Για τα 20 χρόνια από την ίδρυση της ΟΑΚΚΕ
Η γέννηση και η μακρόχρονη μοναχική πορεία
της οργάνωσης και το καθήκον της οργανωτικής ανάπτυξης στη νέα φάση
Έκλεισαν στις 8 του Ιούλη 20 χρόνια από την Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΟΑΚΚΕ. Εκείνο το καλοκαίρι του 1985 μια χούφτα ανθρώπων πήρε την απόφαση να έρθει σε ρήξη με τον λεγόμενο μ-λ μικροαστικό συρφετό, να υπερασπίσει στην πράξη τις τσαλαπατημένες από αυτόν αρχές του μαρξισμού-λενινισμού-μαοϊσμού και να προετοιμάσει το έδαφος ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για την ίδρυση ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος στην Ελλάδα.
Οι συνθήκες της γέννησης της ΟΑΚΚΕ
Είναι γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή τα ιδρυτικά μέλη της ΟΑΚΚΕ ενώ είχαν τη συνείδηση ότι αναλάμβαναν ένα εξαιρετικά μεγάλο και δύσκολο καθήκον δεν είχαν επίγνωση του πόσο μακρύς και επώδυνος ήταν ο δρόμος που είχαν να διανύσουν, ούτε ακόμα μπορούσαν να φανταστούν τη φύση των εμποδίων που είχαν να αντιμετωπίσουν. Εκείνο που ξέρανε με σιγουριά ήταν μόνο ένα πράγμα: ότι η απόπειρα των μαρξιστών-λενινιστών στην Ελλάδα να αντισταθούν στην σοσιαλφασιστική γραμμή του ΚΚΣΕ, που επικράτησε παγκόσμια μετά την κινέζικη παλινόρθωση στα 1980, είχε προδοθεί από τις ηγετικές ομάδες του ΕΚΚΕ και του ΜΛΚΚΕ. Η τελευταία επιβίωση του λεγόμενου μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος ήταν το ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ. Όμως τα στελέχη που το είχαν συγκροτήσει είχαν και αυτά επίσης στην πλειοψηφία τους οριστικά εγκαταλείψει από τα 1984 τη μαοϊκή αντισοσιαλφασιστική πολιτική, και είχαν ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με τη γραμμή του ψευτοΚΚΕ, ώστε ήταν αδύνατο στα στελέχη της μειοψηφίας που στη συνέχεια ίδρυσαν την ΟΑΚΚΕ να παραμείνουν μαζί τους στο ίδιο κόμμα. Η αποχώρηση ωστόσο αυτών των στελεχών από το ΕΚΚΕ-ΜΛΚΚΕ και η ίδρυση της ΟΑΚΚΕ δεν ήταν ένα σπασμωδικό βήμα απογοητευμένων επαναστατών, αλλά το αποτέλεσμα μιας τρίχρονης πολιτικο-ιδεολογικής πάλης μέσα σε αυτό το κόμμα που όμοιά της σε επίπεδο βάθους αντιπαράθεσης δεν είχε σημειωθεί νομίζουμε σε καμιά από τις ως τότε διασπάσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα πάντως η ίδρυση της ΟΑΚΚΕ ήταν περισσότερο ένα υποχρεωτικό βήμα ανθρώπων που δεν ήθελαν να πουλήσουν τις αρχές τους και να υποκύψουν σε έναν εχθρό στον οποίο όλοι οι άλλοι είχαν υποταχθεί και λιγότερο μια κίνηση έμπειρων επαναστατών που είχαν ήδη ξεκαθαρίσει μια τακτική και μια στρατηγική για την επανάσταση και κυρίως για τη δημιουργία του νέου κομμουνιστικού κόμματος. Για να το πούμε με μια εικόνα: Εμείς που φτιάξαμε το 1985 την ΟΑΚΚΕ μοιάζαμε περισσότερο με ναυαγούς που πάνω σε μια σχεδία εγκαταλείπαμε ένα σαπιοκάραβο στα μέσα μιας τρικυμίας, παρά σαν μάστορες που είχαν κατασκευάσει ένα καινούργιο σκαρί για μακρινά ταξίδια.
Τελικά υποχρεωθήκαμε να φτιάξουμε ένα αρκετά γερό σκαρί εν πλω.
Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στη ζωή όταν κάποιος δεν μπορεί να σταματήσει να αντιστέκεται
σε ένα πολύ συγκεκριμένο εχθρό προκειμένου να σκεφτεί καλύτερα.
Το 1985 διαθέταμε ουσιαστικά μόνο έναν πολύ γενικό προσανατολισμό που είχε δύο
σκέλη. Το ένα σκέλος, που αφορούσε τη γενική πολιτική τακτική, ήταν η πάλη ενάντια
στον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό - που βλέπαμε καθαρά πως είχε ήδη αδράξει την
Ελλάδα - στα πλαίσια της μαοϊκής στρατηγικής των τριών κόσμων. Το άλλο σκέλος,
που αφορούσε την ιδεολογία και τη στρατηγική της κομματικής οικοδόμησης ήταν
η μαοϊκή σύλληψη για τον καθοριστικό και κινητήριο ρόλο που παίζει στην πορεία
ανάπτυξης του επαναστατικού κόμματος η πάλη ενάντια στις αστικές και μικροαστικές
θέσεις και συμπεριφορές μέσα σε αυτό το ίδιο. Στην πιο τυπική της έκφραση αυτή
η πάλη γίνεται πάλη ενάντια στην αστική τάξη νέου τύπου όταν τα κομμουνιστικά
κόμματα παίρνουν την πολιτική εξουσία.
Αυτά τα δυο σημεία ήταν το κλειδί για τη γενικά σωστή ανάλυση και πολιτική πράξη
της ΟΑΚΚΕ και προς τα έξω και προς τα μέσα όλα αυτά τα χρόνια. Νομίζουμε ότι
στις σημερινές συνθήκες αυτά τα σημεία δίνουν την καταρχήν δυνατότητα, και βέβαια
μόνο τη δυνατότητα, της σωστής θεωρίας και πράξης για κάθε επαναστατικό προλεταριακό
κόμμα για ολάκερη την εποχή του ιμπεριαλισμού που διανύουμε, εποχή που χαρακτηρίζεται
από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις δυο πρώτες σοσιαλιστικές χώρες και
τη μετατροπή τους σε ιμπεριαλιστικές χώρες χιτλερικού τύπου. Η πολυπλοκότητα
και το ενδιαφέρον της νέας αυτής εποχής βρίσκεται στο ότι δεν υπάρχει πάλη ενάντια
στον ιμπεριαλισμό που προκύπτει από την καπιταλιστική παλινόρθωση δηλ. τον σοσιαλιμπεριαλισμό,
που να μην είναι ταυτόχρονα και πάλη ενάντια στον οππορτουνισμό και στην αντεπανάσταση
μέσα σε αυτό που λέμε επαναστατικό κίνημα και κόμμα.
Αυτήν τη διαπίστωση κάναμε και μεις στην ΟΑΚΚΕ μέσα από την ίδια μας την πείρα.
Σε κάθε νέο μετασχηματισμό της στρατηγικής και της τακτικής του κύριου εχθρού,
οπότε και σε κάθε στροφή της δικιάς μας πολιτικής, δοκιμάζαμε και μια εσωκομματική
πάλη, και μετά από κάθε τέτοια πάλη μια άνοδο στο γενικό θεωρητικό και πρακτικό
μας επίπεδο. Έτσι είμαστε σε θέση σήμερα να έχουμε στη διάθεσή μας και μια πρωτοπόρα
γενική πολιτική τακτική και μια οργάνωση μικρή μεν αριθμητικά αλλά με ένα στελεχικό
δυναμικό που διακρίνεται για την προλεταριακή, έντιμη και ανιδιοτελή πολιτική
και ιδεολογική του στάση. Η σημερινή ΟΑΚΚΕ έχει πολύ λίγες σχέσεις με την ΟΑΚΚΕ
«της σχεδίας» που περιγράψαμε παραπάνω. Χρειάστηκαν 20 ολόκληρα χρόνια ταξικής
πάλης και μελέτης για να αντικαταστήσουμε πολλά από τα παλιά οππορτουνιστικά
υλικά που είχαμε δανειστεί και μας έδεναν με τα ΕΚΚΕ και τα ΜΛΚΚΕ με νέα υλικά
από την εμπειρία της δράσης μας, αλλά και με υλικά που δανειστήκαμε από τους
κλασσικούς του μαρξισμού που μπορούσαμε να τους κατανοήσουμε καλύτερα μέσα από
τα ίδια μας τα λάθη.
