Οι
χιτλερικού τύπου εκκαθαρίσεις συνεχίζονται
Το «σκάνδαλο» των ομολόγων και η εφόρμηση του σοσιαλφασισμού για την κατάληψη
των ασφαλιστικών ταμείων
Το
νέο σκάνδαλο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο ακόμα δεν έχει γίνει σαφές, που ανακάλυψε
το τετρακομματικό συντονιστικό κορυφής αφορά ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου
που αγοράστηκαν από ασφαλιστικά ταμεία μέσω χρηματιστηριακών εταιρειών. Φαίνεται
ότι αυτό το σκάνδαλο χρησιμοποιήθηκε από το καθεστώς για να ανακόψει τα σχέδια
Τσιτουρίδη για την αξιοποίηση με όρους καθαρής αγοράς των επενδυτικών κεφαλαίων
των Ταμείων, κυρίως για το σκέλος που αφορούσε τις επενδύσεις στις αγορές της
ΕΕ (συνέντευξη Τσιτουρίδη σε Καθημερινή, 4/2). Κυρίως όμως απέβλεπε στο να επιτύχει
το διορισμό των διοικήσεων όλων των ταμείων με διακομματική διαδικασία, δηλαδή
με την έγκριση των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ. Ένα πρώτο άμεσο όφελος ήταν ο διορισμός
στο ΤΕΑΔΥ του «υπερκομματικού» καθηγητή Ανδρέα Κιντή, πρώην πρύτανη του Οικονομικού
Πανεπιστημίου Αθηνών, που προτάθηκε από την ΑΔΕΔΥ, της οποίας ο πρόεδρος Παπασπύρου
είναι ένα από τα χειρότερα κνιτοειδή του ΠΑΣΟΚ.
Το πραγματικό πρόβλημα που κρύβεται από το καθεστώς είναι η ελλειμματικότητα
των ταμείων, που δεν έχει να κάνει με καλές ή κακές επενδύσεις τους, αλλά είναι
αποτέλεσμα της συνολικής πτώσης της βιομηχανικής παραγωγής, του χρόνιου παραγωγικού
σαμποτάζ, της αποδοχής της χρήσης της «μαύρης» χωρίς ένσημα εργασίας σε ευρεία
κλίμακα και του αδειάσματος των αποθεματικών τους για την κάλυψη κρατικών δαπανών,
μία πρακτική που εφάρμοσε κυρίως ο πρωτεργάτης της διασπάθισης του δημόσιου
χρήματος, για να τρέφει πολιτικούς στρατούς, Α. Παπανδρέου.
Τώρα λοιπόν ανακάλυψαν ότι τα χρήματα των συνταξιούχων δεν εξανεμίστηκαν μέσα
από τη χρόνια αυτή πολιτική της αποβιομηχανοποίησης και της ληστείας της περιουσίας
των ταμείων από τις ίδιες τις κυβερνήσεις, αλλά ότι τα άρπαξαν οι σατανικοί
και δόλιοι χρηματιστές. Όμως κανείς δεν κατηγορεί το Ταμείο για το οποίο έγινε
η εκκαθάριση της ηγεσίας του και ο μεγαλύτερος θόρυβος, το ΤΕΑΔΥ (Ταμείο Επικουρικής
Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων), ότι έχασε χρήματα από το κεφάλαιό του, ότι δηλαδή
οι άρπαγες χρηματιστές βούτηξαν τα λεφτά από το συρτάρι του. Κατηγορείται γιατί
αγόρασε ομόλογα που δεν του απέφεραν τη μεγαλύτερη κερδοφορία που θα μπορούσε
να πετύχει με μια τέτοια επένδυση, κυρίως επειδή τα αγόρασε σε μία τιμή που
σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις ήταν ψηλότερη από αυτή που θεωρείται εύλογη στην
αγορά.
