ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ: ΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΡΩΣΟΔΟΥΛΩΝ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΗ ΦΑΣΗ
Σε προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής είχαμε κάνει εκτενή
αναφορά και ανάλυση των μέχρι τότε εξελίξεων στο ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας
της Μακεδονίας. Από τότε μέχρι και σήμερα που γράφονται ετούτες οι γραμμές οι
εξελίξεις στο ζήτημα ήταν ενδιαφέρουσες και ραγδαίες, καθώς είναι πια προ των
πυλών η απόφαση του ΝΑΤΟ για το αν θα σταλεί πρόσκληση σ’ αυτή τη χώρα να αρχίσουν
συνομιλίες για την ένταξή της στον Οργανισμό. Στο ζήτημα αυτό καθοριστική θα
είναι η πρόσφατη ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, καθώς συνδέεται άμεσα με τις
εξελίξεις στο εσωτερικό της Δημ. της Μακεδονίας, όπου ζει ισχυρή πληθυσμιακά
αλβανική μειονότητα με εθνικιστές ηγέτες, που δυνητικά μπορεί να παίξουν αποσταθεροποιητικό
ρόλο στη μικρή αυτή χώρα.
Toν καθοριστικό ρόλο σε όλη την υπόθεση του ονόματος τον παίζει από την αρχή
της τοποθέτησης αυτού του ζητήματος από την Ελλάδα η επιθυμία της Ρωσίας να
μην ενταχθεί η χώρα αυτή στο ΝΑΤΟ σε καμία περίπτωση, καθώς κάτι τέτοιο θα διασπούσε
το υποτακτικό της ορθόδοξο τόξο στα Βαλκάνια. Είναι, άλλωστε, πρόσφατος ο εκβιασμός
της Ρωσίας στην Ουκρανία να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε
το κλείσιμο της στρόφιγγας στην παροχή φυσικού αερίου, άρα τον ενεργειακό στραγγαλισμό
της χώρας.
Μέσα σ’ αυτό το σύνθετο πλέγμα αντιθέσεων η ελληνική κυβέρνηση, υποδουλωμένη
στη ρώσικη γραμμή και πηγαίνοντας κόντρα στο συμφέρον της χώρας μας που είναι
μια ενιαία και σταθερή Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι αποφασισμένη να βρει
έναν τρόπο να πετάξει έξω από το ΝΑΤΟ τη γειτονική χώρα όποιο όνομα και όποια
λύση να της προτείνουν οι όποιοι μεσολαβητές. Αυτό έχει κάνει όλα τα τελευταία
16 χρόνια και μέχρι τώρα τα έχει καταφέρει.
Όμως τώρα καλείται να παίξει έναν ιδιαίτερα δύσκολο ρόλο, αφού πιθανή αποφασιστικότητα
της Δύσης, γενικά, και των ΗΠΑ, ιδιαίτερα, να ενταχθεί η Δημ. της Μακεδονίας
στο ΝΑΤΟ θα τη φέρει στη δυσχερή θέση να προβάλει βέτο και να απομονωθεί, έτσι,
από τους Δυτικούς, περιορίζοντας τη δυνατότητά της (που μέχρι τώρα την είχε)
να παρεμβαίνει στην ΕΕ υπέρ των ρώσικων συμφερόντων. Το βασικό χαρακτηριστικό
των εξελίξεων στο θέμα αυτό τους τελευταίους τρεις μήνες είναι η σταδιακή και
ολοένα αυξανόμενη σκλήρυνση της στάσης των Δυτικών, κυρίως των ηγετικών κύκλων
του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, απέναντι στο πιθανό βέτο της Ελλάδας. Βέβαια,
τίποτε δεν είναι ακόμη σίγουρο, αφού οι Δυτικοί σε πάμπολλες περιπτώσεις στο
παρελθόν έχουν φανεί υποχωρητικοί απέναντι στο νταηλίκι των ρωσόδουλων (π.χ.
τη δεκαετία του ’90 στη Βοσνία, αλλά και σ’ αυτό το ζήτημα της ονομασίας της
Δημ. της Μακεδονίας). Γι’ αυτό πρέπει να διατηρεί κανείς μέχρι την τελευταία
στιγμή ακέραιες τις επιφυλάξεις του για την τελική στάση της Δύσης. Ωστόσο είναι
εμφανής, προσώρας, η τάση της Δύσης να δώσει την ευκαιρία σ’ αυτόν τον πολυβασανισμένο
και δοκιμασμένο λαό να αισθανθεί μεγαλύτερη ασφάλεια στα ταραγμένα Βαλκάνια
εντασσόμενος σ’ έναν οργανισμό όπως το ΝΑΤΟ που είναι μεν ένας οργανισμός του
δυτικού ιμπεριαλισμού αλλά που σε τελική ανάλυση είναι μια δική του τακτική
επιλογή για να αντισταθεί στην αντίπαλη ρώσικη ιμπεριαλιστική ρουφήχτρα του
ορθόδοξου τόξου.
Ας δούμε λοιπόν τις εξελίξεις αυτές.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ
Ας κάνουμε εξαρχής μια παρατήρηση: Η στάση των ΗΠΑ ούτε ενιαία
είναι, πάντα, ούτε σταθερή και αδιατάρακτη, καθώς βλέπουμε διαφορετικά κέντρα
αποφάσεων και φορείς εξουσίας να υιοθετούν εντελώς διαφορετική στάση στο ίδιο
ζήτημα είτε την ίδια είτε διαφορετική χρονική στιγμή. Γι’ αυτό ας μην παραξενευτεί
ο αναγνώστης βλέποντας, π.χ., την Κοντολίζα Ράις να λέει εντελώς διαφορετικά
πράγματα από τη μόνιμη αντιπρόσωπο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Από την Ελευθεροτυπία (5 Νοέμβρη 2007) διαβάζουμε ότι ο Ρόμπερτ Γκέιτς, ο αμερικάνος
υπουργός Άμυνας, σε συνάντηση με τον ομόλογό του της Δημ. της Μακεδονίας Λάζαρ
Ελενόφσκι στο Πεντάγωνο διαπίστωσε αδυναμία της χώρας στην εκπλήρωση των κριτηρίων
ένταξης και την ανάγκη να υλοποιηθεί πλήρως η συμφωνία της Αχρίδας και να προωθηθούν
σημαντικές οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμη, ο αμερικάνος βοηθός
υπουργός Εξωτερικών Μάθιου Μπράιζα σε συνάντησή του με το Μακεδόνα διαπραγματευτή
Νίκολας Ντιμιτρόφ στην Ουάσιγκτον επέκρινε τη βιαστική και μέσω τηλεόρασης απόρριψη
των προτάσεων Νίμιτς από τον πρωθυπουργό της χώρας Γκρούεφσκι, καθώς και τις
«προκλήσεις» τύπου μετονομασίας του αεροδρομίου των Σκοπίων σε Μέγας Αλέξανδρος.
Συνέπεια αυτής της κριτικής είναι η κυβέρνηση της χώρας να προγραμματίζει την
αλλαγή της ονομασίας σε Τόζε Προέφσκι (ροκ τραγουδιστής που σκοτώθηκε πρόσφατα
σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα).
Σε μια άλλη εξέλιξη βλέπουμε τη μόνιμη αντιπρόσωπο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ Βικτόρια
Νούλαντ (σ’ αυτήν αναφερόμασταν προηγουμένως) μετά τη συνάντησή της με τον πρωθυπουργό
Νικόλα Γκρούεφσκι να τον προειδοποιεί πως οι σχέσεις καλής γειτονίας αποτελούν
προϋπόθεση για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Στο ίδιο μοτίβο, μετά τη συνάντησή της με τον
πρόεδρο Μπράνκο Τσερβενκόφσκι προσθέτει πως «η υλοποίηση των απαραίτητων για
την ένταξη μεταρρυθμίσεων „έχει περιέλθει σε τέλμα“» (Το Βήμα, 9 Νοέμβρη 2007).
