ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

To αποτέλεσμα αυτών εδώ των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών έφερε μεγάλη αναστάτωση και στενοχώρια στο σοσιαλφασιστικό στρατόπεδο. Το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ είδανε τις θέσεις τους και τα ποσοστά τους να μειώνονται. Η ηγετική κλίκα Παπανδρέου-Λαλιώτη δοκίμασε ήττα στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις νομαρχίες με αποτέλεσμα να δυναμώσει η εσωκομματική αντίσταση στην κυριαρχία της. Τέλος για μεγάλη δυστυχία του προβοκάτορα Καραμανλή το κόμμα του βγήκε πολιτικός νικητής συνολικά σε αυτή την εκλογική μάχη πράγμα που δυσκολεύει αρκετά τα εσωκομματικά εκκαθαριστικά σχέδια του, ακόμα και την εκκαθάριση της τόσο χτυπημένης από το σοσιαλφασισμό υπουργού Παιδείας.
Το μεγάλο πολιτικό ζήτημα, το ζήτημα κλειδί είναι ότι σε όλους τους μεγάλους Δήμους της χώρας και στις βασικές νομαρχίες ο σκληρός πυρήνας του σοσιαλφασισμού, το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ χάνουν δύναμη. Δεν χάνουν πολύ, αλλά χάνουν την ώρα που και η οικονομική κρίση και η πολιτική ανυποληψία των δύο μεγάλων κομμάτων δυναμώνει. Αυτό το φαινόμενο πέρασε απαρατήρητο από τις μάζες γιατί ο αστικός πολιτικός κόσμος είναι προσηλωμένος στην εν πολλοίς μεθοδευμένη σύγκρουση των δύο μεγάλων κομμάτων του. Έτσι ελάχιστα νοιάζεται τι γίνεται με τα δύο μικρά κόμματα παρά τα παθήματά του από αυτά. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι τα δύο ηγετικά επιτελεία, εκείνο του ΠΑΣΟΚ και εκείνο της ΝΔ έχουν περάσει στα στελέχη και στους οπαδούς τους την αυτοκτονική και μοιραία θέση ότι το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ είναι ενδιάμεσες ή ακόμα και φιλικές δυνάμεις στη μάχη που το κάθε ένα από αυτά δίνει για την εξουσία. Έτσι κανείς δεν επιτρέπεται να τα σχολιάζει επικριτικά και να αποκαλύπτει τις ήττες τους και κυρίως τον υπεραντιδραστικό πολιτικό τους χαρακτήρα. Κυρίως κανείς δεν πρέπει να επισημαίνει το γεγονός ότι είναι αυτά τα δυο κόμματα και όχι οι κυβερνήσεις εκείνα που καθορίζουν την ημερήσια διάταξη της πολιτικής μέσα από τις υποτίθεται «λαϊκές κινητοποιήσεις», δηλαδή μέσα από αλλεπάλληλα πολιτικά πραξικοπήματα. Είναι πραγματικά κυρίως αυτά τα κόμματα που με τη βία και με τη γκεμπελίστικη προπαγάνδα τους εκκαθαρίζουν τις κυβερνήσεις και υπονομεύουν την ανάπτυξη, δηλαδή κρίνουν τις στρατηγικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας από τη μεταπολίτευση και πέρα.
Αυτό που απέδειξαν αυτές οι εκλογές είναι ότι, παρά το γεγονός ότι τα δύο μικρά κόμματα παίζουν έναν όλο και πιο καθοριστικό πολιτικό ρόλο δεν γίνονται συμπαθή στο λαό, ενώ όπου έχουν δοκιμαστεί στην τοπική εξουσία έχουν αφήσει τις χειρότερες εντυπώσεις.
