Η δίκη της 17Ν
Το βαθύ καθεστώς έκανε τους δολοφόνους δικαστές
Η
συζήτηση στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε δεύτερο βαθμό για τη δολοφονική
συμμορία της «17Ν», ύστερα από μία ακροαματική διαδικασία που έχει ξεπεράσει
τον ένα χρόνο, έφτασε στην τελική φάση της αγόρευσης των συνηγόρων υπεράσπισης.
Αυτή η δεύτερη δίκη μοιάζει με την πρώτη στο ότι η διαδικασία ηγεμονεύεται προπαγανδιστικά
αλλά πολλές φορές και στη διαδικασία από τους 17νοεμβρίτες με επικεφαλής τον
Κουφοντίνα ενώ τα θύματα βρίσκονται ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου και συχνά
οι μάρτυρές τους προπηλακίζονται ή δεν εμφανίζονται καν. Στη πραγματικότητα
η δίκη έχει έρθει στα χέρια του ρωσόδουλου παρακράτους στο οποίο ανήκει και
η πρωτοβουλία για τη σύλληψη, την απόσυρση και τη δίκη ενός μέρους από το δολοφονικό
αυτό απόσπασμα.
Η διαφορά με την πρωτόδικη δίκη είναι ότι τώρα είναι εντελώς παροπλισμένο το
αντι-17νοεμβρίτικο αστοφιλελεύθερο στρατόπεδο που είχε κάποια πολιτική ισχύ
όταν ξεκινούσε η πρώτη δίκη. Όπως διαπίστωσε η Κούρτοβικ, δικηγόρος του Κουφοντίνα,
«δεν υπάρχει τρομοϋστερία και τρομολαγνεία, η στάση του Τύπου είναι διαφορετική,
ενώ έχει πάρει θέση και η επίσημη Αριστερά» (Ελευθεροτυπία, 30/11/2005).
Πράγματι το τετρακομματικό καθεστώς κορυφής με επικεφαλής την «επίσημη αριστερά»
φίμωσε τις καταγγελτικές φωνές ενάντια στη «17Ν» στα ΜΜΕ μέσα από πρόστιμα και
πειθαρχικά τύπου ΕΣΗΕΑ και ΔΣΑ, πέταξε τα κανάλια έξω από την αίθουσα και έθαψε
τα στοιχεία που αφορούν τις διασυνδέσεις των τρομοκρατών με το επίσημο κράτος
και με τις ανατολικές μυστικές υπηρεσίες, τη Στάζι και την KGB. Χρειάστηκε επίσης
να κάψουν την εποχή των συλλήψεων την Απογευματινή και να σπάσουν το βιβλιοπωλείο
που πουλούσε το βιβλίο των Τέλογλου – Παπαχελά για τη «17Ν». Με αυτές τις μεθόδους
εξαλείφθηκε η «τρομοϋστερία» και η «τρομολαγνεία» και έγινε «διαφορετική» η
στάση του Τύπου.
Επίσης όπως παρατήρησε ο Κουφοντίνας πρόκειται για «Μία δίκη που διεξάγεται
σε ένα περιβάλλον σήψης, σκανδάλων και διαφθοράς. Όπου ολόκληρο το δικαστικό
σύστημα βρίσκεται σε κατάστημα βαθιάς κρίσης και αναξιοπιστίας. Όπου η πολιτική
αγωγή φυλλορροεί με τους κυριότερους εκπροσώπους της να εμπλέκονται στα κυκλώματα
της διαφθοράς» (ΑΠΕ 2/12/2005). Βεβαίως, η δικαστική «κάθαρση» είχε σαν
έναν από τους στόχους της να προστατέψει τη “17Ν” πράγμα που αποδείχτηκε όταν
έστρεψε με λύσσα τα πυρά της ενάντια στους δύο δικηγόρους πολιτικής αγωγής που
καταφέρθηκαν πιο ανοιχτά και πιο πολιτικά από όλους ενάντια στη «17Ν», όπως
τους Κεχαγιόγλου και Γεωργίου. Ειδικά σε ότι αφορά τον Κεχαγιόγλου συνήγορο
του Πέτσου στην πρώτη δίκη, που είχε την πιο ισχυρή επιχειρηματολογία απέναντι
στη «17Ν», η επιχείρηση «κάθαρση» κατάφερε να τον εξώσει τελείως από αυτό το
δεύτερο δικαστήριο.
Έχει σταματήσει οποιαδήποτε έρευνα για αναξιοποίητα στοιχεία όπως δακτυλικά
αποτυπώματα που δεν έγινε δυνατό να αναγνωριστούν ή εγκλήματα για τα οποία είχε
αναλάβει την ευθύνη η «17Ν» αλλά δεν έχουν εντοπιστεί οι δράστες (όπως η απόπειρα
δολοφονίας του Τζορτζ Κάρος για την οποία αθωώθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι).
Από την «τρομολαγνία» στην τρομολατρεία
Τώρα το σοσιαλφασιστικό
βαθύ καθεστώς μπορεί ανεμπόδιστα να εκφράζει τη λατρεία του για τη «17Ν». Μπορούν
δηλαδή τα τέσσερα κόμματα με ομόφωνη απόφαση κορυφής να εκθέτουν τους ζωγραφικούς
πίνακες των δολοφόνων της «17Ν» στο Πολυτεχνείο σαν τμήμα του κρατικού πλέον
γιορτασμού της επετείου για να επιβάλουν πολιτικά τη σοσιαλφασιστική βία.
Μπορεί τώρα και η Παπαρρήγα μαζί με τον Κουφοντίνα να δηλώνει ότι «δεν αποδεχόμαστε
τον όρο τρομοκρατία». Συγκεκριμένα, τη μέρα που έγινε η έκρηξη της βόμβας
στο υπουργείο Οικονομικών στο Σύνταγμα το Δεκέμβριο του 2005, η Κούρτοβικ τοποθετώντας
τη στάση του πελάτη της Κουφοντίνα στο δικαστήριο για όσα κατηγορείται, δήλωσε
ότι «αποδέχεται την συμμετοχή του στην οργάνωση, αναλαμβάνει την πολιτική
ευθύνη για τις ενέργειες της, με τις οποίες συμφωνεί, αλλά δεν αποδέχεται την
ποινική διάσταση των κατηγοριών», και εξηγούσε ταυτόχρονα ότι «δεν πρόκειται
να αποδεχθούμε τη χρήση του όρου τρομοκρατία». Την ίδια στιγμή η Παπαρρήγα εξηγώντας
τη θέση του κόμματος της για την τρομοκρατική επίθεση στο Σύνταγμα δήλωνε: «Τι
θα πει τρομοκρατική ενέργεια; Απορρίπτω τον όρο τρομοκρατική ενέργεια, όταν
ταυτίζεται με το δικαίωμα κάθε λαού να παλεύει για τα δικαιώματά του, να προστατεύει
με όλες τις μορφές πάλης τα σύνορα της χώρας και την εδαφική της ακεραιότητα…
Εν πάση περιπτώσει, γιατί να συζητήσουμε για την έκρηξη στο υπουργείο Οικονομικών,
την οποία βεβαίως καταδικάζουμε, και να μην συζητάμε ότι τα αεροπλάνα της CIA
περνοδιαβαίνουν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, αρπάζουν ανθρώπους και τους
μεταφέρουν σε μυστικές φυλακές; Αυτό δεν είναι πρόβλημα;» (από τη δικτυακή
πύλη in.gr, 12/12/2005).
