Όχι στο φασιστικό ναυτικό αποκλεισμό που εμφανίζεται σαν εργατική απεργία

H ΟΑΚΚΕ καταδικάζει τον στραγγαλισμό των ζωτικών συγκοινωνιών της νησιώτικης χώρας για μέρες από μια συνδικαλιστική συμμορία που συγκροτείται βασικά από εργατοπατέρες δύο μειοψηφικών στο λαό δήθεν εργατικών κομμάτων, του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτά τα δύο κόμματα εδώ και δυο δεκαετίες συστηματικά εκβιάζουν τη χώρα για σκοπούς που όχι μόνο καμιά σχέση δεν έχουν με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά τα υπονομεύουν θεμελιακά. Τα υπονομεύουν πρώτον γιατί εκθέτουν ηθικά μπροστά στο λαό την εργατική τάξη, και δεύτερον γιατί χτυπάνε υλικά μια σειρά κλάδους της παραγωγής προκαλώντας καταστροφές στο σύνολο της χώρας και της εργατικής τάξης. Σε πρώτη ανάλυση αυτοί οι τραμπούκοι μετά από κάθε αποκλεισμό βγαίνουν ενισχυμένοι, αλλά στο βάθος χάνουν διαρκώς κύρος μέσα στο λαό που αρχίζει να αντιστέκεται. Τέτοια αντίσταση ήταν το αυθόρμητο μαζικό κίνημα των παραγωγών του Ηρακλείου που πήρε τελικά πιο μαχητική και πιο πολιτική μορφή από κάθε άλλο προηγούμενο λαϊκό κίνημα ενάντια στους στραγγαλιστές των θαλάσσιων και χερσαίων μεταφορών.

Άλλο απεργία, άλλο αποκλεισμός

Ο ναυτικός αποκλεισμός είναι πολεμική πράξη σε βάρος ενός ολόκληρου λαού και σε βάρος των ζωτικών συμφερόντων του και δεν μπορεί να αποτελεί μέσο απεργίας. Το παλιό επαναστατικό ΚΚΕ πάντα στεκόταν με μεγάλη περίσκεψη όταν επρόκειτο για απεργίες που στερούσαν από τις μάζες την ικανοποίηση βασικών τους αναγκών -πχ απεργίες αρτεργατών- και προειδοποιούσε πολύ πριν γι αυτές, έπειθε από πριν το λαό για την ανάγκη τους, και φρόντιζε να υπάρχει διέξοδος για τα πιο φτωχά στρώματα. Για τις πραγματικές εργατικές απεργίες το ζητούμενο δεν είναι να υποφέρει ο λαός αλλά να στερηθούν οι εκάστοτε εργοδότες ένα μέρος από τα κέρδη τους και την αξιοπιστία τους ή στην περίπτωση των πολιτικών γενικών απεργιών ένας λαός δέχεται στην πλειοψηφία του να στερηθεί κάποιες από τις βασικές ανάγκες του για να μη στερηθεί την πολιτική δημοκρατία, την ειρήνη ή την ίδια την ταξική του επιβίωση. Όμως ποτέ μια πραγματική εργατική απεργία δεν αποβλέπει στο να υποφέρει ο λαός, να υποφέρουν οι παραγωγοί, να καταστρέφονται ή να νεκρώνονται οι παραγωγικές δυνάμεις σε μια σφαίρα χιλιάδες φορές πλατύτερη από τη σφαίρα που απεργεί. Στην πραγματική απεργία των συγκοινωνιακών μέσων πχ οι απεργοί, όταν διεκδικούν αυξήσεις, αρνούνται να κινήσουν τα συγκεκριμένα συγκοινωνιακά μέσα στα οποία δουλεύουν, αλλά δεν εμποδίζουν τον κόσμο να κινηθεί με άλλα συγκοινωνιακά μέσα. Αρνούνται να κινήσουν τα συγκεκριμένα εργοστάσια παραγωγής κάποιων προϊόντων, αλλά δεν αρνούνται στις μάζες να καταναλώσουν όπου μπορούν να βρουν αυτά τα προϊόντα. Αρνούνται να κινήσουν τα συγκεκριμένα απορριμματοφόρα αλλά δεν εμποδίζουν το κράτος ή τους πολίτες να μεταφέρουν με άλλα μέσα τα σκουπίδια στις χωματερές. Αρνούνται σαν αγρότες να παράγουν ή να πουλήσουν τα γεωργικά τους προϊόντα, αλλά δεν κλείνουν τους δρόμους για να μην κινηθεί κανένα προϊόν και κανένα πρόσωπο.
