Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το σημερινό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ του Δημοτικού είναι το βιβλίο αυτό «διορθωμένο»
Το
ζήτημα που έχει ανακύψει με το καινούριο σχολικό βιβλίο Ιστορίας για την ΣΤ΄
Δημοτικού είναι ιδιαίτερα σύνθετο και χρειάζεται να αναλυθεί διεξοδικά.
Προτού πάρουμε θέση απέναντι στη σύγκρουση που διεξάγεται αυτή τη στιγμή με
ζητούμενο την απόσυρση ή όχι του βιβλίου, οφείλουμε να προβάλουμε τη γενικότερη
μαρξιστική θέση που αντιτίθεται στο να διδάσκεται το προλεταριάτο από την αστική
τάξη την Ιστορία. Η Ιστορία είναι ένα από τα κατεξοχήν αντικείμενα γνώσης που
επιδέχονται διπλή ερμηνεία και η αστική ερμηνεία, επειδή είναι ψευδής από τη
φύση της, δε θα βοηθήσει, αντίθετα θα απομακρύνει το προλεταριάτο από τη γνώση,
οπότε και από το στόχο της απελευθέρωσής του από τα δεσμά του κεφαλαίου. Ακόμα
περισσότερο στη χώρα μας, με μια δίχως χαρακτήρα αστική τάξη, τσιράκι των διάφορων
ιμπεριαλιστών και σοσιαλιμπεριαλιστών και με κυρίαρχη ιδεολογία εκείνη του εθνορατσισμού
και της εδαφικής επέκτασης, το μάθημα της Ιστορίας δηλητηριάζει βαθιά τη νέα
γενιά. Και απ’ αυτό τον κανόνα δεν εξαιρείται κανένα βιβλίο Ιστορίας που φέρει
τη σφραγίδα των ελληνικών αστικών αρχών, ούτε τα προηγούμενα ούτε και το τελευταίο,
για το οποίο προέκυψε το ζήτημα. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι δεν είναι ένα βιβλίο,
αλλά ένα ολόκληρο μάθημα που θα πρέπει κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες να
πάψει να διδάσκεται ιδιαίτερα στα ελληνικά σχολεία. Εννοείται ότι μια τέτοια
απόσυρση του μαθήματος είναι το μόνο πράγμα που δε διανοείται αυτή εδώ η αστική
τάξη, και ακόμα περισσότερο δεν το διανοείται κανείς από αυτούς που ζητάνε την
απόσυρση του τελευταίου αυτού ιστορικού πονήματος των «παιδαγωγών» του ελληνικού
λαού.
Έτσι λοιπόν το ζήτημα που μπαίνει είναι αν πρέπει να αποσυρθεί ειδικά αυτό το
συγκεκριμένο βιβλίο και αν αποσυρθεί με τι θα αντικατασταθεί.
Αυτοί που ζητάνε την απόσυρση σε γενικές γραμμές ενοχλούνται γιατί αυτό αποπνέει
λιγότερο εθνικισμό σε σχέση με τα προηγούμενα. Αυτό φαίνεται θετικό, αλλά από
μόνο του δεν είναι ούτε θετικό ούτε αρνητικό, γιατί απέναντι στον εθνικισμό
μπορεί να παραταχθεί το διεθνιστικό προλεταριάτο και ο δημοκρατικός λαός, αλλά
μπορεί να παραταχθεί και ο πιο επιθετικός ιμπεριαλισμός που επιδιώκει τη βίαιη
διάλυση των εθνικών κρατών, δηλαδή ο φασισμός. Ο συγκεκριμένος μειωμένος εθνικισμός
του βιβλίου -το οποίο είναι αναμφισβήτητα κακογραμμένο, δίχως μια συνεκτική
χρονική αφήγηση- από τη μια μεριά μπορεί να απελευθερώσει κάπως τους μαθητές
μας από τα δεσμά του κανιβαλικού αντιτουρκισμού και της τουρκοφοβίας που βασανίζουν
το λαό μας για 200 χρόνια, από την άλλη εισάγει για πρώτη φορά με πολύ λεπτό
τρόπο στην εκπαίδευση των μαζών τον «αντιεθνικισμό» που προωθεί στη χώρα μας
ο ρώσικος σοσιαλφασισμός. Ο πιο άμεσος πολιτικός στόχος αυτού του βιβλίου είναι
να απαλειφθεί κάθε ουσιαστική αναφορά στην ελληνοτουρκική αντίθεση, για να διευκολυνθεί
η σημερινή εξωτερική πολιτική ψευτοειρήνης με την πιο αντιδραστική, την πιο
φιλοοθωμανική-φιλοϊσλαμική και φιλορώσικη πλευρά του τούρκικου κράτους. Γι’
αυτό ο αντιεθνικισμός του είναι επιλεκτικός και ψευδής. Είναι χαρακτηριστικός
ο ισχυρισμός του, με διαστρέβλωση των στοιχείων, ότι στη σημερινή ελληνική Μακεδονία
ο πληθυσμός της ήταν πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών στη μεγάλη πλειοψηφία
του ελληνικός, ενώ ήταν σλάβικος μακεδονικός.