Το ίδιο διάστημα δημοσιεύτηκε ανοιχτή επιστολή του Σάββα Ξηρού στον Αδέσμευτο
Τύπο (Μήτση), επιστολή του Κουφοντίνα στα Νέα και συνέντευξη του
στην Ελευθεροτυπία. Ακόμα και η κρατική τηλεόραση μπήκε στο χορό. Έστειλε
συνεργείο στον Κορυδαλλό και πήρε συνέντευξη του Γιωτόπουλου για να παιχτεί
στην εκπομπή «Focus”. Τελικά, μετά το θόρυβο που ξεσηκώθηκε, η συνέντευξη δεν
προβλήθηκε (Ελευθεροτυπία, 5/10/2005).
Με την έναρξη της δίκης προβλήθηκε η γνωστή ένσταση για την αναρμοδιότητα του
δικαστηρίου. Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι αρμόδιο για να δικάσει την υπόθεση
της «17Ν» είναι ένα δικαστήριο με ενόρκους που θα αποφανθεί για ένα «πολιτικό
έγκλημα», δηλαδή μία πράξη που μπορεί να είναι παράνομη τυπικά, αλλά νομιμοποιείται
σα λαϊκή αντίσταση σε ένα φασιστικό καθεστώς. Όπως και στην πρώτη, έτσι και
σε αυτή τη δίκη, η απάντηση της δυτικόφιλης αστικής τάξης που είχε τα θύματα,
ήταν ότι η δράση της «17Ν» δεν είχε κανένα πολιτικό χαρακτήρα, ότι ήταν απλώς
«ληστές». Με λίγα λόγια, για άλλη μια φορά μόνο οι 17νεομβρίτες είχαν το πολιτικό
πλεονέκτημα, αφού η άλλη πλευρά επέλεξε να μην υπερασπίσει πολιτικά τον εαυτό
της. Αν το έκανε αυτό θα έπρεπε να είχαμε σε αυτή τη δίκη μία σειρά πολιτικών
μαρτύρων κατηγορίας, βουλευτών, κομματικών στελεχών που θα κατάγγειλαν πολιτικά
τη δράση της «17Ν», σα φασιστική, αντιλαϊκή, αντιδημοκρατική και πρακτόρικη,
ακριβώς όπως τους δολοφόνους τους υπεράσπισε πολιτικά μια στρατιά μαρτύρων της
ψευτοαριστεράς κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής. Θα έπρεπε τελικά να
καταγγελθεί η πολιτική πλατφόρμα των τρομοκρατών όπως αποτυπώθηκε στις προκηρύξεις
της αιματοβαμμένης συμμορίας. Αυτή όμως είναι η πλατφόρμα του σοσιαλφασισμού,
του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ, του πιο αντιδραστικού ανερχόμενου κομματιού της αστικής
τάξης, στο οποίο όλο και περισσότερο υποτάσσονται οι δυτικόφιλοι αστοί. Σε αυτή
τη δίκη δεν θα μπορούσε παρά να επιβεβαιωθεί αυτή η υποταγή σε όλα τα επίπεδα.
Αυτή τους την υποταγή ο φιλελεύθεροι αστοί την κρύψανε πίσω από το επιχείρημα
ότι η δίκη είναι ποινική, παραχωρώντας στους δολοφόνους το προπαγανδιστικό εργαλείο
ότι η δίκη είναι πολιτική, οπότε αυτοί είναι επαναστάτες πολιτικοί κρατούμενοι.
Αξίζει λοιπόν εδώ να επαναλάβουμε αυτό που είπαμε από την πρώτη στιγμή σαν απάντηση
σε αυτή τη δημαγωγία. Αυτή η δίκη είναι ποινική από νομική άποψη γιατί οι κατηγορούμενοι
δεν κατηγορούνται για τις ιδέες τους, αλλά για τις ποινικά εγκλήματα που διαπράξανε.
Από την άλλη όμως αυτή η δίκη είναι πολιτική από την άποψη της πολιτικής, γιατί
αυτοί οι δολοφόνοι δεν είναι συνηθισμένοι ποινικοί εγκληματίες, αλλά φασίστες
εγκληματίες. Είναι χιτλερικοί. Πρέπει λοιπόν μέσα στη δίκη τους να αποκαλυφθεί
και η αντιδραστική πολιτική φύση των ποινικών εγκλημάτων τους. Το ότι η δίκη
δεν είναι ανοιχτά πολιτική και από νομική άποψη, δηλαδή δεν είναι δίκη τύπου
Νυρεμβέργης, αυτό δεν οφείλεται στο ότι το δικαστήριο παραβιάζει την αστική
νομοθεσία και δεν συμπεριφέρεται πολιτικά όπως τάχα οφείλει απέναντι σε επαναστάτες,
αλλά γιατί η αστική νομοθεσία τουλάχιστον στη χώρα μας δεν είναι τόσο δημοκρατική
ώστε να περιλαμβάνει ειδικά επιβαρυντικές ποινές για φασιστικά εγκλήματα που
διαπράχτηκαν κάτω από ιδεολογικές μορφές σαν και αυτή της 17Ν. Θα βλέπαμε τότε
αν οι θρασείς αυτοί θα σκιζόντουσαν για να βγάλουν τη δίκη τους πολιτική ή θα
εύχονταν να είναι καθαρά ποινική.
Με την πολιτική
λιποταξία της η ελληνική μη φασιστική αστική τάξη αποδείχτηκε τόσο άθλια που
μόνο η αθλιότητα των ίδιων των 17νομεβριτών θα μπορούσε να την διασώσει. Πραγματικά
αυτοί απέδειξαν την ιδεολογική τους γύμνια από την πρώτη στιγμή της σύλληψής
τους όταν, είτε κάρφωσαν και τη μάνα τους στους διώκτες τους, είτε αρνήθηκαν
να υπερασπίσουν έστω και κατά ελάχιστο την πολιτική δράση της οργάνωσης στην
οποία ανήκαν. Αυτός που έμεινε να ξεχωρίζει και γι αυτό είναι το έμβλημα του
βαθιού καθεστώτος, ο Κουφοντίνας είναι ο χειρότερος από όλους. Κατ αρχήν είναι
ο μόνος που παραδόθηκε εκούσια πράγμα που ποτέ κανένας παράνομος επαναστάτης
δεν θα έκανε αν όλη η υπόλοιπη οργάνωσή του είχε εξαρθρωθεί, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται.
