Κάποιοι
είπαν ότι το γαλλικό «όχι» είναι μια νέα γαλλική επανάσταση. Δεν πρόσεξαν ότι
σε αυτή την νέα γαλλική επανάσταση πρωτοστατεί όλη η αυλή των βουρβώνων με επικεφαλής
έναν ιδεολογικό απόγονο του Λουδοβίκου του 16ου ονόματι Λεπέν.
Αυτό που θέλουν να περάσει όσο γίνεται περισσότερο απαρατήρητο οι ψευτοαριστεροί
όλου του κόσμου είναι ότι το «επαναστατικό» γαλλικό «όχι» είναι πιασμένο χέρι-χέρι
με το «όχι» του χειρότερου φασισμού. Βέβαια τέτοια πράγματα δεν περνάνε απαρατήρητα
την εποχή της τηλεόρασης που έδειξε τα ταυτόχρονα τρελά γλέντια των «επαναστατών»
με τις κόκκινες σημαίες δίπλα σε κείνα των αποικιοκρατών και σοβινιστών με τη
γαλλική. Βεβαίως οι ψευτοαριστεροί έχουν ετοιμάσει από καιρό την εξήγησή τους
γι αυτήν την παράξενη σύμπτωση. Από την πρώτη στιγμή διατυπώνουν τη θέση ότι
το δικό τους «αριστερό όχι» είναι το αντίθετο του ακροδεξιού «όχι», ότι δηλαδή
αυτοί χτυπάνε το ευρωσύνταγμα από τα αριστερά ενώ εκείνοι από τα δεξιά, αυτοί
δηλαδή το χτυπάνε τάχα από διεθνισμό και αντικαπιταλισμό, ενώ οι άλλοι από εθνικισμό
και αντεργατικό πνεύμα.
Από θεωρητική αλλά και από πρακτική άποψη πραγματικά δεν είναι αδύνατο σε μια
δοσμένη στιγμή δύο πολιτικά αντίθετα στρατόπεδα να καταψηφίσουν το ίδιο κείμενο,
την ίδια πρόταση ή ακόμα και την ίδια κυβέρνηση.
Μια τέτοια σύμπτωση των δύο αντίθετων στρατοπέδων σε μια κοινή άρνηση μπορεί
να είναι δυνατή στην περίπτωση που τα δύο αντίθετα στρατόπεδα ετοιμάζονται για
τη μεγάλη ανάμεσά τους αναμέτρηση και προσωρινά ασχολούνται με το να συντρίβουν
κάθε ενδιάμεση δύναμη που την εμποδίζει. Σε αυτήν την περίπτωση ο ένας πόλος
κατεδαφίζει την ενδιάμεση δύναμη από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά. Οι
ψευτοαριστεροί που ξέρουν από επαναστατική ιστορία ασφαλώς θα επικαλούνται ψηφοφορίες
σαν αυτές στην προεπαναστατική ρώσικη Δούμα, όπου οι τσαρικοί και οι μπολσεβίκοι
συνέβη να καταψηφίσουν κυβερνητικές προτάσεις των ενδιάμεσων καντέτων.
Όμως στο γαλλικό
δημοψήφισμα και γενικά στα ευρωπαϊκά δημοψηφίσματα για τη συνταγματική συνθήκη
δεν υπάρχει καμιά σύγκρουση μεγαλύτερη και πιο στρατηγική από εκείνη ανάμεσα
στο στρατόπεδο του «ναι» και το στρατόπεδο του «όχι». Δηλαδή το ευρωσύνταγμα
δεν ήταν η ενδιάμεση πρόταση που προσπαθούσε ιστορικά να παρεμβληθεί ανάμεσα
σε ένα υποτιθέμενο αριστερό-επαναστατικό και σε ένα ακροδεξιό-αντεπαναστατικό
στρατόπεδο που ετοιμάζονταν να αναμετρηθούν με ορμή. Αν ήταν έτσι οι ακροδεξιοί
και οι «αριστεροί» δεν θα γλεντούσαν ταυτόχρονα την πτώση του συντάγματος σαν
κοινή νίκη, ούτε σα νίκη καν, αλλά θα κοιτιόντουσαν στα μάτια και θα κρατούσαν
την ανάσα τους και μαζί τους θα την κρατούσε όλη η ανθρωπότητα για την επερχόμενη
μεταξύ τους αναμέτρηση. Αλλά αυτοί το τελευταίο πράγμα που σκέφτονται είναι
να αναμετρηθούν μεταξύ τους. Και πως θα μπορούσαν όταν έχουν ένα έντονο κοινό
αίσθημα, την απέχθειά προς τον φιλελευθερισμό, όχι τον οικονομικό όπως διατείνονται,
αλλά τον πολιτικό, δηλαδή την πολιτική δημοκρατία;
Το «ναι» και το «όχι» χώρισαν τη Γαλλία και χωρίζουν την Ολλανδία και όλη την
Ευρώπη σε στρατηγικά και όχι σε τακτικά στρατόπεδα. Αυτά ήταν και θα παραμείνουν
για πολλά χρόνια ακόμα δύο: το στρατόπεδο της ευρωπαϊκής δημοκρατικής ενοποίησης
και το στρατόπεδο της ευρωπαϊκής φασιστικής αποσύνθεσης. Στο ένα στρατόπεδο
σήμερα ηγείται η μισοδημοκρατική αστική τάξη και στο άλλο η φασιστική και σοσιαλφασιστική
αστική τάξη με επικεφαλής τους πράκτορες και τους φίλους του ρωσοκινεζικού άξονα.
Η νίκη του «όχι» στη Γαλλία κυρίως και δευτερευόντως στην Ολλανδία ήταν νίκη
του ανερχόμενου ευρωπαϊκού φασισμού και του παγκόσμιου μετώπου των φαιοκόκκινων
πάνω στους λαούς και όχι νίκη των ευρωπαϊκών λαών πάνω στα μονοπώλια και τον
ιμπεριαλισμό.
Πρόκειται για μια επανάληψη σε μικρότερη προς το παρόν ένταση του φαινόμενου
της ανόδου των φασιστών στο μεσοπόλεμο σε βάρος μιας αστικής δημοκρατίας χωρίς
βάθος και χωρίς ελκυστικότητα για τις μάζες.
Θα αναφερόμαστε στη συνέχεια του άρθρου μας πιο πολύ στη Γαλλία και λιγότερο
στην Ολλανδία γιατί είναι στην πρώτη που το φαινόμενο του «όχι» πήρε την πιο
τυπική του και την πιο έντονα πολιτική του διάσταση. Άλλωστε είναι το ωστικό
κύμα του γαλλικού «όχι» που έφερε στα ύψη το ολλανδικό λίγες μέρες μετά.
Οι φαιοκόκκινοι
στη Γαλλία δουλέψανε κυρίως πάνω σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό έδαφος,
στην αυξανόμενη εξαθλίωση των εργαζόμενων μαζών της υπαίθρου και της πόλης,
αλλά και των μεσοστρωμάτων. Η κοινωνιολογική σύνθεση του «όχι» είναι χαρακτηριστική.
Οι εργάτες ψηφίσανε «όχι» κατά 81%, οι άνεργοι κατά 79%, οι υπάλληλοι κατά 60%
και τα ενδιάμεσα επαγγέλματα κατά 56%. Τα αντίστοιχα νούμερα του «ναι» είναι
για τα στελέχη και τα επαγγέλματα των διανοούμενων 62% και για τους διπλωματούχους
των ΑΕΙ 57%. Από τα λαϊκά στρώματα μόνο οι συνταξιούχοι ψήφισαν κυρίως «ναι»
με 56%. (Μοντ, 31 Μάη). Από πολιτική άποψη ο βασικός ψηφοφορικός χώρος
του «όχι» είναι οι άνθρωποι που ψήφισαν στις εκλογές του 2002 τα φασιστικά και
τα σοσιαλφασιστικά κόμματα ή έκαναν αποχή διαμαρτυρίας. (στο ίδιο φύλλο της
Μοντ).
Ο κόσμος αυτός δουλεύτηκε και τότε και τώρα με ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα:
Τη σύνδεση της επιδεινούμενης κατάστασής τους με τη συνέχιση της διαδικασίας
της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το βασικό επιχείρημα των φαιοκόκκινων κατά του νέου
Συντάγματος ήταν ότι αυτό κατοχυρώνει τον οικονομικό φιλελευθερισμό όλου του
ως τώρα ευρωπαϊκού οικοδομήματος και ότι αυτός ο φιλελευθερισμός είναι η βασική
αιτία της οικονομικής εξαθλίωσης των ευρωπαϊκών λαών. Στην πραγματικότητα πρόκειται
για μια ακόμα εκδοχή του φασιστικού αντικαπιταλισμού που στις σημερινές παγκόσμιες
συνθήκες έχει το όνομα «κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση».
Αυτό το κίνημα αποτελεί τη ναυαρχίδα των «κόκκινων» και τους δίνει και στο πρακτικό
πολιτικό και στο συμβολικό επίπεδο την ηγεμονία μέσα στο φαιοκόκκινο στρατόπεδο.
Η εκστρατεία ενάντια στο ευρωπαϊκό σύνταγμα είναι η μεγαλύτερη, η πολιτικά πιο
πρακτική και η καταστροφικά πιο αποτελεσματική από όλες τις ως τώρα διεθνείς
εκστρατείες αυτού του κινήματος.
