Ο ΛΙΒΑΝΟΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΟΦΑΣΙΣΜΟΥ

Λίγους μόλις μήνες μετά τη λήξη του λιβανο-ισραηλινού πολέμου, έχει πια περάσει σε πρώτο πλάνο η εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση στο Λίβανο. Πρόκειται για την κρισιμότερη ίσως πάλη που έχει δοθεί από τη νίκη της δημοκρατικής «εξέγερσης των κέδρων» ενάντια στη Συρία. Τώρα στην επίθεση βρίσκονται οι δυνάμεις του φασισμού και του σκοταδισμού που αντιστρατεύονται την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία του Λιβάνου. Την άνοδο των παραπάνω δυνάμεων μαρτυρά και η δολοφονία του υπουργού βιομηχανίας, Πιέρ Τζεμαγέλ, στις 21 Νοέμβρη, μέρα μεσημέρι μέσα στο αυτοκίνητό του από μέλη της συμμορίας «Μαχητές για την Ενότητα και την Ελευθερία της Μεγάλης Συρίας».

Παρά την προσπάθεια συσκότισης από την πλευρά της αντιπολίτευσης, οι υπαίτιοι για το θάνατο του υπουργού βιομηχανίας, που είναι ανιψιός του επίσης δολοφονημένου εκλεγμένου προέδρου Μπασίρ Τζεμαγέλ, είναι αδύνατο να κρυφτούν. Είναι αυτοί που εδώ και δεκαετίες δολοφονούν απροκάλυπτα κάθε ηγετική μορφή της χώρας που θεωρούν ότι απειλεί τα επεκτατικά συμφέροντα του καθεστώτος της Δαμασκού πάνω στο Λίβανο. Είναι το ίδιο απάνθρωπο καθεστώς με τους εγκαθέτους του, όπως είναι ο πρόεδρος-μαριονέτα Λαχούντ και η ισλαμο-ναζιστική συμμορία της Χεζμπολάχ που χρηματοδοτείται και εξοπλίζεται από τη Συρία και το Ιράν για να δημιουργήσει ένα κράτος εν κράτει στο νότο του Λιβάνου και προοδευτικά να ελέγξει την πολιτική ζωή και να ασκήσει δικτατορία πάνω σε όλο το Λίβανο.
Στην προκειμένη περίπτωση, η εμπλοκή αυτών των δυνάμεων στη δολοφονία του Τζεμαγέλ ήταν τόσο εξόφθαλμη ώστε, όπως αποκαλύπτει η κουβεϊτιανή εφημερίδα Ελ Σεγιασάχ, 55 λεπτά πριν το περιστατικό κάποιος συντάκτης του επίσημου συριακού πρακτορείου ειδήσεων είχε επικοινωνήσει με αντιπολιτευόμενη εφημερίδα του Λιβάνου ζητώντας σχετικές πληροφορίες. Ο ίδιος συντάκτης ξανατηλεφώνησε 10 λεπτά αργότερα για να ζητήσει συγνώμη από τη διεύθυνση της εφημερίδας (22/11). Τελευταία, παλαιστινιακές και λιβανέζικες πηγές πληροφόρησαν το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ ότι καμιά πενηνταριά βαριά οπλισμένοι τρομοκράτες της Αλ Κάιντα εγκαταστάθηκαν σε στρατόπεδο προσφύγων στο βόρειο Λίβανο με στόχο να εκτελέσουν σχέδιο της Δαμασκού που αφορά τη δολοφονία 36 προσωπικοτήτων της χώρας (βλ. Μοντ, 8/12). Δε θα ήταν λοιπόν διόλου απίθανο το παραπάνω απόσπασμα να έχει άμεσα εμπλακεί στη δολοφονία του υπουργού.
