ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟ

Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κίνας, και κυρίως στο Πεκίνο και τη Σαγκάη, ένα κίνημα νομικών, δημοσιογράφων και υπερασπιστών των εργατικών δικαιωμάτων που στρέφεται ενάντια στη βία και την αυθαιρεσία του σοσιαλφασιστικού καθεστώτος. Οι γενναίοι αυτοί άνθρωποι προβαίνουν στο μοναδικό μέσο αντίστασης που δε μπορούν πρακτικά να εμποδίσουν οι σοσιαλφασίστες: την 24ωρη αποχή από το φαγητό μέσα στο σπίτι ή στο γραφείο. Όπως εξηγεί ένας εκπρόσωπός τους, ο δικηγόρος Γκάο Ζισένγκ: «Είμαστε λειτουργοί που θέλουμε να ζούμε σαν άνθρωποι, όχι σα σκυλιά» (Μοντ, 12-2). Ένας άλλος δικηγόρος, ο Γιανγκ Μαοντόνγκ, συνελήφθη όταν προσπάθησε να αποθέσει υπόμνημα με τα αιτήματα των απεργών έξω από τα κεντρικά γραφεία του «κομμουνιστικού» κόμματος στο Πεκίνο.
Ήταν η σημαντική αύξηση των κρουσμάτων βίας και καταστολής από την πλευρά των κινεζικών αρχών τις τελευταίες εβδομάδες που πυροδότησε τις κινητοποιήσεις των δικηγόρων και των δημοσιογράφων. Τέτοιο κρούσμα ήταν για παράδειγμα ο ξυλοδαρμός του Γιανγκ Μαοντόνγκ – συνηγόρου των αγροτών του Ταϊσί των οποίων η περιουσία αυθαίρετα κατασχέθηκε από το καθεστώς – κατά την έξοδό του από αστυνομικό τμήμα στην Καντόνα, το κλείσιμο της εφημερίδας «Μπινγκ Ντιαν», ή η δολοφονία από αστυνομικούς του αρχισυντάκτη της «Ταϊζού Γουανμπάο», Γου Χσιανγού, που κατήγγειλε μέσα από τις στήλες της εφημερίδας την επιβολή υψηλών τοπικών φόρων. Τελευταία έχουν επίσης αυξηθεί οι συλλήψεις και καταδίκες δημοσιογράφων. Αίσθηση προκάλεσε ακόμη η καθαίρεση του αρχισυντάκτη του δημοφιλούς περιοδικού «Beijing News», Γιανγκ Μπιν, καθώς και δύο συνεργατών του, των Σου Χσουεντόνγκ και Λι Ντουόγιου, στις 30-12 και η αντικατάστασή τους από τους υπευθύνους της εφημερίδας «Guangming Daily» που ελέγχεται απόλυτα από το καθεστώς. Το περιοδικό απέχει αρκετά από τα στάνταρ που ορίζει το Πεκίνο, τόσο σε θέμα περιεχομένου ύλης όσο και σε μορφή. Η προηγούμενη ηγεσία του κατηγορείται για «λάθη στον προσανατολισμό της κοινής γνώμης» και για «υποτροπιασμό». Προηγούμενα είχε δημοσιεύσει άρθρο στο οποίο αναφερόταν η δολοφονία επτά αγροτών διαδηλωτών από τις αρχές του Ντινγκζού στα βόρεια της Κίνας, ή άλλων ρεπορτάζ όπου εξιστορούνταν με κάποια συγκατάβαση η εκτέλεση εργοδότη από εργάτη επειδή ο πρώτος αρνιόταν να του καταβάλει το μισθό του. Μόλις ανακοινώθηκε η καθαίρεση των τριών υπευθύνων της Beijing News οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία – ένα μέσο διεκδίκησης απαγορευμένο για τους κινέζους εργαζόμενους ήδη από τα 1982 – ενώ η διοίκηση της «Guangming Daily» διέψευσε ότι υπήρξε καθαίρεση κι έκανε λόγο για «κανονική απόσπαση».
Πρόκειται για ορισμένα μόνο από τα περιστατικά καταστολής που αποτελούν τμήμα της γιγαντιαίας εκστρατείας των κινέζων σοσιαλφασιστών για τον πλήρη έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και του Ίντερνετ. Καθώς πλησιάζει η ώρα της απόβασης στην Ταϊβάν, κι από εκεί η επίθεση για την κατάληψη της ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, οι κινέζοι χίτλερ πρέπει υποχρεωτικά να κρατήσουν φιμωμένο τον τύπο έτσι ώστε να πνίξουν κάθε φωνή που θα εξέφραζε τα αντιπολεμικά και βαθιά αντικαθεστωτικά αισθήματα του κινεζικού λαού και θα υπονόμευε το «ηθικό του στρατεύματος».