Ας δούμε τα πιο βασικά επιχειρήματα των φαιοκόκκινων σχετικά με τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Θα δώσουμε έμφαση στην κάπως «σοβαρή» κριτική των φαιοκόκκινων στο Σύνταγμα γιατί υπάρχουν και χειρότερα. Στην Ελλάδα για παράδειγμα που δεν έχει γίνει πραγματική πολιτική συζήτηση και ο κόσμος δεν ξέρει καθόλου τι λέει το Ευρωσύνταγμα, οι σοσιαλφασίστες γκαιμπελίσκοι λένε στον κόσμο ότι αυτό προβλέπει μέτρα απορρύθμισης της εργασίας πχ ελαστικοποίηση ωραρίου, απολύσεις, μείωση μισθών κλπ. Στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν προβλέπει ούτε ένα τέτοιο αρνητικό μέτρο, αλλά επιβάλλει μόνο θετικά κοινωνικά μέτρα όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω.
Η βασική κριτική που κάνουν οι γάλλοι φαιοκόκκινοι στο Σύνταγμα είναι ότι κατοχυρώνει την ελευθερία της κίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων όπως και την ελευθερία του ανταγωνισμού σε όλες τις σφαίρες της παραγωγής.
Είναι γνωστό σε
όλους ότι τα ευρωπαϊκά σύνορα είναι ανοιχτά στα προϊόντα και στα κεφάλαια όλων
των χωρών της ΕΕ. Αυτή είναι η ουσία της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς και αυτή κατοχυρώνεται
και στο νέο Σύνταγμα. Οι φαιοκόκκινοι ισχυρίζονται ότι αυτή η ελευθερία έχει
σαν αποτέλεσμα τη μεταφορά κεφαλαίων και εργοστασίων από τις χώρες της ανεπτυγμένης
Ευρώπης στις νέες φτωχότερες χώρες της ΕΕ που έχουν χαμηλότερο μεροκάματο και
χαμηλότερα μέτρα κρατικής προστασίας των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα είναι ότι
παράγεται ένας εφεδρικός στρατός ανέργων στις παλιές βιομηχανικές χώρες της
Ευρώπης, οπότε πέφτουν οι μισθοί και αυξάνεται η ανεργία. Άρα είναι η ελεύθερη
ευρωπαϊκή αγορά που φταίει για την εξαθλίωση και την ανεργία στην ΕΕ και γι
αυτό το Ευρωσύνταγμα πρέπει να καταψηφιστεί.
Η απάτη βρίσκεται στο εξής:
Η μεταφορά κεφαλαίων από την ανεπτυγμένη ΕΕ στις χώρες με χαμηλά μεροκάματα
είναι ασήμαντη σε σχέση με εκείνη προς άλλες ανεπτυγμένες χώρες με ψηλά μεροκάματα.
Αλλά ακόμα και όσες μεταφορές γίνονται προς τις ανατολικές χώρες της ΕΕ είναι
πολύ λιγότερες από εκείνες προς τις νέες υπεραναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας
και της Λατινικής Αμερικής. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύει η
Μοντ της 4 Ιούνη η μείωση των θέσεων εργασίας στη γαλλική βιομηχανία από μεταφορά
της παραγωγής σε άλλες χώρες ανάμεσα στα 1995 και 2001 είναι 95.000 δηλαδή 13.500
κατά μέσο όρο για κάθε χρόνο. Η μείωση των θέσεων εργασίας συνολικά στη γαλλική
βιομηχανία στο ίδιο διάστημα ήταν 500.000. Από τις 13.500 θέσεις εργασίας που
χάνονται κάθε χρόνο από μεταφορά σε άλλη χώρα, μόνο οι 6.400 χάνονται από μεταφορά
σε χώρες χαμηλών μισθών. Οι υπόλοιπες χάνονται από μεταφορά σε χώρες ψηλών μισθών.
Αυτό σημαίνει ότι μία θέση εργασίας ανάμεσα σε 100 χάνεται λόγω μεταφοράς σε
χώρα με χαμηλό μισθό. Όμως ανάμεσα σε αυτές τις τελευταίες το μεγαλύτερο ποσοστό
καταλαμβάνει η Κίνα και ακολουθούν η Βραζιλία, το Μαρόκο, και η Τυνησία. Η Τσεχία
έρχεται μετά, ύστερα έρχεται η Ινδία και τελευταία η Πολωνία. Κι όμως πρώτο
ζήτημα στο δημοψήφισμα από τους φαιοκόκκινους έγινε η απειλή ότι με την ένταξη
της Πολωνίας στην ΕΕ ο φτηνός «πολωνός υδραυλικός» θα καταλάβει τις θέσεις εργασίας
των γάλλων συναδέλφων του.
Μήπως αυτά τα νούμερα σημαίνουν ότι τα χαμηλά μεροκάματα του τρίτου κόσμου δεν
επιδρούν στο επίπεδο του μεροκάματου των ανεπτυγμένων χωρών; Επιδρούν καταλυτικά
ακόμα και αν το ποσοστό της μεταφοράς της παραγωγής προς αυτές τις χώρες είναι
μικρό, ακόμα και αν η ανεργία που προέρχεται από αυτόν τον παράγοντα είναι μικρή
σε ποσοστό. Επιδρούν γιατί αρκεί σε μια δοσμένη χώρα να κλείσουν μια-δυο επιχειρήσεις
και να μεταφερθούν σε μια άλλη για να πιεστούν και να πέσουν τα μεροκάματα σε
όλες τις ομοειδείς της επιχειρήσεις που παραμένουν στη χώρα αυτή. Εκείνο όμως
που δείχνουνε επίσης τα παραπάνω νούμερα είναι ότι η απώλεια θέσεων εργασίας
και η συνακόλουθη πίεση στα μεροκάματα σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο είναι αποτέλεσμα
του παγκόσμιου καπιταλιστικού ανταγωνισμού που εκδηλώνεται σε όλες τις χώρες,
και πιέζει ασταμάτητα προς τα κάτω τα μεροκάματα ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων και του ύψους του μισθού σε κάθε μια από αυτές. Έχουν
όλοι παρακολουθήσει με ποιον τρόπο τα μονοπώλια συγχωνεύονται τα τελευταία χρόνια
και μειώνουν κατά δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες το προσωπικό τους, καταφεύγοντας
παράλληλα στην αντικατάσταση τομέων ολόκληρων της παραγωγής τους με εξωτερικά
κακοπληρωμένα συνεργεία ή με προμηθευτές που αναλαμβάνουν ολόκληρους τομείς
παραγωγής με διαφορετικούς όρους συνδικαλιστικής οργάνωσης και αμοιβής. Χαρακτηριστικό
είναι αυτό που γίνεται στην αυτοκινητοβιομηχανία που ενώ συνεχίζει να βρίσκεται
στον ανεπτυγμένο βορρά όλο και περισσότερο βυθίζει τους εργαζόμενούς της στην
εντατικοποίηση της δουλειάς και στη σχετική ή και απόλυτη μείωση του μεροκάματού
τους. Αυτό που κάνουν οι χώρες του χαμηλού μεροκάματου είναι να επιταχύνουν
στο μεγαλύτερο βαθμό, και μάλιστα με ποιοτικό τρόπο για τις βιομηχανίες έντασης
εργασίας, αυτή τη παγκόσμια διαδικασία πίεσης προς τα κάτω της αξίας
της εργατικής δύναμης.
Αλλά και όταν αναφερόμαστε στις χώρες του χαμηλού μεροκάματου πρέπει να κάνουμε
μια ποιοτική διάκριση ανάμεσα σε χώρες σαν την Κίνα και σε χώρες σαν την Πολωνία.
Χώρες σαν την Κίνα, τραβάνε το συντριπτικά μεγαλύτερο όγκο νέων κεφαλαίων από
τα διεθνή μονοπώλια και τα απασχολούν με ένα εξαιρετικά χαμηλό μεροκάματο και
άγριες συνθήκες δουλειάς. Αυτό το άθλιο μεροκάματο δεν αυξάνεται ή αυξάνεται
ελάχιστα από την εισροή νέου παραγωγικού κεφάλαιου από τις ανεπτυγμένες χώρες
για δυο λόγους. Ο ένας είναι ότι είναι πελώρια η χώρα και ακόμα πιο πελώριος
ο εφεδρικός στρατός των άνεργων και κατεστραμμένων αγροτών που περιμένουν να
πιάσουν δουλειά στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα. Ο άλλος ότι η πολιτική φασιστική
δικτατορία εμποδίζει κάθε συνδικαλιστική οργάνωση και κάθε απεργιακή πάλη μεγάλης
κλίμακας οπότε εμποδίζει και τη σχετικά γρήγορη και σημαντική αύξηση του μέσου
εργατικού μισθού και μεροκάματου. Αντίθετα σε χώρες μικρού πληθυσμού σαν την
Πολωνία και την Τσεχία, με προστατευμένη αγροτιά (και μάλιστα προστατευμένη
και από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που δόθηκαν από την ΕΕ μαζί με την ένταξή
της), και κυρίως με πολιτική δημοκρατία, η αύξηση του εισρέοντος παραγωγικού
κεφάλαιου μπορεί να μεταφραστεί γρήγορα σε μείωση του εφεδρικού στρατού ανέργων
και σε αύξηση του μέσου μισθού και του μεροκάματου στη δοσμένη χώρα. Άλλωστε
αυτό ακριβώς έγινε τα προηγούμενα χρόνια στις τότε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας
Ισπανία και Ιρλανδία (Στην Ελλάδα δεν έγινε λόγω του πολιτικού παραγωγικού σαμποτάζ).
