ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ: ΠΩΣ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΗ ΒΙΑ

H υπόθεση της δολοφονίας του μικρού Άλεξ στη Βέροια έχει πολύ μεγάλο πολιτικό βάρος. Πολύ πιο μεγάλο από άλλα καθαρά πολιτικά γεγονότα που εξελίσσονται παράλληλα. Τα κόμματα δεν έχουν αρχίσει να μιλάνε για την υπόθεση της Βέροιας και αυτή δεν έχει προκαλέσει ακόμα κομματικές συγκρούσεις. Κι όμως η ζύμωση που γίνεται από τις μάζες, οι συζητήσεις και ο συγκλονισμός που έχει προκαλέσει αυτή η υπόθεση δεν έχουν να κάνουν με ένα θέμα αστυνομικού δελτίου που απασχολεί συνήθως το πολιτικά αδιάφορο κοινό. Αντίθετα η υπόθεση αυτή αποτελεί την πιο γλαφυρή, και κατανοητή στις μάζες συνόψιση μιας πλευράς της τραγικότητας της πολιτικής και κοινωνικής ζωής σήμερα στην Ελλάδα.
Καταρχήν το ζήτημα με τον Άλεξ δεν είναι κυρίως ένα ζήτημα παιδικής εγκληματικότητας όπως προσπαθούν να το εμφανίσουν όσοι θέλουν να αφυδατώσουν και να διαστρεβλώσουν το νόημά του. Πραγματικά και σε άλλες χώρες παιδιά σκοτώνουν και μάλιστα περισσότερο από όσο στην Ελλάδα. Υπάρχει παντού στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ μια μεγάλη παιδική εγκληματικότητα όπως υπάρχει και πιο μεγάλη εγκληματικότητα γενικά. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι στις χώρες αυτές ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι εξαιρετικά περιθωριοποιημένο μέσα σε μια κοινωνία όλο και πιο μεγάλου πλούτου και όλο και πιο ακραίων ταξικών αντιθέσεων. Η κατάσταση της ακραίας κοινωνικής απομόνωσης στην οποία ζει το κοινωνικά ή ψυχολογικά περιθωριοποιημένο άτομο στις κοινωνίες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού είναι πιο αβάσταχτη και πιο ενισχυτική της τάσης του ακραίου ατομικισμού και της αντίστοιχης αποκτήνωσης από εκείνη στην οποία ζουν τα πλατειά εξαθλιωμένα στρώματα των πιο φτωχών χωρών όπου όμως ταυτόχρονα οι πατριαρχικές και κοινοτικές επιβιώσεις είναι ακόμα έντονες.
Σε αυτά τα πραγματικά στοιχεία και στον χυδαίο αντικαπιταλισμό της μόδας βασίζονται όλοι εκείνοι που θέλουν να αφαιρέσουν το ειδικό πολιτικό βάρος από την υπόθεση της δολοφονίας του Άλεξ και που ιδιαίτερα θέλουν να αποσιωπήσουν και να ελαφρύνουν τον ειδικά ελληνικό χαρακτήρα αυτού του εγκλήματος.
Ασφαλώς και σε άλλες χώρες παιδιά σκοτώνουν συμμαθητές τους. Αλλά είναι εντελώς ασυνήθιστο, είναι ίσως μοναδικό το γεγονός ότι στη χώρα μας τα παιδιά θάψανε το θύμα τους και κράτησαν τόσο προσεκτικά κλειστό το στόμα τους και το μυστικό τους. Είναι γεγονός επίσης ότι παντού μπορούν γονείς και συγγενείς να καλύψουν ένα έγκλημα των παιδιών τους, αλλά εδώ είχαμε μια πόλη που έδειξε ιδιαίτερο ζήλο να μην προχωρήσει η έρευνα για τη διαλεύκανση αυτού του εγκλήματος. Αλλά ούτε αυτό είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Υπάρχουν και αλλού πόλεις, ιδιαίτερα επαρχιακές, που είναι στα χέρια διεφθαρμένων ή αντιδραστικών αρχών. Αυτό που είναι ειδικά ελληνικό σε αυτό το συγκεκριμένο έγκλημα είναι η συγκάλυψη της σημασίας του από ένα ολόκληρο κράτος και μάλιστα από ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα.

Η συγκάλυψη από την πόλη

Καταρχήν ας μιλήσουμε για την συγκάλυψη σε επίπεδο πόλης. Όταν μιλάμε για μια ολόκληρη πόλη μιλάμε κυρίως για τις αρχές αυτής της πόλης στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι δάσκαλοι, η αστυνομία, η δημαρχία, ο τοπικός τύπος και οι επαγγελματικοί σύλλογοι που άφησαν μόνη της ή και λιθοβόλησαν τη δημοσιογράφο που ερεύνησε την υπόθεση και πρόβαλε πρώτη την υπόθεση η εξαφάνιση να οφείλεται σε εγκληματική πράξη μια συμμορίας ανηλίκων.
Αυτόν το λιθοβολισμό δεν τον κατάγγειλε μόνο η ίδια. Αποδείχτηκε από τη συμπεριφορά των αρχών που ακόμα και μετά τις ομολογίες των δραστών συνέχισαν να τους καλύπτουν ή να υποβιβάζουν το ζήτημα ή να αποποιούνται τις δικές τους ευθύνες.
Έτσι οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές της Βέροιας άφησαν τους μικρούς δράστες ελεύθερους να πάνε στα σπίτια τους, αφού είχαν ομολογήσει και έτσι έδωσαν την ευκαιρία στους συγγενείς τους να συνεννοηθούν με πρόθυμους στη συγκάλυψη του εγκλήματος δικηγόρους της πόλης και να ανασκευάσουν τις προηγούμενες καταθέσεις τους. Η συμπεριφορά αυτή απέναντι σε ενόχους εγκλήματος είναι πρωτοφανής για δημοκρατική χώρα και έγινε με την επίκληση των δικαιωμάτων των παιδιών. Ασφαλώς δεν πρέπει να ασκείται πίεση σε παιδιά από την αστυνομία, αλλά σε όσο βαθμό αυτά έχουν διαπράξει έγκλημα και βέβαια είναι μάρτυρες αυτού του εγκλήματος πρέπει να κρατηθούν σε απόσταση από ενδεχόμενους συνενόχους τους. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι, ιδιαίτερα όταν είναι συγγενείς, μπορούν να τα απειλήσουν πολύ πιο εύκολα από τις αστυνομίες και να τους φράξουν το στόμα. Αυτόπτες ανήλικοι μάρτυρες και δράστες εγκλήματος που δεν έχει διαλευκανθεί πρέπει να προστατευτούν και να ανακριθούν με τρόπους και από πρόσωπα που ειδικεύονται σε αυτό για να διευκολυνθούν οι έρευνες, και να αιφνιδιαστούν και να αποκαλυφθούν οι όποιοι συνένοχοι.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές έδρασαν έτσι από άγνοια. Όμως αυτό δεν ήταν το πρώτο ανεξήγητο λάθος που έκαναν. Το πρώτο ήταν ότι δεν έκαναν καμιά απολύτως έρευνα προς την κατεύθυνση της μικρής συμμορίας ανηλίκων που από καιρό ταλαιπωρούσε το θύμα, ακόμα και όταν αυτήν την κατεύθυνση την υπέδειξε καθαρά με στοιχεία η δημοσιογράφος του ΑΛΤΕΡ που έκανε την έρευνα για την εξαφάνιση του παιδιού. Αυτές οι παραλείψεις είχαν σαν αποτέλεσμα να αναλάβει την έρευνα της υπόθεσης αστυνομικό κλιμάκιο της Θεσσαλονίκης το οποίο διέρρευσε την ανεμπιστοσύνη του προς την αστυνομία της Βέροιας.
