ΟΙ ΚΙΝΕΖΙΚΟΙ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΊΣΤΕΣ ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΟΥΝ ΤΗΝ ΤΑΪΒΑΝ
Τα γκρίζα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν απειλητικά πάνω από τον Ειρηνικό. Η είδηση που πάγωσε το αίμα των δημοκρατικών ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη ήταν η επικύρωση από το κινέζικο σοσιαλφασιστικό κοινοβούλιο, στις 14 Μάρτη, του λεγόμενου “αντιαποσχιστικού νόμου”, ο οποίος επιτρέπει στους νεοχιτλερικούς του Πεκίνου να χρησιμοποιήσουν “μη ειρηνικά μέσα” ενάντια στην Ταϊβάν, δηλαδή να εισβάλουν στο νησί σε περίπτωση που το τελευταίο κηρύξει επίσημα “με οποιοδήποτε τρόπο ή δικαιολογία” την ανεξαρτησία της. Την ίδια στιγμή, το σώμα ενέκρινε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ύψους 29,5 δις δολαρίων, κατά 12,6%, ενώ την προηγούμενη της απόφασης, που πάρθηκε με μια χαρακτηριστική για τέτοιου είδους καθεστώτα ομοφωνία, ο κινέζος ηγέτης Χου Ζιντάο κάλεσε το στρατό του “να προετοιμαστεί για ένοπλη σύρραξη” (Μοντ, 15-3).
Η “ΕΘΝΙΚΗ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ” ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Όλα, λοιπόν, δείχνουν
ότι η ώρα της κρίσιμης αναμέτρησης για την κυριαρχία στην Κίτρινη Θάλασσα δεν
απέχει και πολύ μακριά. Σ’ αυτήν, το Πεκίνο εισέρχεται κρατώντας τη σημαία της
"ενότητας" του κινέζικου εθνικού εδάφους, μια ενότητα που παρέμεινε
διακηρυγμένος στόχος ύστερα από τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης στην ηπειρωτική
χώρα και αφότου τα απομεινάρια του φασιστικού καθεστώτος του αντιδραστικού Τσιανγκ-
Κάι –Σεκ διέφυγαν στο νησί και παρέμειναν εκεί για πολλές δεκαετίες. Ήταν η
εποχή της παντοδυναμίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ο οποίος είχε διασφαλίσει
με το στόλο του τον έλεγχο της Ταϊβάν, μετατρέποντάς την σε ένα ιμπεριαλιστικό
προγεφύρωμα ενάντια στο νέο λαϊκό κράτος. Το κινέζικο διεθνιστικό προλεταριάτο
διακήρυττε τότε την απελευθέρωση της Ταϊβάν από τα δεσμά του ιμπεριαλισμού ως
ένα στρατηγικό καθήκον του.
Σήμερα όμως που η προλεταριακή επανάσταση στην ηπειρωτική χώρα έχει ηττηθεί
και στην εξουσία βρίσκεται ο χειρότερος εχθρός του προλεταριάτου, η αδίστακτη
κρατικο-μονοπωλιακή και γραφειοκρατική μεγαλοαστική τάξη νέου τύπου, μια τάξη
που ασκεί ανείπωτα βασανιστήρια στον κινέζικο λαό, το υπό άλλες συνθήκες δίκαιο
αίτημα της “απελευθέρωσης της Ταϊβάν” μόνο απελευθέρωση δε θα μπορούσε να σημαίνει
για ένα νησί του οποίου η αστική τάξη έχει εδώ και χρόνια έχει αντικαταστήσει
την αυταρχική με μια τυπική αστικοδημοκρατική μορφή διακυβέρνησης. Οι κλασσικοί
του μαρξισμού πάντα τόνιζαν ότι δεν μπορεί το οποιοδήποτε τυπικό δημοκρατικό
δικαίωμα να υπερισχύσει της πραγματικής θέλησης των λαών και του γενικότερου
συμφέροντος της παγκόσμιας επανάστασης. Η "απελευθέρωση" της Ταϊβάν
σήμερα θα σήμαινε καταρχήν για το λαό του νησιού την απώλεια όλων των αστοδημοκρατικών
δικαιωμάτων που ήδη απολαμβάνει, όπως είναι το δικαίωμα στην πολιτική πρωτοβουλία
με ό,τι αυτό συνεπάγεται (πχ. ελευθερία γνώμης και έκφρασης, ελευθερία του τύπου,
ελευθερία συγκεντρώσεων), συνδικαλιστικά δικαιώματα, ελευθερίες στη σφαίρα της
προσωπικής ζωής (πχ. το απόρρητο της αλληλογραφίας, νομική προστασία απέναντι
στις αρχές), ενώ σε μια δεύτερη φάση θα οδηγούσε το λαό σε πρωτοφανή ένδεια
καθώς ολόκληρος ο πλούτος θα έπεφτε σιγά-σιγά στα χέρια μιας ολιγάριθμης κι
εξαιρετικά αρπαχτικής κρατικο-κομματικής νομενκλατούρας. Γι’ αυτό η πλειοψηφία
των κατοίκων του νησιού προτιμούν την ανεξαρτησία από το να ζουν μια αφόρητη
