ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΚΗ ΠΛΕΥΡΗ

ΣΤΗΝ ΕΠΑΙΣΧΥΝΤΗ «ΜΙΣΗ ΔΙΚΗ» ΤΗΣ 11 /9 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΖΕ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΝΑΖΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΤΑΝ ΤΟΥΣ ΝΑΖΗΔΕΣ

Φαιοί και «κόκκινοι» χέρι-χέρι εμπόδισαν τους δημοκράτες να έρθουν στο δικαστήριο για να σπρώξουν το ΛΑΟΣ στη Βουλή

Όσοι μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη δίκη που ξεκίνησε στο β΄ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθήνας κατά του ναζιστή Κ. Πλεύρη –συγγραφέα του βρωμερού αντισημιτικού βιβλίου Εβραίοι: όλη η αλήθεια– για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια την πρώτη στην Ελλάδα δίκη ενός ναζιστή, ρατσιστή και αντισημίτη, σίγουρα βρέθηκαν προ εκπλήξεων. Αντί για δίκη του ναζιστή, βρέθηκαν να παρακολουθούν μια παρωδία δίκης, όπου οι κατήγοροι είχαν μετατραπεί από την έδρα σε κατηγορούμενους και οι ένοχοι σε δικαστές, μέσα σ’ ένα κλίμα ξένο για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα και ανάλογο εκείνου που επικρατούσε στη χιτλερική Γερμανία το ’36. Η πρόθεση του καθεστώτος ήταν πάνω απ’ όλα να μην καταδικαστεί ο Πλεύρης και να τρομοκρατηθούν οι αντίδικοί του.
Μία αναβολή θα ήταν ό,τι προτιμότερο για το καθεστώς, που ήθελε να αποφύγει δύο πράγματα: Το ένα ήταν να καταδικάσει τον Πλεύρη λίγες μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες ετοιμαζόταν να χώσει το κόμμα του, το φασιστικό ΛΑΟΣ, στη Βουλή. Όταν λέμε το «κόμμα του», εννοούμε εκείνο στο οποίο ο ίδιος ο ναζιστής υπήρξε ιδρυτικό μέλος, εκείνο στο οποίο ο γιος και συνήγορός του στη δίκη ήταν υποψήφιος βουλευτής (τελικά εκλέχτηκε) και εκείνο στο οποίο ένας από τους θαυμαστές του βιβλίου, ο Α. Γεωργιάδης, ήταν εκπρόσωπος Τύπου και επίσης υποψήφιος βουλευτής (ομοίως εκλέχτηκε). Το δεύτερο που ήθελε να αποφύγει το καθεστώς ήταν να αθωώσει το ναζιστή, και μάλιστα πάνω σ’ αυτές τις εκλογές, και έτσι να αφυπνίσει την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κοινή γνώμη, που δεν έχει ιδέα για το τι συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα. Έτσι επιλέχτηκε η εξής λύση: Έγινε μια πρώτη αναβολή στις 5 του Σεπτέμβρη μέσω της υπερβολικής παράτασης μιας άλλης ασήμαντης δίκης εκείνης της μέρας. Η νέα ημερομηνία που ορίστηκε από το δικαστήριο ήταν η 11η του Σεπτέμβρη. Εκείνη τη μέρα η δίκη άρχισε και διεξήχθη κατά ένα μέρος, αλλά η διαδικασία μεθοδεύτηκε, ώστε να διακοπεί ξανά και να μη βγει απόφαση πριν τις εκλογές. Το αποτέλεσμα ήταν η αναβολή για τις 3 Δεκέμβρη, ημερομηνία κατά την οποία η δίκη θα ξεκινήσει από την αρχή με άλλη σύνθεση δικαστηρίου. Αυτή η μισή δίκη είναι ανατριχιαστική και χωρίς άλλο αυτή η ανατριχίλα που πνίγηκε -όσο είναι δυνατό- στην Ελλάδα δε θα μείνει κρυφή στο εξωτερικό.
Η ΟΑΚΚΕ και η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία –πάνω στο υπόμνημα της οποίας στηρίχτηκε το κατηγορητήριο και της οποίας τρία μέλη ήταν οι βασικοί μάρτυρες κατηγορίας– παραβρέθηκαν στη δίκη έχοντας προηγούμενα κάνει πλατύ κάλεσμα συμμετοχής, το οποίο σαμποταρίστηκε από όλα τα πολιτικά κόμματα και όλη την κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική “Αριστερά” με την εξαίρεση μιας αντιπροσωπίας του Τέρμιναλ 119 από τη Θεσσαλονίκη και λίγων, μετρημένων στα δάχτυλα, ανεξάρτητων αριστερών και δημοκρατών. Απέναντι στους δημοκράτες ήταν οι ναζιστές, που αρχικά ήταν παρατεταγμένοι στο προαύλιο φορώντας ανάλογες στολές, και σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό.