Αναφερόμενος σ’ αυτήν ακριβώς την ιμπεριαλιστική αυτή αμερικάνικη πίεση κατά
της ανεξάρτητης πορείας της χώρας αυτής, ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου
Εξωτερικών Γ. Κουμουτσάκος δήλωσε πως η αναφορά της Νούλαντ για κριτήρια ένταξης
στο ΝΑΤΟ «είναι θετική, είναι όμως και αυτονόητη (…) Όσο υπάρχει η εκκρεμότητα
της ονομασίας δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθούν συμμαχικές σχέσεις» (Το Βήμα,
10 Νοέμβρη 2007). Οι ΗΠΑ ακολουθούν αυτήν την τακτική γιατί θέλουν να τετραγωνίσουν
τον κύκλο, δηλαδή θέλουν να τα έχουν καλά και με τις δύο χώρες που συγκρούονται
στο ζήτημα του ονόματος. Για να το πετύχουν αυτό καταπατούν και τις συμφωνίες
που οι ίδιες είχαν πατρονάρει τα τελευταία χρόνια παίρνοντας την θέση του πιο
ισχυρού, της Ελλάδας, έναντι του πιο αδύναμου, της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Γιατί με το να ζητούν οι ΗΠΑ ένα νέο όνομα για την δεύτερη προκειμένου να μπει
στο ΝΑΤΟ στέκονται στο πλευρό της πρώτης που καταπατά την ενδιάμεση Συμφωνία
που και οι δύο χώρες έχουν υπογράψει και η οποία έχει διεθνή εγκυρότητα στην
οποία ρητά αναφέρεται ότι η εκκρεμότητα της ονομασίας δεν μπορεί να αποτελέσει
εμπόδιο για την ένταξη της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Αν, δηλαδή, η ένταξη
γίνει με την ονομασία ΠΓΔΜ, η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να προβάλει βέτο.
Κατά τα άλλα, η Ελλάδα εφαρμόζει το Διεθνές Δίκαιο και τις συμφωνίες που έχει
υπογράψει…
Στην ακριβώς αντίπερα όχθη βρίσκονται οι δηλώσεις του αμερικάνου
υφυπουργού Εξωτερικών Μπερνς στην Υποεπιτροπή για την Ευρώπη της Επιτροπής Εξωτερικών
Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες διαφωνούν με
το να εγείρει η Ελλάδα θέμα βέτο για την ένταξη των Σκοπίων σε οποιονδήποτε
διεθνή οργανισμό και δη στο ΝΑΤΟ (…) Ο κ. Μπερνς τόνισε ότι ο μόνος λόγος για
να μην ενταχθεί η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ είναι να μην πληροί τα ουσιαστικά,
όπως τα ονόμασε, κριτήρια εισόδου. Και διευκρίνισε ότι η Ουάσιγκτον δεν συμφωνεί
στο ότι η διαφορά Ελλάδας-Σκοπίων για την ονομασία είναι επαρκής λόγος ώστε
η Αθήνα να εμποδίσει την ένταξή τους στην Ατλαντική Συμμαχία» (Το Βήμα, 15 Νοέμβρη
2007). Βέβαια, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο ίδιος «μαλάκωσε» κάπως τη δήλωση αυτή
κάνοντας μια άλλη εμμέσως υπέρ των ελληνικών θέσεων, μετά από συνάντησή του
με την Μπακογιάννη. Οι αντιθέσεις σε αυτές τις τοποθετήσεις από τη μια δείχνουν
την ταλάντευση στην πολιτική των ΗΠΑ που ραγδαία χάνουν τη διεθνή πολιτική τους
ισχύ και από την άλλη αποτελούν πιέσεις και στις δύο πλευρές, βασικά στον αδύναμο
κρίκο να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα ώστε να βρεθεί μια δήθεν ενδιάμεση
λύση.
Όπως εκτιμά και η Ελευθεροτυπία (16 Νοέμβρη), οι παραπάνω δηλώσεις του Μπερνς
αποτελούν στην ουσία «άδειασμα» της Νούλαντ. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται η πλήρης
στήριξη του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Σον Μακόρμακ στις δηλώσεις Μπερνς,
καθώς και οι δηλώσεις του θλιβερού Μητσοτάκη, ο οποίος, βλέποντας τη φιλόδοξη
κόρη του να οδηγείται σε ναυάγιο, είπε: «Αντί να δίνει συμβουλές ο Μπερνς, να
φροντίσει εκεί που πρέπει. Εμείς κάναμε το χρέος μας, κάναμε το μισό δρόμο.
Να κάνουν και άλλοι το μισό και να συναντηθούμε στη μέση. Αν δεν θέλουν, „η
καρδιά μας η καλή“ (…) Απλούστατα δεν θα μπουν ούτε στην Ευρώπη, ούτε στο ΝΑΤΟ.
Το πρόβλημα είναι δικό τους».
Αυτός ήταν ο βασικός υπεύθυνος που επί πρωθυπουργίας του οδηγήθηκαν εκεί τα
πράγματα, αφού υποχώρησε στην δημαγωγική εθνοφασιστική πολιτική του ρωσόδουλου
Α. Παπανδρέου και τώρα συνεχίζει με την κόρη του την ίδια καταστροφική πολιτική.
Τότε αποφάσιζε ότι το όνομα Μακεδονία δεν πρέπει να υπάρχει για τη χώρα αυτή
όπως ήθελε ο Παπανδρέου και ο ΣΥΝ. Τώρα όπως πάλι θέλουν οι 5 ρωσόδουλοι αρχηγοί
κομμάτων θέλει κι αυτός να μπορεί να περιέχει το όνομα Μακεδονία. Όμως δεν θέλει
αυτό το όνομα - που ως χθες «ήταν η ψυχή μας» - να βρίσκεται μόνο μαζί με τη
λέξη Δημοκρατία (που έτσι κι αλλιώς κάνει την ονομασία να είναι σύνθετη) αλλά
μαζί και με μια άλλη λέξη. Τελικά αυτός ο καιροσκόπος φιλοδυτικός οδηγείται
πάντα πίσω από τους έλληνες ρωσόδουλους που θέλουν για τη γειτονική χώρα μόνο
ένα όνομα: εκείνο που δεν θα δεχόταν η γειτονική χώρα ώστε να την κρατάνε μόνιμα
έξω από τα δυτικά συλλογικά όργανα ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Από την άλλη η πρέσβειρα των ΗΠΑ στη Δημ. της Μακεδονίας Τζίλιαν Μιλοβάνοβιτς
με ανακοίνωσή της επέμεινε ότι ένταξη στο ΝΑΤΟ θα εξαρτηθεί μόνο από τις προσπάθειες
της ίδιας της χώρας, επιχειρώντας έτσι να αντιπαρατεθεί στη δήλωση Γκρούεφσκι
ότι το μοναδικό εμπόδιο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ είναι η Ελλάδα (Ελευθεροτυπία,
29 Νοέμβρη 2007).
Αλλά και ο Μπερνς τροποποίησε την αρχική του γραμμή μετά τη συνάντησή του με
την Μπακογιάννη στο περιθώριο της Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ στη
Μαδρίτη. Βλέποντας ότι αυτή είχε εντολή από όλο τον ελληνικό πολιτικό κόσμο
να απειλεί με βέτο το ΝΑΤΟ κάλεσε τη Δημ. της Μακεδονίας «να συναντήσει την
Ελλάδα στη μέση της διαδρομής» (σσ: προσέξτε την ομοιότητα με τη δήλωση Μητσοτάκη)
και να σεβαστεί «τις ελληνικές ευαισθησίες» στο ζήτημα της εκκρεμότητας της
ονομασίας, ώστε να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση. Και βέβαια, «με έκδηλη ικανοποίηση
δέχθηκε η ελληνική πλευρά τη χθεσινή δήλωση Μπερνς» (Το Βήμα, 30 Νοέμβρη 2007).
Ο Μπράιζα επίσης, σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία (2 Δεκέμβρη 2007), δηλώνει
ότι «„τα Σκόπια πρέπει να αποδεχθούν τις νέες προτάσεις Νίμιτς για το όνομα,
στις οποίες η Αθήνα έχει ήδη ανταποκριθεί θετικά“ (…) οι ΗΠΑ δεν βιάζονται ιδιαίτερα
να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. „Η ένταξη της χώρας αυτής όσο και των άλλων δύο
συνυποψηφίων χωρών (Αλβανία, Κροατία) θα αποφασισθεί στη βάση του αν πληρούν
τα κριτήρια ένταξης. Το ζήτημα του ονόματος δεν αποτελεί ένα από τα κριτήρια
ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ“, ξεκαθαρίζει (…) Ελπίζουμε ότι η Ελλάδα θα τηρήσει
την Ενδιάμεση Συμφωνία».