Για άλλη μια φορά το καθεστώς δημαγωγεί ασύστολα με τον κλασικό φασιστικό αντικαπιταλισμό
του ενάντια στην πιο συνηθισμένη χρηματιστηριακή δραστηριότητα και κατηγορεί
τους διοικητές των ταμείων ότι πάνε και «παίζουν» τα χρήματα των ασφαλισμένων
στην «κερδοσκοπική χρηματιστηριακή αγορά», όταν οι συνταξιούχοι χρειάζονται
«ασφαλή διαχείριση». Αλλά οι απατεώνες ξέρουν ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή
στη χώρα και στον πλανήτη άλλο πιο αξιόπιστο σύστημα συναλλαγής και επένδυσης
κεφαλαίων από εκείνο του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και ότι οπωσδήποτε
τα διαθέσιμα κεφάλαια των ταμείων, των καταθετών, των τίμιων και των άτιμων,
πρέπει να τοποθετηθούν εκεί. Ξέρουν οι παλιάνθρωποι αυτοί ότι, αν δεν επενδυθούν,
θα αποθησαυριστούν, δηλαδή πρακτικά θα αχρηστευθούν, και αυτοί που θα έχουν
να παίρνουν κάτι από αυτά θα χάσουν οπωσδήποτε. Αφού λοιπόν οπωσδήποτε θα πρέπει
να αξιοποιηθούν καπιταλιστικά, δηλαδή να επενδυθούν σε κάποια κεφαλαιοκρατική
δραστηριότητα και να δώσουν κέρδος, θα πρέπει να τοποθετηθούν εκεί που το κέρδος
θα είναι το μεγαλύτερο. Αυτό στη χώρα μας δε γινόταν πάντα. Τα ταμεία, όταν
δεν παραδίνανε τα κεφάλαιά τους τζάμπα και χωρίς τόκο στις κυβερνήσεις, που
τα μοιράζανε στους στρατούς ψηφοφόρων, τα καταθέτανε στις κρατικές τράπεζες
που τους δίνανε το πιο χαμηλό κέρδος της αγοράς. Τότε οι φασίστες «αντικαπιταλιστές»
ελάχιστα διαμαρτύρονταν και δεν ανακάλυπταν κανένα σκάνδαλο σ’ αυτή την καθαρή
ληστεία ή, έστω, το διαρκές ρίξιμο των ασφαλισμένων.
Αργότερα επετράπη στα Ταμεία να επενδύσουν και στην αγορά των κρατικών ομολόγων
και τελικά στην καθαυτό χρηματιστηριακή αγορά πιστωτικών τίτλων. Οι χρηματιστηριακές
επενδύσεις έχουν μεγαλύτερες μέσες αποδόσεις, αλλά, όπως είναι φυσικό, έχουν
και μεγαλύτερα ρίσκα. Με λίγα λόγια, ό,τι κερδίζει κανείς σε ύψος κερδών το
χάνει σε ασφάλεια. Αυτός είναι ο λόγος που πάντα κάθε κάτοχος κεφαλαίου μοιράζει
τα ρίσκα μοιράζοντας διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου σε πολλές διαφορετικές
τοποθετήσεις. Αυτή η δουλειά είναι τόσο περίπλοκη, που την αναλαμβάνουν πια
όχι απλά ειδικευμένοι άνθρωποι, αλλά ειδικευμένοι κολοσσοί, συνήθως παραρτήματα
γιγαντιαίων τραπεζών, που παίζουν όχι επιμέρους, αλλά πελώρια συγκεντρωμένα
κεφάλαια. Στόχο έχουν και αυτοί με τη σειρά τους να πάρουν μερίδιο από το συνολικό
κέρδος, για να αμειφθούν για την εργασία που θα κάνουν για να επιτευχθεί αυτό
το κέρδος, αλλά και για να πάρουν μερτικό στην κερδοσκοπία. Αυτή είναι η προμήθειά
τους. Στο τέλος πρόκειται για μια επιστημονική οργάνωση της κερδοσκοπίας στην
οποία είναι καταδικασμένο να μπει κάθε κεφάλαιο, οπότε και το κεφάλαιο που αποτελείται
από χρήματα των ασφαλισμένων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ασφαλισμένοι, ενώ είναι
κατά κανόνα φτωχοί μισθωτοί και προλετάριοι, γίνονται ταυτόχρονα και τζογαδόροι
στις παγκόσμιες αγορές. Πιο ειδικά, οι πιο πλούσιοι ασφαλισμένοι των χωρών του
Βορρά, ειδικά των ΗΠΑ, από όπου ξεκίνησαν αυτού του είδους τα κερδοσκοπικά παιχνίδια
των συνταξιοδοτικών ταμείων, γίνονται, εκτός από εκμεταλλευόμενοι, και εκμεταλλευτές
των συναδέλφων τους των νέων βιομηχανικών χωρών με τα άθλια μεροκάματα. Αυτήν
την κατάσταση δεν μπορεί κανείς ασφαλισμένος να την αποφύγει αν δεν αλλάξει
το πολιτικοκοινωνικό σύστημα με μια επανάσταση, που θα κάνει έτσι, ώστε η ανθρώπινη
εργασία να μην είναι εμπόρευμα, οπότε να μην παράγεται μέσα από την κατανάλωση
αυτού του εμπορεύματος υπεραξία, οπότε να μην είναι ο μόνος στόχος της παραγωγής
το κέρδος. Μόνο έτσι δε θα εκμεταλλεύονται και οι πιο πλούσιες χώρες τις πιο
φτωχές. Όσο υπάρχει η λειτουργία του κεφάλαιου ως κεφάλαιου, αυτό θα λειτουργεί
κερδοσκοπικά.