Αν πραγματικοί εργάτες απεργοί κάνανε απεργία στην ακτοπλοΐα και όχι ναυτικό αποκλεισμό εχθρικής χώρας θα στερούσαν από τους δικούς τους εργοδότες ακτοπλόους τη χρήση των περισσότερων πλοίων τους, αλλά θα φρόντιζαν να υπάρχουν μερικά πλοία των ίδιων ή άλλων εργοδοτών για να πραγματοποιούνται οι πιο ζωτικές μεταφορές προσώπων και εμπορευμάτων. Όχι μόνο δεν το κάνανε αλλά βάλανε και τους εγκάθετους συνδικαλιστές φορτηγατζήδες για να δυναμώσουν τον αποκλεισμό, βάλανε και τους συνδικαλιστές ψαράδες για να εμποδίσουν κάποιο πλοίο που θα τολμούσε να δέσει σε κανένα μώλο. Καταγγείλανε σαν απεργοσπαστικό μηχανισμό όποιο μέσο μεταφορικό έμπαινε στις νεκρές γραμμές μεταφοράς, ακόμα και αν αυτοί ήταν ακτοπλόοι άλλων κρατών. Αν μπορούσαν αυτοί θα βούλιαζαν ακόμα και βάρκες που θα επιχειρούσαν να σπάσουν τον αποκλεισμό γιατί ο στόχος τους είναι ακριβώς να χτυπιέται η παραγωγή και να υποφέρουν οι μάζες.
Αυτοί δεν είναι απεργοί με εργατική συνείδηση και γι αυτό δεν διανοούνται να ρισκάρουν να χάσουν τα μεροκάματα ενός αληθινού μακρόχρονου απεργιακού αγώνα. Δεν είναι τυχαίο που ελάχιστοι βρίσκονται στους καταπέλτες από τους ίδιους τους εργαζόμενους της ακτοπλοΐας. Οι περισσότεροι είναι κομματικοί εγκάθετοι από άλλους συνδικαλιστικούς χώρους που απλά πιάνουν το λαό από το λαιμό και του λένε να φωνάξει: «κάτω η κυβέρνηση!» ή ακόμα καλύτερα: «κυβέρνηση δώστους ότι ζητάνε για να με αφήσουν». Αυτές δεν είναι απεργίες. Ο στόχος τους είναι να συλλαμβάνονται οι μάζες σαν όμηροι και μετά να καλούνται, προκειμένου να απελευθερωθούν, να πιέσουν την κυβέρνηση να καταβάλει λύτρα στους απαγωγείς.

Πως και γιατί πιάνει ο εκβιασμός

Οι απαγωγείς συνεχίζουν πάντα απτόητοι γιατί ξέρουν ότι αυτός ο εκβιασμός συνήθως πιάνει χάρη στην πολιτική κάλυψη που τους δίνει εδώ και δεκαετίες η κορυφή του πολιτικού συστήματος. Πρόκειται για μια μικρή ηγετική κλίκα (Α. και Γ. Παπανδρέου, Σημίτης, Λαλιώτης, Χρυσοχοίδης) στο ΠΑΣΟΚ και τα τελευταία χρόνια για τον αρχηγό της ΝΔ και πρωθυπουργό Καραμανλή. Σε αυτή τη φάση η στήριξη του ΠΑΣΟΚ στον αποκλεισμό είναι ολοφάνερη και φανατική. Η στήριξη αντίθετα του Καραμανλή στους εκβιαστές φαίνεται λιγότερο, γιατί η ΝΔ σαν κόμμα, ενστικτώδικα, αντιδρά σε αυτόν τον εκβιασμό που στρέφεται ενάντια στην κυβέρνηση. Όμως μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη στήριξη του Καραμανλή στους απεργούς με το ότι οι συνδικαλιστές της ΝΔ και στη ΠΝΟ και στη ΓΣΕΕ είναι οι πρώτοι στη γραμμή του αποκλεισμού. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο Καραμανλής άφησε πολιτικά ακάλυπτο τον Κεφαλογιάννη για όλες τις κρίσιμες μέρες να χειριστεί ουσιαστικά μόνος του τον αποκλεισμό δίχως να τον καλύψει έστω με μια προσωπική δήλωσή του και πώς τελικά τον έβαλε να κάνει αυτός μόνος του την πρόταση της πολιτικής επιστράτευσης και όχι ένα συλλογικό διυπουργικό ή κομματικό όργανο. Τον άφησε να φθαρεί για να καρατομηθεί κάποια στιγμή για κακούς χειρισμούς, όπως τόσοι άλλοι που έχουν καρατομηθεί ως τώρα από τον ίδιο τον αρχηγό τους καθ’ υπόδειξη των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ.

