ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΡΚΚ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΟ Β. ΙΡΑΚ

Η ένταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην περιοχή των τουρκο-ιρακινών συνόρων είναι μία ακόμα ένδειξη της επέλασης των δυνάμεων του νεοναζιστικού ρωσο-κινεζικού άξονα στο χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Ως πρωταγωνιστές αυτής της σύγκρουσης εμφανίζονται η τουρκική κυβέρνηση του Ερντογάν, από τη μία, και το ΡΚΚ, από την άλλη.
Το ΡΚΚ είναι μια σοσιαλφασιστική ένοπλη οργάνωση, που με την καθοδήγηση της Μόσχας και με ορμητήριο τη Συρία είχε ξεκινήσει το ένοπλο αντάρτικο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 για το διαμελισμό της Τουρκίας. Υπήρξε η μάστιγα των αγροτών στις περιοχές όπου έδρασε, καθώς διέπραξε ουκ ολίγες δολοφονίες και βασανισμούς αμάχων. Στα 1999 οι Ρώσοι αποφάσισαν να παραδώσουν τον ηγέτη του ΡΚΚ Α. Οτσαλάν στις τουρκικές αρχές και το αντάρτικο σταμάτησε. Αυτό το έκαναν για να εξασφαλίσουν μια καλή πολιτική σχέση με την Τουρκία, η οποία θα τους επέτρεπε να προωθήσουν στην εξουσία τον φιλικό τους Ερντογάν. Τότε η επίσης φιλορώσικη Συρία έδιωξε το επιτελείο του ΡΚΚ από τα εδάφη της, οπότε αυτό βρήκε ασφαλές καταφύγιο στο βόρειο Ιράκ, που είχε στο μεταξύ μετατραπεί σε ένα ημιαυτόνομο κουρδικό κράτος ύστερα από τις αμερικανικές επεμβάσεις κατά του Σαντάμ Χουσεΐν.
Δύο είναι οι δυνάμεις που ελέγχουν αυτή τη στιγμή το ιρακινό Κουρδιστάν: Το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΚΚ) του Μασούντ Μπαρζανί και η Πατριωτική Ένωση του Τζαλάλ Ταλαμπανί. Ο πρώτος είναι ο φιλοδυτικός εθνικός ηγέτης του κουρδικού δημοκρατικού κινήματος και σήμερα τελεί πρόεδρος της κουρδικής ημιαυτόνομης περιοχής. Είναι φίλος της Τουρκίας και στο παρελθόν έχει βοηθήσει τον τουρκικό στρατό να εισέλθει στα εδάφη του και να κυνηγήσει τους σοσιαλφασίστες του ΡΚΚ. Ο δεύτερος –σήμερα πρόεδρος του ιρακινού κράτους– δεν έχει κρύψει ποτέ τους δεσμούς του με την Τεχεράνη. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή του Σαντάμ, και έτσι εξηγείται η παροδική συμμαχία του με τους Αμερικανούς.
Στο μεταξύ στην Τουρκία είχε αναρριχηθεί στην εξουσία ο Ερντογάν και δυνάμωσε τις θέσεις του ο σοβινοφασισμός του Μπαχτσελί (“Γκρίζοι Λύκοι”), που είναι επίσης αντιδυτικός και φιλορώσικος (βλ. προηγούμενο φύλλο της Ν.Α.). Το Σεπτέμβρη του 2006 το ΡΚΚ έσπασε την εκεχειρία που είχε κηρύξει για χρόνια και ξανάρχισε τις επιθέσεις του, που κλιμακώθηκαν ένα χρόνο αργότερα. Αυτό έγινε αφού η νέα εξουσία είχε σταθεροποιηθεί. Ο στόχος του νέου κύματος βίας του ΡΚΚ ήταν προβοκατόρικος: να στραφεί η Τουρκία ενάντια στους δυτικόφιλους Κούρδους του βόρειου Ιράκ και ταυτόχρονα να δυναμώσει ο αντιαμερικανισμός μέσα στην ίδια την Τουρκία. Στις 29 του φετινού Σεπτέμβρη οι ένοπλοι του ΡΚΚ έστησαν ενέδρα στο διαμέρισμα Μπεϊτουσεμπάπ του Σιρνάκ και άνοιξαν πυρ κατά λεωφορείου σκοτώνοντας 13 πολίτες, εκ των οποίων οι 5 εργάτες, ένα παιδί και 7 μέλη της φρουράς του χωριού. Στις αρχές Οκτώβρη σκότωσαν 13 τούρκους στρατιώτες κοντά στα ιρακινά σύνορα. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι στην τούρκικη κοινή γνώμη, που ήδη δουλευόταν καλά από τους ισλαμοφασίστες και τους σοβινοφασίστες. Στις 17 Οκτώβρη η τουρκική εθνοσυνέλευση εξουσιοδοτούσε το στρατό να εισβάλει στο βόρειο ιρακινό έδαφος για να κυνηγήσει τους αποσχιστές μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Αυτό η τουρκική ηγεσία θα το έκανε, και μάλιστα από πιο νωρίς, εάν δεν τη σταματούσε η αμερικανική κυβέρνηση, που στο μεταξύ είχε έρθει σε πολύ δύσκολη θέση.
