ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Στις 2 του Φλεβάρη ο ελληνικός λαός έγινε μάρτυρας ενός αποτρόπαιου θεάματος: η αστυνομία «συνελήφθη» από τους τηλεοπτικούς φακούς όχι μόνο να προστατεύει ναζιστική συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας αλλά και να συνεργάζεται αρμονικά με τους ναζί για την εξουδετέρωση των αντιναζιστών διαδηλωτών. Οι τηλεοπτικές κάμερες έδειξαν ολοκάθαρα χρυσαυγίτες με κοντάρια να επιτίθενται μαζί με τα ΜΑΤ, ενώ είναι πολύ χαρακτηριστική η εικόνα του ναζιστή που, έχοντας αφήσει κάποιον πολίτη αιμόφυρτο στο οδόστρωμα της Σταδίου, επέστρεψε σα να μη συμβαίνει τίποτα κι εξαφανίστηκε μέσα στις τάξεις των αστυνομικών. Έτσι στις 2 Φλεβάρη είχε γίνει κάτι παραπάνω από σαφές στους δημοκράτες ότι η αστυνομία ήταν πλέον και μάλιστα ανοιχτά φιλο-ναζιστική.
Μια τέτοια εξέλιξη ήταν λογικό να συμβεί σε ένα κομμάτι του κρατικού μηχανισμού όπως είναι η αστυνομία, σε μια εποχή που ο φαιοκόκκινος ναζισμός εντείνει τον έλεγχό του πάνω στο κράτος και πάνω στην κοινωνία. Η ναζιστικοποίηση των δυνάμεων ασφαλείας έγινε σταδιακά με την ανοχή ή και την υποστήριξη των πέντε φιλοναζιστικών κομματικών ηγεσιών. Ολοκληρώθηκε τη στιγμή που οι Παπούλιας-Καραμανλής διακήρυτταν την αφοσίωση του «έθνους» προς το ρώσο δικτάτορα Πούτιν, τη στιγμή που το φασιστικό ΛΑΟΣ έμπαινε πανηγυρικά στη βουλή με τη βοήθεια των υπολοίπων ηγεσιών, τη στιγμή που όλα μαζί τα κόμματα έκρυψαν από τον ελληνικό λαό τη δίκη και την καταδίκη του Πλέυρη και ειδικότερα τη στιγμή που το διακομματικό μπλοκ εξουσίας είχε πετύχει – με τα τάγματα εφόδου και τους εμπρησμούς του περσινού καλο-καιριού – τον αποκεφαλισμό της ως τότε φιλοδυτικής ηγεσίας της αστυνομίας και την αντικατάστασή της με έναν εν ενεργεία στρατιωτικό, το ναύαρχο Χηνοφώτη. Πολλά έχουν αλλάξει σήμερα από την εποχή του δημοκράτη υπουργού δημόσιας τάξης Γ. Ρωμαίου – του μοναδικού προσώπου στην ελληνική ιστορία που διέταξε τα ΜΑΤ να ξυλοκοπήσουν ναζιστές – ο οποίος σύντομα αποκεφαλίστηκε κάτω από τα συντονισμένα πυρά των ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ. Το Ρωμαίο διαδέχτηκε ο ρωσόδουλος Μ. Χρυσοχοΐδης, που έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα «γρήγορου εκφασισμού» του – ήδη ευεπίφορου ή και μισοεξασκημένου στη φασιστική βία και το ρατσισμό – αστυνομικού σώματος. Στα πλαίσια του σχεδίου με την κωδική ονομασία «Ασφαλείς Πόλεις» δημιουργήθηκε στα 2001 το σώμα των «ειδικών φρουρών», στο οποίο παραχωρήθηκαν διευρυμένες αρμοδιότητες (διενέργεια ελέγχων σε ύποπτα πρόσωπα, οχήματα και πράγματα κτλ.). Καμιά μέριμνα δε δόθηκε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πολίτη και γρήγορα οι ειδικοί φρουροί άρχισαν να κάνουν επίδειξη της εξουσίας τους. Άρχισαν να βρίζουν, να ξεβρακώνουν, να ξεφτιλίζουν, να ξυλοκοπούν, ακόμα και να πυροβολούν αυθαίρετα ανυποψίαστους πολίτες. Θύματά τους κυρίως οι πιο ευπαθείς στην κρατική βία μερίδες του πληθυσμού: νεολαίοι, μετανάστες, μέλη μειονοτικών ομάδων (βλ. Ν. Ανατολή, φ. 374, 23/7/01).