(Όχι τυχαία το ίδιο ακριβώς ισχυρίζεται το επίσημο καθεστώς, δηλαδή ότι η «17Ν»
εξαρθρώθηκε εντελώς). Το αυτοκάρφωμα του Κουφοντίνα όπως είπαμε από την πρώτη
στιγμή ήταν καθοδηγημένο από το ίδιο το βαθύ παρακράτος που είχε με αυτό δύο
στόχους. Ο πρώτος ήταν να εφοδιάσει αυτό το παραλυμένο και δίχως ηθικό τσούρμο
όσων είχαν συλληφθεί με μια πολιτική και ιδεολογική εκπροσώπηση ώστε να μην
εκτεθεί μπροστά στο λαό και να μην εκθέσει στη συνέχεια όλη τη μαχητική γραμμή
του σοσιαλφασισμού που εκπροσωπούσε. Αν η «17Ν» θα ήταν ένα μηδενικό, μηδενικό
θα ήταν τελικά και το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ που έχουν την ίδια πολιτική και ιδεολογική
γραμμή με αυτήν. Ο δεύτερος στόχος της παράδοσης του Κουφοντίνα ήταν να συγκροτηθεί
το πολιτικό ρεύμα της «17Ν», που το ονομάζουμε κόμμα των φίλων της 17Ν, σα μαχητικό
εργαλείο και σαν προφυλακτήρας του πιο καθεστωτικού και πιο καθώς πρέπει σοσιαλφασισμού,
δηλαδή των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ. Ένα τέτοιο εργαλείο είχε και έναν πιο επιθετικό
ρόλο να τρομοκρατεί όσους κατηγορούμενους, μάρτυρες, πολιτικούς και δημοσιογράφους
θα ήθελαν ενδεχόμενα να μιλήσουν και να αποκαλύψουν ή να διερευνήσουν τους δεσμούς
της συμμορίας με το επίσημο πολιτικό κράτος. Ο Κουφοντίνας είναι η πόρτα που
έκλεισε το παρακράτος πίσω από την απόσυρση κάποιων εκτελεστών για να προστατεύσει
πολιτικά και αστυνομικά τον εαυτό του. Αυτός ο ρόλος δεν χρειάζεται κανέναν
ηρωϊσμό. Οι κεντρικοί και εντελώς εκτεθειμένοι άνθρωποι του βαθιού παρακράτους
δεν μπορούν να αρνηθούν καίρια αποστολή. Άλλωστε τέτοια στελέχη ξέρουν ότι αυτή,
όσο και να είναι επώδυνη, τους κάνει ήρωες στα μάτια της άβαθης και απελπισμένης
λούμπεν και μικροαστικής μάζας που τους ακολουθεί και που θα τους αναδείξει
κάποια στιγμή σε περίοπτες θέσεις στην πιο εξελιγμένη σοσιαλφασιστική εποχή.
Μπορεί λοιπόν ένα τέτοιος κρατούμενος να υπολογίζει ότι δεν θα αργήσουν οι νέοι
Τσάροι να τον βγάλουν από τη φυλακή όπως έκαναν πριν ενάμιση αιώνα με έναν ακόμα
πιο κτηνώδη πράκτορά τους, αν και πολύ πιο δημοφιλή, το μαζικό σφαγέα γυναικόπαιδων
Κολοκοτρώνη.
Όμως τα υπόλοιπα 17Νοεμβρίτικα στελέχη, προφανώς πολύ λιγότερο μυημένα και οξυδερκή,
απογοητεύτηκαν από το έγκλειστο μέλλον που τους περίμενε μετά την απόσυρση τους
από το καθεστώς και δεν κατάλαβαν ότι πιο εύκολα θα επιζήσουν σαν κρατούμενοι
παρά σα συνεργαζόμενοι με το παλιό καθεστώς. Έτσι αρνήθηκαν να βγουν μπροστά
σα «λαϊκοί αγωνιστές» και να υποστηρίξουν τη δράση της «17Ν» με αποτέλεσμα να
απογυμνώνεται το ηρωϊκό προφίλ της και να αποκαλύπτεται ο υπαλληλικός χαρακτήρας
της. Έτσι κάποιοι στράφηκαν ενάντια στον Κουφοντίνα, διαπιστώνοντας άλλωστε
ότι με τη στάση του τους επιβαρύνει (Τζωρτζάτος, Γιωτόπουλος). Κάποιοι με λιγότερα
ποινικά βάρη συνεργάστηκαν ανοιχτά με την αστυνομία ή δήλωσαν μεταμέλεια (Τσελέντης,
Τέλιος, Κονδύλης), ενώ ο Π. Σερίφης έκανε δήλωση αποκήρυξης της τρομοκρατικής
δράσης από όπου και αν προέρχεται και διαχώρισε τη θέση του σε όλα τα σημεία
της δίκης από τη «σκληρή» γραμμή Κουφοντίνα.
Η δίκη στα χέρια των 17Νοεμβριτών
Η δικαστική διαδικασία
μετατράπηκε σε μία παρωδία στα χέρια των 17Νοεμβριτών με έναν πρόεδρο που θεωρούσε
τον Κουφοντίνα μέλος της σύνθεσης της έδρας όπως έγινε και στην πρώτη δίκη με
πρόεδρο το Μαργαρίτη που είχε πει στον Κουφοντίνα: «Εγώ πιστεύω ότι εσείς
μέσα σας πιστεύετε ότι κάνατε κάτι καλό, δεν μπορώ να πω ότι είσαστε εγκληματίες
του κοινού δικαίου, δεν σας βλέπω έτσι, δεν σας είδα ούτε μια στιγμή και το
έχετε καταλάβει. Το θέμα είναι πού πηγαίναμε με αυτά που κάνατε ή λέγατε εσείς.
Δεν είναι ότι εσείς μέσα σας είχατε το κακό» (Ελευθεροτυπία, 17/11/2003).
Γι’ αυτή του τη στάση έλαβε επαίνους από σύσσωμο το καθεστώς. Το παράδειγμα
του ακολούθησε με θαυμαστή συνέπεια ο νέος πρόεδρος Βερτελής, που προφανώς δεν
ήταν ούτε και αυτός εντελώς τυχαία επιλεγμένος.
Χαρακτηριστικό της κυριαρχίας της συμμορίας ήταν ο ανεμπόδιστος χλευασμός της
πολιτικής αγωγής και κυρίως του Αναγνωστόπουλου, που παραστάθηκε για τους Τσάντες,
Νορντίν, Στιούαρτ, και Σώντερς. Ο συνήγορος του Τζωρτζάτου, Ι. Μυλωνάς, αποκαλούσε
τον Αναγνωστόπουλο συνήγορο των αμερικανών. Ο Αναγνωστόπουλος διαμαρτυρήθηκε
στον πρόεδρο και ζήτησε να κάνει σύσταση να μην τον αποκαλούν με αυτό το χαρακτηρισμό.
