Ο ΑΧΜΑΝΤΙΝΕΤΖΑΝΤ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΒΑΓΔΑΤΗ ΣΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟ AΦENTIKO

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και τα νέα αφεντικά της Βαγδάτης μπαίνουν στη διαδικασία σταθεροποίησης και περαιτέρω διεύρυνσης της κυριαρχίας τους. Και λέγοντας «νέα αφεντικά» δεν εννοούμε φυσικά εδώ τους θλιβερούς αμερικανούς ιμπεριαλιστές – των οποίων η πολιτική εξουσία μέσα στη χώρα περιορίζεται πια μόνο μέσα στο χώρο της πρεσβείας τους – αλλά τους ισλαμοφασίστες-μιλιταριστές του γειτονικού Ιράν. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια πραγματοποιήθηκε, αρχές Μάρτη, η επίσκεψη του ιρανού προέδρου Μαχμούτ Αχμαντινετζάντ στη Βαγδάτη, ύστερα από επίσημη πρόσκληση του ιρακινού ομολόγου του Τζαλάλ Ταλαμπανί.
Η επίσκεψη Αχμαντινετζάντ στο Ιράκ θεωρείται σημαντική όχι μόνο επειδή διεξήχθη σε μια χώρα που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ο πιο θανάσιμος εχθρός του Ιράν, αλλά κυρίως γιατί η Ουάσιγκτον, που υποτίθεται ότι κινεί τα νήματα της ιρακινής πολιτικής ζωής, έχει διακόψει εδώ και καιρό τις διπλωματικές της σχέσεις με τους υψηλούς προσκεκλημένους της ιρακινής ηγεσίας. Στην πραγματικότητα, η συνάντηση του ιρανού δικτάτορα με τον ιρακινό πρόεδρο Ταλαμπανί και τον πρωθυπουργό Μαλίκι ισοδυναμεί με πλήρη πολιτική χρεωκοπία για τους Αμερικανούς.
Αυτοί παραλύουν βλέποντας το νούμερο ένα εχθρό τους – και αρχηγό του μεσανατολικού ισλαμοφασισμού – να υπογράφει μια σειρά από συμφωνίες με την κυβέρνηση του Ιράκ πάνω στους τομείς της ασφάλειας, των δασμών, της βιομηχανίας, της εκπαίδευσης και των μεταφορών. Και παραλύουν γιατί με την επεμβατική πολιτική τους έχουν οι ίδιοι προσφέρει στους μουλάδες, που σταδιακά απόχτησαν την πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία πάνω στο σιιτικό πλειοψηφικό τμήμα του ιρακινού πληθυσμού, τη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι σήμερα το Ιράν μπορεί να εξάγει ελεύθερα στο Ιράκ προϊόντα πρώτης ανάγκης, να χρηματοδοτεί ενεργειακά έργα και τουριστικές εγκαταστάσεις στις σιιτικές περιοχές, ενώ έχει προγραμματίσει την κατασκευή πετρελαιαγωγού που θα διοχετεύει το ιρακινό πετρέλαιο απ’ τη Βασόρα στο ιρανικό λιμάνι του Αμπαντάν. Η πολιτική υπεροχή του Ιράν πάνω στο Ιράκ φαίνεται εξάλλου στη διαφορά ανάμεσα στην επίσκεψη Αχμαντινετζάντ και εκείνης οποιουδήποτε αμερικανού υψηλού αξιωματούχου. Οι τελευταίοι συναντιόνται στα μουλωχτά με τους Ιρακινούς και κατεβαίνοντας από ελικόπτερα, ενώ ο πρώτος πάει και κάθεται εκεί 48 ολόκληρες ώρες και μετακινείται με αυτοκίνητο ασφαλής ανάμεσα στις φιλικές του «αντιστασιακές» μιλίτσιες και μάλιστα προαναγγείλει την επίσκεψή του δύο μέρες νωρίτερα. Επιπλέον, οι Αμερικανοί δεν κατάφεραν παρά να συμβουλέψουν την ιρακινή ηγεσία σχετικά με το πώς να υποδεχτεί τον καλεσμένο της. Παρόλα αυτά ο Ταλαμπανί ζήτησε από τον ιρανό ομόλογό του να τον αποκαλεί «θείο» ενώ ο δεύτερος δήλωσε με ύφος κηδεμόνα στο πλάι του ιρακινού αρχηγού ότι «Οι Αμερικανοί πρέπει να καταλάβουν ένα πράγμα μέσα στην περιοχή: ο ιρακινός λαός δεν αγαπά την Αμερική» και ότι το ιρανόφιλο «αυριανό Ιράκ θα είναι ισχυρό, ανεπτυγμένο και ευημερόν» (Μοντ, 4/3).
Όμως πολλοί Ιρακινοί έχουν διαφορετική γνώμη. Γι’ αυτούς η κυριαρχία του Ιράν πάνω στη χώρα τους ισοδυναμεί με την επιστροφή της κοινωνίας στο μεσαίωνα και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε έναν εθνικό διαμελισμό και σε μια θρησκευτική γενοκτονία. Ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο βασικές θρησκευτικές κοινότητες της χώρας έχει προσλάβει τέτοια χαρακτηριστικά. Λόγω αυτής της πικρής εμπειρίας ολοένα και περισσότεροι Ιρακινοί συνεργάζονται τελευταία με τα αμερικανικά στρατεύματα για την καταπολέμηση των ισλαμοφασιστών. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «Αφύπνιση» (sahwa) και έχει οδηγήσει στη δημιουργία πολιτοφυλακών, που μπορεί να αποτελούνται ακόμα και από πρώην μπααθικούς, που τίθενται συχνά υπό αμερικανική διοίκηση. Με τη σειρά τους οι Αμερικανοί έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τα λάθη τους και τώρα πλησιάζουν θρησκευτικούς φύλαρχους που προηγουμένως πολεμούσαν για να τους οργανώσουν και να τους εξοπλίσουν. Ο νούμερο δύο του αμερικανικού εκστρατευτικού σώματος, Ρέιμοντ Οντιέρνο, παραδέχτηκε το Φλεβάρη ότι «πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που μας πολεμούσαν δεν ήταν στ’ αλήθεια εξεγερμένοι(…) Προσπαθούσαν δικαιολογημένα να επιβιώσουν» (Μοντ, 12/3). Αυτές οι πολιτοφυλακές είναι αναγκασμένες να μάχονται τόσο ενάντια στους σουνίτες εξτρεμιστές (βλ. Αλ-Κάιντα) όσο και ενάντια στους ιρανόφιλους σιίτες που ήδη έχουν διαβρώσει σε ένα μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις ασφαλείας.
Το Ιράκ βυθίζεται σε έναν αιματηρό και παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο από την έκβαση του οποίου θα κριθεί τελικά η ανεξαρτησία, η πρόοδος και η ευημερία του.