Η επιχείρηση «Ασφαλείς Πόλεις» ήταν η απάντηση του καθεστώτος στο αίτημα του πληθυσμού (ντόπιου και μεταναστευτικού) για πάταξη της εγκληματικότητας με αυτοοργάνωση και περιφρούρηση της περιουσίας του από τους ίδιους τους κατοίκους. Εφτά χρόνια μετά, έχουν αυξηθεί τα κρούσματα φασιστικής βίας από αστυνομικούς κι ο λαός δεν αισθάνεται περισσότερο ασφαλής απ’ ό,τι πριν.

Ιδιαίτερα οι ξένοι εργάτες, αυτό το πιο καταπιεσμένο κομμάτι του λαού αυτής της χώρας, ζει σε συνθήκες πλήρους αβεβαιότητας. Η ζωή αυτών των ανθρώπων βρίσκεται σε κίνδυνο τόσο κατά την είσοδο όσο και στη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα. Είναι πολύ χαρακτηριστική η δολοφονία του 18χρονου Βούλνετ Μπίτιτσι στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στα 2003. Το θύμα δε συνιστούσε κίνδυνο για το δράστη και συνεπώς η χρήση πυροβόλου όπλου για την απώθησή του ήταν αδικαιολόγητη. Ο αστυνομικός που πυροβόλησε, Π. Παπαγεωργιάδης, κατηγορήθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια για ανθρωποκτονία από αμέλεια και τιμωρήθηκε με την «εξαιρετική» ποινή της 27μηνης φυλάκισης με αναστολή.
Αλλά και αφού περάσουν στην Ελλάδα – ακόμα κι αν όλα τα έγγραφά τους είναι εντάξει – οι αλλοδαποί μετανάστες κάθε άλλο παρά ασφαλείς μπορούν να αισθάνονται. Ο 43χρονος Γκούραλι Ντικελάρι και ο 19χρονος Μπέσνικ Λέκα συνελήφθησαν το βράδυ της 11 Δεκεμβρίου 2003, μαζί με μία μικρή ομάδα Μαροκινών, όχι μακριά από τους Ευζώνους, από αστυνομικούς, «οι οποίοι τους διέταξαν όλους να ξαπλώσουν στο έδαφος και άρχισαν να τους χτυπούν και να τους κλωτσούν. Σε συνέντευξή του προς τα αλβανικά μέσα ενημέρωσης ο Gurali Dikellari ανέφερε: «Μας χτύπησαν άγρια, λέγοντάς μας: “Θέλετε Μεγάλη Αλβανία. Θέλετε Τσαμουριά». Ο Gurali Dikellari έχασε στιγμιαία τις αισθήσεις του μετά από ένα ιδιαίτερα οξύ χτύπημα στα γεννητικά όργανα. Στη συνέχεια τους μετέφεραν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα όπου, σύμφωνα με τον Gurali Dikellari, οι αστυνομικοί έλεγξαν τους φακέλους τους σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και επιβεβαίωσαν ότι τα έγγραφά τους ήταν εντάξει. Το πρωί ο Gurali Dikellari είχε πυρετό και υπέφερε από έντονο πρήξιμο στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μεταφέρθηκε από το αστυνομικό τμήμα σε νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκαν ηρεμιστικά αφού επιβεβαίωσε ότι δεν είχε αρκετά χρήματα για εγχείρηση. Ο ίδιος και ο Besnik Lika επιστράφηκαν διά της βίας στις 14 Δεκεμβρίου 2003 στο συνοριακό σημείο εισόδου Kapshticλ. Στη συνέχεια εξετάστηκαν από ιατροδικαστή από το Korηλ ο ο-ποίος διαπίστωσε ότι ο Besnik Leka έφερε τραύματα σε ένα πλευρό και στο ένα πόδι. Ο ιατρός συνέστησε επίσης ο Gurali Dikelari να επιστρέψει στο Pogradec για να χειρουργηθεί. Ένας χειρούργος στο νοσοκομείο του Pogradec πληροφόρησε τον Τύπο την επομένη ότι ο Gurali Dikellari είχε υποβληθεί σε εγχείρηση για εσωτερική αιμορραγία, τραύμα που προήλθε από κλωτσιές στα γεννητικά όργανα» (αναφορά Διεθνούς Αμνηστίας 2005).