Ο Κουφοντίνας πήρε αυθαίρετα το λόγο για να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε ο
Μυλωνάς αποκαλώντας τον Αναγνωστόπουλο «συνήγορο εγκληματιών». Ο πρόεδρος αρνήθηκε
να κάνει οποιαδήποτε σύσταση σε δικηγόρους και κατηγορούμενους να μη χρησιμοποιούν
τέτοιους χαρακτηρισμούς. Αυτός είναι ο αυτούσιος διάλογος όπως περιλαμβάνεται
στα πρακτικά που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της η Ελευθεροτυπία:
<<Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε παρακαλώ για το εξής: Επειδή και εχτές
ελέχθη, είναι ένα θέμα νομίζω δεοντολογίας. Έχω το δυσμενές προνόμιο να είμαι
Συνήγορος Πολιτικής Αγωγής οικογενειών θυμάτων πολλών. Τα θύματα αυτά είναι
έλληνες ο Νικόλαος Βελούτσος, είναι αμερικανοί Τσάντες, Νορντίν, Στιούαρτ, ή
είναι βρετανοί Στήβεν Σώντερς.
Θα παρακαλούσα λοιπόν από αν θέλετε διάθεση ελάχιστη και ελάχιστη υποχρέωση
σεβασμού στη μνήμη ανθρώπινων ζωών που χάθηκαν, να μη γίνονται κατηγοριοποιήσεις
των θυμάτων κατά εθνικότητα. Μισαλλοδοξία επέδειξε η 17Ν η οποία έλεγε “θα σκοτώνουμε
αμερικανούς”.
Έχω τη γνώμη ότι οι Συνήγοροι Υπερασπίσεως δεν ασπάζονται τέτοιες απόψεις και
γι αυτό θα παρακαλούσα καθένας εδώ να προσαγορεύεται με αυτό το οποίο είναι.
Έχω όνομα και επώνυμο και μπορούν να με ονομάζουν έτσι, ή αλλιώς ας αναφέρουν
οιονδήποτε εκ των εντολέων μου είτε είναι έλληνας, είτε είναι αμερικανός, είτε
είναι βρετανός. Προσαγορεύσεις του τύπου “ο εκπρόσωπος των αμερικανών θυμάτων”
παραπέμπουν στο ότι η ανθρώπινη ζωή διαβαθμίζεται κατά την αξία της ανάλογα
με την εθνικότητα του φορέα της.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: …είχα σκεφτεί αρχικά να πω των αλλοδαπών θυμάτων, αλλά σκέφτηκα ότι
υπάρχουν κι άλλοι Συνήγοροι που εκπροσωπούν αλλοδαπούς γι αυτό χρησιμοποίησα
αυτόν τον όρο. Αν σας ενοχλεί κύριε συνάδελφε...
Η.ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Το Νικόλαο Βελούτσο, τον οποίον η Οργάνωση χαρακτήρισε “γορίλα”
κύριε Πρόεδρε αφού τον σκότωσε, έχω το δυσμενές προνόμιο και την τιμή να εκπροσωπώ
την κόρη του.
Δ.ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Εκπροσωπείτε εγκληματίες πολέμου… Εκπροσωπείτε τους αμερικάνους
ιμπεριαλιστές που σφάζουν τους λαούς στο Ιράκ. Αυτό εκπροσωπείτε. Εκπροσωπείτε
τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που ευθύνεται για την τραγωδία της Κύπρου. Εκπροσωπείτε
και τον καινούριο Έπαρχο εδώ πέρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ κύριε, δεν έχετε το λόγο. Σας παρακαλώ μη διακόπτετε τη Συνεδρίαση.
Ορίστε κύριε Μυλωνά.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Κατανοώ πολύ καλά κύριε Πρόεδρε γιατί ενοχλείται ο κύριος Αναγνωστόπουλος
όταν επισημαίνω ότι είναι πρωτίστως Συνήγορος αμερικανών και εγγλέζων θυμάτων.
Θα σεβαστώ αυτή του την επιθυμία. Νομίζω όλοι καταλαβαίνουμε γιατί ενοχλείται…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ μη δημιουργείτε οξύτητα κύριε Συνήγορε.
Ι.ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι κύριε Πρόεδρε, σας είπα κατανοώ γιατί ενοχλείται ο συνάδελφος...>>.
Από «συνήγορος των αμερικάνων» μέχρι το τέλος της δίκης ο Αναγνωστόπουλος αναβαθμίστηκε
σε «συνήγορο των νεοναζί» (έτσι τoν αποκάλεσε ο Χριστόδουλος Ξηρός).
Στο τέλος της διαδικασίας,
το πιο εύκολο πράγμα ήταν να βρίσεις στους δικαστές, ένα προνόμιο που δεν το
έχει κανένας άλλος κατηγορούμενος στις δικαστικές αίθουσες. Στη δίκη της «17Ν»
όμως η έδρα έδειξε μία αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα.
Έτσι, όταν η εισαγγελέας Γιαννούκου επιχείρησε να ρωτήσει τον Χρ. Ξηρό αν δέχεται
ή αρνείται σημεία της απολογίας που έκανε στον ανακριτή έγινε ο εξής διάλογος:
«Εισαγγελέας: Κύριε πρόεδρε, με συγχωρείτε. Επειδή ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός
ασφαλώς δε θα θυμάται τι αναφέρονται στην προανακριτική του και στην ανακριτική
του απολογία, μήπως θα έπρεπε να αναγνωστεί, για να μπορέσει να ακούσει… Χρ.
Ξηρός: Ηδονίζεστε να τα ακούτε, γιαγιάκα; Ηδονίζεστε να ακούτε προανακριτικές;
Μόνο αυτές έχετε, δεν έχετε τίποτ’ άλλο».
Ο Χρ. Ξηρός είχε αποχωρήσει από τη δίκη όταν το δικαστήριο «θρασύτατα» όπως
είπε ο ίδιος, του αρνήθηκε να διαβάσει γύρω στις εκατόν τριάντα (!) σελίδες
σημειώσεις για να επιχειρηματολογήσει και αυτός για μία ένσταση για την οποία
ο δικηγόρος του είχε άφθονο χρόνο να αναπτύξει τα νομικά του επιχειρήματα. Η
άρνηση του δικαστηρίου βασίστηκε στο ότι οι 130 σελίδες του Χρ. Ξηρού αποτελούσαν
περιεχόμενο απολογίας που θα ακολουθούσε αμέσως μετά, και δεν αφορούσαν τη νομική
πλευρά της ένστασης.