Μια λοιπόν στο καρφί και μια στο πέταλο.
Οι επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου
καλούν με επιστολή τους την υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις «να λάβει κάθε
δυνατό μέτρο για να ενθαρρύνει την ΠΓΔΜ να συμφωνήσει σε μια μελλοντική, επίσημη
ονομασία, κοινά αποδεκτή από την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ (…) Η διευθέτηση αυτού
του διεθνούς ζητήματος θα συμβάλει στη σταθεροποίηση όλης της περιοχής της ΝΑ
Ευρώπης» (Ελευθεροτυπία, 3 Δεκέμβρη 2007).
Οι φρασούλες «κοινά αποδεκτή ονομασία» και «διεθνές ζήτημα» είναι αυτές που
αποκαλύπτουν προς ποια μπάντα γέρνει η ανακοίνωση αυτή.
Κατά τη συνάντηση Ράις-Μπακογιάννη στο περιθώριο της Συνόδου των υπ. Εξωτερικών
του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες «υπήρξε απόλυτη σύμπτωση απόψεων στην άποψη ότι η λύση
στο θέμα θα πρέπει να βρεθεί πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας
τον προσεχή Απρίλιο στο Βουκουρέστι» (Το Βήμα, 12 Δεκέμβρη 2007).
Μετά όμως από ένα μήνα οι εξελίξεις φαίνεται πως ζορίζουν (βλέπε Κόσοβο) τα
πράγματα περισσότερο και τα ωθούν προς πιο αποφασιστικές κατευθύνσεις.
Έτσι η εφημερίδα το Βήμα γράφει στις 18 του Γενάρη: Ένα πιθανό ελληνικό βέτο
«δεν σημαίνει ότι και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δεχθούν χωρίς διαμαρτυρίες και
πιέσεις το μπλοκάρισμα μιας απόφασής τους, την οποία έχει ήδη προαναγγείλει
εδώ και έναν χρόνο ο ίδιος ο κ. Μπους στην προηγούμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ».
Εδώ για πρώτη φορά εμφανίζονται οι ΗΠΑ να συνδέουν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης
με την ελληνορωσική συμμαχία, καθώς στη συνέχεια του άρθρου αναφέρονται τα εξής
εξόχως ενδιαφέροντα: «Ο αμερικανός πρεσβευτής κ. Ντάνιελ Σπέκχαρντ έχει μεταφέρει
ήδη στην κυρία Μπακογιάννη και στον Πρωθυπουργό την ενόχληση της κυβέρνησής
του για τη συμμαχία της Ελλάδας με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, αλλά και
την απόφασή της να μπλοκάρει για πρώτη φορά απόφαση του ΝΑΤΟ, στην οποία μάλιστα
κανένα άλλο μέλος δεν προβάλλει αντιρρήσεις»!
Λίγο μετά ειδικός μεσολαβητής του ΟΗΕ για το ζήτημα της ονομασίας Μάθιου Νίμιτς
έκφρασε σε συνάντησή του με τον Γκρούεφσκι την άποψη ότι το ελληνικό πρόβλημα
με την ονομασία είναι διμερές (Το Βήμα, 23 Γενάρη 2008). Δεκαπέντε μέρες μετά
ο εκπρόσωπος του Γραφείου Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων του αμερικάνικου
υπ. Εξωτερικών Τσαρλς Μπίμερ δήλωσε στη Φωνή της Αμερικής (πρόγραμμα στη μακεδονική
γλώσσα) ότι οι ΗΠΑ δε θεωρούν ότι η διαφορά στο θέμα της ονομασίας πρέπει να
σταθεί εμπόδιο στην πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ (Το Βήμα, 8 Φλεβάρη 2008).
Τέλος ο εκπρόσωπος του υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ για ευρωπαϊκές υποθέσεις
Ντάνιελ Φριντ δήλωσε μετά από συνάντησή του με τον Τσερβενκόφσκι: «Θεωρούμε
ότι οι διαφορές αυτές δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο στις επιδιώξεις της
Δημ. της Μακεδονίας για την περαιτέρω ενσωμάτωσή της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς»
(Ελευθεροτυπία, 11 Φλεβάρη 2008). Το πιο ενδιαφέρον όμως στο ίδιο άρθρο της
«Ε» βρίσκεται πιο κάτω, υπό το χαρακτηριστικό υπότιτλο «Έρχονται πιέσεις»: «Η
διαφαινόμενη αντίθεση Ελλάδας-ΗΠΑ στο θέμα της πλήρους διεύρυνσης του ΝΑΤΟ θα
πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει σωρεία ασφυκτικών „απαιτήσεων“
της Ουάσιγκτον προς την Αθήνα το επόμενο διάστημα. Ήδη στο υπουργείο Εξωτερικών
έχουν αρχίσει να „στοιβάζονται“ άμεσης ή έμμεσης υλοποίησης επιμέρους αμερικανικά
αιτήματα (…) Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ακόμα, η ελληνική πλευρά έχει
βολιδοσκοπηθεί να αφήσει τον „στενό εναγκαλισμό“ με τη Ρωσία στον τομέα των
ενεργειακών αγωγών, εγκαταλείποντας τα σχέδια για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο
ρωσικό αγωγό φυσικού αερίου Σάουθ Στριμ, υπέρ του „αμερικανοκρατούμενου“ αγωγού
Ναμπούκο, αν αυτός επανασχεδιαστεί ώστε να περνά από ελληνικό έδαφος. Πιο πρόσφατο
απ’ όλα είναι το πιεστικό αμερικανικό αίτημα να μην πραγματοποιηθεί η ανεπίσημη
επίσκεψη του υφυπουργού Εξωτερικών Π. Δούκα στη Συρία για οικονομικού περιεχομένου
συνομιλίες. Και φυσικά άγνωστη παραμένει η κατάληξη του νέου γύρου διαπραγματεύσεων
για την κατάργηση της αμερικάνικης βίζας για τους Έλληνες πολίτες».
Κάτι φαίνεται να έχουν πάρει χαμπάρι τα «αμερικανάκια» για τις «στενές» ελληνορωσικές
σχέσεις, αν όχι στο ζήτημα της ονομασίας, τουλάχιστον σε άλλους τομείς. Εννοείται
ότι οι πιέσεις τους θα έχουν πάντα αυτόν τον άθλιο επεμβατικό και αλαζονικό
χαρακτήρα που το μόνο που θα πετύχουν θα είναι να δυναμώσουν τον ελληνικό αντιαμερικανισμό
χωρίς να αποκαλύψουν τους ρωσόδοπυλους που είναι στην εξουσία της χώρας σαν
εχθρούς της ειρήνης και της δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή και γενικότερα την παγκόσμια
κοινή γνώμη.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΤΟ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κρατά όπως πάντα μια πιο επαμφοτερίζουσα στάση
σε σχέση με τις ΗΠΑ, καθώς η Ελλάδα είναι ήδη μέλος της και έτσι δίχως πολιτική
συνοχή καθώς είναι φοβούνται περιπλοκές τύπου δεκαετίας ’90, οπότε είχαν υποχωρήσει
στους τραμπουκισμούς του ρωσόδουλου Παπανδρέου και στις πιέσεις που είχε δεχθεί
ο αδύναμος πρωθυπουργός εκείνης της εποχής Μητσοτάκης.
Αρχικά πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ η ΕΕ κινήθηκε υπέρ της Αθήνας. Έτσι, βλέπουμε
τον αρμόδιο για τη διεύρυνση επίτροπο Όλι Ρεν, στην παρουσίαση της Έκθεσης προόδου
για τις υποψήφιες χώρες, να παίρνει έμμεσα θέση υπέρ της Ελλάδας ρίχνοντας την
ευθύνη της μη ένταξης στην γειτονική χώρα. Λέει: «Είναι διμερές θέμα, που ήδη
αποτελεί εμπόδιο στις κοινοτικές δράσεις (…) Ο καθορισμός ημερομηνίας (σσ: για
την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων) εξαρτάται από τις μεταρρυθμίσεις που
θα γίνουν στην ΠΓΔΜ (…) εξακολουθεί να υφίσταται πολιτική ένταση στη χώρα, με
αποτέλεσμα να καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις» (Ελευθεροτυπία, 7 Νοέμβρη 2007).
Στην ίδια έκθεση «τα Σκόπια καλούνται να αποφεύγουν πράξεις που επηρεάζουν αρνητικά
τις σχέσεις της καλής γειτονίας». Για το ίδιο ζήτημα το Βήμα της ίδιας ημέρας
αναφέρει ότι η Έκθεση διαπιστώνει «βήματα υποχώρησης (της Δημ. της Μακεδονίας)
αναφορικά με την ισοτιμία της αλβανικής μειονότητας». Επίσης στο ίδιο άρθρο,
«δεν κρύβει την ικανοποίησή της η ελληνική διπλωματία από τις αναφορές (…) που
περιλαμβάνονται στην Έκθεση Προόδου και στη Στρατηγική για τη Διεύρυνση που
δημοσιοποίησε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες».
Στο ίδιο χαρακτηρίζεται «εξαιρετική» η συνάντηση της Μπακογιάννη με το βρετανό
ομόλογό της Ντέιβιντ Μίλιμπαντ στο Λονδίνο, κατά την οποία ο δεύτερος δήλωσε:
«Κατανοούμε τις ευαισθησίες της Ελλάδας στο θέμα της ονομασίας και είναι πολύ
σημαντικό να βρεθεί μία λύση που να σέβεται τις ελληνικές ανησυχίες».
Ο (αποδειγμένα ρωσόφιλος) γερμανός υπουργός Εξωτερικών Στάινμαγιερ έκφρασε στο
Βερολίνο την αλληλεγγύη του προς την ελληνική κυβέρνηση για το ζήτημα της ονομασίας
(Το Βήμα, 8 Νοέμβρη 2007). Τη «γαλλική στήριξη της ελληνικής θέσης για το θέμα
της πΓΔΜ» έκφρασε και ο γάλλος υπ. Εξωτ. Μπερνάρ Κουσνέρ μετά από συνομιλίες
με την Μπακογιάννη (Το Βήμα, 15 Νοέμβρη 2008).
Χαρακτηριστικό είναι ένα δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας (18 Νοέμβρη 2007), στο
οποίο αναφέρεται ότι «η Αθήνα βολιδοσκοπεί τους ευρωπαίους εταίρους σχετικά
με την πιθανότητα υποβολής ελληνικού βέτο στο ΝΑΤΟ (…) αυτό που αντιλαμβάνεται
η ελληνική πλευρά είναι ότι δεν θα βρεθεί μπροστά σε τείχος αντιδράσεων, αν
υποβάλει βέτο».
Το ίδιο διάστημα «πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, έδρα του ΝΑΤΟ, αναφέρουν ότι
τις τελευταίες ημέρες υπάρχει μία μεταστροφή του κλίματος εναντίον των Σκοπίων
(…) Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στα Σκόπια ο Μάρτι Έρντμαν, βοηθός του ΓΓ
του ΝΑΤΟ και αρμόδιος για πολιτικά ζητήματα και ζητήματα ασφαλείας, υπήρξε „σκληρός“
σχετικά με τα ελλείμματα που εμφανίζει η βαλκανική χώρα όσον αφορά την ετοιμότητά
της να ενταχθεί στη Συμμαχία» (Το Βήμα, 25 Νοέμβρη 2007).
Η Ελευθεροτυπία (27 Νοέμβρη 2007) γράφει ότι «ο ευρισκόμενος στα Σκόπια πρόεδρος
της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ Ζοζέ Λέλο μιλώντας στο Κοινοβούλιο
των Σκοπίων ανέφερε: „Ως χώρα η οποία προσδοκά να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η Μακεδονία
πρέπει να επιδείξει την ικανότητα να επιλύσει τις εσωτερικές διαφορές της με
δημοκρατικό τρόπο (…) Είναι προϋπόθεση για τα κράτη-μέλη να αποδείξουν ότι αποτελούν
σταθερούς και αξιόπιστους συμμάχους και όχι πιθανές πηγές αστάθειας, είτε αυτή
είναι εσωτερική είτε αφορά τις σχέσεις με γείτονες είτε αφορά θέματα οργανωμένου
εγκλήματος“».
Στην τελική ανακοίνωση της Συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες,
όπου μεταξύ άλλων είχε συζητηθεί και το θέμα της ένταξης των τριών χωρών, καλούνται
οι χώρες των Δυτ. Βαλκανίων «να προωθήσουν τις σχέσεις καλής γειτονίας στην
περιοχή» και να εργαστούν για την εξεύρεση «αμοιβαίως αποδεκτών λύσεων» για
τα ζητήματα που τις απασχολούν (Το Βήμα, 8 Δεκέμβρη 2007).
Είναι φανερό από τις ανωτέρω αναφορές προς ποια κατεύθυνση ασκήθηκαν σε πρώτη
φάση οι πιέσεις.
Μετά από ένα μήνα όμως, όπως είχαμε πει και προηγουμένως, η κατάσταση εμφανίζεται
αρκετά διαφορετική χωρίς όμως να μιλάμε για στροφή. Προφανώς τότε οι δυτικοί
θα άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία ήταν αποφασισμένη
να βάλει βέτο και να εμποδίσει την ένταξη της χώρας αυτής στο ΝΑΤΟ με το όπλο
του ονόματος. Κάτι τέτοιο ήταν φανερό ότι θα δημιουργούσε πρόβλημα αποσταθεροποίησης
και διαμελισμού της Δημοκρατίας της Μακεδονίας επειδή ο αλβανικός σοβινισμός
αργά ή γρήγορα θα στραφεί προς τη χώρα αυτή ενθαρρυμένος από την απόσχιση του
Κόσοβου για να ολοκληρώσει μέσα στη βράση το όνειρό του της Μεγάλης Αλβανίας.
Έτσι το ΝΑΤΟ δημοσιεύει στα μέση Γενάρη ειδική Έκθεση για τη Δημ. της Μακεδονίας
(Το Βήμα, 18 Γενάρη 2008), για το περιεχόμενο της οποίας ελληνικές διπλωματικές
πηγές επιχαίρουν μεν (γίνεται λόγος για δύο παραγράφους σχετικές με το ζήτημα
της ονομασίας, που χαρακτηρίζονται θετικές για τις ελληνικές θέσεις), αλλά στο
ίδιο άρθρο αναφέρονται και τα εξής: «Σε γενικές γραμμές ωστόσο το κλίμα που
κυριαρχεί στους κόλπους του ΝΑΤΟ είναι ότι τον Απρίλιο θα πρέπει να λάβουν πρόσκληση
για έναρξη των διαδικασιών προσχώρησης και οι τρεις υποψήφιες χώρες, παρά τις
διαφορές ετοιμότητας τις οποίες εμφανίζουν. Η αντίληψη αυτή αναμένεται να ενισχυθεί
και λόγω των επικείμενων εξελίξεων στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Κοσυφοπεδίου».
Σε άρθρο της ίδιας εφημερίδας δύο μέρες αργότερα εμφανίζονται περισσότερες λεπτομέρειες
για τη νατοϊκή έκθεση, που είχε συζητηθεί «εκτενώς» σε δύο 4ωρες συνεδριάσεις
της Ενισχυμένης Ειδικής Πολιτικής Επιτροπής (το «νούμερο 2», κατά τον αρθρογράφο,
του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ). Όπως γράφεται χαρακτηριστικά,
«η Αθήνα παίζει αυτή τη στιγμή 25-1 εντός της Συμμαχίας στο ζήτημα αυτό» (μιλάμε
για πλήρη απομόνωση). Μπορεί σε δύο παραγράφους να επισημαίνονται θετικές για
τις ελληνικές θέσεις αναφορές, «ωστόσο αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι
ότι η πΓΔΜ έχει ξεκάθαρη αμερικανική πολιτική υποστήριξη». Για να αφαιρεθούν
μάλιστα τα προσχήματα περί μη προώθησης των απαραίτητων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων,
«οι Σκοπιανοί τρέχουν να προλάβουν προκειμένου να ικανοποιήσουν, έστω και επιφανειακά,
τα τεχνικά κριτήρια που απαιτούνται προκειμένου να λάβουν πρόσκληση ένταξης
στην Ατλαντική Συμμαχία. Ήδη έχουν προχωρήσει ταχέως σε μεταρρυθμίσεις σε τομείς
όπως η αστυνομία και η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όλα μάλιστα δείχνουν
ότι ως την άτυπη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών τον Μάρτιο θα είναι έτοιμοι
σε τεχνικό επίπεδο». Στις 23 Γενάρη ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γιαπ ντε Χουπ Σέφερ δήλωσε
στους δημοσιογράφους ότι «η επίλυση της εκκρεμότητας στο θέμα της ονομασίας
της πΓΔΜ δεν αποτελεί αρμοδιότητα της Συμμαχίας» (Το Βήμα, 24 Γενάρη 2008).