Μία από τις συνήθεις πρακτικές της ΕΛ.ΑΣ απέναντι στους ήδη εγκαταστημένους μετανάστες είναι οι μαζικές συλλήψεις και η επαναπροώθησή τους στη χώρα προέλευσης, πρακτική που σημείωσε έξαρση κατά τις ημέρες του Χρυσοχοΐδη. Πρόκειται για τις λεγόμενες «επιχειρήσεις σκούπα», όπου «πας μη Έλλην» συλλαμβάνεται, στοιβάζεται στην κλούβα κι οδηγείται στο τμήμα για εξακρίβωση προτού «πεταχτεί» έξω απ’ τη χώρα παραμονής. Τη ναζιστική αυτή μέθοδο έχει καταγγείλει ήδη από το 2001 ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη σαν παράνομη και ταπεινωτική. «Από τη στιγμή που ο μετανάστης εγκαταστάθηκε κάπου, υπάρχει ρυθμισμένη από το νόμο διαδικασία απέλασης. Η επαναπροώθηση είναι παράνομη» (Ελευθεροτυπία, 5/2/01).
Για να μη μιλήσουμε βέβαια για τα λεγόμενα κέντρα κράτησης αλλοδαπών, που λειτουργούν παρανόμως σαν κανονικές φυλακές προσφύγων που έρχονται στην Ελλάδα για να ζητήσουν άσυλο. Εκεί οι κρατούμενοι στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον, σε θαλάμους που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής, όπου ταπεινώνονται και ξυλοκοπούνται από όργανα της τάξης. Συχνά δεν έχουν τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, ούτε καν με δικηγόρο, και δεν πληροφορούνται τα δικαιώματά τους. Έχουν αναφερθεί περιστατικά κράτησης θυμάτων σωματεμπορίας όταν είχαν ήδη καταθέσει κατά των δυναστών τους, καθώς και περιπτώσεις απέλασης τη στιγμή που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες παροχής ασύλου.
Τόσο τραγική είναι η κατάσταση των προσφύγων ώστε η υπηρεσία μετανάστευσης της Νορβηγίας να εκδώσει οδηγία με την οποία απαγορεύει στους πρόσφυγες που ζουν στο έδαφός της να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα διότι δεν υπάρχει καμιά εγγύηση για τα δικαιώματά τους. Ο αφγανός πρόσφυγας Αχμέτ Τζουάντ που έφτασε μέσω Τουρκίας στη Χίο για να ζητήσει άσυλο καταγγέλλει: «Στο νησί έφτασα κολυμπώντας, όταν μας πέταξε στη θάλασσα ο Τούρκος που μας μετέφερε. Οι Έλληνες αστυνομικοί με απείλησαν και με χτύπησαν πολύ άσχημα, ακόμη και με ένα ηλεκτροφόρο ραβδί, αφήνοντάς μου σημάδια που έχω μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια με φυλάκισαν για έναν χρόνο στη Χίο μαζί με 250 ακόμη μετανάστες. Όταν με ελευθέρωσαν πήγα στην Αθήνα, όπου με ξανασυνέλαβαν. Οι αστυνομικοί με χτύπησαν πάλι και μου πήραν όλα τα χρήματα. Αφού προσπάθησα τρεις φορές να εγκαταλείψω την Ελλάδα για να πάω στη Δανία, κατάφερα να το σκάσω με τη βοήθεια ενός αστυνομικού, τον οποίο πλήρωσα» (Τα Νέα, 11/2/08).