Εκτός από τον έλεγχο του τύπου, η εποχή της επίθεσης προϋποθέτει για τον κινέζικο σοσιαλιμπεριαλισμό την πλήρη προσαρμογή της οικονομίας στις ανάγκες της στρατηγικής της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που ένα κομμάτι του πηγαίνει στις όλο και πιο υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες. Έτσι το καθεστώς έχει βαλθεί να κατασκευάζει διαρκώς νέα εργοστάσια στην επαρχία, ιδιαίτερα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και χημικής βιομηχανίας, συχνά σε βάρος των αγροτών που βλέπουν τις περιουσίες τους να κατάσχονται ετσιθελικά από τις αρχές. Οι αγροτικές εξεγέρσεις αποτελούν συχνό φαινόμενο στη σημερινή Κίνα. Τέτοια ήταν και η εξέγερση στην επαρχία Σιτσουάν τον προπερασμένο Δεκέμβρη, όπου περίπου 100.000 αγρότες κατέλαβαν τα γραφεία της κομητείας Χανιουάν κι ανέστειλαν τις εργασίες για την κατασκευή φράγματος που θα δέσμευε τις περιουσίες τους. Προηγούμενα είχαν απευθύνει πάμπολλες εκκλήσεις προς τις αρχές διαμαρτυρόμενοι ενάντια στην πραξικοπηματική πρακτική των υποχρεωτικών κατασχέσεων. Χρειάστηκαν τουλάχιστον 10.000 παραστρατιωτικοί για να καταπνιγεί η εξέγερση.
Κι αυτή ήταν μία από τις δεκάδες χιλιάδες εξεγέρσεις που γεννούνται κάθε χρόνο στη σοσιαλφασιστική Κίνα. Το σοσιαλφασιστικό καθεστώς είναι τόσο μισητό στις μάζες ώστε συνέχεια ξεπετάγονται αυθόρμητες εξεγέρσεις παντού και με διάφορες αφορμές. Το Νοέμβρη του 2004, για παράδειγμα, οικοδόμοι επιτέθηκαν σε αστυνομικό τμήμα και σκότωσαν δύο αστυνομικούς ύστερα από μία κυκλοφοριακή διένεξη στην κομητεία Γουανρόνγκ της επαρχίας Σανσί. Λίγες μέρες αργότερα σημειώθηκε εξέγερση στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ και πυρπολήθηκε σταθμός διοδίων όταν μια γυναίκα διαμαρτυρήθηκε ότι την είχαν υπερχρεώσει για να περάσει μια γέφυρα. Στα μέσα του επόμενου μήνα στην ίδια επαρχία εξεγέρθηκαν 50.000 εσωτερικοί μετανάστες όταν η αστυνομία συνέλαβε ένα 15χρονο μετανάστη που είχε κλέψει ένα ποδήλατο και τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 1-1-05).
Για να δώσουμε μια πιο σαφή εικόνα των πραγματικών διαθέσεων των κινεζικών μαζών μα και των γεγονότων που συγκλονίζουν καθημερινά την Κίνα θα επιχειρήσουμε εδώ μια περιγραφή της εξέγερσης που συγκλόνισε το λιμάνι Γουανζού επί του ποταμού Γιανγκ-Τσε στις 18 Οκτώβρη του 2004. Τα στοιχεία είναι παρμένα από τη Νιου Γιορκ Τάιμς της 1-1-05:
Όλα ξεκίνησαν όταν ο 57χρονος αχθοφόρος Γιου Ζικουί, που τριγύριζε μ’ ένα στύλο (ισοζύγιο) φορτωμένος στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης μαζεύοντας τρίχες απ’ τα κομμωτήρια για να τις πουλήσει, λέρωσε κατά λάθος μια γυναίκα με την πραμάτεια του. Εκείνη αντέδρασε λέγοντας: «Έ, χαμάλη, με γέμισες βρώμα σε όλο μου το παντελόνι!». Γυρίζοντας το κεφάλι του ο αχθοφόρος είδε έναν καλοντυμένο άντρα, που στην πραγματικότητα ήταν ο σύζυγός της, να του λέει: «Τι κοιτάς χωριάτη;» Τότε εκείνος απάντησε ήρεμα: «Εργάζομαι έτσι για να μπορούν ο γιος μου κι η κόρη μου να ντύνονται καλύτερα από μένα, γι’ αυτό μη με περιφρονείτε. Πουλάω τη δύναμή μου έτσι όπως μια πόρνη πουλά το κορμί της». Αυτό το τελευταίο φαίνεται ότι άγγιξε ευαίσθητες χορδές της συγκεκριμένης κυρίας γιατί ευθύς αμέσως τον άρπαξε από το γιακά και τον χαστούκισε στο αυτί. Χωρίς να περιμένει, ο σύζυγός της άρπαξε τον στύλο του Γιου κι άρχισε να τον χτυπά μ’ αυτόν στα πόδια και την πλάτη. Και μπροστά στο περίεργο πλήθος που είχε αρχίσει να μαζεύεται γύρω από τον πεσμένο άντρα, ο καλοντυμένος κύριος φώναξε: «Είμαι δημόσιος αξιωματούχος. Αν αυτός ο τύπος μου προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα θα πληρώσω 20.000 κουάι και θα τον ξεκάνω».