ζωή μέσα σε μια ενοποιημένη αλλά απροκάλυπτα ναζιστική χώρα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι εδώ και πέντε χρόνια έχει ανέλθει στην
εξουσία η τάση της ταϊβανέζικης αστικής τάξης που ευνοεί την απόσχιση από τη
"μητέρα-πατρίδα", που συμπεριλαμβάνει δηλαδή στους σχεδιασμούς της
την επίσημη αλλαγή της κρατικής ονομασίας από "Δημοκρατία της Κίνας"
σε Ταϊβάν, την αλλαγή του εμβλήματος κλp. Αυτή η τάση εκφράζεται από το "Προοδευτικό
Δημοκρατικό Κόμμα" του προέδρου Τσεν Σούι Μπιάν. Αντίθετα, υπέρ της ενοποίησης
τάσσεται το ανυπόληπτο στις μάζες "Εθνικιστικό Κόμμα" (Κουόμιντανγκ),
το κόμμα που για πολλές δεκαετίες κυβερνούσε δικτατορικά το νησί και εκείνο
ακριβώς που χτύπησε την κινέζικη δημοκρατική και προλεταριακή επανάσταση. Τελευταία,
μάλιστα, 30μελής αντιπροσωπεία αυτού του κόμματος μετέβη στο Πεκίνο για συνομιλίες
με κινέζους ιθύνοντες, σε μια προσπάθεια να αποσοβηθεί η ένταση, πράττοντας,
σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις των στελεχών του, “αυτό που η κυβέρνηση της
Ταϊβάν δε μπορεί να κάνει” (βλ. Μοντ, 29-3). Αυτό τον τρόπο διάλεξαν οι
φασίστες του Κουόμιντανγκ για να ρίξουν την κύρια ευθύνη της κρίσης στην κυβέρνηση
της Ταϊβάν αθωώνοντας πανηγυρικά το Πεκίνο. Ο ταϊβανέζικος λαός βλέπει λοιπόν
τους παλιούς δυνάστες του να τα βρίσκουν με τους ακόμα χειρότερους δυνάστες
των συμπατριωτών τους της ηπειρωτικής Κίνας. Γι’ αυτό και μπροστά στην επικείμενη
επίθεση, σύσσωμος ο πληθυσμός της Ταϊβάν είναι αποφασισμένος να προβάλει την
πιο μεγάλη αντίσταση, πράγμα που φάνηκε στο πρόσφατο μαζικό συλλαλητήριο που
έγινε στην πρωτεύουσα Ταϊπέι, με συμμετοχή ενός εκατομμυρίου ατόμων.
Ακόμα χειρότερα,
η απορρόφηση του νησιού ευνοεί από διεθνή σκοπιά τα στρατηγικά συμφέροντα του
κινέζικου σοσιαλιμπεριαλισμού και αδυνατίζει το παγκόσμιο στρατόπεδο της ειρήνης,
αφού η κατοχή του θα ενθαρρύνει τα πιο στρατοκρατικά και επιθετικά τμήματα της
κινεζικής μεγαλοαστικής τάξης ανοίγοντάς τους το δρόμο στο μεγάλο πόλεμο για
τον έλεγχο της ανατολικής Ασίας και πάνω απ’ όλα της Ιαπωνίας, που αποτελεί
για τους κινέζους νεοναζί ό,τι η Ευρώπη για τους ρώσους αδελφούς τους. Το καθεστώς
του Πεκίνου ήδη δουλεύει το αντιγιαπωνέζικο μίσος μέσα στο λαό, ιδίως μέσα στη
νεολαία, και το ενδυναμώνει στήνοντας διασυνοριακές προβοκάτσιες και διαμορφώνοντας
ένα κλίμα που θυμίζει πολύ το δικό μας πολεμικό κλίμα των επεισοδίων στα Ίμια.
Έτσι, τον περασμένο Νοέμβρη ένα κινέζικο πυρηνικό υποβρύχιο παραβίασε τα γιαπωνέζικα
χωρικά ύδατα και στη συνέχεια καταδιώχθηκε από πλοία του ιαπωνικού ναυτικού,
ενώ αυτή τη στιγμή κινέζικα υποβρύχια διεξάγουν έρευνες για φυσικό αέριο σε
μια περιοχή που βρίσκεται μέσα στα όρια της ιαπωνικής υφαλοκρηπίδας (Μοντ,
23-2). Δείγμα του πόσο βαθιά αισθήματα αντιπάθειας αρχίζει να τρέφει η κινέζικη
νέα γενιά προς το γιαπωνέζικο λαό και το γιαπωνέζικο έθνος ήταν τα έκτροπα που
ακολούθησαν τη λήξη του τελικού για το ασιατικό κύπελλο ποδοσφαίρου στις αρχές
Αυγούστου, όταν η γιαπωνέζικη εθνική ομάδα νίκησε την αντίστοιχη κινέζικη.
Μετά τον πόλεμο στη Βοσνία και στην Τσετσενία η ανθρωπότητα είναι πιθανό να
παρακολουθήσει σαν επόμενο βήμα της μακριάς πορείας προς το νέο παγκόσμιο αιματοκύλισμα,
την εισβολή του κινέζικου σοσιαλιμπεριαλισμού στην Ταϊβάν. Αυτή η κίνηση όχι
μόνο θα προσφέρει στις καταπιεσμένες μάζες της αχανούς χώρας ένα αίσθημα πρωτόγνωρης
"εθνικής αυτοπεποίθησης" αλλά κινδυνεύει και να τις διαφθείρει εθίζοντάς
τις στις στρατιωτικές νίκες έτσι ώστε διαρκώς να επιζητούν νέες μέσω της επέκτασης.