Πέρα από τους μετανάστες, η φασιστική αστυνομική βία συχνά αγγίζει και έλληνες πολίτες. Η βία αυτή στρέφεται κυρίως κατά νεολαίων που βγαίνουν το βράδυ για να διασκεδάσουν και κατά τσιγγάνων, με μπλόκα στους δρόμους και ενίοτε με δολοφονικές επιθέσεις στους ίδιους τους καταυλισμούς. Τούρκοι μειονοτικοί στη Θράκη έχουν επίσης υποστεί κακομεταχείριση από τις αρχές καθώς με βάση ένα νόμο που τυπικά έχει καταργηθεί τους έχει αφαιρεθεί η ιθαγένεια. Σύμφωνα μ’ αυτό τον αντιδραστικό νόμο, μπορεί «να αφαιρεθεί η ιθαγένεια από Έλληνες πολίτες που δεν ήταν ελληνικής εθνοτικής καταγωγής εάν οι αρχές πίστευαν ότι μετανάστευσαν σε άλλη χώρα» (αναφορά Διεθνούς Αμνηστίας 2006). Έτσι, και μία μέρα να λείψει στο εξωτερικό ο πολίτης, είναι δυνατό να του στερήσουν την υπηκοότητα. «Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρχές δεν προέβησαν σε επαρκείς ενέργειες για να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω άνθρωποι θα πληροφορούνταν την απόφαση αφαίρεσης της ιθαγένειάς τους εγκαίρως ώστε να προσφύγουν κατά αυτών των αποφάσεων. Οι άνθρωποι αυτοί συνέχισαν να στερούνται την πρόσβαση σε κρατικά ωφελήματα, όπως ασφάλιση και συντάξεις».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις επικρατεί καθεστώς πλήρους ή ουσιαστικής ατιμωρησίας των υπαιτίων. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι όποιες καταγγελίες για κακομεταχείριση, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, απορρίπτονται από τις αστυνομικές αρχές ως αβάσιμες και οι υπόλοιπες εξετάζονται από εσωτερικές διαδικασίες έρευνας, που σπάνια καταλήγουν στην επιβολή κυρώσεων που να ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα του αδικήματος.

Στο μεταξύ ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ, που προηγούμενα είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο ενάντια στην αστυνομία του Ρωμαίου, υποβαθμίζουν τώρα το φαινόμενο της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Γι’ αυτούς τους σοσιαλφασίστες η αστυνομία δεν είναι απλά ένας μηχανισμός για τη διασφάλιση της εξουσίας της άρχουσας τάξης αλλά ένα πεδίο που πρέπει να αλώσουν για να αναρριχηθούν στην εξουσία. Γι’ αυτό και πρωτοστάτησαν στη συντεχνιακή συνδικαλιστική οργάνωση του αστυνομικού σώματος που ποτέ δεν κάνει ζήτημα την φασιστική αστυνομική βία, παρά μόνο επιλεκτικά αν θέλει να φάει κανέναν υπουργό Δημόσιας Τάξης. Πάντα βάζει μπροστά οικονομικά αιτήματα. Αντίθετα οι δημοκράτες συνδικαλιστές σε ένα αστυνομικό σώμα θα έκαναν σημαία τους την πάλη ενάντια στα περιστατικά τραμπουκισμού και την τιμωρία των φυσικών αυτουργών για τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας. Μόνο όταν στην ηγεσία του υπουργείου δημόσιας τάξης τοποθετήθηκε ο φιλοδυτικός Βουλγαράκης και στη συνέχεια ο Πολύδωρας, και το διακομματικό καθεστώς αποφάσισε να τους καρατομήσει, βγήκαν στο φως ορισμένα κραυγαλέα συμβάντα που είχαν μείνει για πολύ καιρό κρυφά.