ΚΙΝΗΣΗ “ΠΑΙΔΕΙΑ ΓΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ”

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΠΟΣΔΕΠ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΗΣ

Η Κίνηση “Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη” ανοίχτηκε για πρώτη φορά στα ΑΕΙ με αφορμή την διασπαστική απεργία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των ΑΕΙ, την ΠΟΣΔΕΠ. Το παρακάτω αναλυτικό κείμενο των θέσεών της διακινήθηκε πανελλαδικά σε ένα μεγάλο μέρος των πανεπιστημιακών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η απήχηση ήταν εξαιρετική. Το site της κίνησης (http://www.kpad.gr, e-mail: [email protected]), που είναι καινούργιο και ουσιαστικά λειτουργεί δύο μήνες, μέσα σε λίγες ημέρες μετά την αποστολή του κειμένου δέχθηκε έναν πρωτοφανή αριθμό επισκέψεων, συγκεκριμένα 9000 επισκέψεις από τους πανεπιστημιακούς! Το ενδιαφέρον για τις θέσεις μας όχι μόνο στα πανεπιστήμια, όπου ξεπέρασε κάθε προσδοκία, αλλά και στην μέση εκπαίδευση που έχουμε μια πιο συγκεκριμένη παρουσία αυξάνει κατακόρυφα και αντίστροφα ανάλογα με την χρεοκοπία της σαμποταριστικής εκπαιδευτικής πολιτικής των τεσσάρων κομματικών ηγεσιών, ιδιαίτερα της πολιτικής του σοσιαλφασισμού, της ΟΛΜΕ, της ΠΟΣΔΕΠ και της ΔΟΕ. Ακολουθεί το κείμενο που στάλθηκε στους πανεπιστημιακούς.
Η ΠΟΣΔΕΠ προβάλλει το απεργιακό αίτημα για αύξηση των κρατικών κονδυλίων στην έρευνα και μόνο στη βασική στο 1,5% του ΑΕΠ καθώς και την ετήσια αύξησή τους στο 20% όχι γιατί θέλει πραγματικές επενδύσεις στην έρευνα αλλά γιατί θέλει να αρπάξει την έρευνα και τα κονδύλια της από το κράτος και να αφανίσει κάθε κρατική έρευνα και κάθε ερευνητική απόπειρα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Αυτό θα το αποδείξουμε παρακάτω. Με τον ίδιο τρόπο εννοεί η ΠΟΣΔΕΠ και την αύξηση των κονδυλίων που ζητά στο 5% του ΑΕΠ για όλη την εκπαίδευση. Το απεργιακό αίτημα για δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα πρέπει να εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις λειτουργίας των νέων τμημάτων που δημιουργούνται στα ΑΕΙ πριν τα ανοίγει φαίνεται λογικό. Όμως πρόκειται για άλλη μια εκμετάλλευση μιας υπαρκτής κατάστασης και ευκαιρία για σπέκουλα από την ΠΟΣΔΕΠ.