Όταν έφτασε το στάδιο των απολογιών, ο «πεισμωμένος» Χρ. Ξηρός αρνήθηκε να απολογηθεί
παρά τις επανειλημμένες κλήσεις του δικαστηρίου. Οι συνήγοροι της υπεράσπισης
ζήτησαν τότε τη βίαιη προσαγωγή του για να μπορέσουν να του απευθύνουν ερωτήσεις
για τους κατηγορούμενους που εκπροσωπούσαν. Δύο αστυνομικοί πήγαν και τον έφεραν
από το κελί του.
Όταν μπήκε στη δικαστική αίθουσα ξέσπασε αμέσως σε βρισιές: «Χρ. Ξηρός:
Είστε ελεεινοί, είστε τρισάθλιοι. Ντροπή σας! Φτού σας!
Πρόεδρος (σαστισμένος και εξακολουθώντας να χτυπά το κουδούνι): Κύριε Ξηρέ,
μην παραφέρεστε. Εμείς δεν… οι συγκατηγορούμενοί σας θέλησαν να εμφανιστείτε
για να σας κάνουν ερωτήσεις…».
Αρνήθηκε να κάτσει στο έδρανο του κατηγορούμενου, και γύρισε την πλάτη στο δικαστήριο.
Τελικά έφυγε πίσω για το κελί του βαριεστημένος και στη συνέχεια κατάγγειλε
το δικαστήριο γιατί του απαγόρευσε να απολογηθεί! Η δε Κούρτοβικ επέκρινε το
δικαστήριο για την απόφασή του για βίαιη προσαγωγή (που είχαν ζητήσει οι συνάδελφοι
της), και έκφρασε τον έντονο προβληματισμό της για το αν η βίαιη προσαγωγή συνεπάγεται
και άσκηση βίας (!): «Προβληματίζομαι σοβαρά αν βιαία προσαγωγή μπορεί να
γίνει με άσκηση σωματικής βίας. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η άσκηση σωματικής
βίας σε βάρος ενός κρατούμενου;».
Αυτά είναι δύο μόνο χαρακτηριστικά από την αρχή και το τέλος της δίκης, από
τις άπειρες στιγμές του αίσχους που διαδραματίστηκαν στη δικαστική αίθουσα του
Κορυδαλλού.
Το πάθημα της Ντόρας στην αίθουσα του «τρομοδικείου»
Οι υποστηρικτές
της «17Ν» με το συνηθισμένο θράσος του φασισμού που ανεβαίνει στην εξουσία,
ονομάζουν το δικαστήριο «τρομοδικείο» ή «στρατοδικείο». Πρέπει να είναι το πρώτο
στρατοδικείο που έδωσε την εξουσία στον κατηγορούμενο να ταπεινώνει μια υπουργό
Εξωτερικών, γυναίκα θύματος δολοφονίας, και να της αφαιρεί το λόγο για να αγορεύσει
-έχοντας τη όρθια μπροστά του- για τους λόγους που έπρεπε να σκοτώσει τον άντρα
της, ένα, βουλευτή του κόμματος που είναι σήμερα την κυβέρνηση.
Η Μπακογιάννη εμφανίστηκε στο δικαστήριο να καταγγείλει την τρομοκρατική δράση
της «17Ν» και να ζητήσει να διατηρηθούν οι βαριές πρωτόδικες ποινές στους δράστες.
Ωστόσο βρέθηκε απέναντι σε λιθοβολισμό. Αρχικά η Κούρτοβικ αγόρευσε με την ανοχή
του δικαστηρίου εναντία στο δικαίωμα της να βρίσκεται στην αίθουσα σα μάρτυρας:
«η κα Μπακογιάννη με την ιδιότητά της έρχεται εδώ να εισφέρει στη διαδικασία
ακριβώς αυτήν την ιδιότητά της. Το πολιτικό της επιχείρημα σ’ αυτή τη Δίκη ενάντια
σε πολιτικούς αντιπάλους είναι η ιδιότητά της ως Υπουργός Εξωτερικών. Με αυτή
την ιδιότητα όφειλε σεβόμενη το Δίκαιο, όφειλε σεβόμενη τη δικαιότητα, όφειλε
σεβόμενη την αρχή της ισότητας των όπλων, να μη βρίσκεται εδώ και να μην καταθέτει.
Για να σημειώσω κιόλας ότι με αυτή της την ιδιότητα η κα Μπακογιάννη έρχεται
εδώ να σας ζητήσει βαριές καταδίκες πέρα από το αποδεικτικό υλικό αυτής της
υπόθεσης, πέρα από το αποδεικτικό υλικό αυτής της Δίκης. Γι αυτό τον λόγο λοιπόν,
σημειώνω ξανά, ότι η Υπεράσπιση του Δημήτρη Κουφοντίνα δεν πρόκειται να υποβάλλει
ερωτήσεις, διατηρεί όμως το δικαίωμα του σχολιασμού».
Στη συνέχεια ακολούθησε η ανάκριση της Μπακογιάννη από τον Ι. Μυλωνά, συνήγορο
του Τζωρτζάτου μέσα από μία σειρά ερωτήσεων με τις οποίες επιχείρησε να την
κάνει να ομολογήσει την ενοχή της για την κατηγορία που της απεύθυνε η Κούρτοβικ.
Στο τέλος ανέλαβε ο Κουφοντίνας να βγάλει ένα μακροσκελή λόγο τον οποίο επίσης
του επέτρεψε το δικαστήριο για να χαρακτηρίσει τη δολοφονία του Μπακογιάννη
«κορυφαία εκδήλωση της Οργάνωσης» και να καταλήξει διαμαρτυρόμενος ενάντια στην
αναφορά της Μπακογιάννη για «καπηλεία των ιδεών της Αριστεράς» αφού
«ο άνθρωπος που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ο άνθρωπος
που οι Αμερικανοί ονομάσανε πρόσφατα όταν ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών “ο
δικός μας άνθρωπος”, πάει πολύ να γίνεται υπερασπιστής των αξιών της Αριστεράς».
Όταν ο Κουφοντίνας πήρε το λόγο για να χαρακτηρίσει «κορυφαία εκδήλωση» τη δολοφονία
του Μπακογιάννη, η τελευταία αποχώρησε από το βήμα του μάρτυρα με την έδρα να
κοιτάει αμήχανα αυτή την παρείσακτη να οδεύει προς την έξοδο και να ακούει ευλαβικά
την αγόρευση του Κουφοντίνα (πρακτικά από Ελευθεροτυπία, 12/4 και ΑΠΕ
12/4). Μία σκηνή που μιλάει όσο χίλιες λέξεις για το ποιος βρισκόταν μέσα σε
εκείνη την αίθουσα σαν εκπρόσωπος κρατικής εξουσίας και ποιος με την ιδιότητα
του κατηγορούμενου.