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του βασανισμού αφγανών μεταναστών στα 2004. «Στις 13 Δεκεμβρίου 2004, αριθμός ανδρών με πολιτική περιβολή εισήλθαν σε ξενώνα στην Αθήνα, όπου διέμεναν Αφγανοί μετανάστες, συστήθηκαν ως αστυνομικοί και επέδειξαν στους Αφγανούς μετανάστες φωτογραφία ενός άλλου άνδρα που είχε προηγουμένως αποδράσει ενώ ήταν κρατούμενος στο αστυνομικό τμήμα Αγίου Παντελεήμονα. Οι Αφγανοί δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν τίποτε για τον άνδρα στη φωτογραφία, οπότε οι αστυνομικοί αναφέρεται ότι άρχισαν να τους ξυλοκοπούν. Οι αστυνομικοί επέστρεψαν στον ξενώνα το ίδιο απόγευμα και βράδυ και ξανά μετά τα μεσάνυχτα της 14ης Δεκεμβρίου και το απόγευμα της 15ης Δεκεμβρίου. Την ημέρα της τελευταίας επίσκεψής τους, οι αστυνομικοί έβαλαν τους Αφγανούς σε ένα δωμάτιο και αναφέρεται ότι άρχισαν να τους γρονθοκοπούν, να τους κλωτσούν και να τους χτυπούν με τα κλομπ τους. Ένας αστυνομικός φέρεται να έβγαλε το περίστροφό του και να απείλησε ένα από τα θύμα-τα με εκτέλεση. Μετά από αυτό, οι αστυνομικοί μετέφεραν δύο από τους άνδρες χωριστά στο τοπικό αστυνομικό τμήμα και τους κακομεταχειρίστηκαν εκεί. Ένας από αυτούς ανέφερε ότι οι αστυνομικοί στο τμήμα τον ξυλοκόπησαν με ένα κομμάτι λάστιχο στις πατούσες, τον περιέλουσαν με παγωμένο νερό, έφτυσαν στο στόμα του και του συνέστρεψαν τα γεννητικά όργανα. Ο άλλος ήταν ανήλικος, τον οποίο οι αστυνομικοί εντόπισαν έξω από το κτίριο στις 2 μ.μ. εκείνη την ημέρα και, σημαδεύοντάς τον με περίστροφο, τον έσυραν στο έδαφος και τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα Αγίου Παντελεήμονα. Ο 17χρονος είπε ότι τον μετέφεραν στο υπόγειο και τον κράτησαν εκεί επί μία ώρα. Οι τέσσερις αστυνομικοί τον ρώτησαν σχετικά με το πρόσωπο που αναζητούσαν και φέρονται να τον ξυλοκόπησαν βιαιότατα, να τον απείλησαν με όπλο, να τον έγδυσαν και να τον φωτογράφησαν με κινητό τηλέφωνο. Κατά το διάστημα αυτό όλοι γελούσαν και τον κορόιδευαν με βρισιές. Είπε ότι ένας από τους αστυνομικούς έδινε τις διαταγές και οι άλλοι τρεις τις εκτελούσαν (…) Επιπλέον αυτής της κακομεταχείρισης, οι αστυνομικοί επίσης πήραν πιστοποιητικά έγγραφα από τρεις από τους Αφγανούς και δεν τους τα επέστρεψαν» (από έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για την κατάσταση των μεταναστών και των μειονοτήτων στην Ελλάδα, Οκτώβρης 2005). Τα θύματα, από φόβο για αντεκδίκηση δεν υπέβαλαν μήνυση ενάντια στους βασανιστές τους (πού ήταν εδώ όλοι εκείνοι οι φορείς και τα κόμματα που δηλώνουν «φίλοι των μεταναστών» για να τους παροτρύνουν να το κάνουν;), ο εισαγγελέας ανηλίκων θεώρησε το θέμα τόσο ασήμαντο για να αναμιχθεί, ενώ τα αποτελέσματα της ΕΔΕ που διενεργήθηκε δεν έγιναν ποτέ γνωστά. Η όποια δημοσιοποίηση προσέλαβε τότε η υπόθεση φαίνεται λοιπόν πως είχε σαν προφανή στόχο όχι την απόδοση δικαιοσύνης αλλά το ροκάνισμα της καρέκλας του τότε υπουργού δημόσιας τάξης Γ. Βουλγαράκη.

