Η θέση της ΟΑΚΚΕ για την απεργία της 15 του Μάρτη
ή
Γιατί δεν συμμετέχουμε στην επίδειξη ισχύος των κρατικο-κομματικών στρατών
H απεργία που κηρύσσουν η ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΠΑΜΕ για τις 15 του Μάρτη είναι μια ακόμα αντιδραστική επίδειξη ισχύος των κρατικο-κομματικών στρατών των 4 κοινοβουλευτικών κομμάτων και πιο πολύ του ψευτοΚΚΕ, επίδειξη που δεν έχει καμιά σχέση με τα πραγματικά αιτήματα της εργατικής τάξης και τους αγώνες της. Εννοείται ότι η ΟΑΚΚΕ δεν θα συμμετέχει σε αυτήν την επίδειξη και μάλιστα θα την καταγγείλει, αλλά πάντα με τον ίδιο περιορισμό, ότι σε ορισμένους χώρους δουλειάς που η εκφρασμένη θέληση των εργαζομένων θα είναι να συμμετέχουν στην απεργία οι σύντροφοί μας θα συμμετέχουν σε αυτήν παρά τη διαφωνία τους με αυτήν, στα πλαίσια της ενότητας της τάξης στη βάση.
Η απεργία στις 15 του Μάρτη θα είχε νόημα μόνο αν επικεντρωνόταν στο ζήτημα της εθνικής συλλογικής σύμβασης για τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά κανένας δεν την επικεντρώνει εκεί. Ως συνήθως οι διοργανωτές κατεβάζουν έναν κουβά αιτημάτων, για να πνίγουν μέσα σε αυτόν το κάθε φορά επίμαχο και κεντρικό ζήτημα, και να διαπραγματεύονται στο παρασκήνιο με τις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης τα βαθύτερα και πάντα αντιδραστικά αιτήματα των χειρότερων από αυτές τις μερίδες τις οποίες οι σημερινοί κρατικο-κομματικοί εργατοπατέρες εκπροσωπούν.
Στην πραγματικότητα η εθνική συλλογική σύμβαση είναι μόνο ένα δόλωμα, με το οποίο οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ και τα τάγματα εφόδου του ΠΑΜΕ τραβάνε μερικούς εργαζόμενους, κυρίως του δημόσιου τομέα, στην απεργία τους. Αν δει κανείς τη ΓΣΕΕ θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει αίτημα για το ποσό της αύξησης στο κατώτατο μεροκάματο που αυτή διεκδικεί, αλλά μόνο τα γενικά αιτήματα ενάντια στο «νεοφιλελευθερισμό», που σημαίνει ενάντια αποκλειστικά στο ιδιωτικό κεφάλαιο και όχι ενάντια στην κρατικο-φασιστική ακρίδα και κυρίως ενάντια στους κάθε είδους σαμποταριστές της βιομηχανικής ανάπτυξης. Όσο για το ΠΑΜΕ αυτό είναι ακόμα χειρότερο γιατί, σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη ρώσικη γιορτή του για την καταστροφή του Ιράκ, προβάλει ένα «αίτημα» 1300 Ευρώ για το κατώτατο μεροκάματο. Με αυτό το αίτημα γελοιοποιεί «από τα αριστερά» κάθε πάλη για την πρακτική πραγματική ύψωση του ελάχιστου μεροκάματου των 570 Ευρώ μέσα στους δοσμένους ταξικούς συσχετισμούς, αλλά και μέσα στις πραγματικές δυνατότητες της παραγωγής της υλικής ζωής. Όταν δηλαδή ζητάει κανείς αύξηση 130% την ώρα που οι διαπραγματεύσεις με τον ΣΕΒ γίνονται σε δεκάδες φορές κατώτερη βάση αυτό σημαίνει ότι η απεργία δεν έχει σαν πραγματικό στόχο να ενισχύσει την εργατική πλευρά στην διαπραγμάτευση αλλά να δείξει την αδιαφορία της για κάθε διαπραγμάτευση.