Εμείς ρωτάμε: Πότε η ΠΟΣΔΕΠ και τα δύο κόμματα της ψευτοαριστεράς συμφώνησαν στη δημιουργία ενός νέου τμήματος και ενός νέου μεταπτυχιακού; Ποτέ. Σαμποτάρουν σταθερά το ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ που χρηματοδοτεί όλη την ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική στη χώρα. Θυμίζουμε τα τάγματα εφόδου της ψευτοαριστεράς και τις μπούκες τους σε διάφορα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Θυμίζουμε την ανοιχτή φασιστική βία με την συνεργασία του Σημίτη με την οποία η δήθεν αριστερά κατήργησε τα ευρωπαϊκά Προγράμματα Σπουδών Επιλογής της δια βίου εκπαίδευσης που προέβλεπαν 100.000 θέσεις φοιτητών. Θυμίζουμε τις αποδεδειγμένες δολοφονικές απόπειρες ενάντια στον δημοκρατικό πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης Δ. Σωτηρόπουλο και στον καθηγητή Κασδοβασίλη. Σήμερα η ΠΟΣΔΕΠ βάζει σαν απεργιακό αίτημα τον έλεγχο των νέων ΠΣΕ από την ίδια. Το κύριο ζήτημα γι’ αυτήν είναι το μοίρασμα της λείας που αποτελείται από πελώρια ποσά. Κεντρικό πολιτικό αίτημα της ΠΟΣΔΕΠ είναι να μην γίνεται καμιά αξιολόγηση, κανένας έλεγχος. Γι’ αυτό διαμαρτύρεται και κάνει κεντρικό πολιτικό ζήτημα το γεγονός ότι η υπουργός παιδείας ζήτησε τα πρακτικά του ΕΜΠ όταν αυτό αποφάσιζε για την μη συμμόρφωση του στον νόμο πλαίσιο.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΒΑΣΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ

Σύμφωνα με το απεργιακό αίτημα της ΠΟΣΔΕΠ η έρευνα στα AEI πρέπει να είναι η βασική και όχι η εφαρμοσμένη. Η χώρα μας όμως μπορεί να κάνει κυρίως εφαρμοσμένη έρευνα που είναι πιο εύκολη και πιο προσιτή στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, αλλά και πιο κοντά στις ανάγκες της παραγωγής. Η βασική έρευνα απαιτεί όχι μόνο μια κρίσιμη ελάχιστη μάζα κεφαλαίων, εργαστηρίων, επενδύσεων και ερευνητικών ομάδων που δύσκολα μια μικρή χώρα μπορεί να τα διαθέτει, πόσο μάλλον μια Ελλάδα στην οποία η έρευνα, κάθε έρευνα, έχει υπονομευτεί εδώ και δεκαετίες και στην οποία έχει κυρίως υπονομευτεί η σύγχρονη ανεπτυγμένη βιομηχανία. Μόνο μια τεχνολογία που θα συνδεόταν με αυτήν την βιομηχανία θα μπορούσε να ενσωματώνει στην παραγωγή τους νέους νόμους που ανακάλυψε η βασική αυτή έρευνα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι μικρές χώρες δεν πρέπει να ασχολούνται με την βασική έρευνα. Εξάλλου ο απόλυτος διαχωρισμός της έρευνας σε βασική και εφαρμοσμένη από την ΠΟΣΔΕΠ είναι τεχνητός και έχει πολιτική σκοπιμότητα όπως θα δούμε παρακάτω. Η ανακάλυψη των νόμων της φύσης είναι ούτως η άλλως συγκλονιστική όχι μόνο για τον ερευνητή αλλά και για όλη την κοινωνία, για όλο τον πολιτισμό. Επιμέρους ανακαλύψεις της βασικής έρευνας μπορεί να ενσωματωθούν στην παραγωγή και από τις μικρές χώρες και αυτές οι χώρες μπορούν ασφαλώς να συμμετέχουν στη βασική έρευνα στα πλαίσια ευρύτερων διεθνών δικτύων συνεργασίας. Για παράδειγμα η αποκωδικοποίηση του DΝΑ χρειάστηκε την συνεργασία σχεδόν όλου του πλανήτη.