Οι καμπές της στρατηγικής προέλασης του εχθρού και η αντανάκλασή τους στις εσωκομματικές πάλες
Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούν ίσως και οι φίλοι μας να κατανοήσουν
καλύτερα πόσο δεν είναι ευθύγραμμη και απλή η πορεία της ανάπτυξης της σημερινής
πολιτικής μας γραμμής, αλλά σύνθετη με άλματα και με κρίσεις.
Βασικά οι κρίσιμες και πιο γόνιμες στιγμές για την ανάπτυξη της ΟΑΚΚΕ ήταν η
εσωκομματική πάλη στα 1989-1990 και εκείνη στα 1999-2000.
Η πρώτη εσωκομματική και πιο κρίσιμη πάλη έκλεισε χοντρικά με το πρώτο Συνέδριο
της ΟΑΚΚΕ το 1990. Η πάλη ήταν τότε ενάντια σε μια πλατφόρμα που έκφραζε μια
αμφισβήτηση του κατά πόσο ο σοσιαλιμπεριαλισμός ηγεμόνευε πολιτικά στην Ελλάδα
και η οποία έσπρωχνε την οργάνωση μακριά από τη γραμμή της ζωντανής πολιτικής
ζύμωσης σε μια κατεύθυνση γενικής προπαγάνδας για το σοσιαλισμό ή αντίθετα για
μια οικονομίστικη δουλειά στην εργατική τάξη. Στο βάθος αυτή η γραμμή ήταν αντανάκλαση
μέσα στο κόμμα μας της τεράστιας στρατηγικής προσποίησης του σοσιαλιμπεριαλισμού
το 1989-1990 που έφτασε στο να διαλύσει την ΕΣΣΔ και να ρίξει το τείχος του
Βερολίνου για να γεννήσει την πιο ισχυρή, επιθετική και κτηνώδη Ρωσία όλων των
εποχών. Η ΟΑΚΚΕ είδε από τότε και μόνη της στον κόσμο ότι η «περεστρόϊκα» και
«η μεταρρύθμιση» ήταν οι απόπειρες της πιο βαθιάς σοσιαλφασιστικής Ρωσίας να
αυτονομηθεί από την ΕΣΣΔ για να επιχειρήσει από κείνη τη στιγμή και πέρα να
ξανασυσπειρώσει γύρω της μια νεοτσαρική αυτοκρατορία από τα συντρίμμια της ΕΣΣΔ.
Αυτή είναι η εποχή του «ψόφιου κοριού» που τελειώνει στις μέρες μας με τη δημιουργία
του ρωσοκινεζικού πολεμικού άξονα.
Μέσα από την εσωκομματική πάλη του 1990-91 κάναμε τότε πολιτικό άλμα να περάσουμε
από τη γραμμή του «κύριος εχθρός οι δυο υπερδυνάμεις» στη γραμμή: «κύριος εχθρός
ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός». Αυτή η αλλαγή φαίνεται σήμερα αρκετά προφανής
στο βαθμό που έχει επιβεβαιωθεί σκανδαλωδώς για όσους παρακολουθούν και τα γεγονότα
και τις αναλύσεις της ΟΑΚΚΕ. Τη στιγμή όμως που έγινε επρόκειτο για έναν άθλο,
για μια κίνηση που είχε τα χαρακτηριστικά σχεδόν του πολιτικού θράσους και η
οποία μας στοίχισε για πάνω από μια δεκαετία τον χαρακτηρισμό των «τρελών» ή
πιο ευγενικά των «ρωσόπληκτων». Γιατί τότε αναγνωρίζαμε σαν κύριο εχθρό του
λαού μας και, καταρχήν, των λαών της Ευρώπης έναν ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό
που στα μάτια όλης της ανθρωπότητας εκείνη τη στιγμή πέθαινε σαν ιμπεριαλισμός,
τη στιγμή δηλαδή που φαινόταν πως η σοβιετική αυτοκρατορία αυτοκτονούσε και
μαζί της και η Ρωσία. Όχι μόνο δηλαδή απομακρυνόμαστε από το «κάτω οι δυο υπερδυνάμεις»
του ΕΚΚΕ που είχε ήδη ζωή 15 χρόνων και που για χρόνια ήταν ένα πραγματικά επαναστατικό
σύνθημα, αλλά το καταργούσαμε από τα αριστερά την ίδια ώρα που αυτοί που το
είχαν εφεύρει το εγκατέλειπαν από τα δεξιά για να υιοθετήσουν το κνίτικο «κύριος
εχθρός οι αμερικάνοι». Είχαμε μπορέσει να κάνουμε αυτό το άλμα επειδή από τη
μια μεριά δεν είμασταν διατεθειμένοι όπως οι μεταφυσικοί αστοί πολιτειολόγοι
να δεχτούμε ότι μπορούν οι αυτοκρατορίες να αυτοκτονούν και από την άλλη επειδή
βλέπαμε ότι στο μεγάλο εργαστήρι της ρώσικης πολιτικής που λέγεται Ελλάδα η
γενική στρατηγική εκείνων που είχαμε εντοπίσει ως ρωσόδουλους συνεχιζόταν η
ίδια και μετά την υποτιθέμενη καταστροφή της Ρωσίας. Τότε διατυπώσαμε τη θέση
ότι αυτό που φαινόταν σαν καταστροφή της ΕΣΣΔ και της Ρωσίας ήταν ακριβώς η
πρώτη πράξη της επίθεσης του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού για την κατοχή όλου
του χώρου της ΕΣΣΔ και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη πράξη πολιτικής παραπλάνησης
στην ιστορία, πράξη που απέβλεπε στον καθησυχασμό των δυτικών ιμπεριαλιστών
και στην περικύκλωση και συντριβή της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα μείναμε με
δημιουργικό και ανεπτυγμένο τρόπο σταθεροί στη μαοϊκή θεωρία των τριών κόσμων.
Πραγματικά σε αυτήν την περίοδο βρεθήκαμε τόσο μόνοι ακόμα και ανάμεσα στους
φίλους μας που οι μόνοι που μας ενθαρρύνανε ήταν οι λυσσασμένοι εχθροί μας,
δηλαδή τα κνιτοειδή κάθε είδους που συνέχισαν να μας κατηγορούν και μάλιστα
ακόμα πιο έντονα για υπεραντιδραστικούς ή ακόμα και για πράκτορες των ΗΠΑ παρόλο
που και οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει πρώτες και καλύτερες τη δικιά τους ρωσόφιλη
γραμμή. Μπορούμε να πούμε τώρα που βλέπουμε από πιο μακριά την εξέλιξη της γραμμής
μας, ότι αυτή η κρίσιμη στροφή του 1990 ολοκληρώθηκε μόλις στα 1995 με την κομματική
Συνδιάσκεψη του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, η οποία διατύπωσε και αποφάσισε τη
στρατηγική του Αντιρώσικου Δημοκρατικού και Πατριωτικού Μετώπου (ΑΔΗΠΑΜ). Αυτή
τη γραμμή εφαρμόζει στην πράξη μέχρι σήμερα η ΟΑΚΚΕ. Με αυτή σαν εργαλείο συγκρότησε
το μέτωπο για την υπεράσπιση της Βιομηχανίας, με αυτήν πήραν τα στελέχη της
την πρωτοβουλία να καλέσουν στο σχηματισμό της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας,
με αυτήν μπήκε μπροστά στην υπεράσπιση των δίκαιων πολέμων και των αντιστάσεων
των νέων βαλκανικών χωρών στον ορθόδοξο επιθετικό ελληνοσερβικό άξονα.
Η δεύτερη εσωκομματική πάλη που δώσαμε ανάμεσα στα 1998-2000
δεν ήταν ενάντια σε μια ανοιχτή πλατφόρμα που μάλιστα ήταν έντιμη σε ότι αφορούσε
τον κύριο φορέα της, τον επαναστάτη Ν. Μαστοράκη, αλλά ήταν μια πάλη ενάντια
στο δεύτερο ηγετικό στέλεχος της ΟΑΚΚΕ, τον Κ. Λιακόπουλο έναν ανεπαναστάτη
με σοσιαλφασιστικά χαρακτηριστικά που ακολουθούσε μια παρατεταμένη ταχτική υπονόμευσης
και διάσπασης της ΟΑΚΚΕ και ο οποίος επιτέθηκε στην ΟΑΚΚΕ όταν αυτή ξεκαθάρισε
τελικά και με την πιο δόλια, την πιο «φιλελεύθερη» μεταμφίεση του σοσιαλφασισμού,
δηλαδή με τη δυτικότροπη μεταμφίεση Σημίτη - Γ. Παπανδρέου. Όπως στην πρώτη
περίπτωση η εσωκομματική πάλη ήταν δεμένη με την παγκόσμια ταχτική του σοσιαλιμπεριαλισμού
να εξαφανίσει τα κατακτητικά ίχνη του, η δεύτερη ήταν δεμένη με το θρίαμβο της
θυελλώδους εισοδιστικής ταχτικής του στις δυτικές καγκελλαρίες και βέβαια πρώτα
απ’ όλα στην ΕΕ.