Αυτές οι αστυνομικές παραλείψεις είχαν χαρακτήρα συγκάλυψης σε επίπεδο πόλης. Για παράδειγμα ο διευθυντής του σχολείου στο οποίο πήγαινε το θύμα ακόμα και τώρα αρνείται ότι η μητέρα του θύματος του διαμαρτυρήθηκε για τη βία που δεχόταν το παιδί της από τη συμμορία. Επίσης και οι δάσκαλοι του σχολείου και της πόλης δεν συγκινήθηκαν και δεν έκαναν καμιά παράσταση στην αστυνομία για τα στοιχεία της βίας της συμμορίας μετά την έρευνα της δημοσιογράφου. Το πιο χτυπητό παράδειγμα της νοοτροπίας της επίσημης πόλης είναι ότι μόλις οι εκσκαφές δεν αποκάλυψαν το πτώμα, ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου και ο δήμαρχος βγήκαν να δηλώσουν ότι πιστεύουν πως ο μικρός έχει απαχθεί. Για να το κάνουν αυτό πάτησαν στην απελπισμένη ελπίδα της ευγενικής αυτής γυναίκας, που είναι η μητέρα του θύματος, να είναι το παιδί της ζωντανό.
Αλλά το ότι ως το τέλος ο επίσημος κόσμος της Βέροιας ήθελε τη συγκάλυψη αποδεικνύεται από το ότι η μειοψηφία του ΔΣ του Δήμου Βέροιας πρότεινε μια εκδήλωση σιωπηρής διαμαρτυρίας για το χαμένο παιδί και το ΔΣ την απέρριψε. Τελικά στήθηκε μια εκδήλωση μαθητών που κρατούσαν μπαλόνια και φώναζαν το σύνθημα: «Άλεξ σε περιμένουμε», που στη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήταν ένα ποιητικό σχήμα λόγου αλλά η συνέχιση της θέσης της συγκάλυψης ότι ο Άλεξ έχει απαχθεί από κάποιους κακούς έξω από την πόλη. Αυτό το πνεύμα της μαζικής συγκάλυψης διασταυρώνεται και από το γεγονός ότι πολλές μέρες μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος δεν υπήρξε παρά μόνο μια κάτοικος της Βέροιας, φίλη της μητέρας του θύματος, που τόλμησε να βγει στις τηλεοράσεις και να μιλήσει για τη βία των ανηλίκων και να καταγγείλει τη στάση του σχολείου, τα φαινόμενα του ρατσισμού κλπ. Η ίδια δήλωσε ότι δέχτηκε απειλές γι αυτή τη συμπεριφορά. Από τότε δεν την ξαναείδαμε. Ίσως να μην είναι ολότελα συμπτωματικό το γεγονός ότι πριν από την περίπτωση του Άλεξ υπήρξε και μια άλλη περίπτωση εξαφάνισης του θύματος μιας αποδειγμένης δολοφονίας στη Βέροια για την οποία υπήρξε επίσης συγκάλυψη (περίπτωση της εξαφάνισης και δολοφονίας της 20χρονης Κικής Κούσογλου από το φίλο της Δάνο Μουρατίδη).

Η συγκάλυψη από το πολιτικό σύστημα

Όμως το αληθινό σκάνδαλο δεν βρίσκεται στη συντηρητική και υποκριτική συμπεριφορά μιας πόλης που μπορεί να θάβει τα θύματά της ενδεχόμενα όπως έμαθε να πλουτίζει θάβοντας τα ροδάκινά της.
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι η προσπάθεια σύσσωμου του πολιτικού καθεστώτος να υποβιβάσει και να διαστρεβλώσει τη σημασία του ίδιου του εγκλήματος της Βέροιας, αλλά και την πλατιά δημοσιότητα και τις συζητήσεις και τις ζυμώσεις γύρω από αυτό, ιδιαίτερα τις συζητήσεις και τις ζυμώσεις σχετικά με τη βία στα σχολεία και τις ευθύνες των εκπαιδευτικών και του κράτους για την έκταση αυτού του φαινόμενου.
Το εξαιρετικά ελληνικό φαινόμενο δεν είναι η βία στα σχολεία αλλά ότι αυτή η βία δεν υπήρχε για κανέναν πριν τη δολοφονία του μικρού μετανάστη. Ενώ όλη η Ευρώπη συζητάει εδώ και δυο δεκαετίες για την αυξανόμενη βία στα σχολεία και προσπαθεί με χίλιες μεθόδους, με κρατικές παρεμβάσεις, με παρεμβάσεις ειδικών και κυρίως με παρεμβάσεις των οργανώσεων των γονιών και των δασκάλων να την αντιμετωπίσει σαν το υπ αριθμόν ένα πρόβλημα της εκπαίδευσης, στην Ελλάδα αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα γιατί δεν υπήρξε σα γεγονός. Χρειάστηκε το έγκλημα της Βέροιας για να φτάσει στη δημοσιότητα ένας χείμαρρος από καταγγελίες για χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες περιστατικά βίας μαθητών μέσα και έξω από τα σχολεία, βίας ρατσιστικής, σεξουαλικής, με οικονομικό κίνητρο κλπ.
Αλλά μόλις εμφανίστηκε ο χείμαρρος έπεσε πάνω του το διακομματικό σοσιαλφασιστικό καθεστώς για να πνίξει τις ζυμώσεις και όσο ήταν δυνατό να τις αποπροσανατολίσει.
Το πνίξιμο έγινε και με την προπαγάνδα και με τη βία.

Το πνίξιμο με την προπαγάνδα περί «κοινωνικών αιτίων»

Η προπαγανδιστική γραμμή του καθεστώτος ήταν κλιμακωτή ανάλογα με τη φάση: Στη φάση των ανακρίσεων το ζήτημα δεν ήταν να διαλευκανθεί το έγκλημα και να τιμωρηθούν οι δράστες, αλλά να προστατευτούν οι δράστες αφού είναι παιδιά. Αυτή η γραμμή βοήθησε αποφασιστικά στο να μη διαλευκανθεί ως τώρα το έγκλημα αφού είχε σαν αποτέλεσμα όπως είπαμε την απελευθέρωση και την ανασύνταξη την κρίσιμη στιγμή των υπόπτων και των ενδεχόμενων συνενόχων τους. Έτσι έμεινε τελικά αιωρούμενο το ζήτημα αν υπάρχει φόνος και συγκάλυψή του ή μόνο μια εξαφάνιση. Έτσι, τουλάχιστον σε μια πρώτη θερμή φάση, έπεσε η θερμοκρασία των ζυμώσεων που είχαν καταλάβει όλη τη χώρα. Επίσης με αυτή την εκτόνωση ελάφρωσαν οι ευθύνες των αρχών και κυρίως των δασκάλων για την άρνησή τους να αντιμετωπίσουν τη βία σε βάρος του θύματος πριν αυτή γίνει δολοφονική, αλλά και για την αδιαφορία τους για τις δημοσιογραφικές έρευνες αφού η βία έγινε δολοφονική.
Η έμφαση στην προστασία των δραστών-παιδιών και όχι στο έγκλημα που αυτά διαπράξανε δεν έχει σα μόνη χρήση την αστυνομική προστασία των δραστών αλλά την πολιτική προστασία του εγκλήματος μέσα από τη γενική ενοχοποίηση της κοινωνίας και τελικά την ενοχοποίηση ακόμα και του ίδιου του θύματος.
