαλφασισμό των 3 μικρών κομμάτων και
εκείνου του Καραμανλή και να τις ενισχύουμε. Άλλωστε αυτές οι αντιστάσεις έχουν
δώσει μεγάλες ήττες στο σοσιαλφασισμό και καθυστερούν πολύ την άνοδό του στην
εξουσία. Όμως θα πρέπει ασταμάτητα να καταγγέλλουμε πάνω απ’ όλα τη δόλια, προδοτική
και σαμποταριστική τακτική των Σημίτη και Γ. Παπανδρέου.
Δίχως αυτούς τους διπρόσωπους εισοδιστές δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε ψευτοΚΚΕ,
ούτε ΣΥΝ, ούτε ΔΗΚΚΙ, ούτε ακόμα Κ. Καραμανλής στην ηγεσία της ΝΔ. Ο Σημίτης
δίνει πάντα στην κατάλληλη στιγμή ένα κρίσιμο χέρι βοηθείας σε όλη αυτή την
αντίδραση προκειμένου είτε πιο εύκολα να νικήσει, είτε, κυρίως, να αναρρώσει
γρήγορα ύστερα από μία ήττα.
|