Το πέρασμα από την εποχή Α. Παπανδρέου στην εποχή Σημίτη-Γ. Παπανδρέου, σήμαινε
το ολοκληρωτικό πέρασμα από την παλιά ψυχροπολεμική ταχτική του σοσιαλιμπεριαλισμού
στην νέα εισοδιστική του μέσα στη Δύση. Όσο η Ρωσία ήταν εξωτερική ως προς την
Ευρώπη ο άνθρωπός της στην Ελλάδα, ο Α. Παπανδρέου, προσποιούταν τον τριτοκοσμικό
εθνικιστή-αντιιμπεριαλιστή. Όταν η Ρωσία διείσδυσε πολιτικά στην Ευρώπη, ο Σημίτης
προσποιήθηκε τον ευρωπαίο δημοκράτη, ενώ μετά από αυτόν ο γιος του Ανδρέα Παπανδρέου,
Γιώργος, πρύτανης όλων των προσποιήσεων, δεν δίστασε να μεταμφιεστεί σε αμερικανό
πράκτορα έχοντας δίπλα του στο ρόλο του απλού φιλοευρωπαίου την τελευταία κατάκτηση
του Κρεμλίνου, τον δεύτερο Καραμανλή.
Στην περίοδο αυτή, που ακόμα διανύουμε, αντιστοιχεί η ξαφνική «ελληνοτουρκική
φιλία» και η νέα «αντιεθνικιστική» εποχή, που φτάνει σήμερα στα λόγια μέχρι
την καταδίκη των σέρβων «αδελφών», ενώ στο εσωτερικό της χώρας καταδικάζονται
οι σοβινιστές της εκκλησίας, αποσύρονται οι φονιάδες – κατώτεροι υπάλληλοι -
της «17Ν» και εκκαθαρίζονται και οι τελευταίοι εκπρόσωποι του σοβινισμού από
την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Τώρα η Ρωσία είναι τόσο ισχυρή στην Ελλάδα (αλλά και στην
Ευρώπη) ώστε να μπορούν οι πράκτορές της να παριστάνουν τους φιλοδυτικούς χωρίς
οι αληθινοί φιλοδυτικοί να έχουν πια τη δύναμη και το σθένος να απαιτούν να
εφαρμοστεί το δικό τους πρόγραμμα. Αυτό έγινε δυνατό από την ώρα που την ηγεσία
και του τελευταίου δυτικόφιλου κόμματος στην Ελλάδα, της ΝΔ κατέλαβε ο Καραμανλής.
Έχουμε μπει στην εποχή που οι φιλελεύθεροι αλλά και δημοκράτες αντιεθνικιστές
τρέχουν πίσω από τους μεταμφιεσμένους κνίτες Δαμανάκη, Μπίστη και Ανδρουλάκη.
Η Ελλάδα έχει γίνει ολόκληρη ένα κράτος εισοδιστής για λογαριασμό του Κρεμλίνου.
Για δύο χρόνια ανάμεσα στα 1996-1998 η ΟΑΚΚΕ παλεύει να συλλάβει τη νέα ρώσικη
τακτική και ταλαντεύεται απέναντι στο Σημίτη, τον οποίο ακόμα και αυτή θεωρεί
ευρωπαίο, αλλά τελικά από τα δεδομένα της πράξης ξεκαθαρίζει με αυτόν και με
όλους τους «δυτικοφανείς» εισοδιστές. Από κει αρχίζει η ανοιχτή πάλη με το Λιακόπουλο
και η διαγραφή του το 2000. Τέσσερα χρόνια μετά αυτός καταλήγει σε οργανωτή
των «ταξικών» και «αντιεξουσιαστικών» μετώπων του ΣΥΝ στον Πειραιά σε συνεργασία
με το φιλοδεκαεφτανοεμβρίτικο ρεύμα του αναρχισμού.
Αυτή η τελευταία περίοδος σημαίνει για την ΟΑΚΚΕ ένα βάθαιμα της ρήξης με τον
σοσιαλιμπεριαλισμό αλλά ταυτόχρονα και μια νέα περίοδο σχετικά μοναχικής πολιτικής
πορείας στο βαθμό που και η πιο ριζοσπαστική αντιεθνικιστική τάση της φιλελεύθερης
διανόησης με την οποία η ΟΑΚΚΕ είχε τακτικές συμμαχίες ταλαντεύεται σοβαρά ή
και συντάσσεται με το μεταμφιεσμένο εχθρό, του οποίου την πολιτική είναι δύσκολο
να συλλάβει.
Οι δύο αναγκαίες και δύσκολες ρήξεις.
Η πρακτική ρήξη με τον ελληνικό εθνικισμό.
Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από τα παραπάνω ότι το πιο δύσκολο για την ΟΑΚΚΕ σε όλη αυτή την εικοσαετία ήταν το να συλλάβει θεωρητικά έναν κρυμμένο εχθρό. Στην πραγματικότητα το πιο δύσκολο ήταν να έρθει στην πράξη σε ρήξη μαζί του. Γιατί ο εντοπισμός και η βασική ανάλυση της στρατηγικής του κύριου εχθρού στην Ελλάδα ήταν κάτι που μέχρι τα 1995 είχε στην κύρια πλευρά ολοκληρωθεί από την ΟΑΚΚΕ, είχε δημοσιοποιηθεί και ο καθένας θα μπορούσε γνωρίζοντας τη να αδράξει από κει και πέρα, και ανεξάρτητα από αυτήν, το βασικό νήμα της πολιτικής κίνησης των πραγμάτων στη χώρα μας και στο διεθνές επίπεδο και να το αξιοποιήσει από τη δικιά του ταξική σκοπιά, ακόμα και για τα δικά του ταξικά συμφέροντα. Όμως καμιά άλλη οργανωμένη πολιτική δύναμη, καμιά, έστω και η μικρότερη φράξια της αστικής ή της μικροαστικής τάξης δεν υιοθέτησε στην πράξη τις βασικές πλευρές αυτής της ανάλυσης. Η εξήγηση γι αυτό βρίσκεται κυρίως στο ότι η πρακτική ρήξη με το σοσιαλιμπεριαλισμό στη δοσμένη ιστορική φάση σήμαινε ταυτόχρονα πρακτική, οργανωμένη και συλλογική ρήξη με πολύ καλά ριζωμένες μέσα σε ολάκερη την αστική τάξη αλλά και ριζωμένες μέσα στις μάζες, ακόμα και μέσα στις προοδευτικές και αριστερές μάζες ιδέες και πολιτικές πρακτικές. Όταν λέμε οργανωμένη και συλλογική ρήξη εννοούμε το εξής: Μπορεί ένας άνθρωπος τολμηρός στη σκέψη, και ριψοκίνδυνος ή εκκεντρικός στην πράξη να είναι σε θέση να έρθει σε σύγκρουση με τους πάντες και να προβάλει την πιο αντιδημοφιλή θέση, αλλά είναι πολύ δύσκολο για έναν πολιτικό συλλογικό φορέα, για μια οργανωμένη δύναμη να επιβιώσει στηρίζοντας την πρακτική πολιτική της δράση σε αντιδημοφιλείς πολιτικές.
Γιατί το να παλέψει κανείς τη θέση ότι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός
είναι κύριος εχθρός στην Ελλάδα είχε και έχει ορισμένες συνέπειες ή μάλλον προϋποθέσεις.
Η πρώτη προϋπόθεση ήταν η απόλυτη και βαθιά ρήξη με τον ελληνικό εθνικισμό και
σοβινισμό.
