Οι επιδοτήσεις στο βαμβάκι, και η πρώτη ήττα της θεσσαλικής ακρίδας.


Το αιγυπτιακό βαμβάκι, που είναι άριστης ποιότητας, πουλιέται στη διεθνή αγορά προς 18 λεπτά του ευρώ και ο βαμβακοπαραγωγός στην Ελλάδα πληρώνεται περίπου 70 λεπτά! Τα 2/3 της τιμής του είναι λοιπόν επιδότηση της ΕΕ. Οι επιδοτήσεις της ΕΕ δεν δίνονται βασικά για τη στήριξη της παραγωγής του βαμβακιού που είναι τελείως ασύμφορη. Οι επιδοτήσεις είναι ένα μέτρο κοινωνικής πολιτικής και δίνονται για να έχει το χρόνο ο βαμβακοπαραγωγός να αλλάξει σταδιακά την παραγωγή του βαμβακιού με άλλες ανταγωνιστικές καλλιέργειες. Ο στόχος της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής είναι να διατηρηθεί η αγροτική παραγωγή αλλά με παραγωγούς ανεξάρτητους από τις επιδοτήσεις και την κρατική πολιτική. Ή με άλλα λόγια το επενδυμένο αγροτικό κεφάλαιο που είναι χαμηλής παραγωγικότητας και παράγει μη ανταγωνιστικά προϊόντα να συγκεντρωθεί, να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά και τελικά να αυξήσει την παραγωγικότητά του.
Η ΕΕ, όπως και κάθε κράτος, δεν μπορεί φυσικά για λόγους στοιχειώδους αυτάρκειας να εγκαταλείψει στην καταστροφή όλες τις καλλιέργειες που παράγουν σε τιμές πολύ υψηλότερες από τις διεθνείς. Δεν είναι δυνατό δηλαδή η ΕΕ και κάθε κράτος να εξαρτηθεί απόλυτα από το εξωτερικό στην προμήθεια των τροφίμων. Επιπλέον η εγκατάλειψη όλων των ασύμφορων οικονομικά καλλιεργειών σήμερα θα καταστρέψει όχι μόνο την επένδυση αιώνων πάνω στη γη, θα καταστρέψει όχι μόνο τη γονιμότητα του εδάφους, αλλά θα υπονομεύσει και την τοπική ανάπτυξη των κοινωνιών που συντηρούν την γονιμότητα του εδάφους. Εξάλλου το τεράστιο επενδυμένο κεφάλαιο στην αγροτική παραγωγή διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό το φυσικό περιβάλλον της Ευρώπης πράγμα που δεν είναι μόνο στενά οικονομικό ζήτημα αλλά και ζήτημα πολιτισμού.

Στόχος της ΕΕ και κάθε κράτους, στις συνθήκες του καπιταλισμού, είναι η ενίσχυση του κεφαλαίου του επενδυμένου στη γη, ώστε να μπορεί να υπάρξει αυτοδύναμα στον ανταγωνισμό, ώστε δηλαδή να ξαναγίνει από κεφάλαιο που βρίσκεται σε μαρασμό σε κεφάλαιο πραγματικό. Αυτό όμως για να γίνει απαιτούνται οι μεγαλύτερες επενδύσεις ανά στρέμμα στη γη-κεφάλαιο, όπως έχει κάνει σαν παράδειγμα η Ολλανδία. Οι ευρωπαϊκές καλλιέργειες σήμερα βέβαια, εκτός από το ότι δεν έχουν συνολικά αναδιαρθρωθεί, απέχουν πολύ από τις επενδύσεις των πολλών χιλιάδων ευρώ ανά στρέμμα μιας πρότυπης ανταγωνιστικής διεθνώς καλλιέργειας. Γι’ αυτό και η ΕΕ συνεχίζει την πολιτική των επιδοτήσεων. Όμως με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική αν και οι επιδοτήσεις δεν θα μειωθούν στην ουσία, θα αλλάξει περισσότερο ο χαρακτήρας τους. Από το 2006 ο παραγωγός θα εισπράττει το 65% των επιδοτήσεων όποιο προϊόν και αν παράγει και σε οποιαδήποτε ποσότητα αρκεί να συνεχίσει να καλλιεργεί τα χωράφια του. Για το βαμβάκι, θα εισπράττει το 35%. Ταυτόχρονα από το 2007 θα παρακρατείται ένα ποσό από τις επιδοτήσεις για έργα αγροτικής ανάπτυξης στις βαμβακοπαραγωγικές περιοχές. Έτσι προωθείται η εγκατάλειψη των πιο ασύμφορων καλλιεργειών όπως είναι το βαμβάκι και η αλλαγή των καλλιεργειών.