Στον πυρήνα της αυτή η θέση λέει ότι τα παιδιά που κάνουν εγκληματικές πράξεις είναι εξ ίσου θύματα με το θύμα γιατί το θύμα ενδεχόμενα χάνει τη ζωή του αλλά οι δράστες έχουν προηγούμενα χάσει την ψυχή τους, γιατί έχουν υποστεί βία, παραμέληση και οικονομική στέρηση από μια ολόκληρη κοινωνία που είναι η καπιταλιστική. Αυτή η αθωωτική γραμμή φτάνει ως την αθώωση κάθε λούμπεν εγκληματία. Τελικά υπάρχει μόνο ένας ένοχος που είναι ο καπιταλισμός. Όταν αυτό το σκεπτικό φθάσει ως την άκρη του τότε και το θύμα μπορεί να μετατραπεί σε θύτη αρκεί να είναι αστός ή να σκέφτεται σαν αστός ακόμα και αν κοινωνικά είναι εργάτης. Ακόμα και ο μετανάστης Άλεξ μπορεί να πάρει μια χροιά θύτη αφού σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό έγινε αντικείμενο φθόνου των δραστών που ήταν παιδιά φτωχών εργατών γης επειδή αυτά δεν μπορούσαν να μάθουν πιάνο ή να παίζουν μπάσκετ όπως εκείνος που ήταν παιδί μιας μορφωμένης γυναίκας και ενός ιδιοκτήτη πρακτορείου προπό.
Αυτή την «ταξική» μέθοδο αποενοχοποίησης τη χρησιμοποιεί ο σοσιαλφασισμός επιλεκτικά σαν κεντρικό εργαλείο της δικιάς του πολιτικής δημαγωγίας. Έτσι αθωώνει το «εξεγερμένο» εγκληματικό λούμπεν όταν καταστρέφει τις φτωχές συνοικίες του Παρισιού ή αθωώνει τους δικούς του τραμπούκους που ταλαιπωρούν τις μάζες κλείνοντας δρόμους και λιμάνια, σπάζοντας και καίγοντας μικρο-ιδιοκτησίες ή τελικά αθωώνει τους μαζικούς σφαγείς της Αλ Κάιντα. Τι κάνουν όλοι αυτοί οι τραμπούκοι, εκβιαστές και δολοφόνοι σύμφωνα με τους θεωρητικούς του σοσιαλφασισμού; Τίποτα παραπάνω από το να ταλαιπωρούν ή ακόμα και να σφάζουν «συμβιβασμένους» και «εφησυχασμένους μικροαστούς» που δεν ενοχλούνται από την κοινωνική αδικία και τον ιμπεριαλισμό της αστικής τους τάξης.
Τις περισσότερες φορές αυτού του είδους η επιχειρηματολογία δεν εκφράζεται με απ ευθείας αντικαπιταλιστικούς όρους αλλά με την πιο εύπεπτη και γενικόλογη φιλελεύθερη φρασεολογία των «κοινωνικών αιτίων» της εγκληματικότητας. Εκεί που κάθε φυσιολογικός άνθρωπος κατ αρχήν αναζητά το δολοφόνο και θέλει να αποκαλύψει το έγκλημά του και να το τιμωρήσει, ο σοσιαλφασίστας, όποτε βέβαια τον συμφέρει, καμώνεται πως θέλει προηγούμενα να ανακαλύψει τις κοινωνικές αιτίες που έσπρωξαν το δολοφόνο στο έγκλημα, αιτίες που δεν αργεί να τις βρει στο κεφάλαιο και την ταξική κοινωνία γενικότερα. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο εγκληματίας μπορεί να μένει ατιμώρητος ώσπου να καταργηθούν οι «κοινωνικές αιτίες» που γέννησαν και αυτόν και το έγκλημά του. Για τον προοδευτικό άνθρωπο το έγκλημα έχει πράγματι κοινωνικές αιτίες, αλλά αυτές οι αιτίες δεν αθωώνουν τον εγκληματία, ούτε σχετικοποιούν το έγκλημα του, απλά εξηγούν και αυτόν και εκείνο, δηλαδή δίνουν ιστορική - κοινωνική διάσταση στα ξεχωριστά πρόσωπα και στις ατομικές πράξεις τους. Έτσι σκέφτονται οι προοδευτικοί άνθρωποι και για την αστική τάξη γενικότερα. Και αυτή γεννήθηκε κάτω από δοσμένες ιστορικές οικονομικο-πολιτικές περιστάσεις, αλλά αυτές οι περιστάσεις δεν την αθωώνουν για την καταπίεση που ασκεί. Για τους επαναστάτες αντικαπιταλιστές κάθε ταξική κοινωνία γεννάει το έγκλημα, ακόμα και η σοσιαλιστική κοινωνία σε μικρότερη βέβαια έκταση αφού οι εκμεταλλευτικές τάξεις και οι βάρβαρες ιδέες τους συνεχίζουν να υπάρχουν για μια μεγάλη περίοδο και η ταξική πάλη συνεχίζεται να διεξάγεται και μάλιστα κατά καιρούς να παίρνει πολύ οξυμένες μορφές. Αυτός είναι ο λόγος που οι προλεταριακές εξουσίες ήταν πάντα πολύ αυστηρές απέναντι στο ποινικό έγκλημα, ιδιαίτερα απέναντι στις αλήτικες συμμορίες, και μάλιστα πιο αυστηρές από όσο οι αστοί φιλελεύθεροι. Ο Λένιν κάλεσε το προλεταριάτο σε ανελέητο χτύπημα του εγκληματικού και αλήτικου λούμπεν από την πρώτη στιγμή της σοβιετικής εξουσίας. Γιατί ο ποινικός εγκληματίας όπως και ο φασίστας και σοσιαλφασίστας εγκληματίας ακόμα και όταν προέρχεται κοινωνικά από το λαό δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στον αστό και τον λαό. Δολοφονεί μάλιστα, ληστεύει ή εξαπατά πιο πολύ τη φτωχολογιά που είναι πιο ευάλωτη απέναντι στη βία και την απάτη γιατί δεν έχει ούτε τη γνώση, ούτε τα υλικά μέσα να αμυνθεί σε αυτές. Ασφαλώς η φτώχεια και η υλική και ηθική εξαθλίωση των γονιών δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για να πέσει στο έγκλημα το παιδί τους, αλλά η μεγάλη μάζα της φτωχολογιάς δεν παράγει εγκληματίες. Κυρίως παράγει επαναστάτες.

Γιατί ο υποτονισμός της υπόθεσης της Βέροιας από το σοσιαλφασισμό

Στην περίπτωση του εγκλήματος της Βέροιας ο σοσιαλφασισμός χρησιμοποίησε με ξεχωριστή ένταση τη μέθοδο των «κοινωνικών αιτίων» αξιοποιώντας τη φυσική και λογική τάση των ανθρώπων να δείχνουν ξεχωριστή επιείκεια στα εγκλήματα των παιδιών. Ο λόγος για τον οποίο ο σοσιαλφασισμός επέμενε ιδιαίτερα στον υποτονισμό αυτής της υπόθεσης ήταν ότι είχε βαριές ευθύνες και για το έγκλημα και για τη μακρόχρονη συγκάλυψή του η λεγόμενη σχολική κοινότητα και πιο πολύ οι δάσκαλοι, η σχολική επιτροπή και ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων. Τα όργανα αυτά της συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης τα ελέγχει όπως ξέρουμε περισσότερο από κάθε άλλο ο σοσιαλφασισμός και μάλιστα είναι σήμερα τα κατ εξοχήν όργανα της τοπικής πολιτικής εξουσίας του. Βεβαίως και τα υπόλοιπα όργανα της λεγόμενης άμεσης «λαϊκής εξουσίας» όπως είναι ο Δήμος και η δημοτική επιτροπή παιδείας, ο δικηγορικός σύλλογος, και οι υπόλοιποι επαγγελματικοί σύλλογοι που σιώπησαν συνένοχα όλη αυτήν την περίοδο, είναι και αυτοί προπύργια του καθεστώτος και μάλιστα πολύ περισσότερο από όσο είναι η κεντρική πολιτική εξουσία. Είναι γεγονός ότι στα λεγόμενα όργανα βάσης κυριαρχούν σήμερα παντού τα πιο αριβιστικά κομματικά στοιχεία. Είναι ακριβώς εξ αιτίας αυτής της κυριαρχίας που πουθενά αλλού από όσο στην Ελλάδα δεν είναι τόσο καλά κρυμμένη η παιδική εγκληματικότητα όπως είναι και κρυμμένη η γενική και ασύλληπτη διάλυση των σχολείων. Αν δεν ήταν όλα τα σχετικά με την εκπαίδευση σε τόσο βαθμό διαβρωμένα από το σοσιαλφασισμό και τη διακομματική συμμορία κορυφής, θα υπήρχε κάποια λαϊκή πρωτοβουλία σε κάθε βαθμίδα της σχολικής ζωής και σε κάθε δήμο ενάντια στις μικροσυμμορίες, ενάντια στο νεοχιτλερικό ρατσισμό και ενάντια στη γενικότερη διάλυση των σχολείων. Γι αυτό το καθεστώς ανησύχησε και έσπευσε να πνίξει τις πολιτικές ζυμώσεις γύρω από την υπόθεση της Βέροιας. Έπρεπε να σπάσει στη γέννησή του το αυθόρμητο κύμα που σηκώθηκε πάνω στην αποκάλυψη αυτού του προβλήματος για να μην οδηγήσει αυτό σε κάποια μορφή λαϊκής συσπείρωσης τοπικά ή και κεντρικά.