Αμέσως κατέφθασε η αστυνομία που επεχείρησε να απομακρύνει τους πρωταγωνιστές της διαμάχης. Ο κόσμος όμως είχε εξοργιστεί με την αυθάδη συμπεριφορά του αξιωματούχου και ήθελε άμεσα να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οι συγκεντρωμένοι έσπασαν τα τζάμια του περιπολικού που μετέφερε το ζευγάρι, ενώ αργότερα, στις 6:00 μ.μ., περικύκλωσαν μια κλούβα κι αφού χτύπησαν τους επιβαίνοντες αστυνομικούς με τούβλα αναποδογύρισαν το όχημα και το πυρπόλησαν. Στη συνέχεια ανέλαβαν τον έλεγχο του πυροσβεστικού οχήματος που κατέφτασε στον τόπο των συγκρούσεων και το αχρήστευσαν οδηγώντας το καταπάνω σε τοίχο. Κατά τις 8:00 μ.μ. το εξοργισμένο πλήθος είχε συγκεντρωθεί έξω από το αυστηρά φυλασσόμενο κτίριο της νομαρχίας Γουανζού φωνάζοντας να τους παραδώσουν τον τραμπούκο αξιωματούχο ενώ οι αρχές καλούσαν από τα μεγάφωνα τον κόσμο να διαλυθεί. Αντί να υπακούσουν, οι εξεγερθέντες σχημάτισαν μία σειρά που έφτανε μέχρι την πιο κοντινή οικοδομή κι άρχισαν να μεταφέρουν τσιμεντόλιθους, τους οποίους θρυμμάτισαν κι άρχισαν να ρίχνουν προς τους αστυνομικούς. Κάποια στιγμή οι τελευταίοι υποχώρησαν και το κτίριο καταλήφθηκε από τους διαδηλωτές. Τα τζάμια έσπασαν, τα επίσημα έγγραφα σκίστηκαν ενώ οι υπολογιστές και τα έπιπλα λεηλατήθηκαν και το κτίριο παραδόθηκε στις φλόγες. Γύρω στις 3:00 μ.μ. κατέφθασαν οι παραστρατιωτικές δυνάμεις και διέλυσαν τους εναπομείναντες χιλιάδες με εξαιρετικά βάρβαρο τρόπο. «Σε χτυπούσαν ακόμη κι όταν γονάτιζες μπροστά τους», εξιστορεί ένας αυτόπτης.
Την επομένη η επίσημη τοπική κομματική εφημερίδα διακήρυττε ότι: «Η κυβέρνηση της νομαρχίας επέδειξε τη σκληρή διοικητική της ικανότητα σε μια κρίσιμη στιγμή. Αυτό το περιστατικό προκλήθηκε από μια χούφτα υποκινητών με ποταπά κίνητρα που μετέτρεψε μια διαφορά του δρόμου σε μαζική στάση». Ο Γιου Ζικουί τέθηκε υπό περιορισμό στο νοσοκομείο για πολλές μέρες ενώ στα παιδιά του οι αρχές συνέστησαν να αποφύγουν τα μέσα ενημέρωσης. Για το σκοπό αυτό μάλιστα τους δόθηκε άδεια για να πάνε διακοπές. Στη συνέχεια εξανάγκασαν τον 57χρονο άντρα να εμφανιστεί στην τηλεόραση και να προβεί σε φιλοκυβερνητικές δηλώσεις. «Μου είπαν να δώσω έμφαση στη σημασία του νόμου και της τάξης. Μου είπαν απλώς να απαντάω στις ερωτήσεις και να μη λέω τίποτ’ άλλο», θυμάται ο Γιου. «Ας αφήσουμε να το χειριστεί ο νόμος. Όλοι πρέπει να μείνουν σπίτια τους», είπε ο άνθρωπος αυτός που πάντως είχε αρκετό κουράγιο και θυμό ώστε με τη συμπεριφορά του να προκαλέσει μια ολόκληρη εξέγερση.
Όμως οι μάζες αυτού του επαναστατικού και ανυπότακτου λαού συσσωρεύουν θυμό και κάποια στιγμή το λαομίσητο καθεστώς δε θα μπορεί πλέον να διασώσει τους αξιωματούχους του από τη δίκαιη οργή τους. Τότε το καθεστώς θα καταρρεύσει σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα.