ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΧΟ Ο ΝΕΟΣ ΧΙΤΛΕΡ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΟ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ «ΕΙΡΗΝΗΣ»
Οι συμμετέχοντες
στην 43η Διάσκεψη του Μονάχου για την Πολιτική Ασφάλειας πάγωσαν ακούγοντας
το ρώσο πρόεδρο Βλ. Πούτιν να επιτίθεται στη Δύση καταγγέλλοντάς τη σαν τον
κύριο παράγοντα αποσταθεροποίησης του πλανήτη και να διακηρύσσει την πρόθεση
της χώρας του να διασφαλίσει τη διεθνή τάξη και ασφάλεια ξέχωρα και σε αντιπαράθεση
μ’ εκείνη. Η ομιλία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων σε Ευρώπη και Αμερική. Ο γερμανικός
τύπος την παρομοίασε με την περίφημη ομιλία Χρουστσόφ στον ΟΗΕ πριν από 50 χρόνια
μέσα στην κρίση των πυραύλων της Κούβας, ενώ ο χριστιανοδημοκράτης εκπρόσωπος
σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, Έκαρτ φον Κλέντεν, διαπίστωσε ότι εγείρονται
«απροκάλυπτες φιλοδοξίες μιας υπερδύναμης». Μουδιασμένος, ο αμερικανός
υπουργός Άμυνας χαρακτήρισε τη ρωσική πολιτική «απρόβλεπτη» και αντεπιτέθηκε
σε ανάλογο τόνο επισημαίνοντας ορισμένες από τις επιθετικές τακτικές του Κρεμλίνου,
όπως είναι η διάδοση όπλων και η επιδίωξη εκμετάλλευσης της ενεργειακών πηγών
για την πολιτική καθυπόταξη των κρατών (βλ. Καθημερινή, 13/2). Τα πνεύματα
έχουν ήδη οξυνθεί αρκετά δείχνοντας ότι η εποχή της ρωσο-αμερικανικής συνεργασίας
ανήκει πλέον στο παρελθόν.
Πραγματικά, μόνο αφελείς ή παντελώς ανενημέρωτοι θα μπορούσαν να πιστεύουν ότι
οι σχέσεις Δύσης-Ανατολής εξακολουθούν να παραμένουν γενικά φιλικές, όπως έδειχναν
στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Κι αυτή την αλλαγή την κατάδειξαν μια
σειρά από συντριπτικά γεγονότα: Το Γενάρη του 2006 η Μόσχα διέκοψε αιφνιδιαστικά
την παροχή φυσικού αερίου προς την Ουκρανία επηρεάζοντας αποφασιστικά την ενεργειακή
τροφοδοσία της Ευρώπης. Ένα χρόνο αργότερα έκανε κάτι αντίστοιχο με το πετρέλαιο
που προοριζόταν για τη Λευκορωσία, αφού προηγουμένως αξίωσε τον απότομο υπερδιπλασιασμό
της τιμής του. Οι σχέσεις της με τις φασιστικές Κίνα και Ιράν, καθώς και ορισμένες
μεγάλες δυνάμεις που βγαίνουν από τον Τρίτο Κόσμο, σαν την Ινδία και τη Βραζιλία,
διαρκώς αναπτύσσονται, ενώ οι δεσμοί της με την ισλαμοφασιστική τρομοκρατία
της Χαμάς και της Χεζμπολάχ είναι αδύνατο πια να αποκρυφτούν. Τελευταίο περιστατικό
η δολοφονία του πρώην πράκτορα Λιτβινένκο στο Λονδίνο, ο οποίος πρόλαβε να ρίξει
λίγο φως στην εμπλοκή του Κρεμλίνου σε μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών μέσα
στη Ρωσία. Η καχυποψία άρχισε να τριβελίζει τα μυαλά των αμερικανών ιμπεριαλιστών,
που τόσον καιρό είχαν εφησυχάσει γεμάτοι αυταρέσκεια για φαινομενικό τέλος του