Αυτό που ενδιαφέρει τη ΓΣΕΕ
και κυρίως το ΠΑΜΕ σε αυτή την 24ωρη απεργία από γενική πλευρά είναι, όπως και
σε κάθε άλλη τέτοια απεργία, να θυμίσουν στο σύνολο της αστικής τάξης, αλλά
και στο λαό ότι οι 4 κρατικο-κομματικές συμμορίες με επικεφαλής το ψευτοΚΚΕ
ελέγχουν την οικονομική ζωή της χώρας γιατί έχουν τη δυνατότητα να νεκρώνουν
τις συγκοινωνίες, τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια, έστω και για 24 ώρες.
Από ειδική πλευρά ειδικά σε αυτήν την απεργία το ΠΑΜΕ και η ΓΣΕΕ θέλουν να δείξουν
στους ιδιοκτήτες των τραπεζών ότι αυτοί, δηλαδή η σάπια μέχρι το μεδούλι και
απομονωμένη ΟΤΟΕ είναι το πραγματικό αφεντικό και ο διαχειριστής της εργατικής
δύναμης των τραπεζοϋπαλλήλων και όχι οι τραπεζίτες, ούτε βέβαια τα επί μέρους
συνδικάτα των τραπεζών. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και στο ΠΑΜΕ σε αυτήν
την απεργία είναι στο ζήτημα των ΔΕΚΟ. Εδώ και μήνες μια ισχυρή μερίδα της ΓΣΕΕ
που εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ των ΔΕΚΟ δίνει έμφαση και αντιστέκεται στις νέες νομοθετικές
ρυθμίσεις που συντρίβουν τον συνδικαλισμό στις ΔΕΚΟ γιατί αντιστέκεται στη νέα
ανατολική ολιγαρχία που ετοιμάζεται να τις αγοράσει. Το ΠΑΜΕ αντίθετα σαν πολιτικός
εκπρόσωπος αυτής της ολιγαρχίας δεν δίνει δεκαράκι για την καταστροφή του συνδικαλισμού
των ΔΕΚΟ και αφήνει τους εργαζόμενους εκεί στη μοίρα τους.
Όμως αυτή η διαφορά, δηλαδή αυτή η σχετικά μεγαλύτερη έμφαση της ΓΣΕΕ και των
ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, που αποτελούν την ηγεσία της, στις ΔΕΚΟ δεν σημαίνει ότι πρέπει
οι εργαζόμενοι να ακολουθήσουν την απεργία της ΓΣΕΕ. Αυτό όχι μόνο γιατί η αντίσταση
στην καταστροφή των ΔΕΚΟ δεν είναι ακόμα η κύρια αλλά η δευτερεύουσα πλευρά
της ΓΣΕΕ και αυτής της απεργίας, αλλά γιατί τέτοιες απεργίες δεν είναι απεργίες
που αντιπροσωπεύουν τις πλατιές εργαζόμενες μάζες. Άλλωστε οι εργαζόμενοι δεν
περιμένουν στο ζήτημα αυτό να τους πούμε εμείς και οποιαδήποτε άλλη πρωτοπορία
τι πρέπει να κάνουν.
Στην πραγματικότητα τα «πρέπει» εδώ προ πολλού δεν έχουν κανένα νόημα. Το «πρέπει» ή το «δεν πρέπει» έχει νόημα όταν η τάξη ταλαντεύεται ανάμεσα στο να συμμετέχει και στο να μη συμμετέχει. Εδώ και πολλά χρόνια δεν ταλαντεύεται. Έχει αποφασίσει να μη συμμετέχει και δεν συμμετέχει στη συντριπτική της πλειοψηφία. Δεν συμμετέχει ούτε στις 24ωρες, ούτε στις 48ωρες, ούτε σε καμιά από τις γενικές απεργίες των ΓΣΕΕ και ΠΑΜΕ, ούτε καν στις πρωτομαγιές όταν αυτές μεταφέρονται σε εργάσιμη μέρα από τα επίσημα συνδικάτα. Η κυρίως εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή το προλεταριάτο που δεν έχει κανένα κομμάτι πολιτικής εξουσίας, δηλαδή που δεν έχει κανενός είδους συμμετοχή στη νομή του κράτους δεν απεργεί και δεν εκπροσωπείται από τη ΓΣΕΕ και το ΠΑΜΕ. Από τη ΓΣΕΕ και το ΠΑΜΕ εκπροσωπείται μόνο ένα τμήμα, ένα όλο και πιο μικρό, πιο παρασιτικό και πιο μικροαστικό τμήμα της κρατικής υπαλληλίας και της υπαλληλίας των ΔΕΚΟ. Βεβαίως τόσο η ΓΣΕΕ όσο και το ΠΑΜΕ ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν και το προλεταριάτο του ιδιωτικού τομέα που θα ήθελε τάχα αλλά δεν μπορεί να απεργήσει γιατί φοβάται την εργοδοσία. Σύμφωνα με αυτούς η υπαλληλία του κυρίως κράτους και των ΔΕΚΟ δεν έχει λόγους να φοβάται την εργοδοσία της λόγω μονιμότητας οπότε απεργεί και για λογαριασμό αυτών που δεν μπορούν.
Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική.
Το προλεταριάτο του ιδιωτικού τομέα φοβάται την εργοδοσία του αλλά φοβάται γιατί
δεν έχει συνδικαλιστική οργάνωση και δεν έχει συνδικαλιστική οργάνωση γιατί
οι κρατικο-κομματικοί εργατοπατέρες, από τη μια το παρέδωσαν φτηνό και εθνοτικά
διασπασμένο στην εργοδοσία του, από την άλλη, και ακόμα χειρότερα, επεχείρησαν
στο όνομα της αντικαπιταλιστικής πάλης να το στρέψουν ενάντια στις παραγωγικές
δυνάμεις που αυτό κινούσε, δηλαδή ενάντια στην ύπαρξη του σαν τάξη ακόμα και
σα φυσική ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το προλεταριάτο του ιδιωτικού
τομέα οργανωνόταν και έπαυε να φοβάται την εργοδοσία του, πάλι δεν θα αναγνώριζε
τους υπονομευτές αυτούς και προβοκάτορες σαν ηγέτες του και δεν θα απεργούσε
κάτω από τη δικιά τους σημαία, αλλά θα έφτιαχνε τους δικούς του εκπροσώπους
μέσα από τη δική του ταξική σύγκρουση και οργάνωση. Μάλιστα σε αυτή την περίπτωση
θα τους αναγνώριζε λιγότερο και από όσο τους αναγνωρίζει σήμερα. Γιατί σήμερα
τους βλέπει από μια άποψη, και αναπόφευκτα, σα μεσάζοντες ανάμεσα στο ίδιο και
στην κάθε φορά κυβέρνηση και την κάθε φορά εργοδοσία. Αν όμως οργανωθεί θα τους
δει σαν εχθρούς. Στην πραγματικότητα η συμμετοχή της πλατειάς εργατικής μάζας
σε νέους ταξικούς αγώνες έχει σαν προϋπόθεση τη σύγκρουση του με τους σημερινούς
επίσημους μεσολαβητές δήθεν εκπροσώπους του. Αυτή η σύγκρουση θα αρχίσει, ήδη
έχει αρχίσει σε επί μέρους χώρους δουλειάς, όπου συνήθως δεν ξεσπάνε μαζικά
κινήματα ενάντια στην εργοδοσία και τους κρατικο-κομματικούς εγκάθετους, αλλά
αυθόρμητες μικρής κλίμακας εξεγέρσεις. Εκεί θα κριθούν τα πράγματα για το εργατικό
κίνημα στο μέλλον και θα κριθούν κυρίως από ένα ζήτημα: από το αν θα μπορέσει
να ενωθεί σε αυτούς τους στοιχειώδεις αγώνες το ντόπιο με το μεταναστευτικό
προλεταριάτο που οι διοργανωτές της 15 του Μάρτη φρόντισαν με τόση τέχνη και
τόσο βαθιά να διασπάσουν, διασπώντας το ίδιο το μεροκάματο. Αν οι διοργανωτές
της 15 του Μάρτη αποδεικνύονται ορκισμένοι εχθροί της εργατικής τάξης είναι
γιατί δεν φρόντισαν να υπάρχει και εδώ ένα σύνθημα που πρέπει να έρχεται πριν
από κάθε άλλο εργατικό σύνθημα στη σημερινή φάση για να ενώνει την τάξη, το
οικονομικό σύνθημα: «Όχι στο σπάσιμο του μεροκάματου - Ίσο μεροκάματο για ίση
δουλειά» που να συνοδεύεται από το πολιτικό μίνιμουμ δημοκρατικό σύνθημα: «Πολιτικά
δικαιώματα και πρώτα απ’ όλα μόνιμη παραμονή στους μετανάστες».