Από την άλλη όμως πλευρά, ενώ μειώνεται ο αντιτουρκισμός, δυναμώνει ο φιλορωσισμός
με έμμεσο τρόπο, δηλαδή απαλείφεται κάθε αρνητική πλευρά της τσαρικής πολιτικής
σε σχέση με την Ελλάδα και εκθειάζονται οι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής. Αυτή
η φιλορώσικη πλευρά του βιβλίου, που υπήρχε και στα προηγούμενα, αλλά σε αυτό
είναι πιο προωθημένη, συσκοτίζεται από τον πολύ πιο φωναχτό φιλοευρωπαϊσμό του.
Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι η Ευρώπη κριτικάρεται όταν αντιπαρατίθεται με
τον Οθωμανισμό, και κυρίως με τη ρώσικη πολιτική στην Ελλάδα. Αυτός ο επιφανειακός
φιλοευρωπαϊσμός είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι ρωσόδουλοι για να
εναντιωθούν στον πιο επικίνδυνο αντίπαλό τους, που είναι οι εθνικιστές. Το βιβλίο
είναι η αντανάκλαση στο ιδεολογικό επίπεδο της πολιτικής συμμαχίας που διοικεί
τα τελευταία χρόνια τη χώρα, δηλαδή τη συμμαχία των ρωσόδουλων με τη φιλοευρωπαϊκή
αστική τάξη κάτω από την ηγεμονία των πρώτων, που θέλουν πάνω απ’ όλα να χαλιναγωγήσουν
και να παραμερίσουν τους εθνικιστές αστούς από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας,
και κυρίως από το στρατό, και να πάρουν τη θέση τους. Γι’ αυτό το λόγο η ΚαΓκεΜπε
καθοδηγεί δύο πολιτικά αποσπάσματα στην Ελλάδα, το ψευτοΚΚΕ και το ΣΥΝ, στα
οποία έχει αναθέσει διαφορετικούς ρόλους. Ο ΣΥΝ έχει αναλάβει να κεραυνοβολεί
από τα έξω τους εθνικιστές σε συμμαχία με τους αφελείς ριζοσπάστες ευρωπαιόφιλους
αστούς και με τους κάθε λογής κούφιους αντιεθνικιστές, ιδιαίτερα τους πιο ανερμάτιστους
λούμπεν-αναρχικούς. Το ψευτοΚΚΕ, επειδή έχει αναλάβει το καθήκον να χωθεί στο
πιο βαθύ σημείο της κρατικής εξουσίας, δηλαδή στο στρατό, και ήδη έχει φτιάξει
πυρήνες στρατιωτικών, επιδιώκει πάντα τις καλύτερες σχέσεις με τους χειρότερους
εθνικιστές, για να πάρει τη θέση τους την κατάλληλη στιγμή. Άλλωστε, εκτός από
τη συμμαχία των ευρωπαίων με τους ρωσόδουλους, είναι πάντα απαραίτητη στους
δεύτερους και η στρατηγική συμμαχία τους με τους σοβινιστές ενάντια στη Δύση
και τους Εβραίους. Οι ρωσόφιλοι παλαιοσοβινιστές και φασίστες εκφράζονται σήμερα
κυρίως από το ΛΑΟΣ, με το οποίο το ψευτοΚΚΕ έχει καλές σχέσεις. Είναι φυσικό
λοιπόν να γράφει το βιβλίο ο ΣΥΝ και να το χτυπάει το ψευτοΚΚΕ, αν και αυτό
το χτύπησε με το επιχείρημα ότι δεν έχει άξονα την ταξική πάλη (!!) και μόνο
αφού εξεγέρθηκε ο σοβινισμός εναντίον του. Αυτό σημαίνει στην ουσία ότι του
κάνει κριτική επειδή είναι ευρωπαιόφιλο, και μάλιστα συχνά από τη φιλο-ιμπεριαλιστική
πλευρά.