Αυτός ο διασυρμός προκάλεσε την αντίδραση των σιωπηλών μέχρι τότε εφημερίδων
:
Με κύριο τίτλο «Δικάζονται τα θύματα της 17Ν» και υπέρτιτλο «εκφυλίζεται
επικίνδυνα η διαδικασία στη δίκη της τρομοκρατίας» κυκλοφορεί στις 20/4/2006
ο «Ελεύθερος Τύπος» αναφέρει: «στα χέρια των κατηγορουμένων ολισθαίνει η
διαδικασία. [...] Ο πρόεδρος περιορίστηκε να πει στον Κουφοντίνα σας παρακαλώ
[...]».
Από δημοσίευμα στα Νέα (14/4/06): «Ούτε σε επιχειρησιακό αλλά ούτε
και σε πολιτικό επίπεδο ασχολείται η κυβέρνηση Καραμανλή με την τρομοκρατία.
Αυτή η αίσθηση κενού έχει επηρεάσει πιθανώς και την ατμόσφαιρα στην κατ’ έφεση
δίκη της 17Ν. Εκεί ορισμένοι παρατηρητές έχουν την εντύπωση “ότι η έδρα έχει
χάσει τον έλεγχο”. Το λένε διότι ορισμένοι δικηγόροι υπεράσπισης έχουν αφεθεί
ανενόχλητοι να αμφισβητούν την αξιοπιστία μαρτύρων με τρόπο που λαμβάνει συχνά
χαρακτήρα προσωπικής επίθεσης προς τους καταθέτοντες. Τούτο μάλιστα τείνει να
καταστεί πρακτική».
Με τίτλο «Είναι αυτό δίκαιη δίκη;» ο Μ. Κοττάκης στην «Απογευματινή»
(14/4/06): «Με λύπη μαθαίνω ότι ορισμένοι παράγοντες στη δίκη 17Ν έχουν
αρχίσει να εκτρέπονται δυστυχώς με την ανοχή του προέδρου της έδρας. Διατυπώνουν
απειλές κατά των μαρτύρων προκειμένου να κάμψουν το φρόνημά τους και να αλλάξουν
το περιεχόμενο των καταθέσεών τους».
Οι απλοί πολίτες, μάρτυρες κατηγορίας είτε δεν άντεξαν να ξαναεμφανιστούν στο
δικαστήριο μετά από αυτά που έπαθαν στην πρώτη δίκη (θυμίζουμε ότι μία μάρτυρας
λιποθύμησε όταν ο Κουφοντίνας την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής), είτε αναιρούσαν
μέρος των πρωτόδικων μαρτυρικών τους καταθέσεων που αφορούσαν στην αναγνώριση
των κατηγορούμενων. Ηχηρή ήταν κυρίως η απουσία των μαρτύρων για τις επιθέσεις
κατά Αμερικανών που δέχτηκαν και τη μεγαλύτερη βία.
Το καθεστώς ετοιμάζει μείωση ποινών και νέες αποφυλακίσεις για τους εκτελεστές του
Το καθεστώς έχει
βυθίσει αυτή τη δίκη στη σιωπή ακριβώς για να διασφαλίσει στη «17Ν» την απόλυτη
κυριαρχία μέσα στο δικαστήριο προετοιμάζοντας μείωση ποινών και αποφυλακίσεις.
Ήδη έχουν αποφυλακιστεί οι Π.Τσελέντης και Κ.Τέλιος, Π.Σερίφης, είτε λόγω αναστολής
της ποινής, είτε για λόγους υγείας.
Μέσα στη δικαστική αίθουσα επίσης μέσα στο σκοτάδι όλο το καθεστώς στέλνει μάρτυρες
υπεράσπισης που στοιχίζονται πίσω από το Γιάννη Σερίφη. Παρέλασε πλήθος συνδικαλιστών,
οι Θ. Τσιριγώτης και Θ. Βουρεκάς (ΟΛΜΕ), Γρ. Δαφνής (Γ΄ ΕΛΜΕ), Σπανού (ΕΕ ΑΔΕΔΥ),
Ουρ. Μπίρμπα (ΕΒΟ Αιγίου), Στ. Σαφάκης (ΔΣ ΟΜΕ-ΟΤΕ), Σ. Ζηγούνας (ΗΛΠΑΠ), Π.
Μπρόφας (ΟΤΕ), ο Μ. Γλέζος, ο Θ. Δρίτσας (στέλεχος του ΣΥΝ στον Πειραιά, και
οι Λαφαζάνης και Κουβέλης. Ενώ στο πλευρό του Κουφοντίνα παρέλασαν αρκετοί «εξωκοινοβουλευτικοί»
μεταξύ των οποίων ο Ν. Γιαννόπουλος που χαρακτήρισε τον αρχιδολοφόνο Κουφοντίνα
«τρυφερό» άνθρωπο.
Ο Κουφοντίνας φροντίζει κάθε τόσο να δηλώνει τη «νομιμοφροσύνη» του στο φαιοκόκκινο
μέτωπο, προβάλλοντας τις γνωστές ακτικαθεστωτικές αντιαμερικάνικες, αντισημίτικες
και εθνικιστικές θέσεις. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του για τη δολοφονία
Σιπαχίογλου: «θα κάνω μια μικρή δήλωση για την υπόθεση Sipahioglou. Με δυο
λόγια η ουσία του Κυπριακού προβλήματος είναι ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα εισβολής
και κατοχής. Γενικότερα η ουσία των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η επιθετικότητα
με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου, ο επεκτατισμός της τουρκικής άρχουσας
τάξης προς Καύκασο, Κεντρική Ασία, Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Κύπρο, Ελλάδα από
τη μια πλευρά και η διαρκής υποχωρητικότητα από την άλλη, στο όνομα μιας δήθεν
ρεαλιστικής πολιτικής των αμερικανόδουλων γραικήλων και ανιστόρητων Ελλήνων
πολιτικών, έτσι, που να μετατρέπεται η Ελλάδα σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά
δικαιώματα. Ο Sipahioglou (…) ήταν συνυπεύθυνος για το έγκλημα της εθνικής εκκαθάρισης
τόσο στην Κύπρο όσο και στο Κουρδιστάν, καθώς και για την καταπίεση και εκμετάλλευση
του τουρκικού λαού. (…)
Για τους λόγους αυτούς η εκτέλεσή του από τη 17Ν ήταν δίκαιη».