Επιπλέον, το καθ’ αυτό πολιτικό μονοπώλιο, η στενή κρατικο-κομματική κλίκα που
ασκεί την ουσιαστική πολιτική εξουσία στην Κίνα, θα μπορέσει μ’ αυτό τον τρόπο
να συσπειρώσει σιγά-σιγά γύρω της τα υπόλοιπα τμήματα της νομενκλατούρας που,
για κάποιους λόγους, αντιδρούν ή διστάζουν να συμμετάσχουν σε έναν μεγάλο καταχτητικό
πόλεμο. Με άλλα λόγια, η επίδειξη ισχύος που συνεπάγεται η στρατιωτική κατοχή
της Ταϊβάν θα παρακινήσει τα τελευταία να αποδιώξουν κάθε ηθικό ενδοιασμό και
θα τους φουντώσει τη φιλοδοξία για μετατροπή της χώρας τους σε μια παγκόσμια
ηγεμονική δύναμη.
Κατά τη γνώμη μας αν κάτι τέτοιο συμβεί θα είναι το αντίστοιχο της "απελευθέρωσης"
από τα χιτλερικά στρατεύματα στα 1936 της Ρηνανίας, αυτού του κομματιού της
Γερμανίας που άδικα είχε αποστρατικοποιηθεί, δηλαδή αποσπαστεί από τον έλεγχο
της Γερμανίας, μετά την ήττα της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Από τυπική και
στενά δημοκρατική άποψη η Γερμανία είχε τότε το δικαίωμα να ελέγξει ένα μέρος
του κρατικού της εδάφους που της το είχε αποσπάσει η συνθήκη των Βερσαλλιών,
αλλά η μονομερής καταπάτηση αυτής της συνθήκης από το Χίτλερ με στρατιωτικά
μέσα σήμαινε τη συγκεκριμένη στιγμή την ισχυροποίηση της εξουσίας του στο εσωτερικό
της Γερμανίας, το ποδοπάτημα των αστοδημοκρατικών κρατών που ήθελαν να αποτρέψουν
τον υπερεξοπλισμό του Ράιχ στο εξωτερικό, και τελικά την ενθάρρυνση του γερμανικού
ιμπεριαλισμού να συνεχίσει στο δρόμο της προετοιμασίας του μεγάλου καταχτητικού
του πολέμου. Όμως τότε τουλάχιστον, η ενοποίηση του γερμανικού εδάφους φαινόταν
δίκαιη στα μάτια των Γερμανών της Ρηνανίας παρόλο που στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε
τα ναζιστικά πολεμικά σχέδια για παγκόσμια κυριαρχία. Τώρα ο λαός της Ρηνανίας
- Ταϊβάν δεν θέλει την ενοποίηση και μάλιστα ο λαός της θα χύσει το αίμα του
για να το αποφύγει αυτό. Η άλλη μεγάλη διαφορά του 1936 με σήμερα είναι ότι
τότε όλοι οι αριστεροί άνθρωποι ήσαν ενάντια στη Χιτλερική Γερμανία. Όμως στη
νέα εκδοχή αυτής της εισβολής-κατοχής θα ακουστούν πολλές "αριστερές"
κραυγές που θα τη χαιρετίζουν με "πατριωτικά" συνθήματα. Ήδη μέσα
από τις στήλες του Ριζοσπάστη μπορούμε να μάθουμε πώς η Κίνα "προσπαθεί
να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα". Το παραπάνω συμπέρασμα σημαίνει
μια πλήρη αντιστροφή των ρόλων των δύο παγκόσμιων στρατοπέδων, του πολέμου και
της ειρήνης. Αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν ίσχυε, αν δηλαδή η Κίνα ήταν ακόμα ο
πιο προοδευτικός πόλος της αντίθεσης οι πραγματικοί μαρξιστές, σε αντίθεση με
αυτούς τους απατεώνες, ποτέ δε θα παρέμεναν στην επιφάνεια ενός ζητήματος αδιαφορώντας
για την ουσία του και ποτέ δε θα υπερασπίζονταν τόσο δογματικά την εδαφική ενοποίηση
ενός κράτους χωρίς πρώτα να εξετάσουν τις πολιτικές-ταξικές δυνάμεις που θα
ευνοούνταν από μια τέτοια ολοκλήρωση. Κυρίως δεν θα προχωρούσαν ούτε βήμα στην
υποστήριξη ενός τέτοιου εγχειρήματος χωρίς πρώτα να εξετάσουν τι θέλει ο ίδιος
ο λαός, τι θέλουν οι ίδιοι οι κάτοικοι του προς “ενοποίηση” εδάφους.
Εμείς, σήμερα, ως μαρξιστές λέμε ότι, στο βαθμό που ο άξονας Μόσχας-Πεκίνου αποτελεί τον κύριο εχθρό της επανάστασης, της δημοκρατίας και της ειρήνης στον πλανήτη, η ανεξαρτητοποίηση της Ταϊβάν θα ήταν μία θετική ενέργεια γιατί θα ήταν μια πολιτική πράξη άρνησης της βίαιης προσάρτησης. Θα χαιρετίζαμε λοιπόν την εδαφική ενοποίηση της Κίνας μόνο υπό την προϋπόθεση συντριβής του απάνθρωπου σοσιαλφασιστικού καθεστώτος του Πεκίνου, πράγμα που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί είτε με μια δημοκρατική επανάσταση στην ηπειρωτική Κίνα είτε με μια συντριβή των κινέζων στρατοκρατών από το εξωτερικό στην περίπτωση που οι τελευταίοι θα επιχειρούσαν έναν καταχτητικό πόλεμο.