Το πρόβλημα με την εισβολή είναι ότι θα πυροδοτούσε νέα εστία έντασης μέσα στο Ιράκ, καθώς οι Κούρδοι θα θεωρούσαν τους Τούρκους καταχτητές και παράλληλα τους αμερικάνους υπεύθυνους γιατί δε συγκράτησαν την Τουρκία. Αυτή η δύσκολη θέση για τους κούρδους πατριώτες του Μπαρζανί θα είχε αποφευχθεί, αν αυτοί είχαν έγκαιρα καταγγείλει το ΡΚΚ στο λαό τους ως προβοκατόρικο και μη δημοκρατικό κόμμα, όπως έκαναν παλιότερα. Αλλά τώρα δεν τόλμησαν να το κάνουν εμποδισμένοι από τον Ταλαμπανί, που φρόντισε από νωρίς να ξεσηκώσει τον κουρδικό εθνικισμό υπέρ του ΡΚΚ και κατά της Τουρκίας. Επίσης οι δεσμοί των κουρδικών πληθυσμών και στις δύο πλευρές των συνόρων καλλιεργήθηκαν σταδιακά στα χρόνια της δικτατορίας του Σαντάμ, όταν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδοι βρήκαν καταφύγιο στα κουρδικά χωριά της Τουρκίας (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 19/10).
Έτσι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε διπλωματική θέση ματ. Γιατί, αν ξεσπάσει πόλεμος Τουρκίας-Βόρειου Ιράκ, αυτοί θα πρέπει να πάρουν θέση, και τότε ή θα χάσουν την Τουρκία από σύμμαχο ή θα χάσουν τους Κούρδους, που αποτελούν και τους μόνους ουσιαστικούς φίλους που έχουν μέσα στο Ιράκ. Η επιρροή του ισλαμοφασισμού θα δυναμώσει κατακόρυφα στο Ιράκ και σε όλη τη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό οι Αμερικανοί, έντρομοι και λαχανιασμένοι, στέλνουν τη Ράις και λένε στους Τούρκους: «Μην εισβάλετε, αφήστε μας να πείσουμε τους Κούρδους του Ιράκ να αντιμετωπίσουν εκείνοι τη δουλειά». Η κουρδική περιφερειακή κυβέρνηση του Μπαρζανί καταδίκασε τη δράση του ΡΚΚ, όμως πιεσμένη από τον Ταλαμπανί δεν μπορεί να επιτρέψει τώρα δα μια τουρκική εκκαθαριστική επιχείρηση στο έδαφός της, γιατί αυτό θα την απομόνωνε στα μάτια του πληθυσμού και θα ενίσχυε τους δεσμούς τους με τους φασίστες του ΡΚΚ και τον Ταλαμπανί. Γι’ αυτό λέει στους Τούρκους ότι κατανοεί τις ανησυχίες τους, αλλά δηλώνει ότι σε περίπτωση εισβολής θα αντισταθεί. Ο Μπαρζανί δεν είναι κανένας επαναστάτης διαπαιδαγωγημένος στο πνεύμα του διεθνισμού, έτσι ώστε να αποκαλύπτει αμέσως και να απομονώνει μέσα στις μάζες τους εθνοφασίστες ομοεθνείς του, αλλά ένας εθνικιστής. Έτσι επιτυγχάνεται η ισχυροποίηση των δυνάμεων του νεοναζιστικού άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης και αδυνατίζουν οι αντίπαλοί τους.
Αναγνωρίζοντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται, η αμερικανική κυβέρνηση κάνει τα αδύνατα δυνατά για να πείσει τους Τούρκους να αποφύγουν τη μονομερή στρατιωτική οδό. Όμως η δουλειά των ισλαμοφασιστών Ερντογάν και Γκιούλ, που στρογγυλοκάθισαν πια στην ηγεσία του τουρκικού κράτους, δεν ήταν να αμβλύνουν τις κουρδο-αμερικανικές και τις τουρκο-αμερικανικές αντιθέσεις, αλλά ακριβώς να τις οξύνουν. Μόνο έτσι μπορούν να εξουδετερώσουν τη στρατηγική των κεμαλιστών, που παραμένουν δυτικόφιλοι παρά τη μυωπία της Δύσης, που είναι ερωτευμένη με τον Ερντογάν μόνο και μόνο γιατί αυτός προσποιείται το μετριοπαθή ισλαμοδημοκράτη. Όμως οι Ερντογάν-Γκιουλ, παρά τις επανειλημμένες κινήσεις τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Βαγδάτης για ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης, προτάσσουν διαρκώς την απειλή της εισβολής. Κύριος στόχος τους φαίνεται πως είναι σ’ αυτή τη φάση το προβοκάρισμα των κεμαλιστών στρατηγών, δηλαδή να τους στρέψουν όλο και περισσότερο ενάντια στη Δύση και τους Κούρδους, ενώ ο δευτερεύων στόχος τους είναι να απομονώσουν τον Μπαρζανί μέσα στις κουρδικές μάζες. Στο μεταξύ ο Ερντογάν έντεχνα αρνείται κάθε απευθείας επαφή με την κουρδική ηγεσία, λέγοντας ότι αυτό θα σήμαινε ότι αναγνωρίζει το ιρακινό Κουρδιστάν ως ανεξάρτητη οντότητα, πράγμα που υποτίθεται ότι θα βοηθούσε τις αποσχιστικές τάσεις του τουρκικού Κουρδιστάν. Όμως αυτή η δικαιολογία δε στέκει, αφού η γραμμή Μπαρζανί είναι αντιΡΚΚ και αντίθετη με το μεγάλο Κουρδιστάν. Το μόνο που κάνει με αυτήν την άρνηση ο Ερντογάν είναι να υπονομεύει παραπέρα τη θέση του Μπαρζανί μέσα στους Κούρδους και να παραδίνει το Βόρειο Κουρδιστάν στην πολιτική ηγεμονία της κυβέρνησης της Βαγδάτης, που είναι σήμερα φιλο-ιρανική. Είναι φυσικό που κάτω από αυτές τις συνθήκες οι συναντήσεις των τούρκων ηγετών με τους ιρακινούς αξιωματούχους δεν έχει αποτελέσματα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η τουρκική πλευρά απορρίπτει τα σχέδια του Ιράκ για τη σύγκρουση με το ΡΚΚ απαιτώντας τώρα την παράδοση 150 εκ των ηγετών τους! Μάλιστα προσπαθεί τώρα να πιέσει τις ΗΠΑ για πιο σκληρή στάση απέναντι στον Μπαρζανί.
Την ίδια στιγμή το ΡΚΚ συνέχιζε τις επιθέσεις του συσπειρώνοντας το τουρκικό έθνος στη γραμμή Ερντογάν. Στα τέλη Οκτώβρη σε μια πολύνεκρη επίθεση οι ΡΚΚάδες σκότωσαν 12 τούρκους στρατιώτες και απήγαγαν 8. Λίγες ημέρες αργότερα η Άγκυρα ανακοίνωνε τη λήψη «ταυτόχρονων στρατιωτικών, πολιτικών, διπλωματικών και οικονομικών μέτρων» ενάντια στο ΡΚΚ, αλλά και «τους συνεργάτες του, όσους το βοηθούν και το καλύπτουν» (Μοντ, 2/11), εννοώντας μ’ αυτό τον Μ. Μπαρζανί. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, εμπάργκο στο Β. Ιράκ και ακήρυκτο πόλεμο με τους Κούρδους του Ιράκ. Το ασφυκτικό δίλημμα των ΗΠΑ, που χάνουν θέσεις παντού, δυναμώνει: Είτε θα συμβάλουν στην απομόνωση των τελευταίων φίλων τους στο Ιράκ είτε θα τα χαλάσουν οριστικά με τη στρατηγική χώρα-κλειδί που λέγεται Τουρκία. Και οι δύο περιπτώσεις οδηγούν στην τρομακτική πολιτική ισχυροποίηση του νεοναζιστικού άξονα σε όλη τη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια.