Ο θάνατός του Πιέρ Τζεμαγιέλ συντονίστηκε απόλυτα με την εκστρατεία της σιίτικης Χεζμπολάχ και των φιλοσύριων συμμάχων της – του κόμματος Αμάλ και του Ελεύθερου Πατριωτικού Μετώπου του μαρονίτη Αούν – να ανατρέψουν την κυβέρνηση του αντισυριακού μετώπου. Ήδη στα μέσα Νοέμβρη οι έξι υπουργοί που διέθεταν αυτοί μέσα στην κυβέρνηση παραιτήθηκαν, αντιδρώντας στη δημιουργία του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ που θα δίκαζε τους δολοφόνους του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι. Σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία εάν η κυβέρνηση χάσει το 1/3 της σύνθεσής της, δηλαδή οχτώ υπουργούς, πρέπει να διαλυθεί και με την απώλεια του Τζεμαγιέλ οι κενές θέσεις φτάνουν ήδη τις εφτά. Χωρίς να τηρήσει καν τα νομοθετικά προσχήματα ο αρχηγός της Χεζμπολάχ, Νασράλα, είχε προαναγγείλει στις 18 Νοέμβρη, δηλαδή δύο μέρες πριν το φονικό, παρατεταμένες μαζικές κινητοποιήσεις για την πτώση της κυβέρνησης Σινιόρα με τη δικαιολογία ότι αφού οι υπουργοί της είχαν παραιτηθεί η κυβέρνηση δεν εκπροσωπούσε πλέον τη σιίτικη κοινότητα.

Ο λιβανέζικος δημοκρατικός λαός αντέδρασε σε πρώτη φάση δυναμικά και μαζικά στα βρώμικα αυτά σχέδια του άξονα Συρίας-Ιράν. Σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Τζεμαγιέλ, που σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις ξεπερνούσε τα 800.000 άτομα όταν ολόκληρος ο πληθυσμός μόλις φτάνει τα 4,5 εκατομμύρια, οι ηγέτες του δημοκρατικού μετώπου καταδίκασαν τη στάση της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της.
Ανάμεσα στις πολλές ομιλίες η πιο αντιπροσωπευτική των διαθέσεων των δημοκρατικών μαζών ήταν αυτή του ηγέτη του κόμματος των Λιβανικών Δυνάμεων, Σαμίρ Γκεαγκέα. Αυτός είπε μεταξύ άλλων: «Αφού θέλουν την αντιπαράθεση, θα την έχουν! Αυτή θα είναι η αντιπαράθεση των δυνάμεων του καλού και της ειρήνης ενάντια στις δυνάμεις του κακού και του εγκλήματος. Αν το κακό κερδίσει μία νίκη οι δυνάμεις της δικαιοσύνης, του καλού και της ειρήνης θα κερδίσουν χίλιες και μία νίκες. Δε θα φοβηθούμε τίποτα, δε θα υποχωρήσουμε για κανένα λόγο, δε θα σταματήσουμε παρά μόνο όταν η εγκληματική λαίλαπα θα έχει λάβει τέλος στο Λίβανο. Και η λαίλαπα των εγκλημάτων δε θα λάβει τέλος παρά μόνο όταν συλληφθεί ο εγκληματίας, και μόνο το (διεθνές) δικαστήριο μπορεί να συλλάβει τους εγκληματίες». Στην ίδια συγκέντρωση ο ηγέτης του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Βαλίντ Τζουμπλάτ, που απ’ την αρχή είχε καταγγείλει τον πραξικοπηματισμό της Χεζμπολάχ, έδωσε ένα γερό χτύπημα στον ισλαμοφασισμό: «Δε θα πλήξουν», είπε, «την επιθυμία μας να κρατήσουμε γερά, ούτε την αμέριστη προσήλωσή μας στην ανεξαρτησία, ούτε την αγάπη στην ελευθερία, τη διαφορετικότητα και τον πλουραλισμό, ούτε την αγάπη μας για τη χαρά, τη ζωή και την ελπίδα, ούτε την απόρριψη (από την πλευρά μας) της κουλτούρας του θανάτου και της απαισιοδοξίας. Δε θα πλήξουν την απέχθειά μας στην πολιτική των αξόνων, των αξόνων του σκοταδισμού, του Μεσαίωνα και της άγνοιας, ούτε την απόρριψη του ολοκληρωτισμού, της υποτέλειας και της δικτατορίας, την απαίτησή μας να περάσουν τα όπλα που προορίζονται για την προστασία του νότου και του κράτους της Ταέφ στα χέρια των αρχών. Δε θα πλήξουν την απαίτησή μας για αλήθεια, δικαιοσύνη και για τη δημιουργία ενός διεθνούς δικαστηρίου. Τέλος, δε θα πλήξουν την προσήλωσή μας στο Λίβανο, το Λίβανο πρώτα απ’ όλα» (Orient le Jour, 24/11).

