Η ΝΕΑ «ΡΩΣΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ» ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ

Σε μια απρόσμενη στιγμή, το Ισραήλ και η Συρία – που για χρόνια δε μιλιόντουσαν – ξεκινούν διαπραγματεύσεις για τις μεταξύ τους εδαφικές διαφορές. Την ίδια στιγμή και ξαφνικά ο πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς διακόπτεται για τους επόμενους έξι μήνες. Στο Λίβανο, κυβερνητικό και αντιπολιτευτικό στρατόπεδο φτάνουν σε συμφωνία για τη διακυβέρνηση της χώρας. Μάλιστα ξαφνικά η για δεκαετίες αντι-ισραηλινή και φιλοαραβική Ελλάδα έκανε στρατιωτικά γυμνάσια μαζί με το Ισραήλ που πολιτικά στρέφονται ενάντια στο Ιράν. Ένας άνεμος που μυρίζει ειρήνη φυσά τελευταία πάνω από τη γενικά θερμή Μέση Ανατολή γεμίζοντας με αισιοδοξία τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και την ισραηλινή αστική τάξη. Τι συνέβη ξαφνικά και όλοι οι παλιοί εχθροί έγιναν φίλοι;
Τίποτα δεν συνέβη. Κανείς εχθρός δεν έγινε φίλος με κανέναν. Εκείνο που συνέβη είναι ότι ο κύριος διεθνής εχθρός των λαών μπορεί τώρα από θέση ισχύος να κάνει τακτικές αδιανόητες πριν από λίγα χρόνια και να ενώνεται με κάποιες από τις εχθρικές του δυνάμεις για να χτυπάει και να απομονώνει άλλες. Αυτό που έχει πετύχει τελευταία είναι να κυριαρχήσει στο Λίβανο μέσω των ισλαμοφασιστών της Χεζμπολλάχ. Ταυτόχρονα έχει επικρατήσει πάλι μέσω πρακτόρων στην Παλαιστίνη μέσω της Χαμάς στη Γάζα και μέσω του Αμπάς στη Δυτική όχθη (ο οποίος φροντίζει γενικά για ένα πράγμα, να πουλάει την Φατάχ στην Χαμάς) Εννοείται πάντα κινείται προσεκτικά γιατί πάντα οι λαοί εναντιώνονται στα σχέδιά του αυτά και στο μέλλον θα εναντιώνονται περισσότερο. Όμως αυτή τη στιγμή η ρώσικη διπλωματία αξιοποιεί τις νίκες της τελευταίας φάσης

Η βασική πρωτοβουλία της προσέγγισης Ισραήλ-Συρίας έγινε από την πλευρά του δεύτερου για λογαριασμό της Μόσχας και έχει δύο στόχους. Ο ένας, και ο κυριότερος κατά τη γνώμη μας, είναι να αναβαθμιστεί διπλωματικά σε πρωτοφανές επίπεδο ο ρόλος του ισλαμοφασίστα Ερντογάν σε μια στιγμή που οι κεμαλιστές στην Άγκυρα ετοιμάζονται, και σωστά να βγάλουν εκτός νόμου το κόμμα του. Ο δευτερεύων αυτή τη στιγμή αλλά πολύ σημαντικός από γενική τακτική άποψη λόγος γι αυτήν την ισραηλο-συριακή προσέγγιση είναι να νικηθεί η πολιτική Μπους που επιμένει ότι δεν υπάρχει ρήγμα μεταξύ Συρίας και Ιράν που μπορεί να αξιοποιηθεί με μια δυτικο-συριακή προσέγγιση και ότι μια φιλοσυριακή πολιτική σημαίνει εγκατάλειψη των δυτικών θέσεων στο Λίβανο και θρίαμβος των φιλοσυριακών θέσεων στην Παλαιστίνη.