Ειδικά στην περίοδο που διανύουμε αυτό σήμαινε πρώτα απ’ όλα να μην αντιμετωπίζει
κανείς την Τουρκία σαν εχθρό, και μάλιστα κύριο εχθρό του έθνους. Όλη η στρατηγική
του σοσιαλιμπεριαλισμού και του μεγάλου του πράκτορα Α. Παπανδρέου για να περάσει
η Ελλάδα στη ρώσικη σφαίρα επιρροής κιόλας από το 1960 στηρίχθηκε στο αξίωμα,
που ο ίδιος εφεύρε μέσω του κυπριακού και κατάφερε να το κάνει σταδιακά αξίωμα
όλης της αστικής τάξης, ότι ο κύριος εχθρός του έθνους ήταν η Τουρκία. Αυτή
το αξίωμα έχει μπει στο ψυγείο από το 1999 όταν η Ρωσία πέτυχε το στόχο της
να εξαρτήσει πολιτικά την Ελλάδα και έβαλε μπρος να πετύχει το ίδιο και με την
Τουρκία μέσω του ισλαμοφασισμού. Βεβαίως η ίδια η Ρωσία και τα πρακτορεία της
στην Ελλάδα δεν ονόμασαν ποτέ την Τουρκία κύριο εχθρό, αλλά τις ΗΠΑ. Όμως αυτό
το έκαναν με το σκεπτικό ότι οι ΗΠΑ τάχα έπαιρναν το μέρος της Τουρκίας και
ενίσχυαν τις άδικες διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Κύπρο σε βάρος της
Ελλάδας. Έτσι η αστική τάξη και αργότερα οι μάζες στράφηκαν όχι μόνο ενάντια
στις ΗΠΑ από την εθνοσοβινιστική πλευρά αλλά έγιναν φίλοι κάθε φασισμού στα
Βαλκάνια και στον κόσμο αρκεί αυτός να ήταν αντιτούρκικος και αντιαμερικανικός.
Με αυτόν τον τρόπο η ρώσικη περιφερειακή και διεθνής πολιτική μετατράπηκε σε
εθνική στρατηγική της Ελλάδας. Για να συγκρουστεί κανείς με αυτήν την
πολιτική έπρεπε να τολμήσει να εμφανιστεί σαν εχθρός του έθνους. Αυτό
μπορούσε να το κάνει μόνο μια συνεπής διεθνιστική δύναμη και τέτοια μπορούσε
να είναι σε τελική ανάλυση μόνο μια προλεταριακή δύναμη. Αυτή ήταν η ΟΑΚΚΕ και
σε αυτό το έδαφος έδωσε την πιο σκληρή πρακτική πάλη της ως τώρα και στο θεωρητικό
και στο πρακτικό επίπεδο γκρεμίζοντας όλες τις αστικές προκαταλήψεις στα εθνικά
ζητήματα και βάζοντας τις βάσεις για ένα νέο διεθνιστικό κίνημα στην Ελλάδα.
Έτσι μπορέσαμε να δούμε με μια νέα, καθαρή μαρξιστική ματιά το 21, να αναλύσουμε τον αντιδραστικό ρόλο που αυτό έπαιξε στη νεοελληνική εθνική και κοινωνική εξέλιξη και να αποκαλύψουμε ότι ο βασικός ιστορικός υπεύθυνος της ελληνοτουρκικής ιστορικής έχθρας δεν ήταν ο τούρκικος αλλά ο ελληνικός σοβινισμός που πάντα υποδαυλιζόταν από το Κρεμλίνο είτε των παλιών, είτε των νέων Τσάρων. Για αυτό το λόγο η ΟΑΚΚΕ μπόρεσε κιόλας από την ίδρυσή της να μπει μπροστά στην προπαγάνδιση της γραμμής της ειρήνης με την Τουρκία και στην Κύπρο και στο Αιγαίο απαντώντας με τις μικρές της δυνάμεις σε κάθε κρίση που ξεσήκωνε ο προβοκάτορας Α. Παπανδρέου με το να ερεθίζει το σοβινιστικό σκυλολόι που τον ακολουθούσε. Αποκαλύπτοντας παραπέρα αυτήν την προβοκατόρικη πολιτική η ΟΑΚΚΕ προχώρησε μόνη της και με σθένος στην καταγγελία της ελληνικής «πανεθνικής» πολιτικής ενάντια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας δοκιμάζοντας γι αυτό τη δικαστική βία και τους προπηλακισμούς των εθνοφασιστών. Λίγο αργότερα κατήγγειλε πρωτοπόρα τους σέρβους εθνοκαθαριστές που επίσης σύσσωμο το έθνος αποθέωνε στα πλαίσια της επιθετικής πολιτικής του «ορθόδοξου τόξου». Γενικά όλα αυτά τα χρόνια η ΟΑΚΚΕ εισήγαγε ένα νέο πνεύμα συνεπούς διεθνισμού στους επαναστατικούς κύκλους και ξεσήκωσε και ενέπνευσε κάθε πραγματικό διεθνιστή και δημοκράτη.
Η πρακτική ρήξη με τον μικροαστικό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό
Η δεύτερη προϋπόθεση για μια πολιτική αντίσταση στο σοσιαλιμπεριαλισμό
ήταν και είναι η ρήξη με τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό, ιδιαίτερα τον μικροαστικό.
Η πιο ανεπτυγμένη μορφή του αντιδραστικού αντικαπιταλισμού είναι ο αντιδραστικός
αντιιμπεριαλισμός.
Ο αντιδραστικός αντικαπιταλισμός και αντιιμπεριαλισμός είναι ένα βασικό εργαλείο
για την άνοδο του σοσιαλιμπεριαλισμού στην εξουσία σε κάθε χώρα ξεχωριστά και
γενικότερα ένα καίριο πολιτικο-ιδεολογικό εργαλείο του ρωσοκινεζικού άξονα στην
υπηρεσία του παγκόσμιου πολέμου που ετοιμάζει με στόχο την κυριαρχία του σε
όλον τον πλανήτη. Είναι αδύνατο για τις δυνάμεις των ιμπεριαλισμών που επιδιώκουν
την παγκόσμια κυριαρχία μέσω του πολέμου (επειδή ακριβώς βρίσκονται σε πολύ
δυσμενέστερη θέση από την άποψη της οικονομικής κυριαρχίας) να καταχτήσουν την
εξουσία σε οποιαδήποτε χώρα αν δεν συντρίψουν προηγούμενα την οικονομική κυριαρχία
σε αυτήν του αντίπαλου αστικού και ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Η συντριβή αυτής της
κυριαρχίας στη δοσμένη περίοδο μπορεί να γίνει μέσα από το πέρασμα της ιδιοκτησίας
των μεγάλων μέσων παραγωγής από το εθνικό και δυτικό στο σοσιαλφασιστικό ανατολικό
μπλοκ. Αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσα από το πέρασμα της ιδιοκτησίας στο σοσιαλφασιστικό
κομμάτι του κράτους, είτε μέσα από το πέρασμά της ιδιοκτησίας στην νέα κρατική
ολιγαρχία και στα αντιδραστικά μεσοστρώματα. Αν αυτή η μεταβίβαση δεν είναι
δυνατή τότε ο σοσιαλιμπεριαλισμός και οι πράκτορές τους συντρίβουν τις παραγωγικές
δυνάμεις που δεν μπορούν να ελέγξουν. Καμιά από αυτές τις βίαιες μέθοδες μεταβίβασης
της ιδιοκτησίας ή καταστροφής δεν είναι πολιτικά δυνατή, δηλαδή αποδεκτή στις
μάζες, χωρίς την επίκληση του αντικαπιταλισμού και του αντιιμπεριαλισμού. Αλλά
ασφαλώς εδώ δεν πρόκειται για τον προλεταριακό αντικαπιταλισμό που θεωρεί επαναστατικό
τον χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και που δέχεται σα μόνη μη καπιταλιστική
απαλλοτρίωσή τους εκείνη από την προλεταριακή επαναστατική εξουσία. Εδώ πρόκειται
είτε για το μικροαστικό αντικαπιταλισμό που θέλει την συντριβή των μεγάλων σύγχρονων
παραγωγικών δυνάμεων υπέρ των μικρών και καθυστερημένων και υπέρ του κράτους
(που στα μάτια των μικροαστών είναι ή οφείλει να είναι του λαού), είτε πρόκειται
για τον ιμπεριαλιστικό φασιστικό αντικαπιταλισμό που θέλει την απόλυτη συντριβή
των παραγωγικών δυνάμεων που δεν μπορεί να ελέγξει και την απαλλοτρίωση όσων
μπορεί να ελέγξει. Όσο για την απαλλοτρίωση από τους δικούς του ολιγάρχες καπιταλιστές,
αυτούς ο σοσιαλιμπεριαλισμός τους καλύπτει με τον αντιιμπεριαλισμό του. Τους
ονομάζει εθνικούς ή ακόμα και αντιιμπεριαλιστές αστούς και έτσι εξαγνίζει το
αρπακτικό τους κεφάλαιο. Αυτό κάνει ο σοσιαλφασισμός με τον Κόκκαλη.