Μετά από αυτή τη συγκέντρωση και αφού περίμενε λίγες μέρες για να ηρεμήσουν τα πράγματα, το σοσιαλφασιστικό μέτωπο απάντησε με έναν παρατεταμένο αποκλεισμό του κυβερνητικού μεγάρου του Λιβάνου με αρχικά μεγάλη συμμετοχή, αν και ορισμένοι από τους συγκεντρωμένους αναγνωρίστηκαν στη συνέχεια ως πράκτορες των συριακών μυστικών υπηρεσιών (στο ίδιο, 3/12). Μυστικός συμπαραστάτης των παραπάνω δυνάμεων είναι ο διπρόσωπος πρωθυπουργός Σινιόρα. Αυτός εκφράζει σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα τα συμφέροντα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού μέσα στο Λίβανο. Ο Σινιόρα δουλεύει με μεγάλη προσοχή μέσα στο αντισυριακό στρατόπεδο και γι’ αυτό φροντίζει να εκφράζει, όποτε είναι απαραίτητο, και την οργή του στρατοπέδου αυτού ενάντια στη Συρία και στη Χεζμπολάχ. Όμως φροντίζει παράλληλα να κρατάει αλώβητη τη στρατηγική γραμμή του σοσιαλφασιστικού μετώπου στο Λίβανο. Και αυτή η γραμμή έχει μια στρατηγική αρχή, ότι κύριος εχθρός του Λιβάνου και του λιβανικού λαού είναι το Ισραήλ και όχι η Συρία ή το Ιράν. Γι αυτό ο Σινιόρα αρνείται οποιαδήποτε συνάντηση και οποιαδήποτε συνομιλία με την κυβέρνηση Ολμέρτ που από τη λήξη του πρόσφατου πολέμου καλεί την κυβέρνηση του Λιβάνου να συζητήσουν μια συμφωνία μόνιμης ειρήνης. Από την άλλη ο Σινιόρα προσφέρει πολιτική προστασία στον πολιτικό στρατό της Χεζμπολάχ με το να μην καλεί αλλά να αποτρέπει το λιβανικό δημοκρατικό και πατριωτικό μέτωπο από το να προχωρήσει σε ειρηνικές αντιδιαδηλώσεις ενάντια στους πραξικοπηματίες της Χεζμπολάχ που έχουν το θράσος να παρουσιάζονται σαν το μοναδικό μαζικό δημοκρατικό (!) κίνημα σήμερα. Είμαστε σίγουροι ότι επισκέψεις σαν και αυτές του ρώσου υφυπουργού Α. Σολτάνοφ ακολουθούμενου από το ρώσο πρέσβη Σ. Πούτιν στο γραφείο του Σινιόρα, που αναφέρει η λιβανική Orient le Jour της 25/11, δεν είναι απλά εθιμοτυπικές.
Ο σημερινός πρωθυπουργός του Λιβάνου συνέβαλε όσο κανείς άλλος στο να γίνει η χώρα υποχείριο των δολοφόνων της Χεζμπολάχ στον πρόσφατο πόλεμό της με το Ισραήλ, προσφέροντάς τους την καθοριστική πολιτική του στήριξη. Χωρίς την πολύτιμη βοήθειά του οι ισλαμοφασίστες δε θα είχαν τόσο πολύ ισχυροποιηθεί μετά την προβοκάτσια ενάντια στο Ισραήλ και συνεπώς δε θα είχαν σήμερα το θράσος να ζητούν την πτώση της κυβέρνησης τη στιγμή που το αίμα ενός άτυχου μέλους της δεν έχει καλά-καλά στεγνώσει. Οι πληροφορίες που κάνουν λόγο για επανεξοπλισμό της Χεζμπολάχ πληθαίνουν μέρα με τη μέρα αλλά ο Σινιόρα δεν τις φέρνει στη δημοσιότητα κι ούτε ζητάει την περιφρούρηση των συνόρων με τη Συρία, απ’ όπου περνάνε τα λαθραία όπλα.
