Εντυπώσεις από τις δυο ολυμπιακές τελετές


Φαίνεται ότι οι καλλιτέχνες που καθοδήγησαν τις δυο τελετές των ολυμπιακών αγώνων ήξεραν θέατρο, έλεγχαν τα εκφραστικά τους μέσα, είχαν φαντασία και ευρηματικότητα.
Παρακολουθώντας αυτό το θέαμα σκεφτήκαμε πως μια αντιδραστική ιδεολογία μπορεί να καταστρέψει και να σπαταλήσει ταλέντα.
Το θέαμα στην ουσία του ήταν οι αυταπάτες και ο παρακμασμένος, ξεκομμένος από την πραγματικότητα κόσμος της ελληνικής αστικής τάξης αν και όχι του χειρότερου κομματιού της.
Η αυταπάτη κι η παρακμή ήταν κυρίως στην έναρξη, το ξέκομμα στη λήξη.
Στην τελετή έναρξης οι δημιουργοί της νομίζουνε ότι είναι απόγονοι της αρχαίας Ελλάδας. Αν ήταν πραγματικά τέτοιοι δεν θα εμφάνιζαν την πορεία της ελληνικής τέχνης να ξεκινάει από την κλασσική αρχαιότητα για να καταλήξει στο Βυζάντιο, την περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη και τον Καραγκιόζη. Η πραγματική καλλιτεχνική πορεία της σύγχρονης Ελλάδας, όπως και η ζωή, ξεκινάει από τα τέλη του μισοδιαλυμένου βυζάντιου αφού αυτό πρώτα σκότωσε, εξαφάνισε, λεηλάτησε, αρνήθηκε σχεδόν απόλυτα τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Σε σχέση με εκείνη και μόνο με εκείνη την εποχή του σκότους ο καραγκιόζης είναι αληθινή πρόοδος.
Η τελετή αρνείται αυτή την αρχή του έθνους όπως αρνείται και την ενετική και τη φράγκικη και την οθωμανική εποχή του, όπως αρνείται, ακόμα περισσότερο, τη σλάβικη βαρβαρική του φυλετική προέλευση και την αρβανίτικη. Αλλά παρ’ όλες αυτές τις αρνήσεις η τελετή δεν γλιτώνει τελικά από το να είναι βυζαντινή στο πνεύμα της παρ όλο που οι δημιουργοί της δεν έδειξαν να είναι περήφανοι και να παθιάζονται ιδιαίτερα για το Βυζάντιο. Μόνο άνθρωποι με βυζαντινή νοοτροπία θα μπορούσαν να αντικρίσουν την αρχαία Ελλάδα, λουσμένη σε ένα ψυχρό απόκοσμο φως μυστική και απόμακρη, πνιγμένη στους συμβολισμούς και τη μεταφυσική. Μόνο άνθρωποι που δεν έχουν καταλάβει τίποτα απολύτως από το γεμάτο νεανική αισιοδοξία πνεύμα της κλασσικής αρχαιότητας θα τόλμαγαν να μετατρέψουν ζωντανούς ανθρώπους σε κινούμενα ψυχρά αγάλματα την ώρα που τα αγάλματα εκείνα δεν ποθούσαν τίποτα άλλο από το να είναι η κίνηση η ίδια. Η ιστορική πορεία της ελληνικής τέχνης κατάντησε μια νεκρώσιμη πομπή και πραγματικά μόνο στη βυζαντινή εποχή δέθηκε με το περιεχόμενό της. Με εξαίρεση κανά δυο σκηνές με ανθρώπους που κινούνται ελεύθερα οι υπόλοιπες μοιάζουν σαν να είναι βγαλμένες από ταινίες με ζόμπι και τελετές βουντού.