ψυχρού πολέμου κι είχαν επικεντρωθεί σε μιαν άγονη και άδικη αντιπαράθεση με
ορισμένα μουσουλμανικά τριτοκοσμικά κράτη, βλακωδώς θεωρώντας τα «επίκεντρο
της τρομοκρατίας» και αντιμετωπίζοντάς τα με τη γνωστή χωροφυλακίστικη λογική
της «μόνης» υπερδύναμης. Ο χαρακτηρισμός «μόνη» ήταν μια κολακεία του Κρεμλίνου
την οποία πρόθυμα αποδέχτηκε η γερασμένη και σε διαρκή πτώση υπερδύναμη, για
να κάνει όλα τα λάθη που οι γέροι κάνουν όταν νιώσουν νέοι. Έτσι η υπερδύναμη
ξεχαρβαλώθηκε εντελώς και διασπάστηκε εντός της επεμβαίνοντας στα πιο δύσκολα
σημεία, για να παραδώσει τελικά στη Ρωσία το Ιράκ, την Παλαιστίνη, το Λίβανο
και τη μισή λατινική Αμερική. Παρ’ όλ’ αυτά η γενική αντιτριτοκοσμική κατεύθυνση
της εξωτερικής τους πολιτικής δεν άλλαξε. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι,
αν δε βομβαρδίσουν το Μανχάταν ρώσικα υποβρύχια, αυτοί οι νευρωτικοί των χρηματιστηρίων
θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούν τον Τρίτο Κόσμο μέχρι τελικής πτώσης. Οι καγκεμπίτες
που τους προβοκάρουν διαρκώς εξαπολύοντας επιθέσεις εναντίον τους από τις χώρες
του Τρίτου Κόσμου τους ξέρουν πολύ καλά.
Τον περασμένο Γενάρη,
οι Αμερικανοί εξέφρασαν την πρόθεσή τους να εντάξουν την Πολωνία και την Τσεχία
–και οι δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ– στο σύστημα της αντιβαλλιστικής τους άμυνας,
προμηθεύοντας την πρώτη με 10 αποτρεπτικούς πυραύλους και τη δεύτερη με ένα
ραντάρ. Η κίνηση στόχο είχε να αντιμετωπίσει τους ανύπαρκτους ακόμα πυραύλους
του Ιράν και σημειώθηκε λίγο μετά την αποκάλυψη ότι η Μόσχα προμήθευε με πυραυλικά
οπλικά συστήματα το σύμμαχό της. Είναι πραγματικά γελοίο να ανησυχούν οι ΗΠΑ
για τους αγέννητους ακόμα πυραύλους του Ιράν και όχι για τις χιλιάδες ώριμες
και δοκιμασμένες ρώσικες πυρηνικές κεφαλές που αδιάπτωτα τους σημαδεύουν. Κι
όμως, οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές δε θέλουν ούτε την αντι-ιρανική άμυνα για
τις ΗΠΑ, γιατί αυτή ενισχύει το στρατηγικό ρόλο και την πολιτική ανεξαρτησία
χωρών που οι ίδιοι εποφθαλμιούν, όπως είναι οι πρώην ανατολικές χώρες. Έτσι
ισχυρίστηκαν ότι οι ΝΑΤΟϊκοί πύραυλοι στρέφονται εναντίον τους και σαν απάντηση
ο υπουργός άμυνας Ιβανόφ δήλωσε από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Σεβίλλη ότι η χώρα
του έχει «τη δυνατότητα να διαπεράσει οποιοδήποτε αντιπυραυλικό σύστημα»
(Νew York Times, 10/2). Η δήλωση θύμιζε επιστροφή στον ανοιχτό ψυχρό πόλεμο
αλλά κανείς δε φανταζόταν εκείνη την ώρα την έκταση που θα μπορούσε να λάβει
η τελευταία αυτή ρωσο-αμερικανική τριβή, μέχρι τη στιγμή που ο Πούτιν –που συμμετείχε
στη διάσκεψη του Μονάχου– θα έπαιρνε το λόγο για να εκθέσει τις απόψεις του.