Το ερώτημα είναι γιατί φέρονται έτσι οι Γ. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλής και γιατί υποτάσσουν την πολιτική των κομμάτων τους στο ψευτοΚΚΕ και στον ΣΥΝ. Φέρονται έτσι γιατί υπηρετούν τα συμφέροντα ενός ιμπεριαλισμού, του Ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού που το ψευτοΚΚΕ και ο ηγετικός μηχανισμός του ΣΥΝ με πάθος εκπροσωπούν. Φέρονται έτσι γιατί για λογαριασμό αυτού του ιμπεριαλισμού ακολουθούν σταθερά μια πολιτική αποβιομηχάνισης και σαμποταρίσματος όλων των μεγάλων βιομηχανικών κλάδων. Σε αυτά τα πλαίσια συστηματικά υπονομεύουν όλες τις επενδύσεις κεφαλαίων στην Ελλάδα πλην των επενδύσεων των ρωσόδουλων κομπραδόρων αστών (Κόκκαλη, Μπόμπολα,Μυτιληναίου). Ειδικά υπονομεύουν τη σύγχρονη και κεφαλαιικά υπερσυγκεντρωμένη στην Ελλάδα ακτοπλοΐα και ακόμα πιο πολύ την πελώρια ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία επειδή είναι κομμάτια ενός κεφάλαιου ενταγμένου στην παγκόσμια αγορά που έχει άμεσους πολύπλευρους οικονομικούς δεσμούς με τη Δύση πράγμα που τα φέρνει άμεσα σε σύγκρουση με την ανατολική πολιτική σύνδεσης με τη Ρωσία.

Το άρθρο 25 στόχος του τελευταίου ναυτικού αποκλεισμού

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο στόχος της «απεργίας»-αποκλεισμού είναι να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για τη ναυτική εκπαίδευση που έχει κατατεθεί στη Βουλή από τον υπουργό Κεφαλογιάννη. Αυτό το στόχο διακηρύσσει διαρκώς σαν κεντρικό της «απεργίας» το βασικό κόμμα που με τον κομματικό μηχανισμό του σε όλη τη χώρα κρατάει κλειστά τα λιμάνια, το ψευτοΚΚΕ. Τα οικονομικά αιτήματα που τα προβάλλει σαν πρώτα η ηγεσία της ΠΝΟ (και που τα αναφέρει πάντα σαν δευτερεύοντα το ψευτοΚΚΕ) είναι μόνο ένα εργαλείο για να τραβιούνται στον αποκλεισμό οι εργαζόμενοι της ακτοπλοΐας και, κυρίως, για να μην απομονώνονται στην κοινή γνώμη οι εκβιαστές, στραγγαλιστές των θαλάσσιων δρόμων.
Το νομοσχέδιο αυτό ενοχλεί το ψευτοΚΚΕ και τον ΣΥΝ σε ένα πρώτο επίπεδο γιατί δεν θέλουν να υπάρχει ναυτική εκπαίδευση και μάλιστα ιδιωτική που να παράγει στελέχη για την ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία. Είναι βασικό για τους ρωσόδουλους να ξεκόψουν αυτό το πελώριο κεφάλαιο με δυτικούς οικονομικούς δεσμούς από οποιαδήποτε σχέση του με την ελληνική οικονομική ζωή. Ξέρουν ότι το ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό, ιδιαίτερα σε αυτή τη φάση οι πλοίαρχοι, οι μηχανικοί, οι οικονομικοί διαχειριστές, οι τεχνικοί εμπειρογνώμονες είναι αυτοί που κυρίως εξασφαλίζουν αυτή τη σύνδεση.