Η χώρα μας μπορεί να συμμετέχει σήμερα σε σοβαρή βασική έρευνα μόνο με την συμμετοχή των ελλήνων ερευνητών και του επενδυμένου ερευνητικού κεφαλαίου στα ερευνητικά δίκτυα της ΕΕ. Σ’ αυτά τα δίκτυα ενώνονται ομάδες εργαστηρίων και επενδύσεις από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώνονται σε μεγάλη κλίμακα όλες οι κρίσιμες υλικές και πνευματικές δυνάμεις που απαιτούνται για μια σύγχρονη βασική έρευνα. Το διασπασμένο γεωγραφικά αλλά ενιαίο επιστημονικά εργαστήριο της ΕΕ ακολουθεί γενικά στην ανάπτυξή του το διασπασμένο γεωγραφικά εργοστάσιο της ΕΕ. Η ΠΟΣΔΕΠ όμως απορρίπτει την ευρωπαϊκή βασική έρευνα όπως και την εφαρμοσμένη γιατί απορρίπτει την ενότητα των ευρωπαϊκών παραγωγικών δυνάμεων και την πολιτική ενότητα των χωρών. Η ΠΟΣΔΕΠ θέλει μια αποκαθαρμένη από το «μίασμα» της ΕΕ και του κεφάλαιου ελληνική κρατική έρευνα χωρίς διεθνή επιστημονική συνεργασία όταν είναι στους πάντες γνωστό ότι το απομονωμένο άτομο-ερευνητής έχει σχεδόν εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από την ερευνητική ομάδα που είναι πια σε όλο τον πλανήτη ο συλλογικός ερευνητής.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ δεν έχει κανένα επιστημονικό ενδιαφέρον για κανένα είδος έρευνα, ούτε και για την βασική έρευνα που ζητά με την απεργία της. Το αίτημά της για βασική έρευνα και μάλιστα αποκλειστικά κρατική είναι δόλιο, είναι η εφαρμογή της πολιτικής γραμμής της δήθεν αριστεράς για το σαμποτάρισμα της μόνης έρευνας που μπορεί πολύ πιο αποτελεσματικά σε αυτή τη φάση να διεξάγει η χώρα, της εφαρμοσμένης.
Το κουσούρι που βρίσκουν τα αντιδραστικά κινήματα και η κάθε ΠΟΣΔΕΠ στη γνώση των θετικών επιστημών, είναι το εξής ιδεολόγημα: ότι η νέα γνώση αυξάνει τα κέρδη του κεφαλαίου. Αυτή είναι μια βαθιά αντιδραστική και μάλιστα αντιμαρξιστική θέση. Η μόνη ιδιότητα του κεφάλαιου που δεν έρχεται σε σύγκρουση αλλά επιταχύνει την πρόοδο της κοινωνίας και μάλιστα αναπτύσσει άθελά της τις προϋποθέσεις της κοινωνικής απελευθέρωσης είναι η διαρκής επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και ανάμεσά τους των δυνάμεων της επιστήμης. Για τους μαρξιστές οι επιστήμες της φύσης δεν έχουν ταξικό περιεχόμενο. Δεν έχουν δηλαδή καθαυτές καμιά ιδιότητα απομύζησης της υπεραξίας. Η υπεραξία παράγεται από την εργασία με την ένωσή της με τα μέσα παραγωγής στα οποία ενσωματώνονται οι επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις.


Η ΠΟΣΔΕΠ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Οι πρυτάνεις για πρώτη φορά έκαναν μια συστηματική πρόταση που έχει πολλά θετικά σημεία. Στο σύνολό της η πρόταση αυτή αφαιρεί μια τεράστια ποσότητα βούρκου από τα πανεπιστήμια, βούρκο που έχει συσσωρευτεί από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τις κυβερνήσεις που την υποστηρίζουν. Αυτή την πρόταση την πολεμάει η ΠΟΣΔΕΠ και οι κομματικές ηγεσίες αλλά και η ίδια η υπουργός που πιέζεται από τον Καραμανλή. Στο site της κίνησης υπάρχει σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας αρκετά ενημερωτικό.