Ήταν ο Σινιόρα εκείνος που – μέσα σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα όπου ο Τζουμπλάτ χτυπιόταν αλύπητα από τους ισλαμοφασίστες σα «δηλητηριώδες φίδι που χύνει παντού το δηλητήριο της διχόνοιας» – επανέφερε στην επικαιρότητα το αίτημα της διεξαγωγής ενός «εθνικού διαλόγου» με την αντιπολίτευση υπό την αιγίδα του προέδρου της βουλής, Ναμπί Μπέρι, ηγέτη του σιίτικου αντιπολιτευόμενου κόμματος Αμάλ (βλ. Μοντ, 25/11), ενός βρώμικου τύπου, πράκτορα της Συρίας, που έχει κατηγορηθεί μεταξύ άλλων για εκβιασμούς πολιτικών του αντιπάλων. Η παραπάνω κίνηση ισοδυναμούσε με παράδοση των όπλων, δηλαδή με προδοσία του δημοκρατικού μετώπου, και ακολουθήθηκε από την υποχωρητική στροφή του πατέρα του δολοφονημένου, Αμίν Τζεμαγιέλ, λίγες μέρες αργότερα. Ο Αμίν έφτασε ηλιθίως στο σημείο να εξισώσει το θάνατο του γιου του με εκείνον του γιου του Νασράλα τονίζοντας ότι «και οι δύο πέθαναν για το Λίβανο» (Orient le Jour, 27/11). Αυτό έγινε αφού ο παμπόνηρος Νασράλα επισκέφθηκε τον συντετριμμένο πατέρα του θύματος για να του δώσει τα συλλυπητήρια του. Να γιατί οι ισλαμοφασίστες σκοτώσαν το γιο του. Ξέρανε ότι ο πατέρας θα ήταν λιγότερο επικίνδυνος από εκείνον.
Η συμβιβαστική στάση του πατέρα Τζεμαγιέλ φανερώνει στο βάθος τα όρια της δυτικόφιλης αστικής τάξης του Λιβάνου στον αγώνα της ενάντια στο νεοναζιστικό άξονα. Πρόκειται για μια αδυναμία που είναι εγγενής στην ιδεολογία αυτής της τάξης. Οι άνθρωποι αυτοί, προκειμένου να μη χάσουν τις θέσεις και τα προνόμια που διαθέτουν ή χάρις στην εξουσία που εποφθαλμιούν για τον εαυτό τους, είναι επιρρεπείς στο να συμβιβάζονται με τους δυνάστες τους. Και η λιβανέζικη δημοκρατική αστική τάξη φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την τωρινή άνοδο των ισλαμοφασιστών της Χεζμπολάχ καθώς συμβιβάστηκε με την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας από τους εγκαθέτους της Συρίας και, αντί να αφοπλίσει αμέσως και να διαλύσει τις ναζιστικές συμμορίες, τους άφησε να ενταχθούν στους πολιτικούς θεσμούς του κράτους και να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση με την παρότρυνση των γάλλων και αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Στη συνέχεια ανέχτηκε την προβοκάτσια της Χεζμπολάχ που οδήγησε σε έναν άδικο πόλεμο με το γειτονικό Ισραήλ και κρύφτηκε πίσω από τη σιωπή της ενόσω οι ναζιστές του Νασράλα μετατρέπονταν σε «ήρωες του λαού». Πάντως πρέπει να δοθεί στους λιβανέζους αστούς δημοκράτες ένα σοβαρό ελαφρυντικό. Ξέρουν ότι αν τολμήσουν έναν νέο εμφύλιο δημοκρατικό πόλεμο αντίστασης στους ισλαμοφασίστες της Χεζμπολλάχ θα έχουν απέναντί τους όχι μόνο τη Συρία και το Ιράν αλλά και ένα σοβαρό κομμάτι από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, ίσως και όλους. Αυτοί όταν κάποιος πόλεμος ξεσπάσει σπεύδουν αμέσως να ζητήσουν από το θύμα της επίθεσης να μαζευτεί αμέσως και να συμβιβαστεί με τον επιθετιστή.

