ΟΧΙ ΣΤΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Παπανδρέου και Καραμανλής στηρίζουν την τραμπούκικη πολιτική των ψευτοΚΚΕ - ΣΥΝ μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια

Η χώρα έχει μπει εδώ και καιρό στο δρόμο της φασιστικής εκτροπής. Κάτω από την αντικαπιταλιστική δημαγωγία κινημάτων τύπου «κίνημα παιδείας» κρύβεται ένας φασισμός που σκηνοθετεί την άνοδό του στην εξουσία σα λαϊκή επανάσταση.
Ο προηγούμενος αιώνας μας δίδαξε ότι, εκτός από την επανάσταση, μιλάει και ο φασισμός κατά της πλουτοκρατίας και ότι, εκτός από εκείνη, και αυτός μπορεί να συγκρούεται βίαια με κυβερνήσεις και αστυνομίες. Η βαθιά διαφορά ανάμεσά τους είναι η εξής: Το φασιστικό μονοπώλιο θεωρεί τις μάζες αλλοτριωμένες, γι’ αυτό τις «απελευθερώνει» ενάντια στις διαθέσεις τους μέσα από τη βίαιη άλωση του κρατικού μηχανισμού από τα πολιτικοστρατιωτικά του αποσπάσματα. Η επαναστατική πρωτοπορία, αντίθετα, επειδή θεωρεί τις ίδιες τις λαϊκές μάζες απελευθερωτές του εαυτού τους, θέλει σε κάθε της βήμα να εκφράζει τα αισθήματα και τις διαθέσεις τους, ενώ δεν αναγνωρίζει καμιά εξουσία ως λαϊκή αν αυτή δε στηθεί πάνω στα ερείπια του παλιού κρατικού μηχανισμού.
Το πολιτικό μπλοκ που με επικεφαλής του το ψευτοΚΚΕ και τον ΣΥΝ συγκρούεται εδώ και ένα χρόνο με την κυβέρνηση στο όνομα της «εκπαίδευσης του λαού» είναι ένα μπλοκ σοσιαλφασιστικό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ αυτό δεν είναι φασίστες. Καταρχάς, με το ίδιο το πολιτικό τους αίτημα, που είναι η κατάργηση του νόμου - πλαίσιου, αυτά τα δύο κόμματα επιδιώκουν έναν ανομολόγητο φασιστικό στόχο: Να σώσουν και να διευρύνουν το πιο ισχυρό κομμάτι εξουσίας που διαθέτουν στο κράτος: τη σχεδόν μονοπωλιακή εξουσία τους στα ΑΕΙ, που την έχουν αποκτήσει με βία και εξαγορά συνειδήσεων. Η κοινωνική βάση αυτής της εξουσίας, που έχει κυριολεκτικά σαπίσει τα ΑΕΙ, είναι το πιο διεφθαρμένο και επιστημονικά ανίκανο κομμάτι της εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας. Αυτό το συντηρούν και το αναπαράγουν τα δύο κόμματα επιβάλλοντας μια αρχή: Την κατάργηση κάθε αξιολόγησης στο ερευνητικό και διδακτικό έργο της και τον αποκλεισμό οποιουδήποτε επιστημονικού στελέχους έρχεται έξω από αυτή τη γραφειοκρατία. Αυτή την αρχή την περιφρουρούν με ένα φοιτητικό στρατό συναλλαγής και βίας κυρίως από μικροαστικά στοιχεία που βλέπουν το μέλλον τους μέσα από μια θέση στο κομματικό-κρατικό σύμπλεγμα. Τα δύο ψευτοαριστερά κόμματα θέλουν οπωσδήποτε να καταργήσουν το νόμο-πλαίσιο επειδή επιχειρεί αξιολόγηση των ΑΕΙ, δηλαδή καταργεί τη βασική αρχή της εξουσίας τους. Και αφού ο λαός δεν πείθεται να εξεγερθεί ενάντια στο νόμο, αυτά ασκούν βία έξω από την συνείδησή του και ενάντια του. Έτσι το σοσιαλφασιστικό μπλοκ φυλακίζει καθηγητές που δεν υποκύπτουν στις απαιτήσεις του, ασκεί ψυχολογική και φυσική βία και χρησιμοποιεί διαδικαστικές απάτες για να ποδοπατεί τη θέληση των συνελεύσεων των σχολών. Παράλληλα, ενάντια στις διαθέσεις όλου του λαού, επιβάλλει μισοκατοχή του οικονομικού κέντρου της χώρας, κόβει οδικές αρτηρίες και συγκρούεται χωρίς λόγο με την αστυνομία, για να εκβιάζει τους πάντες με την απειλή της πολιτικής ανωμαλίας. Αυτό το τελευταίο δε θέλουν να το χρεωθούν τα δύο ψευτοαριστερά κόμματα. Γι’ αυτό χρησιμοποιούν για τις συγκρούσεις τους με την αστυνομία πολιτικά «δανεικούς» στρατούς, όπως εκείνους των κουκουλοφόρων, που είναι είτε τυφλά αντικρατιστές αναρχικοί, είτε αναρχοφασίστες, δηλαδή μικροαστοί τόσο εξοργισμένοι ενάντια στο κράτος, όσο βαθιά μισούν το λαό. Αυτούς τους στρατούς τους προδίδουν την ίδια ώρα που τους φανατίζουν. Έτσι ο ΣΥΝ, ενώ έξω από τη Βουλή απαιτεί την πλήρη απόσυρση του νόμου, μέσα σ’ αυτήν υποβάλλει καίριες τροποποιητικές προτάσεις στο νόμο και, ενώ προστατεύει ποινικά τους κουκουλοφόρους, την ίδια στιγμή τους καταγγέλλει πολιτικά. Όσο για το ψευτοΚΚΕ, αυτός ο διδάκτωρ της βίαιης μπούκας στα κρατικά κτίρια, μόνιμος στραγγαλιστής των επίγειων και θαλάσσιων δρόμων, καταγγέλλει πάντα την αστυνομία ως τον κύριο υπεύθυνο των συγκρούσεων, για να ενθαρρύνει πολιτικά τους κουκουλοφόρους. Όμως, επειδή ο ρόλος του είναι να χωθεί στο βαθύ κράτος, το στρατό και την αστυνομία, παραδίδει στην εκδικητική μανία της τελευταίας τους όποιους εν δυνάμει ταραξίες, ιδιαίτερα όταν αυτοί γίνονται ενοχλητικοί στην ιδιωτική του τελετή επίδειξης δύναμης, τη χρονιάτικη πορεία του Πολυτεχνείου.