Το σοκ ήρθε όταν ο αρχικαγκεμπίτης, που ως τότε συνήθιζε να κολακεύει τα δυτικά
αυτιά μιλώντας στη γλώσσα τους, παραδέχτηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι μέχρι τώρα
υποκρινόταν μπροστά τους. «Η διάρθρωση αυτής της συνδιάσκεψης», είπε
στην αρχή της ομιλίας του, «μου επιτρέπει να αποφύγω την υπερβολική ευγένεια
και την ανάγκη να μιλώ με περιστροφικούς, ευχάριστους αλλά κενούς διπλωματικούς
όρους. Η μορφή αυτής της συνδιάσκεψης θα μου επιτρέψει να πω τι πραγματικά πιστεύω
για τα προβλήματα διεθνούς ασφάλειας».
Κι αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του ο Πούτιν στη συνέχεια, αντί να επικεντρωθεί
στην ισλαμική τρομοκρατία και να εξυμνήσει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ ως αναγκαία
για την αντιμετώπισή της –όπως έκανε ως τώρα και όπως θα περίμεναν οι ξένοι
διπλωματικοί αντιπρόσωποι– επιτέθηκε με σφοδρότητα ενάντια στο αμερικάνικο «μονοπώλιο»
εξουσίας: «Η ιστορία της Ανθρωπότητας έχει σίγουρα περάσει μέσα από μονοπολικές
περιόδους κι έχει γνωρίσει φιλοδοξίες παγκόσμιας ηγεμονίας. Και τι δεν έχει
συμβεί στην παγκόσμια ιστορία; Ωστόσο, τι είναι ένας μονοπολικός κόσμος; Όσο
και να καλλωπίσει κανείς αυτό τον όρο, τελικά αναφέρεται σε έναν τύπο καταστάσεων,
ένα επιφανές κέντρο εξουσίας, ένα κέντρο ισχύος, ένα κέντρο λήψης αποφάσεων.
Είναι κόσμος στον οποίον υπάρχει ένας αφέντης, ένας κυρίαρχος».
«…Θεωρώ ότι το μονοπολικό μοντέλο είναι όχι μόνο απαράδεκτο, αλλά και αδύνατο
στο σημερινό κόσμο. Κι αυτό όχι μόνο γιατί εάν υπήρχε ατομική ηγεσία στο σημερινό
–ακριβώς, στο σημερινό– κόσμο, τότε τα στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά
αποθέματα δε θα επαρκούσαν. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το ίδιο το μοντέλο
έχει ξεφτίσει, γιατί στη βάση του δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά
ηθική θεμελίωση για το σύγχρονο πολιτισμό. Μαζί μ’ αυτό, αυτό που συμβαίνει
σήμερα στο σημερινό κόσμο –και μόλις τώρα αρχίζουμε να το συζητάμε– είναι μια
απόπειρα να εισαχθεί ακριβώς αυτή η έννοια στις διεθνείς υποθέσεις, η έννοια
του μονοπολικού κόσμου».
Άρα, σύμφωνα με την επίσημη ρωσική θέση, η κύρια αντίθεση που διέπει το σημερινό
κόσμο δεν είναι άλλη από εκείνη ανάμεσα στην παγκόσμια ηγεμονία μιας υπερδύναμης
και τον υπόλοιπο κόσμο. Μια ηγεμονία δαιμονική που έχει εξελιχθεί σε παράγοντα
ανασφάλειας, καθώς με την πολιτική της «έχει δημιουργήσει νέες ανθρώπινες τραγωδίες
και νέα κέντρα έντασης» και «πυροδοτεί μια κούρσα εξοπλισμών» (…) «Σήμερα
γινόμαστε μάρτυρες μιας σχεδόν ασυγκράτητης, υπερβολικής χρήσης δύναμης –στρατιωτικής
δύναμης– στις διεθνείς σχέσεις, δύναμης που βυθίζει τον κόσμο σε μιαν άβυσσο
μόνιμων συγκρούσεων». Και για όσους δεν κατάλαβαν για ποιον ακριβώς γίνεται
λόγος: «Ένα κράτος, και φυσικά πρώτο και καλύτερο οι Ηνωμένες Πολιτείες,
έχει υπερβεί τα εθνικά του σύνορα με κάθε τρόπο. Αυτό είναι εμφανές στην οικονομική,
πολιτική, πολιτιστική και εκπαιδευτική γραμμή που επιβάλλει στα άλλα έθνη. Λοιπόν,
σε ποιον αρέσει αυτό; Ποιος είναι ευχαριστημένος μ’ αυτό;»
Ο δυτικός πολιτικός κόσμος είχε κοκαλώσει παρακολουθώντας τον φθισικό, ψυχρό