Το μόνο που έχουν να κάνουν οι συνταξιούχοι σήμερα είναι να ζητάνε λογαριασμό
όταν χάνονται τα λεφτά τους στο κερδοσκοπικό παιχνίδι από τους διαχειριστές
των κεφαλαίων τους ή να απαιτούν να είναι σίγουρα τα κέρδη, αλλά οπωσδήποτε
μικρότερες οι απολαβές τους, ή, ακόμα καλύτερα, να απαιτούν να έχει την τελική
ευθύνη της κερδοσκοπίας το κράτος, ώστε τα ταμεία να μην πέφτουν ποτέ κάτω από
ένα μίνιμουμ. Τελικά αυτό είναι εκείνο που συμβαίνει στο σημερινό κόσμο. Οι
συντάξεις είναι ακόμα εγγυημένες, σε τελική ανάλυση, από την κρατική πίστη.
Όμως αν υπάρξει παγκόσμια κρίση, εκατοντάδες εκατομμύρια συνταξιούχων θα πεινάσουν,
αλλά θα πεινάσουν και αυτοί που παίζουν και αυτοί που δεν παίζουν στα χρηματιστήρια,
γιατί τελικά οι συντάξεις δεν είναι παρά τμήμα του συνολικού μισθού που μοιράζεται
στους εργαζόμενους από τους κεφαλαιοκράτες μια δοσμένη στιγμή. Στην κρίση ο
όγκος των μισθών συνθλίβεται από την ανεργία. Σε τέτοιες περιπτώσεις κανένα
κράτος, δηλαδή κανείς συνολικός καπιταλιστής, δε θα διαθέτει τις συντάξεις στο
ύψος που έχει υποσχεθεί. Η διαφορά είναι ότι, στην περίπτωση που το κράτος είναι
ο αποκλειστικός ασφαλιστής και όχι η αφηρημένη παγκόσμια αγορά, οι συνταξιούχοι
και οι άνεργοι θα ξέρουν ποιον να κυνηγήσουν και ποιον να καταστρέψουν με τη
σειρά τους. Αυτό είναι το αληθινό προτέρημα του να αναθέτουν οι προλετάριοι
στο κράτος την ευθύνη της όποιας κερδοσκοπίας του με τα κεφάλαια που απορρέουν
από το μόχθο τους και όχι να την αναλαμβάνουν οι ίδιοι. Γιατί οι ίδιοι ζήτησαν
απλά να ζήσουν με στοιχειώδη αξιοπρέπεια τα τελευταία χρόνια τους και όχι να
πλουτίσουν σε βάρος των πιο φτωχών συντρόφων τους. Μόνο από αυτήν την επαναστατική
αντικαπιταλιστική και αντικρατική άποψη πρέπει κανείς να διαμαρτύρεται για το
χρηματιστηριακό τζόγο των ταμείων και όχι με τις υποκρισίες για «ταμεία του
λαού». Όσο τα «ταμεία του λαού» βάζουν έστω και μια δεκάρα στις τράπεζες και
παίρνουν έστω και μια δεκάρα τόκο, δε λειτουργούν ως ταμεία του λαού, αλλά ως
συλλογικοί κεφαλαιοκράτες. Πράγμα που πάντως είναι καλύτερο από το να λειτουργούν
σα στέρνες από όπου παίρνουν λεφτά οι ληστές ή σαν κέντρα για εγκληματικές και
πρακτόρικες δραστηριότητες, όπως θέλουν αυτοί που τώρα φωνάζουν για ηθική και
θέλουν να βάλουν στο χέρι τα ταμεία των ασφαλισμένων.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα πλαίσια η υπόθεση των ομολόγων που αγόρασε το ΤΕΑΔΥ θα
ήταν σκάνδαλο, αν, πρώτον, το ΤΕΑΔΥ έχανε από αυτήν την αγορά των συγκεκριμένων
ομολόγων μέσω της συγκεκριμένης χρηματιστηριακής «Ακρόπολις», και, δεύτερον,
αν αποδεικνυόταν ότι αυτή η χασούρα ήταν προϊόν μιας ασυνήθιστης και παράνομης
χρηματιστηριακής πρακτικής, οπότε και δόλου του Ταμείου ή της συγκεκριμένης
χρηματιστηριακής εταιρείας.