Το χτύπημα που δίνουν οι καθεστωτικοί σκοταδιστές τύπου ΠΟΣΔΕΠ στην έρευνα δεν προέρχεται μόνο από την άρνησή αυτής καθεαυτής της εφαρμοσμένης έρευνας καθώς και της βιομηχανικής ανάπτυξης που βρίσκεται στη βάση της. Μια άλλη αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της έρευνας είναι η εκπαίδευση, ο βαθμός κατάκτησης της γνώσης, το υψηλό επιστημονικό επίπεδο των μαζών και η ιδεολογική τους στάση απέναντι στην επιστήμη. Αυτό είναι πολιτικό ζήτημα και αποτελεί και μια προτεραιότητα της Ε.Ε. Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με επικεφαλής τους σκοταδιστές της ψευτοαριστεράς εκτός από την αποβιομηχάνιση υπονομεύουν συστηματικά τις όποιες προσπάθειες που οδηγούν σ’ αυτή την κοινωνική κατάκτηση. Με τον τρόπο αυτό έχουν εμποδίσει την πραγματική ένταξη της χώρας σε μια καλή θέση στον διεθνή τεχνολογικό καταμερισμό και ειδικότερα σ’ αυτόν της ΕΕ. Το σαμποτάζ σ’ αυτό τον τομέα συνίσταται στη δημιουργία μιας μόνιμης αναντιστοιχίας μεταξύ της σύγχρονης υπό διαμόρφωση τεχνολογικής βάσης της παραγωγής από τη μια μεριά και των υλικών και πνευματικών αναγκών της κοινωνίας από την άλλη. Ο στόχος είναι η απομάκρυνση της χώρας από την ανάπτυξη και η συντριβή της για να αποσπαστεί πολιτικά και υλικά-παραγωγικά από την ΕΕ και να παραδοθεί στο τέλος χωρίς αντιστάσεις σαν απλός υποτελής στον σοσιαλιμπεριαλισμό και τον ανατολικό νεοναζιστικό άξονα Ρωσίας-Κίνας. Το σαμποτάρισμα της έρευνας και το μίσος στην σύγχρονη γνώση διαχέεται από τα ΑΕΙ σε όλη την εκπαίδευση. Τα ΑΕΙ, για την ακρίβεια η ΠΟΣΔΕΠ, που είναι ο συλλογικός εκφραστής και οργανωτής του χειρότερου υπαλληλικού παρασιτικού πνεύματος μέσα στα πανεπιστήμια, συνεπικουρούμενη από τις πολιτικά ταυτόσημες με αυτήν φοιτητικές παρατάξεις αποτελεί το κέντρο της υπονόμευσης της έρευνας, το κέντρο της γενικότερης αποσύνδεσης της θεωρίας από την πράξη, το αντιεπιστημονικό κέντρο της χώρας.
Το ζήτημα που μπαίνει είναι πως συσπειρώνει η ΠΟΣΔΕΠ με αυτή την απανθρωπιά τους πανεπιστημιακούς που έχει γύρω της έστω και σαν μια μειοψηφία. Αυτό το επιτυγχάνει με την διαφθορά και την καλλιέργεια των χειρότερων πλευρών που διαθέτει ο άνθρωπος. Το παράλογο αίτημα της προτεραιότητας της βασικής έρευνας πάνω στην εφαρμοσμένη ενώ η χώρα μπορεί να αναπτύξει στην κύρια πλευρά της την εφαρμοσμένη είναι μια προσφορά στους χειρότερους πανεπιστημιακούς γιατί τους εξασφαλίζει την λούφα, τον χρηματισμό και την ανυπαρξία σχεδόν αξιολόγησης και ελέγχου από το κράτος ακόμα και σε ένα βαθμό και από την επιστημονική κοινότητα.. Γιατί κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει ούτε και να ελέγξει εύκολα επιστημονικά, τεχνικά και οικονομικά έναν ερευνητή της βασικής έρευνας για το ότι δεν ανακάλυψε μια νέα νομοτέλεια της φύσης. Μια τέτοια ανακάλυψη είναι πάρα πολύ δύσκολη γι’ αυτό συμβαίνει σε βάθος χρόνου με επένδυση πελώριας συλλογικής προσπάθειας και σπάνια. Τα πράγματα είναι αντίθετα στην εφαρμοσμένη έρευνα. Η έρευνα αυτή αντίθετα με την βασική είναι πιο περιορισμένη, γίνεται για να δώσει μια νέα τεχνολογία και γενικά αποτελέσματα σχεδόν άμεσα εφαρμόσιμα. Το προϊόν αυτής της έρευνας ελέγχεται βραχυπρόθεσμα. Όταν ο ερευνητής και η ομάδα του δεν δώσουν λύσεις θεωρείται ότι σχεδόν απέτυχαν. Αν αυτό επαναλαμβάνεται τότε ο ερευνητής δεν είναι καλός. Αντίθετα η αποτυχία στην βασική έρευνα ελέγχεται μόνο στο τέλος. Μόνο οι μέθοδες της βασικής έρευνας μπορούν να αξιολογηθούν ενδιάμεσα, αλλά εδώ μετράει το υποκείμενο του αξιολογητή. Αν ο αξιολογητής είναι το διεφθαρμένο καθεστώς η βασική έρευνα σημαίνει μόνο αιώνια λούφα για τον προαναγγελμένα αποτυχημένο «ερευνητή».