Όμως πιο πολύ εξοργίζει τους σαμποταριστές της ανάπτυξης ένα άρθρο του νομοσχέδιου που είναι άσχετο με τη ναυτική εκπαίδευση, έχει μπει σφήνα στο νόμο και έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της ελληνικής ακτοπλοΐας. Πρόκειται για το άρθρο 25 που εισάγει ρυθμίσεις για την απελευθέρωση των ακτοπλοϊκών εταιρειών από τον ασφυκτικό οικονομικό έλεγχο του κράτους.
Tο θεσμικό πλαίσιο για την ελληνική ακτοπλοΐα μέχρι σήμερα επιτρέπει τον πλήρη κρατικό έλεγχο των συνθηκών εκμετάλλευσης των πλοίων, τις δρομολογήσεις και τη διάρκειά τους, τα ωράρια, τους ναύλους και την εσωτερική οργάνωση (τις τιμές των προϊόντων που πωλούνται στα πλοία, τη στελέχωση κ.λπ.). Αυτό ωστόσο έρχεται σε αντίθεση με το πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα με τη «σατανική» οδηγία ενάντια στην οποία καταφέρονται κάθε τόσο οι σοσιαλφασίστες, την περίφημη 3577/92 της ΕΕ για τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες. Η Ελλάδα είχε δεσμευτεί να κάνει την απελευθέρωση από 1/1/04, και επειδή καμία απελευθέρωση δεν έγινε η Κομισιόν έχει στείλει δύο προειδοποιητικές επιστολές στα πλαίσια της προδικαστικής διαδικασίας. Σε συνέχεια της δεύτερης επιστολής ο Κεφαλογιάννης ετοίμασε αυτό το νόμο.

Το άρθρο 25 επιτρέπει να ενσωματώνονται στο δίκτυο νέες ακτοπλοϊκές γραμμές, καθώς το δίκτυο δεν θα περιορίζεται στις αυστηρά προσδιορισμένες γραμμές που αποφασίζονται κάθε χρόνο από το ΥΕΝ, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών.
Επίσης με το ίδιο άρθρο καταργείται η υποχρέωση των εταιρειών να καταθέτουν τραπεζική εγγυητική επιστολή στο υπουργείο, δηλαδή να δεσμεύουν σαν εγγύηση για την τήρηση των υποχρεώσεων τους προς το δημόσιο υπέρ του κράτους κάποιο σεβαστό ποσό κάθε χρόνο.
Ταυτόχρονα, ο Κεφαλογιάννης προωθεί την απελευθέρωση των ναύλων της οικονομικής θέσης για τα πλοία με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, προς τις κατευθύνσεις όπου υπάρχουν τουλάχιστον τρεις εταιρείες ή παρουσιάζεται μεγάλος όγκος μεταφερόμενων επιβατών, εκτός από τις επιδοτούμενες, δηλαδή εκτός από αυτές των μικρών νησιών. Είχε προηγηθεί η απελευθέρωση για πλοία που φεύγουν από Λαύριο και Ραφήνα, όπου αντίθετα με τη σοσιαλφασιστική δημαγωγία δεν παρατηρήθηκε καμία εξωφρενική αύξηση των τιμών των εισιτηρίων. Η απελευθέρωση των ναύλων αποτελεί ένα από τα πιο άμεσα ζητήματα των εφοπλιστών που έχουν δανειστεί τεράστια ποσά για τα νέα πλοία, και έχουν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και του πετρελαίου. Η τελευταία αναθεώρηση των τιμολογήσεων που έγινε από το υπουργείο ήταν το περασμένο καλοκαίρι για αυξήσεις σε ποσοστό 6,8% (είχαν ζητήσει 14,6%), λαμβάνοντας υπόψη μόνο την επίδραση της μεταβολής των τιμών των καυσίμων κατά το ποσοστό που συμμετέχει στο κόστος εκμετάλλευσης των πλοίων (και όχι τους υπόλοιπους συντελεστές όπως αμοιβές πληρωμάτων, ασφάλιστρα πλοίων, συντήρηση - επισκευές, λοιπά γενικά έξοδα, μεταβολή δείκτη τιμών καταναλωτή). Το κεντρικό αίτημα των ακτοπλόων δεν είναι οι αυξήσεις αλλά η μείωση των μη ανταποδοτικών τελών υπέρ τρίτων, δηλαδή ποσά που παρακρατούνται για δημόσια ταμεία και οργανισμούς, που εντάσσονται στην τιμή των εισιτηρίων σε ποσοστό περίπου 30%, με προοπτική ακόμη και τη μείωση των τιμών!