Οι σοσιαλφασίστες οργιάσανε μέχρι τώρα σε θεωρίες συνομωσίας για τις σχέσεις
των νεοδημοκρατών με τη χρηματιστηριακή και το Ταμείο, μίλησαν για βαλίτσες
με χρήματα που πηγαινοέρχονταν και που κανείς δεν είδε και καταναλώθηκαν σε
κατάρες για το παγκόσμιο χρηματιστικό σύστημα που τρώει τον ιδρώτα των ελλήνων
ασφαλισμένων. Όμως ακόμα δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν το πρώτο από τα δύο
που αναφέραμε, ότι δηλαδή το ταμείο έχασε από το ομόλογο που αγόρασε, δηλαδή
ότι αν το πουλήσει αυτή τη στιγμή θα χάσει. Κι όμως, έχουν κάνει όλο τον κόσμο
να πιστέψει ότι ισχύει όχι μόνο αυτό, αλλά και ο δόλος. Έτσι, λίγοι άκουσαν
ότι η συγκεκριμένη χρηματιστηριακή, η «Ακρόπολις», έστειλε εξώδικό στο ΤΕΑΔΥ
και του ζήτησε να πουλήσει τώρα δα τα ομόλογα που αγόρασε μέσω αυτής, για να
αποδειχτεί ότι θα αποκομίσει κέρδος 2,8 εκατομμύρια ευρώ. Κανείς, από όσο ξέρουμε,
ούτε το ΤΕΑΔΥ, δεν έχει αποκρούσει αυτόν τον ισχυρισμό. Αλλά, βέβαια, τίποτα
δεν αλλάζει στη συνείδηση του κόσμου από κάτι τέτοια. Οι ατέλειωτοι μικροαστοί
αυτής της χώρας, που όλα τα ψυλλιάζονται και όλα πάντα τα ήξεραν, «δε μασάνε»
στις δικαιολογίες των καπιταλιστών, γιατί ξέρουν ότι το χρήμα είναι από μόνο
του έγκλημα. Έτσι, όταν το διακομματικό συντονιστικό κορυφής χτυπάει, με επικεφαλής
τον Αλογοσκούφη και με όλα τα σφυριά του, τους «άπληστους χρηματιστές» και τα
δελτία ειδήσεων των 8 τους χτυπάνε και αυτά, ό,τι και να λέει ο κάθε Τσιτουρίδης,
η κάθε “Ακρόπολη”, ο κάθε Σημαιοφορίδης και όποιος άλλος προς εκκαθάριση αστός
δεν ακούγεται σχεδόν από κανέναν. Οι σοσιαλφασίστες εκτελούν τα θύματά τους
πάντα με το θυμικό. Αν οι μάζες προλάβουν και σκεφτούν και οι ειδικοί τολμήσουν
να τις ενημερώσουν, είναι πάντα αργά. Γι’ αυτό εκείνοι κάνουν τις εκκαθαρίσεις
τους ταχύτατα.
Τα «αμαρτωλά» δομημένα (ή αλλιώς σύνθετα) ομόλογα που αγόρασε το ΤΕΑΔΥ και για
τα οποία λιθοβολήθηκε και καθαιρέθηκε ο πρώην (πλέον) πρόεδρός του δεν είναι
παρά ένα εμπόρευμα της αγοράς πιστωτικών κεφαλαίων, ένα «προϊόν», όπως το λένε
οι τραπεζίτες, που δημιουργήθηκε πριν από λίγα χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως
ήταν στο ναδίρ και οι αποδόσεις των ομολόγων ήταν πολύ χαμηλές. Προκειμένου
να επιτευχθούν ψηλότερες αποδόσεις και να γίνουν τα ομόλογα πιο ελκυστικά, βγήκαν
στην αγορά τα δομημένα, που έχουν την εξής λογική: υπολογίζοντας εκ των προτέρων
την πορεία ορισμένων επιτοκίων, το ομόλογο, μέσω των παράγωγων χρηματιστηριακών
προϊόντων που περιέχει, μπορεί να επιτύχει σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις απέναντι
στα κλασικά-απλά ομόλογα. Αλλά σε αντιστάθμισμα, όπως είπαμε, της υψηλής απόδοσής
τους τα δομημένα έχουν μεγαλύτερο ρίσκο από τα απλά ομόλογα. Οι διαστάσεις της
υπόθεσης σε ό,τι αφορά τις συνέπειες στα οικονομικά των ταμείων περιορίζονται
ακόμα περισσότερο από τα στοιχεία για τις επενδύσεις τους σε δομημένα ομόλογα,
σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει το υπουργείο. Μέχρι σήμερα το συνολικό ποσό
που επενδύθηκε σε αυτά προσεγγίζει τα 1,2 δισ. ευρώ, σ’ ένα σύνολο περιουσίας
που ξεπερνά τα 31 δισ. ευρώ. Αποτελεί δηλαδή ένα ποσοστό της τάξεως του 3,5%
(συνέντευξη Τσιτουρίδη στην Καθημερινή, 1/4).