Το αντιδραστικό αντιεπιστημονικό μέτωπο στα ΑΕΙ, ενώ είναι απομονωμένο από την πλατιά πλειοψηφική δημοκρατική βάση των καθηγητών και των φοιτητών, υποστηρίζεται από την κρατική γραφειοκρατία που έχει προσεταιριστεί. Έτσι κρατικά όργανα, όπως είναι οι σύγκλητοι, μαζί με τις αντιδραστικές στην πλειοψηφία τους φοιτητικές παρατάξεις αποφάσισαν να κλείσουν μερικά ΑΕΙ για να δημιουργήσουν ομοιώματα απεργών και την εικόνα μιας πλατιάς απεργιακής κινητοποίησης. Αυτό έγινε στο ΕΜΠ, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, στο καθεστωτικό Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο παρόμοιο Πολυτεχνείο Κρήτης.

Η ΠΟΣΔΕΠ ΑΠΟΡΡΙΠΤΤΕΙ ΚΑΘΕ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η άρνηση της αξιολόγησης των ανώτατων ιδρυμάτων από την ΠΟΣΔΕΠ έχει σαν άμεσο στόχο την αποδιάρθρωση της πολιτικής της ΕΕ για τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, αφού δεν αναγνωρίζει την δυνατότητα αξιολόγησης των πανεπιστημίων. Επειδή η αξιολόγηση αυτή προβλέπεται να γίνεται από τα κράτη μέλη στη βάση των συμφωνημένων ευρωπαϊκών κριτηρίων, θα είναι δηλαδή ταυτόχρονα και μια εθνική αξιολόγηση, η άρνησή της από την ΠΟΣΔΕΠ σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει κανένα είδους έλεγχο από το κράτος. Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ σε ότι αφορά τον έλεγχο των καθηγητών προς τους από κάτω τους, δηλαδή σε ότι αφορά στην αξιολόγηση των φοιτητών, δεν διαφωνεί καθόλου. Η άρνησή της εμφανίζεται μόνο στην οποιαδήποτε αξιολόγηση των ιδρυμάτων και των καθηγητών, είτε από τα πάνω, είτε και από τα κάτω. Θέλουν να αξιολογούν, αλλά να μην αξιολογούνται. Στα λόγια οι καθηγητές δέχονται να αξιολογούνται από τους φοιτητές, αλλά η ΠΟΣΔΕΠ απαιτεί αυτή η αξιολόγηση να μην λαμβάνεται υπ όψιν στις κρίσεις για την προαγωγή τους, όπως πολύ σωστά προβλέπει και θέλει να επιβάλλει ο ευρωπαϊκός έλεγχος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια «αριστερά» που δεν μπορεί να αντέξει και απορρίπτει όχι μόνο τον αστικό έλεγχο από τα πάνω, αλλά και τον πιο λαϊκό έλεγχο από τα κάτω. Τελικά θέλουν να είναι οι ίδιοι η εξουσία, ή μάλλον η ανώτατη βαθμίδα της αστικής εξουσίας. Οι διεθνείς και οι εθνικές κρατικές επιτροπές αξιολόγησης, έχουν βέβαια εξασφαλίσει τον δημοκρατισμό τους με αυστηρά κριτήρια επιλογής προσώπων και διαδικασιών ελέγχου.