Όμως, οι διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει για την απελευθέρωση των ναύλων σταμάτησαν και αναβλήθηκαν για το μέλλον και πάντως έως το τέλος του έτους, λόγω των αντιδράσεων των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ.
Το νομοσχέδιο με το άρθρο 26 επίσης καταργεί ένα πρόστιμο 3% που πλήρωναν οι εφοπλιστές σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ενός ποσοστού από το εισιτήριο στο ΝΑΤ ως Κεφάλαιο Ασφάλισης Επιβατών Οχημάτων. Όμως ο Κεφαλογιάννης ξεκαθάρισε στους ναυτεργάτες ότι αυτό το ποσό θα το κάλυπτε το κράτος στο ΝΑΤ από τις δαπάνες του προϋπολογισμού. Και τα δύο άρθρα, κυρίως το 25 βρέθηκαν στο στόχαστρο των σοσιαλφασιστών με τα δημαγωγικά επιχειρήματα ότι τα περισσότερα νησιά θα μείνουν χωρίς πλοία (γεγονός που δεν ισχύει γιατί ο σχεδιασμός του γενικού δικτύου παραμένει στην αρμοδιότητα του υπουργείου), ότι δεν θα υπάρχει ασφάλεια στις μεταφορές (λες και καταργούνται οι επιθεωρήσεις για την αξιοπλοία και τα απαραίτητα πιστοποιητικά που πρέπει να έχει ένα πλοίο για να ταξιδέψει, διαδικασίες που δεν έχουν καμία σχέση με την απελευθέρωση), και ότι καταργείται η υποχρεωτική δεκάμηνη απασχόληση των ναυτικών, που όμως έχει κατοχυρωθεί με νόμο.
Ο μέχρι σήμερα ασφυκτικός κρατικός έλεγχος έδινε στους ρωσόφιλους μέσω των κυβερνήσεων αλλά και μέσω των ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ που ελέγχανε τους καταπέλτες των πλοίων, τη δυνατότητα να σαμποτάρουν την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ακτοπλοϊκής βιομηχανίας και να προσεταιρίζονται το ένα κομμάτι του ακτοπλοϊκού κεφάλαιου στρέφοντάς το ενάντια στο άλλο. Το σαμποτάζ, όπως κάθε βιομηχανικό σαμποτάζ στην Ελλάδα γινόταν πάντα στο όνομα του λαού, δηλαδή των τουριστών, των ναυτεργατών και των κατοίκων των νησιών. Η δημαγωγία τους για «φτηνά εισιτήρια για το λαό», «καράβια για όλες τις άγονες γραμμές, για όλο το χρόνο, με την ίδια συχνότητα δρομολογίων με χρέωση των εφοπλιστών», «πληρώματα με όσο γίνεται πιο φουσκωμένες συνθέσεις ακόμα και αν ήταν πρακτικά αχρείαστες», «κάθε βαπόρι να αχρηστεύεται στα 35 χρόνια ανεξάρτητα από την ποιότητα συντήρησής του» αποτελούσε και αποτελεί προκάλυμμα για μια συγκεκριμένη πολιτική: να μην επιτραπεί μια τέτοια κερδοφορία του ακτοπλοϊκού κεφάλαιου που να του επιτρέψει να εκσυγχρονίσει και να αναπτύξει σημαντικά το στόλο του. Έτσι εξηγείται ότι οι ίδιοι που μιλούσαν για φροντίδα και για ασφάλεια των επιβατών υπονόμευσαν και υπονομεύουν για δεκαετίες τα λιμενικά έργα και αποθάρρυναν και αποθαρρύνουν όσους τόλμησαν να αγοράσουν σύγχρονα, γρήγορα, άνετα και ασφαλή πλοία. Έτσι εξηγείται γιατί ώθησαν στην αυτοκτονία το μεγαλύτερο αστό εκσυγχρονιστή της ακτοπλοΐας Σφηνιά κατηγορώντας αυτόν σαν υπεύθυνο του ναυαγίου του πλοίου του Σάμινα, και όχι τους καπετάνιους που το έριξαν στην ξέρα και καθόλου βέβαια τους δίχως ταξική συνείδηση ναυτικούς οι οποίοι άφησαν τους ναυαγούς στη μοίρα τους και έπιασαν πρώτοι τις βάρκες για να σωθούν.