Να λοιπόν πως έγινε και διαμεσολαβητής ξαφνικά και από το πουθενά μιας επίσης ξαφνικής και από το πουθενά ισραηλο-συριακής «ειρήνης» έγινε ο υπό καθαίρεση Ερντογάν. Να πως φροντίζει να κάνει μεγαλοφυή και πανίσχυρα ξαφνικά τα τσιράκια του ο σοσιαλιμπεριαλισμός αναθέτοντας τους πχ το ρόλο του γεφυροποιού μεταξύ Ισλάμ και Δύσης. Να πως θέλει η ρώσικη διπλωματία να στηρίξει τον άνθρωπό της στην Τουρκία την ώρα που είναι πολιτικά στριμωγμένος γιατί οι φιλο-ισλαμικές συνταγματικές αλλαγές που προώθησε και υπερψήφισε η εθνοσυνέλευση ούτε πείθουν το λαό ότι είναι δημοκρατικές -αφού αυτός δεν έκανε καμιά άλλη δημοκρατική αλλαγή- ούτε πέρασαν τελικά από το συνταγματικό δικαστήριο. Έτσι κινδυνεύει με απομάκρυνση από την εξουσία με την κατηγορία της απόπειρας διασάλευσης του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Ο καίριος λοιπόν διπλωματικός ρόλος αυτή τη στιγμή του Ερντογάν σαν ειρηνοποιού-θαυματοποιού της Μέσης Ανατολής του επιτρέπει να αποσπάσει την φανατική έγκριση των Ευρωπαίων. Επίσης του επιτρέπει να καταχτήσει τη συμπάθεια του μεγαλύτερου κομματιού του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ, εκείνου του Δημοκρατικού Κόμματος, που ενθουσιάζεται για οτιδήποτε υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη συνύπαρξη του Ισραήλ με τους ισλαμοφασίστες. Άλλωστε το Ισραήλ έχει μπει με πάθος σε αυτήν τη βλακώδη περιπέτεια ενότητας με τη Συρία, κάτω από την προεδρία του Ερντογάν, νομίζοντας ότι ξεκόβει την πρώτη από τον κύριο εχθρό του που είναι το Ιράν. Νομίζει ότι αν πουλήσει το Λίβανο στην Συρία και στη Χεζμπολλάχ και αν κανακέψει τον Αμπάς και τη Χαμάς θα γλυτώσει από τον ισλαμοφασισμό. Το ζήτημα είναι ότι με αυτήν την πολιτική όχι μόνο η Συρία τρώει το Λίβανο και η Ρωσία την Παλαιστίνη, αλλά οι Δυτικοί θα ασκήσουν όλη τους την επιρροή μέσα στην Τουρκία ώστε η πλάστιγγα να γείρει υπέρ του ισλαμοφασίστα Ερντογάν και να ματαιωθεί η απαγόρευση του κόμματός του. Έτσι εξηγείται γιατί σε αυτήν την κρίσιμη για τον Ερντογάν στιγμή, η φιλο-ρώσικη Ελλάδα προχωράει σε γυμνάσια στο Αιγαίο μαζί με το Ισραήλ που πολιτικά στρέφονται ενάντια στο Ιράν. Εκείνο που θέλει να δείξει στη Δύση μέσω αυτών των γυμνασίων η ελληνική διπλωματία είναι ότι μια ελληνοτουρκική ειρήνη, δηλαδή μια παραμονή του «φιλέλληνα», «ειρηνόφιλου» και «ισραηλόφιλου» Ερντογάν στην εξουσία στην Τουρκία, θα επιτρέψει και στην Ελλάδα να γίνει ένα στρατιωτικό μετόπισθεν της Δύσης στη Μέση Ανατολή και να μην ασχολείται πλέον με την όξυνση των σχέσεων με τη νατοϊκή Τουρκία. Εξαιρετικό αυτό λοιπόν και για τους έλληνες ρωσόδουλους που ήδη έχουν ανησυχήσει και την ΕΕ και τις ΗΠΑ με τη ρωσόφιλη επιδεικτικότητά τους. Με ένα σμπάρο λοιπόν δύο τρυγόνια μέσω της στριμωγμένης και δίχως αρχές, επεμβατικής πολιτικής της ισραηλινής αστικής τάξης. Αυτή νομίζει ότι εάν προσφέρει ανταλλάγματα στο καθεστώς της Δαμασκού, όπως μια υπόσχεση για απόσυρση από τα υψίπεδα του Γκολάν, εκείνο θα σταματήσει να επεμβαίνει στη γύρω περιοχή, θα κλείσει το αρχηγείο της Χαμάς και θα διακόψει τη συμμαχία του με την