ΓΙΑΤΙ ΤΩΡΑ Η ΕΠΙΘΕΣΗ
Ερχόμαστε τώρα
να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε η συγκεκριμένη χρονική
στιγμή για την εξαγγελία και την τελική προετοιμασία της επίθεσης.
Αυτή επιλέχτηκε γιατί σε ένα αρκετά κοντινό μέλλον το Πεκίνο θα είναι σε θέση
να διεξάγει με επιτυχία και στο πολιτικό και στο στρατιωτικό επίπεδο την επιχείρηση
απορρόφησης. Η παραπάνω διαπίστωση συνάγεται απ’ τη μελέτη των παγκόσμιων, αλλά
και των τοπικών πολιτικο-στρατιωτικών συσχετισμών.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια ανασυγκρότηση των δυνάμεων του ρωσο-κινεζικού
άξονα. Ενισχύονται οι δεσμοί μεταξύ των μελών του ενώ η Ρωσία έχει περιορίσει
τις εκδηλώσεις συμπάθειας προς τις ΗΠΑ και δεν διστάζει πλέον με διάφορους τρόπους
να επιδεικνύει την ισχύ της. Αυτό μπορεί να το κάνει εξαιτίας των γεωπολιτικών
κερδών που έχει αποφέρει όλα τα προηγούμενα χρόνια η τακτική του “ψόφιου κοριού”.
Χάρη σ’ αυτή την τακτική ο πολεμικός άξονας Μόσχας - Πεκίνου - Τεχεράνης σημειώνει
σήμερα μια σειρά από ασύλληπτες πολιτικές νίκες σε όλες τις Ηπείρους.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του άξονα είναι η διάσπαση της στρατηγικής συμμαχίας Ευρώπης
– ΗΠΑ. Τώρα κυρίαρχη στην Ευρώπη είναι η ρωσόφιλη τετράδα Μπλερ-Σρέντερ-Ζαπατέρο-Σιράκ,
που σχεδόν παντού δίνει τις λύσεις που χρειάζεται η Ρωσία αρχίζοντας από το
Κυπριακό, τα δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία και φτάνοντας στην ευρωπαϊκή πολιτική
στον ΟΗΕ.
Από την άλλη ο νεοναζιστικός άξονας έχει αποχτήσει νέες θέσεις στον τρίτο κόσμο.
Στην Ασία έχει αποχτήσει την εξουσία στο κέντρο όλου του αραβικού και ισλαμικού
κόσμου που είναι η Παλαιστίνη, έχει κατακτήσει την εσωτερική πολιτική κυριαρχία
στο Ιράκ μέσω των φιλοϊρανικών δυνάμεων, υπερέχει στρατιωτικά μέσω της Βόρειας
συμμαχίας στο Αφγανιστάν, έχει προσεταιριστεί τις Ινδίες σε μεγάλο βαθμό ενάντια
στη Δύση, ενώ αναπτύσσει δραστήρια ένα πλατύ αντιαμερικάνικο - αντιγιαπωνέζικο
μέτωπο με ηγέτη την Κίνα στην Ανατολική Ασία. Στην Κεντρική και Νότια Αφρική
έχει αποκτήσει τον έλεγχο μιας σειράς μεγάλων χωρών που μπορούν πια να ελέγχουν
γεωπολιτικά την Ήπειρο (Νότια Αφρική, Λ.Δ του Κογκό, Σουδάν, Αγκόλα, Αιθιοπία)
ή και μικρότερων (Ακτή Ελεφαντοστού) κάτω από την ηγεσία της σοσιαλιμπεριαλιστικής
Νότιας Αφρικής των Μαντέλα-Μπέκι, ενώ στη Βόρεια Αφρική ο ισλαμοφασισμός αδράχνει
όλο και περισσότερο τις μάζες. Στη Λατινική Αμερική έχει δημιουργήσει μια νέα
πελώριας στρατηγικής σημασίας βάση καθώς το αρχικό διακυβερνητικό μέτωπο Λούλα-Κίρχνερ-Τσάβες
επεκτείνεται σταδιακά με την άνοδο στη μια χώρα μετά την άλλη των σοσιαλφασιστικών
μετώπων στην εξουσία (Βολιβία, Ουρουγουάη).
Στον ΟΗΕ ο άξονας έχει στις περισσότερες μεγάλες πολιτικές διαμάχες την πλειοψηφία,
ενώ η μεγάλη του υπεροχή εκδηλώνεται στο ζήτημα του ελέγχου των ενεργειακών
πηγών του πλανήτη τόσο σε επίπεδο πετρελαίου, που οι τιμές του έχουν πλέον απογειωθεί,
όσο και σε επίπεδο ουρανίου που βρίσκεται κυρίως στις κινεζο-ρωσοκρατούμενες
χώρες της μαύρης Ηπείρου.
Προκειμένου να
εξαπολύσει έναν παγκόσμιο πόλεμο ο άξονας έχει ακόμα μπροστά του αρκετά αναγκαία
βήματα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι να εξασφαλίσει το κατέβασμα του ρώσικου
στόλου στις θερμές θάλασσες, δηλαδή στον Ινδικό, πράγμα που προϋποθέτει τον
έλεγχο του Πακιστάν. Ο έλεγχος του Ινδικού Ωκεανού είναι βασικός για τη διακίνηση
του πετρελαίου.