Παρόμοια ήταν και η περίπτωση του βασανιστή του αστυνομικού τμήματος Ομόνοιας Ν. Τσίντζα, ο οποίος ανάγκαζε δύο αλβανούς κρατούμενους να χαστουκίζουν ο ένας τον άλλον και να ξεστομίζουν λόγια προσβλητικά για την αξιοπρέπειά τους. Το βίντεο της κακοποίησης κυκλοφορούσε στο ίντερνετ για μήνες και βγήκε στο γυαλί μόνο αφότου ο Πολύδωρας έκανε εκείνη την ιστορική δήλωση καταγγελίας του ΣΥΝ σαν κόμματος κοινοβουλευτικής εκτροπής. Ο δράστης τέθηκε σε διαθεσιμότητα κι οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού με τις κατηγορίες του βασανισμού και της προσβολής της προσωπικότητας. Δεν πέρασαν καλά-καλά πέντε μήνες και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι το κτήνος έπρεπε να αποφυλακιστεί. Λίγο αργότερα εκδόθηκε βούλευμα που τον παρέπεμπε στο μικτό ορκωτό δικαστήριο με διαφορετικό κατηγορητήριο. Η βασική κατηγορία του βασανισμού εξαφανίστηκε κι έμεινε εκείνη της προσβολής προσωπικότητας που σχεδόν πάντα μετατρέπεται σε πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή εξαγοράσιμη (Πρώτο Θέμα, 10/2). Σήμερα ο βασανιστής της Ομόνοιας κυκλοφορεί ελεύθερος και κανείς δεν ενδιαφέρεται για την υπόθεση αφού ο πραγματικός στόχος του καθεστώτος – ο πρώην υπουργός Πολύδωρας – έχει εξουδετερωθεί.

Κι ενώ οι ιδεολογικοί δεσμοί Χρυσής Αυγής – αστυνομίας συσφίγγονταν μέρα με τη μέρα, τα κόμματα της ψευτοαριστεράς αρνούνταν πεισματικά να καταγγείλουν αυτούς τους δεσμούς και να αποκαλύψουν τη ναζιστική φύση της παραπάνω συμμορίας. Όπως φαίνεται, οι σχέσεις ναζιστών και αστυνομίας ήταν από τα πάνω υπαγορευμένες στα πλαίσια της δημιουργίας του γνωστού πολιτικού δίπολου «Χρυσή Αυγή – 17Ν». Δηλαδή ενώ ο ένας από τους λόγους της προοδευτικής ναζιστικοποίησης της αστυνομίας, ο βασικότερος, είναι η ελευθερία που δόθηκε ιδιαίτερα στα νέα ειδικά σώματά της να ασκούν αντιμεταναστευτική και αντινεολαιίστικη βία, ο άλλος είναι η αντιαστυνομική, ιδιαίτερα η αντιΜΑΤ γραμμή της αντιδραστικής και προβοκατόρικης βίας που έριξε ο σοσιαλφασισμός από την εποχή που άρχισαν οι μεγάλες εκκαθαρίσεις στο ΠΑΣΟΚ, δηλαδή από τα 1985. Αυτή τη γραμμή την έριξε για να διευκολύνει τις δικές του πραξικοπηματικές μπούκες στα υπουργεία ή για να διευκολύνει τις προβοκατόρικες συγκρούσεις των κινημάτων του με τα ΜΑΤ μέσω του πιο καθυστερημένου πολιτικά κομμάτι του αναρχισμού. Έτσι ο σοσιαλφασισμός κατόρθωσε για χρόνια να δίνει μια θεαματική εικόνα ανωμαλίας και βίας στην πόλη που την απέδιδε πάντα στον κάθε φορά προς εκκαθάριση υπουργό, ιδιαίτερα στον κάθε φορά υπουργό δημόσιας τάξης. Η ποιοτική κορύφωση αυτής της τακτικής ήταν η επιλεκτική αντιαστυνομική δολοφονική βία της παρακρατικής 17Ν που με όποιο πρόσχημα και αν έγινε είχε κυρίως σαν στόχο την εκακαθάριση της αστυνομίας και του μισοδημοκρατικού αστικού κράτους από τους εκάστοτε αντιπάλους του σοσιαλφασισμού. Αυτή η αντιαστυνομική βία από τα δεξιά έδωσε την ευκαιρία στον σοσιαλφασισμό να προσφέρει σαν σύμμαχο μιας όλο και πιο ρατσιστικής αστυνομίας, ιδιαίτερα των ΜΑΤ, το άλλο του πρόσωπο, την άλλη όψη δηλαδή του φαιοκόκκινου μετώπου, τους ρωσόδουλους παρακρατικούς ναζιστές της «Χρυσής Αυγής» που εξ αρχής εμφανίζονται σαν θαυμαστές της αστυνομίας και του στρατού. Όμως ποτέ δεν θα μπορούσαν ναζιστές να γίνουν αποδεκτοί και ανοιχτοί σύμμαχοι και «συμπολεμιστές» μιας αστυνομίας, όπως έγινε στις 2/2, αν δεν υπήρχε πολύχρονη υπόθαλψη κι προστασία αυτής της σχέσης από ψηλά ιστάμενα αστυνομικά και πολιτικά στελέχη. Αυτή την ιδιαίτερη σχέση την ξέρανε πολύ καλά οι όψιμοι δήθεν αντιφασίστες του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ γιατί είχε έρθει στο φως από καιρό.