Απ’ την πρώτη στιγμή φάνηκαν οι πραγματικές προθέσεις της έδρας. Κύριο μέλημα του εισαγγελέα Λαζαράκου ήταν η φίμωση της πολιτικής αγωγής. Αυτό το κατάφερε με το εξής πρόσχημα: Ισχυρίστηκε ότι οι θιγόμενοι –εκπρόσωποι του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου που είχαν κάνει τη μήνυση– δε χρειάζονται υπεράσπιση, γιατί το βιβλίο του Πλεύρη αναφέρεται σε Εβραίους γενικά και όχι σε συγκεκριμένα πρόσωπα, και αφού το αδίκημα διώκεται αυτεπάγγελτα δε χρειάζεται οι όποιοι θιγόμενοι να έχουν συνηγόρους πολιτικής αγωγής, αλλά πρέπει να περιοριστούν στην κρατική προστασία, δηλαδή τον εισαγγελέα. Η απάντηση της πολιτικής αγωγής ήταν ότι οι αρχές δεν ανέλαβαν τη δίωξη του ναζιστή για να κάνουν δυσκολότερη τη θέση των θιγομένων προσώπων, αλλά για να την ελαφρώσουν, και η απουσία της πολιτικής αγωγής θα δυσχέραινε τη θέση τους. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για να αποφασίσει και, όταν επέστρεψε, ανακοίνωσε ότι κάνει δεκτή την πρόταση του εισαγγελέα, οπότε απέβαλε τους υπερασπιστές των θυμάτων της ρατσιστικής βίας!!! Έτσι οι μάρτυρες κατηγορίας έμειναν μόνοι τους απέναντι σε έναν εισαγγελέα που λειτουργούσε ως δικηγόρος του Πλεύρη και μια πρόεδρο που έκανε ό,τι μπορούσε για να μειώσει τη δύναμη των μαρτύρων και το κατηγορητήριο.
Πρώτη κλήθηκε για να εξεταστεί η σ. Άννα Στάη, ηγετικό στέλεχος της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας. Πρόκειται για μια εξέταση που κράτησε πάνω από 1,5 ώρα και θα μπορούσε σωστότερα να περιγραφεί ως ανάκριση. Η πρώτη ερώτηση που απηύθυνε η πρόεδρος προς τη μάρτυρα ήταν: «Ποιο είναι το θρήσκευμά σας;» Μετά ανέλαβε την εξέταση ο εισαγγελέας, ο οποίος, για να αποδείξει ότι το λιβελλογράφημα του ναζιστή δεν είναι ποινικά κολάσιμο, πίεσε τη μάρτυρα να αποφανθεί για την «επιστημονικότητά του», συμπληρώνοντας ότι για τα ιστορικά γεγονότα όπως το Ολοκαύτωμα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Βέβαια η ίδια επέμεινε σταθερά ότι αυτό το βιβλίο δεν είχε καμιά επιστημονικότητα. Ο εισαγγελέας επιτέθηκε στη μάρτυρα για το ότι δεν είχε τις γραμματικές γνώσεις (απόφοιτος των ΤΕΙ) που θα επαρκούσαν για να κρίνουν ένα «σοβαρό επιστημονικό ιστορικό σύγγραμμα» όπως το έκτρωμα του ναζιστή. Αυτό που επίσης προσπαθούσαν να καταρρίψουν ο εισαγγελέας, αλλά και η πρόεδρος, ήταν η θεμελίωση του ενός σκέλους του κατηγορητηρίου, δηλαδή προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι δεν μπορεί με το βιβλίο του ο Πλεύρης να προτρέψει τον κόσμο να ασκήσει ρατσιστική βία κατά των Εβραίων και ρωτούσαν συνέχεια το ίδιο πράγμα, προκειμένου να αναγκάσουν τη συντρόφισσα να κάνει λάθος και να αναγνωρίσει το «αβάσιμο» της κατηγορίας. Η συντρόφισσα Στάη, παρά τη διαρκή, επίμονη και συντονισμένη πίεση του εισαγγελέα και της προέδρου, πίεση που κάθε τόσο επιδοκιμάζονταν με φωνές και γέλια από τους ναζιστές, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της αίθουσας, επέμενε σθεναρά, με διαύγεια, αλλά και με πάθος να καταγγέλλει το βιβλίο, το συγγραφέα και τους ναζιστές και να αποδεικνύει με στοιχεία ότι ολόκληρο το βιβλίο ήταν μια προτροπή σε ρατσιστική εξόντωση. Σε όλη τη διαδικασία ο εισαγγελέας προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να λέει ό,τι θέλει για οτιδήποτε και κανείς δεν πρέπει να του επιβάλλει τι θα λέει. Ανάμεσα στα άλλα, η συντρόφισσα του απάντησε ότι αυτό δεν ισχύει σε κάθε περίπτωση, όπως για παράδειγμα δεν επιτρέπεται στους παιδεραστές να προπαγανδίζουν την παιδεραστία. Ο εισαγγελέας έφτασε να πει ότι και η άρνηση ότι υπήρξε Ολοκαύτωμα ήταν μια άποψη ανάμεσα σε άλλες και ότι τώρα όλα αυτά τα ζητήματα συζητιούνται.