Η δήλωση αυτή έγινε μετά τη συζήτηση επί της Έκθεσης Προόδου της Δημ. της Μακεδονίας
σχετικά με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.
Αρχικά στη διάρκεια της συζήτησης, στην οποία από τη μακεδονική πλευρά παρίστατο
αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Γκρούεφσκι, φαίνονται κάποιες δυτικές
ταλαντεύσεις και εμφανίζεται διάσταση θέσεων. 12 από τα κράτη-μέλη (ΗΠΑ, Καναδάς,
Γαλλία, Πορτογαλία, Ισλανδία, Βουλγαρία, Τσεχία, Ισπανία, Ιταλία, Ουγγαρία,
Ρουμανία και Νορβηγία) «δήλωσαν εντελώς ανοικτά ότι η επίλυση της εκκρεμότητας
του ονόματος της πΓΔΜ αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου τα Σκόπια να λάβουν πρόσκληση
ένταξης στο ΝΑΤΟ (…) Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε η τοποθέτηση της αμερικανίδας
μονίμου αντιπροσώπου Βικτόρια Νούλαντ (…) Όσον αφορά τα υπόλοιπα κράτη-μέλη,
το Βέλγιο, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Δανία σιώπησαν εντελώς κατά τη
συζήτηση, ενώ η Βρετανία, η Σλοβακία, η Λετονία, η Ολλανδία, η Πολωνία και η
Σλοβενία αναφέρθηκαν μεν στην „τεχνική πρόοδο“ των Σκοπίων, απέφυγαν όμως να
πουν οτιδήποτε για το θέμα του ονόματος» (Το Βήμα, 27 Γενάρη 2008).
Κατά τη συνεδρίαση ωστόσο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου (22 Γενάρη), στην οποία έκανε παρέμβαση ο υπουργός Εξωτερικών της
Δημ. της Μακεδονίας Αντόνιο Μιλόσοσκι, «το κλίμα το οποίο επικράτησε ήταν σε
γενικές γραμμές ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις θέσεις της πΓΔΜ και κατ’ επέκταση
μάλλον εχθρικό για τις ελληνικές θέσεις (…) κανένας από τους ευρωβουλευτές των
άλλων χωρών δεν υποστήριξε τις ελληνικές απόψεις, ενώ δεν έλειψαν και κάποια
ειρωνικά για τις ελληνικές θέσεις σχόλια από την πλευρά του προεδρείου της ευρωκοινοβουλευτικής
επιτροπής» (Το Βήμα, 23 Γενάρη 2008).
Το ζήτημα της ονομασίας απασχόλησε για πρώτη φορά και το 44ο Συνέδριο (Διάσκεψη)
για την Πολιτική Ασφάλειας, που συγκεντρώνει εκπροσώπους των κρατών-μελών του
ΝΑΤΟ, της ΕΕ, της Ρωσίας και άλλων χωρών. Ο πρόεδρος της Δημ. της Μακεδονίας
Μπράνκο Τσερβενκόφσκι, παρά τη «σκληρή», όπως τη χαρακτήρισε ο ελληνικός Τύπος
(Το Βήμα, 12 Φλεβάρη 2008), ομιλία του με αναφορές στην προοπτική ένταξης στο
ΝΑΤΟ και στα εμπόδια που θέτει η ελληνική κυβέρνηση, χειροκροτήθηκε μετά το
πέρας της ομιλίας του. Αυτό ακριβώς το χειροκρότημα θεωρείται πρωτοφανές για
τέτοια Διάσκεψη («σε μια κίνηση που δεν συνηθίζεται», γράφει η Ελευθεροτυπία
στις 11 Φλεβάρη 2008) και καταδεικνύει τις διεθνείς αντιστάσεις στους τραμπουκισμούς
των ρωσόδουλων της Ελλάδας.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜ. ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Παρά τα οξυμένα εσωτερικά προβλήματά της και τις συνεχείς τρικλοποδιές
της ρωσόδουλης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η χώρα αυτή και ο λαός της κρατάνε
γερά. Φαίνεται να έχουν κατανοήσει πως οποιαδήποτε περαιτέρω υποχώρηση στο ζήτημα
της ονομασίας θέτει επί τάπητος την ίδια την ύπαρξή τους ως κράτους και ως έθνους
και τους υποδουλώνει στον οποιονδήποτε επίδοξο υπονομευτή της ελευθερίας και
της υπόστασής τους.
Βεβαίως παράλληλα η κυρίαρχη τάξη της χώρας αυτής κάνει κάποιες κινήσεις για
να νικήσει το δικό της εθνικιστικό σαράκι που υπάρχει και δρα παρά το ότι η
χώρα συνθλίβεται κυριολεκτικά. Ο μακεδονικός εθνοσοβινισμός παρά το ότι είναι
πολύ πιο μειοψηφικός από όσο ο ελληνικός αντίστοιχός του υπάρχει και δίνει επιχειρήματα
στους έλληνες ρωσόδουλους και σοβινιστές να ασκήσουν τους εκβιασμούς τους στο
ζήτημα του ονόματος. Έτσι πρόσφατα ο υπουργός Άμυνας Λάζαρ Ελενόφσκι σε ομιλία
του στο Ινστιτούτο Ειρήνης στην Ουάσιγκτον «τόνισε ότι ο ίδιος απέσυρε βιβλίο
από τη Στρατιωτική Ακαδημία και το Πολεμικό Μουσείο της χώρας του, που περιείχε
αλυτρωτικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας» (Ελευθεροτυπία, 7 Νοέμβρη
2007). Όμως μια σοβινιστική πολιτική έλλειψης αρχών εκδηλώνεται όταν αντιπροσωπεία
με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Νίκολα Κλούσεφ (πρόεδρο του Πρακτορείου
Εξωτερικών Επενδύσεων) επισκέφθηκε τα Κατεχόμενα της Κύπρου και έκανε λόγο για
«ομοιότητες μεταξύ του λαού της πΓΔΜ και των Τουρκοκυπρίων» (Το Βήμα, 15 Νοέμβρη
2007).
Τέτοιες ενέργειες τις βοηθάει η ελληνική πίεση που σπρώχνει τα πιο τυχοδιωκτικά
και καιροσκοπικά εθνικιστικά στοιχεία στην αγκαλιά του ενός και του άλλου και
κάθε άλλο παρά βοηθούν τη χώρα αυτή στο κεφαλαιώδες ζήτημα της ένταξης της στους
ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτό πάντως που δείχνει τις γενικές διαθέσεις της χώρας
αυτής σε ότι αφορά τον εθνοσοβινισμό και μεγαλομακεδονισμό ότι στα μέσα του
Δεκέμβρη η κυβέρνηση παρουσίασε στον Νίμιτς και σε εκπροσώπους του αμερικάνικου
υπ. Εξωτερικών δύο προτάσεις-πρωτοβουλίες, κάτι σαν ένα είδος Μέτρων Οικοδόμησης
Εμπιστοσύνης με την Ελλάδα. Η πρώτη είναι να διεξάγονται δύο φορές το χρόνο
συναντήσεις σε υπουργικό επίπεδο, ενώ τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια να
πραγματοποιείται συνάντηση των δύο πρωθυπουργών. Η δεύτερη και η σπουδαιότερη
είναι να σχηματιστεί μικτή επιτροπή για εκπαιδευτικά-ιστορικά ζητήματα, η οποία
θα αποτελείται από ακαδημαϊκούς των δύο χωρών και εκπροσώπους Μη Κυβερνητικών
Οργανώσεων και στόχο θα έχει τη συγγραφή εγχειριδίων τα οποία δεν θα προσβάλλουν
τα αισθήματα της μιας ή της άλλης πλευράς (Το Βήμα, 18 Δεκέμβρη 2007). Ακόμη,
ο υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Μιλόσοσκι πρότεινε την υπογραφή Διακήρυξης Φιλίας
και Συνεργασίας με την Ελλάδα. Ο Νίμιτς χαρακτήρισε τις προτάσεις «πολύ επιβοηθητικές
ως μέρος της λύσης», ενώ το ελληνικό ΥΠΕΞ τις θεώρησε άσχετες με το θέμα της
ονομασίας, αφού κατά τη γνώμη του θα αποτελούσαν εκφυλισμό των συνομιλιών σε
διαφορετικό αντικείμενο (Το Βήμα, 23 Γενάρη 2008). Κατά την επίσκεψη του ειδικού
διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Νίμιτς στα Σκόπια (3 Δεκέμβρη 2007) το σύνολο της πολιτικής
ηγεσίας της χώρας παρουσίασε σθεναρή και μασίφ στάση, κάνοντας τον ελληνικό
Τύπο να βάζει τον τίτλο Με άδεια χέρια έρχεται ο Νίμιτς (Το Βήμα, 4 Δεκέμβρη
2007).