Ανάμεσα στις δύο αυτές ακραίες περιπτώσεις της Κίνας από τη μια, και της Πολωνίας-Τσεχίας
από την άλλη κινούνται τα μεροκάματα σε χώρες του τρίτου κόσμου όπου η σχετική
πολιτική δημοκρατία ή ο σχετικά μικρός τους πληθυσμός εξουδετερώνουν πιο γρήγορα
την απόσταση ανάμεσα στο μεροκάματο τους με εκείνο των ανεπτυγμένων χωρών (Ινδία,
Βραζιλία, Μαρόκο, Τυνησία).Η μία λοιπόν απάτη των φαιοκόκκινων βρίσκεται στο
ότι αποδίδουν στις νέες χώρες της ΕΕ ένα βάρος που δεν έχουν και στο ότι αντίστροφα
δεν αποδίδουν στη σοσιαλφασιστική Κίνα και ύστερα στις πιο εξαθλιωμένες τριτοκοσμικές
χώρες το κύριο παγκόσμιο βάρος για την επιταχυνόμενη πτώση
του μέσου εργατικού μισθού στις παλιές βιομηχανικές χώρες. Αν έκαναν το δεύτερο
τότε θα έπρεπε να κάνουν δύο πράγματα: Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε
να ζητούν προστατευτικούς δασμούς στην ΕΕ για τα προϊόντα που έρχονται από την
Κίνα, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να χαλάσουν τον κόσμο να μη γίνει δεκτή η Κίνα
στον παγκόσμιο οργανισμό εμπορίου πράγμα το οποίο ποτέ δεν πρόβαλαν καν σαν
αίτημα. Σε δε επίπεδο δημοκρατικής και εργατικής πολιτικής θα έπρεπε να βάλουν
στο κέντρο των διεθνών εκστρατειών τύπου «αντιπαγκοσμιοποίηση μετώπου», στις
οποίες ειδικεύονται, την πολιτική καταγγελία του κινέζικου καθεστώτος και την
υποστήριξη στο δημοκρατικό της κίνημα. Βέβαια κάνουν ακριβώς το αντίθετο και
χωρίς να λένε λέξη ενάντια στους ανατολικούς φασισμούς συγκεντρώνουν μαζί με
αυτούς και δίπλα σε αυτούς τα πυρά τους στη δυτική αστική δημοκρατία.
Ύστερα από αυτά
το μόνο οικονομικό επιχείρημα που θα μπορούσε να μείνει και μένει στα χέρια
των φαιοκόκκινων είναι το γενικό επιχείρημα ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός,
η οικονομία της αγοράς κ.λπ. έχουν έτσι κι αλλιώς σαν αποτέλεσμα την αύξηση
του εφεδρικού στρατού των ανέργων και την πτώση του μεροκάματου ακόμα και μέσα
στις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες, δηλαδή ανεξάρτητα από την ύπαρξη χωρών
με πολύ χαμηλότερα μεροκάματα που ανταγωνίζονται τις προηγούμενες. Δηλαδή ακόμα
και αν η ΕΕ είχε έναν οικονομικό προστατευτισμό προς τα έξω ο εσωτερικός ανταγωνισμός
και μόνο θα είχε την τάση έστω και με μικρότερη ταχύτητα να οδηγεί τα μεροκάματα
προς τα κάτω. Αυτή η διαπίστωση είναι ασφαλώς σωστή. Η πρακτική αστική απάντηση
σε αυτή την αναπόφευκτη εξέλιξη είναι η κρατική παρέμβαση για τη διαφύλαξη του
μισθού ή αλλιώς αυτό που οι σοσιαλδημοκράτες και οι κρατικοί παρεμβατιστές γενικά
ονομάζουν «κοινωνικό κράτος». Το κοινωνικό κράτος ξεκινάει από το ελάχιστο εγγυημένο
μεροκάματο, την ελάχιστη σύνταξη, το ελάχιστο επίδομα ανεργίας και φτάνει ως
τη δωρεάν υγεία, στέγαση, παιδεία κλπ. Αυτές δεν είναι παροχές που κάνει η αστική
τάξη από φιλανθρωπία στους προλετάριους, αλλά παραχωρήσεις που τους κάνει για
να μη γευτεί την επαναστατική τους δικτατορία ή ακόμα για να μη γευτεί τη βία
από τα πιο αδίστακτα κομμάτια του χρηματιστικού κεφάλαιου που έχουν αποδείξει
ότι μπορούν να αξιοποιήσουν την ταξική δυσαρέσκεια των οικονομικά εξαθλιωμένων
προλετάριων για να επιβάλουν τη δικιά τους φασιστική δικτατορία και παγκόσμια
ηγεμονία. Για τους μαρξιστές οι κρατικές οικονομικές εγγυήσεις στους προλετάριους
δεν είναι σε τελική ανάλυση παρά μια από τις εκφράσεις του συσχετισμού δύναμης
ανάμεσα στην αστική τάξη και το εργατικό κίνημα σε μια δοσμένη χώρα.
Οι φαιοκόκκινοι ισχυρίζονται ότι η ελευθερία της αγοράς οπότε και ο οικονομικός
φιλελευθερισμός που επικρατεί στην ΕΕ είναι από τη φύση του αντίθετος με τη
λογική του «κοινωνικού κράτους». Στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Το «κοινωνικό κράτος» είναι το πολιτικό αντίδοτο του οικονομικού φιλελευθερισμού,
ή αλλιώς η διαχείριση της συνολικής ταξικής οικονομικής σύγκρουσης από την κυρίαρχη
φιλελεύθερη αστική τάξη και μάλιστα εκείνη της μονονοπωλιακής εποχής του καπιταλισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα το πιο «γενναιόδωρο» κοινωνικό κράτος βρίσκεται
στις χώρες του μη κρατικού δυτικού και όχι του κρατικού ανατολικού οικονομικού
μονοπώλιου. Τέτοιες πραγματικότητες βέβαια δεν απασχολούν ποτέ τους υποκριτές
φαιοκόκκινους που κάνουν την εξής κατανομή ρόλων στην απαίτησή τους για «κοινωνικό
κράτος» που δεν μπορεί να τους δώσει τάχα η «νεοφιλελεύθερη ΕΕ»: Οι φαιοί- έχοντας
σα συμμάχους και μάλιστα μπροστάρηδες στο σημείο αυτό τους κρατικιστές-σοσιαλδημοκράτες
(τύπου Εμμανουελί, Φαμπιούς του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος), αλλά κυρίως
τους εθνικοκομμουνιστές των ΚΚ- ζητάνε επιστροφή στο μόνο δυνατό «κοινωνικό
κράτος», που είναι γι αυτούς το εθνικό κράτος. Οι τυπικοί «κόκκινοι» αντίθετα,
δηλαδή οι τροσκιστές ψευτοδιεθνιστές απαιτούν το κοινωνικό κράτος μέσα σε μια
μεγάλη, σε μια διεθνή «άλλη Ευρώπη» που ξεκινάει σαν «Ευρώπη των λαών», και
φτάνει στο να είναι «οι σοσιαλιστικές Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», ανάλογα
με τη δόση αριστερής και επαναστατικής δημαγωγίας που διακατέχει κάθε μια από
αυτές τις φράξιες του σοσιαλφασισμού. Και οι φαιοί και οι «κόκκινοι» ισχυρίζονται
ότι οι εργαζόμενοι εξαθλιώνονται επειδή η Ευρώπη των γραφειοκρατών των Βρυξελλών
δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να επιβάλει σήμερα κοινωνικές φιλεργατικές νόρμες
για την ΕΕ συνολικά, δηλαδή να επιβάλει ένα «κοινωνικό κράτος» σε επίπεδο Ευρώπης
γιατί βρίσκεται τάχα στην υπηρεσία του οικονομικού πολυεθνικού μονοπώλιου (του
απάτριδου για τους φαιούς) και του νεοφιλελεύθερου μεσαίωνα που του αντιστοιχεί
και που ζητάει πάση θυσία την εξαθλίωση του εργάτη σε κάθε χώρα παρμένη ξεχωριστά.
Αυτοί οι ισχυρισμοί
μπορούν να έχουν πέραση μόνο σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από τη σύγχρονη
πολιτική και οικονομική κατάσταση.
Κατ αρχήν οι ίδιες οι πιο μεγάλες χώρες του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού
είναι χώροι μέσα στους οποίους η ελευθερία της αγοράς και ο
καπιταλιστικός φιλελεύθερου τύπου ανταγωνισμός είναι οξύτατος και όμως διαθέτουν
κοινωνικό κράτος αρκετά προωθημένου τύπου, όπως η Ιαπωνία και οι ευρωπαϊκές
χώρες ή και λιγότερο προωθημένου όπως οι ΗΠΑ. Το κοινωνικό κράτος στην ΕΕ όμως
δεν υπάρχει ακόμα σχεδόν καθόλου σαν «κοινωνικό κράτος» όλης της ΕΕ. Υπάρχει
μόνο σαν άθροισμα από «κοινωνικά κράτη» της κάθε μιας χώρας παρμένης ξεχωριστά.
Αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι υπερεθνικά αντεργατική η γραφειοκρατία των Βρυξελλών,
αλλά γιατί δεν υπάρχει ακόμα ένα ομοσπονδιακό πανευρωπαϊκό κράτος όλων των εθνών-κρατών.
Και δεν υπάρχει ένα τέτοιο κράτος κυρίως γιατί δεν το θέλουν τα πιο
καθυστερημένα, τα πιο σοβινιστικά τα πιο αποικιοκρατικά-ιμπεριαλιστικά και πιο
φασιστικά στη νοοτροπία κομμάτια των αρχουσών τάξεων των χωρών που αποτελούν
την ΕΕ. Αυτά τα τμήματα είναι που δεν θέλουν να εκχωρήσουν
την όποια κρατική εξουσία που διαθέτουν μέσα σε κάθε κράτος στο σύνολο
της ευρωπαϊκής αστικής τάξης. Γι αυτό αντιδρούν λυσσαλέα σε κάθε πολιτική εμβάθυνση
της ΕΕ, δηλαδή σε κάθε βήμα για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού διεθνικού κράτους.
Τέτοια τμήματα της αστικής τάξης είναι και τα νέα «κόκκινα» που είναι
διψασμένα κατ αρχήν για πολιτική και ύστερα και μέσω αυτής για οικονομική εξουσία.
Αυτά αποτελούν μια αστική τάξη νέου τύπου όπως και εκείνη των ανατολικών ιμπεριαλισμών
η οποία αντλεί, όπως και εκείνη, την κοινωνική της άνοδο από την απόσπαση ολόκληρης
ή κομματιών της πολιτικής κρατικής εξουσίας στην κάθε χώρα. Οι «ταξικοί ριζοσπάστες»
συνδικαλιστές στη Δύση είναι τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας που διαπίστωσαν
μεταπολεμικά ότι ελέγχοντας τα συνδικάτα, ιδίως τα συνδικάτα της κρατικής υπαλληλίας
και εκείνα της μισοκρατικής των ΔΕΚΟ, των Δήμων κλπ. μπορούν να ελέγχουν κομμάτια
της κρατικής μηχανής και έμμεσα της πολιτικής εξουσίας των σημερινών εθνικών
κρατών.
Αυτά τα «κόκκινα» αποσπάσματα της αστικής τάξης νέου τύπου δεν είναι ισχυρά
μόνο στη χώρα μας, είναι ιδιαίτερα ισχυρά σε χώρες με παράδοση σκληρής ταξικής
σύγκρουσης και είναι δεμένα με την διαχείριση του «κοινωνικού κράτους» και γενικά
του «οικονομικού κράτους» που πρόκυψε από αυτή τη σύγκρουση. Στη Γαλλία για
παράδειγμα οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν μεγάλο ρόλο στα ταμεία συνταξιοδότησης
και στο κρατικό σύστημα περίθαλψης. Επίσης εκεί τα πιο «αριστερά συνδικάτα»,
όπως η CGT, και σήμερα όλο και περισσότερο οι τροτσκιστικές φράξιες ελέγχουν
τις βασικές δημόσιες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις βιομηχανίες ενέργειας και μεταφοράς.
Αυτό που κάνει τα «ταξικά» τμήματα του φαιοκόκκινου μετώπου λυσσαλέους εχθρούς
του φιλελεύθερου καπιταλισμού της μονοπωλιακής εποχής είναι ότι αυτός παραδίδει
αυτές τις επιχειρήσεις απ ευθείας στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η αστική τάξη νέου
τύπου είναι αντίθετη στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων όχι γιατί
θα χειροτερέψουν οι αντίστοιχες υπηρεσίες για το λαό όπως διατείνονται (αυτό
εξαρτάται από τους όρους παραχώρησης και τον έλεγχο αυτών των όρων από την εκάστοτε
κεντρική πολιτική εξουσία), αλλά γιατί η ίδια αποσπά πολύ πιο εύκολα την εξουσία
στο «μαλακό» και αδύναμο απέναντί της γραφειοκρατικό κράτος όλης της αστικής
τάξης που κατέχει τη δημόσια επιχείρηση, παρά στην επιχείρηση που ανήκει στο
σύγχρονο μονοπώλιο και κινείται με τους αδήριτους νόμους του ανταγωνισμού. Αυτή
είναι η διαφορά ανάμεσα στους γερμανούς και τους γάλλους αστούς συνδικαλιστές.
Οι πρώτοι, όπως και οι σκανδιναυοί είναι πια τμήμα του σύγχρονου ανταγωνιστικού
μονοπώλιου δυτικού τύπου με το οποίο παρακάθονται στα διοικητικά συμβούλια των
επιχειρήσεων, αλλά βρίσκονται κάτω από την ηγεμονία του, πολιτικά και οικονομικά.
Οι δεύτεροι αντίθετα είναι τμήμα του κρατικού γραφειοκρατικού μονοπώλιου και
υπερέχουν σαν τάξη μέσα στην επιχείρηση ακόμα και από τον εκπρόσωπο-διαχειριστή
της κεντρικής κυβέρνησης. Σαν τέτοιοι είναι δεμένοι στη νοοτροπία και στα στρατηγικά
συμφέροντα με τους κρατικούς μονοπωλιστές ανατολικού τύπου. Από κει απορρέει
αυτή η παράξενη συμπόρευση τους σε όλα τα διεθνή ζητήματα, είτε είναι εθνικοκομμουνιστές,
είτε τροτσκιστές είτε ακόμα κρατικιστές σοσιαλδημοκράτες. Από κει και η άρνηση
τους σε μια οικονομικά φιλελεύθερη και πολιτικά αστοδημοκρατική Ενωμένη Ευρώπη.
Επειδή λοιπόν δεν
επιτρέπουν εδώ και χρόνια οι φαιοκόκκινοι να υπάρξει ένα τέτοιο αληθινό ομοσπονδιακό
ευρωπαϊκό κράτος υπάρχει στη θέση αυτού του κράτους ένα πρόπλασμα κράτους, ένα
υποτυπώδες «κράτος πρώτης ανάγκης» που διαχειρίζεται όλες τις κοινές ευρωπαϊκές
υποθέσεις που είναι ακόμα λίγες. Αυτό αποτελείται από έναν ελάχιστο ουσιαστικά
κρατικό μηχανισμό. Η Κομισιόν είναι η γραφειοκρατία αυτού του κράτους που χειρίζεται
τις τρέχουσες υποθέσεις του ενώ η αληθινή νομοθετική και εκτελεστική του εξουσία
είναι τα Συμβούλια των πρωθυπουργών και των υπουργών οικονομικών των κρατών.
Όσο για την Ευρωπαϊκή Βουλή, επειδή είναι απλά βουλή «των εθνοτήτων» και όχι
μια πραγματική νομοθετική άνω βουλή, αυτή έχει κάποια ισχύ πάνω στην Κομισιόν.
Πάντως το τελευταίο Σύνταγμα κατοχυρώνει τις όλο και μεγαλύτερες νομοθετικές
αρμοδιότητες που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια.