Το κράτος πρέπει να έχει έλεγχο στις θαλάσσιες συγκοινωνίες βασικά μόνο ζητήματα: Στην ασφάλεια και στην υγιεινή των πλοίων, σε κάθε εποχή και στη μη δημιουργία μονοπώλιου που το βάρος του θα συνέτριβε πρόσωπα και εμπορεύματα. Αυτοί που ζητάνε κρατικό μονοπώλιο στις συγκοινωνίες (το ψευτοΚΚΕ προτείνει τον «Εθνικό Οργανισμό Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών») ισχυριζόμενοι σε σύγκρουση με κάθε μαρξισμό ότι τάχα αυτό είναι λιγότερο καπιταλιστικό από το κεφάλαιο που λειτουργεί στα πλαίσια της αγοράς, ξέρουν ότι ειδικότερα στις σημερινές πολιτικοοικονομικές ελληνικές συνθήκες σημαίνει εγκατάλειψη των παραγωγικών μέσων, παρασιτισμό ενός όλο και μεγαλύτερου υπαλληλικού στρατού, οικονομική σπατάλη και τελικά πολιτική αντίδραση. Η μόνη διαχείριση που πρέπει να αναλάβει το κράτος στις θαλάσσιες μεταφορές είναι εκείνη των άγονων γραμμών το επιπλέον κόστος των οποίων πρέπει να μοιραστεί το σύνολο της αστικής τάξης και όχι να πέσει σε ένα μόνο κεφάλαιο, το ακτοπλοϊκό, για να το συντρίψει όπως θέλουν οι σαμποταριστές. Σήμερα έχουν προβλεφθεί πενταετείς επιδοτήσεις για τις συγκεκριμένες γραμμές, μέτρο το οποίο χτυπάνε ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ όπως χτυπάνε και κάθε κρατική ενίσχυση στη βιομηχανία.
Να λοιπόν γιατί οι σαμποταριστές δεν θέλουν να περάσει το άρθρο 25. Ξέρουν ότι με την απελευθέρωση των συγκοινωνιών η πολιτική εξουσία θα χάσει μεγάλο μέρος από την ικανότητά της να στραγγαλίζει την ακτοπλοΐα.
Είναι γεγονός ότι το άρθρο αυτό δεν θα έμπαινε για ψήφιση αν δεν το επέβαλε η κοινοτική οδηγία 3577/1992 που εδώ και πολλά χρόνια καθυστερούν να ενσωματώσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα αυτό το άρθρο δεν μπορεί τελικά να μη γίνει νόμος. Εκείνο που επεχείρησαν το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ ήταν, είτε να αποσυρθεί το νομοσχέδιο και έτσι να καθυστερήσει η ενσωμάτωση της οδηγίας για έναν ακόμα χρόνο, είτε εφόσον θα αποτύγχαναν σε αυτό, και φαίνεται ότι απέτυχαν, να καταφέρουν όταν ο νόμος πάει στη Βουλή να γίνουν τέτοιες τροποποιήσεις ώστε πάλι από κάποιο παράθυρο να μπει ο κρατικός οικονομικός έλεγχος της ακτοπλοΐας.

