Ο Παπούλιας, η Παπαρήγα και τα ψευτο-κομμουνιστικά κόμματα, ή πώς ξεσαλώνει ένας γεροπράκτορας
Με την έλευση του νέου έτους οι πολιτικοί αρχηγοί και άλλοι
εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων επισκέφτηκαν το προεδρικό μέγαρο για
να ανταλλάξουν ευχές με τον αρχηγό του κράτους. Εντύπωση προκάλεσε φέτος το
γεγονός ότι η μόνη συνομιλία που παρατηρήθηκε να έχει κάποιο πολιτικό περιεχόμενο
ήταν η συνομιλία Παπούλια-Παπαρήγα. Η Παπαρήγα ενημέρωσε τον Παπούλια για κάποια
διεθνή συνδιάσκεψη που θα διοργάνωνε το κόμμα της και εκείνος απάντησε πως είχε
ήδη ενημερωθεί σχετικά (το διάβασε στο Ριζοσπάστη). Λίγες μέρες αργότερα, στις
5 Γενάρη, αντιπροσωπεία 11 «Κ»Κ της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής,
που ήρθαν στη χώρα μας για να συμμετάσχουν στη διεθνή αυτή συνάντηση, θα γίνονταν
δεκτά από τον Παπούλια στο προεδρικό μέγαρο μέσα σ’ ένα ιδιαίτερα θερμό κλίμα.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας –ο εκλεγμένος απ’ όλα τα κόμματα
του κοινοβουλίου– πρόσφερε απλόχερα επίσημη κρατική κάλυψη στη διεθνή σύναξη
των ρωσόδουλων σοσιαλφασιστών, διαψεύδοντας όσους πίστευαν μέχρι σήμερα ότι
τα κατεξοχήν κόμματα του βαθιού κράτους στην Ελλάδα είναι τα δύο μεγάλα. Ως
εκ τούτου, ο γηραιός αυτός πιστός πράκτορας της ρώσικης πολιτικής δεν παρέλειψε
να συγχαρεί την Παπαρήγα «γι’ αυτήν την ωραία πρωτοβουλία να συγκεντρώσει εδώ
στην Αθήνα εκπροσώπους Κομμουνιστικών Κομμάτων, κομμάτων δηλαδή προοδευτικών,
που αγωνίζονται για την ειρήνη και για τις κοινωνικές κατακτήσεις των λαών τους».
Στη συνέχεια έκανε γνωστή την επίσημη θέση του ελληνικού κράτους στα ζητήματα
που αφορούν την περιοχή μας, μια θέση που διαπνέεται από ένα βαθύ αντιαμερικανικό
και αντι-ισραηλινό (αντισημιτικό) αίσθημα, αφού υποδεικνύει τις δύο αυτές δυνάμεις
ως τον κύριο εχθρό για το λαό και τους λαούς της περιοχής:
«Γνωρίζω», είπε, «ότι τα κόμματά σας έχουν μεγάλη επιρροή στους λαούς των χωρών
σας. Και είστε στις πρωτοπορίες των αγώνων που κάνουν οι λαοί σας για δικαιοσύνη,
ειρήνη, για δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, ενώ αγωνίζεστε ιδιαίτερα εναντίον
εκείνων που θέλουν να επέμβουν για να εξυπηρετήσουν δικά τους στρατηγικά συμφέροντα
σε μια περιοχή πολύ ευαίσθητη, δικιά μας περιοχή, γιατί και η Ελλάδα ανήκει
σ’ αυτήν την περιοχή.
Ο αγώνας είναι δύσκολος και διαρκής. Από την εποχή που ήμουν υπουργός Εξωτερικών,
πριν από 20 χρόνια, δεν έχει επιτευχθεί μια σημαντική πρόοδος στα ανοιχτά θέματα
της περιοχής. Άρα και για τον καινούριο χρόνο ο αγώνας σας είναι απαραίτητος
και θα πρέπει να ενδυναμωθεί. Πρέπει να χαλυβδωθεί η θέληση των λαών μας για
ειρήνη και για κοινωνική δικαιοσύνη.
Εύχομαι σε όλους σας δύναμη για τον καινούριο χρόνο και επιτυχίες, όσες δεν
πετύχαμε τα περασμένα χρόνια.
Θέλω να συγχαρώ, ακόμα μια φορά, την κα Παπαρήγα, για τη δημιουργική και ωραία
ιδέα που είχε, να βρεθούμε σήμερα εδώ μαζί στο Προεδρικό Μέγαρο» (Ριζοσπάστης,
8/1).
Με τη σειρά της η αρχηγός του πιο συμπαγούς ρωσικού πρακτορείου στην Ελλάδα
ανταπέδωσε τις φιλοφρονήσεις λέγοντας, μεταξύ άλλων:
«Να σας ευχαριστήσω που μας δεχτήκατε, και πρέπει να πω προς τους προσκαλεσμένους
μας ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει μία ευαίσθητη χορδή στα θέματα της περιοχής,
όχι μόνο λόγω των εμπειριών που έχει ζήσει. Και ακριβώς η επίσκεψή μας γίνεται
σε έναν άνθρωπο που ξέρουμε ότι μπορεί να μας ακούσει και να ευαισθητοποιηθεί».
Πραγματικά, αυτός ο διακομματικός πρόεδρος έχει μακρύ ιστορικό ευαισθησίας:
υπερασπίστηκε το δικτάτορα Γιαρουζέλσκι, το δικτάτορα Ζίβκοφ και τη ρώσικη εισβολή
στο Αφγανιστάν το ’81, και τώρα πρώτος αυτός και μόνος σε όλη την ΕΕ στηρίζει
ανοιχτά τις πολεμικές κραυγές Πούτιν κατά της Ευρώπης.
Αυτά βέβαια τα ξέραμε. Εκείνο που είναι καινούριο είναι η ανοιχτή πια προτίμηση
του Παπούλια στο σοσιαλφασισμό (θυμίζουμε ανάλογες αβανταδόρικες συναντήσεις
με τον ΣΥΝ), γεγονός που αποδεικνύει όχι μόνο ότι τα ψευτοαριστερά είναι τα
πλέον καθεστωτικά κόμματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά και το πόσο οι
πράκτορες της ρώσικης πολιτικής δε διστάζουν να βγάζουν προς τα έξω τους για
χρόνια κρυμμένους μεταξύ τους δεσμούς τους, καθώς και τα κοινά στρατηγικά σχέδιά
τους. Οι πράκτορες του Πούτιν κινούνται πολύ γρήγορα. Το αφεντικό αδημονεί.