Οι φαιοκόκκινοι κατηγορούν με αισχρή υποκρισία την ΕΕ για έλλειμμα δημοκρατίας
επειδή τάχα η Ευρωβουλή είναι αδύναμη και μια γραφειοκρατία χειρίζεται τις τρέχουσες
υποθέσεις. Μα για να μην υπάρχει αυτό το έλλειμμα δημοκρατίας πρέπει η ευρωπαϊκή
Βουλή να μπει πάνω από τις εθνικές βουλές, να μπορεί να εκλέγει μια ευρωπαϊκή
κυβέρνηση που να κυβερνάει όλες τις χώρες, να νομοθετεί για όλα τα μεγάλα ζητήματα
και για όλες τις χώρες και να την ψηφίζουν όλοι οι λαοί ανεξάρτητα από την εθνικότητα
των βουλευτών. Όμως ποιος από τους εθνικιστές που ζητάνε υποκριτικά περισσότερη
δημοκρατία για τη ΕΕ θα το δεχόταν αυτό; Ποιος εθνικιστής θα δεχόταν η εξωτερική
πολιτική της χώρας του να αποφασίζεται από την Ευρωβουλή; Ποιος θα δεχόταν οι
στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης και οι κοινωνικές πολιτικές να αποφασίζονται
από την Ευρωβουλή;
Κανείς. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει ούτε μια κοινή οικονομική πολιτική, ούτε μια κοινή κοινωνική πολιτική και τελικά ούτε ένα κοινό «κοινωνικό κράτος» για την ΕΕ. Δεν είναι γενικά ο οικονομικός φιλελευθερισμός που εμποδίζει το κοινωνικό κράτος στην ΕΕ, αλλά είναι ο χαμηλός βαθμός πολιτικής ενοποίησης και τελικά ο ψηλός βαθμός εθνικών και διακρατικών ανταγωνισμών της ευρωπαϊκής αστικής τάξης που εμποδίζουν τη θέσπιση του οποιουδήποτε ευρωπαϊκού κοινού κράτους οπότε και του οποιουδήποτε «κοινωνικού κράτους». Ειδικά αυτό το τελευταίο δεν είναι εφικτό όσο δεν υπάρχει μια αποτελεσματική ενότητα των εργαζομένων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Μόνο μια πανευρωπαϊκή ταξική οργάνωση των εργαζομένων ενάντια στην ευρωπαϊκή μονοπωλιακή αστική τάξη μπορεί να γεννήσει μια ευρωπαϊκή διακρατική κοινωνική πολιτική, ένα ευρωπαϊκό «κοινωνικό κράτος». Αλλά πώς να υπάρξει αποτελεσματική διευρωπαϊκή ταξική οργάνωση όταν οι σημερινοί υποτιθέμενοι πολιτικοί ηγέτες του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, οι ευρωπαίοι «κόκκινοι» είναι σε κάθε σημείο και με κάθε τρόπο αντίθετοι στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης επειδή τάχα αυτή είναι αστική ενοποίηση; Μα είναι δυνατόν πραγματικοί διεθνιστές να συμμαχούν με τους ευρωπαίους εθνικιστές ενάντια στην αστική διεθνή Ευρώπη επειδή τάχα θέλουν μια προλεταριακή διεθνή Ευρώπη; Είναι σαν το επαναστατικό προλεταριάτο του 19 ου αιώνα να συμμαχεί με τους τοπικιστές και τους μικροφεουδάρχες για να εμποδίσει την αστική ενοποίηση των εθνικών κρατών επειδή αυτή η ενοποίηση δεν είναι προλεταριακή. Στην μόνη ενοποίηση κρατών στην οποία αντιδρά από θέση αρχής το διεθνιστικό προλεταριάτο είναι στην ενοποίηση των εθνών που στηρίζεται στη βία και το μόνο που δεν πρέπει να προσάψει κανείς στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι ότι δεν είναι εθελοντική. Αλλά εδώ δεν έχουμε απλά συμμαχία των διεθνιστών με τους εθνικιστές ενάντια στην ενοποίηση. Εδώ έχουμε μια προσποίηση διεθνισμού στα λόγια και άγριο εθνικισμό των δήθεν διεθνιστών στην πράξη. Στην πραγματικότητα οι ευρωπαίοι ψευτοαριστεροί σέρνουν τα φοβισμένα κομμάτια του προλεταριάτου και τα μεσοστρώματα στο «όχι» μέσω της λογικής και της προπαγάνδας των ακροδεξιών εθνικιστών. Όταν αυτά τα στρώματα λένε «όχι» στο Σύνταγμα λένε «ναι» στον ουτοπικό γαλλικό οικονομικό και κοινωνικό προστατευτισμό και όχι «ναι» στην κόκκινη Ευρώπη. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι ψευτοκομμουνιστές που δεν χάνουν την ευκαιρία να δείχνουν μαζί με τους ακροδεξιούς σαν κύριο εχθρό των λαών την παγκοσμιοποίηση γενικά και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που υποτίθεται την ενσαρκώνει ειδικότερα. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ το γεγονός ότι δεν είναι το βιομηχανικό προλεταριάτο της μεγάλης βιομηχανίας που ψήφισε το «όχι» στο Ευρωσύνταγμα αλλά το προλεταριάτο της μικρής βιομηχανίας και εκείνο που προσφέρει ατομικές υπηρεσίες, δηλαδή το κομμάτι του προλεταριάτου που δεν είναι άμεσα ενταγμένο στην παγκόσμια παραγωγική διαδικασία.
Οι «κόκκινοι» που
συμμετείχαν ενεργά στην εκστρατεία του «όχι», ακόμα και αν δεν είναι κομμάτια
της κρατικοφασιστικής νέας αστικής τάξης, ιδεολογικά δεν έχουν καμιά σχέση με
το σύγχρονο επαναστατικό προλεταριάτο. Αντίθετα αποτελούν την τέλεια αντίθεση
σε αυτό γιατί είναι αντίθετοι στις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, αντίθετοι
στις τεχνολογικές επαναστάσεις και αντίθετοι στην επικοινωνία μεγάλης κλίμακας.
Είναι αντίθετοι στον μονοπωλιακό καπιταλισμό από την πλευρά του προμονοπωλιακού
καπιταλισμού και αντίθετοι στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό από την πλευρά της
μικρής παραγωγής, ακόμα και της βαρβαρότητας. Στη κοινωνική τους βάση είναι
μικροαστοί, στην ιδεολογία είναι σοσιαλφασίστες και στην πολιτική συνειδητοί
ή αθέλητοι σύμμαχοι του σοσιαλιμπεριαλισμού. Γι αυτό βρίσκονται μίλια πιο δεξιά
ακόμα και από το πιο ρεφορμιστικό προλεταριάτο. Τουλάχιστον αυτό στα πλαίσια
της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων με συντριπτική πλειοψηφία των ομοσπονδιών
του και των μεγάλων συνδικαλιστικών παρατάξεών του σε κάθε χώρα ψήφισε υπέρ
του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Εξαίρεση ήταν- κάνοντας αποχή - οι γαλλικές ψευτοκομμουνιστικές
ομοσπονδίες και τα σκανδιναβικά συνδικάτα, ενώ κατά ψήφισε μόνο η διαβρωμένη
από τους τροτσκιστές γαλλική FO (Μοντ, 16 Οκτώβρη 2004). Σε ότι αφορά τα σκανδιναβικά
συνδικάτα αυτά είναι τα μόνα που έχουν λόγους μέσα στη ρεφορμιστική αστική λογική
τους να φοβούνται όχι την έλλειψη του κοινωνικού κράτους της ΕΕ αλλά να φοβούνται
ότι το οποιοδήποτε μελλοντικό ευρωπαϊκό «κοινωνικό κράτος» θα βρίσκεται πολύ
πίσω από το σημερινό σκανδιναβικό.
Αν οι σοβινιστές, οι ιμπεριαλιστές αποικιοκρατικού τύπου, και οι αρπακτικοί
κρατικιστές νέου τύπου, φαιοί και κόκκινοι θέλανε ένα ευρωπαϊκό «κοινωνικό κράτος»
θα έπρεπε να παραιτηθούν πρώτα – πρώτα από τον αβυσσαλέο και από θέση αρχής
πολιτικό και μάλιστα αντιδημοκρατικό αντιευρωπαϊσμό τους.
Η καταψήφιση του
ευρωπαϊκού συντάγματος είναι η καλύτερη απόδειξη αυτού του αντιευρωπαϊσμού.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά το κείμενο του συντάγματος θα διαπιστώσει ότι
αποτελείται από τρία κομμάτια. Το πρώτο αφορά τον τρόπο με τον οποίο παίρνει
τις αποφάσεις της η ενωμένη Ευρώπη των 25 και στο δεύτερο, που επονομάζεται
Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατοχυρώνονται τα δημοκρατικά δικαιώματα των
ευρωπαίων πολιτών με τον βαθύτερο και συστηματικότερο τρόπο με το οποίο αυτό
είχε γίνει ως τώρα. Είναι μόνο με αυτά με τα οποία ασχολήθηκε
η συνταγματική συνέλευση επί δύο χρόνια και γι αυτά τα δυο πρώτα κομμάτια για
τα οποία δόθηκε μια σκληρή και διευρωπαϊκή πολιτική πάλη. Η πιο γνωστή από αυτές
τις συζητήσεις ήταν για την αναφορά ή μη στον χριστιανικό χαρακτήρα της ΕΕ.
Τελικά πέρασε η μη αναφορά στο χριστιανισμό πράγμα που δήλωνε την επιμονή της
Ενωμένης Ευρώπης στην υπεράσπιση της βασικής δημοκρατικής αρχής του διαχωρισμού
της εκκλησίας από το κράτος σε μια στιγμή που παντού αλλού στον κόσμο επιστρέφουμε
στην πολιτική επέμβαση των εκκλησιών στην κρατική πολιτική ζωή. Μια άλλη πολύ
γνωστή, και πιο κρίσιμη συζήτηση-διαπραγμάτευση ήταν αυτή που αφορούσε την κατανομή
της αντιπροσώπευσης μέσα στο ευρωκοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Κομισιόν
ανάμεσα στα ξεχωριστά κράτη. Ο βασικός στόχος ήταν να μπορούν να παίρνονται
με αποτελεσματικό τρόπο οι αποφάσεις σε μια Ευρώπη με 25 μέλη,
δηλαδή να μην μπλοκάρονται οι αποφάσεις σε αυτήν λόγω των πολλών εθνικών ανταγωνισμών.
Η κατάληξη και το επιστέγασμα αυτής της πολιτικής αποτελεσματικότητας ήταν η
εκλογή ενός υπεύθυνου εκπροσώπου όλης της ΕΕ για τις σχέσεις της προς τα έξω
και προς τα μέσα, δηλαδή η ανάπτυξη του πολιτικού συγκεντρωτισμού της.