Η ρήξη της ΟΑΚΚΕ με τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό έγινε στην
πράξη αργότερα από τη ρήξη της με τον εθνικισμό με ποιοτικό σημείο καμπής την
υπεράσπιση της ιδιωτικοποίησης-συνεταιριστικοποίησης των αστικών συγκοινωνιών
και την καταγγελία σαν αντιδραστικού του κινήματος της ΕΑΣ το 1991.
Η πάλη της ΟΑΚΚΕ ενάντια στον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό έφτασε με συνέπεια
ως την πρωτοβουλία για το σχηματισμό μετά το 1998 ενός πλατιού ενιαίου μετώπου
ενάντια στο βιομηχανικό σαμποτάζ με την ίδρυση της Επιτροπής για τη Σωτηρία
της Βιομηχανίας, ενός μετώπου που είχε σαν πυρήνα του τη βαλλόμενη από τους
σαμποταριστές βιομηχανική εργατική τάξη του Πειραιά. Η Επιτροπή Σωτηρίας κατάφερε
να ανακόψει την ορμή των σαμποταριστών στον Πειραιά και γενικότερα να βάλει
στους εργατικούς συνδικαλιστικούς κύκλους το ζήτημα της υπεράσπισης της απειλούμενης
βιομηχανίας. Η αντισαμποταριστική δραστηριότητα της ΟΑΚΚΕ ανησύχησε πολύ τους
σοσιαλφασίστες που κάνανε ότι μπορούσαν για να χτυπήσουν τα εργατικά κινήματα
που έβαζαν ζήτημα ανάπτυξης καθώς και τα εργοστασιακά σωματεία που κινήθηκαν
σε αυτή τη γραμμή. Η λύσσα του καθεστώτος στη Ζώνη, στα Λιπάσματα, στην TVX,
και η προσπάθειά του να αποκόψει μια σειρά από εργοστασιακά σωματεία και παρατάξεις
από την Επιτροπή Σωτηρίας (Πίτσος, Παπαστράτος κλπ) ήταν πολύ χαρακτηριστική
του τρόμου του μπροστά στο ενδεχόμενο της επέκτασης αυτού του φιλοβιομηχανικού
αναπτυξιακού κινήματος.
Η έμπρακτη και μετωπική σύγκρουση της ΟΑΚΚΕ με τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό ήταν πολύ πιο δύσκολη υπόθεση από ότι η σύγκρουση της με τον εθνικισμό γιατί με τον δεύτερο η σύγκρουση είναι μέσα στις πλατειές μάζες ενώ με τον πρώτο είναι μέσα στην επαναστατική πρωτοπορία. Γιατί στην περίπτωση του εθνικισμού η συνεπής προλεταριακή πρωτοπορία έρχεται μεν σε σύγκρουση με τις πολιτικές ιδέες της πλειοψηφίας του πληθυσμού που την έχουν παραπλανήσει και την έχουν δηλητηριάσει οι σοβινιστές, αλλά συνεχίζει να διατηρεί τους δεσμούς της με σημαντικά τμήματα της ριζοσπαστικής διανόησης και μισοδιανόησης που τουλάχιστον στα λόγια υιοθετούν τον μαρξιστικό διεθνισμό. Αποδείχτηκε από την ίδια μας την πείρα ότι αρκετά από αυτά τα τμήματα μπορούν πιο εύκολα στο αυθόρμητο επίπεδο και σε πρώτη φάση να δεχτούν τον αντιεθνικισμό, στη βάση του γενικού αντικαπιταλισμού τους, παρά τον προλεταριακό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό. Τέτοια στοιχεία αποτελούν την πολιτική βάση των πιο προωθημένων «επαναστατικών», δηλαδή των πιο μικροαστικών αποσπασμάτων του σοσιαλφασισμού, όπως είναι οι ανοιχτές τροτσκιστικές και «μλ» τροτσκιστικές οργανώσεις. Αυτό διευκολύνεται στη χώρα μας από το γεγονός ότι από τη μια το βιομηχανικό προλεταριάτο ύστερα από τρεις δεκαετίες αντιβιομηχανικού κινήματος είναι αδύναμο αριθμητικά και πολιτικά και από την άλλη επειδή είναι πολύ ισχυρή αριθμητικά στη χώρα μας η μικροαστική τάξη. Ιδιαίτερα μάλιστα είναι πολυπληθής και με επιρροή η μικροαστική τάξη που είναι εξαρτημένη υλικά από το κράτος, και μάλιστα το πιο παρασιτικό, είτε σαν μικροπαραγωγός, είτε σαν κρατική υπαλληλία. Αυτή η μικροαστική τάξη που ριζοσπαστικοποιείται από την πολιτική και οικονομική κρίση αποδέχεται αρκετά πρόθυμα τον μικροαστικό αντικαπιταλισμό που στην Ελλάδα της τον προσφέρει πλουσιοπάροχα και στη θεωρία και στην πράξη το ίδιο το καθεστώς του παραγωγικού σαμποτάζ. Όμως δεν είναι διατεθειμένη να υπερασπίσει τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες και μάλιστα σε συμμαχία με τα βαλλόμενα τμήματα της αστικής τάξης, ενάντια στους φίλους της μικρής παραγωγής «αριστερούς» αντιβιομηχανιστές και ενάντια στο κράτος του παρασιτισμού που αυτή θεωρεί λιγότερο αστικό και πιο κοντά στο «κράτος του λαού». Ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να αποδεχτεί τη λενινιστική θέση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι πιο προοδευτικός ιστορικά όχι μόνο από τη φεουδαρχία αλλά και από τον προμονοπωλιακό καπιταλισμό. Τέλος βυθισμένος στην αντιδραστική του νοοτροπία ο πιο καθυστερημένος ριζοσπάστης μικροαστός δε μπορεί να υπερασπίσει τη δυτική αστική μισοδημοκρατία ενάντια στους ανατολικούς ναζιστικού τύπου ιμπεριαλισμούς και μάλιστα, αν χρειαστεί, να συμμαχήσει με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές ενάντια στους ανατολικούς. Να γιατί από όλες τις δραστηριότητες της ΟΑΚΚΕ και από όλες τις πολιτικές της καμπάνιες η πιο σημαντική ήταν εκείνη ενάντια στον εγκληματικό και σοσιαλφασιστικό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό της πρακτόρικης συμμορίας της «17Ν».
Ο μικρός όγκος της ΟΑΚΚΕ και η έμμεση επίδραση της γραμμής της
Πολλοί που κρίνουν την ιστορική συνεισφορά ενός κόμματος και
την ορθότητα της γραμμής του από τον όγκο του παρατηρούν ότι η ΟΑΚΚΕ δεν μπόρεσε
να συσπειρώσει ποτέ αρκετές δυνάμεις για να διαμορφώσει ένα πολιτικό κίνημα
που θα άλλαζε τους συσχετισμούς και θα εμπόδιζε τον κύριο εχθρό στη στρατηγική
του ή έστω στην τακτική του πορεία, ούτε μετέφρασε την ποιοτική της ανάπτυξη
όλα αυτά τα χρόνια σε ποσοτική ανάπτυξη.
Αυτό είναι αλήθεια όπως είναι αλήθεια ότι η ΟΑΚΚΕ δεν απέφυγε λάθη και παιδικές
αρρώστιες, ιδιαίτερα αριστερού χαρακτήρα στα πρώτα χρόνια της, ούτε και τώρα
είναι απαλλαγμένη από λάθη εσωστρέφειας και από αγκυλώσεις που είναι σύμφυτες
με την αδυναμία ενός πολύ μειοψηφικού και πολύ αντίθετου με το κύριο πολιτικό
ρεύμα κινήματος ιδεών να δεθεί ολόπλευρα με τις μάζες. Έχει επίσης ευθύνες για
το ότι δεν μπόρεσε να δέσει πετυχημένα τη μαζική της δουλειά μέσα στα συνδικάτα
με την πολιτική της δουλειά, ή ότι, όπως έχουμε διαπιστώσει, δεν προώθησε όσο
μπορούσε και όσο έπρεπε τη συγκέντρωση και πλατιά διακίνηση του θεωρητικού της
υλικού.
