Όταν οι καταλήψεις φούντωσαν και τα επεισόδια στο τέλος κάθε
πορείας έγιναν κύριο θέμα στα δελτία των ειδήσεων, ξεκίνησαν στα τηλεοπτικά
παράθυρα συζητήσεις γύρω από τα θέματα του νόμου. Θα έπρεπε, φυσιολογικά, τα
στελέχη της ΝΔ και της ΔΑΠ να σταλούν από τον Καραμανλή να υπερασπίσουν τις
θέσεις του προσχεδίου υποστηρίζοντας έτσι την κυβερνητική πολιτική. Αντίθετα
από αυτό οι μεν Δαπίτες που εμφανίζονταν στα παράθυρα ήταν εξαιρετικά αδύναμοι
τα δε κομματικά στελέχη αντί να υπερασπίζουν το προσχέδιο έκφραζαν τη διαφωνία
τους για τους «χειρισμούς της Κουτσίκου».
Ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Γ. Παπανικολάου και ο γραμματέας της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Δ. Βολουδάκης
στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν στις 21-6 υποστήριξαν μεταξύ άλλων: «Πανεπιστημιακό
άσυλο: Η ΔΑΠ διαφωνεί με την άρση του ασύλου σε περίπτωση αυτόφωρου πλημμελήματος»
(Ελευθεροτυπία, 21-6).
Το πιο χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι στην αρχή των καταλήψεων που γίνονταν
με αποφάσεις άμαζων συνελεύσεων, η ΔΑΠ δεν κινητοποίησε το μηχανισμό της για
την προβολή μιας άλλης γραμμής. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις (πχ. ΤΕΙ Άρτας)
ψήφισε τις καταλήψεις.
Επίσης σύμφωνα με την Καθημερινή στις 24-6: «Ειδικότερα, όπως προκύπτει
από τις μακρές συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο διάστημα, το Yπουργικό
Συμβούλιο εμφανίζεται περίπου μοιρασμένο τις εκτιμήσεις του. Αρκετοί, κυρίως
οι μετέχοντες στην Kυβερνητική Επιτροπή, συνυπέγραψαν την απόφαση για αναβολή
κατάθεσης του νομοσχεδίου για το φθινόπωρο, με το σκεπτικό ότι είναι προτιμότερο
να επιλέγονται χειρισμοί, που προκαλούν λιγότερη φθορά και μικρότερο πολιτικό
κόστος στην κυβέρνηση. «Η ευρύτερη κοινή γνώμη στηρίζει το αίτημα για ποιοτική
αναβάθμιση των σπουδών, αλλά δεν επιθυμεί συγκρούσεις», τονίζουν οι εκφραστές
της παραπάνω άποψης, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση δεν έχει να χάσει τίποτα από
έναν ακόμη ολιγόμηνο κύκλο διαλόγου. Με τη θέση αυτή αντιδρούν πολλοί άλλοι
υπουργοί, οι οποίοι εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι η αναβολή συνιστά πλήγμα, καθώς
αφενός αποστέλλει μήνυμα υποχωρητικότητας και αφετέρου αποδυναμώνει την επιχειρηματολογία
υπέρ της αναγκαιότητας αλλαγών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ακόμη και με ανατάραξη
του τέλματος και με ανατροπή προνομίων συγκεκριμένων ομάδων».
Και συνεχίζει η Καθημερινή στις 2-7 και ενώ οι καταλήψεις έχουν πια
σταματήσει: «Η έως τώρα θητεία της κ. Μαριέττας Γιαννάκου εξασφαλίζει ότι
το Σεπτέμβριο η αντιπαράθεση με πανεπιστημιακούς και φοιτητές θα συνεχιστεί.
Όχι για λόγους ουσίας, αλλά εξαιτίας του τρόπου που πολιτεύθηκε η υπουργός.
Θα είναι κρίμα, λοιπόν, να παραμείνει στο τέλμα η Ανωτάτη Εκπαίδευση, θα χάσει
πολλά ο τόπος αν δεν προχωρήσουν έστω αυτές οι στοιχειώδεις αλλαγές, επειδή
είναι φορτισμένο το κλίμα μεταξύ υπουργού και φορέων της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης.
Κι αυτό πρέπει πρώτα να το σκεφθεί η ίδια η κ. Γιαννάκου.
Η παραμονή της στην ηγεσία του υπουργείου δεν είναι πλέον για το καλό της εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης, την οποία τόσο ανάγκη έχει ο τόπος...».
Ενώ σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία στις 3-7: «Υπουργοί και στελέχη της Ν.Δ.: 1.
Συνεχίζουν να της ασκούν κριτική για τους χειρισμούς της, αν και σε πιο χαμηλούς
τόνους. «Δεν έπρεπε να καθυστερήσει τόσο να δώσει στη δημοσιότητα το προσχέδιο
και να πάρει διαστάσεις η φοιτητική εξέγερση» λένε.
2. Αν και αναγνωρίζουν ότι η μεταρρύθμιση στην Παιδεία συγκεντρώνει αρκετές
θετικές γνώμες, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αγωνιούν για τον Σεπτέμβριο,
πώς θα χειριστεί τα θέματα της Παιδείας παραμονές των δημοτικών και νομαρχιακών
εκλογών. «Τότε θα δώσει τις πιο σκληρές εξετάσεις της» είπε στην «Ε» υπουργός.
«Θα επιδείξει τα σωστά αντανακλαστικά ή θα ανάψει φωτιές που θα πληρώσει η κυβέρνηση
και το κόμμα στην κάλπη;» αναρωτήθηκε».
Ο Καραμανλής μένοντας επίτηδες μακριά από όλα αυτά, αφήνοντας την Κουτσίκου
χωρίς καμιά δήλωση υποστήριξής και χωρίς εντολή στα κομματικά στελέχη να στηρίξουν
στα τηλεοπτικά παράθυρα το προσχέδιο, δηλώνει στο φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ: «Συνεχίζουμε
το διάλογο με όλους για να συνθέσουμε τη μέγιστη κοινή συνισταμένη», διευκρίνισε
ο κ. Κ. Καραμανλής, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι απόφαση της κυβέρνησης είναι «να
μην υποταχθεί σε κατεστημένες αντιλήψεις και δογματισμούς», «συντηρητικές νοοτροπίες»
και «κομματικές σκοπιμότητες» (Καθημερινή, 15-7). Η «μέγιστη κοινή
συνισταμένη» σημαίνει υποταγή του υπουργείου παιδείας στο ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ
ή ακόμα συμμόρφωση στην πράξη με το βασικό αίτημα του σοσιαλφασιστικού μπλοκ
για έναρξη του διαλόγου από μηδενική βάση.