Τελικά, το καθεστώς με το θόρυβο που ξεσήκωσε πέτυχε τον αιώνιο στόχο του: την
απαγόρευση των επενδύσεων των ταμείων σε αυτή τη μορφή των ομολόγων. Στα ταμεία
επιτράπηκε, βέβαια, να επενδύσουν, όταν έβαλαν όλα τα λεφτά που είχαν στην «απόλυτα
ασφαλή» Εθνική Τράπεζα και τα έριξαν στην πολύ πιο επικίνδυνη από οποιοδήποτε
δομημένο ομόλογο αγορά της Τουρκίας, για να στηρίξουν την καρέκλα του Ερντογάν,
ενός ευνοούμενου της «συμμάχου μας» Ρωσίας. Τότε ο Γ. Παπανδρέου δε ζητούσε
να πέσει κανένας υπουργός. Τότε ο Κ. Καραμανλής δεν είδε καμία κρίση. Τότε τα
δύο κόμματα της ψευτοαριστεράς δε ζήτησαν το κεφάλι κανενός από τους διοικητές
των ταμείων. Στην πραγματικότητα και αυτό το «σκάνδαλο», όπως και όλα τα προηγούμενα,
υπαρκτά ή ανύπαρκτα, σκευωρίες ή επιλεκτικές αποκαλύψεις, έχει ένα στόχο: τις
πολιτικές εκκαθαρίσεις και την ανάδειξη των σοσιαλφασιστών σε θέσεις εξουσίας.
Ένας άνθρωπος του σοσιαλφασιστικού μπλοκ πρωταγωνιστής των «αποκαλύψεων»
Στο νέο αυτό «σκάνδαλο»
καίριο ρόλο έπαιξε ένα πρόσωπο που τοποθετήθηκε με διακομματική συμφωνία, δηλαδή
ένα πρόσωπο της αρεσκείας του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ, ο πρόεδρος της Επιτροπής
Κεφαλαιαγοράς Πιλάβιος. Είχαμε γράψει παλαιότερα στην εφημερίδα μας (φ. 390,
29/6/2004) πως ο Καραμανλής έδιωξε τον πρώην πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Θωμαδάκη, που, όπως θυμόμαστε, είχε αντισταθεί στην επιχείρηση εξόντωσης του
Νεονάκη, για να βάλει στη θέση του με διακομματική συναίνεση αυτόν τον τύπο.
Δηλαδή στην περίπτωση του σίγουρα πλέον ανύπαρκτου σκανδάλου Νεονάκη ένα από
τα κέρδη ήταν και η άνοδος ενός σοσιαλφασίστα σε θέση κρατικής εξουσίας. Τώρα
αυτή η θέση χρησιμοποιείται για την κατάκτηση νέων θέσεων μέσα στο κράτος. Αυτή
είναι η τεχνική του σοσιαλφασισμού: στήνω προγεφυρώματα, προχωράω και μετά στήνω
νέα προγεφυρώματα.
Διαβάζουμε στην Καθημερινή (24/3) πως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ήταν
αυτή που ανακίνησε την υπόθεση αρχικά με ένα ομόλογο 70 εκατ. ευρώ: «Την
1η Μαρτίου 2007 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει προσωρινή αναστολή λειτουργίας
της εταιρείας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ Χρηματιστηριακή ΑΧΕΠΕΥ, καθώς και το διορισμό προσωρινού
επιτρόπου. Η κεφαλαιαγορά δικαιολογούσε την πράξη της υπογραμμίζοντας ότι: “Από
τον έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ενεργούσε σε βάρος των
συμφερόντων πελάτη της, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποστεί σημαντική ζημία”.
Η ανακοίνωση έριχνε - ή μάλλον άνοιγε- την αυλαία μιας υπόθεσης που θα αποδεικνύονταν
περισσότερο περίεργη από όσο φάνηκε αρχικά. Την ίδια ημέρα μετά την ανακοίνωση
της Κεφαλαιαγοράς, τη σκυτάλη πήρε ο υπουργός Απασχόλησης, Σάββας Τσιτουρίδης,
που ανακοίνωσε έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο… Το πόρισμα από τον έλεγχο στο ΤΕΑΔΥ
δημοσιοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου και έκανε λόγο για ένα ομόλογο (που αγοράσθηκε
την 1/8/2006) αντί 75,26 εκατ. ευρώ, όταν η ονομαστική του αξία ήταν 70 εκατ.