και αινιγματικό ηγέτη της ρωσικής υπερδύναμης να συστήνεται ως ο αρχηγός του
παγκόσμιου αντιαμερικανισμού. Και έτσι αυτός, καθώς τους βρίσκει κοκκαλωμένους,
χωρίς πετρέλαιο, για να κινήσουν τις βιομηχανίες τους και χωρίς ρεύμα για να
κινήσουν τα κομπιούτερ τους στα χρηματιστήρια τους, αν αυτός δε δώσει τη συγκατάθεσή
του, τους ανακοινώνει την ύπαρξη νέων ιμπεριαλιστικών κέντρων που διψούν για
ηγεμονία:
«Είμαι πεισμένος ότι έχουμε φτάσει σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου πρέπει να
σκεφτούμε σοβαρά για το οικοδόμημα της παγκόσμιας ασφάλειας. Και πρέπει να προχωρήσουμε
ψάχνοντας για μια λογική ισορροπία ανάμεσα στα συμφέροντα όλων των συμμετεχόντων
του διεθνούς διαλόγου. Ιδιαίτερα καθώς το διεθνές τοπίο είναι τόσο ποικίλο κι
αλλάζει τόσο γρήγορα –αλλάζει στο φως της δυναμικής ανάπτυξης μιας ολόκληρης
σειράς χωρών και περιοχών. Η κ. ομοσπονδιακή καγκελάριος ήδη το ανέφερε. Το
συνδυασμένο ΑΕΠ υπολογισμένο σε ίδιες μονάδες αγοραστικής δύναμης χωρών όπως
η Ινδία και η Κίνα είναι ήδη μεγαλύτερο από εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών. Και
μια παρόμοια μέτρηση του ΑΕΠ των χωρών της BRIC –Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και
Κίνα– ξεπερνά το συσσωρευμένο ΑΕΠ της Ε.Ε. Και, σύμφωνα με ειδικούς, αυτό το
χάσμα αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφιβάλλουμε
ότι το οικονομικό δυναμικό των νέων κέντρων παγκόσμιας οικονομικής ισχύος αναπότρεπτα
θα μετατραπεί σε πολιτική επιρροή και θα ενισχύσει την πολυπολικότητα».
«Λογική ισορροπία» κατά τον Πούτιν σημαίνει τυφλή υπακοή όλων στις αποφάσεις
του ιμπεριαλιστικού συντονιστικού που ονομάζεται Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ
και αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου των νέων καπιταλιστικών δυνάμεων όπως είναι
η Ινδία και η Βραζιλία. Στην ουσία ο Πούτιν δεν έχει καμιά όρεξη να παραδώσει
πραγματική διεθνή εξουσία στην Ινδία και στη Βραζιλία, γιατί αυτές, αντίθετα
με την Κίνα και το Ιράν, έχουν μια μη κρατικοφασιστική μεγαλοαστική τάξη. Αυτή,
αν και έχει μισοφεουδαρχικά χαρακτηριστικά ως προς την πρωταρχική της συσσώρευση,
αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τον ανταγωνισμό στην εσωτερική και την
παγκόσμια αγορά και όχι μέσα από την πολιτική δικτατορία σε βάρος όλου του έθνους.
Η βραζιλιανή, όπως και οι υπόλοιπες λατινοαμερικάνικες, ήταν δικτατορίες του
συνόλου της αστικής τάξης ενάντια στο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα και όχι δικτατορίες
μιας κρατικά ισχυρής αστικής ομάδας ενάντια στο λαό, αλλά και ενάντια στις υπόλοιπες
μερίδες της αστικής τάξης, όπως γίνεται στο φασισμό. Εκείνο που θέλει η Ρωσία
είναι στην πραγματικότητα να σύρει τις νέες αστικοδημοκρατικές χώρες στο σοσιαλφασιστικό
αντιδυτικό της άξονα με την Κίνα και το Ιράν ενθαρρύνοντάς τα περιφερειακά και,
στην περίπτωση της Ινδίας, παγκόσμια ηγεμονιστικά όνειρα των μεγαλοαστικών τους
τάξεων. Αυτό ακριβώς κάνουν για λογαριασμό της οι σημερινοί σοσιαλφασίστες ηγέτες
στη Βραζιλία και οι ινδουιστές φασίστες στην Ινδία.