Έτσι ο ΣΥΝ που παίζει το παιχνίδι της εξουσίας, όχι αυτόνομα αλλά κύρια μέσα από τον εισοδισμό στο ΠΑΣΟΚ, έχασε μόνος του ή σε συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ 7 μεγάλους Δήμους και κέρδισε μόνο 3, δηλαδή συνολικά έχασε 4. Αλλά και όπου κέρδισε η δύναμη των συμμαχικών συνδυασμών του μειώθηκε. Σε ότι αφορά τις νομαρχίες είχε από τις προηγούμενες εκλογές μόνο μία με την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, αυτή στα Χανιά, και αυτήν την έχασε. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ήττα του ΣΥΝ στη Λειβαδιά όπου κατατροπώθηκε στο δεύτερο γύρο ο υποψήφιος του και στέλεχος του ΣΥΝ παρόλο που απέναντί του είχε το ΠΑΣΟΚ οπότε περίμενε λογικά τις ψήφους των νεοδημοκρατών. Η ήττα του οφείλεται στο ότι σαν πρώην δήμαρχος είχε ξεσηκώσει εναντίον του τη γενική αντιπάθεια, έτσι ώστε να μην μπορεί να τον σώσει ούτε το λαλιωτικό ΠΑΣΟΚ που τον στήριζε, ούτε η ΝΔ.
Σε ότι αφορά το ψευτοΚΚΕ, αυτό παρόλο που χώθηκε πάλι σε λίγους Δήμους μαζί με τη ΝΔ, προσπάθησε κυρίως να παίξει το παιχνίδι της αυτονομίας για να μετρήσει τις δυνάμεις του και να τις βγάλει ενισχυμένες ώστε να κερδίσει τις πολιτικές εντυπώσεις των δυσαρεστημένων και να τους οργανώσει στις τάξεις του. Το κεντρικό του σύνθημα ήταν το «κάνε το βήμα», που σημαίνει: «αφού πολίτη δεν πιστεύεις πια στα δύο μεγάλα κόμματα και στη μεταξύ τους αντιπαράθεση και αφού υποφέρεις οικονομικά κάνε επί τέλους το βήμα να ψηφίσεις τους αγωνιστές του λαού». Κι όμως για μια ακόμα φορά ο πολίτης αρνήθηκε να κάνει το βήμα προς την κόλαση που του πρότεινε ο κνίτης. Προτίμησε οικονομικό στρίμωγμα με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΝΔ, προτίμησε ακόμα και τα ψέματα και την αχρειότητά τους παρά την οικονομική καταστροφή και τη συνδικαλιστική και πολιτική βία με τα οποία ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ εμφανίζονται μπροστά του.
Έτσι στις περισσότερες νομαρχίες της χώρας το ψευτοΚΚΕ είδε τις δυνάμεις του να βαλτώνουν στο ίδιο χαμηλό επίπεδο με εκείνο των βουλευτικών εκλογών και συχνά να πέφτουν σε σχέση με τις προηγούμενες νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές (Θεσσαλονίκη από 8% σε 5, 85%, Μαγνησία από 12,85 σε 9,35, ). Αυτό έγινε στα περιφερειακά αστικά κέντρα (Αθήνα από 8,80% σε 8,77%, Θεσσαλονίκη από 9,52% σε 7,43%, Πάτρα από 18,74% σε 10,12 %, Βόλος από 10,10% σε 8,42%, Λάρισα από 15,9% σε 10,11%, Περιστέρι από από 12,01% σε 10,63%). Σε λίγους μεγάλους Δήμους ανέβηκε όπως στο Κερατσίνι: από 10% στο 11,1%, στο Αιγάλεω από 9,4% σε 9,7%) . Είναι χαρακτηριστικό ότι το ψευτοΚΚΕ έχασε τη δημαρχία στην Καρδίτσα όπου βρίσκεται το κέντρο της πολιτικοσυνδικαλιστικής του ισχύος στην ύπαιθρο. Κέρδισε μόνο δύο μικρούς δήμους της Πολίχνης και του Τύρναβου σε συμμαχία με τη ΝΔ, ενώ στην Κοκκινιά μόλις και μετά βίας διατήρησε τη δημαρχία πάντα σε συμμαχία με τη ΝΔ.