ευρώ. Σύμφωνα με το πόρισμα που στηρίζεται στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος,
η αγορά από το ΤΕΑΔΥ του συγκεκριμένου ομολόγου θα έπρεπε να γίνει την 1/8/2006
σε τιμές μεταξύ 69,95 εκατ. ευρώ και 70.35 εκατ. ευρώ! Αντ’ αυτού το ΤΕΑΔΥ αγόρασε
το ομόλογο, κατά το πόρισμα των ελεγκτών πληρώνοντας 75 εκατ. ευρώ».
Με χαρακτηριστική ευκολία και αυτή τη φορά έγινε αποδεκτή από όλους η ύπαρξη
σκανδάλου, παρόλο που κανείς δεν έχει, τουλάχιστον ως τα σήμερα, στοιχεία για
κάποια συγκεκριμένη παράβαση ή παρανομία ή, όπως είπαμε παραπάνω, ζημιά του
ταμείου. Σύμφωνα με ένα πρώτο πόρισμα, το ομόλογο θα μπορούσε να αγοραστεί 70
εκ. ευρώ αντί για 75 (τη διαφορά κατηγορούνται ότι την καρπώθηκαν σε μίζες και
προμήθειες η «Ακρόπολις» και ο Τσιτουρίδης). Αλλά αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί
από πουθενά. Είναι χαρακτηριστικό ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή
με τίτλο «Οι απάτες και τα φαινόμενα που απατούν», όπου ο αρθρογράφος προσπαθεί
να ερευνήσει την υπόθεση χωρίς να πάρει τίποτα ως δεδομένο, όπως θα έπρεπε να
κάνει οποιαδήποτε αντικειμενική οικονομική έρευνα. Αναφέρεται στον ισχυρισμό
της «Ακρόπολις» ότι και η ίδια αγόρασε το ομόλογο σε τιμή μεγαλύτερη από την
ονομαστική του και ότι η προμήθεια που πήρε τελικά ήταν 0,05% (αντί για 5% που
την κατηγορούν), οπότε δεν εκμεταλλεύτηκε τον πελάτη της.
Αυτός ο ισχυρισμός της «Ακρόπολις», που φαίνεται να τον υιοθετεί ο συντάκτης
της «Κ», είναι πιθανό να στέκει, γιατί το κάθε κρατικό ομόλογο, που το εκδίδει
η τράπεζα της Ελλάδας, το αγοράζει καταρχήν ένας συγκεκριμένος γιγαντιαίος διεθνής
όμιλος τραπεζών, που αργότερα το πουλάει σε όλο τον κόσμο. Τη διαδικασία αυτή
την περιγράφει σε άλλο άρθρο της η ίδια εφημερίδα (20/3): «Όταν το ελληνικό
Δημόσιο εκδίδει ένα ομόλογο, μπαίνει σε διαδικασία “δημοπρασίας”, κατά την οποία
οι βασικοί διαπραγματευτές (τράπεζες) προσφέρουν την τιμή με την οποία θέλουν
να το αγοράσουν. Το ομόλογο εκδίδεται στο άρτιο, δηλαδή με τιμή μονάδας το 100.
Όσο πιο μεγάλη είναι η ζήτηση, τόσο αυξάνεται η τιμή. Αυτή είναι η πρωτογενής
αγορά. Αν κάποιος ιδιώτης επενδυτής θέλει να αγοράσει το ομόλογο, θα πρέπει
να μεσολαβήσει ένας διαπραγματευτής (τράπεζα). Αυτή είναι η δευτερογενής αγορά.
Ωστόσο, οι ιδιωτικές τοποθετήσεις μέσω ορισμένων τραπεζών σε συγκεκριμένες χρονικές
στιγμές είναι πρακτική ετών στη δανειακή πολιτική του Δημοσίου».
Αυτή είναι η τυπική διαδικασία για όλα τα ταμεία πλην του ΙΚΑ, που έχει δικιά
του χρηματιστηριακή λόγω του πολύ μεγαλύτερου όγκου των κεφάλαιων που αγοράζει
και πουλάει.