Πέρα από το να δούμε και να διορθώσουμε τέτοιες αδυναμίες και λάθη πρέπει να
δούμε τα αντικειμενικά όρια που έμπαιναν στη δυνατότητα της ΟΑΚΚΕ για μια ποιοτικά
μεγαλύτερη οργανωτική ανάπτυξη και από την άλλη να διακρίνουμε ανάμεσα στην
οργανωτική δύναμη και στην πολιτική επιρροή ενός κόμματος.
Αρχίζοντας από το τελευταίο έχουμε να παρατηρήσουμε ότι είναι άλλο πράγμα η άμεση επίδραση ενός πολιτικού κόμματος στους πολιτικούς συσχετισμούς και στη γενική πρακτική πορεία των εξελίξεων και είναι άλλο πράγμα η έμμεση, η αργή, η σχεδόν απαρατήρητη επίδραση αυτού του κόμματος στις εξελίξεις μέσα από την επίδραση του στα πιο ανήσυχα, τα πιο ευαίσθητα και πιο οξυδερκή πολιτικά στοιχεία μέσα σε όλα ανεξαίρετα τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα, επαναστατικά, μικροαστικά ή ακόμα και αστικά. Οι ιδέες της ΟΑΚΚΕ, η πολιτική της ανάλυση και οι θέσεις της έχουν για χρόνια ζυμωθεί στο πολιτικό κέντρο της χώρας μέσω της αφίσας της που τοποθετιέται αδιάλειπτα πάνω σε κάθε μεγάλο γεγονός, αλλά και μέσω των προεκλογικών της τοποθετήσεων και μέσω των ζωντανών πολιτικών της κινητοποιήσεων σε κρίσιμες καμπές. Από την ώρα που έχει εμφανιστεί η γραμμή της ΟΑΚΚΕ, κανείς δεν μπορεί να μην την παίρνει υπόψη του και να τοποθετιέται ανεξάρτητα από αυτήν. Συναντούμε όλο και περισσότερους ανθρώπους από όλο το πολιτικό φάσμα που παρακολουθούν στενά εδώ και χρόνια τις πολιτικές θέσεις της ΟΑΚΚΕ και επηρεάζονται όλο και πιο έντονα από αυτές στο βαθμό που αυτές όλο και περισσότερο επαληθεύονται. Αυτό που αποτελεί το γενικό μειονέκτημα της ανάπτυξης της οργάνωσης, ο αιρετικός, ο σκανδαλωδώς κόντρα στο ρεύμα χαρακτήρας των θέσεών της, γίνεται όλο και περισσότερο ο μαγνήτης που τραβάει τους πιο ανήσυχους ανθρώπους να προσέξουν αυτές τις θέσεις. Τη θέση της παλιάς δυσπιστίας και της ειρωνείας έχει πάρει η εκτεταμένη εκτίμηση στις «ψηλού επιπέδου αναλύσεις της ΟΑΚΚΕ». Αυτή η γενική επιρροή της γραμμής της ΟΑΚΚΕ ξεπερνάει κατά δεκάδες και ίσως εκατοντάδες φορές την επιρροή της στις λίγες χιλιάδες των ψηφοφόρων της και αντανάκλασή της είναι το γεγονός ότι πολλές φορές αφίσες ή αναφορές της ΟΑΚΚΕ έχουν εμφανιστεί ανεξάρτητα από τη θέλησή μας σε ορισμένα περιφερειακά μέσα ενημέρωσης παρά το φράγμα σιωπής και φίμωσης που στήνει το καθεστώς ενάντιά μας. Σε όλα τα ζητήματα υπάρχει πια και η έγκυρη φωνή της ΟΑΚΚΕ παρά τη λυσσασμένη προσπάθεια του καθεστώτος να την πνίξει. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας» που τα τελευταία χρόνια σχεδόν εξαφάνισε τις σύντομες ανακοινώσεις μας ύστερα από πολλά χρόνια αρκετά τακτικής δημοσίευσής τους.
Οι αντικειμενικές αιτίες της δύσκολης πορείας ανάπτυξης της ΟΑΚΚΕ
Η δεύτερη παρατήρησή μας πάνω στο ζήτημα της οργανωτικής ανάπτυξης
έχει να κάνει με τον όγκο του πολιτικού καθήκοντος που έχει αναλάβει η ΟΑΚΚΕ
να φέρει σε πέρας στη δοσμένη περίοδο που διανύουμε. Το καθήκον αυτό είναι η
ίδρυση ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος που θα έχει σα στόχο τη σοσιαλιστική
επανάσταση και οικοδόμηση και τελικά την κομμουνιστική κοινωνία.
Αυτό δεν είναι ένα καθήκον ανάλογο με εκείνο που είχαν οι έλληνες μαρξιστές
στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τότε έπρεπε να στηθεί σε μια μικρή χώρα ένα
κομμουνιστικό κόμμα που θα ήταν τμήμα ενός παγκόσμιου προλεταριακού στρατοπέδου,
το οποίο ήδη είχε καταχτήσει την εξουσία σε μια πολύ μεγάλη χώρα. Τότε είχαμε
μια εποχή απέραντης αισιοδοξίας για τη νίκη αυτής της εργατικής τάξης και είχαμε
λίγο πολύ εξασφαλισμένη τη γενική καθοδήγηση του παγκόσμιου αυτού στρατοπέδου
από το ρώσικο επαναστατικό προλεταριάτο και τη λενινιστική γραμμή του. Όμως
τώρα μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και ύστερα στην Κίνα δεν υπάρχει
ένα παγκόσμιο επαναστατικό προλεταριακό στρατόπεδο, ούτε κάποιο παγκόσμιο καθοδηγητικό
κέντρο της επανάστασης και κανένας παγκόσμιος φάρος για την κομματική οικοδόμηση
και την εκπόνηση διεθνούς και εξειδικευμένης σε κάθε χώρα επαναστατικής στρατηγικής.
Επίσης δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο κάποιος ενθουσιασμός για μια νέα σοσιαλιστική
επανάσταση στο βαθμό που αυτές κατέληξαν αδιόρατα, στα μάτια των πιο πολλών,
σε μια άλλη μορφή και μάλιστα την πιο βάναυση πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης.
Έτσι εκείνο που υπάρχει σήμερα παγκόσμια είναι μια γενική δυσπιστία για οποιαδήποτε
επαναστατική επαγγελία και το χειρότερο μια Διεθνής της αντίδρασης που εμφανίζεται
σαν επαναστατική, αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική, αλλά είναι μια φαιοκόκκινη
Διεθνής που παντού δηλητηριάζει, διαλύει και μετατρέπει στο αντίθετό τους όχι
μόνο τα πολιτικά αλλά και τα όποια μαζικά, οικονομικά και συνδικαλιστικά όργανα
πάλης της εργατικής τάξης.
Σε μια τέτοια περίοδο μια χούφτα επαναστατών, μαρξιστών στην Ελλάδα, που όπως
είπαμε στην αρχή του άρθρου δεν είχαν καν μεγάλη πολιτική πείρα όταν ξεκινούσαν,
είχαν την υποχρέωση προκειμένου να χαράξουν στρατηγική και τακτική κομματικής
οικοδόμησης για τη χώρα τους, να έχουν προηγούμενα μια γενικά
σωστή διεθνή ανάλυση και στη βάση αυτής μια σωστή διεθνή
στρατηγική και τακτική γραμμή. Αυτό το κατάφερε σε σημαντικό βαθμό η ΟΑΚΚΕ και
μάλιστα το κατάφερε μόνη της, σε σύγκρουση με τους πάντες, και ιδίως σε σύγκρουση
με όλη την φαιοκόκκινη Διεθνή. Όσο και να το αναζητήσαμε όλα αυτά τα χρόνια
και όπου και να γυρίσαμε τα μάτια μας δεν είδαμε σε καμιά χώρα ένα επαναστατικό
ρεύμα που να αναφέρεται στο μαρξισμό με ανάλογη με τη δικιά μας αντισοσιαλιμπεριαλιστική
στρατηγική. Όλα αυτά τα ρεύματα από όσο ξέρουμε τα σκεπάζει ο φαιοκόκκινος ή
έστω ο οπππορτουνιστικός, ο οικονομίστικος αντιαμερικανισμός και αντικαπιταλισμός.