Ήταν πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι εκπρόσωποι της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ σε μια τηλεοπτική εκπομπή στην οποία είχαν καλεστεί από τον Χαρδαβέλλα για να τοποθετηθούν στην υπόθεση της Βέροιας. Ενώ όλοι οι άλλοι καλεσμένοι καταγγέλλανε τις συμμορίες των ανηλίκων και τη γενική ανοχή του εκπαιδευτικού συστήματος και του κράτους απέναντί τους οι δύο εκπρόσωποι απαιτούσαν η συζήτηση να επιμείνει και να αναζητήσει τις κοινωνικές αιτίες της εγκληματικότητας, δηλαδή σε τελική ανάλυση να καταγγείλει τον καπιταλισμό και βέβαια τη νεοφιλελεύθερη και όχι τη φασιστική εκδοχή του. Όπου κομματικοί εκπρόσωποι, δημοσιολόγοι και ψυχολόγοι του πολιτικού καθεστώτος μπαίνουν σε αυτή τη συζήτηση φροντίζουν πάντα να μιλάνε για τις «κοινωνικές αιτίες». Είναι χαρακτηριστικό το πανώ που κρέμασαν σε όλη την πρόσοψη της Νομαρχίας της Βέροιας κάποιοι «οικολόγοι ακτιβιστές» δηλαδή το κεντρικό σοσιαλφασιστικό καθεστώς. Αυτό έγραφε ότι «οι ένοχοι δεν είναι ούτε αυτοί, ούτε οι άλλοι, αλλά όλοι εμείς». Αυτό σημαίνει ότι είναι αθώοι και οι φυσικοί θύτες και οι ηθικοί θύτες, δηλαδή και η μικροσυμμορία και η μεγάλη συμμορία της εγκληματικής κρατικο-γραφειοκρατίας της Βέροιας και ότι ο αληθινός θύτης είναι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού της πόλης, που καταπιέζεται από αυτές τις μικρές και κυρίως από τις μεγάλες συμμορίες. Άλλωστε τον πολιτικό τόνο τον έδωσε αμέσως μόλις ξέσπασε το σκάνδαλο ο κρυφοκνίτης Γ. Παπανδρέου που δήλωσε ότι το «ΠΑΣΟΚ θα καταθέσει άμεσα την πρόταση νόμου για τη στελέχωση με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, ξεκινώντας από τις μεγάλες σχολικές μονάδες. Επίσης το Κίνημά μας, θα κάνει εκστρατεία σε όλη την Ελλάδα για να ευαισθητοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, την τηλεόραση, για το φαινόμενο του εθισμού των παιδιών με τη βία. Βία μέσα απ’ τις εικόνες, βία λεκτική, βία από τις εντάσεις στην κοινωνία. Βία που είναι και πολλές φορές έκφραση του αδιεξόδου που αισθάνεται ο νέος». Σύμφωνα με αυτόν τον κύριο η βία δεν έρχεται από τη ζωή αλλά από τις κινηματογραφικές εικόνες και τις εικόνες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και ως γνωστό αυτές οι εικόνες είναι κατά κανόνα αμερικάνικες. Δεν φταίει λοιπόν η οικονομική εξαθλίωση των γονιών των δυο μικρών ελλήνων της πενταμελούς συμμορίας, που θα μπορούσαν ίσως να έχουν μεταφέρει στα δυο παιδιά το μίσος για τους μετανάστες. Ούτε το μίσος αυτό το γέννησε σε απίστευτη κλίμακα στην Ελλάδα η μαζική εισαγωγή και δουλοκτητική χρήση μεταναστών μέσα από την οποία ο σοσιαλφασισμός του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ έσπασε και ξεφτίλισε τα μεροκάματα σε όλους τους χώρους δουλειάς. Ούτε φταίει η αθλιότητα του διευθυντή του σχολείου που ποδοπάτησε τη μάνα του θύματος και μαζί με τους δασκάλους άφησε τη συμμορία να αλωνίζει και να τρομοκρατεί το παιδί αυτό και άλλα παιδιά, ούτε φταίει η υπολογισμένη αδιαφορία του ΔΣ των γονιών, ούτε η ένοχη αδιαφορία της αστυνομίας της Βέροιας, ούτε φταίει η αδιαφορία των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών για την εγκατάλειψη των ανηλίκων. Φταίει δήθεν ένας εξωτερικός και εχθρικός προς το έθνος παράγοντας, ο διαμορφωτής της μύχιας σκέψης των ανθρώπων ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Και ποια είναι η απάντηση σε αυτή τη «σατανική» αλλοτρίωση των πνευμάτων; Ο Γ. Παπανδρέου μας τη δίνει, όπως τη δίνουν όλα τα κνιτοειδή όταν τα πράγματα στη συζήτηση φτάσουν να γίνουν δύσκολα για τους δασκάλους, τους συλλόγους, τα δημοτικά συμβούλια και τις κοινωνικές υπηρεσίες: Λείπουν οι ειδικοί παιδοψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί που θα περιλάβουν και θα βάλουν στο σωστό δρόμο τα χαμένα παιδιά των φτωχών και θα βοηθήσουν τους φορτωμένους με τόση δουλειά δασκάλους. Πάντα οι σοσιαλφασίστες ζητάνε νέες προσλήψεις, νέα διόγκωση του παρασιτικού δημοσιο-υπαλληλικού στρατού, του δικού τους δηλαδή κοινωνικού στρατού, σαν απάντηση σε όλα τα δεινά της κοινωνίας.
Αυτές οι διαπιστώσεις υπάρχουν ατόφιες και στην ανακοίνωση που έβγαλαν από κοινού η ΔΟΕ και η ΟΛΜΕ για το έγκλημα της Βέροιας. Εκεί βέβαια επισημαίνεται εισαγωγικά και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις ότι αυτό το γεγονός «δεν είναι αντιπροσωπευτικό της γενικότερης κατάστασης που χαρακτηρίζει τη χώρα μας». Το αξιοσημείωτο όμως στην ανακοίνωση αυτή είναι ότι σαν τρίτος λόγος της παιδικής εγκληματικότητας στα σχολεία μετά την κοινωνική ανισότητα και τη «μη ανοχή στη διαφορετικότητα» και ο μόνος που αφορά τα σχολεία τα ίδια είναι «η εκπαιδευτική πολιτική, καθώς είναι κυρίαρχη η αντίληψη ότι πρώτη φροντίδα πρέπει να είναι η βελτίωση των επιδόσεων πάση θυσία, και έτσι ωθούνται τα παιδιά στην ανταγωνιστικότητα και στον ατομικισμό. Τα παιδιά που δεν ευνοούνται, για κοινωνικούς και προσωπικούς λόγους, σε αυτό το εξοντωτικό κυνήγι της σχολικής επιτυχίας, εύκολα στιγματίζονται, απομονώνονται και περιθωριοποιούνται από τα τρυφερά τους χρόνια. Αν ταυτόχρονα είναι και παιδιά μεταναστών, ο στιγματισμός τους μπορεί να ενισχυθεί και από ρατσιστικές αντιλήψεις.