Χώρα κλειδί στη διακίνηση του πετρελαίου είναι και η Γεωργία, (δια μέσου της
περνάει ο πετρελαιαγωγός Μπακού-Τσεϊχάν), που δεν ελέγχεται από τη Μόσχα. Οι
ενδείξεις για μια κοντινή επίθεση των Ρώσων στη Γεωργία πληθαίνουν ύστερα κι
από την πρόσφατη δολοφονία του τσετσένου ηγέτη Α. Μασχάντοφ (δες σχετικό άρθρο).
Μια εισβολή, λοιπόν, της Κίνας στην Ταϊβάν εναρμονίζεται με τη γενικότερη νέα,
ανοιχτά επιθετική τακτική του άξονα και δεν αποκλείεται να συμπέσει κιόλας με
τη σχεδιαζόμενη ρώσικη εισβολή στον Καύκασο, πράγμα που θα απέτρεπε το σχηματισμό
ενός πλατιού αντικινέζικου μετώπου.
Η διπλωματική υπεροχή του κινέζικου σοσιαλιμπεριαλισμού απέναντι στη Δύση, είναι
απαραίτητη σε έναν ενδεχόμενο θερμό πόλεμο στην περιοχή, αλλά δεν είναι αρκετή.
Για να διεξάγει μια χώρα ένα νικηφόρο πόλεμο χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να διαθέτει
υπεροχή και στο καθαρά στρατιωτικό επιχειρησιακό επίπεδο.
Ήδη από τα 1989 οι κινέζοι νεοναζί προσπαθούν πυρετωδώς να αποχτήσουν την απαιτούμενη
στρατιωτική υπεροχή στα στενά της Ταϊβάν απέναντι στον πιο υπολογίσιμο αντίπαλό
τους, που είναι ο 7ος στόλος των ΗΠΑ. Έτσι αυξάνουν διαρκώς το στρατιωτικό προϋπολογισμό
εμπλουτίζοντας κι εκσυγχρονίζοντας το πυρηνικό και συμβατικό τους οπλοστάσιο.
Αγοράζουν αντιτορπιλικά και άλλα όπλα από τους Ρώσους, αποκτούν νέα αεροπλάνα
κι εκσυγχρονίζουν τον πολεμικό τους στόλο. Μέσα στην τελευταία πενταετία έχουν
κατασκευάσει 23 νέα σκάφη αμφίβιας επίθεσης (χόβερκραφτ) για τη μεταφορά ερπυστριοφόρων,
τεθωρακισμένων οχημάτων και προσωπικού κι έχουν διευρύνει τον υποβρύχιο στόλο
τους με 13 νέα επιθετικά υποβρύχια. Σύμφωνα με έναν υπηρεσιακό αξιωματούχο των
ΗΠΑ: “Μόνο η παραγωγή των χόβερκραφτ ισοδυναμεί με τη συνολική παραγωγή
του αμερικανικού ναυτικού από το 2002” (New York Times, 1/3). Σήμερα οι
κινέζοι διαθέτουν έναν υποβρύχιο στόλο 70 πυρηνοκίνητων και βενζινοκίνητων σκαφών
που δυσχεραίνει σημαντικά την ικανότητα του αμερικανικού 7ου στόλου να κινηθεί
με ασφάλεια στην περιοχή, καθώς και 700 ηπειρωτικούς πυραύλους στραμμένους προς
την κατεύθυνση της Ταϊβάν. Όπως εκτιμά ο αμερικανός ναύαρχος Τζάκομπυ: “Εκτός
από ταϊβανέζικα στρατιωτικά και πολιτικά μέσα-κλειδιά, οι κινέζικοι πύραυλοι
θα μπορούν να στοχεύσουν αμερικάνικες και συμμαχικές εγκαταστάσεις στην περιοχή,
είτε για να αποτρέψουν εξωτερική επέμβαση σε μια κρίση με την Ταϊβάν, είτε για
να επιτεθούν σ’ αυτές τις εγκαταστάσεις εάν οι αποτρεπτικές προσπάθειες αποτύχουν”
(στο ίδιο).
Με τα νέα αυτά δεδομένα οι κινέζοι σοσιαλιμπεριαλιστές τείνουν να αμφισβητήσουν
τη ναυτική υπεροχή των Αμερικανών στα στενά της Ταϊβάν αλλά καθόλου τη συνολική
επιχειρησιακή τους πρωτοκαθεδρία. Αυτό που τους λείπει είναι υψηλής τεχνολογίας
επικοινωνιακά συστήματα και ραντάρ που θα υποστηρίξουν την εισβολή με το να
παρακολουθούν εχθρικά πολεμικά σκάφη και υποβρύχια, με σκοπό την αποτροπή μιας
μεγάλης κλίμακας βαλλιστικής αντεπίθεσης. Και είναι φυσικό να υστερούν σ’ αυτό
τον τομέα αφού η ίδια η ληστρική φύση του κινεζικού κρατικο-φασιστικού μονοπωλίου,
που δεν ευνοεί και τόσο την επιστημονικο-τεχνική πρόοδο, καθιστά εξαιρετικά
δύσκολη κάθε αυτοδύναμη προσπάθεια για την παραγωγή ενός τόσο ευαίσθητου και
τόσο υψηλού τεχνολογικά εξοπλισμού. Έτσι ο μόνος τρόπος για να αποχτήσουν αυτή
την τεχνολογία είναι αγοράζοντάς τη από κείνους που την κατέχουν, δηλαδή από
τους αμερικανούς, τους ευρωπαίους ή τους ρώσους σοσιαλιμπεριαλιστές.