Στο πιο πάνω άρθρο της η «Κ» επίσης αναφέρει ότι «δεν έχει δοθεί έμφαση
στο γεγονός ότι οι τιμές των ομολόγων διακυμαίνονται καθημερινά, και ως εκ τούτου
μια τιμή που σήμερα μπορεί να φαίνεται ακριβή αύριο να έχει αποδειχθεί φθηνή
(φυσικά, και το αντίστροφο!)». Διαπιστώνει επίσης ότι το πρώτο πόρισμα
έγινε με βάση μία τιμή που δίνει η Τράπεζα Ελλάδας, ενώ η «Ακρόπολις» δεν αγόρασε
μέσω Τράπεζας Ελλάδας, αλλά στη λεγόμενη «εξωχρηματιστηριακή» (δευτερογενή)
αγορά, όπου οι τιμές είναι πιο ακριβές. Αν κινηθεί κανείς στα δεδομένα αυτής
της αγοράς, μπορεί επίσης να διαπιστώσει ότι, αν πουλήσει το ΤΕΑΔΥ το ομόλογο
αυτή τη στιγμή, θα επιτύχει κέρδος. Και, τέλος, ο αρθρογράφος της Καθημερινής
αναρωτιέται πώς όλοι θεωρούν δεδομένο, χωρίς να έχει αποδειχθεί, ότι «έχει
διαπραχθεί διασπάθιση χρήματος που θα μπορούσε να ανήκει στα Ταμεία. Η εντύπωση
δε αυτή διευρύνεται όχι μόνο από τις ίδιες τις έρευνες που διεξάγονται αλλά
κυρίως από τα όσα –λίγα– έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα… Ορθώς γίνεται η διερεύνηση,
αλλά τίποτε δεν δημιουργεί τη βεβαιότητα πως η έρευνα θα αποκαλύψει τελικά και
κάποια απάτη. Στο κάτω-κάτω της γραφής, καθημερινά διενεργούνται χιλιάδες ή
και εκατομμύρια ανάλογες πράξεις στον κόσμο χωρίς να θεωρούνται από κανέναν
ύποπτες».
Κι όμως, χωρίς να περιμένει να ολοκληρωθεί οποιοσδήποτε έλεγχος, με την έκδοση
μόνο ενός πρώτου πορίσματος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά.
Αμέσως διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας για τις ευθύνες των αρμοδίων
του Ταμείου και της χρηματιστηριακής εταιρείας. Την έρευνα θα διενεργήσει ο
αντεισαγγελέας Αντώνης Λιόγας, ο οποίος καλείται να εξετάσει εάν προκύπτει η
διάπραξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενων αδικημάτων από τους υπεύθυνους του ΤEAΔY ή
από τους υπεύθυνους της χρηματιστηριακής εταιρείας.
Συντονισμένο με τον Πιλάβιο το ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής του για το χειρισμό αυτής
της υπόθεσης την κνίτισσα Δαμανάκη, ήταν έτοιμο να ρίξει τη λάσπη του. Έδειξε
λοιπόν αμέσως ως φυσικό αυτουργό της αναπόδεικτης απάτης το Σημαιοφορίδη της
μητσοτακικής τάσης της ΝΔ και ως πολιτικό υπεύθυνο τον Τσιτουρίδη. Αυτόν τον
πιέζει εδώ και χρόνια ο σοσιαλφασισμός, γιατί παίζει ρόλο στους μηχανισμούς
εξουσίας στη Βόρεια Ελλάδα και σε γενικές γραμμές δεν είναι δικός τους. Με την
πίεση που του ασκούν θέλησαν κυρίως να τον κάνουν να καθαιρέσει τον πρόεδρο
του Ταμείου που αποφάσισε την αγορά του ομολόγου και να βάλουν δικό τους. Τελικά
το πέτυχαν. Μέσα στον κονιορτό και στο χαμό σκέφτονται να βάλουν στη συνέχεια
στο χέρι και άλλα ταμεία.