Καθώς η ένταξη των λεγόμενων “κακών” μαθητών στο σχολείο γίνεται προβληματική, αναζητούν αναγνώριση και ταυτότητα σε άλλες ομάδες, συνήθως περιθωριακές, που εύκολα εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά».
Πρόκειται για μια καταπληκτική θέση που την επανέλαβαν και οι εκπρόσωποι του ψευτοΚΚΕ όταν μίλησαν για το ίδιο θέμα (Χουρμουζιάδης στην ΕΤ3).
Ο υπεύθυνος λοιπόν της εγκληματικότητας σε ότι αφορά τα ίδια τα σχολεία είναι «η πάση θυσία φροντίδα για τη βελτίωση των μαθητικών επιδόσεων». Σύμφωνα με τη ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ αυτή η φροντίδα φέρνει την ανταγωνιστικότητα και τον ατομικισμό στην τάξη, αυτή χωρίζει τους καλούς από τους κακούς μαθητές και τελικά αυτή κάνει τους κακούς μαθητές εγκληματίες αφού αναζητούν την αναγνώριση σε άλλες επιδόσεις και σε «άλλες ομάδες». Πρόκειται για μια διαστροφική παιδαγωγική «θεωρία» που ενοχοποιεί κυρίως τους γονείς που θέλουν καλές επιδόσεις για τα παιδιά τους ενώ έχει το εξής προφανές πλεονέκτημα για τους δασκάλους που την υιοθετούν: Τους επιτρέπει να εξασφαλίζουν την ηθική υγεία των μαθητών κρατώντας μέτριες ή καλύτερα κακές τις επιδόσεις τους, πράγμα που είναι εντελώς απλό αρκεί οι ίδιοι να μη δουλεύουν. Με αυτόν τον τρόπο προφανώς θα κάνει και τα πρώτα του βήματα ακόμα και μέσα στο αστικό σχολείο ένας ιδιόρρυθμος κομμουνισμός που επιτυγχάνεται με την προς τα κάτω εξίσωση της γνώσης, δηλαδή ένας κομμουνισμός της άγνοιας. Πρόκειται μια παραλλαγή του πρωτόγονου κομμουνισμού ή του αγροτικού κομμουνισμού δηλαδή της ισότητας στην αθλιότητα την οποία ονειρεύτηκαν και έβαλαν στην πράξη οι ερυθροί Χμερ και άλλοι μικροαστοί που διάβασαν καταστροφικά ανεπαρκείς περιλήψεις του μαρξισμού. Η διαφορά ωστόσο του κομμουνισμού της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ, δηλαδή εκείνου του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ, από τον κομμουνισμό των Χμερ είναι ότι ο δεύτερος σήμαινε πολύ σκληρή δουλειά στην ύπαιθρο με υποτυπώδη εργαλεία, ενώ ο πρώτος σημαίνει απόλυτη τεμπελιά στην πόλη και καταστροφή των πιο σύγχρονων εργαλείων εκπαίδευσης και παραγωγής που μια κοινωνία είχε την ατυχία να εμπιστευτεί στην παρασιτική δημόσια υπαλληλία της.
Όχι κύριοι Χμερ της λούφας και της κοπάνας. Δεν είναι οι καλές σχολικές επιδόσεις που φέρνουν την ανταγωνιστικότητα και τον ατομικισμό στο σχολείο και από κει την εγκληματικότητα. Οι καλές σχολικές επιδόσεις των μαθητών είναι ο γενικός στόχος κάθε εκπαίδευσης από τη δουλοκτητική κοινωνία ως τις μέρες μας. Αυτό που αλλάζει είναι η ταξική διαστρωμάτωση μέσα στο σχολείο και η ταξική διαστρωμάτωση ανάμεσα στα ξεχωριστά σχολεία που δίνουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα στην ατομική επίδοση ενώ είναι η κυρίαρχη ταξική λογική που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό αλλά όχι απόλυτα το χαρακτήρα της καλής επίδοσης, δηλαδή το τι εννοούμε όταν λέμε καλή επίδοση.
Σε ότι αφορά το πρώτο. Τα παιδιά των μορφωμένων γονιών ή τα εύπορα παιδιά έχουν κατά μέσο όρο καλύτερες επιδόσεις. Η αστική τάξη έχει επίσης καλύτερα κατά μέσο όρο σχολεία από εκείνα που έχει η φτωχολογιά. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν σημαίνουν ότι πρέπει να εγκαταλειφθούν οι καλές επιδόσεις σαν υποκινήτριες τάχα της ταξικής ανισότητας, αλλά ότι πρέπει από σήμερα κιόλας, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό, να υποχρεώσουμε την αστική τάξη να βοηθήσει τα παιδιά του προλεταριάτου να ανεβάσουν τις ατομικές επιδόσεις τους τροφοδοτώντας τους με καλύτερους δασκάλους, με καλύτερα σχολεία, με περισσότερη φροντίδα στη μελέτη τους, με περισσότερη διδασκαλία για να αναπληρώσουν τη μικρότερη γονική στήριξη στο διάβασμα και τη χαμηλότερη επιστημονική κουλτούρα του κοινωνικού τους περίγυρου. Όσο για τον ανταγωνισμό μέσα στο σχολείο αυτός δεν θα πάψει να υπάρχει όσο θα υπάρχει ταξικός ανταγωνισμός στην κοινωνία. Οι ξεχωριστές ατομικές επιδόσεις και τα ατομικά ταλέντα θα υπάρχουν πάντα και για την καλλιέργειά τους θα υπάρχει πάντα ανάγκη για δουλειά και συγκέντρωση δυνάμεων, ακόμα και για αυτοθυσία. Απλά στην αταξική κοινωνία θα πάψουν αυτές οι επιδόσεις και αυτά τα ατομικά ταλέντα να παίρνουν ανταγωνιστικό περιεχόμενο αφού όλες οι ατομικές αρετές και όλα τα ατομικά ταλέντα θα μπαίνουν εθελοντικά και αυθόρμητα στην υπηρεσία της συλλογικότητας. Μόνο σε μια τέτοια κοινωνία θα πάψουν οι μαθητές να καταναγκάζονται από φιλόδοξους γονείς να αναπτύσσουν τα ταλέντα τους σαν ένα μέσο για γόητρο, υπεροχή και ταξική κυριαρχία. Αυτό θα συμβεί πολλά χρόνια μετά αφότου θα έχει εξαλειφθεί ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και αφότου θα έχει εξαλειφθεί η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία.