Οι επιδοτήσεις σαν λεία

Οι επιδοτήσεις έχουν φυσικά ταξικό χαρακτήρα αφού δίνονται ουσιαστικά στους ιδιοκτήτες γης μικρούς και μεγάλους, ιδιαίτερα μάλιστα στους μεγάλους. Σαν στόχο τους έχουν την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Την αναδιάρθρωση αυτή την παρακολουθεί και η εργατική δύναμη. Τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις αλλά και τον κύριο όγκο της επιδότησης την εισπράττουν η πλούσια αγροτιά, αφού ο όγκος της επιδότησης είναι ανάλογος της αξίας της καλλιεργήσιμης γης που κατέχει ο κάθε ιδιοκτήτης. Το αγροτικό προλεταριάτο στηρίζει βέβαια την ύπαρξή του σε πολλούς κλάδους της αγροτικής οικονομίας σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτές τις επιδοτήσεις, αλλά δεν εισπράττει υπεραξία παρά μόνο την αμοιβή του από αυτές. Η ψευτοαριστερά και το σοσιαλφασιστικό πολιτικό μονοπώλιο, για τη «νομιμοποίηση» του παραγωγικού σαμποτάζ, προσπαθούν να δίνουν ένα χαρακτήρα αγροτικού κινήματος στο κίνημα των πιο μεγάλων ιδιοκτητών-ραντιέρηδων (εισοδηματιών-παρασίτων) για το μοίρασμα της λείας που λέγεται αχρείαστη ή και παράνομη επιδότηση . Το κίνημά τους το εμφανίζουν σαν κίνημα της παραγωγής ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο. Το πολιτικό σοσιαλφασιστικό μονοπώλιο χρησιμοποιεί τα χρήματα των επιδοτήσεων που προορίζονται για την ανάπτυξη σαν λεία, για να χρηματοδοτεί τις αγροτικές συμμορίες που λυμαίνονται την ύπαιθρο. Στόχος του είναι να καταστρέψει την αγροτική παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι να φθίνει συνεχώς το αγροτικό κεφάλαιο, η αγροτική παραγωγή και να υποβαθμίζεται το περιβάλλον. Τον κύριο όγκο των επιδοτήσεων δεν τον εισπράττουν μόνο οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης αλλά και τα μέλη των διεφθαρμένων κομματικών συμμοριών που με τη βοήθεια του κόμματος του κράτους και του κρατικού αγροτικού συνδικαλισμού δηλώνουν ποσότητες βαμβακιού που ποτέ δεν παρήγαν. Οι συμμορίες όμως κλέβουν και τις επιδοτήσεις των υπόλοιπων αγροτών. Αφού δηλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που παράγουν συμπληρώνεται γρήγορα ο αριθμός των 1.137.750 τόνων που έχουν το δικαίωμα να επιδοτούνται από την ΕΕ. Οι παραπάνω ποσότητες που θα δηλωθούν , πάνω από το πλαφόν, από τους τίμιους αγρότες, μειώνουν ραγδαία τη συνολική επιδότηση. Για μια ποσότητα παραγωγής πάνω από το πλαφόν η επιδότηση μηδενίζεται. Οπότε έτσι δημιουργούνται και τριβές μεταξύ των βαμβακοπαραγωγών περιοχών. Οι αγρότες της Μακεδονίας διαμαρτύρονται γιατί η Θεσσαλία δηλώνει πάνω από την πραγματική παραγωγή και τελικά δημιουργείται πρόβλημα στην πιο «τίμια» περιοχή της Μακεδονίας. Αυτές είναι οι πρακτικές του ψευτο ΚΚΕ και συνολικά του πολιτικού μονοπωλίου που « μάχεται» για τον αγρότη.