Πολιτική ήττα των στραγγαλιστών σε πρώτη φάση

Μέχρι τη στιγμή που γράφουμε αυτό το κείμενο δεν έχει γίνει φανερό το μέλλον του νόμου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι στραγγαλιστές δεν είχαν πολιτική νίκη σε επίπεδο κοινής γνώμης και πολιτικού κύρους. Αμέσως μετά την επιστράτευση οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης μίλησαν για φασισμό με επικεφαλής τα Νέα και την Ελευθεροτυπία που μετά την επίθεση του Τριανταφυλλόπουλου και του «Άλφα» έγινε ακόμα περισσότερο αντιδυτική και φιλοκνίτικη. Όμως οι εφημερίδες, η πολιτική βάση και πολλά ηγετικά στελέχη της ΝΔ δεν είχαν την ίδια στάση. Όλη τους την έμφαση την έριξαν στην καταγγελία του αποκλεισμού και μάλιστα για πρώτη φορά στα 20 τελευταία χρόνια κατηγόρησαν σαν υπεύθυνο το ίδιο το ψευτοΚΚΕ τραυματίζοντας την πολιτική συμμαχία που αυτό για χρόνια έχει οικοδομήσει με το πιο αντιδραστικό λαϊκίστικο και σοβινιστικό κομμάτι της ΝΔ. Με αυτόν τον τρόπο για πρώτη φορά αυτοί οι δυο μικροί προβοκάτορες, το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ, ήρθαν στο φως σαν οι αληθινοί αυτουργοί των αποκλεισμών. Για πρώτη φορά μάλιστα άρχισε να γίνεται γνωστό ότι αυτοί που είναι στους καταπέλτες των πλοίων και εμποδίζουν τον απόπλου δεν είναι οι ίδιοι που απεργούν αλλά κάποιοι άλλοι που επιβάλλουν την απεργία ακόμα και ανεξάρτητα από τους ίδιους τους ναυτεργάτες, ή και ενάντια τους.

Στην πραγματικότητα η ΝΔ πλην Καραμανλή τόλμησε να καταγγείλει το ψευτοΚΚΕ και να πάρει θέση υπέρ της επιστράτευσης γιατί και η κοινή γνώμη δεν είχε πραγματικό πρόβλημα με αυτήν. Γιατί οι «απεργοί» είχαν γίνει πολύ πιο αντιπαθείς από το κράτος που τους επιστράτευε, αφού όλοι νοιώθουν μετά από πολλά χρόνια αποκλεισμών τι σημαίνει ομηρία του πληθυσμού. Μόνο από τη συσσωρευμένη εμπειρία αυτού του λαού, ότι άλλο πράγμα είναι μια απεργία και άλλο ένας αποκλεισμός για πρώτη φορά υπήρξε εξέγερση των αποκλεισμένων, η μαζική εξέγερση των παραγωγών της Κρήτης ενάντια και στους στραγγαλιστές και στο κράτος.
Βέβαια στην πραγματικότητα η επιστράτευση ήταν και είναι ένα προβοκατόρικο μέσο για να σπάνε οι αποκλεισμοί που παίρνουν τη μορφή απεργίας. Είναι ένα μέσο πολιτικά υπέρ των στραγγαλιστών γιατί τους εμφανίζει σαν πραγματικούς απεργούς που τάχα σπάνε την απεργία τους όχι επειδή τη μίσησε ο λαός, αλλά επειδή τους επιβάλλεται ανοιχτή δικτατορία της αστικής τάξης. Από την άλλη με αυτό τον τρόπο βάζουν τις βάσεις για να μετατρέψουν την επιστράτευση σε ένα συνηθισμένο και νόμιμο μέσο σπασίματος ακόμα και μιας πραγματικής απεργίας. Αυτό είναι το νόημα της εμφάνισης του Καραμανλή για πρώτη φορά μετά το τέλος της κρίσης να υποστηρίζει το μέτρο της επιστράτευσης, φροντίζοντας ταυτόχρονα και τις συμμαχίες του με τους κνίτες, αφού μίλησε για «δίκαια αιτήματα» της απεργίας. Οι προβοκάτορες πρωθυπουργοί Παπανδρέου, Σημίτης, Καραμανλής σπάγανε πάντα επίτηδες με επιστράτευση τους αποκλεισμούς. Αν ήταν δημοκράτες δεν θα ψήφιζαν στα συνδικάτα απεργίες-αποκλεισμούς ή θα έκαναν διαφώτιση