Σε ότι αφορά το δεύτερο, δηλαδή το κριτήριο της επίδοσης. Και αυτό έχει μια ταξική πλευρά αλλά δεν είναι ολότελα ταξικό. Μπορεί να μάθει κανείς μαθηματικά χωρίς να ξέρει καλή φυσική και αρκετά καλή φυσική χωρίς να έχει εμπλακεί στην πειραματική έρευνα και στην πάλη για την παραγωγή. Μπορεί κανείς να εκπαιδευτεί με μεταφυσικές μέθοδες ή να πάρει τη γνώση από την εκπαίδευση που συνδυάζει θεωρία και πράξη. Η γνώση που αποκτήθηκε με μεταφυσικές και αξιωματικές μέθοδες και με εντελώς ατομική προσπάθεια, όπως είναι η γνώση που δίνει κατά κανόνα το σημερινό αστικό σχολείο, δεν έχει σε γενικές γραμμές ούτε τη στερεότητα, ούτε το βάθος της γνώσης που αποκτήθηκε με μια υλιστική διαλεκτική μέθοδο διδασκαλίας η οποία συνδυάζει τη θεωρία και την ατομική μελέτη με το συλλογικό επιστημονικό πειραματισμό και τη συλλογική διαδικασία της παραγωγής. Όμως κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να αρνηθεί τη σημερινή εκπαίδευση και την επακόλουθη γνώση επειδή αυτές καταχτιούνται με αστικές και ανταγωνιστικές μέθοδες, ούτε να συντρίψει γι αυτό το λόγο κάθε αξιολόγηση στο σχολείο και να ποδοπατήσει κάθε ατομική επίδοση. Είναι αλήθεια ότι όχι μόνο για τα παιδιά της φτωχολογιάς αλλά και για τα παιδιά της αστικής τάξης η σύγχρονη εκπαίδευση του χωρισμού της θεωρίας από την πράξη και του ατομικισμού έχει μέσα της την ταλαιπωρία, τη στειρότητα και την πλήξη αλλά ακόμα και σήμερα μένει από αυτήν την διαδικασία η κατάκτηση της χρήσιμης γνώσης που πάνω της θα οικοδομήσουν την εξουσία τους οι απελευθερώτριες τάξεις της ανθρωπότητας. Αν κάτι πρέπει να βασανίζει και να απασχολεί σήμερα το προλεταριάτο είναι ότι αυτή την γνώση θα την κρατάει σε ένα μεγάλο βαθμό για τον εαυτό της και θα αναπαράγει αυτή την κατοχή η αστική τάξη.
Απόδειξη ότι αυτοί που κατηγορούν τις επιδόσεις τάχα «των πλούσιων» σαν υπεύθυνες της εγκληματικότητας «των φτωχών» δεν είναι πραγματικοί απελευθερωτές αλλά εκμεταλλευτές και παράσιτα είναι ότι δεν θέλουν ούτε το σχολείο του επιστημονικού πειραματισμού και της παραγωγής, ούτε την κατάργηση της από καθέδρας αξιωματικής διδασκαλίας.
Όχι κύριοι Χμερ της κοπάνας και της λούφας, Την εγκληματικότητα δεν την φέρνουν οι καλές επιδόσεις των παιδιών των πλούσιων. Την εγκληματικότητα τη φέρνει η εγκατάλειψη των μαθητών και αρχι-υπεύθυνοι αυτής της εγκατάλειψης, ειδικά στη χώρα μας, είναι τα κόμματα του παραγωγικού σαμποτάζ και του παρασιτισμού και οι άνθρωποί τους στα σχολεία. Μέσα σε αυτό το μπλοκ που περιλαμβάνει γονείς, δήμους, διευθυντές και σχολικούς συμβούλους την πιο περίοπτη θέση έχουν οι δάσκαλοι του παρασιτισμού και του σαμποτάζ, οι δάσκαλοι εκείνοι που συνειδητά ενώνονται με το λούμπεν της τάξης που σχηματίζεται κάτω από τα αδιάφορα ή και «στοργικά» μάτια τους επειδή οι ίδιοι αυτοί δάσκαλοι είναι επίσης τμήμα του λούμπεν προλεταριάτου και μάλιστα του χειρότερου, εκείνου που ζει από την κρατική επαιτεία. Η κύρια αιτία της εγκληματικότητας στη χώρα μας είναι ότι η αστική τάξη έχει παρατήσει τα παιδιά των πιο άθλιων προλετάριων σε άθλια σχολεία και σε άθλιους ή το πιο συχνά σε απελπισμένους από την αδυναμία τους να αλλάξουν αυτήν την κατάσταση δασκάλους. Αυτά είναι τα παιδιά που δεν έχουν μέλλον.

Η ανοιχτή καθεστωτική βία στα κανάλια

Όμως αυτή η καθεστωτική προπαγάνδα που βγήκε να αντιστρέψει το κλίμα και να καλύψει τους ενόχους στην υπόθεση της Βέροιας δεν ήταν ικανή να το κάνει. Αυτή η ψευτοταξικίστικη προπαγάνδα έχει αρχίσει να σαπίζει όπως και οι εμπνευστές της και να χρεωκοπεί στα μάτια του λαού.
Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου μόνη της η καθεστωτική προπαγάνδα δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και η τηλεόραση έχει αδράξει ένα ζήτημα και έχει αρχίσει να κινείται εκτός κεντρικής καθεστωτικής γραμμής, τότε το καθεστώς χρησιμοποιεί και τη μέθοδο της ανοιχτής βίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η βία έγινε απαραίτητη από την ώρα που κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσιογράφοι έδειξαν έναν ιδιαίτερο ζήλο να ξεσκεπάσουν όλες τις πλευρές αυτής της υπόθεσης, πράγμα που οδήγησε και στον εντοπισμό των δραστών και κυρίως στο να συλλάβουν οι μάζες το κοινωνικό βάρος αυτής της υπόθεσης και να ασχοληθούν έντονα με αυτήν. Αφού όλη η κλασσική αστοφιλελεύθερη και μισοφιλελεύθερη διανόηση, πάντα υπεροπτική και αδιάφορη για το τι απασχολεί τις μάζες, παρατάχθηκε για μια ακόμα φορά με τους σοσιαλφασίστες στο όνομα της πάλης ενάντια στην τηλεοπτική χυδαιότητα και για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών, έμειναν μόνοι να ασχολούνται με το έγκλημα και κυρίως με την κοινωνική του συγκάλυψη δυο δημοσιογράφοι της «ελαφριάς» τηλεόρασης. Η μία ήταν η γνωστή για τις αστυνομικές αναζητήσεις της Νικολούλη που πάντως της ανήκει τιμή για τη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης καθώς και για την επιμονή της στην καταγγελία της συγκάλυψής της σε τοπικό επίπεδο, και ο άλλος ο Χαρδαβέλλας που καταναλώνεται γενικά σε εκπομπές με παραψυχολογία και μεταφυσικά φαινόμενα. Κι όμως, και οι δυο αυτοί συνέλαβαν το γενικότερο πολιτικό βάρος που έχει η εγκληματικότητα των ανηλίκων στη χώρα μας και έδωσαν έμφαση σε αυτή τη διάσταση. Αρχικά τα δύο κρατικά κανάλια και το ΜΕΓΚΑ έκαναν προσπάθεια να υποβιβάσουν το ζήτημα. Όμως αυτό φούντωνε ασταμάτητα. Τότε επενέβη, για πρώτη φορά αφότου έγινε η εξαφάνιση του Άλεξ και αφότου ακούστηκαν οι πρώτες καταγγελίες για τη συμπεριφορά των αρχών στη Βέροια, ο ευρύτερος μηχανισμός βίας του καθεστώτος. Ξεκίνησε με τον κρατικό «Συνήγορο του Παιδιού» κάποιον ονόματι Μόσχο, ο οποίος αφού έκανε μια επιτομή της σοσιαλφασιστικής θέσης του τύπου: φταίει το κράτος που δεν έχει διαθέσει ειδικούς και κονδύλια για να αντιμετωπίσει την «παιδική παραβατικότητα» μπήκε στο ψητό και ζήτησε την παρέμβαση της λογοκρισίας, δηλαδή του ΕΣΡ γιατί: «Δυστυχώς το μέσο (εννοεί την τηλεόραση) δεν σεβάστηκε τίποτα χάριν της τηλεθέασης. Δεν τηρήθηκε το θεσμικό πλαίσιο και οι κανόνες δεοντολογίας. Πήραν συνεντεύξεις από παιδιά και άρχισαν οι τηλεδίκες από τα παράθυρα. Για όλα αυτά ο Συνήγορος του Παιδιού θα απευθυνθεί στα αρμόδια όργανα και με έκθεσή του στα υπουργεία».