Όμως το φαιοκόκκινο μέτωπο δεν ασχολήθηκε με αυτά τα δύο πρώτα κεφάλαια που
αποτελούν το κυρίως σύνταγμα. Ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το τρίτο
με το οποίο δεν είχε ασχοληθεί καθόλου η πολύχρονη και συνταγματική συνέλευση
της ΕΕ. Αυτό το τρίτο είναι ένα παράρτημα του κυρίως συντάγματος το οποίο περιέχει
όλες τις ως τα τώρα εγκεκριμένες με δημοψηφίσματα ή όχι συμφωνίες που αρχίζουν
από την ιδρυτική συμφωνία της Ρώμης το 1957 και μέσα από το Μάαστριχτ και το
Άμστερνταμ φτάνουν ως τη Νίκαια. Αυτό είναι το κοινοτικό λειτουργικό κεκτημένο
της ΕΕ που αφορά στην ουσία την οικονομική της λειτουργία η οποία συμπυκνώνεται
στη λειτουργία του Ευρώ και της Κεντρικής ευρωπαϊκής τράπεζας και στο σύμφωνο
σταθερότητας. Αλλά γι αυτό το κομμάτι είχαν γίνει είτε δημοψηφίσματα,
είτε υπήρχαν εγκρίσεις από τα κοινοβούλια. Σε κάθε περίπτωση το καινούργιο ήταν
τα δύο πρώτα κομμάτια που αφορούσαν την πολιτική ενοποίηση,
που αφορούσαν στην ουσία την ανάπτυξη της Δημοκρατίας στην ΕΕ. Γιατί δημοκρατία
στη δοσμένη φάση της ανάπτυξης της ΕΕ σήμαινε πρώτον να χτυπηθούν οι άπειρες
δυνατότητες που είχαν τα εθνικά βέτο και τα οποία προβάλλονταν διαρκώς στα ευρωπαϊκά
όργανα αποφάσεων να σταματάνε τις αποφάσεις της πλειοψηφίας των κρατών. Στα
πλαίσια αυτά προβλεπόταν και η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Ευρωκοινοβουλίου
σε βάρος της πιο διακρατικής Κομισιόν. Δεύτερον δημοκρατία σήμαινε να κατοχυρωθούν
τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ όλα τα δημοκρατικά πολιτικά
δικαιώματα, συλλογικά και ατομικά και για πρώτη φορά και ένα μίνιμουμ από
κοινωνικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα της πρόσβασης στις κοινωνικές
υπηρεσίες (ασφάλεια, περίθαλψη) και τα εργατικά δικαιώματα (της εργασίας, της
απεργίας και της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τις δίκαιες και ισότιμες συνθήκες
εργασίας, την προστασία από αδικαιολόγητες απολύσεις, την ισότητα των αμοιβών
άντρα γυναίκας).
Ο στόχος του Συντάγματος ήταν δηλαδή να φύγει η ΕΕ από μια κατάσταση όπου το
βασικό που ένωνε τα κράτη και τους λαούς της Ευρώπης ήταν ακόμα η ενιαία αγορά
και να πάει σε μια άλλη όπου την τυφλή ενότητα της αγοράς, την κινούσε μια όσο
γίνεται πιο δημοκρατική στις δοσμένες συνθήκες θεσμική πολιτική συγκρότηση του
μεγάλου αλλά αδύναμου εσωτερικά ευρωπαϊκού κράτους. Χωρίς πολιτική ενότητα η
οικονομική ενότητα είναι αδύνατη γιατί οι οικονομικοί ανταγωνισμοί συνεπικουρούμενοι
και σε ένα βαθμό εκφραζόμενοι από τους εθνικούς έχουν την τάση αυθόρμητα να
καταστρέφουν κάθε πολιτικό εποικοδόμημα. Το ερώτημα για την ΕΕ που μπήκε και
με το Σύνταγμα ήταν απλά αν αυτή η πολιτική ενότητα θα ήταν δημοκρατική ή όχι.
Οι απατεώνες φαιοκόκκινοι σαν γνήσιοι απόγονοι του Χίτλερ και του Τρότσκι απάντησαν
ουσιαστικά ότι το θέμα δεν είναι η δημοκρατία αλλά ο καπιταλισμός. Αφού η δημοκρατία
είναι σήμερα η δημοκρατία του κεφάλαιου ας τη γκρεμίσουμε. Αλλά οι λαοί γκρεμίζουν
την αστική δημοκρατία μόνο για μια μεγαλύτερη λαϊκή δημοκρατία, δεν την γκρεμίζουν
μαζί με τους φασίστες για να φέρουν την εθνικιστική περιχαράκωση και τελικά
το φασισμό.
Έτσι λοιπόν καταψήφισαν το δημοκρατικό Σύνταγμα. Για να μην το παραδεχτούν ισχυρίστηκαν
στρεψόδικα, ιδιαίτερα για τη Χάρτα ότι αυτή δεν περιελάμβανε όλα τα κοινωνικά
δικαιώματα που είναι καταχτημένα σαν «κοινωνικό κράτος» κάθε ξεχωριστής χώρας
και επίσης ότι δεν είχε απόλυτα δεσμευτικό χαρακτήρα για κάθε κράτος. Σε ότι
αφορά το πρώτο πράγματι δεν περιελάμβανε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα των πιο
προηγμένων κρατών, αλλά πουθενά δεν έρχεται σε σύγκρουση και δεν αφαιρεί κοινωνικά
δικαιώματα κατοχυρωμένα σε κάθε ξεχωριστό κράτος. Προσθέτει δικαιώματα εκεί
όπου αυτά τα κράτη βρίσκονται πιο πίσω και δεν αφαιρεί από κανένα που βρίσκεται
πιο μπροστά. Άλλωστε όπως είπαμε τα κράτη και όχι η ΕΕ είναι αποκλειστικά υπεύθυνα
για την κοινωνική πολιτική του καθενός από αυτά, ακριβώς επειδή αυτά δεν συμφωνούν
ακόμα σε μια ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική και σε ένα κοινό ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό
κράτος. Το Σύνταγμα απλά κατοχυρώνει τα ελάχιστα, που βρίσκονται πολύ πιο πάνω
από τις συνθήκες που ισχύουν στην πράξη στη χώρα μας.
Όσο για το ότι οι κοινωνικές ρυθμίσεις της Χάρτας δεν είναι ακόμα δεσμευτικές
για κάθε χώρα, αυτό είναι συνέπεια του χαμηλού βαθμού ενοποίησης, ωστόσο αυτές
οι ρυθμίσεις είναι δεσμευτικές για όλες τις ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Λέγοντας «όχι» στο δημοκρατικό σύνταγμα οι φαιοκόκκινοι χτύπησαν στην καρδιά
την δημοκρατική ενωμένη Ευρώπη. Ξέρανε πολύ καλά ότι η οικονομική ενοποίηση
δεν θα μπορούσε να περπατήσει άλλο χωρίς τη πολιτική. Ξέρανε ότι η κύρια αντίφαση
της ΕΕ από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της ως τα σήμερα ήταν η όλο και πιο
ψηλή οικονομική ενοποίηση και η όλο και πιο καθυστερημένη σε σχέση με αυτήν
πολιτική. Μετά το κοινό νόμισμα που ήταν ο κολοφώνας της οικονομικής ενοποίησης
η αντίθεση πολιτική-οικονομία πήγε στην άκρη της. Ιδιαίτερα μετά την διεύρυνση
της ΕΕ σε 25 μέλη έγινε ζήτημα ζωής και θανάτου η μεγαλύτερη οικονομική ανομοιομορφία
να γεφυρωθεί με το βάθαιμα της πολιτικής ενότητας. Η αντίφαση είχε γίνει πια
ανυπόφορη.
Η διάλυση της ΕΕ ευνοεί το ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό
Στο σημείο αυτό
χτύπησαν οι φαιοκόκκινοι. Για την ακρίβεια στο σημείο αυτό χτύπησε το Κρεμλίνο
που είναι το παγκόσμιο ιδεολογικό κέντρο των φαιοκόκκινων. Η Ρωσία του Πούτιν
όχι μόνο δεν θέλει μια Ενωμένη Ευρώπη, αλλά ακόμα πιο πολύ δεν θέλει μια Ενωμένη
Δημοκρατική Ευρώπη. Γι αυτό οι πράκτορές της καταφέρονται ενάντια στην Ευρώπη.
Είτε καταφέρονται ανοιχτά όπως το ψευτοΚΚΕ, είτε έμμεσα όπως ο ΣΥΝ που χτυπάει
την μοναδική συγκεκριμένη Ευρώπη σαν Ευρώπη του κεφάλαιου στο όνομα μιας ανύπαρκτης
μελλοντικής Ευρώπης «των λαών».
Το άλμα προς την πολιτικά ενωμένη Ευρώπη ήταν ακριβώς αυτό το Σύνταγμα και για
τον παγκόσμιο φασισμό αυτό έπρεπε να χτυπηθεί. Η διαδικασία της έγκρισής του
Συντάγματος έκρυβε η ίδια μέσα της την πολιτική αδυναμία της ΕΕ: Έπρεπε αυτό
το Σύνταγμα για να υιοθετηθεί από την ΕΕ να εγκριθεί από όλες τις χώρες που
την αποτελούν. Αν δεν εγκρινόταν από μια μικρή χώρα ή από ένα από τα νέα μέλη,
αυτό θα ήταν ένα πολύ μεγάλο αλλά όχι ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα. Αν όμως δεν
εγκρινόταν από μια μεγάλη χώρα και μάλιστα από ένα ιδρυτικό μέλος της ΕΕ σαν
την Γαλλία, το πρόβλημα θα ήταν κολοσσιαίο. Η Γαλλία ήταν ο αδύνατος κρίκος
της ΕΕ γιατί ήταν η χώρα με τον ψηλότερο σκληρό πυρήνα φαιοκόκκινων και σοβινιστών
σε όλη την ΕΕ, ένα ποσοστό γύρω στο 35%. (Λεπέν, σοβινιστική δεξιά των ντε Βιλιέ
και Πασκά, ΚΚΓαλλίας και ισχυρά τροτσκιστικά κόμματα). Η κατάρα της Γαλλίας
είναι ότι μόνο σε αυτήν από τις 6 ιδρυτικές χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Ιταλία,
Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο) έμεινε τόσο έντονη η παράδοση του ιμπεριαλισμού
μεγάλης δύναμης. Ακόμα και σε αυτήν την καμπάνια το κύριο επιχείρημα της γαλλικής
δεξιάς ήταν ότι η ΕΕ είναι απαραίτητη για να δυναμώνει η γαλλική φωνή στον κόσμο.