Μέχρι το πέρας της ομιλίας είχαν γίνει σαφείς οι βαθύτερες επιδιώξεις της ρωσικής
ελίτ: η δημιουργία δηλαδή, πάνω στα συντρίμμια της αμερικανικής «αυτοκρατορίας»,
μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων με ηγεμόνα την ίδια. «Η Ρωσία είναι
μια χώρα με ιστορία που διαρκεί πάνω από χίλια χρόνια κι έχει πάντα χρησιμοποιήσει
το προνόμιο να ακολουθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Δεν πρόκειται να
αλλάξουμε αυτή την παράδοση σήμερα. Την ίδια στιγμή είμαστε σε γνώση του πώς
άλλαξε ο κόσμος κι έχουμε μια ρεαλιστική αίσθηση των ευκαιριών και των δυνατοτήτων
μας. Και φυσικά επιθυμούμε την αλληλεπίδραση με αξιόπιστους και ανεξάρτητους
εταίρους, με τους οποίους μπορούμε να εργαστούμε μαζί οικοδομώντας μια δίκαιη
και δημοκρατική παγκόσμια τάξη που θα διασφαλίζει την ασφάλεια και την ευημερία,
όχι μόνο για τους λίγους αλλά για όλους». Αυτό που παραλείπει να μας πει
είναι ότι η «δίκαιη» και «δημοκρατική» κοινωνία που ονειρεύεται για τον πλανήτη
μας ο ρώσος φύρερ θα υποχρεώσει όλα τα έθνη και τους λαούς να υποταχθούν στην
αυθαίρετη εξουσία ενός νέου, πολύ πιο αυταρχικού αφεντικού από κάθε άλλο στην
παγκόσμια Ιστορία, και να βυθιστούν στην πιο μεγάλη εξαθλίωση και σε μια μακροχρόνια,
αιματηρή και χωρίς προηγούμενο στην ιστορία ανθρωποσφαγή. Τα πογκρόμ που υφίστανται
διάφορες θρησκευτικές και εθνικές ομάδες μέσα στη Ρωσία, η σφαγή αμάχων στη
Νέα Υόρκη, ο διαμελισμός της Γεωργίας, της Μολδαβίας και του Αζερμπαϊτζάν κι
ακόμα περισσότερο, η αποτρόπαια πολύχρονη γενοκτονία του τσετσενικού λαού αποτελούν
τα ζωντανά σημάδια της επερχόμενης καταστροφής.
Οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές
γνωρίζουν ότι μόνο με στρατιωτικά μέσα θα καταφέρουν να κερδίσουν την παγκόσμια
υπεροχή, γι’ αυτό πασχίζουν να αφοπλίσουν όσο μπορούν την αντίπαλη υπερδύναμη
και έτσι να μετατρέψουν την μισοάοπλη και διασπασμένη Ευρώπη σε εύκολη και εύπεπτη
λεία τους. Έτσι εξηγείται η επιστροφή στη φρασεολογία του ψυχρού πολέμου της
δεκαετίας του ’80, όπου γίνεται ξανά λόγος για «αμοιβαία μείωση των πυρηνικών
όπλων», για «πόλεμο των άστρων» κτλ. Σ’ αυτά τα πλαίσια εντάσσεται η αποδοκιμασία
της στρατιωτικοποίησης του διαστήματος από πλευράς ΗΠΑ, όπως επίσης και η αποδοκιμασία
της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, η οποία, όπως είπε ο ρώσος ηγέτης, «αντιπροσωπεύει
μια σοβαρή πρόκληση που μειώνει το επίπεδο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης». Αντίθετα,
οι χώρες του άξονα επιτρέπεται να εξοπλίζονται. Γι’ αυτό ο φύρερ πρότεινε τη
δημιουργία διεθνών κέντρων για τον εμπλουτισμό ουρανίου, κάτι που πιθανά θα
δώσει τη δυνατότητα σε χώρες του άξονα όπως το Ιράν να φέρουν πυρηνικό οπλοστάσιο
επιτρέποντας όμως στη Ρωσία να ελέγχει τη διαδικασία συγκρότησής αυτού του οπλοστάσιου
έτσι ώστε ο ιρανικός ηγεμονισμός να γίνει ένας ρώσικος υπο-ιμπεριαλισμός.