Η σθεναρή στάση της συντρόφισσας σε όλη αυτήν την επίπονη διαδικασία έκανε τον εισαγγελέα να την απειλήσει κάποια στιγμή με άσκηση βίας: «Δε θα σας ανεχτούμε άλλο. Θα διατάξω τη σύλληψή σας και τη μεταφορά σας στο κρατητήριο!», για να λάβει από αυτήν την αποστομωτική απάντηση: «Θα είναι τιμή μου να συλληφθώ επειδή παλεύω ενάντια στους ναζιστές». Από εκείνη τη στιγμή και πέρα ο εισαγγελέας έχασε το αλαζονικό και επιθετικό του ύφος και περιορίστηκε σε μικροεπεμβάσεις.
Μετά την εξέταση από τον εισαγγελέα και την πρόεδρο ανέλαβαν ο συνήγορος και γιος του ναζιστή Θ. Πλεύρης και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, που θέλησαν να αποδείξουν ότι ρατσιστές δεν είναι οι ίδιοι, αλλά οι Εβραίοι. Άρχισαν να «ανακρίνουν» την Α. Στάη, με τον κατηγορούμενο να κινείται ελεύθερα σε όλο το χώρο, λες και ήταν δικός του, και να φτάνει στο σημείο σχεδόν να ακουμπά τη μάρτυρα απευθυνόμενος προς αυτήν με επιτακτικό ύφος. Εκείνη δεν του απευθύνθηκε ποτέ απευθείας, αλλά σε τρίτο πρόσωπο, ως κατηγορούμενο ή και ως Πλεύρη, οπότε αυτός αξίωσε να τον λέει κύριο. Η σ. του είπε: «Μάλιστα, κύριε ναζιστά». Σε κάποιο σημείο της διαδικασίας η πρόεδρος απέβαλε από την αίθουσα δύο συντρόφους που δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν το γέλιο τους, όταν άκουσαν το γιο του Πλεύρη να αυτοαποκαλείται αγωνιστής κατά του ρατσισμού. Την ίδια στιγμή και σε όλη τη δίκη άφηνε το ναζιστικό ακροατήριο να θορυβεί ελεύθερα, να καγχάζει και να χλευάζει τους μάρτυρες, μέχρι και να παρακωλύει τη διεξαγωγή της δίκης ανοιγοκλείνοντας τα φώτα στην αίθουσα.
Στη συνέχεια το δικαστήριο κάλεσε τη δεύτερη μάρτυρα, σ. Ρένα Κούτελου. Η συντρόφισσα, που είναι δικηγόρος, απέδειξε με ακόμα περισσότερα νομικά και πολιτικά επιχειρήματα την ενοχή του Πλεύρη, και μάλιστα ανέδειξε την ευρωπαϊκή διάσταση της νομολογίας κατά του ρατσισμού, αντιστρέφοντας την πίεση και κατευθύνοντάς την στον εισαγγελέα. Στη διάρκεια της εξέτασης-«ανάκρισης» της συντρόφισσας ο εισαγγελέας διάβασε ένα κομμάτι του βιβλίου του Πλεύρη, στο οποίο αυτός, ενάντια στο γράμμα και στο πνεύμα όλου του υπόλοιπου βιβλίου του, έγραφε επίτηδες ότι δεν έχει τίποτα με τους Εβραίους και ρώτησε τη μάρτυρα τι έχει να πει γι’ αυτό. Εκείνη του απάντησε ότι αυτό το απόσπασμα έχει ένα στόχο: να χρησιμοποιείται ως ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο, όπως ακριβώς το χρησιμοποίησε εκείνη τη στιγμή ο εισαγγελέας.