Σύμφωνα με ένα μερικώς δημοσιευμένο ντοκουμέντο της ειδικής ομάδας της αστυνομίας, υπεύθυνης για την ανεύρεση του ναζιστή δολοφόνου Ανδρουτσόπουλου, η Χρυσή Αυγή «διατηρεί πολύ καλές σχέσεις και επαφές με εν ενεργεία και αποστράτους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., αλλά και με απλούς αστυνομικούς. Στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των επετείων της 17ης Νοέμβρη, αλλά και άλλων εκδηλώσεων του αριστερίστικου και αναρχικού χώρου, η αστυνομία τούς προμήθευε με ασυρμάτους και κλομπς, για να τους εντοπίζουν και να τους κτυπούν, εμφανιζόμενοι ως “αγανακτισμένοι πολίτες”» (ρεπορτάζ των Ιών στην Ελευθεροτυπία, 10/2). Για το πόσο ψηλά φτάνουν αυτές οι διασυνδέσεις μας πληροφορεί το ίδιο δημοσίευμα, που εξηγεί ότι «ένας φρουρός του υπουργού Δημ. Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ήταν αυτός που ειδοποίησε κάποια μέλη της «Χρυσής Αυγής», πληροφοριοδότες της «ομάδας», να κόψουν κάθε επαφή μαζί της, επειδή δήθεν κινδύνευαν γιατί «η μισή αστυνομία ήθελε να συλληφθεί ο “Περίανδρος” κι η άλλη μισή όχι». Ερωτώμενος σχετικά, ο κ. Χρυσοχοΐδης φρόντισε πάντως να καλύψει τον άνθρωπό του: «Μια απλή σύσταση έκανε», δήλωσε, «δεν κάρφωσε τις έρευνες»...» (στο ίδιο).

Βέβαια ο μεγάλος σταθμός στη ναζιστικοποίηση της αστυνομίας υπήρξε αναμφισβήτητα το πογκρόμ των Αλβανών στις 4 Σεπτέμβρη 2004. Τότε το καθεστώς εξαπόλυσε τις δυνάμεις ασφαλείας για να καταστείλουν τους Αλβανούς που βγήκαν να πανηγυρίσουν τη νίκη της εθνικής τους ομάδας ποδοσφαίρου και να τους παραδώσουν στη συνέχεια στα χέρια του ναζιστικού όχλου. Ο αλβανός μετανάστης Κρίστο Τσίμπρο αποκάλυψε: «Μόλις τελείωσε ο αγώνας, εγώ και ο αδελφός μου κατευθυνθήκαμε προς την Ομόνοια. Είχα μία αλβανική σημαία γύρω από τον λαιμό μου. Ένας αστυνομικός την πήρε με τη βία. Άλλοι αστυνομικοί με χτυπούσαν με κλομπ και με κλωτσούσαν. Έπεσα στο έδαφος. Οι αστυνομικοί έφυγαν εγκαταλείποντάς με σε μία ομάδα Ελλήνων, που με χτύπησαν ανελέητα … Ένα ασθενοφόρο αρχικά δεν ήθελε να με βοηθήσει, αλλά μετά με πήγε στο Λαϊκό νοσοκομείο» (έκθεση Διεθνούς Αμνηστίας). Ένας άλλος μετανάστης, ο Όλσι Λάκο από τα Τίρανα διηγείται ότι «οι αστυνομικοί είχαν αποκλείσει τον δρόμο και δεν επέτρεπαν στον κόσμο να πάει στην Ομόνοια. Βλέποντας ότι το πλήθος προχωρούσε, οι αστυνομικοί άρχισαν να χτυπούν όσους βρίσκονταν εμπρός. Πήγα μπροστά και ζήτησα από τους αστυνομικούς να σταματήσουν να χτυπούν. Εκείνοι σταμάτησαν. Όμως έκανα μερικά βήματα ακόμα και ξαφνικά ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. Τέσσερις άνδρες βγήκαν και άρχισαν να με χτυπούν απάνθρωπα σε όλο μου το σώμα. Όταν σταμάτησαν, αστυνομικοί από το σώμα των Ειδικών Δυνάμεων έφτασαν και άρχισαν να με χτυπούν. Έσκισαν το κόκκινο μπουφάν που φορούσα και το έδεσαν γύρω από τον λαιμό μου – παρά λίγο να με στραγγαλίσουν». Παρόλο που αιμορραγούσε οι αστυνομικοί αρνήθηκαν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο και αντ’ αυτού τον προσήγαγαν στο τμήμα.