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις για την εξουσία επίσης λειτουργούν
στη μικρή αυτή πολιορκημένη χώρα και επίσης βοηθάνε την πολιτική των εξωτερικών
πιέσεων και επεμβάσεων.
Ενδομακεδονική αντιπαράθεση εμφανίστηκε λοιπόν στο ζήτημα ποιος θα φέρει την
ευθύνη για πιθανή αναβολή της πρόσκλησης ένταξης στο ΝΑΤΟ. Εκεί ο πρωθυπουργός
Γκρούεφσκι δήλωσε πως «το μοναδικό σημαντικό εμπόδιο στο δρόμο προς το ΝΑΤΟ
είναι ο νότιος γείτονάς μας, η Ελλάδα (…) θα επικαλεστεί ότι δεν έχουν γίνει
κάποιες μεταρρυθμίσεις, ότι δεν έχουμε βελτιωθεί σε ορισμένους τομείς, άρα δεν
είμαστε ακόμη έτοιμοι» (Ελευθεροτυπία, 26 Νοέμβρη 2007), αποκαλύπτοντας έτσι
και την ελληνική τακτική στο ζήτημα, αν αποτύχει η μετωπική επίθεση στο ζήτημα
της ονομασίας. Η επικεφαλής όμως της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Σοσιαλδημοκρατική
Ένωση) Ράντμιλα Σεκερίνσκα θεώρησε την παραπάνω άποψη άλλοθι του Γκρούεφσκι,
προκειμένου να δικαιολογηθεί στην κοινή γνώμη της χώρας ενδεχόμενη αρνητική
απάντηση του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα μ’ αυτήν, «το σημαντικότερο πρόβλημα στο δρόμο για
ένταξη στο ΝΑΤΟ εντοπίζεται στην αδυναμία της κυβέρνησης να εφαρμόσει τις απαιτούμενες
μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό και όχι στην εκκρεμότητα της ονομασίας» (στο ίδιο).
Παρόμοιες θέσεις είχε εκφράσει πριν μερικές μέρες και ο επίσης σοσιαλδημοκράτης
πρόεδρος Τσερβενκόφσκι, ενώ σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο (19 Δεκέμβρη 2007)
χαρακτήρισε το 2007 «χαμένη χρονιά», όσον αφορά στην ενίσχυση της ευρωατλαντικής
προοπτικής της χώρας, και κατηγόρησε την κυβέρνηση για επιδείνωση των σχέσεων
μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων στη χώρα.
Σε έρευνα της κοινής γνώμης το 89% των ερωτηθέντων υποστηρίζει την ένταξη της
χώρας στο ΝΑΤΟ, ενώ το 77% πιστεύει πως η χώρα δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ
αν τεθεί ως όρος η αλλαγή του συνταγματικού της ονόματος (Το Βήμα, 20 Γενάρη
2008).
Στη συνάντηση της Αχρίδας μεταξύ των διαπραγματευτών Βασιλάκη και Ντιμιτρόφ
υπό την αιγίδα του Νίμιτς η μακεδονική πλευρά επέμεινε ότι το ζήτημα είναι διμερές
(21 Γενάρη), ενώ μετά τη συνάντησή του με τη Ράις ο Μιλόσοσκι δήλωσε ότι το
ζήτημα της ένταξης στο ΝΑΤΟ «δεν έχει να κάνει με συζήτηση περί ονομάτων, αλλά
είναι κάτι πολύ περισσότερο και αφορά τη σταθερότητα, τη δημοκρατία» (Το Βήμα,
13 Φλεβάρη 2008).
Η ΕΛΛΑΔΑ ΥΠΟΔΑΥΛΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ
Η Ρωσία και οι έλληνες πράκτορές της, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους να μην ενταχθεί η Δημ. της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, δεν ορρωδούν προ ουδενός και μεταχειρίζονται όλο τους το οπλοστάσιο, θεμιτό και αθέμιτο. Στην κατεύθυνση αυτή είδαμε άρθρο στην Ελευθεροτυπία (18 Νοέμβρη 2007) να αναφέρει ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καν εξετάσει αν θα στηρίξει ή όχι τους Αλβανούς του Κοσόβου, γεγονός που θα ενθαρρύνει τους Αλβανούς της ΠΓΔΜ τουλάχιστον να „σφίξουν“ τη στάση τους απέναντι στους „Μακεδόνες“ της ΠΓΔΜ». Με λίγα λόγια ενώ αυτοί οι ρωσόδουλοι γενικά είναι υπέρ της Σερβίας και κατά της Αλβανίας και της απόσχισης του Κοσόβου και αυτό λένε στις τηλεοράσεις, πίσω από την πλάτη του λαού σπρώχνουν τους αλβανούς σοβινιστές να απειλήσουν ότι θα ξεσκίσουν την Δημ. της Μακεδονίας για να μπορεί πιο εύκολα να υποταχθεί αυτή στις ελληνικές απαιτήσεις. Πραγματικά πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις, ο ξεσκολισμένος πρύτανης-πράκτορας της Ρωσίας, ο Κ. Παπούλιας, που τα 5 κόμματα ομόφωνα τον κάνανε πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον δείχνουν σαν σοφό γέροντα, στο επίσημο δείπνο προς τιμή του προέδρου της Αλβανίας Μπαμίρ Τόπι έβαλε κι άλλη μια προϋπόθεση στο ζήτημα της ένταξης: «Η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, αν ενδιαφέρεται να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, οφείλει όχι μόνο να ρυθμίσει τις σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα, αλλά και να διασφαλίσει την τήρηση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών της χώρας, δηλαδή και του αλβανικού στοιχείου» που σημαίνει στην πράξη των αλβανών σοβινιστών (Ελευθεροτυπία, 27 Νοέμβρη 2007). Στο άρθρο μάλιστα αναφέρεται πως στην ατζέντα των συνομιλιών των δύο προέδρων υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο για την «εξέταση της κατάστασης στην ΠΓΔΜ» και πως ο Παπούλιας δήλωσε επακριβώς τα εξής: «Πιστεύουμε επίσης ότι τα Σκόπια πρέπει να σεβαστούν απολύτως τη Συμφωνία της Αχρίδος, μιας συμφωνίας απαραίτητης ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση των δικαιωμάτων όλων των κατοίκων της και βέβαια και των δικαιωμάτων του πολυπληθούς αλβανικού στοιχείου».