Κάποια στιγμή ο εισαγγελέας αναγκάστηκε να ομολογήσει ανοιχτά τις συμπάθειές του λέγοντας ειρωνικά ότι όλοι θέλουν να μιλάνε, ακόμα και ανώμαλοι και ναρκομανείς, και μόνο του Πλεύρη θέλουν να κλείσουν το στόμα…! Πραγματικά, το τι είπε αυτός ο εισαγγελέας είναι ασύλληπτο για μια ευρωπαϊκή χώρα 60 χρόνια μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, και θα έχουμε μια άλλη ευκαιρία να αναφερθούμε πιο διεξοδικά σε αυτά τα αποσπάσματα. Το θράσος του βέβαια δεν είναι τυχαίο. Ξέρει καλά την πολιτική και ιδεολογική ατμόσφαιρα της χώρας. Εκείνο που δεν έχει αντιληφθεί είναι ότι οι δημοκράτες δεν είναι νεκροί επειδή φαίνονται νεκροί, ούτε επίσης έχει αντιληφθεί ότι ζει σε μια χώρα της ακόμα δημοκρατικής Ευρώπης.
Η καθεστωτική ψευτοαριστερά και ο ψευτοαναρχισμός φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτά τα αίσχη, γιατί αυτοί μπλόκαραν το πιο αντιφασιστικό κοινό. Εννοείται ότι κανένα κανάλι δεν ενημέρωσε το δημοκρατικό λαό γι’ αυτό το ιστορικό γεγονός και υπήρξαν ελάχιστα άρθρα στις εφημερίδες, με πιο καλό ένα άρθρο του Τ. Καμπύλη στον Ελ. Τύπο πριν τη δίκη, ενώ υπήρξαν και κάποιες καλές ανταποκρίσεις για τους «άθλους» του εισαγγελέα μετά τη δίκη, και ιδιαίτερα η ανταπόκριση στα Νέα. Το μεγάλο σκάνδαλο είναι ότι κανένα από τα ψευτοαριστερά κόμματα δεν έκανε ζήτημα τη δίκη –ούτε καν αναφορά σε αυτήν- ούτε κάλεσε τον κόσμο του να παραβρεθεί εκεί και να απαιτήσει την καταδίκη των ναζί. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται η δημαγωγία αυτών των σοσιαλφασιστών. Στόχος των παραπάνω κομμάτων δεν είναι καθόλου η πάλη κατά του ναζισμού, αλλά η πάλη για το δυνάμωμα και την εκπροσώπησή του στη Βουλή. Γιατί αν αυτοί λίγο είχαν κουνήσει το χέρι τους, σήμερα το ΛΑΟΣ δε θα είχε στρογγυλοκαθίσει στα έδρανα του κοινοβουλίου με 10 βουλευτές, που οι περισσότεροι από αυτούς είναι ναζιστές και φασίστες. Αν ο πολύς κόσμος γνώριζε τι έγραφε ο Πλεύρης στο βιβλίο του και ότι βασικοί υποψήφιοι του ΛΑΟΣ στις βουλευτικές εκλογές ήταν ο γιος και συνήγορός του, καθώς και οι μάρτυρες υπεράσπισής του Φιδέλης και Ναξάκης, ή αν γνώριζε ότι ο θορυβώδης εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος και νυν βουλευτής Άδωνις Γεωργιάδης εκθείαζε πρόσφατα το εν λόγω «σύγγραμμα», τότε η πεντακομματική βουλή δε θα ήταν πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, τα ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ-ΛΑΟΣ καθώς και οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων ανήκουν στο ίδιο πολιτικο-ιδεολογικό μέτωπο: το φαιοκόκκινο μέτωπο του ναζισμού, του αντισημιτισμού και του ακροδεξιού αντιδυτικισμού και όλοι –με τον ένα ή τον άλλον τρόπο– επιδιώκουν την πρόσδεση της χώρας μας στο ρωσικό νεοναζιστικό άρμα. Η αποκάλυψη και αντιμετώπισή του είναι προϋπόθεση για την αναχαίτιση του ανερχόμενου ναζισμού.
Όλοι οι αντιφασίστες και οι δημοκράτες πρέπει να έρθουν στις 3 του Δεκέμβρη στο δικαστήριο, για να υπερασπιστούν τη δημοκρατία σ’ αυτόν τον τόπο και να απαιτήσουν την παραδειγματική τιμωρία των ναζιστικών καθαρμάτων.