Αυτή είναι η γκωλική μεγαλοκρατική ιμπεριαλιστική εκδοχή του ευρωπαϊσμού που
και άλλες φορές στο παρελθόν έχει βάλει εμπόδια στην ευρωπαϊκή ενοποίηση (άρνηση
της Γαλλίας να δεχτεί τον κοινό ευρωπαϊκό στρατό το 1954, άρνηση για χρόνια
να δεχτεί την ένταξη της επίσης αυτοκρατορικής ιμπεριαλιστικής Αγγλίας). Αν
έσπαγε κάπου η αλυσίδα που ένωνε την ΕΕ, θα έσπαγε στη Γαλλία. Χωρίς το γαλλικό
« όχι» είναι πολύ αμφίβολο αν θα υπήρχε το ολλανδικό « όχι».
Η πολιτική επίπτωση του «όχι» της Γαλλίας και της Ολλανδίας φάνηκε αμέσως μετά . Αυτό το «όχι», όχι μόνο πάγωσε τη διαδικασία του συντάγματος καθ εαυτή, αλλά παρέλυσε πολιτικά την ΕΕ. Και αυτή η παράλυση αμέσως επέδρασε ανασταλτικά στην υπερώριμη οικονομική ενοποίηση και την μπλόκαρε. Ξαφνικά δηλαδή και μόλις τραυματίστηκε βαθιά η αδύναμη πολιτική «ψυχή» της ευρωπαϊκής ενοποίησης κεραυνοβολήθηκε και το πελώριο δυσκίνητο οικονομικό σώμα της. Μάλιστα χτυπήθηκε το πιο πολιτικό από όλα τα κομμάτια της ευρωπαϊκής οικονομίας που είναι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός. Αυτό είναι το νόημα της μεγάλης κρίσης στην οποία μπήκε η ΕΕ μετά την αποτυχία της Συνόδου Κορυφής του Λουξεμβούργου. Δίχως το στρατηγικό πολιτικό πλήγμα στο Ευρωσύνταγμα θα ήταν πολύ δύσκολο στον προβοκάτορα Μπλερ να ανατινάξει τον προϋπολογισμό, δηλαδή την πολιτική συνοχής της ΕΕ για τα χρόνια 2007-2013. Αυτό το υποκείμενο που παριστάνει τον δυτικό φιλελεύθερο για να χτυπήσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε ήδη ετοιμάσει ένα εμπόδιο στο Σύνταγμα στην περίπτωση που πέρναγε στη Γαλλία: Είχε ετοιμάσει δημοψήφισμα στην Αγγλία και όχι έγκριση από τη Βουλή ακριβώς επειδή στην Αγγλία υπάρχει η πιο ευρωσκεπτιστική αστική τάξη, αλλά και η πιο αρνητική στην ενοποίηση κοινή γνώμη. Αυτό συμβαίνει γιατί η Αγγλία είναι η δεύτερη χώρα στην ΕΕ μετά την Γαλλία στην οποία επιβιώνει το ίδιο αυτοκρατορικού τύπου ιμπεριαλιστικό νεοαποικιοκρατικό πνεύμα. Μόλις όμως οι Γάλλοι είπαν «όχι» ο Μπλερ ματαίωσε το προαναγγελμένο αγγλικό δημοψήφισμα δίχως να προσδιορίσει νέα ημερομηνία γι αυτό. Ο στόχος του ήταν να αυξήσει την απογοήτευση των ευρωπαϊκών λαών και των κρατών και να θάψει εντελώς το Σύνταγμα διακόπτοντας τη διαδικασία της έγκρισης του από τις υπόλοιπες χώρες.
Πως οι φαιοκόκκινοι αξιοποιούν τις αθλιότητες της ευρωπαϊκής αστικής τάξης
Από τη στάση των
συνειδητών αντιευρωπαίων, φαιοκόκκινων αλλά και πρακτόρων κάθε είδους δεν πρέπει
να βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι το Ευρωσύνταγμα και η ευρωπαϊκή ενοποίηση
αργοπεθαίνουν σήμερα αποκλειστικά εξ αιτίας των δικών τους χτυπημάτων. Οι συνειδητοί
παράγοντες παίζουν τον καταλυτικό ρόλο δηλαδή αναφλέγουν ένα ήδη εύφλεκτο υπόστρωμα.
Δίχως τους φαιοκόκκινους ασφαλώς δεν θα υπήρχε τουλάχιστον σε αυτή τη φάση το
γαλλικό «όχι». Όμως δίχως τις βαθιές εσωτερικές αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς
των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, δίχως τα πάντα ζωντανά κρατικά ιμπεριαλιστικά
και νεοαποικιοκρατικά τους σχέδια και δίχως την ενστικτώδη τους απέχθεια στην
εργατική τους τάξη, το «όχι» των φαιοκόκκινων δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει
πλειοψηφικό
Είναι καλό να επισημάνουμε αυτές τις τάσεις για να ξέρουμε ότι η διεθνική ενότητα
ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες θα είναι πάντα μεταβατική και υπό όρους και
γι αυτό εξαιρετικά εύθραυστη. Οι αστοί συνήθως ενώνονται κάτω από άμεσες και
τακτικές κοινές απειλές, αντίθετα από τους εργάτες που ενώνονται θετικά και
στρατηγικά. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι έχουν πραγματικά κοινά και παγκόσμια διεθνικά
συμφέροντα καθώς στόχος και όρος της τελικής ταξικής τους απελευθέρωσης είναι
η κατάργηση όλων των ταξικών και εθνικών ανταγωνισμών και η παγκόσμια συλλογική
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι και ήταν από την
πρώτη στιγμή μια ενοποίηση κάτω από την ηγεσία της αστικής τάξης. Το ιδεολογικό
τσιμέντο της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν η καταστροφική εμπειρία του φασισμού
που είχε σαν θετική της απάντηση τον ενιαίο αντιφασιστικό πόλεμο. Αυτός ο πόλεμος
γέννησε την ΕΕ. Στη συνέχεια το πρώτο συγκεκριμένο και ζωντανό πολιτικό τσιμέντο
της ενοποίησης ήταν η αντίσταση στο σοβιετικό σοσιαλφασισμό ενώ το δεύτερο ήταν
η αντίσταση στην αμερικάνικη οικονομική αλλά και πολιτική ηγεμονία. Σήμερα ο
κοινός πολιτικός εχθρός, σα συνείδηση, λείπει. Ο αντιφασιστικός πόλεμος φαίνεται
πολύ ξεπερασμένη υπόθεση, ενώ η Ρωσία που είναι ο εν ζωή μεγάλος φασισμός φαίνεται
στα αστικά χοντρόπετσα σαν να διαλύθηκε. Ακόμα χειρότερα φαίνεται σαν πολιτικός
φίλος. Στην πραγματικότητα τους μόνους εχθρούς που βλέπει η σημερινή Ευρώπη
είναι οι πολιτικοί της σύμμαχοι που όμως είναι οικονομικοί της ανταγωνιστές
με πρώτο τις ΗΠΑ. Έτσι η πολιτική ουσία της ΕΕ γίνεται όλο και περισσότερο η
οικονομική της ισχύς απέναντι στους μεγάλους διεθνείς οικονομικούς ανταγωνιστές
της παρά η πολιτική της ισχύ. Το ενιαίο νόμισμα το βλέπουν οι κυβερνήτες της
πιο καθαρά από το ενιαίο Σύνταγμα.
Αλλά αν ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός απέναντι στους τρίτους έχει γίνει
η μεγαλύτερη δύναμη πολιτικής συνοχής της ΕΕ, τότε ο ίδιος αυτός ανταγωνισμός
θα κυριαρχεί σταδιακά και στις εσωτερικές διακρατικές ευρωπαϊκές σχέσεις και
θα τις αποσαθρώνει. Αν παρακολουθήσει κανείς την ιστορία των μεγάλων εσωτερικών
συγκρούσεων στην ΕΕ θα δει ότι οι περισσότερες αφορούν τις διακρατικές συγκρούσεις
πάνω στην οικονομία, ειδικά πάνω στη μοιρασιά των κοινοτικών εισφορών και χρηματοδοτήσεων.
Ακόμα και στη σύγκρουση για το «κοινωνικό κράτος» πάλι αυτόν τον ανταγωνισμό
θα συναντήσει σαν κυρίαρχο στη σημερινή περίοδο.