Γενικά η άρνηση κάθε αξιολόγησης των ανθρώπινων έργων σημαίνει άρνηση να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και τελικά η σκοπιμότητα και η ωφελιμότητα, που είναι εγγενής σε κάθε εργασιακή δραστηριότητα. Η άρνηση της αξιολόγησης της εργασίας είναι τελικά άρνηση της ίδιας της εργασίας. Επειδή όμως η εργασία είναι ο φυσικός και όχι ο πολιτικός τρόπος ύπαρξης όλων των κοινωνιών, η άρνηση της αξιολόγησης ισοδυναμεί με την τελική αξίωση για την καταστροφή της κοινωνίας, η βαθύτερα για την υποταγή αυτής της κατεστραμμένης κοινωνίας στους μη αξιολογούμενους υπαλλήλους της.

Η αριστερή τοποθέτηση απέναντι στο ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών του πανεπιστημίου, όπως και κάθε εκπαιδευτικού κρατικού υπαλλήλου, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει και να αναλύει μεθοδικά τις δύο αντιφατικές πλευρές των εκπαιδευτών κρατικών υπαλλήλων για να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. Η μια πλευρά είναι αυτή του μισθωτού στην υπηρεσία της αστικής τάξης συνολικά και του κράτους της πιο ειδικά. Η άλλη είναι η αστική πλευρά του εκπαιδευτικού, σαν φορέα όχι μόνο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας που αυτός αναπαράγει μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά κυρίως σαν βασικού υπεύθυνου αυτής της αναπαραγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και σε όλη την κοινωνία.
Αυτή η αντιφατική φύση του καθηγητή μπορεί να ξεπεραστεί με δύο τρόπους: τον δεξιό και τον αριστερό. Ο αριστερός τρόπος είναι να εντάξει ο καθηγητής τον εαυτό του στο λαό στο κεφαλαιώδες ζήτημα του ταξικού περιεχομένου της λειτουργίας του. Μια τέτοια αμφισβήτηση είναι μια επαναστατική πράξη επώδυνη για όσους την αποτολμήσουν και έχει ουσιαστικό πρακτικό αποτέλεσμα μόνο μέσα από μια συνολική πάλη για την επαναστατική ανατροπή της αστικής κρατικής εξουσίας. Μια τέτοια αριστερή στάση σήμερα είναι αδύνατο σήμερα να αρνηθεί τη κρατική αξιολόγηση από τα πάνω, όσο της είναι αδύνατο να αρνηθεί την ταξική αξιολόγηση που ασκεί η ίδια στους μαθητές προς τα κάτω, αλλά και την αξιολόγηση που έχει κάθε μισθωτός στην κοινωνία από τον εργοδότη του.
Ακόμα όμως και στο πιο συνεπές λαϊκό κράτος θα ήταν αναπόφευκτος ο έλεγχος της καθηγητικής μάζας και από τα πάνω και από τα κάτω. Οι προοδευτικοί καθηγητές που θα υπερασπιστούν με τα όπλα της επιστήμης τους μπροστά στο λαό και με το λαό την ανάπτυξη και την έρευνα, την σύνδεση της παραγωγής με το πανεπιστήμιο, τον αστικό και τον προλεταριακό διαφωτισμό, οι καθηγητές που θα συγκρουστούν και θα καταγγείλουν τις αντιδημοκρατικές και υπονομευτικές για όλο το έθνος πολιτικές της καθεστωτικής δήθεν αριστεράς, αυτοί οι καθηγητές δεν μπορεί παρά να έχουν αρνηθεί την ανατολικού γραφειοκρατικού τύπου λειτουργία που τους ανέθεσε το καθεστώς. Αυτοί οι καθηγητές δεν μπορεί παρά να επιδιώκουν όσο γίνεται περισσότερο την αξιολόγηση από τον λαό , να ενώνονται με το λαό και να δέχονται την αξιολόγηση και από τα πάνω όσο η αστική τάξη είναι η τάξη που έχει σήμερα και την ιδιοκτησία και την ευθύνη της διεύθυνσης των μέσων παραγωγής.