Αυτή η πλευρά του βιβλίου είναι ιδιαίτερα έκδηλη στην εκτενή αναφορά που κάνει
στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, στην υποστήριξη της Ενωμένης Ευρώπης, στην απαλοιφή
του ρόλου της Αγγλίας και των ΗΠΑ στον εμφύλιο κτλ. Όμως οι φανατικοί εθνικιστές
δεν ενοχλούνται από αυτό, αλλά από τη μεγάλη μείωση του αντιτουρκισμού στο περιεχόμενό
του, που είναι και αρκετά κωμική, γιατί σημαίνει μισοαπαλοιφή της ίδιας της
ιστορίας του ‘21. Την παραπάνω σχετικά θετική πλευρά του βιβλίου εξέφραζε με
μεγαλύτερη ένταση ένα συνοδευτικό εγχειρίδιο που έχει εκδώσει το Κέντρο για
τη Δημοκρατία και Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με τη χρηματοδότηση του
αμερικανικού και του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών. Το ψευτοΚΚΕ επικέντρωσε
τα πυρά του σ’ αυτό το συνοδευτικό βιβλίο. Απαίτησε και τελικά πέτυχε την απόσυρσή
του. Στη συνέχεια έκρινε ότι το κυρίως βιβλίο θα πρέπει να ξαναγραφτεί σε νέα
-προφανώς πιο φιλορώσικη- βάση.
Εννοείται ότι ο φιλοτσαρισμός όχι μόνο δε λείπει από το νέο βιβλίο, που γράφτηκε
από ομάδα ιστορικών από τους οποίους ξεχωρίζει το στέλεχος του ΣΥΝ Μ. Ρεπούση,
αλλά είναι πολύ πιο προωθημένος από εκείνον που υπήρχε στο ως τώρα σχολικό εγχειρίδιο
της έκτης Δημοτικού. Έτσι, έχει απαλειφθεί η καίρια επισήμανση του προηγούμενου
ότι η τσαρική Ρωσία πρόδιδε αυτούς που ξεσήκωνε για τα δικά της συμφέροντα.
Για παράδειγμα το προηγούμενο βιβλίο (Στα Νεότερα Χρόνια, έκδ. 1998) δεν ερμηνεύει
τις προ 1821 εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο ως τμήμα των ρωσοτουρκικών πολέμων,
όπως κάνει το νέο. Μάλιστα εκείνο τονίζει τον καιροσκοπισμό της Ρωσίας που άλλοτε
ευνοούσε κι άλλοτε πρόδιδε τα «συμφέροντα του ελληνισμού», όπως έκανε με τα
Ορλωφικά και τον πράκτορά της Λάμπρο Κατσώνη. Στη σελ. 77 γράφει ότι «η
Ρωσία, που είχε κινήσει την επανάσταση, έκαμε πάλι ειρήνη με τους Τούρκους και
ο Κατσώνης εγκαταλείφθηκε, αφού προηγουμένως ο στόλος του έπαθε πανωλεθρία από
τον τουρκικό έξω από την Άνδρο». Στο νέο βιβλίο αυτή η πτυχή της υπόθεσης
έχει απαλειφθεί. Επίσης στο καινούριο βιβλίο, ενώ η Ευρώπη βάλλεται όποτε χρειάζεται
να υποστηριχθεί ο οθωμανισμός, από την άλλη εμφανίζεται η θέση ότι η Ρωσία είναι
ο βασικός παράγοντας ανακοπής της οθωμανικής επέκτασης την ώρα που όλοι ξέρουν
ότι αυτός ο παράγοντας είναι οι κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Είναι επίσης
χαρακτηριστικό ότι η ενετική κυριαρχία στην Ελλάδα περιγράφεται σαν πολύ πιο
αρνητική από την οθωμανική, ενώ οι οικονομικές συμφωνίες Ευρώπης-Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας παρουσιάζονται σαν επιζήμιες για την οικονομία της τελευταίας.