Η πρώτη μεγάλη ήττα της ακρίδας

Η πολιτική ηγεσία και ο κορμός του κινήματος των επιδοτήσεων της πλούσιας αγροτιάς είναι ένα τμήμα του αντιπαραγωγικού φαιοκόκκινου κινήματος που λυμαίνεται την οικονομία και που έχει σαν βασικό της στόχο την απομάκρυνση της χώρας από την ανάπτυξη. Η μεγαλύτερη συμπαράσταση στο σαμποτάρισμα αυτό της αγροτικής ανάπτυξης δίνεται από τις τέσσερις πολιτικές ηγεσίες. Οι πλούσιοι αγρότες διαδήλωναν όπως πάντα ενάντια στην κυβέρνηση και είχαν μαζί τους τον πρωθυπουργό που υπονόμευε τους υπουργούς του. Αυτή τη φορά το παράκαναν αφού κολλήσανε τη φωτογραφία του πρωθυπουργού στα τρακτέρ τους διαδηλώνοντας ενάντια στον υπουργό του της Γεωργίας! Γνωρίζανε πολύ καλά ότι κυβέρνηση και πρωθυπουργός είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Το καλό είναι ότι οι συμμορίες αυτή τη φορά χάσανε τη μάχη. Δεν πήραν παραπάνω λεφτά ούτε από την Ευρώπη, ούτε απ΄το κράτος. Και χάσανε όχι γιατί δεν έκαναν ότι μπορούσαν οι 4 ηγεσίες για να τους βοηθήσουν αλλά γιατί αντιστάθηκε στη ληστεία όλη η κοινωνία. Πρώτη φορά τόσοι πολιτικοί και οικονομικοί σχολιαστές, τόσοι πολλοί σχετικοί με το αγροτικό ζήτημα ακόμα και τόσοι πρώην υπουργοί γεωργίας θύματα των προηγούμενων κινημάτων, τόλμησαν να μιλήσουν ενάντια στην ακρίδα των τρακτέρ πολυτελείας. Πρώτη φορά η κοινή γνώμη ήταν έτοιμη να ακούσει και να πιστέψει αυτά τα σχόλια. Πρώτη φορά η τοπικές αγροτικές κοινωνίες απομόνωσαν τόσο πολύ τους απατεώνες των πλασματικών επιδοτήσεων ώστε τα τρακτέρ των εκβιαστών των εθνικών δρόμων να είναι τόσο λίγα. Πρώτη φορά τόσο σύσσωμη η χώρα ήταν αντίθετη με το κόψιμο των εθνικών δρόμων. Πραγματικά δεν υπάρχει πιο καθαρή επιβεβαίωση της διαπίστωσής μας ότι στην άνοδό του στην εξουσία ο σοσιαλφασισμός καταστρέφει υποχρεωτικά τα εργαλεία της ανόδου του. Σήμερα ελέγχει την κορυφή της πολιτικής και διοικητικής μηχανής, αλλά οι συνδικαλιστικές και πολιτικές συμμορίες που του πρόσφεραν αυτόν τον έλεγχο στέκονται βαριά τραυματισμένες, μισοδιαλυμένες και ανυπόληπτες στο λαό. Αυτό το υπέροχο κενό πολιτικού κύρους και μαζικού πολιτικού στρατού πρέπει και μπορεί η πολιτική δημοκρατία να εκμεταλλευτεί για να ξεσηκωθεί ενάντια στον κύριο εχθρό της. Παντού φαίνεται καθαρά ο στόχος: πάλη ενάντια στους σαμποταριστές για την ανάπτυξη και το μεροκάματο. Πάλη ενάντια στη φασιστική ακρίδα για την πολιτική δημοκρατία και την αυτοοργάνωση του λαού. Στην ύπαιθρο και στην πόλη, στο εργοστάσιο και στο χωράφι, στο γραφείο και στο μαγαζί. Παντού. Υπάρχει χρόνος ως το μεγάλο πραξικόπημα, ως το σάλτε μορτάλε των πρακτόρων και των οπαρασίτων.