Τεχεράνη. Λες και μπορεί η παραχώρηση μιας μικρής έκτασης γης να ανακόψει τα μακρόπνοα σχέδια ενός ολόκληρου ναζιστικού άξονα για την ανάκτηση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Ποτέ η Συρία δεν θα ησυχάσει με το να πάρει το Γκολάν, όπως δεν ησύχασε αλλά αποθρασύνθηκε η Χαμάς όταν πήρε τη Γάζα. Γιατί δεν υπάρχει μια Συρία που κάνει πολιτική στο Παλαιστινιακό, υπάρχει μια υπερδύναμη που χρησιμοποιεί το παλαιστινιακό για να ξεσηκώσει και να οργανώσει ένα πελώριο μίσος ενάντια στο Ισραήλ και από εκεί ενάντια στον παγκόσμιο εβραίο χρηματιστή που είναι το εύληπτο για τις μάζες πρόσωπο του δυτικού ιμπεριαλισμού. Είναι αυτή η υπερδύναμη που χρειάζεται τώρα πάση θυσία και πάνω από όλα στον κόσμο τον Ερντογάν για να εντάξει την Τουρκία στον άξονα του πολέμου και του φασισμού. Η Τουρκία βρίσκεται στο πιο στρατηγικά κρίσιμο σημείο του ορθοδοξο-μουσουλμανικού τόξου που διαμορφώνει το Κρεμλίνο για να ξεκινήσει την επίθεσή του ενάντια στην ΕΕ. Η Τουρκία αποτελεί δίοδο του ρωσικού στόλου προς τη Μεσόγειο και πέρασμα των ενεργειακών αγωγών της Κ. Ασίας και του Κόλπου προς την Ευρώπη. Αν η Τουρκία μείνει έξω από τον άξονα τότε η περικύκλωση της Ευρώπης θα δυσκολέψει πολύ για τους ρώσους Χίτλερ. Γι’ αυτό στηρίζουν τον Ερντογάν παρέχοντάς του ευκαιρίες διεθνούς καριέρας σαν ειρηνοποιού: του επιτρέπουν να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στους δύο αιώνιους εχθρούς, το Ισραήλ και τη Συρία, του προσφέρουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στο Λίβανο, κι ακόμα αφήνουν να συζητείται έντονα η αποστολή τουρκικών ειρηνευτικών δυνάμεων στη Δ. Όχθη.
Ο Ερντογάν είναι το μεγαλύτερο χαρτί που διαθέτει σήμερα ο σοσιαλιμπεριαλισμός στη Μέση Ανατολή, και στην Τουρκία συγκεντρώνονται όλα τα σοβαρά πολιτικά βλέμματα. Εκεί κρίνεται το μέλλον του πλανήτη και όλες οι άλλες συγκρούσεις θα πρέπει να τεθούν σε δεύτερη μοίρα είτε να πάρουν μια προσωρινή ανάπαυλα.

Σε ότι αφορά τώρα τον Λίβανο και την Παλαιστίνη

Στο Λίβανο ήδη η Συρία κέρδισε μια μεγάλη πολιτική νίκη. Οι όροι της ισλαμοφασιστικής αντιπολίτευσης έγιναν γρήγορα δεκτοί από το κυβερνητικό στρατόπεδο κι έτσι επιτεύχθηκε η συμφωνία της Ντόχα. Αμέσως εκλέχθηκε, κατά παράβαση του συντάγματος, ο αρχηγός του στρατού Μισέλ Σλεϊμάν, φίλος της Χεζμπολλάχ και της Συρίας, σαν νέος αρχηγός του κράτους. Αυτός έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της προώθησης «αδελφικών και προνομιακών» σχέσεων με το καθεστώς της Δαμασκού, σχέσεων «απαλλαγμένων από τις ατέλειες του παρελθόντος». Ένας όρος της συμφωνίας της Ντόχα είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου και ο σχηματισμός κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» με μεγαλύτερη εκπροσώπηση των ισλαμοφασιστών, πράγμα που θα τους επιτρέπει από δω και μπρος να ασκούν βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις. Η επαίσχυντη αυτή «ειρήνη» επιτεύχθηκε με τις ευλογίες των γάλλων και αμερικανών διπλωματών, στηρίχθηκε στις κάνες των όπλων της Χεζμπολάχ ανοίγοντας για την τελευταία περαιτέρω το δρόμο της εξουσίας.