Η ΠΟΣΔΕΠ ξεπερνάει την αντίφαση του ρόλου του καθηγητή πανεπιστημίου με τον δεξιό τρόπο. Κανακεύει τους καθηγητές λέγοντάς τους ότι είναι λαός, όχι στην εργασιακή τους σχέση με το κράτος, αλλά στην εκπαιδευτική τους κρατική λειτουργία, δηλαδή εκεί ακριβώς που δεν είναι. Επομένως η καθηγητική συντεχνία θεωρείται από την ΠΟΣΔΕΠ σαν μια ανεξέλεγκτη ελίτ που σαν τέτοια δεν έχει εργοδότη. Οι καθηγητές μέλη αυτής της εξουσίας είναι επομένως ανεξέλεγκτοι και από το κράτος και από τον λαό. Το κύρος και την εξουσία της καθηγητικής θέσης που την δημιουργεί το αστικό κράτος και που την μεταβιβάζει υπό όρους στους καθηγητές, η ΠΟΣΔΕΠ τα ερμηνεύει και τα μετατρέπει στην πράξη σε κύρος και εξουσία που πηγάζει από την κοινωνική λειτουργία των ίδιων των καθηγητών. Τελικά αυτοί λειτουργούν σαν φασιστικό πολιτικό κόμμα. Το φασιστικό κόμμα ισχυρίζεται ότι είναι πάνω από τον λαό και το κράτος, δεν λογοδοτεί σε κανένα και ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί από καμιά τάξη καμιά εξουσία και κανένα λαό, παρά μόνο από τον εαυτό του. Αυτό λεει στην ουσία η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ αλλά και όλο το τετρακομματικό μέτωπο κάτω από την ηγεμονία της δήθεν αριστεράς που στηρίζει την σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Το πρόγραμμα της κρατικής αυτής δήθεν αριστεράς είναι ο παραπέρα έλεγχος του κράτους από δικές της ανεξέλεγκτες υπαλληλικές παρατάξεις. Αυτές οι κομματικές παρατάξεις θα προωθήσουν την αξιολόγηση μόνο εάν στο όνομα της «λαϊκής αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής πάλης» το κομματικό μπλοκ του οποίου αποτελούν μέρος μπορέσει με ένα πραξικόπημα να καταλάβει και να υποτάξει το κράτος στα σχέδιά του. Σε μια τέτοια περίπτωση η αξιολόγηση θα γίνει το πρόγραμμα της εξόντωσης όλων των διαφωνούντων δημοκρατών και έντιμων εκπαιδευτικών. Η ΠΟΣΔΕΠ διαμαρτύρεται ότι με την αξιολόγηση θα επικρατήσει ο «χαφιεδισμός» και η «τρομοκρατία» των αξιολογητών. Η ΟΛΜΕ τους αξιολογητές στην εποχή του νόμου Αρσένη τους ονόμαζε πραιτοριανούς.
Για τους αριστερούς και δημοκράτες καθηγητές το πρόβλημα της τρομοκρατίας, της υποταγής και του χαφιεδισμού πραγματικά υπάρχει και είναι ακολούθημα του κάθε αστικού αξιολογικού ελέγχου. Αλλά η έκταση και η ποιότητα του προβλήματος αυτού δεν κρίνεται από τον γενικό γραφειοκρατικό χαρακτήρα της διοίκησης αλλά από την συγκεκριμένη έκβαση δύο μετώπων της γενικής ταξικής πάλης. Το ένα είναι ποιο τμήμα της αστικής τάξης το μισοδημοκρατικό ή το φασιστικό θα έχει το πάνω χέρι στον έλεγχο του κράτους, οπότε και σε αυτόν τον έλεγχο της αξιολόγησης, και το δεύτερο τι είδους και σε ποια κλίμακα θα ασκεί έλεγχο ο λαός πάνω στους ελεγκτές.