Είναι ομοίως αξιοθαύμαστος ο συντονισμός Κ. Καραμανλή – Γ. Παπανδρέου στην επιχείρηση
να μπει και ο φιλοευρωπαίος υφυπουργός Οικονομικών Δούκας στον κύκλο των κατηγορούμενων
και μελλοθάνατων του νέου σκανδάλου. Την ίδια μέρα που ο Κ. Καραμανλής με δήλωσή
του καθιστά συνυπεύθυνο για τη διαχείριση της κρίσης του ΤΕΑΔΥ και το υπουργείο
Οικονομικών, το ΠΑΣΟΚ ανακαλύπτει ένα άλλο ομόλογο 280 εκ. ευρώ, για το οποίο
κατηγορεί το Δούκα! Σ’ αυτήν την περίπτωση δε βγαίνει από πουθενά το σκάνδαλο
και τα ίδια τα σκυλιά του Παπανδρέου σταμάτησαν να αλυχτούν. Εδώ το Δημόσιο
πούλησε το ομόλογο στη JP Morgan, εκπρόσωπο ενός διεθνούς κονσόρτσιουμ τραπεζών,
και έβαλε αμέσως τα 280 εκατ. ευρώ της ονομαστικής τιμής του ομολόγου στα ταμεία
του. Το κονσόρτσιουμ δεν έδωσε το ζεστό χρήμα για να αγοράσει κάτι σε μια ορισμένη
τιμή και να το πουλήσει στην ίδια τιμή, αλλά σε μια ψηλότερη τιμή, και σε κάθε
περίπτωση σε μια τιμή που θα έβγαινε από την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτή η
ψηλότερη τιμή είχε μέσα της, εκτός από το καπιταλιστικό κέρδος της, και το ρίσκο
που αναλάμβανε για την ιδιοχτησία των κρατικών τίτλων του ελληνικού δημοσίου,
δηλαδή την εγγύηση για την αξιοπιστία μιας οικονομίας από τις πιο καταχρεωμένες
του κόσμου. Αλλά η JP Morgan λειτούργησε ως χοντρέμπορας πίστης, δηλαδή πούλησε
μετά σε κομμάτια το ομόλογο σε άλλους μικρότερους παίχτες της παγκόσμιας χρηματιστηριακής
αγοράς, και ένας από αυτούς, η «Ακρόπολις», το πούλησε πάλι με κέρδος στο ΤΕΑΔΥ,
δηλαδή ακριβότερα.
Για άλλη μια φορά με συνοπτικές και γκεμπελίστικες διαδικασίες διασύρονται και
εξοντώνονται πολιτικά και ηθικά αυτοί που υποδεικνύονται ως ένοχοι από τις ηγεσίες
ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ και ψευτοΚΚΕ, χωρίς να έχει βγει οποιαδήποτε δικαστική απόφαση,
οποιοδήποτε τελικό πόρισμα αρμόδιας διοικητικής αρχής, και κυρίως χωρίς καν
να ξέρει κανείς τι ακριβώς έχει συμβεί. Δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι στη συγκεκριμένη
περίπτωση δεν υπήρχαν διαφυγόντα κέρδη για το ΤΕΑΔΥ, αλλά από κει ως το δόλο,
την απάτη κλίμακας και το σκάνδαλο υπάρχει μια απόσταση που δεν έχει -τουλάχιστον
ως τα σήμερα- διανυθεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι συκοφαντία έχει πέσει στο παρελθόν
σε άλλες εκκαθαρίσεις. Όταν, για παράδειγμα, ο Νεονάκης κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε
τις πληροφορίες που είχε από τη θέση του ως βουλευτής για να κερδοσκοπήσει στο
χρηματιστήριο, καρατομήθηκε αμέσως και έμεινε έως σήμερα στιγματισμένος σαν
ένας διεφθαρμένος πολιτικός. Κι όμως, τόσο οι δικαστικές αρχές, όσο και η Επιτροπή
Κεφαλαιαγοράς τελικά τον αθώωσαν από όλες τις κατηγορίες, κάτι που έγινε ελάχιστα
γνωστό, ενώ δεν έγινε καμία αποκατάστασή του ούτε στην πολιτική ούτε μέσα στο
ΠΑΣΟΚ. Πριν από το Νεονάκη τα ίδια έπαθε ο Πάχτας και 9 στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Και
αυτοί κυλίστηκαν στη λάσπη και έμειναν με αυτήν, αφού ελάχιστοι επίσης έμαθαν
ότι όλες οι μαρτυρίες για χρηματισμό του Πάχτα αποδείχτηκαν έωλες. Με αυτή τη
μέθοδο ετοιμάζεται τώρα να πέσει και το κεφάλι του Τσιτουρίδη, ενώ επίκειται
η καρατόμηση 15 προέδρων ασφαλιστικών ταμείων.
Ταυτόχρονα το τετρακομματικό καθεστώς εξασφάλισε ότι οι νέες διοικήσεις των
ασφαλιστικών οργανισμών δε θα διορίζονται πια μόνο από τον υπουργό, αλλά θα
πρέπει να έχουν την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
(όπου έχουν το δικό τους Πιλάβιο).
Δεν πρέπει να επιτρέψει κανένας δημοκράτης στις ηγεσίες των τεσσάρων κομμάτων
να μονιμοποιήσουν αυτές τις χιτλερικού τύπου πρακτικές στη χώρα, καταργώντας
τη δικαστική εξουσία και οποιαδήποτε νομιμότητα στη διοίκηση.