Το αποτέλεσμα στο Λίβανο και στην Παλαιστίνη θα ήταν ίσως διαφορετικό εάν οι σοσιαλιμπεριαλιστές δεν είχαν φροντίσει προηγούμενα να τοποθετήσουν μέσα στο αντιφασιστικό στρατόπεδο, και μάλιστα στην ηγεσία του, τους δικούς τουςΣΒΩ{?πρ ανθρώπους μεταμφιεσμένους σε δυτικόφιλους αστούς. Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Σινιόρα είναι ένα από τα πιο ισχυρά χαρτιά που διαθέτουν σήμερα οι Ρώσοι μέσα στην πολιτική ζωή του Λιβάνου. Ο αντίστοιχός του μέσα στην παλαιστινιακή ηγεσία δεν είναι άλλος από το διπρόσωπο παλαιστίνιο πρόεδρο και αρχηγό της Φατάχ, Μαχμούντ Αμπάς. Αυτοί οι δυο χρησιμοποίησαν όλη τους την εξουσία και την επιρροή για να φέρουν την ενότητα ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Στην ουσία ο ρόλος τους είναι να προστατεύουν τους ισλαμοφασίστες από πραγματικές επιθέσεις, με στόχο τη νομιμοποίησή τους σαν εσωτερικών – και τελικά κυρίαρχων ιδεολογικά – δυνάμεων του έθνους. Εκεί φαίνεται και η διπροσωπία τους. Στον πόλεμο του 2006 με το Ισραήλ, για παράδειγμα, ο Σινιόρα αντί να απομονώσει τους ισλαμοναζί για την προβοκάτσια που έκαναν ενάντια στον Λίβανό με το να επιτεθούν απρόκλητα ενάντια στο Ισραήλ, όπως θα έκανε ένας οποιοσδήποτε δημοκράτης και πατριώτης πρωθυπουργός, εκθείαζε αυτά τα μίσθαρνα όργανα της Δαμασκού και του Ιράν σαν εθνικούς ήρωες καταφερόμενος αποκλειστικά ενάντια στο Ισραήλ. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως η Χεζμπολάχ και γενικότερα το φιλοσυριακό στρατόπεδο μέσα στο Λίβανο ενισχύθηκαν όσο ποτέ άλλοτε.

Αναλόγως, ο παλαιστίνιος πρόεδρος Αμπάς έσπρωξε το κόμμα του σε συγκυβέρνηση με τη Χαμάς, ανοίγοντάς της το δρόμο προς την εξουσία στη Γάζα, για να αναθερμάνει από κει την ισραηλο-παλαιστινιακή διένεξη και να συσπειρώσει σιγά-σιγά γύρω της τον ευέξαπτο παλαιστινιακό εθνικισμό. Προσφάτως μάλιστα κάλεσε τη Χαμάς σε έναν «εξαντλητικό εθνικό διάλογο», χωρίς να απαιτήσει καν την παράδοση της Γάζας ξανά στα όργανα της παλαιστινιακής εξουσίας, «έτσι ώστε να τερματιστεί ο εθνικός διχασμός που έχει προκαλέσει μεγάλο κακό στην υπόθεσή μας» (Μοντ, 6/6). Η επίτευξη εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς έρχεται σε μια στιγμή αδυναμίας της ισραηλινής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αυτή την αναβάθμιση του πολιτικού στάτους των ισλαμοφασιστών. Και όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχείρησε να συσφίξει τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ ο διορισμένος από τον Αμπάς επίσης ρωσόδουλος πρωθυπουργός Φαγιάντ την απείλησε ότι αυτό «θα της αφαιρέσει ένα σημαντικό εργαλείο για να προωθήσει την ειρηνευτική διαδικασία εκ των προτέρων και θα θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά της να παίξει τον ενεργό πολιτικό ρόλο που χρειάζεται η περιοχή» (8/6). Εδώ ο υπαλληλίσκος της Ρωσίας στην Παλαιστίνη μπορεί, έχοντας πίσω του μια ολόκληρη υπερδύναμη, να εκβιάζει την Ευρώπη με πολιτική περιθωριοποίηση στην Εγγύς Ανατολή εάν η ειρήνη που προωθεί δεν είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του σοσιαλιμπεριαλισμού.