Παραπέρα στο κεφάλαιο περί «εμφύλιων συγκρούσεων» κατά το ’21 γράφεται πως ο
λαός νιώθει να απειλείται από τους ευρωπαιοτραφείς φαναριώτες πολιτικούς, ενώ
στην πραγματικότητα οι φαναριώτες είναι τα μορφωμένα στελέχη του οθωμανισμού
και όχι της Δύσης. Επίσης κατηγορούνται οι προύχοντες της Πελοποννήσου ότι θέλουν
να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, σε αντίθεση με τους οπλαρχηγούς που «προβάλλουν
τους εαυτούς τους ως φυσικούς αρχηγούς του Αγώνα για την Ανεξαρτησία, επειδή
αυτοί πολεμούν, οπότε δικαιούνται και την εξουσία» (σελ. 52). Ειδικά εκθειάζονται
στο βιβλίο οι οπλαρχηγοί-ληστές της Πελοποννήσου με επικεφαλής το γενοκτόνο
Κολοκοτρώνη, που έκφραζαν απευθείας τον τσάρο μέσα στο αντιδραστικό, υποκινούμενο
από τον τσαρισμό πρόωρο αντιτουρκικό κίνημα του 1821. Αυτή η γραμμή του φεουδαρχικού
αντιαστισμού του ‘21 αντιστοιχεί ακόμα και στη μορφή με τη σημερινή γραμμή του
φασιστικού αντικαπιταλισμού των ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ και των στρατών τους της αρπαγής
και της βίας (βιομηχανικό σαμποτάζ, χτύπημα του παραγωγικού κεφαλαίου, βουτιές
των παρασίτων στον κρατικό πλούτο κτλ.). Για να περάσει αυτή τη γραμμή του στους
ανύποπτους μαθητές, το βιβλίο εκθειάζει δίπλα-δίπλα τον Κολοκοτρώνη και τον
άνθρωπο της Αγγλίας στο ‘21, το Μαυροκορδάτο. Όχι τυχαία αφήνει απ’ έξω τον
Καραϊσκάκη και τον Κωλέτη, που εκπροσωπούν τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και
οι οποίοι συνδέθηκαν περισσότερο με την πιο προοδευτική για την εποχή Γαλλία
και στους εμφυλίους συμμαχούσαν κατά κανόνα με το αγγλικό κόμμα ενάντια στο
ρώσικο. Αυτοί πνίγονται, γιατί είναι ακριβώς η πρώτη μαγιά του ελληνικού εθνικισμού
μέσα στο νεοελληνικό κράτος-φάντασμα, όπως το αποκαλεί ο Μαρξ.
Το πιο βασικό χαρακτηριστικό της ρωσοφιλίας του νέου βιβλίου, στην πραγματικότητα
του αντιευρωπαϊσμού που επί της ουσίας που το διαπερνά, είναι ότι εκθειάζεται
άνευ επιφυλάξεων ο υπουργός εξωτερικών του Τσάρου και πρώτος κυβερνήτης της
Ελλάδας Ι. Καποδίστριας, πράγμα που δε γινόταν καθόλου με το παλιό. Αυτός ο
σιχαμερός πράκτορας, στυγνός δικτάτορας και γενάρχης της κρατικής γραφειοκρατικής
διαφθοράς, αυταρχικότητας και νεποτισμού που δυναστεύει από τότε τη χώρα μας,
εμφανίζεται στο νέο βιβλίο ως πατέρας του έθνους, και μάλιστα ως μέγας δημοκράτης.