Τα κόμματα της ψευτοαριστεράς όχι μόνο δεν έδωσαν κανένα βάρος στο χιτλερικό αντιμεταναστευτικό πογκρόμ, αλλά συνέχισαν την προβοκατόρικη πολιτική τους στο μεταναστευτικό (ελεύθερο σπάσιμο του μεροκάματου με τη μαύρη εργασία σε όλους τους κλάδους, ανοιχτά σύνορα στην δουλεμπορική εργατική δύναμη) με στόχο τη διάσπαση της εργατικής τάξης και την παραπέρα απομόνωση των μεταναστών από την άνεργη και μισοάνεργη εργατική τάξη. Το τελευταίο κύμα επιθέσεων της Χρυσής Αυγής, κυρίως σε βάρος πακιστανών μεταναστών στα δυτικά προάστια της πρωτεύουσας, ευνοήθηκε από το γενικότερο ρατσιστικό κλίμα που έχει ήδη διαμορφωθεί, αλλά και από τον εκφασισμό της αστυνομίας. Εδώ η τελευταία μετά βίας κράτησε τα προσχήματα. Σε μία περίπτωση ρατσιστικής επίθεσης με θύματα δύο Πακιστανούς, χτυπημένους στο κεφάλι, τα μάτια και στα πλευρά, η αστυνομία «καθυστέρησε μία ώρα και 15 λεπτά, η δε μεταφορά τους στο νοσοκομείο έγινε δύο ώρες αργότερα, αφού πρώτα έγινε έλεγχος των εγγράφων νόμιμης διαμονής τους. Και οι δύο ανέφεραν ότι στο Αστυνομικό Τμήμα τους απέτρεψαν από την υποβολή μηνύσεων («δεν έχετε στοιχεία των δραστών») και οι μηνύσεις υποβλήθηκαν μετά τη δημοσιότητα του θέματος» (Ελευθεροτυπία, 6/12). Είχε προηγηθεί ναζιστική πορεία «αγανακτισμένων πολιτών» στο Αιγάλεω, στα τέλη Οκτώβρη, που ζητούσε την απομάκρυνση όλων των ξένων.

Η ανυπαρξία ενός πραγματικά δημοκρατικού μαζικού κινήματος ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία βρίσκεται στο βάθος πίσω από τη ναζιστική αποκτήνωση του αστυνομικού σώματος. Όταν μιλάμε για μαζικό δημοκρατικό κίνημα μιλάμε για ένα κίνημα που θα είναι σε σύγκρουση όχι μόνο με τον αναβιωμένο ανοιχτό φασισμό και ναζισμό ή μόνο με την όλο και πιο φασιστικοποιημένη αστυνομία, αλλά που θα έχει διαχωρίσει απόλυτα τον εαυτό της από τον κουκουλοφόρο αντιφασισμό που στην καλύτερη περίπτωση είναι μικροαστικός ριζοσπαστισμός που περιφρονεί τις μάζες και στη χειρότερη σοσιαλφασισμός και «αριστερός» αντισημιτισμός (Αντιεξουσιαστική Κίνηση, Εργατική Εξουσία). Όσο η αυθαιρεσία αυτή θα αυξάνεται και θα πλήττει μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, τόσο η συγκρότηση αυτού του πραγματικά δημοκρατικού και πλατιού αντιφασιστικού κινήματος θα γίνεται επιτακτική.