Κατά πόδας τον ακολουθεί ο Χριστόδουλος Ξηρός. Αυτός σε δήλωσή του πριν αποχωρήσει
από τη δικαστική αίθουσα ανάφερε τα εξής: «Στα ίδια πάντα χνάρια με τους
πρώτους διδάξαντες, η ξενόδουλη άρχουσα τάξη που μας οδήγησε στις περιπέτειες
του 1ου Παγκόσμιου, ευθύνεται απόλυτα για το ξεπούλημα και την καταστροφή του
Μικρασιατικού Ελληνισμού και τα ίδια και χειρότερα στην Κατοχή μαυραγορίτες,
δοσίλογοι και λοιποί εθνικόφρονες. Τα ίδια και μετά την Κατοχή, τα ίδια και
μετά τον Εμφύλιο με τα ΜΑΤ, με τις αμερικάνικες βοήθειες, με τους Ωνάσηδες,
τους Λάτσηδες, τους Νιάρχους, τους Βαρδινογιάννηδες… Όσο για την ανώτατη θρησκευτική
ηγεσία από το Γρηγόριο τον Ε’ που αφόρισε την επανάσταση, μέχρι το Δαμασκηνό
τον Ιερώνυμο, τον ανεκδιήγητο Παρασκευαϊδη, που διάβαζε στη Χούντα –σαν την
κα Εισαγγελέα- και δεν πρόσεξε τίποτα, δεν χρειάζονται και πολλά χρόνια… Δεν
μιλάμε φυσικά για τον κατώτερο κλήρο, που είναι κομμάτι του λαού, που είναι
πάντα και αταλάντευτα μαζί με το λαό σε όλους του τους αγώνες και σε όλες τις
μάχες. Για το Σκυλόσοφο, τον Πατροκοσμά, τον Διάκο, τον Παπαφλέσσα, τον Παπά
ανυπόμονο και τόσους άλλους μάρτυρες και ήρωες. Αυτοί δεν έχουν καμία σχέση
με τους προκλητικούς χρυσοφόρους που αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται πνευματικοί
πατέρες, τους κορδωμένους τράγους με τις αμύθητες περιουσίες, παράδειγμα προς
αποφυγή σε όλα τα επίπεδα… Τα λέω αυτά, όχι γιατί είμαι κανένας στενόμυαλος
εθνικιστής. Δεν είμαι οπαδός της φουστανέλας με όλο το σεβασμό στην εθνική ενδυμασία.
Ούτε βέβαια της μαντήλας και της μπούρκας. Πιστεύω όμως ότι οι λαοί που θα απεμπολήσουν
τις παραδόσεις τους, που θα εγκαταλείψουν την κουλτούρα τους και θα απολέσουν
την ξεχωριστή ταυτότητά τους είναι εύκολη βορά στα άνομα σχέδια της παγκοσμιοποιημένης
νέας τάξης πραγμάτων». Ο Ξηρός δεν ξεχνάει ούτε έναν από τους ήρωες της
επίσημης κρατικής μυθολογίας που είναι ταυτόχρονα ήρωες της ρωσόδουλης υπεραντιδραστικής
πλευράς της ελληνικής νεώτερης ιστορίας.
Με αυτές τις θέσεις θα συμφωνούσε απόλυτα τόσο η Παπαρρήγα, όσο και ο Καρατζαφέρης
που το έχει άλλωστε δηλώσει ανοιχτά ότι συμφωνεί γενικότερα με τις πολιτικές
θέσεις της «17Ν» αλλά διαφωνεί με τη δράση της.
Άλλωστε πριν ξεκινήσει η δίκη, η εκπομπή του MEGA “Φάκελοι» έκανε ρεπορτάζ στον
Κορυδαλλό και ανάφερε πως ο Δημ. Κουφοντίνας κάνει παρέα με το φυλακισμένο σε
διπλανό κελί, Ντερτιλή. Η είδηση θορύβησε τόσο πολύ τον Κουφοντίνα, που έδωσε
εντολή στην Κούρτοβικ, να διανείμει στα ΜΜΕ δήλωση του ότι «καμία απολύτως
σχέση δεν υπάρχει και ούτε θα μπορούσε να υπάρχει ποτέ, μεταξύ ενός πολιτικού
κρατουμένου για την υπόθεση της 17Ν και οιουδήποτε από τους πρωτεργάτες της
δικτατορικής 7ετίας» (Ελευθεροτυπία, 8/12/2005). Κι όμως μία τέτοια συναναστροφή
είναι απόλυτα φυσιολογική. Έχουν τόσα πολλά κοινά.
Η δολοφονική συμμορία είναι ακόμα προστατευόμενη από το τετρακομματικό μέτωπο
εξουσίας. Η προστασία αυτή θα έχει περιορισμένη διάρκεια, όσο περιορισμένη διάρκεια
θα έχει και η σοσιαλφασιστική εξουσία που θα συντριβεί από τον ίδιο το λαό στο
όνομα του οποίου διαπράττει τα πιο αποτρόπαια εγκλήματά της.
Κουφοντίνας κατά “Ελευθεροτυπίας” ή Τι παθαίνουν όσοι μεγαλώνουν τέρατα
H σύγκρουση που
εκδηλώθηκε σε αυτή τη δεύτερη δίκη ανάμεσα στους 17Νοεμβρίτες, μεταφέρθηκε και
στη φιλική τους Ελευθεροτυπία. Από το περασμένο καλοκαίρι και μετά
η Ελευθεροτυπία δέχεται επιθέσεις από τον Κουφοντίνα και τους υποστηρικτές του
(τις λεγόμενες «Κινήσεις Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους» που έχουν
συγκροτήσει η «Κόντρα» και το Δίκτυο») γιατί προβάλει τη γραμμή Τζωρτζάτου-Γιωτόπουλου
ότι ο Κουφοντίνας είναι άνθρωπος της αστυνομίας και των κρατικών μηχανισμών
και με τη στάση του στηρίζει το επίσημο κατηγορητήριο που θέλει όλους τους δράστες
να έχουν συλληφθεί, οπότε και τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους να έχουν μόνον
αυτοί κάνει όλα τα εγκλήματα, και τον Γιωτόπουλο να είναι ο αρχηγός και να εισπράττει
τη μεγαλύτερη ποινή (21 φορές ισόβια). Αυτή η γραμμή της Ελευθεροτυπίας,
όπως λένε οι φίλοι των 17Νοεμβριτών εκδηλώθηκε από το 2004 με δημοσίευση επιστολής
του φίλου του Γιωτόπουλου, Βεζύρογλου. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι ο Φυντανίδης
που παραιτήθηκε πρόσφατα από τη διεύθυνση, έφυγε κατηγορώντας την οικογένεια
Τεγόπουλου ότι αφήνει την εφημερίδα να διοικείται από τα κελιά του Κορυδαλλού
από τον Γιωτόπουλο, κάτι που δεν έχει διασταυρωθεί από άλλη πηγή.
Το πρώτο επεισόδιο της σύγκρουσης εκδηλώθηκε στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη,
όταν ο Κουφοντίνας απείλησε να εξώσει από τη δικαστική αίθουσα την ιδιωτική
εταιρεία που κατέγραφε τα πρακτικά της δίκης για λογαριασμό της Ελευθεροτυπίας.
Πράγματι κατόπιν των διαμαρτυριών του Κουφοντίνα η εταιρεία σταμάτησε να καταγράφει!