Μισοσυνειδητά αντισοσιαλιμπεριαλιστικά κινήματα υπάρχουν στον τρίτο κόσμο αλλά
είναι κυρίως αστικά εθνικοανεξαρτησιακά και με αστοδημοκρατική ιδεολογία. Κινήματα
με επαναστατικές μαρξιστικές διαθέσεις επίσης υπάρχουν αλλά αυτά στην πολιτική
και στην ιδεολογία είναι υποταγμένα στο σοσιαλιμπεριαλισμό. Κινήματα ή κόμματα
που να είναι και αντισοσιαλιμπεριαλιστικά, δηλαδή αντιφασιστικά
και με προλεταριακή επαναστατική στρατηγική και ιδεολογία δεν
έχουμε συναντήσει ακόμα άλλα εκτός από την ΟΑΚΚΕ. Από κει είναι τεράστιο ειδικό
βάρος που πέφτει στις πλάτες μας.
Αυτή είναι μια ουσιώδης πρακτική διαφορά της ΟΑΚΚΕ με όλα τα άλλα πολιτικά ρεύματα και οργανώσεις που αναφέρονται στο προλεταριάτο, στο μαρξισμό και στην επανάσταση. Όλα αυτά έχουν το διεθνές τους κέντρο, τους διεθνείς θεωρητικούς τους και κυρίως τη διεθνή τους πολιτική γραμμή. Στη χώρα μας τα μέλη τους αρκεί ν’ ανοίξουν το Ριζοσπάστη ή να περιπλανηθούν στις ιστοσελίδες των αντιπαγκοσμιοποιητών για να έχουν το περίγραμμα της στρατηγικής τους για το «σοσιαλισμό» και το μεγαλύτερο μέρος της «γραμμής» τους για την οικονομία. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν έχουν παρά ν’ ανοίξουν τη ΝΕΤ για να έχουν στα πόδια τους τη διεθνή κατάσταση και την πρώτη ανάλυση της στιγμής. Βέβαια ειδικά τα μικροαστικά γκρουπούσκουλα αυτή η καθεστωτική προστασία ούτε τα εμπνέει ούτε τα αναπτύσσει. Ίσα ίσα τα βυθίζει περισσότερο στην πνευματική τους οκνηρία, την πολιτική στασιμότητα και το οργανωτικό τους τέλμα. Όμως τα συντηρεί ιδιαίτερα όταν οι φαιοκόκκινοι τους δίνουν λίγα ψίχουλα εξουσίας σε κανένα κρατικό συνδικάτο ή τους αναθέτουν καμιά εργολαβία στα «κοινωνικά δικαιώματα». Η ΟΑΚΚΕ αντίθετα πρέπει να ερευνήσει πολύ, να σκεφτεί και να αποφασίσει μόνη της για όλα αυτά. Και αυτό που θα αποφασίσει θα βρεθεί κατά 100% σε σύγκρουση με το βαθύ καθεστώς και με τις παγιωμένες προλήψεις και θα δεχτεί τον πιο λυσσαλέο και μεθοδικό πόλεμο. Ειδικά είναι πολύ δύσκολο στην ΟΑΚΚΕ λόγω του μικρού στελεχικού της δυναμικού και του διαθέσιμου χρόνους τους να προχωρήσει γρήγορα σε ένα βασικό και στρατηγικό καθήκον που έχει βάλει στον εαυτό της προκειμένου να είναι έτοιμη για να προβάλλει ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικής επανάστασης: Το καθήκον να αναλύσει τη διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Ρωσία και την Κίνα και να ανακαλύψει τις αιτίες που έκαναν τόσο λίγο αντιληπτό στην πρωτοπορία και στις μάζες το πέρασμα από το σοσιαλισμό στο σοσιαλφασισμό, τόσο λίγο αντιληπτό που σε καμιά από τις δυο αυτές χώρες, ιδιαίτερα στη Ρωσία, δεν έχει ακόμα προκύψει ένα κάπως ορατό προλεταριακό ρεύμα που να αντιπαρατεθεί θεωρητικά και πολιτικά στο σοσιαλιμπεριαλισμό. Αυτή η απάντηση εκτός από τον ρόλο της στην εκπόνηση του στρατηγικού μας προγράμματός μας θα μας επιτρέψει επίσης να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα το σοσιαλιμπεριαλισμό.
Συχνά μας ρωτάνε: Και πως γίνεται η ΟΑΚΚΕ παρά τα θεωρητικά
της κενά να συνέλαβε μόνη της ανάμεσα στους μαρξιστές όλου του κόσμου την παγκόσμια
κατάσταση, ειδικά το σοσιαλιμπεριαλιστικό κίνδυνο και μάλιστα να τον συνέλαβε
σε σύγκρουση και με τους ειδικούς και δημοσιολόγους του δυτικού ιμπεριαλισμού;
Μήπως η επίκληση αυτής της μοναχικής ορθότητας κρύβει κάποια έπαρση σχετικά
με την αναλυτική της ικανότητα ή ακόμα χειρότερα μήπως η βασική της ανάλυση
είναι λαθεμένη; Πως είναι δυνατό για παράδειγμα η μερική πολιτική συνέχιση του
μαοϊσμού να γίνεται στην Ελλάδα και όχι στην Κίνα;
Σε ότι αφορά τη βασική παγκόσμια ανάλυση της ΟΑΚΚΕ αυτή έχει πια επαληθευτεί
από τα γεγονότα και επαληθεύεται όλο και περισσότερο. Τα λάθη μας σε αυτό το
επίπεδο όλα αυτά τα χρόνια ήταν απείρως λιγότερα και πολύ λιγότερο γελοία από
εκείνα των πιο επίσημων «μαρξιστών» και όλων σχεδόν των αστών ειδικών. Σε ότι
αφορά την έπαρση δεν υπάρχει λόγος να πάσχουμε από αυτή γιατί για τη ξεχωριστά
σωστή μας ανάλυση υπάρχει μια πιο καλή εξήγηση από μια ενδεχόμενη ξεχωριστή
ευφυΐα μας.
Είπαμε στην αρχή αυτού του κειμένου ότι για την ανάλυση μας στηριχθήκαμε στη
γιγαντιαία σύλληψη του Μάο για τους τρεις κόσμους. Αυτή την ανάλυση δεν μπορούσαν
γενικά να την υιοθετήσουν αστοί ειδικοί καθώς μετά την εποχή της περεστρόικα
θα τους ήταν αφάνταστα δύσκολο να αναγνωρίσουν ότι δεν υπήρχε ποιοτική ταξική
οπότε και πολιτική διαφορά ανάμεσα στη μπρεζνιεφική και τη γκορμπατσοφική εποχή
της Ρωσίας. Το ουσιαστικό ερώτημα λοιπόν είναι γιατί δεν στηρίχθηκαν στη μαοϊκή
ανάλυση μαρξιστές από άλλες χώρες για να αντιληφθούν τη νέα γενική τακτική του
σοσιαλιμπεριαλισμού μετά το 1989 και γιατί το έκανε αυτό μόνο η ΟΑΚΚΕ.
Η απάντηση είναι ότι μόνο έλληνες μαρξιστές είχαν ειδικούς λόγους να προσέξουν
με επίμονο, σχεδόν αγωνιώδες βλέμμα και να μελετήσουν συστηματικά την πολιτική
της Ρωσίας στη χώρα τους και από κει παγκόσμια. Αυτή η μελέτη δεν οφείλεται
σε κάποια ξεχωριστή οξυδέρκεια του ελληνικού προλεταριάτου και της διανόησής
του αλλά ακριβώς αντίθετα στην ξεχωριστή βλακεία και την έλλειψη χαρακτήρα της
ελληνικής αστικής τάξης. Αυτή ήταν η μόνη ηγέτιδα τάξη στη Δύση που επέτρεψε
και σε ένα σημαντικό βαθμό θέλησε να περάσει η χώρα που διοικούσε από το δυτικό
στο ανατολικό στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, την ώρα που όλες οι χώρες του ανατολικού
στρατοπέδου προσπαθούσαν να δραπετεύσουν προς το δυτικό στρατόπεδο, ιδιαίτερα
προς την ανεπτυγμένη και δημοκρατική Ευρώπη. Στο βάθος μια ΟΑΚΚΕ θα μπορούσε
να γεννηθεί μόνο πάνω σε ένα μετατοπιζόμενο γεωπολιτικό σεισμικό ρήγμα σαν και
αυτό του Αιγαίου που χωρίζει την Ασία από την Ευρώπη και την Αφρική όπως τα
κοράλλια μπορούν να γεννηθούν πάνω στις ηφαιστειακές λεκάνες των ωκεάνιων νησιών.