Αμέσως μετά πήρε τη σκυτάλη η φιλοσυνασπισμική ΕΣΗΕΑ, η ίδια που έκλεισε το στόμα των δημοσιογράφων κατηγόρων της «17Ν». Αυτή που ποτέ της δεν διαμαρτυρήθηκε για τις δεκάδες τηλεοπτικές εκκαθαρίσεις-ηθικές δολοφονίες πολιτικών στελεχών πριν υπάρξει οποιαδήποτε αστυνομική και δικαστική έρευνα, χαρακτήρισε «απαράδεκτη την υποκατάσταση της Αστυνομίας από δημοσιογράφους τηλεοπτικών σταθμών», επικαλέστηκε τον κώδικα δεοντολογίας και υπενθύμισε «την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων». Από την πλευρά του ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων εφημερίδων Μακεδονίας - Θράκης Μάκης Βοϊτσίδης, μιλώντας στο ΣΚΑΪ 100,3 - άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η Ένωση να κινηθεί πειθαρχικά εναντίον μελών της.
Το ΕΣΡ εννοείται απάντησε αστραπιαία σε αυτές τις συντονισμένες από το σοσιαλφασιστικό καθεστώς εκκλήσεις με ανακοίνωσή του που έλεγε ότι «έχει βάλει στο «μικροσκόπιό» του δελτία ειδήσεων και εκπομπές που ασχολούνται με την εξαφάνιση του ανήλικου Αλεξ στη Βέροια οι οποίες και μαγνητοσκοπούνται…και ότι, σύμφωνα με τη ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία, απαγορεύεται η παρουσίαση ανηλίκων μέσω εικόνας, ονόματος ή άλλου τρόπου που να καθιστά σαφή την ταυτότητά τους όταν αυτοί είναι μάρτυρες εγκληματικών ενεργειών ή δυστυχημάτων…(Το Συμβούλιο σημειώνει) ότι η δημοσιογραφική έρευνα δεν πρέπει να υποκαθιστά τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ενώ απαγορεύεται η δραματοποιημένη αναπαράσταση γεγονότων κατά τη μετάδοση δελτίων ειδήσεων ή άλλων ενημερωτικών εκπομπών». Αμέσως μετά το ΕΣΡ κάλεσε για εξηγήσεις υπεύθυνους από τα τρία τηλεοπτικά κανάλια «ΑΛΤΕΡ», «ΑΝΤ1» και «ΣΤΑΡ», εντοπίζοντας παραβάσεις στο τρόπο παρουσίασης της εξαφάνισης του ανηλίκου.
Όταν ο εκτελεστής του καθεστώτος Τριανταφυλλόπουλος εκτελεί τους προγραμμένους και όταν όλα τα κανάλια εκστρατεύουν πριν μιλήσουν οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές για να εκτελέσει έναν μη σοσιαλφασίστα υπουργό, όπως είναι ο Βουλγαράκης, τότε το ΕΣΡ δεν ενοχλείται από την υποκατάσταση από δημοσιογράφους των αστυνομικών και ανακριτικών αρχών. Όταν όμως η τηλεόραση θέλει να αποκαλύψει ποινικά και κοινωνικά εγκλήματα του καθεστώτος που, σημειωτέον, οι ανακριτικές και αστυνομικές αρχές ούτε αποκάλυψαν, ούτε ερεύνησαν με στοιχειωδώς σωστό τρόπο, τότε το φασιστικό ΕΣΡ επεμβαίνει. Πραγματικά λίγο μετά από αυτές τις ομοβροντίες βίας ή απειλής βίας οι δυο παραπάνω δημοσιογράφοι έριξαν εντελώς τους τόνους, ενώ από όλα τα κανάλια ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν οι συζητήσεις που είχαν ξεκινήσει με ορμή γύρω από την εγκληματικότητα των ανηλίκων. Το κύμα δεν καταργήθηκε, αλλά έσπασε. Οι ζυμώσεις προχώρησαν αλλά κάτω από αυτές τις συνθήκες συντονισμένης τρομοκράτησης των καναλιών ήταν αδύνατο να συγκροτηθεί μια πρωτοβουλία φορέων ή ατόμων που θα αντιμετώπιζε σε πρώτη φάση τη σχολική εγκληματικότητα και θα άνοιγε στη συνέχεια μια συζήτηση για το διαλυμένο και εγκαταλελειμμένο. Ούτε θα μπορούσε όλη αυτή η ιστορία να αποκαλύψει τους βυθισμένους στη διαφθορά δήμους των κομματικών συμμοριών, τα αλλοτριωμένα συνδικαλιστικά όργανα σε κάθε τομέα και τελικά τη διαβρωμένη από τη διαφθορά, τον τοπικισμό, τον αυταρχισμό και τον αντι-μεταναστευτικό ρατσισμό αστυνομία.

Το συμπέρασμα: Αυτο-οργάνωση με τη γραμμή του ενιαίου αντισοσιαλφασιστικού μετώπου

Το μεγάλο συμπέρασμα από το έγκλημα της Βέροιας είναι ότι ο σημερινός ελληνικός καθεστωτικός φασισμός είναι διάχυτος και εμποδίζει κάθε συζήτηση και κάθε οργανωμένη αντίσταση σε όλα τα επίπεδα. Εδώ δεν έχουμε τανκς όπως στη δικτατορία, ούτε θαλάμους βασανιστηρίων στις ασφάλειες, αν και κάποια στιγμή και εφόσον δεν προκύψει μια θεμελιώδης και μαζική αντίσταση θα τα έχουμε και αυτά. Αυτό που έχουμε είναι ότι σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πόλη, σε κάθε χώρο δουλειάς σε κάθε κρατικό όργανο, η ηγεσία είναι στα χέρια ενός σοσιαλφασιστικού καθεστώτος. Αυτό το καθεστώς δεν δουλεύει πάντα με κεντρικές εντολές. Απλά έχει αφήσει όλα τα κατακάθια της κοινωνίας να κυριαρχήσουν πάνω σε κάθε μόριο πολιτικής, συνδικαλιστικής, και κοινωνικής ζωής και σε κάθε στοιχείο κρατικής πολιτικής εξουσίας.
Οι κάτοικοι της Βέροιας δεν είναι αδιάφοροι, ούτε κτηνώδεις φίλοι του εγκλήματος, ούτε είναι εχθροί κάθε αλλαγής σε μια κατάσταση που τη σοβαρότητά της αντιλαμβάνονται. Στην πλειοψηφία τους δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωποι του λαού και γενικά καλοί άνθρωποι που δεν αγαπάνε την αδικία. Όμως είναι ανοργάνωτοι όπως είναι η τεράστια μάζα αυτού του λαού. Ότι αποτελεί οργάνωση είναι στα χέρια της πολιτικής αντίδρασης, δηλαδή του κρατικοκομματικού συστήματος εξουσίας. Αν ας πούμε μερικοί καλοπροαίρετοι και δημοκρατικοί άνθρωποι επιχειρήσουν να πάρουν στα χέρια τους ένα σύλλογο γονέων στο πιο μικρό σχολείο της χώρας και να ανοίξουν το σχολείο αυτό στους γονείς και στην κοινωνία, θα δοκιμάσουν πόλεμο από τους χειρότερους γονείς που θα κυριαρχούν σαν κομματικοί εγκάθετοι στο ΔΣ, πόλεμο από τους χειρότερους δασκάλους που θα κυριαρχούν στο Σύλλογο των δασκάλων, πόλεμο πιθανότατα από το διευθυντή του σχολείου, πόλεμο οπωσδήποτε από τη Σχολική Επιτροπή που είναι καλά πιασμένη από το Δήμο, από το ΔΣ των γονιών, πόλεμο από την τοπική Ένωση Γονέων που σα δευτεροβάθμιο όργανο κυριαρχείται από τα χειρότερα κατακάθια, πόλεμο από την Επιτροπή Παιδείας του Δήμου, πόλεμο από το δευτεροβάθμιο όργανο της ΔΟΕ, πόλεμο πιθανότατα από το τοπικό γραφείο εκπαίδευσης και από το σχολικό σύμβουλο που εξαιτίας ενός σχολικού δημοκρατικού κινήματος μπορούν να χάσουν την ησυχία τους.