Όμως η μεγαλύτερη πολιτική ήττα του σοσιαλφασισμού σα συνολικού μπλοκ εξουσίας βρίσκεται στα εκλογικά αποτελέσματα των δύο μεγάλων κομμάτων, ιδιαίτερα σε εκείνα των νομαρχιών στις οποίες κρίνονται κατά κανόνα πιο καθαρά οι κεντρικοί πολιτικοί συσχετισμοί. Και τούτο γιατί στους Δήμους μετράει πολύ περισσότερο η συγκεκριμένη πείρα των μαζών σχετικά με τους συγκεκριμένους συνδυασμούς και τις πολιτικές τους και πολύ λιγότερο η γενική πολιτική γραμμή και το κόμμα το οποίο εκπροσωπεί, όπως συμβαίνει στην πιο απόμακρη στους πολίτες νομαρχιακή διοίκηση.
Αυτό που ήθελε λοιπόν ο σοσιαλφασισμός σε τούτες τις εκλογές ήταν να προκύψει μια ικανοποιητική πτώση της δύναμης της κυβέρνησης. Δεν ήθελε μια τόσο μεγάλη πτώση που να υποχρεώσει την κυβέρνηση να κάνει εκλογές και να δεχτεί μια καθαρή ήττα ο τόσο εξυπηρετικός για τη ρώσικη πολιτική Καραμανλής. Ήθελε όμως μια πτώση αρκετά αισθητή που θα επέτρεπε στον πρωθυπουργό να αποκεφαλίσει την υπουργό του Παιδείας στην οποία κυρίως θα αποδιδόταν η πτώση αυτή και γενικότερα να εξασφαλίζει την άδεια για ευρύτερες εκκαθαρίσεις στο κόμμα του. Με λίγα λόγια ο σοσιαλφασισμός ήθελε μια φθορά της κυβέρνησης που θα μετέφραζε στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο τα αποτελέσματα του «κινήματος παιδείας», και η οποία επιπλέον θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν απόδειξη του μόνιμου ισχυρισμού του σοσιαλφασισμού ότι οι εργαζόμενες μάζες είναι εξοργισμένες με την οικονομική πολιτική της αστικής τάξης και ότι γι αυτό το λόγο τα σοσιαλφασιστικά κινήματα τις εκπροσωπούν και τις εκφράζουν σε κάθε αντιπαράθεση των τελευταίων με τις κυβερνήσεις.
Ήταν λοιπόν μια μεγάλη απογοήτευση για το τετρακομματικό «συντονιστικό κορυφής» ο πρώτος γύρος των νομαρχιακών εκλογών στις οποίες η ΝΔ βγήκε πρώτη με τη μεγαλύτερη ως τώρα διαφορά από το ΠΑΣΟΚ σε πρώτο γύρο και ο εκλογικός χάρτης έγινα απροσδόκητα μπλε. Το «συντονιστικό κορυφής» δεν ήταν έτοιμο γι αυτήν την εξέλιξη. Ο μεν Καραμανλής έκανε καλά τη δουλειά του και βγήκε αμέσως να υποβιβάσει την πολιτική νίκη του κόμματός του λέγοντας ότι οι εκλογές είχαν κυρίως αυτοδιοικητικό χαρακτήρα. Όμως ο Γ. Παπανδρέου έκανε τις επιθυμίες του πραγματικότητα και πριν οριστικοποιηθούν τα αποτελέσματα βγήκε να θριαμβολογήσει για την «ήττα» και το «κρύψιμο» της ΝΔ. Όλοι έμειναν άναυδοι και ο άνθρωπος έγινε για πρώτη φορά τόσο γελοίος. Μετά από μέρες η κλίκα του διέρρευσε ότι γι αυτό το πάθημά του αρχηγού της έφταιγε ο Παπαδόπουλος που είχε τη ευθύνη της εκλογικής μάχης. Αλλά αυτός ο ισχυρισμός έκανε τον αρχηγό ακόμα πιο αντιπαθητικό.