Είναι στο βάθος ο φόβος και η περιφρόνηση απέναντι στις μάζες που κάνει την αστική τάξη να επιδεικνύει μια τέτοια άθλια συμπεριφορά. Η τάξη αυτή φοβάται να εμπιστευτεί το λαό που δεν θα διεξάγει ποτέ ένα εμφύλιο χωρίς να ζητήσει περισσότερη εξουσία. Ιδιαίτερα αυτό το ξέρει όταν ο αντίπαλος στρατός (της Χεζμπολάχ), αποτελείται στη βάση του από φτωχούς αγρότες που ο φασισμός δεν έχει πρόβλημα από τη μια να του μοιράζει άφθονα ματωμένα χρήματα και από την άλλη να του γεμίζει το κεφάλι με το παυσίπονο της μετά θάνατον ευτυχίας. Να γιατί η κυβέρνηση, αντί να καλέσει το λαό σε μαζικές κινητοποιήσεις προς απάντηση των ισλαμοφασιστικών κινητοποιήσεων, δέχτηκε τη γραμμή Σινιόρα και κλείστηκε στο κυβερνητικό μέγαρο καλώντας το στρατό να την προστατεύσει και όχι τον πληθυσμό ακριβώς όπως θα έκανε μια μειοψηφική δικτατορική κυβέρνηση και όχι μια δημοκρατική κυβέρνηση που έχει πίσω της την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Φυσικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την τελική έκβαση της μάχης του Λιβάνου αλλά μπορούμε με σιγουριά να εκτιμήσουμε ότι η συγκρότηση ενός λαϊκού-δημοκρατικού πόλου που θα ηγούνταν του δημοκρατικού και πατριωτικού αντιφασιστικού αγώνα θα ήταν σε θέση να συμβάλει πιο αποφασιστικά στο ξωπέταγμα των λακέδων του συριακού και του ιρανικού φασισμού από τη μικρή αυτή ηρωική χώρα.
Πάντως όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα ένα είναι βέβαιο: Στον αραβικό κόσμο χάρη στη λιβανέζικη αντισυριακή και αντιιρανική αντίσταση έχει ξημερώσει μια νέα μέρα. Τώρα πια δεν έχουμε από τη μια μεριά τους δυτικόφιλους χριστιανούς και από την άλλη τους μουσουλμάνους άραβες. Τώρα έχουμε από τη μια τους φασίστες ισλαμιστές και χριστιανούς και από την άλλη τους δημοκράτες πατριώτες, είτε είναι χριστιανοί είτε είναι μουσουλμάνοι. Ο ακήρυκτος εμφύλιος του Λιβάνου σε λίγο θα είναι ο εμφύλιος πόλεμος όλου του αραβικού και όλου του μουσουλμανικού κόσμου. Ήδη αυτός ο πόλεμος είναι πιο ανοικτός από παντού στην Παλαιστίνη στην οποία από τη μια μεριά βρίσκεται η πατριωτική Φατάχ και από την άλλη η ξενόδουλη Χαμάς. Σε λίγο παντού μέσα σε κάθε χώρα και ανάμεσα στα κράτη και τις κυβερνήσεις θα έχουν σχηματιστεί αυτά τα στρατόπεδα. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προχωράει η παγκόσμια επανάσταση. Η ισλαμική καθυστέρηση γίνεται ισλαμοναζισμός και αυτός με τη σειρά του φτιάχνει χωρίς να θέλει απέναντι και ενάντιά του τα νέα δημοκρατικά και κοινωνικά απελευθερωτικά μέτωπα. Το καλύτερο παράδειγμα είναι το Ιράν. Αυτή η χώρα που είναι το κέντρο εξαγωγής της ισλαμοφασιστικής αντίδρασης σε όλο τον κόσμο είναι και το κέντρο της αντι-ισλαμοφασιστικής επανάστασης. Πουθενά αλλού στο μουσουλμανικό κόσμο δεν υπάρχει μια τόσο πλατειά δημοκρατική αντιφασιστική νεολαία όσο στο Ιράν.