Οι συνηθισμένες ηγεμονιστικού τύπου αμερικανικές απειλές για εισβολή ενάντια
στο Ιράν πριν από μερικούς μήνες (δες παλιότερο άρθρο για το Ιράν και αντίστοιχη
αφίσα της Ν. Ανατολής του Ιούνη 2006) έδωσαν την ευκαιρία στη Ρωσία για μια
πρώτη κατά μέτωπο επίθεση κατά των ΗΠΑ που στο συγκεκριμένο ζήτημα της εγκατάστασης
πυραύλων στο έδαφος της Τσεχίας και της Πολωνίας έχουν δίκιο, αν και πολιτικά
η πράξη τους είναι βλακώδης. Κάθε χώρα του κόσμου έχει δικαίωμα να εγκαταστήσει
αμυντικά συστήματα, οπότε και αντιπυραυλικά, απέναντι στο Ιράν, που είναι η
πρώτη ανοιχτά φιλοχιτλερική-αντισημιτική χώρα του πλανήτη 70 χρόνια μετά το
Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ακόμα περισσότερο έχουν δικαίωμα να διαθέσουν το έδαφός
τους για τέτοια αμυντικά συστήματα των ΗΠΑ χώρες σαν την Τσεχία και την Πολωνία,
που θεωρούν τις ΗΠΑ σύμμαχό τους απέναντι στον πάντα απειλητικό κύριο δυνάστη
τους, που λέγεται Ρωσία. Αυτός ο τελευταίος είναι ο λόγος που η Ρωσία έγινε
έξαλλη μ’ αυτό το αμυντικό σύστημα. Δεν είναι δυνατό να την ενοχλεί ένα σύστημα
που προορίζεται να αντιμετωπίσει λίγους ιρανικούς πυραύλους, την ώρα που η ίδια
έχει παρατεταγμένες χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές. Αυτό που την ενοχλεί και την
καίει είναι ότι φτιάχνονται αμυντικοί δεσμοί των ΗΠΑ με κάποιες χώρες της ΕΕ,
την ώρα που η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει μειωθεί
στο ελάχιστο και την ώρα που ο ρωσοκίνητος ευρωπαϊκός αντιαμερικανισμός βρίσκεται
στον Κολοφώνα του. Άλλωστε η Μόσχα έχει υπογράψει το σύμφωνο για τη μη διάδοση
των πυρηνικών όπλων κι έχει πιέσει διπλωματικά τους Ιρανούς ουκ ολίγες φορές
με αφορμή το πυρηνικό τους πρόγραμμα για να τους υποτάξει απολύτως στη γραμμή
της. Η επίθεση έγινε στο όνομα της υπεράσπισης της Ρωσίας από τους «αμερικανούς
εισβολείς», αλλά εξαπολύθηκε στην ουσία εναντίον της ΕΕ. Οι σοσιαλιμπεριαλιστές
ξέρουν πόσο γλοιώδεις και υποχωρητικοί γίνονται πάντα οι αντίπαλοί τους ιμπεριαλιστές
όσο δε διακυβεύονται άμεσα τα εθνικά τους και τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα,
αλλά τα βραχυπρόθεσμα κέρδη τους. Θεωρούν λοιπόν πολύ φυσικό να χώσουν μια σφήνα
ανάμεσα στην ΕΕ και στις ΗΠΑ στο ζήτημα αυτό. Έτσι απειλούν την ΕΕ ότι το Κρεμλίνο
θα αποδεσμευτεί από τη συμφωνία που είχε υπογράψει με την Ουάσιγκτον στα 1987
και πρόβλεπε την καταστροφή πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, τη λεγόμενη
Συμφωνία Πυρηνικών Δυνάμεων Μεσαίου Βεληνεκούς. Αυτό ανακοινώθηκε για πρώτη
φορά δια στόματος Πούτιν στο Μόναχο. Λίγο αργότερα, ο διοικητής των ρωσικών
στρατηγικών πυραυλικών δυνάμεων, στρατηγός Σολοφτσόφ, δήλωνε ότι η χώρα του
είναι έτοιμη να παράγει ξανά τέτοιους πυραύλους και ότι θα στοχεύσει με πυρηνικά
τις τοποθεσίες όπου οι Αμερικανοί έχουν εγκαταστήσει το αντιπυραυλικό τους σύστημα
στην ανατολική Ευρώπη (βλ. ΝΥΤ, 21/2). Οι προκλήσεις των Ρώσων κατέδειξαν πόσο
επιτακτική είναι για τους ευρωπαϊκούς λαούς η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής
συμβατικής και πυρηνικής άμυνας απέναντι στη ρωσική στρατιωτική επιθετικότητα.