Ενώ το παλιό βιβλίο έγραφε: «Ο Καποδίστριας, εφάρμοσε συγκεντρωτική πολιτική,
διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και πήρε όλες σχεδόν τις εξουσίες στα χέρια του. Αυτό
προκάλεσε αντιδράσεις και δυσαρέσκειες σε μερικούς από τους προοδευτικούς ανθρώπους
της εποχής, κυρίως όμως στους παλιούς κοινοτικούς άρχοντες, τους κοτζαμπάσηδες,
που προτιμούσαν τον παραδοσιακό τρόπο διακυβέρνησης», το νέο στο αντίστοιχο
σημείο γράφει: «Η συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπό του αλλά και οι γενικότερες
πολιτικές πρωτοβουλίες του προκαλούν την αντίδραση κάποιων πολιτικών ομάδων
που βλέπουν να περιορίζεται η εξουσία τους» (σελ. 60). Αυτές οι «πολιτικές
πρωτοβουλίες» του Καποδίστρια περιγράφονται προηγούμενα σαν προοδευτικές, οπότε
οι πολιτικές ομάδες που αντιτίθενται στον Καποδίστρια φαίνονται παίρνουν σαφώς
αρνητικό χαρακτήρα. Εννοείται ότι εντελώς αρνητικά χαρακτηρίζεται η βαυαροκρατία
που τόσο κάνει τους ρωσόφιλους και τους εθνικιστές να λυσσάνε ενάμιση αιώνα
μετά. Αυτή σε ότι αφορά την εξωτερική της πολιτική ήταν πάντα στα χέρια της
ρώσικης διπλωματίας μέσω του Άρμανσμπεργκ. Όμως σε ότι αφορά την εσωτερική πολιτική
η βαυαρική αντιβασιλεία με επικεφαλής τον λαμπρό Μάουρερ ήταν πολύ θετική γιατί
συγκρούστηκε με τη ρώσικη πανούκλα ειδικά με την «πελοποννησιακή και εφτανησιακή
ψώρα», όπως αποκαλούσε ο Κοραής τις φιλοτσαρικές πολιτικές δυνάμεις, τόσο πολύ
ώστε να τολμήσει να κλείσει στη φυλακή τη μάστιγα της πελοποννησιακής υπαίθρου
και της οποιασδήποτε νόμιμης κρατικής συγκρότησης, Κολοκοτρώνη.
Δώσαμε έμφαση στο 21 γιατί εκεί κρίνονται βασικά η πάλη γραμμών στη νεοελληνική
ιστορία. Όμως τα ίδια μπορεί κανείς να διαπιστώσει σε όλη την έκθεση της πελώριας
περιόδου που αρχίζει το 1453 και τελειώνει στις μέρες μας. Παντού εμφανίζεται
η ίδια γραμμή εκτός από την εποχή που η Ρωσία γίνεται αρνητική για την αστική
τάξη και τους σοσιαλφασίστες, δηλαδή στη σοσιαλιστική της εποχή. Εκεί βγαίνει
και όλη η μπόχα που είναι κρυμμένη στις πένες των συγγραφέων του. Στον β΄ παγκόσμιο
πόλεμο αυτοί αποκαλύπτονται σα σύγχρονοι λεπτοί απολογητές του ναζισμού. Αυτός
ο πόλεμος που είναι ο μεγαλύτερος σταθμός της ανθρώπινης και της σύγχρονης ιστορίας
ξεπερνιέται ουσιαστικά σε μια σελίδα. Και σ’ αυτή τη σελίδα ο μαθητής μαθαίνει
ότι το φασιστικό όσο και το αντιφασιστικό στρατόπεδο είναι εξίσου απάνθρωπα.
Στη σελ. 109 του νέου βιβλίου γράφεται ότι «Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη
Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες
στιγμές αυτού του πολέμου». Δηλαδή οι βόμβες στην Ιαπωνία εμφανίζονται
σαν κάπως χειρότερα πράγματα από το Ολοκαύτωμα. Και μόνη η καταγγελία του βομβαρδισμού
του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα σαν αντιδραστικής πράξης είναι προϊόν της νεοχιτλερικής
προπαγάνδας που ξεκίνησε η μεγαλορώσικη αντισημιτική ομάδα Σουσλώφ-Χρουστσώφ-Μπρέζνιεφ
όταν πήρε την εξουσία μετά το θάνατο του Στάλιν. Μέχρι τότε για τη σοσιαλιστική
ΕΣΣΔ, για όλη την αντιφασιστική Δύση και για τους λαούς όλου του κόσμου ο πυρηνικός
βομβαρδισμός της Ιαπωνίας παρά τη φρίκη για τους αμάχους, ήταν μια δίκαιη πράξη
του αντιφασιστικού στρατοπέδου η οποία τέλειωσε τον ιαπωνικό κανιβαλικό ιμπεριαλισμό
και τα πολύ περισσότερα θύματα που ετοίμαζε αν ο πόλεμος συνεχιζόταν. Επίσης
αυτοί οι δυο βομβαρδισμοί, όπως και οι βομβαρδισμοί των γερμανικών πόλεων από
τους συμμάχους, δεν είναι όπως ισχυρίζονται οι νεοχιτλερικοί σήμερα πράξεις
γενοκτονίας αμάχων τύπου Χαμάς, αλλά τσάκισμα στρατιωτικών και οικονομικών κέντρων
ενός παγκόσμιου πολέμου γενοκτονίας και υποδούλωσης και ταυτόχρονα απάντηση
στους βομβαρδισμούς εξόντωσης πληθυσμών που ξεκίνησε αυτός ο ιμπεριαλισμός.