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι η δημιουργία της ΟΑΚΚΕ ήταν πιο εύκολη υπόθεση από την επιβίωσή της και βέβαια από την ανάπτυξή της καθώς η αρνητική γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας δεν έγινε σε μια εποχή ανάπτυξης αλλά πτώσης του παγκόσμιου εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Η ΟΑΚΚΕ ήταν λοιπόν υποχρεωμένη να παλεύει ενάντια σε έναν εντελώς κρυμμένο εχθρό κόντρα σε δυο ήττες. Η μία ήταν εκείνη της επανάστασης μετά την κινέζικη παλινόρθωση που διέλυσε τα ετοιμόρροπα μλ και η άλλη η ήττα της μεταδικτατορικής δημοκρατίας που μετέτρεψε όλη την πολιτική ζωή και πρώτα-πρώτα τα μικροαστικά απομεινάρια του επαναστατικού μαρξισμού σε έρμαια της ρώσικης πολιτικής. Αν θέλει κανείς να απαντήσει σε ένα σοβαρό ερώτημα δεν είναι γιατί δεν αναπτύχθηκε αριθμητικά η ΟΑΚΚΕ αλλά πως έγινε και επιβίωσε και μάλιστα αναπτύσσοντας αδιάκοπα το κύρος της και την επιρροή της σε μια χώρα που βυθίζεται ασταμάτητα και σε μια Ευρώπη που αποσυντίθεται μέσα στις τοξίνες της αόρατης ρώσικης διπλωματίας.
Έχουμε μπει σε μια νέα πολιτική εποχή.
Πρέπει οπωσδήποτε και μπορούμε να δυναμώσουμε και να αναπτύξουμε την ΟΑΚΚΕ
Αυτή η 20χρονη επιβίωση ήταν εντελώς καίρια γιατί έχουμε μπει
από τα τέλη του 2003 σε μια νέα περίοδο πολύ πιο «εύκολη» πολιτικά για το δημοκρατικό
και επαναστατικό κίνημα. Γιατί τώρα ο εχθρός φαίνεται πολύ πιο καθαρά και παγκόσμια
και εσωτερικά και οι πιο πρωτοπόροι δημοκράτες αρχίζουν να πλησιάζουν την ΟΑΚΚΕ
δίχως επιφυλάξεις. Η αμερικάνικη υπερδύναμη είναι σε κατακόρυφη πτώση και σε
παγκόσμια διπλωματική και πολιτική απομόνωση την ώρα που δοκιμάζει τη μια στρατιωτική
αποτυχία μετά την άλλη. Αντίθετα ακριβώς το ρωσοκινέζικο στρατιωτικοφασιστικό
μέτωπο σηκώνει ξεδιάντροπα το ανάστημά του προαναγγέλλοντας την πρώτη του μεγάλη,
ανοιχτή και διεθνούς επιπέδου πολεμική αναμέτρηση με την ανθρωπότητα, την εισβολή
στην Ταϊβάν. Η Ρωσία ήδη έχει ανακοινώσει σε όσους θέλουν να το ακούσουν το
νέο της αμυντικό δόγμα των «προληπτικών χτυπημάτων» (2003) ενώ αμέσως μετά το
Μπεσλάν και την Ουκρανική εξέγερση έχει μιλήσει ανοιχτά ενάντια στους δυτικούς
και την «αποικιοκρατική» τους πολιτική επιδεικνύοντας με ταξίδια στην Βραζιλία
και την Ινδία τις νέες στρατηγικές της κατακτήσεις (Νέα Ανατολή, 14 Δεκέμβρη
2004). Την ίδια ώρα τόσο η Ρωσία όσο και η Ελλάδα δεν κρύβουν τον πολιτικό και
οικονομικό τους δεσμούς. Σε όλα τα επίπεδα η ρωσόδουλη ελληνική ολιγαρχία επιτίθεται
και καταβροχθίζει τα πάντα.
Από δω και μπρος οι δυσκολίες θα είναι άλλης φύσης. Επί 20 χρόνια είχαμε τη
δυσκολία να δείχνουμε στο έθνος την υπερδύναμη- κύριο εχθρό και εκείνο να μας
απαντάει ότι δεν υπάρχει τέτοια υπερδύναμη που να λέγεται Ρωσία. Τώρα το έθνος
αρχίζει να αναγνωρίζει ότι υπάρχει μια υπερδύναμη που λέγεται Ρωσία αλλά είναι
έτοιμο να την αγαπήσει επειδή μαζί με την Κίνα αποτελεί τον μοναδικό ισχυρό
εχθρό του καθιερωμένου σατανά που είναι οι ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι μπροστά μας
θα δυναμώσει ο εσωτερικός φασισμός που θα ξεθαρρέψει από την ύπαρξη του ρωσοκινεζικού
άξονα. Όμως αυτή τη φορά θα είναι εδώ και θα βλέπουν τον εχθρό οι δημοκράτες
και οι πραγματικοί αριστεροί που είναι πολλοί. Αυτοί δεν θα ανησυχήσουν τόσο
από τη διεθνή εμφάνιση του επερχόμενου φασισμού, όμως θα ανησυχήσουν από την
εσωτερική του εμφάνιση. Θα ανησυχήσουν από την άνοδο του τετρακομματικού αυταρχισμού,
από τη μεθοδευμένη καταστροφή από τη μεριά του των παραγωγικών δυνάμεων, από
την αρπακτικότητα της νέας ολιγαρχίας, από την κτηνωδία της παρασιτικής γραφειοκρατίας
και της μικροαστικής κρατικοδίαιτης ακρίδας, από τις πολιτικές διώξεις που θα
έχουν τη μορφή της οικονομικής κάθαρσης, τελικά από το δυνάμωμα του ρωσόφιλου
φασισμού και των κάθε λογής φαιών και κόκκινων συμμοριών του που θα κλείνουν
ακόμα πιο συχνά τους δρόμους τα μαγαζιά και τα εργοστάσια. Αυτή θα είναι μια
περίοδος που θα θέλει πιο πολύ αντοχή στη φυσική πίεση του εχθρού, αλλά η πιο
μεγάλη δυσκολία, η πιο άχαρη περίοδος για τους επαναστάτες ήταν πάντα η εποχή
της αναμονής, της αποσύνθεσης και της άγνοιας, δηλαδή αυτή που τώρα τελειώνει.
Έρχεται μια περίοδος μεγάλων ανατροπών και είμαστε έτοιμοι γι αυτήν. Ήδη νέοι
αγωνιστές αρχίζουν να πλησιάζουν την ΟΑΚΚΕ. Εκείνο που ζητάμε τώρα από τους
ανθρώπους που μας στήριξαν πολιτικά και ηθικά και που μας κράτησαν ζωντανούς
όλα αυτά τα χρόνια, εκείνο που ζητάμε από τους ψηφοφόρους, τους φίλους μας,
τις οργανωμένες μας επιρροές είναι να έρθουν τώρα αποφασιστικά
κοντά μας και να δουλέψουν δίπλα μας να οργανωθούν στην ΟΑΚΚΕ να την ενισχύσουν
οικονομικά και πολιτικά να την αναπτύξουν οργανωτικά, να προπαγανδίσουν θαρρετά
τις θέσεις της, να οργανώσουν και άλλους αριστερούς και δημοκρατικούς ανθρώπους
σε αυτή και τις μετωπικές της οργανώσεις.
Η ΟΑΚΚΕ πρέπει να δυναμώσει οργανωτικά για να ανταποκριθεί στη νέα φάση. Πρέπει
να παίξει πια άμεσο πολιτικό ρόλο. Γιατί πρώτα απ όλα πρέπει να φράξουμε το
δρόμο στους φαιοκόκκινους, πρέπει να τους προλάβουμε και να εμποδίσουμε τη δικτατορία
που ετοιμάζουν. Πρέπει να σταματήσουμε επιτέλους το διαρκές πολύχρονο πολιτικό
τους πραξικόπημα με τις κρατικές και κομματικές τους φράξιες, με τις συνδικαλιστικές
τους συμμορίες, με τα δημοσιογραφικά τους πιράνχας. Πρέπει να τους σταματήσουμε
παντού. Έτσι θα βάλουμε και τις οργανωτικές βάσεις για το νέο προλεταριακό κομμουνιστικό
κόμμα. Μέσα από την πάλη για την πολιτική δημοκρατία στήθηκαν και αναπτύχθηκαν
πάντα τα προλεταριακά κόμματα. Αυτή η διαδικασία έχει ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί
και τώρα.