Όλα τα άλλα υποκριτικά, όλος αυτός ο αχταρμάς από ασύνδετα, αντιφατικά στοιχεία που αυτοαποκαλείται εθνικός πολιτισμός και που προβάλλεται εδώ και λίγες δεκαετίες από μια τάξη νεόπλουτων που τσαλαβουτάνε παντού χωρίς χαρακτήρα, χωρίς διανοητική εντιμότητα και χωρίς σεμνότητα είναι μικροεγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου σε σχέση με αυτό που οι παραγωγοί επεφύλαξαν στην Αρχαία Ελλάδα. Πως αλλιώς όμως να φέρονταν νεοέλληνες που τους εμπιστεύεται αυτό το διεφθαρμένο καθεστώς τόση εξουσία για να διαμορφώνουν εικόνες και ιδέες για τα ντόπια και πιο πολύ για τα παγκόσμια πλήθη; Πόσο καλύτεροι θα μπορούσαν να είναι από την ελληνική εξωτερική πολιτική που με αυτές τις τελετές ανέλαβαν να προωθήσουν στο καλλιτεχνικό επίπεδο;
Αυτή η εκλεκτικίστικη πονηριά που διαπέρασε γενικά όλο το ολυμπιακό θέαμα προσπαθούσε ως το τέλος να περάσει για αντικονφορμισμός και ευρύτητα πνεύματος: και Κάλλας και Μαρινέλλα και Μάλερ και Καρβέλας και Βίσσυ και Μπγιορκ. Σε ότι αφορά τη σύγχρονη μεγάλη τέχνη είναι πραγματικά χαρακτηριστικό πόσο οι παραγωγοί μείνανε μακριά από την αστική επαναστατική εποχή της, ιδιαίτερα στη μουσική.
Η τελετή λήξης έκανε μικρότερη ζημιά. Εδώ δεν προβλήθηκε το ιστορικό πνεύμα, η μεγαλοφυΐα του έθνους αλλά η γλετζέδικη ψυχή του, με δυο λόγια ο Ζορμπάς. Πάλι βέβαια αυτός ο ασυναγώνιστος έλληνας αναδείχτηκε σε πρώτο γλετζέ, όπως στην τελετή έναρξης αποδείχτηκε από σόι το πρώτο μυαλό. Το βασικό στο β΄ μέρος είναι ότι σχεδόν τίποτα σε αυτό δεν ήταν σύγχρονη αληθινή Ελλάδα. Είναι απλά η Ελλάδα των τουριστικών κλισέ και έτσι ακριβώς τη βλέπουνε και οι κρατικοί γραφειοκράτες. Παρ’ όλο που η σπείρα από στάχυα θέλει να συμβολίζει τη διαλεκτική πρόοδο τίποτα στις εικόνες δεν ήταν διαλεκτική ή πρόοδος. Εδώ πάλι μες τον αχταρμά είδαμε έλληνες αγρότες και ψαράδες που δούλευαν με τα χέρια την ώρα που ξέρουμε ότι όσοι δουλεύουν ακόμα με τα χέρια είναι μετανάστες και όσοι είναι Έλληνες δουλεύουν με μηχανές, όταν δεν είναι πίσω από ένα γραφείο. Κατά τα άλλα νεοελληνικό φολκλόρ, παραλίες, χορός, τραγούδι, ατμόσφαιρα τσιφτετελιού και λίγα καλά τραγούδια. Είχε και τσιγγάνους με ντάτσουν και καρπούζια. Γενναίος ρεαλισμός!
Είναι πάντως γεγονός ότι οι δημιουργοί ήταν πολύ πιο κοντά στον ανατολίτη γλεντζέ παρά στον δυτικό διανοούμενο. Έτσι τον προσποιήθηκαν πολύ πιο εύκολα και το κοινό δεν έπληξε σε αυτό το δεύτερο μέρος.
Τη γύμνια στο περιεχόμενο και στις δυο τελετές κάλυψαν τα άφθονα βεγγαλικά. Όλοι έμειναν ικανοποιημένοι με αυτά.