Αλλά ακόμα και το να καταδικάζεται σαν αντιδραστική πράξη ο βομβαρδισμός της
Χιροσίμα είναι άλλο πράγμα από τα να συγκρίνεται με το Ολοκαύτωμα δηλαδή με
την πιο συστηματική, μεθοδική, ολοκληρωτική εξόντωση ανθρώπων, μόνο και μόνο
επειδή υπήρξαν σα μέλη μιας φυσικής κοινότητας ανθρώπων. Μια παρόμοια φιλοχιτλερική
αναφορά υπήρχε και στο προηγούμενο βιβλίο αλλά στο νέο δύο σελίδες παρακάτω
τα ναζιστικά επιχειρήματα υπερισχύουν: από τις τρεις φωτογραφίες με θέμα τις
καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος μόνο η πρώτη απεικονίζει γερμανούς στρατιώτες
να οδηγούν Εβραίους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, η μεσαία δείχνει το βομβαρδισμό
του Βερολίνου και η τελευταία τα ερείπια της Χιροσίμα μετά το βομβαρδισμό της
από τους Αμερικανούς. Δηλαδή, μαζί με τις πυρηνικές βόμβες κατά της Ιαπωνίας
εμφανίζεται και το ναζιστικό επιχείρημα της καταστροφής των γερμανικών πόλεων
από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Επίσης από τις ερωτήσεις που καλούνται οι
μαθητές να απαντήσουν η μία έχει να κάνει με τις έμψυχες απώλειες ανεξαρτήτως
στρατοπέδου ενώ οι περισσότερες είναι του στυλ: συζητήστε για τις συνέπειες
των βομβαρδισμών στη ζωή των κατοίκων του Βερολίνου και της Χιροσίμα. Ακόμα
πιο διαφωτιστικό είναι το καινούργιο «βιβλίο για το δάσκαλο» όπου στη σελ. 99,
λέει ότι «Ο βομβαρδισμός του Βερολίνου, της πρωτεύουσας της ναζιστικής Γερμανίας,
από τη συμμαχική αεροπορία, σηματοδοτεί το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Το Βερολίνο καθώς και άλλες πόλεις, όπως η Δρέσδη, γίνονται μάρτυρες της εκδικητικής
διάθεσης των Συμμάχων και ισοπεδώνονται. Τα πρώτα στρατεύματα, ρωσικά και αμερικανικά,
που εισβάλλουν στην πόλη και τα εγκλήματα που ακολουθούν, ολοκληρώνουν το τοπίο
της καταστροφής». Μόνο χιτλερικοί θα μπορούσαν να γράψουν ένα τέτοιο βιβλίο
και αυτό θα πρέπει να καταγγελθεί σε όλη την ΕΕ και σε όλη την ανθρωπότητα.
Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα μπορεί να εκτιμήσει κανείς και το λεγόμενο «αντιεθνικισμό»
του βιβλίου. Ο πραγματικός αντιεθνικισμός είναι ο διεθνισμός.
Παρακάτω η πολιτική φύση των συγγραφέων φανερώνεται περισσότερο. Αυτοί ενώ μιλάνε
για τον αντικατοχικό αντιφασιστικό αγώνα δεν του δίνουν μεγάλη έμφαση και δίνουν
τη μεγαλύτερη έμφαση στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ακριβώς γιατί έχουν καταφέρει
να δώσουν σε αυτήν το δικό τους πολιτικό περιεχόμενο. Όχι τυχαία ο ρόλος του
στρατού στο απριλιανό πραξικόπημα υποβαθμίζεται σημαντικά ενώ η σημείωση της
σελ. 120 παραθέτει το κνίτικο σύνθημα του ραδιοφωνικού σταθμού των εξεγερμένων
φοιτητών του Πολυτεχνείου «Στρατός-λαός μαζί, όλοι ενωμένοι ενάντια στη Χούντα».