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Στις 28 Νοέμβρη 2007 «υψηλή διπλωματική πηγή» δηλώνει ότι η
Αθήνα δεν πρόκειται να δεχθεί «μικρές, επιμέρους συμβολικές κινήσεις», υπονοώντας
την αλλαγή της ονομασίας του διεθνούς αεροδρομίου των Σκοπίων (Ελευθεροτυπία,
29 Νοέμβρη 2007), ενώ ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Κουμουτσάκος απάντησε ευθέως σε
σχετική ερώτηση ότι «κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε λόγο μεταστροφής της ελληνικής
θέσης, η οποία είναι επικεντρωμένη στην ουσία του ζητήματος» (Το Βήμα, 30 Νοέμβρη
2007). Αποδεικνύεται έτσι περίτρανα ότι τα περί αλυτρωτικής προπαγάνδας που
υπονοούσε η αλλαγή της ονομασίας του αεροδρομίου των Σκοπίων και τα τοιαύτα
ήταν απλά προσχήματα για να καλυφτεί η ουσία.
Στις 18 Γενάρη το Βήμα κάνει λόγο για «φάση ασυνήθιστης ψυχρότητας», στην οποία
«εισέρχονται από τον ερχόμενο μήνα οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις». Αυτήν ακριβώς
τη στιγμή ο Καραμανλής αναθέτει στην ανόητη και καιροσκόπο δυτικόφιλη Μπακογιάννη
να τα σπάσει με τους Αμερικανούς, για να συντριβεί η ίδια και όχι εκείνος. Έχουμε
ξαναπεί ότι βασική αρχή κάθε πράκτορα της Μόσχας στη Δύση είναι να μην εμφανίζεται
ως αντιαμερικάνος για να μπορεί ανεμπόδιστα να παραμένει στην εξουσία. Συγκεκριμένα,
στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι αρχικά υπήρχε η σκέψη να επισκεφθεί ο ίδιος ο
Καραμανλής τον Μπους και να του εξηγήσει γιατί η Ελλάδα θα καταφύγει στο βέτο,
αλλά την απέρριψε, γιατί «δεν θέλει να χρεωθεί ο ίδιος τον χειρισμό μιας μάχης
που δείχνει εκ των προτέρων χαμένη».
Στον τομέα της ταχτικής, τώρα, ζητήθηκε από τους Αμερικάνους να αναβληθεί η
πρόσκληση για ένταξη κατά ένα χρόνο, αλλά δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Τελευταία υποστηρίζεται η άποψη (δήλωση του Κουμουτσάκου στις 8 Φλεβάρη) ότι
θέση της Ελλάδας είναι μιας διεθνής ονομασία erga omnes (για όλες τις χρήσεις).
Αυτή η διατύπωση εκτιμάται (Το Βήμα, 9 Φλεβάρη 2008) ότι είναι διαφορετική από
τη φράση «ένα όνομα για όλους», που ακολουθούνταν μέχρι τώρα, αφού η τελευταία
παραπέμπει σε λύση που θα καλύπτει τόσο τη διεθνή (διεθνείς οργανισμοί, διμερές
επίπεδο) όσο και την εσωτερική χρήση, ενώ η πρώτη αφήνει ανοιχτή τη χρήση της
συνταγματικής ονομασίας στο εσωτερικό. Κάτι τέτοιο φαίνεται να αποδέχεται έμμεσα
και ο Κουμουτσάκος, καθώς σε συνέντευξή του στον «Αθήνα 9,84» δήλωσε ότι «όποια
καθαρότερη λύση μπορεί να επιτευχθεί θα είναι προς όφελος της επίλυσης του ζητήματος»
(Το Βήμα, 12 Φλεβάρη 2008).
Εμφανίζεται έτσι ότι η ελληνική πλευρά κάνει μια καλοπροαίρετη υποχώρηση, ενώ
στην ουσία πρόκειται για αέρα κοπανιστό, αφού το ζήτημα δεν είναι η εσωτερική
χρήση της συνταγματικής ονομασίας, αλλά η διεθνής.
Η εφημερίδα Ντέβνικ ανέφερε σε δημοσίευμά της ότι η Ελλάδα προωθεί την ονομασία
«Νέα Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Το Βήμα, 13 Φλεβάρη 2008).
Μετά τη σκληρή στάση της Ράις στη συνάντησή της με την Μπακογιάννη στην Ουάσιγκτον,
εκτιμάται ότι η ελληνική κυβέρνηση, όντας σίγουρη πια ότι θα υποχρεωθεί να προβάλει
βέτο, «σχεδιάζει μια αναπροσαρμογή με σκοπό πλέον να θέσει βέτο στην ένταξη
της γειτονικής χώρας στη Συμμαχία όχι για το ζήτημα του ονόματος, αλλά για τη
μη εκπλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων εισόδου στο ΝΑΤΟ» (Το Βήμα, 16 Φλεβάρη
2008). Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς εδώ; Την πρωτοτυπία του «επιχειρήματος»; Την
αφέλεια ότι οι άλλοι τρώνε κουτόχορτο και δεν καταλαβαίνουν τη βαθύτερη αιτία
του βέτο;
Το τελευταίο σαθρό επιχείρημα της ρωσόδουλης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
είναι το εξής: Ακόμη και αν ασκηθεί τελικά το βέτο, δε χάλασε κι ο κόσμος! Αυτό
δε θα σημαίνει, κατ’ αυτούς, ότι ματαιώνεται η ένταξη, αλλά απλώς αναβάλλεται
για ευθετότερο χρόνο. Ακούστε «επιχειρήματα»: «Όπως παρατηρούν διπλωματικές
και άλλες πηγές με την ανάλογη εμπειρία, τόσο η πΓΔΜ όσο και το ΝΑΤΟ θα έχουν
τη δυνατότητα „να καλύψουν την απόσταση από το Βουκουρέστι“ και „να επεκτείνουν
σε όλα τα Δυτικά Βαλκάνια τον ιστό της Συμμαχίας“, αν συνεχιστούν οι συνομιλίες
μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων μέσω του κ. Νίμιτς (ή κατ’ άλλον τρόπο) και με την
προϋπόθεση ότι τα Σκόπια θα εγκαταλείψουν την αντιπαραγωγική στάση τους. Σε
μια τέτοια περίπτωση η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να παίξει ρόλο» (Το Βήμα, 17 Φλεβάρη
2008).
ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΟΒΙΝΙΣΤΕΣ
Στις 25 Νοέμβρη εμφανίστηκε στον Τύπο ένα ψήφισμα της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών, στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Εμείς, 2,5 εκατομμύρια
Έλληνες Μακεδόνες, απαιτούμε από την Κυβέρνησή μας να ασκήσει το δικαίωμα της
αρνησικυρίας (Veto) σε κάθε ενταξιακή διαδικασία της FYROM στην Ευρωπαϊκή Ένωση
και στην Ατλαντική Συμμαχία μέχρις ότου η FYROM συγκατατεθεί σε μια αμοιβαία
αποδεκτή λύση και να προσφύγει σε Δημοψήφισμα (…) Το όνομα καθαυτό δεν θα ήταν
η ουσία του προβλήματος, αν αυτό δεν αποτελούσε το όχημα αλυτρωτισμού σε βάρος
της Ελλάδος» (Το Βήμα, 18 Γενάρη 2008).
Στους υπογράφοντες βλέπουμε μερικούς πρωτοκλασάτους εθνικιστές, όπως το νομάρχη
Θεσσαλονίκης Ψωμιάδη, το δήμαρχο Παπαγεωργόπουλο και το μητροπολίτη Άνθιμο.
Για άλλη μια φορά παρατηρούμε την κατάντια των εθνικιστών μας να κραδαίνουν
τα σπαθιά τους σε κάποιον που τους έχει ήδη υποτάξει με πρόσχημα το Μακεδονικό.
Δε χρειάζεται να απαιτήσετε κανένα βέτο, κύριοι εθνικιστές: η Ρωσία και οι πράχτορές
της το έχουν ήδη έτοιμο, έρχεστε δεύτεροι!
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΨΕΥΤΟΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Αφήσαμε για το τέλος να πούμε δυο λόγια για τους ψευτοαριστερούς,
ΣΥΝ και ψευτοΚΚΕ.