του λαού για τη φύση αυτών των απεργιών αν παρά τη θέλησή τους ξεσπούσαν, ή θα έκαναν μαζικά πολιτικά κινήματα και διαμαρτυρίες ενάντια στους αποκλεισμούς. Αλλά αν τελικά γινόταν ο αποκλεισμός, τότε θα απαιτούσαν από την κάθε κυβέρνηση να ναυλώσει άλλα καράβια, όπως ακριβώς έκανε τώρα ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Στρατάκης τον οποίο παρέδωσε το κόμμα του στη χλεύη του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ σαν απεργοσπάστη. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα διαχωρίζονταν οι πραγματικές απεργίες από τους αποκλεισμούς, μόνο έτσι θα υπήρχε μια πραγματική απεργία ναυτεργατών της ακτοπλοΐας που θα χτύπαγε το εφοπλιστικό κεφάλαιο για την ταξική του θέση απέναντί τους. Μόνο ένα τέτοιο ταξικό κίνημα θα χτύπαγε τους εργοδότες με αιτήματα που αφορούν τη σχέση εργάτη – κεφαλαιοκράτη/εργοδότη και όχι με αιτήματα που αφορούν τη σχέση ναυτεργάτη-κράτους όπως γίνεται μέχρι τώρα στις περισσότερες «απεργίες» αποκλεισμού. Μια τέτοια πραγματική ταξική απεργία όσο παρατεταμένη και να ήταν-και μόνο σαν παρατεταμένη θα μπορούσε να νικήσει- θα είχε τη γνήσια υποστήριξη του λαού.
Για τους πραγματικούς ταξικούς εργάτες η κατάργηση των αποκλεισμών που κρύβονται πίσω από τη μορφή της απεργίας δεν είναι μόνο ένα στρατηγικό καθήκον για να μη σαμποταριστούν οι παραγωγικές δυνάμεις μιας χώρας ή για να μη δυναμώνει το ταξικό ρήγμα ανάμεσα στο λαό και τους εργάτες που θεωρεί στραγγαλιστές της υλικής του ζωής και των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και τους μισεί. Είναι ένα καθήκον για να μη διαφθαρεί η ίδια η εργατική τάξη που μπορεί να πιστέψει ότι είναι ταξικά σωστό ότι άμεσα τη συμφέρει από οικονομική άποψη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαφθορά για εργάτες να κερδίζουν οικονομικά μερικά πράγματα αρπάζοντας όμηρο σε δρόμους και σε θάλασσες τον πληθυσμό μιας χώρας. Γιατί είναι γεγονός ότι κάθε φορά το καθεστώς αυτό δίνει για παράδειγμα στους ναυτεργάτες κάποια οικονομικά φιλοδωρήματα για να ανταμείψει τον αποκλεισμό που γίνεται στο όνομά τους και έτσι να δώσει την ευκαιρία στο ψευτοΚΚΕ και στον ΣΥΝ να έχουν την επόμενη φορά υποστήριξη ή και την ανοχή τους όταν οι τραμπούκοι τους πιάνουν τους καταπέλτες των πλοίων. Όμως στο τέλος μια τέτοια εργατική τάξη παύει να είναι εργατική και γίνεται μια συμμορία που ζει από το πλιάτσικο στον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό που παθαίνει μια τέτοια εργατική τάξη εκτός από το ότι χάνει την ψυχή της και μπορεί στην πρώτη ευκαιρία να ακολουθήσει τον χειρότερο φασισμό, είναι ότι τελικά χάνει και την υλική της ύπαρξη. Αυτό πληρώνουν τώρα οι εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ που σε ένα βαθμό χρησιμοποιήθηκαν για χρόνια από το καθεστώς σε πολιτικές απεργίες ομηρίας του πληθυσμού και απέσπασαν κάποιες απολαβές αλλά τώρα, που δέχονται ένα συντριπτικό χτύπημα στα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα, πολύ λίγοι άνθρωποι του λαού υπάρχουν για να σταθούν δίπλα τους.