Αλλά η βαθύτερη αιτία της ήττας του αντιφασιστικού στρατοπέδου υπήρξε η ίδια η αδυναμία των μη ξενόδουλων αστικών τάξεων στο Ισραήλ, στο Λίβανο, στην Παλαιστίνη και στην υπόλοιπη αραβική Μέση Ανατολή να αντισταθούν στο φασισμό και τη συρο-ιρανική ανάμειξη αποφασιστικά και ως το τέλος. Πρόκειται για μια αδυναμία που είναι σύμφυτη με το γενικότερο χαρακτήρα αυτής της τάξης, της οποίας τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα της υπαγορεύουν να συμβιβάζεται με τους δυτικούς και ανατολικούς ιμπεριαλιστές και να στηρίζεται σε αυτούς. Στο Λίβανο η αστική τάξη έδειξε το χειρότερό της πρόσωπο. Εκεί η ηγεσία του «Κινήματος για το Μέλλον», του ενός εκ των δύο ισχυρότερων δημοκρατικών κομμάτων της χώρας, αρνήθηκε να δώσει τη μάχη με τους πραξικοπηματίες της Χεζμπολάχ ουσιαστικά παραδίδοντάς τους τον έλεγχο της κατάστασης. Ήταν μία μεγάλη ταπείνωση των λιβανέζων σουνιτών να βλέπουν τη σιιτική Χεζμπολάχ να συντρίβει με άνεση τις πολιτοφυλακές του κόμματος, να καίει τα γραφεία του και να καταλαμβάνει χωρίς αντίσταση τον τηλεοπτικό του σταθμό. Η στάση του κόμματος ήταν το λιγότερο περιφρονητική για τη μεγάλη μάζα των λιβανέζων σουνιτών ενώ ο ίδιος ο μεγαλοαστός Χαρίρι δεν έχει να πει τίποτα στην εξαθλιωμένη σιιτική αγροτιά, που έχει αφεθεί να σέρνεται πίσω από τους ισλαμοφασίστες δημαγωγούς για να κερδίσει λίγη υλική βοήθεια. Το ίδιο κινδυνεύει να πάθει και η αντι-Χεζμπολάχ σουνιτική πλατειά μάζα η οποία, απογοητευμένη από τους ηγέτες της, στρέφεται για να αντιμετωπίσει τους σιίτες φασίστες ολοένα προς τον ακραίο σουνίτικο ισλαμοφασισμό τύπου Αλ Κάιντα, δηλ. προς τη χειρότερη μορφή που μπορεί να πάρει σήμερα η ρωσική χιτλερική βία. Γι’ αυτό το λόγο έχει εγκατασταθεί τελευταία στο νότο του Λιβάνου, στα στρατόπεδα των παλαιστινίων προσφύγων, μια σκοτεινή ένοπλη ισλαμοφασιστική συμμορία που ονομάζεται «Φατάχ αλ Ισλάμ». Σε ένα διάγγελμά της ενάντια στη Χεζμπολάχ η γκρούπα αυτή λέει ότι: «Όποιος σπρώχνει τα πρόσωπά μας μέσα στη βρώμα πρέπει να αντιμετωπιστεί, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να θυσιάσουμε τη ζωή μας και να χύσουμε το αίμα μας» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 18/5). Καθώς λοιπόν το αστικό αντισυριακό δημοκρατικό μέτωπο έχει πέσει στο Λίβανο, οι εμφανείς επιλογές που μπαίνουν σήμερα μπροστά σε πολλούς απλούς Λιβανέζους είναι δύο: ή να περάσουν στο πλευρό της σιιτικής Χεζμπολάχ και να δεχτούν τη «φιλανθρωπία» της ή να πάνε με την Αλ Κάιντα για να πολεμήσουν, στην πραγματικότητα να προβοκάρουν και να δυναμώσουν τους σιίτες. Θα έχουμε δηλαδή κι εδώ μια επανάληψη της θρησκευτικής σύγκρουσης στο Ιράκ που προκάλεσε η αμερικανική επέμβαση και που σπρώχνει την ιρακινή κοινωνία προς τους δύο ακραίους ρωσόφιλους πόλους του ισλαμοφασισμού: την Αλ Κάιντα από τη μια μεριά και τον ιρανικού τύπου φασιστικό σιιτισμό από την άλλη. Πρόκειται για επιλογές που στην πραγματικότητα ευνοούν τον άξονα και όχι τους λαούς.

Στην πραγματικότητα δεν θα υπάρξει σωτηρία για τους λαούς στη Μέση Ανατολή αν αυτοί δεν οικοδομήσουν δικά τους λαϊκά αντιιμπεριαλιστικά κόμματα που να αντισταθούν στους σοσιαλφασίστες και να διασπάσουν τους δυτικούς από τους ανατολικούς ιμπεριαλιστές. Είδαμε πιο πάνω με ποιο τρόπο οι Αμπάς-Φαγιάντ εκβιάζουν την Ευρώπη προκειμένου να τη στρέψουν σε μια πιο φιλο-Χαμάς κατεύθυνση. Οι τελευταίες κινήσεις της γαλλικής διπλωματίας (βλ. προσέγγιση με τη Δαμασκό, επαφές με τη Χαμάς κτλ.) πρέπει να είναι αποτέλεσμα παρόμοιων πιέσεων ή ακόμα και ανταλλαγμάτων από πλευράς Ρωσίας. Η Ρωσία γνωρίζει πολύ καλά ότι τα γαλλικά – και κατ’ επέκταση τα ευρωπαϊκά – μονοπώλια είναι πρόθυμα να υποστηρίξουν μία ειρήνη χωρίς αρχές στη Μ. Ανατολή προκειμένου να παραμείνουν ενεργά στο παιχνίδι του πετρελαίου. Γνωρίζουν ακόμη ότι για χάρη της σταθερότητας στο Ιράκ και τα αμερικανικά μονοπώλια είναι πρόθυμα να υποστηρίξουν την προσπάθεια της κυβέρνησης Μαλίκι να εκκαθαρίσει τα υπόλοιπα ενδιάμεσα ρεύματα και να ευθυγραμμίσει με τη στρατηγική του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού κάθε συνιστώσα της ιρακινής πολιτικής σκηνής. Έτσι οι ΗΠΑ υποστήριξαν προσφάτως την εκστρατεία της ιρακινής κυβέρνησης ενάντια στο στρατό του σιίτη κληρικού Μοκτάντα αλ Σαντρ, που διεξήχθη όχι για να δοθεί τέλος στη βία του σιιτικού ισλαμοφασισμού απέναντι στους σουνίτες, αλλά στην πραγματικότητα επειδή η στρατηγική του συγκεκριμένου ισλαμοφασίστα για ένα ενιαίο Ιράκ έρχεται σε σύγκρουση με τα σχέδια του Ιράν και γενικότερα του άξονα για το διαμελισμό του. Γι’ αυτό και το Ιράν υποστήριξε την επιχείρηση. Η φάση της σχετικής «ύφεσης» στην οποία έχει ήδη περιέλθει το Ιράκ έχει να κάνει βασικά με την υπαγωγή της χώρας στη σφαίρα επιρροής του Ιράν.