Μετά τον καταστροφικό αυτό πρώτο γύρο έγινε βασικό ζητούμενο για το διακομματικό συντονιστικό να περιοριστεί η νίκη της ΝΔ στον δεύτερο γύρο των νομαρχιακών. Αυτό επετεύχθη. Από τις 7 νομαρχίες του β γύρου η ΝΔ κέρδισε τις 2 και το ΠΑΣΟΚ τις 5. Το τελικό συνολικό αποτέλεσμα ήταν ωστόσο με σαφήνεια υπέρ της ΝΔ που διατήρησε και το 2006, μετά από 2 χρόνια φθοράς, όσες ακριβώς νομαρχίες είχε στην φάση της ανόδου της στις νομαρχιακές του 2002. Αλλά οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης αντιστρέψανε σε ένα βαθμό αυτό το αποτέλεσμα προβάλλοντας όχι το τι έγινε στις 54 νομαρχίες του πρώτου γύρου, αλλά το τι έγινε στις 7 του δεύτερου. Μάθαμε από την εσωκομματική μάχη στη ΝΔ που ακολούθησε το δεύτερο γύρο ότι σε αυτόν οι «αντάρτες της ΝΔ» συνέχισαν να σαμποτάρουν τον επίσημο νεοδημοκράτη υποψήφιο. Και βέβαια ο αρχηγός του κόμματος Καραμανλής ούτε μια απειλή εκστόμισε εναντίον τους, αλλά ούτε και μια έκκληση για την υπερψήφιση του επίσημου υποψήφιου. Αυτό ήταν το βαθύτερο νόημα της επιμονής του στο διάγγελμα του της πρώτης Κυριακής ότι οι εκλογές έχουν αυτοδιοικητικό χαρακτήρα.
Από την άλλη μεριά στο δεύτερο γύρο τα δύο σοσιαλφασιστικά κόμματα έριξαν παρά την έκδηλη απέχθειά τους γραμμή να ψηφιστεί το ΠΑΣΟΚ για να μην εκλάβει η ΝΔ το αποτέλεσμα σαν έγκριση της πολιτικής της, και πιο συγκεκριμένα για να μη βγει ενισχυμένη η Γιαννάκου. Έτσι με το παλιό καλό «αντιδεξιό» μέτωπο ΠΑΣΟΚ, ψευτοΚΚΕ, ΣΥΝ, εκεί που χρειάστηκε κόπηκαν τα παραπάνω φτερά της ΝΔ. Εννοείται λίγη έμφαση δόθηκε από τα ΜΜΕ και την ηγετική κλίκα Καραμανλή στο γεγονός ότι ο β΄ γύρος έδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα για τη ΝΔ στους Δήμους του λεκανοπέδιου. Έτσι ο Καραμανλής μπόρεσε να αναβάλει την ψήφιση του άρθρου 16 του Συντάγματος χρησιμοποιώντας σαν πρόσχημα εκτός από τις επαπειλούμενες καχεκτικές διαδηλώσεις του «μετώπου παιδείας» και το ότι η ΝΔ δεν πήγε καλά στο β γύρο των νομαρχιακών εκλογών!!!