Το πρώτο είναι ένα πολιτικό ζήτημα που λύνεται κυρίως στο σύνολο της κοινωνίας και όχι στο χώρο του πανεπιστημίου ή του σχολείου. Είναι ο γενικός δημοκρατισμός της κοινωνίας που κρίνει ποια τμήματα της αστικής τάξης θα έχουν την εξουσία στο κράτος, οπότε ποια θα έχουν και τον έλεγχο της παιδείας. Σε κάθε περίπτωση ο λαός δεν έχει κανένα λόγο να αναθέσει την εκπαίδευση των παιδιών του, ούτε σε μια φράξια της αστικής τάξης που αποσπά τον έλεγχο της παιδείας χωρίς να την έχει ψηφίσει κανείς γι’ αυτό, ούτε σε μια ανεξέλεγκτη καθηγητική συντεχνία. Αν πάντως οι δημοκράτες πρέπει να διαλέξουν πραιτοριανούς καλύτερα να διαλέξουν ανοιχτούς πραιτοριανούς της αστικής τάξης θεσμικά κατοχυρωμένους και ελεγχόμενους από τα συνταγματικά κρατικά όργανα, παρά κρυφούς πραιτοριανούς που αυτοεξουσιοδοτούνται μέσα από συνδικαλιστικά πραξικοπήματα να κυβερνούν τα πανεπιστήμια και τα σχολεία στο όνομα του λαού, όπως συμβαίνει σήμερα. Όμως το κύριο πρόβλημα στη σημερινή φάση των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών είναι το δεύτερο. Αυτό συνίσταται κατά βάθος στο πως θα προβληθεί ένα προοδευτικό περιεχόμενο του προγράμματος παιδείας. Αυτοί που θα το προβάλουν είναι οι ίδιοι που θα αντισταθούν σε κάθε πραιτοριανή εκτροπή. Πρόκειται για τους μαθητές, τους προοδευτικούς καθηγητές και τη μεγάλη πλειοψηφία των γονιών, δηλαδή για το λαό, που θέλει μια δημοκρατική παιδεία, παιδεία του επιστημονικού πειραματισμού, απαλλαγμένη από τον μεγαλοϊδεατισμό, δεμένη με την παραγωγή και αμείλικτα εχθρική στη νεοελληνική γραφειοκρατική κατάρα.

Η υπαλληλική γραφειοκρατία της ΠΟΣΔΕΠ, της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ ελέγχει τον εκπαιδευτικό κρατικό μηχανισμό σε μεγάλο βαθμό και καταργεί την πολιτική δημοκρατία, όχι απλά σαν ένα αποπροσανατολισμένο κίνημα, παρά σαν απόσπασμα του τετρακομματικού συντονιστικού, δηλαδή τελικά ενός πολιτικού κόμματος κορυφής που προωθεί τον πραξικοπηματισμό και την άρνηση του ελέγχου των αντιδραστικών κρατικοκομματικών συνδικαλιστικών συμμοριών. Η ταύτιση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων με το τμήμα του κράτους που ελέγχουν επιτυγχάνεται με την καλλιέργεια της χειρότερης πλευράς τους, αυτής του κρατικού εντεταλμένου στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και όχι της πλευράς του λαού και διατυπώνεται με το γνωστό αντιδραστικό σύνθημα της «αξιοπρέπειας» των εκπαιδευτικών που τους ξεχωρίζει σαν ανώτερης ποιότητας ανθρώπους από τον υπόλοιπο λαό, σαν μία ελίτ, όπως οι στρατιωτικοί και οι δικαστικοί. Μια τέτοια ελίτ, που ταυτίζεται με το κράτος δεν είναι δυνατόν να λογοδοτεί και να ελέγχεται από αυτόν το λαό, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί να μην ελέγχεται και από το κράτος γιατί το δικό της «κόμμα» είναι ανώτερο και από αυτό το κράτος. Αυτή την στάση πρέπει οι δημοκράτες καθηγητές, φοιτητές, μαθητές, γονείς να συντρίψουν συμμετέχοντας δραστήρια σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής μορφωτικής και συνδικαλιστικής ζωής. Όσο αυτές οι δυνάμεις που έχουν γίνει άρχουσα τάξη και μάλιστα ένα από τα πιο καταπιεστικά κομμάτια της άρχουσας τάξης συνεχίζουν να υπονομεύουν μόρφωση, έρευνα, ανάπτυξη της παραγωγής και πολιτική δημοκρατία δεν βρίσκουν απέναντί τους το λαό, δεν θα υπάρξει μέλλον σε αυτή τη χώρα.
Αθήνα 22/3/2006