Πώς ένα δημοκρατικό κίνημα κοινής γνώμης και μια ηθοποιός στρίμωξαν την Κίνα για το Νταρφούρ
Η εμπλοκή των
κινέζων σοσιαλφασιστών στη γενοκτονία που διαπράττει εδώ και 4 συναπτά έτη η
σουδανική κυβέρνηση ενάντια στο λαό του Νταρφούρ είναι πασίγνωστη. Το Πεκίνο
υποστηρίζει με πάθος τη σφαγή 200.000 αμάχων, τις ανυπολόγιστες καταστροφές,
τους βιασμούς και την εκδίωξη 2,5 εκατομμυρίων αμάχων από τις εστίες τους που
διεξάγουν οι παρακρατικές ένοπλες συμμορίες των Τζατζαγουίντ, κι αυτό όχι μόνο
επειδή έχει διαγνώσει κάποια ιδεολογική συγγένεια με το χειρισμό της υπόθεσης
από την κυβέρνηση του Σουδάν, αλλά και γιατί τα δύο κράτη συνδέονται μεταξύ
τους με άρρηκτους οικονομικούς δεσμούς.
Έτσι, προκειμένου να συνεχιστεί η απρόσκοπτη άντληση σουδανικού πετρελαίου για
τις ανάγκες της κινεζικής οικονομίας, η Κίνα προστατεύει το Σουδάν απ’ τις διεθνείς
κυρώσεις με την ιδιότητά της ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του
ΟΗΕ. Είναι αυτή η υποστήριξη που επιτρέπει στους σουδανούς ισλαμοφασίστες να
αρνούνται επίμονα την αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στο Νταρφούρ, διαιωνίζοντας
μια ήδη χρόνια καταστροφική για τους κατοίκους του Νταρφούρ κατάσταση.
Όμως τελευταία η στάση των Κινέζων απέναντι στην κτηνωδία του Νταρφούρ φαίνεται
να αλλάζει: Για πρώτη φορά στέλνεται ανώτερος κινέζος αξιωματούχος, για να ζητήσει
από την κυβέρνηση του Χαρτούμ να αποδεχτεί την αποστολή της δύναμης ειρήνευσης.
Μάλιστα, σε μια εντελώς ασυνήθιστη κίνηση για τα κινεζικά δεδομένα, ο αξιωματούχος
πήγε ο ίδιος στο Νταρφούρ κι επισκέφτηκε τρία στρατόπεδα προσφύγων-θυμάτων της
γενοκτονίας. Όλα αυτά δεν ήταν αποτέλεσμα κανενός είδους πολύχρονων διπλωματικών
διαβουλεύσεων. Είναι αποτέλεσμα ενός δημοκρατικού κινήματος, που καταλύτης του
ήταν η ηθοποιός του Χόλυγουντ Μία Φάροου, που αργότερα έσυρε πίσω της κάτω από
την πίεση αυτού του κινήματος το γνωστό σκηνοθέτη και παραγωγό Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Αυτή η κινητοποίηση κατέδειξε τις αδυναμίες της κινεζικής υπερδύναμης, αποδεικνύοντας
για άλλη μια φορά ότι ο χαρακτηρισμός «χάρτινες τίγρεις» που προσέδιδε ο Μάο
Τσε-Τούνγκ στην παγκόσμια αντίδραση είναι απόλυτα σωστός.
Η Μία Φάροου, εκτός από ηθοποιός, είναι και πρέσβειρα καλής θέλησης του Παιδικού
Ταμείου των Ηνωμένων Εθνών. Από τον περασμένο Μάρτη έχει ξεκινήσει εκστρατεία
καταγγελίας της κινέζικης στάσης στο ζήτημα του Νταρφούρ. Στόχος της ήταν μέσα
από την καταδίκη των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου ως «Ολυμπιάδας Γενοκτονίας»
να πείσει τους σπόνσορες να πιέσουν την κυβέρνηση της χώρας να πάψει να υπερασπίζεται
τη γενοκτονία. Στις 28 Μάρτη με άρθρο της στη Wall Street Journal η Φάροου συνέκρινε
το Σπίλμπεργκ, που έχει οριστεί από τους κινέζους σοσιαλφασίστες καλλιτεχνικός
σύμβουλος των Αγώνων του Πεκίνου, με τη Λένι Ρίφενσταλ –τη σκηνοθέτρια του Χίτλερ
και της Ολυμπιάδας του Βερολίνου το 1936–, προειδοποιώντας τον ότι, αν δεν κινητοποιηθεί,
θα μείνει στην ιστορία ως η Ρίφενσταλ των κινέζικων ολυμπιακών αγώνων. Αυτός
έλαβε πολύ σοβαρά τις παραινέσεις, ή μάλλον τις απειλές, της Φάροου και τέσσερις
μέρες αργότερα έστειλε γράμμα προς τον Χου Τζιντάο με το οποίο καταδίκαζε τις
σφαγές και καλούσε το Πεκίνο «να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στην περιοχή,
«για να φέρει τέλος στο ανθρώπινο δράμα» (New York Times, 13/4).
Οι κινέζοι σοσιαλφασίστες, που έχουν ρίξει μπόλικο χρήμα και διαφήμιση στην
Ολυμπιάδα τους, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση και αναγκάστηκαν να ενδώσουν στέλνοντας
τον άνθρωπό τους στο Νταρφούρ και υποχρεώνοντας έτσι τους σουδανούς ισλαμοφασίστες
να αποδεχτούν την αποστολή της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης. Ο αληθινός τους
φόβος ήταν ότι, με το θόρυβο που θα προκαλούνταν, οι πολυεθνικές εταιρείες που
έχουν τοποθετήσει κεφάλαια στην κινεζική αγορά, αλλά και ειδικά στην Ολυμπιάδα,
θα πιέζονταν να τα αποσύρουν και η κινεζική κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε την παγκόσμια
γελοιοποίηση και την κατακραυγή για την τερατωδία της. Το κινέζικο δημοκρατικό
κίνημα θα έπαιρνε τεράστια ώθηση θέτοντας σε κίνδυνο της ηγεμονικές τους βλέψεις.
Μια αστοδημοκρατική καμπάνια ενημέρωσης και κινητοποίησης της κοινής γνώμης
κατάφερε να στριμώξει τον Χου Τζιντάο και την ακολουθία του σε ελάχιστες μέρες,
κάτι που δεν ήθελαν και δεν τολμούσαν να κάνουν οι κυβερνήσεις της Δύσης εκπροσωπώντας
τα συμφέροντα των αδίστακτων μονοπωλίων, που, για να διατηρήσουν τα κέρδη τους,
στηρίζουν ολόθερμα την κινεζική δικτατορία. Ένα μάθημα που μας δίνει αυτό το
διπλωματικό επεισόδιο είναι ότι η δημοκρατική κοινή γνώμη, δηλαδή τελικά οι
λαϊκές μάζες, έστω και με έμμεσο τρόπο, έστω κάτω από την ηγεσία κάποιων σχετικά
πιο προοδευτικών μερίδων της αστικής τάξης, μπορούν να καταφέρουν περισσότερα
από όσο μπορεί η χούφτα των παχύδερμων και τυφλών μονοπωλιστών που κρατάνε στα
χέρια τους τη μοίρα των λαών του Βορρά.