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο, είχαμε σχολιάσει στην ΝΑ την επίσκεψη στα Σκόπια του
Αλαβάνου, ο οποίος, αναλαμβάνοντας το ρόλο του «καλού» ασφαλίτη, προσπάθησε
να «ρίξει γέφυρες» και να διασπάσει το εσωτερικό μέτωπο στη Δημ. της Μακεδονίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε συζητήσεις με όλη την πολιτειακή και πολιτική
ηγεσία των γειτόνων και ότι όλες οι επαφές του, πλην αυτών με τους κυβερνητικούς,
έγιναν στο κτίριο του Γραφείου Συνδέσμου (το αντίστοιχο της ελληνικής πρεσβείας)
στα Σκόπια, το οποίο είχε κανονίσει και τις συναντήσεις (τόσο βαθιά χωμένος
στο κράτος ο «αντικαπιταλιστής επαναστάτης μας»). Μετά την επίσκεψη αυτή ο Αλαβάνος
έδωσε συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη (7 Νοέμβρη), στην οποία επανέλαβε τη
γνωστή κατάπτυστη θέση, που, σημειωτέον, είναι ολόιδια με την αντίστοιχη θέση
του ψευτοΚΚΕ: «Λύση με κοινά αποδεκτή ονομασία που θα μπορεί να περιλαμβάνει
και τον γεωγραφικό προσδιορισμό „Μακεδονία“, αλλά από κει και πέρα συζήτηση»
(Γραφείο Τύπου του Συνασπισμού).
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της παρέμβασης, ας αναφέρουμε τα εξής: Το 1994,
την εποχή του εμπάργκο, ο ΣΥΝ ήταν το μοναδικό πολιτικό κόμμα που επισκέφθηκε
το γειτονικό κράτος (τότε δεν ήταν στην ελληνική βουλή). Από τότε τα ταξίδια
στη Δημ. της Μακεδονίας πύκνωσαν και οι σχέσεις του ΣΥΝ με τη Σοσιαλδημοκρατική
Ένωση (το κόμμα του Γκλιγκόροφ και του σημερινού προέδρου Τσερβενκόφσκι). Το
τελευταίο ταξίδι ήταν το πρώτο έλληνα πολιτικού έπειτα από την επίσκεψη Μολυβιάτη
το 2004 και πήρε μεγάλη δημοσιότητα στα τοπικά ΜΜΕ. Οι μεγαλύτερες σε κυκλοφορία
τοπικές εφημερίδες αφιέρωσαν πρωτοσέλιδα στις δηλώσεις του και δημοσίευσαν φωτογραφίες
της συνάντησης με τον Τσερβενκόφσκι. Μεγάλη κάλυψη είχε και η τηλεόραση (τα
στοιχεία από το Βήμα, 11 Νοέμβρη 2007).
Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και οι δηλώσεις της Παπαρήγα μετά τη συνάντησή της
με τον Καραμανλή στο Μέγαρο Μαξίμου (7 Νοέμβρη 2007): «Οποιαδήποτε και να είναι
η ονομασία της γειτονικής χώρας, εφόσον περιέχει τον όρο „Μακεδονία“, „Μακεδονικός“
κτλ. σαφώς αυτός πρέπει να προσδιοριστεί ως αποκλειστικά και μόνο γεωγραφικός
όρος. Σαφώς και πρέπει να διασφαλιστεί η Ελλάδα από κάθε πνεύμα αλυτρωτισμού
και κάποια τέτοια θέση (…) Το 2007 έχει πάρα πολλές διαφορές από το 1992. Σήμερα
στα Βαλκάνια (…) επιπλέον παρεμβαίνει και η Ρωσία με τους αγωγούς πετρελαίου.
Η περιοχή, λοιπόν, βρίσκεται στη δίνη ακόμα πιο οξυμένων ανταγωνισμών (…) Ένα
ανεξάρτητο Κοσσυφοπέδιο, με ασαφή μάλιστα σύνορα με τη γειτονική χώρα, τη FYROM
–και εδώ ασαφή γιατί το ΝΑΤΟ απαγορεύει, δεν επιτρέπει να καθοριστούν τα σύνορα
(σσ: αναφέραμε προηγουμένως την είδηση για τον καθορισμό των συνόρων αυτών,
άρα η Παπαρήγα κακώς κατηγορεί εδώ το ΝΑΤΟ, το αντίθετο μάλιστα)- καταλαβαίνετε
ότι θα είναι ένα κουβάρι που όταν ξετυλιχτεί, δημιουργεί προβλήματα, όχι μόνο
αποσταθεροποίησης, αλλά ενδεχομένως και διάλυσης της γειτονικής χώρας. Πρέπει,
όσο εξαρτάται από την ελληνική παρέμβαση –δεν αποφασίζει για όλα η Ελλάδα-,
να αποτραπεί η δημιουργία δύο καθαρά αμερικανικών προτεκτοράτων, Κόσοβο και
FYROM» (Ριζοσπάστης, 8 Νοεμβρίου 2007). Εδώ τη βλέπουμε να ρίχνει όλες τις ευθύνες
στο ΝΑΤΟ και να απειλεί, συνδέοντας το ζήτημα με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου,
τη χώρα με διάλυση, χαρακτηρίζοντάς τη μάλιστα προτεκτοράτο των ΗΠΑ. Τέτοιους
χαρακτηρισμούς μόνο γνήσιος πράκτορας της KGB θα μπορούσε να κάνει.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΙΜΙΤΣ:
Το άρθρο αυτό είχε
ήδη γραφτεί (19 Φλεβάρη) προτού παρουσιαστεί η νέα πρόταση Νίμιτς στην Αθήνα.
Από μια πρώτη ανάγνωση της πρότασης αυτής συνάγεται ότι είναι πιο κοντά στις
ελληνικές θέσεις από οποιαδήποτε άλλη πρότασή του στο παρελθόν. Γι’ αυτό, άλλωστε,
και η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διαρρεύσει στον Τύπο ότι «είναι μια καλή
βάση διαπραγμάτευσης». Επί της ουσίας η πρόταση βάζει τη Δημ. της Μακεδονίας
στη γωνία, αφού ως μίνιμουμ βάση διαπραγμάτευσης βάζει την αποδοχή άλλου ονόματος
για χρήση διμερή, σε διεθνείς οργανισμούς και στα διαβατήρια και άλλου για διμερή
χρήση με όσες χώρες έχουν αποδεχθεί το συνταγματικό όνομα. Ακόμη, ένα από τα
προτεινόμενα ονόματα είναι το «Άνω Μακεδονία», όπως ήθελαν οι ρωσόδουλοι. Είναι
φανερό ότι, αν οι εθνικά Μακεδόνες αποδεχθούν μια τέτοια βάση διαπραγμάτευσης,
το επόμενο στάδιο θα είναι η πίεση των ρωσόδουλων να δεχθούν ονομασία με γεωγραφικό
προσδιορισμό, όπως το έχουν κάνει σαφές τόσο το ψευτοΚΚΕ όσο και ο ΣΥΝ και όχι
με εθνικό όπως θέλουν οι πολίτες της χώρας αυτής. Αν δεχτούν ότι δεν αποτελούν
διακριτή συγκεκριμένη εθνότητα, όπως θέλουν ιδιαίτερα οι Βούλγαροι, οι Ρώσοι
κλπ, τότε το κράτος τους μοιραία θα απορροφηθεί ή θα διαλυθεί. Φαίνεται ότι
οι πιέσεις των δυτικών ιμπεριαλιστών θα είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Θα λένε
δηλαδή στην Δημ. της Μακεδονίας : Αφού αποδεχθήκατε ως βάση διαπραγμάτευσης
μια τέτοιου είδους διπλή ονομασία (που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που θεωρούνταν
ως τώρα διπλή ονομασία), γιατί τώρα δε συζητάτε ονομασία γεωγραφικού προσδιορισμού;
Γιατί είστε αδιάλλακτοι;
Χωρίς να θέλουμε να γίνουμε μάντεις κακών, βλέπουμε να αυξάνονται οι πιέσεις
προς τον πιο αδύναμο. Ακόμη και αν η Ελλάδα υποχρεωθεί, τελικά, να προβάλει
βέτο (πράγμα καθόλου σίγουρο, αφού εξαρτάται από την τελική στάση των ΗΠΑ, για
την οποία κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος), έτσι όπως παρουσιάζονται
σήμερα τα πράγματα, ένα τέτοιο βέτο θα φανεί στα μάτια της Δύσης περίπου αναγκαστικό
από την ελληνική πλευρά, άρα έστω και με γκρίνια ανεκτό.
Σημασία έχει ότι με την πρόταση αυτή η Ελλάδα πέφτει στα μαλακά.