Κυρίως όμως, χάρη στο σωσίβιο του Β΄ γύρου, μπόρεσε να διασωθεί ο Γ.Παπανδρέου από την αντεπίθεση του «παλιού» αυτοδυναμικού ΠΑΣΟΚ, δηλαδή του μη φιλοσυνασπισμικού ΠΑΣΟΚ, που τον περίμενε στη γωνία μετά τον πρώτο γύρο. Ήδη η ήττα ήταν γεγονός στις δημαρχιακές εκλογές του λεκανοπέδιου. Μια καθαρή ήττα στις νομαρχιακές θα ήταν καταστροφή για έναν αρχηγό που είχε ήδη αποφασίσει το πογκρόμ των παλιών στελεχών. Αφού αυτό δεν έγινε μπόρεσε ο Γ. Παπανδρέου να εξαπολύσει την επίθεσή του ενάντια στην εσωκομματική αντιπολίτευση και να προαναγγείλει ένα πογκρόμ, δηλαδή ένα διαρκές εκκαθαριστικό πραξικόπημα ενάντιά της. Πάντως και εδώ τα πράγματα δεν πήγαν καλά γι αυτόν και για την επίθεση που είχε ετοιμάσει στο Πολιτικό Συμβούλιο ενάντια στο βασικό αντίπαλο της κλίκας μέσα στο ΠΑΣΟΚ, τον Β. Βενιζέλο. Αυτός έμεινε σταθερός παρά τον αιφνιδιασμό, ενώ τόλμησε να μείνει δίπλα του και η Διαμαντοπούλου. Η αδυναμία της ηγετικής κλίκας φάνηκε από το ότι με εξαίρεση το φιλόδοξο υποψήφιο Θεσσαλονικάρχη Καστανίδη, που έπαιξε το ρόλο του προβοκάτορα, κανείς άλλος από το Πολιτικό Συμβούλιο δεν πήρε θέση ενάντια στο Βενιζέλο και υπέρ του αρχηγού.
Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι η εσωκομματική αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ βρίσκεται κοντά σε ένα κίνημα αμφισβήτησης της ηγετικής κλίκας. Κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν μια άλλη γραμμή και μια ενότητα που αυτή η αντιπολίτευση δεν διαθέτει. Είναι χαρακτηριστικό που ο αρχισυνομώτης Λαλιώτης κάνει άνετα εισοδισμό μέσα και στην εσωκομματική αντιπολίτευση παριστάνοντας τον υποστηριχτή του Βενιζέλου μέσω Αυριανής. Ωστόσο το ΠΑΣΟΚ βράζει εσωτερικά. Έστω και αυθόρμητα, έστω και διαισθητικά η εσωτερική σύγκρουση δυναμώνει εκεί, όπως παράλληλα δυναμώνει και μέσα στη ΝΔ. Η εσωκομματική σύγκρουση μέσα στα δύο μεγάλα κόμματα είναι η πραγματική κύρια πολιτική σύγκρουση στη χώρα μας αυτήν την εποχή. Σε αυτήν τη σύγκρουση ο λαός, δίχως κανένα μαζικό πολιτικό κόμμα που να τον εκφράζει, μπορεί να παίζει έναν πολύ ισχυρό ρόλο έμμεσα, δηλαδή μέσα από τις αστικές πολιτικές αναμετρήσεις τύπου δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών. Αλλά μπορεί να παίζει και άμεσο ρόλο όταν απομονώνει τα πολιτικά και συνδικαλιστικά κινήματα του σοσιαλφασισμού.
Αυτό που απέδειξαν αυτές οι εκλογές με τη συρρίκνωση του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ είναι ότι τα κινήματα αυτά αποδοκιμάστηκαν από το λαό. Αν οι πολιτικοί αναλυτές ήταν λίγο πιο ανεξάρτητοι από το τετρακομματικό «συντονιστικό κορυφής» θα βλέπανε ότι η νίκη της ΝΔ και η ήττα των ψευτοΚΚΕ - ΣΥΝ οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αποδοκιμασία των «κινημάτων». Η κλίκα Καραμανλή έριξε το σύνθημα: ότι η ΝΔ άντεξε παρά τη Γιαννάκου. Η αλήθεια είναι ότι νίκησε κυρίως εξ αιτίας της.