Δουλεύοντας πάνω απ’ όλα για την απορρόφηση της Τουρκίας από το νεοναζιστικό άξονα, οι ιρανοί ισλαμοφασίστες τελευταία εμφανίζονται ως φανατικοί πολέμιοι της κουρδικής απόσχισης. Στο ιρανικό έδαφος δρα ένα παρακλάδι του ΡΚΚ με την επωνυμία «Κόμμα για την Ελεύθερη Ζωή στο Κουρδιστάν» (PJAK), που το τελευταίο διάστημα έχει εντείνει τη δράση του δίνοντας την ευκαιρία στους Ιρανούς να βομβαρδίσουν εδάφη του Β. Ιράκ. Το ΡΚΚ και το PJAK διατηρούν στενούς δεσμούς, τόσο στενούς, ώστε να μοιράζονται την ηγεσία, τα οικονομικά, τους ίδιους στόχους και κυρίως την αφοσίωσή τους στον Οτσαλάν (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 23/10). Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για κοινή προβοκάτσια Ρωσίας-Τεχεράνης, η οποία χρησιμοποιεί τη δράση του PJAK και τις ομολογημένες συναντήσεις του με αμερικανούς αξιωματούχους για να πει ότι οι ΗΠΑ και ο Μπαρζανί στηρίζουν το ΡΚΚ. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ΡΚΚ και PJAK είναι ότι ο Ερντογάν μπορεί να ενώνει παραπέρα την Τουρκία και το Ιράν στο όνομα του κοινού εχθρού, που είναι οι ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα δε γνωρίζουμε μέχρι σήμερα καμιά επίσημη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και PJAK, ενώ, όπως αποκάλυψε ο ιρανός βουλευτής Τζαλάλ Τζαλιλιζαντέχ, η πολιτική του κόμματος αυτού όταν δολοφονεί κρατικούς αξιωματούχους είναι να ξεχωρίζει τους ισλαμοναζήδες Φρουρούς της Επανάστασης (ανθρώπους του Αχμαντινεζάντ) από τους άλλους εκπροσώπους του καθεστώτος και να τους αφήνει ανέγγιχτους (στο ίδιο). Έτσι μια νέα άνθιση των ιρανο-τουρκικών σχέσεων αρχίζει να διαφαίνεται.
Για να γίνει ακόμα πιο αποτελεσματική η ένταξη της Τουρκίας στον αντιδυτικό άξονα, οι κλιντονικοί μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ προέβησαν στην εμπρηστική ενέργεια να περάσουν πάνω στη μεγάλη αυτή κρίση μια θέση στο Κογκρέσο που χαρακτήριζε τη σφαγή των Αρμενίων από τους Νεότουρκους στα 1915 «γενοκτονία». Λίγο αργότερα, βέβαια, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δήλωνε πως δεν υιοθετούσε την παραπάνω θέση και πολλοί βουλευτές υπαναχώρησαν, όμως αυτό δεν εμπόδισε την τουρκική βουλή να ταχθεί υπέρ της αποστολής στρατευμάτων και τα κόμματα, με πρώτο εκείνο του Ερντογάν, να διεγείρουν τον αντιαμερικανισμό των τουρκικών μαζών, όπως ακριβώς ο πρύτανης όλων των ρώσων πρακτόρων Α. Παπανδρέου πριν από 20 χρόνια δυνάμωνε στο έπακρο τον ελληνικό αντιαμερικανισμό και εθνικισμό, για να σύρει τη χώρα μας στο άρμα των αφεντικών του.

Εάν αυτή η πορεία του άξονα στην Τουρκία δεν ανακοπεί, τότε η Μέση Ανατολή κινδυνεύει να μετατραπεί γρήγορα σε μια απέραντη βάση ισλαμοφασισμού, ενώ τα Βαλκάνια και η ΕΕ θα δοκιμάσουν για τα καλά τι σημαίνει ενεργειακός αποκλεισμός και εκβιασμός. Για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο, θα πρέπει πριν απ’ όλα να αναπτυχθούν εκείνες οι λαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις μέσα στο Ιράκ και την Τουρκία που θα ξεσκεπάσουν την προβοκατόρικη πολιτική του Ερντογάν και θα στρέψουν τον τούρκικο και τον κουρδικό λαό του Ιράκ ενάντια στους σοσιαλφασίστες προβοκάτορες. Οι πιο ακατάλληλοι άνθρωποι για να διευκολύνουν μια τέτοια πολιτική είναι οι αμερικάνοι υπερεπεμβασίες ηγεμονιστές και οι θλιβεροί ευρωπαίοι μονοπωλιστές, που γλοιωδώς παραδίνουν στο Κρεμλίνο τριτοκοσμικές σάρκες, προκειμένου να έχουν ησυχία για τις δουλειές τους. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι λαοί της ρώσικης βασανισμένης περιμέτρου, τα θύματα του ισλαμοφασισμού στο μουσουλμανικό κόσμο και πάνω απ’ όλους οι κινέζοι εργάτες και φτωχοί αγρότες. Γιατί φαίνεται πως οι σαπισμένοι ως το μεδούλι και ζαλισμένοι δυτικοί μονοπωλιστές θα αντισταθούν μόνο την ώρα ή λίγο πριν από την ώρα που οι Τσάροι θα μπουν με τα τανκς τους στις έρημες καγκελαρίες και τα θησαυροφυλάκια τους.