Ο τσέχος υπουργός εξωτερικών Κάρελ Σβάρτσενμπεργκ επεσήμανε: «Έχουμε αρκετή
εμπειρία με τους Ρώσους. Πρέπει να τους κάνεις σαφές ότι δεν υποκύπτεις στον
εκβιασμό. Αν ενδώσεις μια φορά, μετά δεν υπαναχωρείς» (στο ίδιο).
Ουδεμία σχέση έχει αυτή η στάση με τη γλοιώδη υποχωρητικότητα που επέδειξε η
ηγεσία της αμερικάνικης υπερδύναμης. Για μια ακόμη φορά οι ιμπεριαλιστές των
ΗΠΑ πούλησαν τα κράτη και τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, που θέλουν ανεξαρτησία
απέναντι στο Κρεμλίνο και που βλέπουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ σαν το κύριο
μέσο για να τη διασφαλίσουν. Έπνιξαν λοιπόν τις αρχικές έντονες αντιδράσεις
τους και δεν παρέλειψαν να διαβεβαιώσουν τους Ρώσους, δια μέσω του εκπροσώπου
του Λευκού Οίκου Τ. Σνόου, ότι πάντα θα τους θεωρούν σημαντικούς συμμάχους.
Για να αποδείξουν μάλιστα τις «αγαθές τους προθέσεις», έφτασαν μέχρι το σημείο
να προτείνουν τη συνένωση του αμερικανικού με το ρωσικό βαλλιστικό σύστημα,
την ανταλλαγή ευαίσθητων στρατιωτικών μυστικών και τη δυνατότητα στο Κρεμλίνο
να επιθεωρεί τις στρατιωτικές βάσεις που σκοπεύουν να εγκαταστήσουν στην περιοχή
(βλ. ΝΥΤ, 21/4)! Εννοείται ότι οι ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές δε δέχτηκαν ούτε
αυτήν την υφεσιακή πρόταση, γιατί θέλουν πλήρη αφοπλισμό της ανατολικής Ευρώπης.
Η κρίση μπορεί να αποσοβήθηκε προσωρινά, αλλά ο ρώσικος νεοχιτλερισμός διατήρησε
και διεύρυνε περαιτέρω τις θέσεις του. Μ’ ένα αστραπιαίο ταξίδι στη Μέση Ανατολή
ο Πούτιν γοήτευσε τους μοναδικούς εναπομείναντες συμμάχους των Αμερικανών στην
περιοχή. Η Δύση απλά κοιτούσε ανίκανη να αντιδράσει στα τετελεσμένα. Κι η ατμόσφαιρα
στο Μόναχο θύμιζε αυτό ακριβώς το κλίμα λίγο πριν την έναρξη του Β΄ παγκόσμιου
πολέμου, όπου η Δύση παρακολουθούσε αμήχανα την προέλαση του ναζισμού χωρίς
να είναι σε θέση να κάνει κάτι για να τον σταματήσει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά
παρατήρησε ο εκδότης της γερμανικής εφημερίδας Die Zeit, Γιόζεφ Γιόφε: «Ελπίζω
οι ιστορικοί του μέλλοντος να μη διαπιστώσουν ότι ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος
ξέσπασε στην 43η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια».
(Σημ.: η ομιλία του Πούτιν διατίθεται ολόκληρη στην ηλεκτρονική σελίδα http://www.securityconference.de/konferenzen/rede.php?menu_2007=& menu_konferenzen=&sprache=en&id= 1 9&).