Μέχρι πρόσφατα οι δυνατότητες προμήθειας παρόμοιας τεχνολογίας ήταν μηδαμινές
για τους στρατοκράτες του Πεκίνου. Από την ώρα που οι τελευταίοι μπήκαν με βουλιμία
στο παιχνίδι ανακατανομής του πλούτου κι άρχισαν να διεκδικούν τα περιφερειακά
και παγκόσμια "δικαιώματά" τους, τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μονοπώλια
άρχισαν να παίρνουν κάποια στοιχειώδη μέτρα ενάντιά τους. Την ίδια όμως ανάγκη
αισθάνθηκαν και οι λαοί αυτών των χωρών, που είδαν την άνοδο μιας νέας δύναμης
ιδιαίτερα εχθρικής απέναντι στις έννοιες της ειρήνης και της δημοκρατίας. Γι’
αυτό η Δύση επέβαλε ύστερα από την άγρια καταστολή της δημοκρατικής εξέγερσης
στην Τιεν-Αν-Μεν εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων με προορισμό την Κίνα. Επομένως,
οι περιορισμοί κάλυπταν και την υψηλή τεχνολογία που οπωσδήποτε συνοδεύει ένα
μέρος των όπλων αυτών. Από τη μεριά τους πάλι οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές δεν
ήθελαν να προσφέρουν τέτοια όπλα στους κινέζους σοσιαλιμπεριαλιστές για να μην
ερεθίσουν και αφυπνίσουν τη Δύση σχετικά με την “νικημένη υπερδύναμη” και ακόμα
περισσότερο τον αναπτυσσόμενο ρωσοκινεζικό στρατηγικό άξονα.
Όμως η ζυγαριά άρχισε να κλίνει υπέρ του Πεκίνου μόλις η Ευρώπη θεώρησε ότι
ζημιώνεται από τη διατήρηση του εμπάργκο κι αποφάσισε ότι είχε έρθει πλέον ο
καιρός για να το άρει.
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΡΟΣΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ
Η κοινή πρόθεση
των ευρωπαϊκών κρατών να άρουν το εμπάργκο εκφράστηκε ανοιχτά τον περασμένο
Δεκέμβρη στη σύνοδο κορυφής Κίνας-ΕΕ, όπου η τελευταία διακήρυξε “την πολιτική
βούλησή της να συνεχίσει να εργάζεται για άρση του εμπάργκο”, βούληση που
στη συνέχεια άρχισε να μετατρέπεται σε αποφασιστικότητα. Επρόκειτο για μια τεράστια
νίκη του ολοένα αναπτυσσόμενου ρωσο-κινεζο-ευρωπαϊκού μετώπου ενάντια στις ΗΠΑ.
Ήταν ο Σιράκ που πρώτος, στα τέλη κιόλας του 2003, είχε προτείνει τη διακοπή
αυτών των περιορισμών ενώ η χώρα του διατηρεί τα πρωτεία μέσα στην Ευρ. Ένωση
σε ό,τι αφορά τις άδειες για την εξαγωγή εξοπλισμού στους Κινέζους (105 εκ.
ευρώ σε σύνολο 210 στα 2002, και 171 σε σύνολο 416 στα 2003). Στη συνάντηση
που είχε με τον αμερικανό πρόεδρο στις Βρυξέλλες δήλωσε ότι η Κίνα “είναι
ένας στρατηγικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιθυμούμε να άρουμε τα τελευταία
εμπόδια στις σχέσεις μας μαζί της” (Μοντ, 24-2). Παρόμοια στάση επέδειξαν
οι ακόμα πιο θερμοί, αν και πιο καλυμμένοι, οπαδοί της προσέγγισης με τη Ρωσία,
Σρέντερ και Μπλερ, με τον τελευταίο να μη διαφωνεί επί της ουσίας αλλά μόνο
ως προς τη χρονική στιγμή της παραπάνω κίνησης καθώς δεν επιθυμεί να συμπέσει
αυτή με την ανάληψη από μέρους του της προεδρίας της ΕΕ, τον Ιούλη, και να εκτεθεί
έτσι στους Αμερικανούς ως φανερός υποστηρικτής του ρωσο-γαλλο-γερμανικού άξονα.
Η ευρωπαϊκή απόφαση έσκασε σα βόμβα στα αυτιά των Αμερικανών. Για πρώτη φορά
στη σύγχρονη ιστορία Ευρώπη και Αμερική διαφωνούσαν σε ένα τόσο ευαίσθητο και
ζωτικό ζήτημα, όπως είναι η παροχή στρατιωτικής τεχνολογίας σε έναν υποτιθέμενο
κοινό μελλοντικό στρατιωτικό αντίπαλο. Για τη δεύτερη, μόνο ως προδοσία θα μπορούσε
να ερμηνευθεί η παροχή τέτοιων στρατιωτικών μέσων σε μια χώρα που, σύμφωνα με
τις περισσότερες αμερικανικές εκτιμήσεις, θα συγκρουστεί με τις ΗΠΑ στον Ειρηνικό.