Αν λοιπόν οι καλοπροαίρετοι αυτοί γονείς έχουν αρκετό πείσμα και επαγγελματισμό για να διεξάγουν και να νικήσουν σε όλους αυτούς τους πολέμους, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχουν κινηθεί σε ευρύτερη κλίμακα και θα έχουν φτάσει σε σύγκρουση με τα βαθιά βρώμικα νερά της τοπικής εξουσίας, τότε θα δοκιμάσουν τα υπόλοιπα στημένα όργανα του εχθρού, όπως τα διάφορα συνδικαλιστικά όργανα σφραγίδες, διάφορες παρακρατικές «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, τα όργανα σφραγίδες τύπου «Συνήγορος των Παιδιών», και τελικά και τα κεντρικά όργανα επιβολής της τάξης, τον κεντρικό τύπο κλπ.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι γονείς του σχολείου της Βέροιας στο οποίο πήγαινε ο Άλεξ δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν και να αντιδράσουν στη βία σε εκείνο το σχολείο και στην πόλη ευρύτερα για μια ολόκληρη περίοδο. Αυτός είναι ο λόγος που η Βέροια έμεινε σιωπηλή και αντέδρασε μόνο όταν η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Αυτός είναι ο λόγος που ως τότε δεν υπήρχαν μάρτυρες του εγκλήματος. Μόνο μετά την πρώτη έκρηξη της δημοσιότητας οι γονείς του συγκεκριμένου σχολείου μαζεύτηκαν και διαμαρτυρήθηκαν για τη στάση του ΔΣ των γονιών και των δασκάλων του σχολείου όλο αυτόν τον καιρό. Ο κόσμος νιώθει τι σημαίνει καθεστώς. Και ένα καθεστώς δεν συντρίβεται από μια δημοσιογραφική αποκάλυψη.

Η υπόθεση της Βέροιας αποδείχνει ότι αν μια απαγορευμένη κοινωνική ζύμωση περάσει τα τοπικά πλαίσια και αποκτήσει εύρος και κάποια πολιτική διάσταση και απειλήσει να μετατραπεί σε κίνημα, όπως για παράδειγμα εκείνο για την καταγγελία των συμμοριών ανηλίκων, ή εκείνο για την καταγγελία των υπευθύνων της σχολικής ζωής και για την καταγγελία των τοπικών αρχών, θα δοκιμάσει οπωσδήποτε τελικά τον τηλεοπτικό αποκλεισμό. Αν ξεπερνούσε αυτόν τον αποκλεισμό θα δοκίμαζε τελικά και την κεντρική πολιτική βία. Θυμόμαστε ότι στην περίπτωση του αυθόρμητου κινήματος καταγγελίας της «17Ν» αμέσως μετά τις συλλήψεις-πακετάρισμα του 2002 και για να μη μιλήσει ο κόσμος και αποκαλύψει ανθρώπους και πράγματα που το καθεστώς δεν ήθελε να αποκαλυφθούν, επιστρατεύτηκαν όχι μόνο το ΕΣΡ, η ΕΣΗΕΑ και ο Δικηγορικός Σύλλογος για να επιβάλλουν ποινές στέρησης της άσκησης επαγγέλματος σε δημοσιογράφους και δικηγόρους, αλλά εξαπολύθηκαν και οι τραμπούκοι κουκουλοφόροι για να κάψουν γραφεία εφημερίδων (Απογευματινή) και να βανδαλίσουν σε βιβλιοπωλεία (ενάντια στο βιβλίο των Παπαχελά-Τέλογλου για τη «17Ν»). Αυτή είναι η «διάχυτη δικτατορία», η «διακομματική δικτατορία κορυφής ελληνικού τύπου», αυτός ο πολιτικός καρκίνος που πρέπει να πολεμηθεί μόνο με μια συνολική εκστρατεία σε κάθε πόρο και σε κάθε χώρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Σημαίνει αυτό ότι κάθε επί μέρους αντίσταση στο καθεστώς είναι καταδικασμένη και ανώφελη; Όχι. Αντίθετα. Κάθε αντίσταση, τοπική ή κεντρική, από το λαό ή από την αστική τάξη, αφήνει πίσω της ένα πολύτιμο φορτίο στις συνειδήσεις και συσσωρεύει κοινωνική και πολιτική πείρα στις μάζες. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Έχει πολλά μαζέψει ο κόσμος ενάντια στο σοσιαλφασισμό και κάποια στιγμή θα τα βγάλει. Και μόνο το γεγονός ότι το καθεστώς χρειάστηκε να επιβάλει βία στα κανάλια για να σταματήσει τις επικίνδυνες ζυμώσεις για τη βία στα σχολεία, δείχνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού είναι υγιής και αντιστέκεται.
Εκείνο που θέλουμε να πούμε είναι ότι για να οργανωθεί η αυθόρμητη αντίσταση στο τοπικό επίπεδο και στο κάθε επιμέρους πρέπει να υπάρξει πολιτική γραμμή στο κεντρικό επίπεδο και πολιτική γνώση σε κάθε επιμέρους αυθόρμητη αντίσταση. Μόνο μια συνολική κατανόηση αυτής ακριβώς της «διάχυτης δικτατορίας» μπορεί να δώσει συνείδηση στις μερικές αντιστάσεις, να τις δώσει τελικά κεντρική δύναμη και να τις κάνει νικηφόρες.
Οι αντιστάσεις μπορεί να είναι νικηφόρες γιατί ο διάχυτος εχθρός που πολεμάμε έχει δυο καίριες αδυναμίες. Η μία είναι ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη των μαζών που διαρκώς απομακρύνονται από τα διαβρωμένα όργανά του και αφήνουν μόνους τους εγκαθέτους να φυλάνε τις σφραγίδες τους, και η άλλη είναι ότι ο εχθρός κινεί μεγάλες δυνάμεις μόνο μέσω της συνωμοσίας και της προβοκάτσιας, δηλαδή μέσω της δράσης λίγων «ειδικών». Ο εχθρός που λέγεται σοσιαλφασισμός ενώνει εναντίον του λαού και εναντίον της δημοκρατίας δυνάμεις κοινωνικές και πολιτικές πολύ υπέρτερες από τον ίδιο, δυνάμεις που όμως δεν ελέγχει. Αυτές οι δυνάμεις έχουν άπειρες αντιθέσεις με το σοσιαλφασισμό που αν τις αξιοποιήσουμε μπορούμε να πετύχουμε μεγάλες νίκες. Αυτό το απέδειξε άλλωστε ο απομονωμένος ερμητικά από το καθεστώς αγώνας των Λιπασμάτων.
Μπορούμε να ενώσουμε αυτές τις υπέρτερες δυνάμεις ενάντια στους συνωμότες διαχειριστές τους, μπορούμε αρκεί να τις διαφωτίσουμε και να τους δείξουμε το δρόμο της αντίστασης συσπειρώνοντας κατ αρχήν ό,τι το πιο υγιές και διορατικό μέσα στις πιο καταπιεσμένες τάξεις. Αυτός είναι ο μακρύς αλλά νικηφόρος δρόμος του ενιαίου αντισοσιαλφασιστικού μετώπου.