Η φασιστική απειλή από τα δύο μικρά αυτά κόμματα δε θα ήταν ουσιαστική, αν δρούσαν μόνα τους και δε συντόνιζαν τη δράση τους με δυο δικούς τους ανθρώπους-κλειδιά, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον πρωθυπουργό
. Έτσι, ενώ το κοινοβούλιο ψηφίζει το νόμο-πλαίσιο, ο Παπανδρέου δηλώνει μαζί με το ΣΥΝ και το ψευτοΚΚΕ ότι δε θα τον εφαρμόσει, παρά το ότι δεν υπάρχει καμιά παλλαϊκή αντίθεση σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα κάνει το σεβασμό απέναντι στο ΣΥΝ πιο αρχειακό ζήτημα για τα στελέχη του από το σεβασμό στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Πιο δόλιος είναι ο Καραμανλής, που, ενώ καμώθηκε πως ήταν υπέρ του νόμου-πλαίσιου, δεν έκανε καμιά εκστρατεία με ουσιαστικά επιχειρήματα και με όλο του το κόμμα για να τον στηρίξει, αλλά άφησε την υπουργό του μόνη της. Έτσι τη μετέτρεψε στο πιο αντιδημοφιλές πρόσωπο της κυβέρνησής του και την έσυρε να δεχτεί μια σειρά καίριες αρνητικές τροποποιήσεις του νόμου που απαίτησαν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ.
Ταυτόχρονα υποχρέωσε τη φοιτητική παράταξη του κόμματός του σε πολιτική ανυπαρξία, την ίδια ώρα που προστατεύει το ψευτοΚΚΕ σιωπώντας επιδεικτικά για τη βία που αυτό ασκεί μέσα στα Πανεπιστήμια σε συνεργασία με τα ΕΑΑΚ.
Μια μεγάλη δυσκολία για το λαό είναι ότι απέναντι στη βία αυτή όχι μόνο δεν έχει συγκροτηθεί ένα οργανωμένο δημοκρατικό μέτωπο, αλλά εμφανίζεται η άλλη, η κλασική εθνορατσιστική μορφή του φασισμού (ΛΑΟΣ-ναζιστές) ως ο αντίπαλος πόλος “υπέρ της τάξης” και ενάντια στο «κάψιμο της σημαίας». Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές μορφές του φασισμού ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο, το φαιοκόκκινο, που ηγέτης του είναι ο ρώσικος νεοχιτλερικός ιμπεριαλισμός. Γι’ αυτό Αλαβάνος, Παπαρρήγα και Καρατζαφέρης-ναζιστές έχουν την ίδια αντίθεση στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την ίδια αντιδυτική, αντισημιτική, «αντινεοφιλελεύθερη» και τελικά φιλορώσικη πλατφόρμα (υπέρ των S-300, υπέρ του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης, υπέρ της αρπακτικής ρωσόδουλης κρατικο-ολιγαρχίας των Κόκκαλη, Μπόμπολα, Μυτιληναίου, Γερμανού).
Το ότι οι ρωσόδουλοι ελέγχουν πολιτικά τους μηχανισμούς βίας αποδείχτηκε στην «πανεκπαιδευτική» πορεία της 15/3, όταν καμία μολότοφ και κανένα δακρυγόνο δε βεβήλωσαν την επίσκεψη του νέου αφεντικού της χώρας, του σφαγέα Πούτιν. Οι άνθρωποι του τσάρου προς το παρόν απλά εκβιάζουν για να πιάσουν θέσεις στο κράτος, όμως δραστήρια ετοιμάζουν την ωμή δικτατορία τους. Είναι επείγον να οργανωθεί ένα δημοκρατικό αντιφαιοκόκκινο μέτωπο εναντίον τους, αρχίζοντας από το κέντρο της εξουσίας τους, τα πανεπιστήμια. Μόνο πρωτοστατώντας στο σχηματισμό αυτού του μετώπου θα μπορούν να συγκροτηθούν και οι πραγματικά επαναστατικές δυνάμεις. Κι αυτό γιατί μόνο μέσα από την πάλη για την πολιτική δημοκρατία και ενάντια στον κύριο παγκόσμιο εχθρό της φάσης, το νεοχιτλερικό ανατολικό ιμπεριαλισμό, θα ανοίξει ο δρόμος για μια τελική αναμέτρηση των λαϊκών επαναστάσεων με όλο τον ιμπεριαλιστικό κόσμο.

(Αθήνα, 18/3/2007)