Αναπόφευκτα λοιπόν ο οικονομικός ανταγωνισμός αποσαθρώνει τη ΕΕ, όσο η πολιτική
ενότητα, δηλαδή τελικά η πάλη ενάντια στον κοινό εχθρό, δεν μπορεί να αντιρροπίσει
αυτή την αποσάθρωση. Εκεί λοιπόν βάζουν και το δυναμίτη τους οι σοσιαλφασίστες
και από κει μπορούν να ανατινάξουν το συνολικό οικοδόμημα, ιδιαίτερα σε περιόδους
οικονομικής ύφεσης όπως σήμερα.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται από αυτή την άποψη
οι φαιοκόκκινοι με τους οπαδούς του πιο πολιτικά αντιδραστικού οικονομικού φιλελευθερισμού,
του τυπικού ιμπεριαλιστικού οικονομικού φιλελευθερισμού, εκείνου που ζητάει
να μειώσει στο ελάχιστο και όπου μπορεί να καταργήσει κάθε κρατική, νομικά κατοχυρωμένη
προστασία για τους εργαζόμενους, οπότε και να καταργήσει κάθε «κοινωνικό κράτος».
Αυτό το ρεύμα έχει δυναμώσει από την ώρα που το δυτικό μονοπώλιο δοκίμασε για
πρώτη φορά στον μεταπολεμικό κόσμο τη φτηνή εργατική σάρκα που του εξασφάλισαν
εντελώς ατιμώρητα, για πρώτη φορά, οι ανατολικοί σοσιαλιμπεριαλισμοί και οι
τριτοκοσμικοί φασισμοί. Αυτή η εμπειρία κανιβαλισμού έδωσε ώθηση για την επίθεση
του μονοπωλιακού κεφάλαιου και στο εσωτερικό των δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών.
Στην περίπτωση της ΕΕ την πιο μεγάλη μείωση των εργατικών δικαιωμάτων την έχει
πετύχει η αγγλική μονοπωλιακή αστική τάξη, αξιοποιώντας το χαμηλό επίπεδο συνδικαλιστικής
μαχητικής οργάνωσης των άγγλων εργατών. Είναι κυρίως το αγγλικό βέτο που έχει
εμποδίσει την ΕΕ και την συντακτική Συνέλευση να εντάξει στο προς έγκριση Σύνταγμα
και να κάνει υποχρεωτική για τα επί μέρους κράτη την εφαρμογή της Χάρτας στο
σκέλος των κοινωνικών, στην ουσία εργατικών, δικαιωμάτων. Από αυτό το βέτο πιάνονται
οι φαιοκόκκινοι για να καταψηφίσουν όλο το Σύνταγμα που σε αυτή τη φάση δεν
μπορεί να κάνει υποχρεωτική την Χάρτα και τελικά για να γκρεμίσουν όλη την ΕΕ
που στην πλειοψηφία της θέλει την Χάρτα. Έτσι στην πράξη συνεργάζονται με τους
ιμπεριαλιστές φιλελεύθερους που αρνούνται το πολιτικό προχώρημα της ΕΕ και στο
κοινωνικό και στα περισσότερα πολιτικά ζητήματα. Έτσι επιβιώνει ο πράκτορας
της Ρωσίας Μπλερ παριστάνοντας όχι απλά τον άγγλο φιλελεύθερο, αλλά τον άγγλο
φιλελεύθερο με «κοινωνικές ευαισθησίες».
Αυτή η ουσιαστική συνεργασία των φαιοκόκκινων με τους πιο αντιδραστικούς οικονομικά
φιλελεύθερους έχει πραγματοποιηθεί στην πράξη σε παγκόσμια κλίμακα με τον πιο
ακραίο και τυπικό τρόπο στην Κίνα. Η κινέζικη οικονομία δεν είναι παρά ο τόπος
στον οποίο οι κρατικο-ολιγάρχες κομματικοί αστοί νέου τύπου, δηλαδή οι αρπακτικότεροι
φαιοκόκκινοι του πλανήτη, συναντιούνται με τους πιο αντιδραστικούς φιλελεύθερους
μονοπωλιστές. Οι πρώτοι ρίχνουν μια σφαίρα στο σβέρκο των ανήσυχων συνδικαλιστών
και γίνονται συμμέτοχοι στα κέρδη των δεύτερων, οι οποίοι με τη σειρά τους φροντίζουν
από κει και πέρα να λειτουργεί η «ελεύθερη» αγορά όλων των εμπορευμάτων και
των κεφαλαίων αλλά όχι εκείνη της εργατικής δύναμης. Γι αυτή την άριστη συνεργασία
οι «κόκκινοι» της Ευρώπης δεν λένε λέξη.
Το δεύτερο ζήτημα
στο οποίο οι «κόκκινοι» συνταυτίζονται με τους ιμπεριαλιστές φιλελεύθερους είναι
εκείνο της διεύρυνσης της ΕΕ προς την Τουρκία. Αυτό είναι ίσως και το μοναδικό
ουσιαστικό ζήτημα στο οποίο οι «κόκκινοι» εκφράζουν διαφωνία με τους φαιούς
στα πλαίσια της συμμαχίας τους. Οι φαιοί δεν θέλουν την Τουρκία στη ΕΕ. Οι «κόκκινοι»
την θέλουν. Στην πραγματικότητα διαφωνούν λιγότερο από όσο φαίνεται. Οι φαιοί
δεν θέλουν την Τουρκία γενικά στην ΕΕ από ιμπεριαλιστική και εθνοφυλετική σκοπιά.
Οι «κόκκινοι» από την πλευρά τους δεν θέλουν μια κοσμική δημοκρατική μέσα στην
ΕΕ, αλλά μόνο μια ισλαμική αντιδυτική Τουρκία. Έχουμε όμως αποδείξει αναλυτικά
σε προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής ότι μόνο μια ισλαμική Τουρκία είναι δυνατό
να γίνει δεκτή στην ΕΕ λόγω του ελληνοκυπριακού βέτο και γενικά του βέτο των
ρωσόφιλων. Αλλά μια ισλαμική Τουρκία πρώτον μπορεί να προκύψει μόνο από έναν
εμφύλιο στην Τουρκία, και δεύτερον ποτέ η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν θα δεχτεί
μια ισλαμική αντιδημοκρατία μέσα της, πράγματα που σημαίνουν ότι ποτέ η Τουρκία
δεν θα μπει στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα οι «κόκκινοι» δεν θέλουν την ένταξη
της Τουρκίας στην ΕΕ αλλά μόνο τη διαδικασία ένταξης η οποία
από τη φύση της θα δυναμώσει τους ισλαμιστές σε βάρος της κοσμικής δημοκρατικής
Τουρκίας και θα διασπάσει τη χώρα. Οι λαοί της Ευρώπης και οι πιο διορατικοί
αστοί δημοκράτες ηγέτες της, με επικεφαλής τον συντάκτη του Συντάγματος Ζισκάρ
Ντ Εστέν, διαισθάνονται ότι η είσοδος της Τουρκίας σε αυτήν την ιστορική φάση
θα είναι κάτι το αρνητικό για την ΕΕ. Αλλά ακόμα και το ολλανδικό «όχι» στο
Σύνταγμα είχε και την πλευρά της προοδευτικής άρνησης για την είσοδο της Τουρκίας.
Αλλά αυτή η πλευρά, η μόνη θετική πλευρά του «όχι», είναι η μόνη στην οποία
οι ρωσόφιλοι θα αντισταθούν. Ήδη ο Μπλερ, αφού φρόντισε να ανατινάξει τον προϋπολογισμό,
την ίδια στιγμή φρόντισε σαν προεδρεύων της ΕΕ να διαβεβαιώσει την Τουρκία ότι
η ενταξιακή της πορεία θα συνεχιστεί, ακριβώς αντίθετα από τη τοποθέτηση του
ευρωπαϊστή Μπαρόσο για αναστολή της διαδικασίας της ένταξης.
Να δώσουμε ως το τέλος τη μάχη για τη δημοκρατική ευρωπαϊκή ενοποίηση και το Σύνταγμα
Πρέπει νομίζουμε να περιμένουμε στο επόμενο διάστημα να παρακολουθήσουμε την μεγαλύτερη ένταση στη σύγκρουση ανάμεσα στις δημοκρατικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στις φασιστικές και σοσιαλφασιστικές της διάσπασης. Σε αυτήν την περίοδο το ευρωπαϊκό συνειδητό προλεταριάτο δεν πρέπει να μείνει αμέτοχο, αλλά να πάρει μέρος στην πρώτη γραμμή του στρατοπέδου της δημοκρατικής ενοποίησης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχει την υποχρέωση να υπερασπίσει με όλη του την ενέργεια αυτό εδώ το δειλό, αδύναμο και χτυπημένο από τις επιθέσεις των φαιοκόκκινων ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Ιδιαίτερα έχουμε αυτή την υποχρέωση εμείς σαν δημοκράτες της πιο μόνης χώρας της ΕΕ που είναι ενταγμένη στο παγκόσμιο σοσιαλφασιστικό στρατόπεδο. Η προσφορά των ελλήνων δημοκρατών στην γενική ευρωπαϊκή δημοκρατική πάλη μπορεί να είναι μεγάλη γιατί πρώτοι μπορούν να δουν στην πράξη τον κίνδυνο που έρχεται λίγο μετά για όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα του 200ο είναι από κάποιες πλευρές ένα αντίστοιχο της Ισπανίας του 1930. Λείπει εδώ η τοτινή ισπανική επαναστατική κατάσταση αλλά ζούμε εδώ την πιο τέλεια υπόκωφη άνοδο φασισμού που έχει γίνει ποτέ. Μόνο στην Ελλάδα μπορεί κανείς να καταλάβει τόσο καλά τι σημαίνει σοσιαλιμπεριαλιστικός εισοδισμός.