Έτσι, βουλευτές και από τα δύο κόμματα του αμερικανικού Κογκρέσου απείλησαν
με αυστηρούς περιορισμούς στην παροχή τεχνολογικού εξοπλισμού και άλλων προϊόντων
προς την Ευρώπη. Βουλευτές του Κογκρέσου είχαν αντισταθεί στις προσπάθειες του
Κλίντον, στη δεκαετία του ’90, να προχωρήσει σε αύξηση των στρατιωτικών εξαγωγών
προς τους Κινέζους. Όσο για τον Μπους αυτός προτίμησε να κρυφτεί πίσω από τις
προειδοποιήσεις των βουλευτών και αρκέστηκε στο να στείλει την υπουργό εξωτερικών
του για να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Εκείνη περιορίστηκε στο να καλέσει
τους ευρωπαίους ηγέτες να επανεξετάσουν τη στάση τους μιλώντας τους στο όνομα
της παραδοσιακής ευρω-αμερικανικής φιλίας.
Βλέπουμε λοιπόν πόσο πολύ έχουν απομακρυνθεί οι δύο μέχρι πρόσφατα σύμμαχοι
αλλά και πόσο δύσκολο γίνεται ολοένα για την αμερικάνικη αστική τάξη να αντιδράσει
σε μια τέτοια εξέλιξη, κάτι που φανερώνει μια άνευ προηγουμένου πτώση της πολιτικής
της ισχύος. Έτσι, παρατηρούμε μια βαθύτερη σύγκλιση της Ευρώπης με τον άξονα
Μόσχας-Πεκίνου σε μια σειρά από σοβαρά διεθνή ζητήματα, όπως είναι πχ. ο ρόλος
του ΟΗΕ σε μια διεθνή κρίση. Τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά εάν οι
ρώσοι ναζί δεν είχαν εξαρτήσει ενεργειακά το σύνολο σχεδόν της Ευρώπης και αν
οι κινέζοι ομοϊδεάτες τους δεν είχαν μετατρέψει τη χώρα τους σε ένα απέραντο
πεδίο προσέλκυσης ευρωπαϊκών και αμερικανικών κεφαλαίων με δόλωμα, φυσικά, την
άθλια απλήρωτη εργασία των κινέζων εργατών. Η παραπάνω τακτική οδηγεί στη σταδιακή
πολιτική ομηρία του δυτικού μονοπωλίου από το σοσιαλιμπεριαλισμό. Τα χειροπιαστά
αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Κίνα) έχουν
ήδη καταφανεί: ένταξη της χώρας στον ΠΟΕ, παραχώρηση της Ολυμπιάδας 2008, παράδοση
στον κινέζικο φασισμό του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο κτλ.
Εδώ εύλογα γεννιέται το ερώτημα: είναι τόσο ανόητες οι αστικές τάξεις της Ευρώπης
ώστε να μην καταλάβουν τον κίνδυνο που ενέχει για τα βαθύτερα συμφέροντά τους
η προσέγγιση τους με το ρωσο-κινέζικο νεοχιτλερικό άξονα;
Σε σύγκριση με τη ρώσικη και την κινέζικη μεγαλοαστική τάξη νέου τύπου η ευρωπαϊκή
αστική τάξη έχει ένα εγγενές μειονέκτημα που περιορίζει την πολιτική της ικανότητα
να διακρίνει τη στρατηγική του επιθετικού άξονα. Πέρα από τη μεγάλη πολιτική
της διάσπαση και τη στρατιωτική της αδυναμία πρόκειται για το ότι ο βαθμός συγκέντρωσης
του δυτικού μονοπωλίου και η ταύτισή του με την πολιτική εξουσία είναι σαφώς
κατώτερος του ανατολικού. Στην πρώτη περίπτωση το κράτος πρέπει να εξισορροπήσει
τα επιμέρους συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς ξεχωριστών κεφαλαίων, πράγμα
που περιορίζει το πολιτικό οπτικό του πεδίο και τη δυνατότητα του να συγκροτήσει
έναν ενιαίο και στενό πυρήνα άσκησης παγκόσμιας πολιτικής πράγμα που θα του
επέτρεπε να κρύψει καλά τα βαθύτερα στρατηγικά του σχέδια. Στη δεύτερη, αντίθετα,
έχουμε την απόλυτη υποταγή του κράτους στον πιο ισχυρό πυρήνα του οικονομικού
μονοπώλιου. Πρόκειται για έναν πυρήνα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη πολιτική
οξυδέρκεια, ικανό να καταστρώνει μακροπρόθεσμα σχέδια για τον πολιτικό έλεγχο
ολόκληρων περιοχών του πλανήτη και ασυναγώνιστο στην συνωμοσία οπότε και στην
προβοκάτσια. Η οργανωμένη και συνομωτική παραπλάνηση του εχθρού, ταχτική απόλυτα
συμβατή με την πολεμική του φύση, εφαρμόστηκε με συνέπεια τόσο από τους ρώσους
όσο και από τους κινέζους μονοπωλιστές.
Και οι μεν και οι δε πέτυχαν να σύρουν πίσω τους την κοντόθωρη Ευρώπη προσποιούμενοι
για μια σχετικά μεγάλη περίοδο τους δημοκράτες και τους φίλους της ειρήνης.