Τέλος η απώλεια της Κύπρου για τον ελληνικό σοβινισμό αποσυνδέεται εντελώς από
την κατάρρευση της δικτατορίας στην Ελλάδα, ενώ αυτή την προκάλεσε κυρίως. Με
λίγα λόγια στην Κύπρο κανακεύεται ο ελληνικός εθνικισμός και μάλιστα είναι το
μόνο σημείο στο οποίο ανοιχτά κατηγορείται ο δυτικός ιμπεριαλισμός, δηλαδή οι
εγγλέζοι.
Όλα τα στοιχεία που προαναφέραμε, ειδικά η θέση του βιβλίου απέναντι στο β΄
παγκόσμιο πόλεμο, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τελικά πρόκειται για ένα αντιδραστικό
και μάλιστα φιλοναζιστικό βιβλίο που εξυπηρετεί τη σοσιαλφασιστική πολιτική
στην Ελλάδα και που αντιστοιχεί στην τακτική της προσέγγισης των Ρώσων με την
Ευρώπη αλλά και στη ρώσικη «ειρήνη» με τους τούρκους ισλαμοφασίστες και την
κυβέρνηση Ερντογάν. Όλα τα παραπάνω σημεία κριτικής που απευθύνουμε εμείς δεν
περιλαμβάνονται στις ενστάσεις των σοβινιστών και των αντίστοιχων ρωσόδουλων
που ζητάνε την απόσυρσή του. Αυτοί απορρίπτουν αυτό το βιβλίο από τα δεξιά,
εμείς από τα αριστερά.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι εάν οι επικριτές της καινούργιας ιστορίας
θέλουν την επιστροφή στο προηγούμενο περισσότερο εθνικιστικό βιβλίο ή αν απλά
επιθυμούν τη διόρθωσή του και τη συγγραφή ενός νέου; Είναι φανερό ότι δεν θέλουν
την επιστροφή σε εκείνο, γιατί αν αυτό συνέβαινε αυτό θα το έλεγαν. Αλλά από
όσα ξέρουμε κανείς από αυτούς δεν έχει πει κάτι τέτοιο. Εκείνο που θέλουν είναι
να γίνει χειρότερο, δηλαδή λίγο πιο φιλορώσικο, λίγο πιο φιλοχιτλερικό, και
λίγο πιο σοβινιστικό, δηλαδή πιο απροκάλυπτα φαιοκόκκινο. Αυτό το νόημα είχε
η απαίτηση του σοσιαλφασισμού να αξιολογηθεί το βιβλίο από τους ίδιους τους
εκπαιδευτικούς και όχι από επιτροπή ειδικών του υπουργείου παιδείας. Σ’ αυτό
συμφώνησε η Γιαννάκου, προφανώς με την ενθάρρυνση του πρωθυπουργού. Έτσι η σοσιαλφασιστική
ηγεσία της ΔΟΕ-ΟΛΜΕ κλπ θα αναλάβει να κάνει την εγχείρηση και να τερατοποιήσει
και άλλο το τέρας.
Καταλήγοντας θέλουμε να συνοψίσουμε τη θέση μας. Το συνεπές δημοκρατικό αίτημα
σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας πρέπει να είναι: Απόσυρση του αντιδραστικού αυτού
βιβλίου αλλά και κάθε άλλου βιβλίου ιστορίας, ειδικά της νεώτερης, που θα το
γράφει το ελληνικό αστικό κράτος. Εφόσον αυτό το αίτημα, που είναι στη βάση
του αστικοδημοκρατικό, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί στη χώρα μας χωρίς μια πραγματική
σοσιαλιστική επανάσταση μπαίνει μόνο η ανάγκη για ένα μίνιμουμ δημοκρατικό αίτημα
και αυτό είναι να αποσυρθεί αυτό το βιβλίο και να αντικατασταθεί με το προηγούμενο.
Αν αυτό δεν αντικατασταθεί από το προηγούμενο καλύτερα να μείνει όπως είναι,
γιατί το χειρότερο που μπορεί να γίνει είναι να αποσυρθεί όπως θέλει το ψευτοΚΚΕ
και η Ακαδημία δηλαδή να πάει στη ΔΟΕ-ΟΛΜΕ για «διόρθωση».
Με λίγα λόγια όσο δεν μπορούμε να αποσύρουμε το μάθημα της ιστορίας από τα σχολεία
το μόνο που έχουμε να διαλέξουμε είναι ποιος είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος με
τον οποίο θέλουμε ο λαός μας να δηλητηριαστεί και να πεθάνει πνευματικά.