Το δεύτερο και πιο σφοδρό επεισόδιο εκδηλώθηκε πρόσφατα, τη στιγμή που ο συνήγορος
των Τζωρτζάτου – Γιωτόπουλου, Ιπ. Μυλωνάς στην τελική του αγόρευση εκτόξευσε
ανοιχτά την κατηγορία κατά του Κουφοντίνα ότι συνεργάζεται με την αστυνομία,
προβάλλοντας τα επιχειρήματα ότι: α) δεν διαψεύδει τα αστυνομικά στοιχεία για
τη συμμετοχή των κατηγορούμενων στις συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται,
παρόλο που γνωρίζει στοιχεία που τους αθωώνουν για κάποιες από αυτές, β) ότι
δεν καταγγέλλει αυτούς που συνεργάστηκαν όπως ο Τσελέντης, ούτε αμφισβητεί τα
στοιχεία που έδωσαν, αλλά υπερασπίζεται το «όλον» της δικιάς του «17Ν», γ) ότι
στηρίζει τη θεωρία που λέει ότι όλα τα μέλη της «17» βρίσκονται στη δικαστική
αίθουσα, και τελικά ότι όλη η στάση του βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το
κατηγορητήριο Διώτη - Σύρρου. Αμέσως ο Κουφοντίνας έστειλε στις εφημερίδες δήλωση
κατά του Τζωρτζάτου, την οποία η Ελευθεροτυπία αρνήθηκε να δημοσιεύσει
(σε αντίθεση με τα Νέα που τη δημοσίευσαν). Στη συνέχεια ο Κουφοντίνας έστειλε
επιστολή διαμαρτυρίας στην Ελευθεροτυπία η οποία επίσης δε δημοσιεύτηκε. Στην
επιστολή μεταξύ άλλων κατηγορείται η κόρη του Τεγόπουλου, που έχει αναλάβει
την εφημερίδα μετά το θάνατο του πατέρα της, επειδή χρηματοδοτεί ένα «ύποπτο»
κατ’ αυτόν έντυπο που καταφέρεται εναντίον του (το “Μήνυμα Αντίστασης»). Ο σοκαρισμένος
στρατός του Σκυφτούλη που έχει σηκώσει σαν έμβλημα του το «υπέρλαμπρο αστέρι»
του Κουφοντίνα μέσα στο θλιβερό σύμπαν της «17Ν», αφού απείλησε μέσω του Indymedia
την εφημερίδα με κάψιμο (πρότειναν «να κάψουμε τη φυλλάδα της Τεγοπούλου
δημόσια, για να πέσει η μάσκα του τάχα αμερόληπτου, προοδευτικού φύλλου»),
επέδραμε στα γραφεία της και απαίτησε συνάντηση με τη διεύθυνση. Πράγματι συναντήθηκαν
με την κόρη του Τεγόπουλου, και τον εκδότη Θανάση Τεγόπουλο, οι οποίοι αρνήθηκαν
να υποταχθούν στις απαιτήσεις τους. Θαυμάστε πως τοποθετούν το «έγκλημα» της
εφημερίδας που κατ’ αυτούς είναι: «η υιοθέτηση και προβολή με πηχαίους τίτλους,
χωρίς εισαγωγικά ή κάτι άλλο που να υποδηλώνει, έστω, αποστασιοποίηση της εφημερίδας
από τη συκοφαντική για τον Δ. Κουφοντίνα αγόρευση του Ι. Μυλωνά» (!!!)
Η δήλωση απάντηση της Ελευθεροτυπίας, όπως δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 28/3/2007
έχει ως εξής: «Περίπου πενήντα άτομα εισέβαλαν χθες στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας»
με πανό «ελευθεροτυπία ή λογοκρισία» και αξίωσαν -υπό την απειλή λιγότερο ειρηνικής
μελλοντικής διαμαρτυρίας- τη δημοσίευση κειμένου προερχόμενου από «κινήσεις
αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους» (αν και όχι όλους, όπως φαίνεται).
Επειδή ελευθεροτυπία σημαίνει το δικαίωμα δημοσίευσης ή μη δημοσίευσης, ενώ
λογοκρισία είναι η απαγόρευση δημοσίευσης αλλά και η υποχρέωση δημοσίευσης συγκεκριμένων
κειμένων, η «Ελευθεροτυπία» αρνείται και τη δεύτερη μορφή λογοκρισίας, απ’ όπου
και αν προέρχεται.
ΥΓ.: Και δεν δέχεται μαθήματα δεοντολογίας από κανέναν». Είναι προφανές
ότι στόχος της νέας επίθεσης των 17Νοεμβριτών δεν είναι η υπεράσπιση καμίας
δημοκρατίας, που οι ίδιοι κατάργησαν για όλες τις αντίθετες με το «υπέρλαμπρο»
αστέρι τους απόψεις με το κάψιμο της «Απογευματινής» και το σπάσιμο του βιβλιοπωλείου
που πούλαγε το βιβλίο των Τέλογλου-Παπαχελά, αλλά να μετατρέψουν την Ελευθεροτυπία
σε φερέφωνο του Κουφοντίνα.
Τώρα που δεν υπάρχει καμία εφημερίδα που να αντιστέκεται σε επίπεδο πολιτικής
γραμμής στο 17Νοεμβριτισμό, αυτός εκδηλώνει τη φασιστική του βία ενάντια στην
Ελευθεροτυπία, που τον έχει στηρίξει όσο καμία άλλη, επειδή ακόμα και αυτή τόλμησε
να δώσει στήριξη στο συρφετό των τροτσκιστών δολοφόνων που τουλάχιστον αποδείχτηκαν
λιγότερο κρατικοί και καθεστωτικοί παράγοντες παρά στον -εντελώς έκθετο με τη
στάση του- «ήρωα» του Κουφοντίνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τρανταφυλλόπουλος,
ο άνθρωπος του Κόκκαλη δημοσίευσε την επιστολή Κουφοντίνα στο Πρώτο Θέμα. Αλλά
καλά να πάθει η Ελευθεροτυπία και οι άλλοι αστοί με τα τέρατα που μεγαλώνουν
και που συντηρούν στον κόρφο τους τόσα χρόνια. Καλά να πάθουν με τον εθνικισμό
τους, με την εξύμνηση του ΣΥΝ και όλων των σοσιαλφασιστικών κινημάτων της κρατικοφασιστικής
γραφειοκρατίας, με τον αντιδραστικό αντιαμερικανισμό τους και τον καλυμμένο
αντισημιτισμό τους. Κανείς δεν θα τους βοηθήσει όταν οι πρώην προστατευόμενοί
τους θα τους καίνε επειδή δε δέχτηκαν -αν δε δεχτούν- να γίνουν υπηρέτες τους.
Ο φασισμός απέδειξε πόσο αγνώμονας ήταν στους συντηρητικούς που τον βοήθησαν
να ανεβεί στην εξουσία.