Η ταχτική αυτή εγκαινιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από τον Γκορμπατσόφ
κι έγινε παγκοσμίως γνωστή ως περεστρόικα. Στην κινέζικη περίπτωση η τακτική
της περεστρόικα εφαρμόζεται από το 2002, όταν στην ηγεσία του "Κ"Κ
ανήλθε ο υποτίθεται μεταρρυθμιστής Χου Ζιντάο. Ο Χου προέβη σε ορισμένες πολιτικές
και οικονομικές μεταρρυθμίσεις (πχ. περισσότερα ανοίγματα στην οικονομία της
αγοράς, ένταξη των ιδιωτών καπιταλιστών στο κόμμα), και το κυριότερο, εισήγαγε
την έννοια της “ειρηνικής ανόδου”, ενός νέου δόγματος που προβλέπει ότι η χώρα
του θα ισχυροποιηθεί και θα μετατραπεί σε μια παγκόσμια δύναμη με μέσα ειρηνικά.
Ήταν ακριβώς ό,τι ήθελε να ακούσει η ευρωπαϊκή αστική τάξη, η οποία ερμήνευσε
τις κινήσεις των κινέζων ως μια πολύτιμη ευκαιρία για να κάνει μπίζνες μαζί
τους. Τότε σημειώθηκαν και οι πρώτες κινήσεις της Ευρώπης για την άρση του εμπάργκο.
Όμως αρκετά σύντομα τα πράγματα πήραν τη σωστή τους διάσταση: Στις ταϊβανέζικες
εκλογές του Μάη 2004 ο λαός έδωσε για άλλη μια φορά την ψήφο του στους οπαδούς
της ανεξαρτησίας. Τότε ήταν η τελευταία φορά που ακούστηκε ο όρος “ειρηνική
άνοδος” από επίσημα πολιτικά χείλη στο Πεκίνο (βλ. New York Times,
16-7-04). Ένα χρόνο αργότερα, ο Χου Ζιντάο, αυτός ο "ριζοσπάστης"
ηγέτης που για λίγο έχασε το νόμπελ ειρήνης μέσα από τα χέρια του, θα γινόταν
γραμματέας της κεντρικής στρατιωτικής επιτροπής του κόμματος και θα επικύρωνε
τον “αντιαποσχιστικό νόμο” ανοίγοντας το δρόμο για την εισβολή.
Εκεί πάνω όμως, μόλις δηλαδή το Πεκίνο έκανε γνωστές τις πραγματικές προθέσεις
του, φανερώθηκε η σχετική αδυναμία του κινέζικου μονοπωλίου να σύρει πίσω του
κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την ευρωπαϊκή αστική τάξη. Η αναγγελία επικύρωσης
του νέου νόμου προκάλεσε μια σοβαρή μεταστροφή στη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
η οποία εκφράστηκε με δηλώσεις τόσο του επιτρόπου επί των εξωτερικών, Χ. Σολάνα,
όσο και του βρετανού υπουργού εξωτερικών, Τζακ Στρο. Ο τελευταίος, άνθρωπος
του Μπλερ και ρωσόφιλος αναγκάστηκε να διαπιστώσει ότι τα προβλήματα που προκαλεί
η άρση του εμπάργκο “έχουν στην πραγματικότητα γίνει περισσότερο παρά λιγότερο
σύνθετα” και ότι η στρατιωτική κίνηση του Πεκίνου στα στενά τη Ταϊβάν έχει
δημιουργήσει “ένα δύσκολο πολιτικό περιβάλλον” που προκαλεί ανησυχία στους συντηρητικούς
και τους φιλελεύθερους κύκλους μέσα στην Ένωση (New York Times, 22-3).
Ο Σολάνα έστειλε στην Ουάσιγκτον την υψηλή απεσταλμένη του Αναλίζα Τζιανέλλα
για να ενημερώσει τους Αμερικανούς σχετικά με την πρόθεση της Ευρώπης να συντάξουν
ένα “κώδικα συμπεριφοράς”, ο οποίος θα εξαιρεί από την άρση του εμπάργκο την
εξαγωγή υψηλού τεχνολογικού εξοπλισμού και θα περιορίζει το πλαίσιο των εμπορικών
επαφών με την Κίνα. Όσο λοιπόν και να το διαλαλούν οι ευρωπαίοι μονοπωλιστές
και οι πράκτορες του Κρεμλίνου που έχουν αναρριχηθεί στην ηγεσία της, η Ευρώπη
δε θα γίνει ποτέ σαν σύνολο στρατηγικός εταίρος του ρωσο-κινεζικού άξονα.
Με την επίδειξη, έστω και την τελευταία στιγμή, ενός στοιχειώδους χαρακτήρα
η Ευρώπη πέτυχε να καθυστερήσει τη δρομολογημένη επίθεση του σοσιαλιμπεριαλισμού
ενάντια στην Ταϊβάν, μια μικρή γεύση της οποίας πήραμε πριν λίγο καιρό με την
αιφνιδιαστική κατάληψη των ακατοίκητων νησιών Σπράτλεϋ από τους κινέζους σοσιαλφασίστες.
Αυτό θα αναγκάζει τους τελευταίους να καθυστερήσουν τις ετοιμασίες τους και
να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την όξυνση των ευρω-αμερικανικών σχέσεων
και για τον δελεασμό των διψασμένων για φτηνή εργατική σάρκα δυτικών μονοπωλιστών.